Τα φώτα της πόλης άναβαν για ακόμη μαι νύχτα . Πριν από λίγες μέρες είχε χιονίσει και ο ψυχρός αέρας κρατούσε το λευκό στρώμα απλωμένο παντού . Το θέαμα σε αποστομώνε ακόμη καο εάν το παρατηρούσες από μακρυά . Έμοιαζε με μια οπτασία του παραδείσου .
Η φλωρεντια ήταν ανέκαθεν η αγαπημένη της πόλη . Δίχως να γνωρίζει τον λόγο , δίχως μα θυμάται το γιατί . Κάθε φορά που βρισκόταν σε αυτή ένιωθε περίεργα . Ήταν όμορφο συναίσθημα δεν το αρνιούνταν ποτέ .
Τώρα όμως ήταν φυλακισμένη μέσα στην ίδια της την ευτυχία . Το μέρος που άλλωστε ένιωθε σαν το σπίτι της τώρα είχε μετατραπεί σε μια αφόρητη κράτηση της εκεί . Ο ριτσαρντ ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα για να της φέρει τρόφιμα . Κάθε φορά που άκουγε το κλειδί στην πόρτα έτρεχα στο δωμάτιο της κλειδώνοντας για να μην μπορεί να την πλησιάσει . Περίμενε εκεί για ώρες μέχρι εκείνος μα φύγει έτσι οπως είχε έρθει . Αθόρυβα . Έτρωγε ελάχιστα για να κρατιέται στα πόδια της και χάζευε με τις ώρες την πόλη να αλλάζει καθώς η μέρα διαδεχόταν την νύχτα, η βροχή τον ήλιο και έπειτα το πυκνό χιόνι των τελευταίων ημερών .
Μπορούσε να δει τους περαστικούς που ήταν αγκαλιασμένοι στο πεζοδρόμιο έξω από το διαμέρισμα της και βαθειά μέσα της γνώριζε πως είχε ζήσει και εκείνη την ίδια ευτυχία που τώρα ζήλευε .
Έκλεινε τα μάτια της και φανταζόταν έναν δικό της κόσμο. Ένα όμορφο λιβάδι , όπου έτρεχε ελεύθερη μαζί με την κόρη της . Υπήρχε και μια θολή αντρική φιγούρα σε αυτό το όραμα . Όμως κάθε φορά που προσπαθούσε να εστιάσει σε εκείνη τα μάτια της άνοιγαν αμέσως και η Εδέμ της έπαυε να υπάρχει .
Ήταν υπομονετική . Έπρεπε να υπομείνει όλα αυτά προκειμένου να ξαναδεί την Μιρα . Ο ριτσαρντ την άφηνε να της μιλήσει για λίγο στο τηλέφωνο . Η συνομιλία τους όμως μου ο θλίψη της προκαλούσε .
Η μικρή την ζητούσε συνεχώς μέσα από δάκρυα και αναφιλητά που έσπαγαν την καρδιά της . Δεν άντεχε να την ακούει και να μην μπορεί να κάνει τίποτα για να πάψει το κλαμμα της . Έπειτα η διαδικασία ήταν πάντα η ίδια . Έπρεπε να πει πως είχε δουλειά , ο ριτσαρντ θα έπαιρνε το ακουστικό από την μικρή και λέγοντας μια ξερή καληνύχτα θα έκλεινε την γραμμή διακόπτοντας κάθε επιθυμία . Δεν είχε τολμήσει να καλέσει ποτέ από μου η της . Φοβόταν πως αυτό θα τον εξόργισε και πως έτσι θα καθυστερούσε να ξανά σμίξει με τον άγγελο της .
Τος νύχτες έκλαιγε βουβά οι τοίχοι απορροφούσαν κάθε αναφιλητο που ξέφευγε από το στόμα της , τα σεντόνια ποτό όταν με τα δάκρυα της . Τα μπω της μάτια είχαν χάσει την λάμψη τους . Είχαν γίνει σκουρόχρωμα και άχαρα . Δεν υπήρχε κάτι που να της φτιάξει την διάθεση έτσι κι αλλιώς .
Περπάτησε μέχρι την κουζίνα θέλοντας να πιει νερό όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει . Είχε απορροφηθεί στις σκέψεις της που δεν κατάλαβε ποτέ εκείνος είχε γυρίσει . Πανικοβλήθηκε αμέσως. Δνε θα προλάβαινε να μπει στο δωμάτιο της . Δεν μπορούσε να φτάσει εκεί χωρίς να την δει . Αναγκαστικά θα περνούσε από το σαλόνι .
Ξεφυσιξε . Ήταν καιρός να τον αντιμετωπίσει . Ίσως να είχε ηρεμίσει πλέον . Ίσως να ήταν εδώ για να της πει να φύγουν και μα την γυρίσει στην Μιρα .
Με σταθερά βήματα πλησίασε την πόρτα ωστόσο το θέαμα την εξέπληξε .
Μπροστά της δεν στέκονταν ο ριτσαρντ μα ο αλεξ .
Δίχως να προλάβει να αντιδράσει εκείνο την έκλεισε στην αγκαλιά του σφογγοντας την με όση δύναμη είχε .
Το άρωμα του πλημμύρισε τα ρουθούνια της προκαλώντας της μια ανεξήγητη ζάλη που την καθήλωσε . Δεν μπορούσε να απομακρυνθεί . Αλλά δνε το ήθελε κιόλας . Τύλιξε τα χείρα της γύρω από το δικό του σώμα αφήνοντας μια ανάσα ανακούφισης ελεύθερη .
Έμειναν έτσι ενωμένοι για λίγα λεπτά πριν εκείνος βρει την δύναμη να την αποχωριστεί και να απομακρυνθεί πρώτος .
«Πως .. πως με βρήκες ;»
«Πάντα θα σε βρίσκω Βεατρίκη ;»
«Βεατρίκη ;»
«Ναι σαν τον Δάντη .»
«Ξέρω ποια είναι απλώς ..»
«Απλώς ;»
«Να είναι περίεργο . Έχω κάποια όνειρα στα οποία κάποιος με αποκαλεί έτσι .»
«Μάλλον σύμπτωση .»
«Πάντα με έλεγες έτσι ;»
«Ναι. Πάντα από την πρώτη στιγμή που σε είδα .»
«Μα αυτό σημαίνει ....»
«Δεν έχουμε χρόνια ο για τέτοια . Ήρθα για να σε πάρω από εδώ .»
«Όχι !»
«Θα πάμε ... κάτσε τι είπες ;»
«Δεν έρχομαι μαζί σου .»
«Γιατί ; Δεν θα σου κάνω κακό άρια . Το καλό σου θέλω .»
«Εάν φύγω ... θα κάνει κακό στην κόρη μου . Δεν μπορώ να φύγω .»
«Η Μιρα είναι ήδη ασφαλής με έναν φίλο μου . Δεν θα μπορέσει να την βρει . Όσο και εάν ψάξει θα αποτύχει .»
«Είναι καλά ;»
«Ταλαιπωρημένη .. και ψάχνει εσένα συνεχώς αλλά είναι εντάξει .»
«Είναι δικό μου λάθος όλο αυτό .. εάν πήγαινα με τα νερά του ..»
«Τότε θα κατεστρεφες την ζωή σου . Θα ήσουν δυστυχισμένη για πάντα.»
«Είναι επικίνδυνος .»
«Το ξέρω . Ξέρω πολύ καλά ποιος ειναο Αριάδνη πίστεψε με . Και ξέρω τι θα σου έκανε εάν μείνεις και άλλο εδώ πέρα . Πιστεύεις πως θα σε άφηνε να δεις την μικρή ποτέ ξανά ;»
«Ναι δηλαδή .. μου το υποσχέθηκε . Θα το έκανε .»
«Δεν είναι τίμιος άνθρωπος . Ξέρει να σε κρατάει στο χέρι . Και με την Μιρα ήξερε πως θα έμενες για πάντα πίστη σε εκείνον . Δνε θα σε άφηνε να την δεις όμως . Γιατί γνώριζε πως θα μπορούσες να φύγεις ένα την είχε κοντά σου .»
«Πως ξέρεις τόσα για τον ριτσαρντ ; Ποιος είσαι στα αλήθεια τελικά ;»
«Είναι μεγάλο η ιστορία . Θα σε βοηθήσω να τα θυμηθείς όλα μόλις βρεθούμε σε ασφαλές μέρος .»
«Μπορώ να σε εμπιστευτώ ;»
«Ναι άρια μπορείς γιατί εγώ ...»
«Εσυ ;»
«Δεν έχει σημασία . Έλα πάμε .»
«Περίμενε θα χρειαστώ ρούχα .»
«Όχι δεν θα χρειαστείς . Θα σου έχω ότι χρειαστείς για να νιώσεις καλά . Πρέπει να φύγουμε τώρα .»
«Ε...εντάξει .»
Το βλέμμα της έπεσε στο χέρι του που είχε απλωθεί για να το πιάσει εκείνη . Με δισταγμό άπλωσε τα λεπτά της δάχτυλα στην παλάμη του και εκείνος αμέσως την έσφιξε προστατευτικά .
Το νακολουθησε μέχρι το αμάξι του και βολεύτηκε στην θέση του συνοδηγού . Όλος ο χώρος είχε το άρωμα του και μια περίεργη εφορία την κατέλαβε .
«Που θα πάμε ;»
«Κάπου αρκετά μακρυά από εδώ . Στην οικογένεια σου . Στην Αγγλία .»
«Και η Μιρα ;»
«Είμαι ήδη εκεί απ Ότο πρωί . Ο μπαμπάς σου και ο αδερφός σου θα την προσέχουν μέχρι να φτάσουμε εμείς .»
«Γιατί το κανεις αυτό ;»
«Μακάρι να μπορούσες να θυμηθείς άρια . Θα ήταν πιο εύκολα τότε . Θα καταλάβαινες γιατί τα κάνω όλα αυτά .»
Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι της .
«Συ.. συγνώμη ... προσπαθώ ..»
το χέρι του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της καο εκείνος της χαμογέλασε ζεστά .
«Το ξέρω πως το κανεις . Και θα σε βοηθήσουμε όλοι σε αυτό . Πίστεψε με Βεατρίκη θέλω πιο πολύ από όλους να θυμηθείς .»
«Να με λες έτσι .»
«Βεατρίκη ;»
«Ναι μου αρέσει .»
Το δυνατό του γέλιο γαληνεψε τον εσωτερικό της κόσμο γύρισε να τον κοιτάξει .
«Γιατί γελάς ;»
«Να επειδή εσυ νοσούσας αυτό το ψευδώνυμο .»
«Οι άνθρωποι αλλάζουν .»
«Ναι το ξέρω αυτό .»
Το πρόσωπο του σκοτείνιασε στιγμιαία αλλά γρήγορα επανήλθε.
«Εντάξει λοιπόν . Κοιμήσου Βεατρίκη . Το ταξίδι θα είναι μεγάλο .»