Το Άστρο που έδυσε 1 (Tys2019...

By Baifi88

28.4K 4.4K 3.4K

Παγιδευμένο ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο, το Άστρο της Αυγής, θα βρεθεί μπροστά σε μία τεράστια δοκι... More

Προλογος
Αγγελικά πλασμένος/ part 1
Εχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς κοντύτερα / part 1
Έχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς πιο κοντά / part 2
Έχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς πιο κοντά/ part3
Στο πνεύμα των Χριστουγέννων/part1
Στο πνεύμα των Χριστουγέννων /part 2
Στο πνεύμα των Χριστουγέννων/ part3
Εν μέρει καλός...ή εν μέρει κακός?/part1
Εν μέρει καλός....ή εν μέρει κακός?/ part 2
Εν μέρει καλός....ή εν μέρει κακός?/ part3
Eν μέρει καλός....ή εν μέρει κακός?/part 4
Εν μέρει καλός...ή εν μέρει κακός?/part 5
Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/ part 1
Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/ part2
Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/ part 3
Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως /part4
Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/part5
Λύτρωση ή Τιμωρία; /part1
Λύτρωση ή Τιμωρία; /part 2
Το σπαθί του Αρχαγγέλου/part1
Το σπαθί του Αρχαγγέλου/part 2
Το σπαθί του Αρχαγγέλου/ part3
Aφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε/part1
Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε/ part2
Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε/ part3
To Δέκατο Τάγμα/ part2
To Δέκατο Τάγμα/part 3
To Δέκατο Τάγμα /part4
Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/part1
Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/part2
Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/part 3
Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/ part4
Εν αρχή ην η Αγάπη/ part1
Εν αρχή ην η Αγάπη/ part 2
Εν αρχή ην η Αγάπη/ part 3 (τελος)

Tο Δέκατο Τάγμα/ part 1

459 100 65
By Baifi88

Για δευτερόλεπτα, όλοι μας παγώσαμε, καθώς γύρω από το σώμα του Μιχαήλ είχε σχηματιστεί μία μικρή, άλικη λίμνη αίματος.

΄΄Αίμα΄΄ σκέφτηκα ΄΄Αυτό και αν φάνταζε απίθανο. Οι Άγγελοι ήμασταν ασώματοι, επομένως δεν ματώναμε. Ήταν αδύνατο, κάτι πέραν πάσης φύσεως και λογικής΄΄

Ωστόσο κατά πώς φάνηκε, ο Παράδεισος του είχε τελικά στερήσει το δικαίωμα της αγγελικής ιδιότητας. Τον είχε ρίξει για το αμάρτημα της κλοπής του σπαθιού και του ψέματος που είχε διαδώσει, προκειμένου να με βοηθήσει. Για λίγο ο χρόνος σταμάτησε απότομα γύρω μου και ένιωσα την οργή να πλημμυρίζει κάθε ίντσα του κορμιού και του μυαλού μου. Γύρισα απότομα προς τον Ασμοδαίο που χαμογελούσε αυτάρεσκα, μπρος στο θέαμα του πληγωμένου Μιχαήλ.

«Θα σε τελειώσω» μούγκρισα και ένιωσα την κτηνώδη φύση μου να γιγαντώνεται. «Θα διαμελίσω την ψυχή σου, θα την αποδυναμώσω και θα την παρασύρω για πάντα στα έγκατα της Κολάσεως. Εσένα και των υπολοίπων πριγκιπικών καθαρμάτων. Αν πάθει κάτι ο Μιχαήλ, γύρεψε το έλεός μου» πρόφερα αργά, ενώ με την άκρη του ματιού μου, είδα την Αντέϊρα να τρέχει προς το μέρος του λιπόθυμου πρώην Αρχαγγέλου και να γέρνει στο στήθος του κλαίγοντας. Η καθησυχαστική του μυρωδιά για την ψυχή της ήταν βάλσαμο. Τα χέρια της άγγιξαν το στήθος του, βρέχοντάς το με δάκρυα βουβά πόνου.

«Υπερασπίζεσαι τον Αρχιστράτηγο του Πατέρα; Αυτόν που σε πέταξε σε αυτό εδώ το μέρος γιατί διαφωνούσε με τις ιδέες σου; Τότε είσαι προδότης, γιατί πολύ απλά εμείς σε υπερασπιστήκαμε, αλλά μάλλον το ξέχασες. Έχεις βραχεία μνήμη» έφτυσε ο Μπελιάλ.

«Στην λογομαχία μου με τον Μιχαήλ και τους υπερασπιστές του, εγώ δεν μίλησα ποτέ για φόνους Μπελιάλ» γρύλισα και τότε μέσα από τους τοίχους, ξεπρόβαλαν κατώτερα δαιμόνια. Τα ουρλιαχτά τους και οι στριγκές κραυγές τους, μου προκαλούσαν πονοκέφαλο επαναφέροντας στη μνήμη μου, τα χιλιάδες μικροσκοπικά πλασματάκια που με εξυμνούσαν, στην είσοδο και έξοδό μου από τον θρόνο του Πατέρα. Τα γυαλιστερά μάτια τους, ήταν καρφωμένα πάνω μας, περιμένοντας διαταγές. Ωστόσο, εγώ ένιωθα πως δεν είχα το κουράγιο για τίποτε. Το σπαθί μου, κρεμόταν άψυχο από το χέρι μου και πλησίασα τον πεσμένο Μιχαήλ.

Στη θέα μου, η Αντέϊρα υποχώρησε, αφήνοντάς μου έστω και ελάχιστο χώρο και χρόνο με τον αδερφό μου. Γονάτισα δίπλα του και πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου. Τα καστανά μαλλιά του, ήταν μουσκεμένα από το αίμα και τα κυανά σκούρα μάτια του, μου φαίνονταν θολά. Στο άγγιγμά μου, ανταποκρίθηκε με ένα αχνό χαμόγελο. Το χέρι του βρήκε το δικό μου που έτρεμε. Ήμουν έτοιμος να λυγίσω, να παραδοθώ σε συναισθήματα πρωτόγνωρα, εκείνα του απόλυτου θρήνου και πένθους για τον επικείμενο χαμό του.

«Τελικά, τι είχαμε να χωρίσουμε εμείς οι δύο;» με ρώτησε ψιθυριστά, σφίγγοντάς με, με ανάγκη.

«Τίποτα» απάντησα με δυσκολία, αλλά και ειλικρίνεια «Μερικές χαζές ιδέες, ενός τελειωμένου επαναστάτη όπως εγώ» συνέχισα.

«Επαναστάτης ίσως, αλλά όχι τελειωμένος. Τελευταία στιγμή, άδραξες την ευκαιρία που σου παρουσιάστηκε και άλλαξες. Ο Πατέρας, θα πρέπει να σε αγαπά πολύ, για να σου εμφάνισε ακόμη μία, καθώς τίποτε δεν είναι τυχαίο. Ίσως να πιστεύει σε εσένα όσο εσύ πίστεψες στη ανθρώπινη φύση και της έδωσες εξίσου μία ευκαιρία. Τώρα που είμαι τρωτός, τώρα μπορώ να τους καταλάβω εν μέρει τους θνητούς και να τους δικαιολογήσω. Για τον φόβο τους απέναντι στον θάνατο, για τον πόνο που νιώθουν, γιατί και εγώ τον νιώθω» προσπάθησε να πει βαριανασαίνοντας.

«Δεν θέλω να πιστεύει σε εμένα ο Πατέρας. Κανείς δεν θέλω να διατηρεί ελπίδες, καθώς με την πρώτη ευκαιρία τον απογοητεύω. Εδώ είναι το βασίλειό μου και όχι στους Ουρανούς. Εκεί, δεν υπάρχει θέση για μία μορφή σαν την δική μου. Εξάλλου,έφυγα με την θέλησή μου κάποτε. Αυτό είναι ένα αληθινό γεγονός και δεν αλλάζει» είπα κάπως απότομα και ο Μιχαήλ μου χαμογέλασε βουρκωμένος.

«Τα πάντα αλλάζουν. Η ζωή δεν χαρακτηρίζεται από στασιμότητα, αλλά αέναη αλλαγή. Όσο και αν το αρνείσαι, η καταγωγή σου είναι ο Παράδεισος και η πηγή της δύναμής σου, είναι το Φως. Θέλω μία χάρη από εσένα, καθώς δεν έχω πολύ χρόνο» ΄΄Ωχ, οι τελευταίες επιθυμίες των μελλοθάνατων, με τρόμαζαν πιο πολύ και από την κατάρα του Πατέρα΄΄ σκέφτηκα. «Θέλω να πάρεις τη θέση μου. Θέλω να οδηγήσεις εσύ τα Τάγματα, ενάντια στο σκοτάδι» τελείωσε και αν δεν βρισκόταν σε αυτή τη δεινή θέση, θα ξέσπαγα σε γέλια.

«Το έχεις χάσει για τα καλά. Αν διαβώ τις Πύλες του Παραδείσου, ο Γαβριήλ θα με τελειώσει» απάντησα.

«Όχι» επέμεινε «Έχεις το Φως και για όσο θα υπάρχει, το Άστρο δεν θα δύσει ποτέ. Κάνε το να λάμψει και άφησέ το να ξεχυθεί σαν ποτάμι και να γλυκάνει τον κόσμο. Δικός σου ήταν άλλωστε, η δική σου απέραντη επικράτεια» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες, πριν νιώσω και τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς του να προμηνύει το τέλος του.

Τα μάτια του έμειναν ορθάνοιχτα, γυάλινα, να κοιτάζουν το κενό. Ένας δυνατός πόνος στο στήθος μου και μία ενέργεια που με εγκατέλειπε, ήταν το επόμενο πράγμα που ένιωσα. Ήταν το κομμάτι του αδερφού μου, που πλέον είχε παραδοθεί στο απέραντο σύμπαν. Στη δική του επικράτεια. Το κεφάλι του είχε γείρει πίσω απότομα και ένιωσα τον κόσμο μου να χάνεται. Τα δαιμόνια με κοίταξαν σαστισμένα, καθώς η γροθιά μου προσγειωνόταν στο πρόσωπο του Μπελιάλ. Οι κραυγές μου, ήμουν βέβαιος πως έφταναν ως την επιφάνεια της γης, καθώς χτυπούσα όποιον και ό,τι έβλεπα μπροστά μου.

«Θα σε λιώσω!» ούρλιαξα στον Ασμοδαίο που δεν σταμάτησε λεπτό να χαμογελά, μέχρι που τα χέρια μου δημιούργησαν το πύρινο μαστίγιο της Κόλασης. Τώρα, θα άφηνα επιτέλους το τέρας από μέσα μου να ξεχυθεί χωρίς κανέναν δισταγμό.

Με μένος εξαπέλυα επιθέσεις με στόχο μου τον Ασμοδαίο, με τα κατώτερα δαιμόνια να στέκουν παθητικοί θεατές. Κάπου στο βάθος, άκουγα την Αντέϊρα να μου φωνάζει να σταματήσω, μα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Ο Αλάστωρ, είχε αρπάξει τον Ασταρώθ, καθώς όπως ισχυριζόταν και ο ίδιος, είχε νιώσει στο πετσί του την οργή των Σεραφείμ και Χερουβείμ και δεν θα τον σταματούσε τώρα, η εκπεσούσα εκδοχή του. Ωστόσο, ο Ασταρώθ σύντομα υιοθέτησε μία μορφή, που έμοιαζε με εκείνη του δράκοντα, χτυπώντας άσχημα τον Αλάστορα και ζαλίζοντάς τον.

Τότε, το μαστίγιό μου, βρήκε επιτέλους τον στόχο του και τυλίχτηκε επικίνδυνα γύρω από τον λαιμό του Ασμοδαίου, γονατίζοντάς τον. Η φρικιαστική μου όψη, με τα μάτια μου να έχουν υιοθετήσει για πρώτη φορά το χρώμα της ώχρας, τον πλησίασε επικίνδυνα.

«Πώς νιώθεις τώρα; Θέλω να σε ακούσω να μου περιγράφεις κάθε σου συναίσθημα» του γρύλισα, ενώ έσφιγγα ταυτόχρονα τη λαβή του μαστίγιου περισσότερο.

«Ποτέ δεν θα σου δώσω τη χαρά πως ηττήθηκα. Όλοι αυτοί που βλέπεις εδώ, είναι με το μέρος μου» μούγκρισε ενώ άξαφνα η μάχη είχε κοπάσει.

Τότε, στάθηκα όρθιος, με όλη μου την σκοτεινή μεγαλοπρέπεια και κοίταξα το απόκοσμο πλήθος που καρτερούσε.

«Μπορεί να είμαστε έκπτωτοι, αλλά δεν είμαστε δολοφόνοι. Η φύση μας δεν δημιουργήθηκε πάνω σε αυτές τις αρχές. Αντιθέτως, αυτός που υποστηρίζετε, τρέφεται από θανάτους θνητών ψυχών, επειδή είναι αδύναμοι και δεν μπορούν να πολεμήσουν έναν αθάνατο. Εγώ αυτό δεν το δέχομαι. Έχω πλήρη γνώση της δύναμής μου και δεν θα την χρησιμοποιούσα ποτέ ενάντια σε κάποιον τόσο αδύναμο. Έστω, ένα ψήγμα ηθικής, έχει απομείνει στη μαύρη μου και σάπια καρδιά. Γνωρίζω πως Άγγελοι από όλα τα Τάγματα έπεσαν μαζί μου εκείνη την ημέρα. Έπεσαν γιατί διαφώνησαν με τον Πατέρα και τον Παράδεισο, γιατί λογομάχησαν με τα φωτεινά αδέρφια μας. Απόψε όμως, ένας αδερφός μας σκοτώθηκε ύπουλα τη στιγμή της αδυναμίας του και αυτό καμία δαιμονική ή αγγελική φύση δεν το συγχωρεί. Απόψε, πήρα την απόφαση να κάνω πραγματικότητα μία υπόσχεση που έδωσα στον αδερφό μου. Θα πολεμήσω με όπλο μου το φως, ενάντια στο σκοτάδι της βασιλείας του Ασμοδαίου. Ποιος είναι μαζί μου;» ρώτησα στο τέλος και άξαφνα είδα τα μέλη του δέκατου Τάγματος, του δικού μου Τάγματος, που με πίστεψε και έπεσε, να πλησιάζουν διστακτικά.

«Αφέντη, καλείς εμάς που κάποτε παρέσυρες στην Κόλαση, να ανυψωθούμε και να πολεμήσουμε; Ποιόν; Θα μας κάψουν» άκουσα τη φωνή ενός Δαίμονα.

«Να πολεμήσουμε αυτό, για το οποίο δεν φτιαχτήκαμε, το αιώνιο έρεβος σε βαθμό μη αναστρέψιμο. Κοίταξε τον Ασμοδαίο και πες μου αν βλέπεις το παραμικρό σημάδι, που να μαρτυρά το ποιος ήταν. Στη θέση των δαιμονικών φτερών του, υπάρχουν δύο ουλές. Έτσι θα καταντήσετε και δεν θα υπάρχει επιστροφή» του απάντησα και είδα τα περισσότερα μέλη του Τάγματός μου, να κινούνται προς το μέρος μου. Ωστόσο, φαινόταν πως κάποιος έκρυβε έναν άσσο στο μανίκι του, όταν άκουσα ανθρώπινα κλάματα και τον Μπελιάλ να πλησιάζει κρατώντας δύο γυναίκες. Την μία την αναγνώρισα αμέσως.

«Κάιλα!» της φώναξα, μα η Αντέϊρα έβγαλε μία κραυγή όταν αναγνώρισε το ματωμένο πρόσωπο της αδερφής της. Το πνεύμα του Μπελιάλ χαμογέλασε ειρωνικά και ξεκίνησε να μπαίνει στο σώμα της Κάιλα, παραμορφώνοντάς την. Με το χέρι του άρπαξε τον λαιμό της άλλης κοπέλας και μου είπε :

«Διάλεξε! Ή θα σκοτώσεις το σώμα ή θα σκοτώσω την μικρή»

Πώς τολμούσε να με εκβιάζει; Εμένα, που στην αιώνια ζωή μου δεν είχα δεχτεί παρατήρηση, ούτε από τον ίδιο τον Πατέρα μου; Έβλεπα το παραμορφωμένο πρόσωπο της Κάιλα και ταυτόχρονα τον θυμό και την οργή, που κυριολεκτικά όργωναν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του άλλου θηλυκού θύματος. Τη στιγμή εκείνη σκέφτηκα, πως για να πολεμήσεις το σκοτάδι, έπρεπε να χρησιμοποιήσεις το φως και το μοναδικό πλάσμα που διέθετε φως, ανάμεσα στις τερατογενέσεις, ήταν ο Μιχαήλ. Τα φτερά του που τώρα μετά θάνατον κείτονταν άψυχα, εξακολουθούσαν να έχουν την ενέργεια του Παραδείσου και ας είχε χάσει την αγγελική του Χάρη. Παίρνοντας λοιπόν ένα λευκό πούπουλο στο χέρι μου, κινήθηκα αστραπιαία, κολλώντας το επάνω στο στήθος της παραμορφωμένης Κάιλα. Ο Δαίμονας ξεκίνησε να κραυγάζει και να σκούζει πονεμένα, αφήνοντας τον λαιμό της μίας κοπέλας και ταυτόχρονα εγκαταλείποντας το ξένο σώμα. Σηκώνοντας στην αγκαλιά μου το άψυχο κορμί του Μιχαήλ, έκανα σήμα στον Αλάστορα να πάρει στα χέρια του την Αντέϊρα και τη χτυπημένη Κάιλα. Από την παλάμη του χεριού μου ξεπήδησαν φλόγες. Με όλη μου τη δύναμη, τις έριξα στα τείχη της αίθουσας ξεκινώντας να την γκρεμίζω.

«Άμπατον!» ούρλιαξα σε έναν πρώην Άγγελο του Τάγματός μου. «Πάρε το θηλυκό που τρέμει στη γωνία και ανεβείτε στην επιφάνεια. Προσοχή να μην σας δει κανένα θνητό μάτι» του υπενθύμισα και κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. Την επόμενη στιγμή, γύρισα το βλέμμα μου στον Ασμοδαίο που είχε πάρει θέση μάχης, ενώ τα πάντα γκρεμίζονταν γύρω μας και γίνονταν συντρίμμια.

Έβγαλα ξανά το πύρινο μαστίγιο μου και εκείνος, έμπηξε τη γροθιά του στη γη, ανοίγοντάς την στα δύο. Σαν το φίδι σερνόταν και χανόταν μέσα στις σκιές με εκπληκτική ταχύτητα. Οι άλλοι τρείς τον μιμήθηκαν και προτού το αντιληφθώ, δέχτηκα ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη και ένιωσα τη σάρκα μου να κόβεται στα δύο. Ο τραυματισμός από δαιμονικό ή αγγελικό χτύπημα, δεν επουλωνόταν αμέσως και εγώ τίναξα τις μαύρες μου φτερούγες για να διώξω τον εισβολέα. Εν συνεχεία σήκωσα το ξίφος μου και το κατέβασα με δύναμη, για να νιώσω ένα αντικείμενο να πετάγεται αστραπιαία. Ήταν το κλειδί. Πλέον ωστόσο, είχε κάνει τη δουλειά του. Το πήρα στα χέρια μου αργά, όταν είδα τη φιγούρα του Ασμοδαίου, να υιοθετεί ξανά τη φρικιαστική μορφή της.

«Αυτό θα το μετανιώσεις πολύ πικρά. Μπορεί να μην κατάφερα να ανοίξω την Κόλαση, αλλά εμείς οι τέσσερις διαθέτουμε αρκετή δύναμη για να κινηθούμε στον κόσμο των θνητών. Δεν θα καρτερώ την Αποκάλυψη και δεν θα επιτρέψω στον Πατέρα να μας εξοντώσει. Η δουλοφροσύνη σου με αηδιάζει» μου έφτυσε και συνέχισε «Δεν θα γίνεις ποτέ αυτό που ήσουν και ξέρεις γιατί; Γιατί κανένας δεν σε θέλει και φυσικά κανείς δεν σε έχει ανάγκη πλέον. Όλοι θα σε προδώσουν γιατί τους πρόδωσες και εσύ με τη σειρά σου. Πήγαινε τώρα να παρακαλέσεις τον Γαβριήλ, σαν καλός δούλος που είσαι» τελείωσε και τον άρπαξα από τον λαιμό. Προτού τον πετάξω με φόρα στο έδαφος, χτύπησα με δύναμη το χέρι μου στα πέτρινα τοιχώματα, διαλύοντας την αίθουσα των Ταρτάρων και το φριχτό κλουβί της τιμωρίας.

Οι υπόλοιποι προσπάθησαν να με ακολουθήσουν, ωστόσο η ξαφνική και στιγμιαία λάμψη του κορμιού μου, σχεδόν έλιωσε το σώμα τους, κάνοντάς τους να εξαφανιστούν, πίσω στην αγκαλιά της Αβύσσου. Ο χλομός ήλιος της Κολάσεως με αποχαιρετούσε, για να με υποδεχτεί η λάμψη του ενός και μοναδικού, υπέρλαμπρου ουράνιου σώματος. Ο καθαρός αέρας έκανε τα πνευμόνια μου να φουσκώσουν και οι μυρωδιές της φύσης ερέθισαν ευχάριστα τη μύτη μου. Μολαταύτα, η χαρά μου διήρκεσε δευτερόλεπτα, καθώς κοίταξα το μελανό σώμα του Αρχαγγέλου που κρατούσα στα χέρια μου. Με σεβασμό, το εναπόθεσα στη γη και γονάτισα δίπλα του, έχοντας τη μορφή του φρικτού εκείνου πλάσματος που λάτρευε να μισεί σύσσωμη η ανθρωπότητα. Μετά τα τελευταία γεγονότα, μου είχε απαγορευτεί το δικαίωμα να υιοθετώ ανθρώπινη όψη, κάτι που θα δυσκόλευε τη μετακίνησή μου εδώ στη γη. Ευτυχώς για εμένα, είχα βρεθεί σε έναν τόπο μακριά από τα θνητά βλέμματα, με μοναδική παρέα το νεκρό σώμα του αδερφού μου.

Καθώς τον κοιτούσα, παρατηρούσα τον άνεμο να παρασέρνει τις καστανές του μπούκλες. Ο Μιχαήλ, ήταν ένας υπέροχος Αρχάγγελος και ακόμη περισσότερο, ένας αδερφός που όλοι θα επιθυμούσαν να έχουν, θνητοί και αθάνατοι. Παρά την υπερηφάνεια μου και την αλαζονική μου στάση απέναντι στον Πατέρα, ο Μιχαήλ στην ουσία δεν με απέρριψε ποτέ. Περίμενε στωικά την ημέρα, που ενάντια σε ό,τι πίστευαν μέχρι τότε, οι Άγγελοι και οι άνθρωποι, εγώ θα επέστρεφα πίσω στον Παράδεισο. Τελικά, η υπομονή του είχε ανταμειφθεί με τον θάνατό του και το τεράστιο κενό στην ψυχή μου που θα του ανήκε για πάντα. Με το παραμορφωμένο μου χέρι, άγγιξα το πρόσωπό του, περιμένοντάς τον να μου ανταποδώσει το βλέμμα. Έτσι γινόταν πάντα, έτσι είχα συνηθίσει όταν εκατομμύρια αιώνες πριν, μόλις ο Πατέρας μας είχε δημιουργήσει, εγώ δεν είχα μάθει ακόμη να ελέγχω το φως, με αποτέλεσμα να τυφλώσω τον Μιχαήλ και να τον ρίξω αναίσθητο μπροστά στα μάτια του Πατέρα. Ήμουν από τότε μία καταστροφή και μέσα στον πανικό μου και αφού είχα χιλιοπαρακαλέσει για το έλεός Του, καρτερούσα τον Μιχαήλ να ανοίξει τα μάτια του, μην έχοντας συνειδητοποιήσει το αθάνατο της φύσης μας.

Στα επόμενα λεπτά, δύο σκούρες κυανές χάντρες με κοιτούσαν περιπαικτικά, με εμένα να έχω αλλάξει όλα τα χρώματα της παλέτας από τον θυμό μου. Σήμερα λοιπόν, στεκόμουν ακριβώς από πάνω του όπως και τότε, περιμένοντάς τον να με κοιτάξει ξανά όπως άλλοτε. Αυτή τη φορά θα γελούσα και εγώ με το αστείο του, του το είχα υποσχεθεί σιωπηλά. ΄΄Κοίταξέ με. Άνοιξε τα μάτια σου και κοίταξέ με σε παρακαλώ. Το έργο που με περιμένει είναι δύσκολο και εσύ ήσουν πάντοτε δίπλα μου στις δύσκολες στιγμές΄΄ άφησα την εσωτερική μου φωνή να μιλήσει, σαν μία τελευταία ελπίδα, η οποία θα χανόταν λίγα δευτερόλεπτα μετά και τη θέση της, θα έπαιρνε ένα τεράστιο ΄΄γιατί΄΄. Με την άκρη του ματιού μου, είδα τα μέλη του παλαιού μου Τάγματος, μαυροφορεμένα, να στέκουν σε απόσταση και να με κοιτούν αμίλητα. Ο Αλάστωρ, βαστούσε τώρα την αδερφή της Αντέϊρα που χτυπιόταν στην κυριολεξία στην αγκαλιά του. Μία γνώριμη φωνή ακούστηκε δίπλα μου.

«Γνωρίζω το συναίσθημα της απώλειας».

Ήταν η Αντέϊρα.

«Εγώ πάλι όχι. Δεν γνώριζα ούτε αυτό το συναίσθημα, ούτε κανένα άλλο, μέχρι την ημέρα που συνάντησα εσένα και ξεκίνησα να φοβάμαι για την σωματική σου ακεραιότητα, να φοβάμαι μήπως από στιγμή σε στιγμή σε χάσω. Οι άνθρωποι νιώθετε το συναίσθημα του φόβου και αυτό σας κάνει ευάλωτους, όπως και όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα» της απάντησα μονότονα.

«Αυτά τα συναισθήματα όμως, μας κάνουν ζωντανούς»

Γύρισα αργά το πρόσωπό μου για να τη κοιτάξω. Το κυανό των ματιών μου είχε επανέλθει και τώρα στα μάτια αυτής της κοπέλας, έβλεπα έναν μικρό Θεό που μου έδινε συμβουλές. Ωστόσο, ο κόμπος στον λαιμό και στην ψυχή μου, δεν μου άφηναν κανένα περιθώριο. Με το τεράστιο, μαύρο μου χέρι, παραμέρισα μία χάλκινη τούφα από το μέτωπό της.

«Για εμένα όλα είναι πρωτόγνωρα και θέλω να τα ζήσω, όπως και το συναίσθημα του πένθους. Δώσε μου λίγο χρόνο με τον Μιχαήλ, το έχω ανάγκη» της απάντησα και εκείνη σιωπηλά μου ένευσε καταφατικά. Ήθελα να εναποθέσω ένα φιλί στο μέτωπό της, μα εξαιτίας της γιγάντιας μορφής μου και του φρικτού μου προσώπου, κρατήθηκα σε απόσταση.

Η Αντέϊρα έφυγε, μαζί με τους υπόλοιπους Έκπτωτους και εγώ έμεινα μονάχος μου με το νεκρό σώμα του αδερφού μου. Ο ουρανός άξαφνα σκοτείνιασε και οι πρώτες σταγόνες της βροχής μούσκεψαν το σώμα μου. Με τα γαμψά μου νύχια, άνοιξα έναν τεράστιο λάκκο στη γη και εναπόθεσα μέσα το σώμα του, που μύριζε μύρο του Παραδείσου. Τα φτερά του, κρέμονταν άψυχα και τα δίπλωσα προσεχτικά. Κατόπιν τον σκέπασα και έμεινα να κοιτάζω τον ταπεινό του τάφο. Ο πιο πιστός Αρχάγγελος του Πατέρα, είχε καταλήξει να σαπίζει στη γη, εξαιτίας της αγάπης του για εμένα. Αυτό ήταν άδικο και ένιωσα να οργίζομαι, μα παράλληλα και να φοβάμαι πως ό,τι βρισκόταν γύρω μου, κατέληγε να έχει ένα άδοξο και άσχημο τέλος. Η μπόρα δυνάμωνε και οι κεραυνοί όργωναν το ουράνιο στερέωμα. Ασυναίσθητα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά, για να θυμηθώ μία φράση, που παρά το γεγονός πως ανήκε στους θνητούς, έκρυβε μέσα της νόημα και ουσία, πώς πίσω από τα γκρίζα σύννεφα, πρέπει πάντοτε να περιμένουμε την εμφάνιση του ουράνιου τόξου.

Continue Reading

You'll Also Like

28.4K 4.4K 37
Παγιδευμένο ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο, το Άστρο της Αυγής, θα βρεθεί μπροστά σε μία τεράστια δοκιμασία. Θα κατορθώσει να γίνει ο απόλυτος...
9K 755 66
Σκέψεις διάσπαρτες χωρίς σκοπό. Σκέψεις που ίσως διατυπωμένες ηρεμήσουν την ψυχή και το είναι μου. Σκέψεις που δεν θα γίνουν τα βιβλία που ονειρεύομα...
2.4M 143K 84
"ΕΙΠΑ ΚΑΤΙ ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ" ξανά φώναξε και χτύπησε τη μπουνιά του πάνω στο τραπέζι. "Πο..πονάω" ψιθύρισα αδύναμα έτοιμη να λυγίσω και να βάλλω τ...