Ήταν μεσημέρι. Η νεαρή Λαβεντερ διάβαζε το βιβλίο της ήρεμα πάνω σε μια μηλιά, μακριά από τις σκοτουρες και τις φωνές στο σπίτι της. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί όμως. Στο μυαλό της στριφογυριζε ο προηγούμενος καυγάς, σχετικά με την "ανάρμοστη και ανεύθυνη συμπεριφορά της", όπως της είχε φωνάξει η μάνα της. Η Λαβεντερ την αγαπούσε πολύ τη μαμά της, αλλά δεν ταίριαζαν καθόλου, σε σημείο να γίνεται ανυπόφορη η μία για την άλλη. Ένιωθε ότι πνιγόταν εκεί μέσα. Ε, και είχε βγει χωρίς την άδεια της, τόσο πολύ πειράζει πια; Σαν φυλακή το ένιωθε το σπίτι της η Λαβεντερ. Μια φυλακή που την προστάτευε, αλλά ταυτόχρονα της στερούσε τόσα πολλά από τον έξω κόσμο. Ένιωθε πλήξη και απίστευτη βαρεμάρα, μοναδική της απόδραση τα βιβλία, τα σκίτσα της, και η θέα της θάλασσας από το δωμάτιο της, που εκεί κατέφευγε κάθε φορά που είχε τις μαύρες της. Δεν ήξερε γιατί την ηρεμούσετοσο πολυ η θάλασσα, λες και είχε κάτι μαγικό πάνω της που σου ηρεμεί το μέσα σου με τη μία. Μόνο που τώρα, η θάλασσα ήταν απαγορευμένη ζώνη, μεσημεριτικα. Για αυτό η Λαβεντερ βγήκε στον κήπο αγκαλιά με ένα βιβλίο και στρωθηκε στη δουλειά. Της