κεφάλαιο 22ο

198 30 12
                                    

Ένιωθα τόσο ευτυχισμένη, αλλά παραδόξως αισθανόμουν τον Άντριου παγωμένο.

Τον κοίταξα στα μάτια.

"Άντριου, δεν το πιστεύω! Χαίρομαι πολύ" του είπα και ακούμπησα τις παλάμες μου στα μάγουλα του.

Εκείνος έκανε απότομα δύο βήματα πίσω.

"Δεν σε θέλω κοντά μου πια. Με κορόιδεψες. Ακόμη και τώρα υποκρίνεσαι" μου είπε και τα μάτια του πετούσαν σπίθες.

Δεν καταλάβαινα για ποιο πράγμα μου μιλούσε. Γιατί ήταν τόσο οργισμένος;

"Τι λες;" τον ρώτησα.

Εκείνος με πλησίασε και με άρπαξε από τον λαιμό.

"Ορκίστηκα ότι αν θα σε έβλεπα θα σε σκότωνα και αυτό θα κάνω βρώμα, έπαιξες με τα συναισθήματα μου, με εκμεταλεύτηκες και θα πληρώσεις για αυτό" μου είπε σφίγγοντας με περισσότερο.

Αισθάνθηκα τα πνευμόνια μου να φράζουν. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω.

"Αφήστε την άρχοντα μου" άκουσα εκείνον τον στρατιώτη να λέει και τον απώθησε από κοντά μου.

Έπεσα στα γόνατα και ανάσανα βαθιά.

"Πήγες να με πνίξεις" είπα τρομοκρατημένη.

Όλο το κορμί μου έτρεμε.

"Αυτό σου αξίζει, θάνατος" ούρλιαξε εκείνος.

"Γιατί; Τι σου έκανα; Σε αγαπώ"

"Ψεύτρα! Προσποιούσουν για να με κάνεις ότι θέλεις. Είπες στον Ντέιβιντ ότι εγώ σας βοήθησα να δραπετεύσετε και ότι δεν αισθάνεσαι τίποτα για μένα"

"Ο στρατηγός σου το είπε αυτό; Ποτέ δεν είπα αυτά τα λόγια. Άθελα μου ξεστόμισα ότι εσύ μας φυγάδευεσες, αλλά σε αγαπώ Άντριου. Προσευχόμουν να σε συναντήσω, σε σκεφτόμουν από την ώρα που έφυγα από το Άσλιρντ, δεν έχει περάσει μέρα χωρίς να σε σκεφτώ. Λέω αλήθεια, το ορκίζομαι" του είπα και δάκρυα έτρεξαν στα μάτια μου.

Εκείνος με κοίταζε σαν χαμένος.

"Δεν ξέρω. Τα έχασα όλα πια, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω" είπε τρελαμένος.

"Τι έχει συμβεί; Πώς βρέθηκες εδώ;" τον ρώτησα προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε γίνει.

"Δεν θα σου πω, δεν θέλω καμία σχέση μαζί σου. Μείνε μακριά μου"

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ταράχτηκα.

"Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Γιατί είσαι τόσο απελπισμένος; Άκουσε με, από την ώρα που ήρθαμε εδώ μένουμε μαζί με κάποιους Δρυίδες, έχουν ένα οικισμό εδώ κοντά, ελάτε και εσείς. Θα έχετε φαγητό και στέγη και θα ξεκουραστείς"

"Όχι" είπε κοφτά και απομακρύνθηκε.

Εγώ είχα μείνει κοκαλωμένη, κενή από κάθε συναίσθημα και αδυνατούσα να δεχτώ όσα είχαν διαδραματιστεί.

Κοίταξα τον στρατιώτη που με κοίταζε και εκείνος συμπονετικά.

"Τον αγαπάς, είναι σίγουρο αλλά δώσε του χρόνο" μου είπε.

"Σε παρακαλώ εξήγησε μου τι έχει γίνει" του είπα.

"Λοιπόν, όταν μαθεύτηκε ότι σας βοήθησε να φύγετε και ότι είχε σώσει την ξαδέρφη σου που την θεωρούσαν μάγισσα κατηγορήθηκε για προδοσία. Τον φυλάκισαν και του στέρησαν το δικαίωμα διαδοχής. Και όλα αυτά τα έκανε ο πατέρας του. Τώρα βέβαια είναι νεκρός. Τον σκότωσε ο στρατηγός Ντέιβιντ για να πάρει την θέση του"

"Θεέ μου! Παρόλα αυτά γλίτωσε. Εσύ πρέπει να τον βοήθησες"

"Ναι, πάντα ήμουν πιστός στο άρχοντα Άντριου"

"Σε ευχαριστώ που του έσωσες την ζωή. Αυτό το κάθαρμα που τον δηλητηρίασε εναντίον μου, θα τον σκότωνε δίχως αμφιβολία. Πώς μπορεί να πιστεύει εκείνον και όχι εμένα;" αναρωτήθηκα.

"Δώσε του λίγο χρόνο, θα δεις θα γυρίσει ξανά κοντά σου"

****

Όταν επέστρεψα στους Δρυίδες διηγήθηκα τι είχε συμβεί στους υπόλοιπους.

"Είναι μπερδεμένος. Ο στρατιώτης είχε δίκιο. Χρειάζεται χρόνο και θα διακρίνει την αλήθεια" είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

"Μακάρι!" είπα.

****

Όταν νύχτωσε είχαμε μια απρόσμενη άφιξη. Ο Άντριου με τον άλλον στρατιώτη ήρθαν να στον οικισμό. Ζήτησαν καταφύγιο και οι Δρυίδες δέχτηκαν.

Ο Άντριου ούτε που με κοίταζε, όσο για τον άλλον που το όνομα του ήταν Φίλιπ ήταν αρκετά εύθυμος και ομιλιτικός και όλη την ώρα ήταν δίπλα στην Έμμα και την έκανε να χαμογελά.

Χαμογέλασα και εγώ βλέποντας τους.

Και η Έμμα είχε περάσει τόσα και της άξιζε να βρει ξανά την ευτυχία.

Είχα αρχίσει όμως να πιστεύω ότι η ευτυχία τελικά ήταν άπιαστο όνειρο. Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τις αναμνήσεις από την ζωή στο χωριό μου να με κατακλύσουν. Είχα τόσα πολλά καλά να θυμάμαι από τότε.

Αναρωτήθηκα λοιπόν αν θα μπορούσα να είμαι ξανά τόσο γαλήνια και ήρεμη όπως εκείνες τις ημέρες πριν έρθει η ζωή μου πάνω-κάτω και έχοντας αυτή την σκέψη πήγα να ξαπλώσω και βυθίστηκα σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

Στα χρόνια του ΜεσαίωναWhere stories live. Discover now