Γεια, έτσι απλά και ταπεινά

58 8 10
                                    




Ξημέρωμα Τετάρτης επιστρέφω από το σπίτι του Γρηγόρη, κρατώντας μία σακούλα με ντεπόν στο εσωτερικό της. Στο φαρμακείο η κοπέλα που με εξυπηρέτησε έμοιαζε πολύ απόμακρη. Μισούσε αυτό που έκανε. Δεν της ταίριαζε αυτή η δουλειά, αν κρίνω απ' τις γκριμάτσες της. Η απέχθεια που δείχνει κάθε φορά που της ζητούν ένα κουτάκι με το τάδε φάρμακο είναι λες και απαιτείς να λύσει την πιο δύσκολη εξίσωση σε όλο τον κόσμο των μαθηματικών. Όταν η εργασία γίνεται αγγαρεία, η ζωή μαντέψτε; Γίνεται σκλαβιά. 

Αχχ, αυτοί οι συμβιβασμοί.. Σκέψεις που μας κλείνουν στην ίδια -επαναλαμβανόμενη- φούσκα, αδυναμίες, ανησυχίες. Δεν βαρεθήκατε να πουλιέστε; 


Προσπερνώ τα χαμηλά σπιτάκια στο διάβα μου. Παρατηρώ τις ψηλές πολυκατοικίες που κρύβουν τις μικρές τρύπες της ελευθερίας. Πιο πολύ μου φέρουν για ανθρώπους με μεγάλους φόβους, δισταγμούς κι ανασφάλειες για να νιώσουν και να δώσουν. Να αφεθούν και να ξεχαστούν. Να ξεπληρώσουν τα χρωστούμενα. Αυτά τα χρωστούμενα ξημερώματα σε εκείνους που θυσίασαν την καρδιά τους στον βωμό της εκμετάλλευσης. Μικρές σκέψεις. Μεγάλα λόγια.  


Φτάνω έξω από την κεντρική είσοδο του διαμερίσματός μου. Πριν ξεκλειδώσω και μπω μέσα, ο περίεργος γείτονας κάνει την εμφάνισή του στο απέναντι γκαράζ. Σκεπτικός και πάλι σήμερα. Τι να κάνει στις 6 το ξημέρωμα; Να πω μία καλημέρα ή θα με προσπεράσει; Πώς να τον προσεγγίσω; Πώς προσεγγίζεις έναν άνθρωπο που σε μισοκοιτά;

Στάσου. Σα να βλέπω τον εαυτό μου. Γεια, σου εαυτέ! 


"Καλημέρα σας", ξετρυπώνουν οι λέξεις από μέσα μου. Στρέφει το σώμα του προς την φωνή που αντηχεί στον άδειο δρόμο. Συννεφιασμένος με κοιτά. Δεν απαντά. Δεν μπορείς να τους δαμάσεις όλους. Τοποθετώ τα κλειδιά στην πόρτα μου, όταν η σπασμένη του φωνή απειλεί να βγει προς τα έξω. 

"καλημέρα αν και δεν βρίσκω το καλό πουθενά"

"ψάξατε παντού;"

"Αυτό κι αν ξέρει να κρύβεται καλά. Θα' ναι χωμένο σε καμιά χαραμάδα"

"κοιτάξατε βαθιά;"

Το δώρο που έφυγε | √Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα