Το Άστρο που έδυσε 1 (Tys2019...

By Baifi88

28.4K 4.4K 3.4K

Παγιδευμένο ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο, το Άστρο της Αυγής, θα βρεθεί μπροστά σε μία τεράστια δοκι... More

Προλογος
Αγγελικά πλασμένος/ part 1
Εχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς κοντύτερα / part 1
Έχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς πιο κοντά / part 2
Στο πνεύμα των Χριστουγέννων/part1
Στο πνεύμα των Χριστουγέννων /part 2
Στο πνεύμα των Χριστουγέννων/ part3
Εν μέρει καλός...ή εν μέρει κακός?/part1
Εν μέρει καλός....ή εν μέρει κακός?/ part 2
Εν μέρει καλός....ή εν μέρει κακός?/ part3
Eν μέρει καλός....ή εν μέρει κακός?/part 4
Εν μέρει καλός...ή εν μέρει κακός?/part 5
Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/ part 1
Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/ part2
Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/ part 3
Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως /part4
Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/part5
Λύτρωση ή Τιμωρία; /part1
Λύτρωση ή Τιμωρία; /part 2
Το σπαθί του Αρχαγγέλου/part1
Το σπαθί του Αρχαγγέλου/part 2
Το σπαθί του Αρχαγγέλου/ part3
Aφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε/part1
Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε/ part2
Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε/ part3
Tο Δέκατο Τάγμα/ part 1
To Δέκατο Τάγμα/ part2
To Δέκατο Τάγμα/part 3
To Δέκατο Τάγμα /part4
Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/part1
Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/part2
Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/part 3
Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/ part4
Εν αρχή ην η Αγάπη/ part1
Εν αρχή ην η Αγάπη/ part 2
Εν αρχή ην η Αγάπη/ part 3 (τελος)

Έχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς πιο κοντά/ part3

946 153 169
By Baifi88

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

Η ώρα ήταν περασμένη και στο γραφείο είχαμε μείνει μονάχα εγώ και η κουρασμένη βοηθός μου. Ο διευθυντής είχε φύγει εδώ και πέντε λεπτά, ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα θριάμβου, στην θέση της λεκτικής επιβράβευσης για την εργατικότητά μου. Η αλήθεια ήταν πως την πραγματική δουλειά την είχα τελειώσει εδώ και τέσσερις ώρες, καθώς στο κεφάλι μου οι υπολογισμοί γίνονταν σχεδόν αυτόματα. Φυσικά είχα συγκεντρώσει έναν σεβαστό όγκο εργασίας, για να τον παραδώσω στην πολυαγαπημένη μου βοηθό, η οποία φαινόταν κυριολεκτικά πελαγωμένη και έτοιμη να αφεθεί πλήρως στην αγκαλιά του Μορφέα. Αυτό ήταν υπέρ μου φυσικά, γιατί έπρεπε να φύγω άμεσα, καθώς η αναζήτηση προσωρινής κατοικίας, ήταν ένα ακόμη φλέγον ζήτημα το οποίο έπρεπε να επιλύσω.

«Καλό σας βράδυ δεσποινίς» πρόφερα κοφτά και την είδα να με κοιτάζει, μέσα στην παραζάλη του φόρτου εργασίας της.

«Κύριε Χελ, εννοώ Λίαμ, τι θα κάνετε μετά;» με ρώτησε και ομολογουμένως ξαφνιάστηκα.

Δεν είχα συνηθίσει να περνώ χρόνο με κανέναν, παρά μονάχα με τις ψυχές των κολασμένων, τις οποίες έπρεπε να βασανίσω για κάμποση ώρα, εφευρίσκοντας παράλληλα νέες τιμωρίες για ποικιλία και ανανέωση.

«Λυπάμαι δεσποινίς, μα έχω μία πολύ σημαντική δουλειά να κάνω που δεν χωρά αναβολή» απάντησα για ακόμη μία φορά ψυχρά. ΄΄Μα γιατί ήμουν όμως τόσο ψυχρός; Συνήθως στην προσποίηση δεν αποτύγχανα ποτέ΄΄ σκέφτηκα.

«Κανένα πρόβλημα κύριε, συγγνώμη, Λίαμ ήθελα να πω. Μην με παρεξηγείτε πάντως, η ερώτησή μου ήταν εντελώς τυπική. Είμαι και εγώ αρκετά κουρασμένη. Φαίνεται εξάλλου. Θα σας δω αύριο λοιπόν» μου ανακοίνωσε πρόσχαρα και με τις ανάλαφρες, χάλκινες μπούκλες της να χοροπηδούν σε κάθε της βήμα, μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της και αποχώρησε με το ένα της χέρι να κρύβει το αναπάντεχο χασμουρητό της.

Βρέθηκα τελικά μετά από λίγη ώρα, να κάθομαι μονάχος μου σε ένα σχεδόν σκοτεινό γραφείο. Διόλου παράξενη δεν ήταν η αίσθηση για εμένα, καθώς εδώ και αιώνες, η εικόνα της μοναξιάς και του σκότους κυριαρχούσαν στην ψυχή μου, υπενθυμίζοντάς μου την Πτώση μου. Αυτή ήταν η Κόλαση. Μοναξιά και σκοτάδι. Βγήκα στη λεωφόρο Λέξιγκτον, αναζητώντας στα τυφλά κατοικία. Η αλήθεια ήταν πως κάποιος σαν εμένα απαγορευόταν να μένει σε ένα απλό διαμέρισμα. Έπρεπε να βρω έναν χώρο φωτεινό και χλιδάτο, με θέα το κέντρο του Μανχάταν. Προχώρησα λίγο ακόμη, μέχρι το σχετικά μικρό Bryant Park, το οποίο είχε μετατραπεί σε πίστα για πατινάζ. Χιλιάδες ντόπιοι επιδίδονταν, σε ένα κατά τα άλλα ανούσιο σπορ, φορώντας κακόγουστα, αγιοβασιλιάτικα σκουφάκια. Όπως ήταν φυσικό, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό και προχωρώντας όσο πιο κοντά στην πίστα μπορούσα, ξεκίνησα να τους ρίχνω κάτω έναν-έναν, με τη βοήθεια της σκοτεινής, τηλεπαθητικής μου κίνησης και κατόπιν να παρατηρώ το έκπληκτο βλέμμα τους, λίγο πριν την πτώση τους.

Οι γύρω μου, με κοιτούσαν περίεργα, εξαιτίας των ουλών του προσώπου μου και της γενικότερης, σκοτεινής μου αμφίεσης και αύρας, με εξαίρεση φυσικά το κόκκινο, χνουδωτό κασκόλ μου. Αφού κουράστηκα να ρίχνω κάτω -σαν τους κώνους του μπόουλινγκ- τους υπερασπιστές της κακόγουστης εμφάνισης του Άγιου Βασίλη, συνέχισα την μοναχική μου πορεία, μέχρι που εντόπισα έναν τυχαίο περαστικό που είχε μόλις σχολάσει. Η αμφίεσή του, καθώς και το γεγονός πως έμπαινε στον κατάλληλο ουρανοξύστη, τον όριζε αυτομάτως ως τον μελλοντικό μου νοικάρη. Τον ακολούθησα αθόρυβα, κρύβοντας την όψη μου από τα ανθρώπινα μάτια. Μπήκαμε μαζί στο ασανσέρ, μονάχα που εκείνος δεν είχε ιδέα πως βρισκόμουν και εγώ εκεί. Όταν φθάσαμε στην εξώπορτα, τον περίμενα να ξεκλειδώσει στωικά και να ανάψει τα φώτα. Το διαμέρισμά του ήταν διαμπερές και ιδιαιτέρως άνετο, με βασικό του χαρακτηριστικό, τη θέα σε όλο το Μανχάταν και στα χιλιάδες μικροσκοπικά φώτα των γραφείων, που στόλιζαν τους ουρανοξύστες της πόλης. Η αίγλη του ήταν ανάλογη της αξίας μου και γι' αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία.

Καθώς κατευθυνόταν προς την μεριά της πολυτελούς, επίπεδης τηλεόρασής του, άρπαξε στα χέρια του το κοντρόλ και το πάτησε. Μονάχα, που αντί για την αγαπημένη του εκπομπή, εμφανίστηκα μπροστά του εγώ. Ο άντρας αναπήδησε ξαφνιασμένος βγάζοντας μία κραυγή.

«Καλησπέρα» πρόφερα χαμογελαστά, αλλά ο ίδιος δεν φάνηκε λεπτό να συμμερίζεται τη χαρά μου. Ευθύς, έπιασε βίαια στα χέρια του ένα μικρό φωτιστικό και το εκτόξευσε προς το μέρος μου, ενώ παράλληλα περιφερόταν γύρω από τον καναπέ, σαν κυνηγημένη κορασίδα. Αποτέλεσμα, το δύστυχο αντικείμενο με διαπέρασε αστραπιαία και βρέθηκε αντιμέτωπο με τον τοίχο. «Εξαιτίας σου, θα χρειαστεί να καλέσω και συνεργείο για τυχόν επισκευές, αν συνεχίσεις έτσι» του είπα αφήνοντας ένα προειδοποιητικό γρύλισμα.

«Ποιος είσαι και τι θέλεις από εμένα;» ρώτησε τραυλίζοντας.

«Ω, συγχώρεσέ με, δεν συστήθηκα ακόμη. Είμαι ο Εωσφόρος και αυτό που θέλω από εσένα, είναι να ετοιμάσεις ήσυχα τα πραγματάκια σου και να μου αδειάσεις τη γωνιά για όσο χρειαστεί. Σε αντάλλαγμα, θα σε αφήσω να ζήσεις ή θα σβήσω από την προσωπική σου μαύρη λίστα, τα αμαρτήματά σου. Εσύ επιλέγεις » μούγκρισα, μα άξαφνα η ζέστη που προερχόταν από το πάτωμα και γαργαλούσε επίμονα τις πατούσες μου, μου απέσπασε την προσοχή. Έβγαλα προσεκτικά τα σκαρπίνια μου και πάτησα αργά στο θερμό δάπεδο. « Διαθέτει ενδοδαπέδια θέρμανση; Δηλώνω ενθουσιασμένος. Λοιπόν θνητέ, δέχεσαι την προσφορά μου ή όχι;» ρώτησα ξανά, θεωρώντας την ανταλλαγή διαμερίσματος – ζωής ή και απαλλαγής αμαρτιών, ιδιαιτέρως γενναιόδωρη.

Ο άντρας είχε μείνει να με κοιτάζει, με το στόμα μισάνοιχτο, οπότε και εγώ αποφάσισα να επισπεύσω την τελεσίδικη πρότασή μου. Η μορφή μου άρχισε να αλλάζει και δύο τεράστια, μαύρα φτερά απλώθηκαν στον χώρο. Το αποτέλεσμα ωστόσο, δεν με αποζημίωσε για αυτή μου την προσπάθεια, καθώς ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, βρέθηκε λιπόθυμος στο πάτωμα, αναγκάζοντάς με να τον κουβαλήσω και εκείνον και τις βαλίτσες του, μέχρι έξω. Φυσικά τα κοστούμια του τα κράτησα καθώς θα τα χρειαζόμουν προκειμένου να ανανεώνομαι καθημερινά. Επιστρέφοντας αποκαμωμένος και τακτοποιώντας το μικρό χάος που επικρατούσε, αποφάσισα να ξαπλώσω στον καναπέ. Φυσικά, εξαιτίας της αθάνατης φύσης μου, δεν είχα ανάγκη από ύπνο, μολαταύτα προσπάθησα να σκοτώσω την ώρα μου με εκπομπές ερωτήσεων γνώσης, αλλά εγώ όπως ήταν φυσικό, έβρισκα μονομιάς όλες τις απαντήσεις. Έτσι, έκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να αποδιώξω κάθε σκοτεινή και πονηρή σκέψη που έτρεχε στα άδυτα του μυαλού μου και να νιώσω για λίγο όπως οι θνητοί. Το αποτέλεσμα; Όταν άνοιξα ξανά τα βλέφαρά μου, διαπίστωσα πως πίσω από τις χοντρές κουρτίνες, έκαναν την εμφάνισή τους λεπτές, αχτίδες φωτός. Κοινώς, είχα αποκοιμηθεί.

Στη συνειδητοποίηση της τραγικής κατάστασής μου, πετάχτηκα έντρομος, εκτοξεύοντας βωμολοχίες. Κοίταξα για λίγο τον χώρο γύρω μου σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά. Με κόπο, απελευθερώθηκα από τα ανθρώπινα ρούχα, τίναξα το χνουδωτό, κόκκινο κασκόλ στον καναπέ και κοιτάχτηκα σε έναν ολόσωμο καθρέπτη. Η μορφή του φρικτού αγγέλου έκανε την εμφάνισή της. Δεν θα μπορούσα ποτέ μου, στον ανθρώπινο κόσμο, να αντικρίσω το προσωρινό μου είδωλο. Πάντοτε οι καθρέπτες θα απεικόνιζαν την εικόνα που απέκτησα μετά την Πτώση. Τα δάχτυλά μου διέτρεξαν το ανθρώπινο κορμί μου. Ήταν περίεργη η αίσθηση. Ήταν κοντύτερα στο αγγελικό, μα ταυτόχρονα και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά του. Για λίγο περιεργάστηκα τον χώρο που ήταν γεμάτος με την ανθρώπινη ματαιοδοξία απόκτησης υλικών αγαθών. Ανόητοι θνητοί. Τόσο εξαρτημένοι, τόσο εύθραυστοι.

Με ανάλαφρα βήματα, κατευθύνθηκα στο λουτρό, ανοίγοντας το νερό στο καυτό. Ήμουν συνηθισμένος στις αναθυμιάσεις της Κόλασης και τις υψηλές θερμοκρασίες. Αφού ντύθηκα με την ταχύτητα του φωτός, κατευθύνθηκα αόρατα μέχρι την είσοδο της εταιρείας. Κάπου εκεί, πήγε να με πλημμυρίσει μία αισιοδοξία, πως μία νέα ημέρα ξεκινούσε, ωστόσο το ξαφνικό χριστουγεννιάτικο κλίμα του γραφείου, με χαστούκισε με ορμή. Τραγουδάκια εορταστικά, κακόγουστα σκουφάκια και λαμπάκια, τα οποία φυσικά άναβαν και τα δικά μου παράλληλα, επικρατούσαν παντού ολόγυρά μου δημιουργώντας μία αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ήταν δέκα του Δεκέμβρη και το προσωπικό, είχε καθυστερήσει κατά πως φάνηκε να στολίσει για φέτος. Τσάμπα θεωρούσα τον Μίλερ σοβαρό επιχειρηματία. Ξεφυσώντας με δυσφορία, κατευθύνθηκα στο δικό μου γραφείο για να έρθω αντιμέτωπος με ένα έγκλημα που είχε μόλις συντελεστεί. Η δεσποινίς Αντέϊρα, είχε τολμήσει να στολίσει στο γραφείο μου ένα μικρό, χριστουγεννιάτικο δέντρο, με ροζ, επαναλαμβάνω, με ροζ λαμπιόνια. Κάτι μεταξύ Αγίου Βαλεντίνου και Χριστουγέννων. Επομένως, διπλό το έγκλημα. Οι μορφασμοί μου ξεχύθηκαν αβίαστα προσομοιάζοντας σε επερχόμενο εγκεφαλικό επεισόδιο.

«Δεσποινίς, έχω την εντύπωση πως ξεχάσατε καταλάθος το...Δέντρο σας στο γραφείο μου» πρόφερα με δυσκολία και όσο πιο ευγενικά μπορούσα. Πλάι μου, οι γροθιές μου σφίγγονταν ορμητικά.

«Καλημέρα σας κύριε Χελ, Λίαμ, εννοούσα. Το δέντρο είναι δικό σας. Σας το χαρίζω. Το στόλισα η ίδια για το καλωσόρισμά σας» μου απάντησε και αφού με κοίταξε κάπως εξεταστικά, συνέχισε «κάποιος κοιμήθηκε πολύ καλά χθες».

Στο άκουσμα αυτής της πρότασης, τα μάτια μου γούρλωσαν και για τις δύο προαναφερθείσες δηλώσεις. Τι μου συνέβαινε και τι εννοούσε πως είχα κοιμηθεί καλά; Πως το ήξερε; Φαινόταν; Είχα μήπως πρησμένα μάτια, λάγνο και απλανές βλέμμα, εγώ ο αθάνατος; «Ηρεμήστε κύριε Χελ. Ήταν απλά μία φιλοφρόνηση, μέρες που έρχονται» απάντησε κάπως περίλυπα στις σιωπηλές μου γκριμάτσες.

Αυτό με καθησύχασε προσωρινά και μερικώς, μα έπρεπε να βρω άμεσα έναν τρόπο να ξεφορτωθώ το δέντρο. Δίχως κόπο, το τοποθέτησα κάτω από το γραφείο, έτσι ώστε και να μην το βλέπω και παράλληλα να μου προσφέρει φως σε περίπτωση που μου έπεφτε κάποιο αντικείμενο.

«Δεν είστε και πολύ λάτρης των εορτών» ακούστηκε ξανά η φωνή της κοπέλας.

«Καθόλου θα έλεγα. Για τις ακρίβεια τις απεχθάνομαι» απάντησα κοφτά.

«Σας έχει συμβεί κάτι τραυματικό;»

΄΄Τώρα γιατί μου το έκανε αυτό; Τραυματικό; Καθόλου! Μονάχα έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, εκδιώχτηκα από τον Παράδεισο και από έναν όμορφο και λαμπερό άγγελο, μετατράπηκα στο τέρας που κάθεται αυτή τη στιγμή απέναντί της. Μικροπράγματα δηλαδή, άνευ σημασίας΄΄

«Ας πούμε, τσακώθηκα άσχημα με κάποιον» πέταξα ξαφνικά και την είδα να σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος.

«Ε, αυτό λύνεται κύριε Λίαμ. Ζητήστε του συγγνώμη» μου απάντησε χαρωπά και τότε, ένα ελαφρύ, σχεδόν αόρατο μειδίαμα αυλάκωσε το πρόσωπό μου. Είχα μόλις χαμογελάσει; Ή τουλάχιστον, προσπαθήσει να χαμογελάσω; Ναι, καθώς αυτή η θνητή μου φαινόταν αστεία μέσα στην άγνοιά της.

«Δεν είναι όλα τόσο απλά» της αντιγύρισα.

«Εμείς τα κάνουμε δύσκολα κύριε» απάντησε και έφυγε για να ετοιμάσει αυτό το ανθρώπινο φαρμάκι, που ονομαζόταν καφές.

Την είδα να σηκώνεται ανάλαφρα και τα μάτια μου για λίγο την ακολούθησαν. Για πρώτη φορά, είχα μπει σε σκέψεις σε σχέση με την αθωότητά της. Κατόπιν κάγχασα. Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονταν τίποτε απολύτως. Κάποτε τα θεωρούσαν όλα τόσα απλά, σε σημείο εκνευριστικό. Τίποτε όμως δεν ήταν απλό, ή μήπως ο άμετρος εγωισμός μου δυσχέραινε την κατάσταση; Τα κυανά μου μάτια, επεξεργάζονταν την εικόνα της. Φαινόταν θλιμμένη. Το κορμί της ελαφρώς καμπούριαζε και το βλέμμα της επικεντρωνόταν χαμηλά, στο πάτωμα.

Επιστρέφοντας, ακούμπησε μία κούπα ζεστού καφέ μπροστά μου.

«Αν αυτός είναι ο τρόπος για να διατηρείται η πνευματική σας διαύγεια για την ημέρα, τότε με σιγουριά θα χρειαστείτε και τον δικό μου. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας» χαμογέλασα σαρκαστικά.

Η ημέρα κύλησε σχετικά ήσυχα, με εμένα να της δείχνω, όσο πιο απλοϊκά μπορούσα, τρόπους για να εξοικονομεί χρόνο στους υπολογισμούς της. Όταν όλα τα φώτα έσβησαν και εκείνη ετοιμάστηκε για να αποχωρήσει, αποφάσισα πως έπρεπε επειγόντως να την ακολουθήσω, δίχως φυσικά να το γνωρίζει. Έπρεπε να μάθω οπωσδήποτε όσα περισσότερα γινόταν, καθώς όπως λένε οι σοφοί, έχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς πιο κοντά. Αν ήθελα λοιπόν να την κάνω να με αγαπήσει, έπρεπε να συλλέξω πληροφορίες για την ζωή της. Να εντοπίσω τα δυνατά και τα αδύναμε σημεία της.

΄΄Και να αλλάξεις συμπεριφορά. Για αρχή, σήκωσε το ροζουλί δέντρο που ατυχώς φορτώθηκες και τοποθέτησέ το, έστω και με κρύα καρδιά, πάνω στο γραφείο σου. Όχι μπροστά σου, στην άκρη΄΄ άκουσα μία φωνή να μου ψιθυρίζει και αυτή μάλλον θα ήταν η αρχή.

Continue Reading

You'll Also Like

9K 755 66
Σκέψεις διάσπαρτες χωρίς σκοπό. Σκέψεις που ίσως διατυπωμένες ηρεμήσουν την ψυχή και το είναι μου. Σκέψεις που δεν θα γίνουν τα βιβλία που ονειρεύομα...
820K 4.4K 4
''Όταν λες να χορέψω για να δουλέψω εδώ, εννοείς να κάνω στριπτίζ;''τον ρώτησε έντονα και τα μάτια της σχεδόν πετάχτηκαν από την έκπληξη. ''Ναι. Δέ...
28.4K 4.4K 37
Παγιδευμένο ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο, το Άστρο της Αυγής, θα βρεθεί μπροστά σε μία τεράστια δοκιμασία. Θα κατορθώσει να γίνει ο απόλυτος...
4.3K 286 24
Η Αφροδίτη Αυγερινού στα έντεκά της χρονιά έχασε τους γονείς της σε αεροπορικό δυστύχημα. Τότε ήταν που διαγνώστηκε με κατάθλιψη. Όμως τώρα, στα εικο...