Ο πατέρας Ρίτσαρντ δεν μπορούσε να το πιστέψει, αλλά ούτε και η Έμμα.
"Πάτερ μου" είπε η κοπέλα και πλησίασε μέχρι τα κάγκελα.
Του άπλωσε τα χέρια και εκείνος τα έσφιξε στα δικά του.
"Σας παρακαλώ βγάλτε με από εδώ. Δεν έκανα τίποτα" είπε η Έμμα και βούρκωσε.
"Ηρέμησε κοριτσάκι μου. Θα βρούμε μια λύση. Πες μου όμως, ξέρεις κάτι όσον αφορά την Λίριο ή τον Γκάμπριελ;" ρώτησε ο ιερέας με αγωνία.
"Ναι, βρίσκονται στο κάστρο του άρχοντα Κλάους. Τους έχει ως υπηρέτες και εγώ εκεί ήμουν μέχρι που ήρθε ο ιεροεξεταστής και μόλις με είδε διέταξε να με συλλάβουν. Με έφεραν εδώ μέσα. Είναι αποπνιχτικά, δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Πόσα να αντέξω;" είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
"Τι εννοείς; Τι σου συνέβη; Ο Τζέιμς, τα παιδιά σας πού είναι;"
"Είναι νεκροί!"
"Ο πατέρας σου μου είπε ότι καταφέρατε να το σκάσετε"
"Μας βρήκαν" είπε και έπεσε στα γόνατα.
Ο πατέρας Ρίτσαρντ την κοίταξε με συμπόνια.
"Άκουσε με Έμμα μου. Πρέπει να είσαι δυνατή! Αυτό που πέρασες ήταν μια τεράστια δοκιμασία, αλλά άντεξες μέχρι τώρα και πρέπει να κάνεις κουράγιο. Αυτό θα ήθελε ο άνδρας σου. Όμως να ξέρεις ότι θα σε βοηθήσουμε, μην ανησυχείς για τίποτα παιδί μου" της είπε.
Εκείνη τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη και τότε τα μάτια της έλαμψαν σαν να συνειδητοποίησε κάτι.
"Είπατε προηγουμένως ότι ο πατέρας μου σας είπε ότι μπορέσαμε και φύγαμε από το χωριό. Αυτό σημαίνει ότι είναι καλά, έτσι;" ρώτησε έχοντας ανάψει μια σπίθα ελπίδας στην καρδιά της.
"Ναι, είναι ζωντανός. Ήρθαμε μαζί στο Άσλιρντ" της απάντησε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
"Ευτυχώς! Να και κάτι καλό μέσα σε τόση δυστυχία. Η μητέρα μου;"
"Λυπάμαι, δεν μπόρεσε να σωθεί"
Η Έμμα πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν είχαν χαθεί όλα. Ο πατέρας της ζούσε.
"Μην φοβάσαι. Θα σε ελευθερώσουμε" της είπε ο παπάς και της έπιασε το χέρι ενθαρρυντικά.
"Ευχαριστώ, το ξέρω ότι όλα θα πάνε καλά. Σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη"
"Καλύτερα να πηγαίνουμε, μην έρθει κάποιος και μας βρει εδώ" είπε ο πατέρας Κέβιν που είχε μείνει άγαλμα από την έκπληξη με όσα γίνονταν μπροστά στα μάτια του.
Έτσι ο πατέρας Ρίτσαρντ χαιρέτησε την Έμμα και της είπε ότι σύντομα θα έβλεπε το φως της ημέρας, ελεύθερη.
Οι δύο άνδρες γύρισαν ξανά στο γραφείο του Κέβιν.
"Είναι η κόρη του συγχωριανού σου" συμπέρανε.
"Ναι, πρέπει να την φυγαδεύσεις" είπε ο άλλος παρακλητικά.
"Θα κάνω ότι μπορώ, αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα. Έχω την αίσθηση ότι έχουν αρχίσει να με υποπτεύονται"
"Θα γίνει προσεχτικά. Σε ικετεύω Κέβιν, για το όνομα του Θεού δεν μπορούμε να την αφήσουμε. Είναι αθώα"
"Όσοι έρχονται εδώ είναι αθώοι, αλλά δυστυχώς πληρώνουν τις προλήψεις της κοινωνίας μας"
"Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Πες μου. πέρα από σένα υπάρχει κάποιος άλλος που θα μπορούσε να μας βοηθήσει;"
Ο πατέρας Κέβιν σκέφτηκε και ξαφνικά το πρόσωπο του φωτίστηκε.
"Ναι, υπάρχει ο άρχοντας Άντριου. Με έχει βοηθήσει και άλλες φορές να ελευθερώσουμε κρατούμενους" είπε
"Ο άρχοντας; Είσαι σίγουρος; Αφού έκανε πόλεμο για να κατακτήσει άλλες περιοχές, δεν νομίζω να είναι καλοσυνάτος" τον αμφισβήτησε ο πατέρας Ρίρσαρντ.
"Αυτός είναι ο Κλάους, εγώ μιλάω για το γιο του. Είναι άξιος άνθρωπος, διαφωνεί με τις απόψεις του πατέρα του"
"Τότε αλλάζει. Ωραία! Ειδοποίησε τον. Θέλω να μιλήσω μαζί του"
****
Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Την προηγούμενη μέρα είχαν πάρει την Έμμα, αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ο Γκάμπριελ και η Νάλα προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν, αλλά ήταν μάταιο.
Έκανα τις δουλειές μου και ακόμα περισσότερες για να μην σκέφτομαι.
Κάποια στιγμή με πλησίασε ο άρχοντας Άντριου.
"Λίριο" μου είπε.
Γύρισα και τον κοίταξα.
"Άρχοντα μου" είπα και υποκλίθηκα.
"Πώς είσαι;" με ρώτησε κοιτάζοντας με με καλοσύνη.
"Πώς να είμαι; Η Έμμα ήταν η μόνη οικογένεια που μου είχε απομείνει" είπα και βούρκωσα ξανά.
"Λυπάμαι ειλικρινά" μου είπε και με έπιασε από τους ώμους. "Σε παρακαλώ προσπάθησε να σταθείς στα πόδια σου. Είναι δύσκολο, αλλά δεν μπορείς να λυγίσεις. Το χρωστάς στον εαυτό σου και σε όσους σε αγαπούν"
"Και ποιος με αγαπά άρχοντα μου;" ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω ούτε η ίδια τι έλεγα από την στενοχώρια.
"Ο φίλος σου, ο Γκάμπριελ, η Νάλα που φαίνεται να σε εκτιμά πολύ και εγώ"
Τον κοίταξα στα μάτια.
"Συγνώμη;" τον ρώτησα με απορία.
"Ξέρω ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή Λίριο, αλλά έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια για σένα και να ξέρεις ότι μπορείς να στηρίζεσαι πάνω μου για ότι χρειάζεσαι" μου είπε με ένα αχνό χαμόγελο.
"Εξηγήστε μου καλύτερα σας παρακαλώ τι εννοείτε, γιατί δεν θέλω να βγάλω λάθος συμπεράσματα" του είπα σίγουρη ότι είχα παρερμηνεύσει τα λόγια του.
Εκείνος αντί να μιλήσει έσκυψε και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη.
Είχα σαστίσει. Δεν το περίμενα.
"Αν δεν θέλεις δεν είσαι αναγκασμένη να ανταποκριθείς, απλώς ήθελα να γνωρίζεις τι αισθάνομαι" μου είπε
"Άρχοντα μου εγώ..." ξεκίνησα να λέω.
"Μπορείς να με φωνάζεις Άντριου όταν είμαστε οι δυο μας και να μου μιλάς στον ενικό"
"Δεν γίνεται να με αγαπάς Άντριου"
"Και όμως γίνεται. Εσύ πώς αισθάνεσαι για μένα; Υπάρχει περίπτωση να μπορέσεις να νιώσεις κάτι;" με ρώτησε κοιτάζοντας με ανυπόμονα για την απάντηση μου.
"Ήδη έχω αισθήματα" είπα αυθόρμητα.
Εκείνος χαμογέλασε και μου έδωσε ένα ακόμη φιλί και ξαφνικά ένιωσα απέραντη ευτυχία και πίστεψα ότι θα μπορούσα για χάρη του να αντιμετωπίσω με θάρρος όποια δυσκολία και αν προέκυπτε.