Royal Secret

By MaryKrs

53.8K 4.7K 501

Οι γονείς μου, για δεκαοχτώ χρόνια κρατούσαν ένα μυστικό, από μένα. Μέχρι που η πρώτη απόδραση μου έξω από τ... More

Σημείωμα
Πρόλογος
Κεφάλαιο 1
Σημείωμα
Κεφάλαιο 2
Μια μικρή ιστορία...
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Σημείωμα
Κεφάλαιο 6α
Κεφάλαιο 6β'
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Tρέιλερ!
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Επίλογος
Νέα;
Κεφάλαιο 20

Κεφάλαιο 20

1.5K 164 11
By MaryKrs

*......................*

Όταν ο Τζάκσον με οδήγησε πίσω, δεν μου είπε κουβέντα, ωστόσο ήταν καθαρά πως ήταν εκνευρισμένος. Για δεύτερη φορά του είχα ξεφύγει. Από την μια πλευρά ένιωθα άσχημα, είχε κολλήσει μαζί μου και όλη την ημέρα κάθε ώρα της έπρεπε να είναι μαζί μου. Απορώ πως θα ένιωσε όταν δεν ήμουν πάλι μέσα στο δωμάτιο και το χειρότερο, δεν ήταν ο μόνος που το κατάλαβε. Ο βασιλιάς του, αυτός που θα μπορούσε να τον δολοφονήσει γιατί με ξανά έχασε.
"Τζάκσον συγνώμη." είπα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και δεν μίλησε. Δεν περίμενα κιόλας κανονικά με υπηρετούσε, δεν θα έπρεπε. Αλλά θέλω να πει κάτι. Δεν έχω κανένα. "Σκότωσαν την Νάταλι. Νόμιζαν πως ήταν προδότρια."

Η καρδιά μου σταμάτησε. Χθές δεν το είχα σκεφτεί ακόμα. Τόσο καιρό δεν το είχα σκεφτεί. Τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζω. "Δεν ήξερε τίποτα." αυτή τη φορά σταμάτησα τα βήματα μου και τον κοίταξα. "Εγώ την ανάγκασα. Τις διαταγές μου ακολουθούσε.", "Πρέπει να μάθεις να καταλαβαίνεις τις ευθύνες σου Εμίλια, για αυτό στο είπα. Τα λάθη για ανθρώπους σαν εσένα κοστίζουν ζωές."

Την υπόλοιπη ώρα δεν είχαμε μιλήσει. Περπατήσαμε μέσα στο κάστρο σιωπηλά. Είχα χαθεί τόσο πολύ στις σκέψεις μου, που δεν είχα καταλάβει όταν περάσαμε την αίθουσα του θρόνου και φτάσαμε στο δωμάτιο μου. Εξω υπήρχαν τέσσερις φρουροί. Όχι, όχι φρουροί...οι άντρες του πατέρα μου. Η τρομαχτική ομάδα που εκπαίδευε εκείνος.
"Τζάκσον;" ψυθήρισα. Το πρόσωπο του άλλαξε έκφραση. Τόση ώρα ήταν σοβαρός, μα τώρα φαινόταν στεναχωρημένος. "Δέχτηκα τις δικές μου ευθύνες."

Όταν μας είδαν οι στρατιώτες ήρθαν και ο ένας από αυτούς έπιασε την πλάτη μου και με έβαλε μέσα στο δωμάτιο μου. Μέσα ήταν όντως ο πατέρας μου, αλλά γιατί ήταν εδώ, δεν μπορώ να καταλάβω.

"Κάθησε." είπε. Τι καλοί τρόποι! Και πάντα νόμιζα πως ήταν διπλωμάτης. Κάθησα σε μια από τις πολυθρόνες και ο μπαμπάς μου κάθησε σε μια απέναντι μου. "Είδες πως έγινε μια μικρή αλλαγή στη φρουρά σου."

"Πιο πολύ σαν τέσσερις τεράστιες αλλαγές." ψυθήρισα. Ναι, ναι ξερω να μην μουρμουράω και άλλοι κανόνες , τι να πεις είχα κακές επιρροές! "Τι θα κάνεις στον Τζάκσον μπαμπά;" Για άλλη μια φορά μου απέδειξαν πως είναι αυτό που πίστευα. Δολοφόνοι. Τόσα χρόνια τους πίστευα και ακολουθούσα τις συμβουλές τους. Ψεύτες.

" Τίποτα που να πονάει. Σκέψου κάτι σαν διακοπές, αλλά ποιό μόνιμες. Ήταν ανίκανος να κάνει την δουλειά που του είχα αναθέσει. Όπως είδες έχεις ήδη νέους φρουρούς." είπε και σηκώθηκε και ήρθε στο μέρος μου. Από αντανακλαστικό περισσότερο και λίγο φόβο. Τραβήχτηκα και μπήκα όσο πιο μέσα μπορούσα στη πολυθρόνα. Δεν θα ξεχάσω αυτό που μου έκανε χθες. Αν δεν είχα τα "κόλπα μου" το μάγουλο μου θα ήταν μάλλον μελανιασμένο. Σταμάτησε εκεί που ήταν, όταν το κατάλαβε.

"Μία.... ποιός σε πήρε. Ξέρουμε πως κάποιος σε πήρε, κάποιος που γνωρίζει. Θα είναι ένα όνομα γλυκιά μου, τίποτα άλλο." η φωνή του μαλακή. Προφανώς και θα ήταν! Ήθελε να μάθει και θα έκανε τα πάντα. Μόνο που σταμάτησα να είμαι το κοριτσάκι του. "Γιατί να σου πω μπαμπά "Το βράδυ θα γίνει χορός υπάρχει κάτι σημαντικό που θα πούμε απόψε." η φωνή του ήταν ξανά σοβαρή. Πήγε στο κρεβάτι μου και έφερε ένα μπλε κουτί. "Το φόρεμα σου θα το φέρουν μετά οι υπηρέτριες, μα δεν τους είχα εμπιστοσύνη με αυτό."
Άνοιξα το κουτί και είχε μέσα μια καινούρια τιάρα.

Σχημάτισα το σχέδιο της με τα δάχτυλα μου. Είχε πάνω εκατοντάδες μικρά διαμάντια και σχημάτιζε τριαντάφυλλα. Ήταν πανέμορφη. "Είναι το δώρο για τα γενέθλιά σου. Το είχα αρχίσει να το σχεδιάζω πολύ καιρό πρίν και έχει τα αγαπημένα σου λουλούδια."

Μετά από τόσα χρόνια μάχης ο πατέρας μου ήξερε να κινείται γρήγορα, έτσι όταν ήρθε κοντά μου αυτή τη φορά και μου φίλησε το κεφάλι, δεν το κατάλαβα.

"Πρέπει να φαινόμαστε ενωμένοι. Δυνατοί. Να το θυμάσαι αυτό Μία." μόλις τέλειωσε έφυγε.


Τι ωραία! Θα πρέπει να φαίνομαι χαρούμενη που χωρίς να είναι σίγουροι αν είμαι νεκρή, ζωντανή ή οτιδήποτε, έχουν ένα καινούργιο διάδοχο. Ω, ναι φυσικά! Τι καλύτερο να το μάθω και εγώ απόψε. Εδώ μέχρι και οι τοίχοι το ξέρουν και σε εμένα δεν έχουν έρθει καν να το πουν!

"Α!" κοίταξα το δάχτυλο μου που άρχισε να κυλάει αίμα. Κρατούσα τόσο δυνατά το στέμμα που το μέταλο με έκοψε! Βρήκα μια πετσέτα και το τύλιξα μέσα. Συγκεντρώθηκα και ένιωσα να κλείνει η πληγή. Να και κάτι που ήμουν σίγουρη. Αυτό που μπορούσα να κάνω. Πήρα μερικές ανάσες και έβαλα το στέμμα πάνω στο κρεβάτι μου.

Έπρεπε να μιλήσω σε κάποιον και αφού ο Κίλιαν φαίνεται να με έχει αφήσει, όσο και περίεργο να μου φαίνεται αφού εδώ και τόσους μήνες πάντα αναζητούσα την παρέα του, αποφασίσει να βρω τον θείο μου.

Κοίταξα τι φόραγα και κατάλαβα πως δεν είναι τα κατάλληλα ρούχα, αλλά δεν με νοιάζει. Άνοιξα τη πόρτα και μπροστά μου είδα κάτι που έμοιαζε σε κάτι που παρέπεμπε σε τεράστια αρκούδα.
"Δεν μπορείτε να φύγετε. Διαταγές του βασιλιά." Να και κάτι που έμαθα πως με ενοχλεί. Να είμαι φυλακισμένη. Δεν πρόκειται να το δεχτώ. "Και οι δικές μου διαταγές είναι να με αφήσεις να βγω." είπα με όση σοβαρότητα κατάφερνα. Ας ξεκινήσουμε να μετράμε τα μείον της κατάστασης. Ένα: είναι πολύ πιο μεγάλος από εμένα και σωματικά και ηλικιακά. Δύο: με τρομάζει το παρουσιαστικό του. Άρχισε να γελάει. Ναι, τρεία: το γέλιο του είναι ανατριχιαστικό. "Δεν παίρνω διαταγές από εσένα πριγκίπισσα, οπότε καλύτερα να μπεις πάλι μέσα. Αν ο Μεγαλειότατος αποφασίσει πως πρέπει να βγεις τότε μόνο."

Πως... τολμάει να μου μιλάει έτσι! Κανένας σεβασμός; Μου μίλησε στον ενικό και πέρα από αυτό! Ήταν σαν να με μαλώνει. Ποιος νομίζει ότι είναι! Δεν πρόκειται να μπω μέσα. Έτσι και αλλίως δεν με γνωρίζει κανείς για τις καλές μου ιδέες. "Πολύ καλά." έκανα λίγα βήματα πίσω σαν να πήγα να μπω μέσα. "Μα να μην τι ξεχάσω. Σε πολύ λιγο καιρό, μπορεί και μέρες να είμαι εγώ η βασίλισσα σου. Και θα ακολουθείς τις δικές μου διαταγές." απλά γύρισε την πλάτη του και άρχισε να με αγνοεί.

"Έχεις οικογένεια στρατιώτη;" και ας ξεκινήσει το παιχνίδι. Αυτό του τράβηξε την προσοχή. Γύρισε αμέσως πίσω και με κοίταξε. Δεν ήταν σίγουρος τι θα γινόταν. Μα μπορούσα να καταλάβω πως ήταν φοβισμένος. Αν ήταν εδώ ο Ντέιβιντ είμαι σίγουρη πως θα μπορούσε να ακούσει την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα και δυνατά.
"Ναι." είπε, σχεδόν ψυθηριστα. Όλη του η αυτοπεποίθηση, που είχε πρίν είχε φύγει. "Σκέψου να μην μπορούν ούτε και εκείνοι να βγούν έξω από κάποιο λάκκο. Τι τρομερό που θα είναι να προσπαθούν μα μην τους επιτρέπουν να βγουν. Το πιο πιθανό είναι να πεθάνουν από ασφυξία."

Έκανε νόημα στους άλλους στρατιώτες που ηταν γύρω του και με άφησαν να βγω. Ένιωθα τόσο άσχημα με τον εαυτό μου. Μόλις απείλησα κάποιον. Γίνομαι σαν τους γονείς μου; Και αν κάποια μέρα όντως το κάνω αυτό; Θα έπρεπε να του ζητήσω συγνώμη. Δεν είμαι εγώ έτσι!

"Πριγκίπισσα είστε καλά;" κοίταξα πάνω και είδα κάποιον που με τρόμαζε πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Τον φώναξαν οι γονείς μου; Όχι! Δεν θέλω να ξεχάσω. Αν ξεχάσω, όλες οι αναμνήσεις με τον Ρίτσαρντ.

"Εμίλια είσαι καλά;" ξανά ρώτησε με τόσο οικειότητα. Μα φυσικά και θα ήταν έτσι εκείνος με ήξερε! Είδα πως το χέρι του ήταν γύρω από το μπράτσο μου σφιχτά. Δεν θα με άφηνε. Στο μυαλό μου όλοι οι συναγερμοί κτυπούσαν. Έπρεπε να φύγω. Κοίταξα πίσω μου για βοήθεια και όταν είδα πως κανένας φρουρός, καμία υπηρέτρια ερχόταν, έπεσα σε απόγνωση. "Μία." αυτή την φορά η φωνή του αυστηρή και συνάμα ήρεμη. Μπορούσα να νιώσω αυτή την ηρεμία μέσα μου και αυτά τα μάτια που είχε, με έκαναν να ανατριχιάζω ολόκληρη. Τόσο μοναδικά και περίεργα. Τότε κατάλαβα κάτι.... εκείνος με έκανε να νιώθω ήρεμη. Ήμουν σχεδόν έτοιμη να αρχίσω και συζήτηση μαζί του. "Άσε με να φύγω Στέφαν." ψυθήρισα.

Και πόσο πλάκα είχε το πρόσωπο του όταν τον είπα με το όνομα του. Τότε κατάλαβα πως δεν ήξερε πως είχα θυμηθεί. Δεν ήξερε πως τον είχα θυμηθεί. Ωστόσο βγήκα την ευκαιρία μου να ελευθερώσω το χέρι μου και να κάνω λίγα βήματα μακριά του. Δεν θέλω να είμαι πουθενά δίπλα του. Χωρίς καν να ιδρώσει μπορούσα να αισθανθώ τις δυνάμεις του.

Πέρασα από δίπλα του και άρχισα να περπατάω όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς τον θείο μου. Κοίταξα αρκετές φορές πίσω να δω αν με ακολουθεί, αν έρχεται. Μα παραδόξως δεν ηταν κανείς.

Είδα την πόρτα του και χτύπησα λίγες φορές. Όταν δεν απάντησε κανείς, την άνοιξα και μπήκα μέσα. Ο ιδιοκτήτης του δωμάτιου δεν υπήρχε πουθενά.
Χωρίς να τον δω ένιωσα την παρουσία του. Καθόταν απ'εξω και με κοίταζε. Το πρόσωπο του συννεφιασμένο. Όταν πήγα να μιλήσω κούνησε το κεφάλι του και απάντησε "Όχι εδώ."

Έγνευσα και βγήκα εξω. Παράτησα την προσπάθησα να μιλήσω στον θείο μου και ακολούθησα τον Κίλιαν στους διαδρόμους.
Κάποια στιγμή βρεθήκαμε μπροστά από την αγαπημένη μου πόρτα. Εχω περάσει εδώ ώρες και ώρες κάθε μέρα. Αν μπορούσα ακόμα να έχω το δωμάτιο μου εδώ θα ήταν ακόμα καλύτερα.

Στάθηκε δίπλα στη πόρτα και περίμενε να ανοίξω. Όταν κατέβασα το βαρύ χρυσό χερούλι προς τα κάτω και μια σχισμή δημιουργήθηκε στη πόρτα, μπορούσα να μυρίσω τα βιβλία.

Άνοιξα τελείως την πόρτα και είδα την τεράστια βιβλιοθήκη του κάστρου. Από την μια πλευρά έως την άλλη, γεμάτη με βιβλία.
Τα χρωματιστά παράθυρα καθρεφτίζονταν στο πάτωμα και τα κόκκινο - μπλε χρώματα τους έβαφαν με τον τρόπο τους τα βιβλία.

Αλλά δεν είχα έρθει για αυτό εδώ. Κάθησα σε μια πολυθρόνα και περίμενα με ανυπομονησία τον Κίλιαν. Έπρεπε να μάθω την αλήθεια, χωρίς να μας διακόψει κάποιος ξανά. "Έπιασαν και άλλους σήμερα. Δεν έχω ξανά δει τόσους πολλούς μαζί.
Πρέπει να καταλάβουν ότι δεν είναι απειλή." έπιασε το χέρι μου σφιχτά "Μία πρέπει να τους μιλήσεις. Μπορεί να σε πιστέψουν. Είσαι η κόρη τους."

Αν εκείνος που έχει περάσει τόσα πολλά, μέχρι και τον ίδιο του τον θάνατο, παρακαλάει για την σωτηρία τους θα είναι χειρότερο από κάθε άλλη φορά. Παρότι ξέρουν πως τους μισώ για αυτό που κάνουν συνεχίζουν! Πάντα σκεφτόμουν πως οι άνθρωπο αλλάζουν, μα όχι πια. Νόμιζα πως τώρα που γνώριζα τι συμβαίνει, που κατάλαβαν ότι τους μισώ τόσο για ότι κάνουν θα σταματούσαν. Η πραγματικότητα όμως πονάει πολύ. Σηκώθηκα όρθια και κατευθύνθηκα στην πόρτα.

Έδιωξα μακρυά μου όσες αμφιβολίες είχα. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Έστω και μόνη μου. "Μέχρι αύριο το πρωί Κίλιαν, θα είναι ελεύθεροι." η φωνή μου δεν γινόταν πιο σοβαρή.
Δεν ξέρω πως, αλλά φάνηκε να κατάλαβε πως δεν εννοούσα μια απλή συζήτηση. Στάθηκε μπροστά μου το πρόσωπό του τρομαγμένο "Μία, μην κάνεις τίποτα χαζό. Δεν θα το ξεχάσεις ποτέ" είπε. Το ήξερα. Δεν χρειαζόταν να μου το πει. Ξέρω πως είναι να έχεις σκοτώσει κάποιον. Ακόμα σκέφτομαι εκείνη την ημέρα. "Υποσχέσου μου ότι δεν θα το κάνεις." αυτή την φορά άρχιζε να φωνάζει. "Υποσχέσου Μία!"

Γέλασα, μα το γέλιο μου ήταν πικρό. "Δεν πρόκειται να υποσχεθώ τίποτα που δεν μπορώ να κάνω". Πριν καν ξεκινήσει να μιλάει άνοιξα την πόρτα και βγήκα εξω.

••••••••••

Καθόμουν στη πολυθρόνα και διάβαζα ένα βιβλίο, όταν μπήκαν μέσα οι υπηρέτριες. Με είδαν και υποκλίθηκαν. Είδα το κουτί με το φόρεμα και σηκώθηκα να το δω. Άνοιξα το καπάκι και ήταν σαν λίτρα αίματος να είχαν μεταμορφωθεί σε ένα σατέν ύφασμα. Χαμογέλασα με την σκέψη στην ειρωνία όλου του χρώματος. Τις άφησα να με ετοιμάσουν και μετά από αρκετές ώρες τα πόδια μου είχαν αρχίσει να με καίνε και δεν μπορώ να περιμένω να καθήσω.

Όταν είχαν τελειώσει να δένουν το φόρεμα μου και είχαν ετοιμάσει τα μαλλιά μου, τις έδιωξα. Κάθησα στο μικρό σκαμνί στον καθρέφτη και πήρα από πάνω του το κουτί με την τιάρα. Έβλεπα με προσοχή την μορφή που είχα μπροστά μου. Δεν έμοιαζε μαζί μου ωστόσο έκανε τις κινήσεις μου. Δεν φαινόμουν όπως ήμουν πριν κάποιους μήνες. Στα μπλε μάτια αυτού του άγνωστο κοριτσιού υπήρχαν σκιές, που πιστεύω πως τις απόκτησε όταν άρχισε να μαθαίνει τόσα πολλά, που δεν είχε καταλάβει πως και η ίδια άρχισε να καταρρέει. Έβαλα το στέμμα στο κεφάλι μου και όταν είδα πως έκανε και αυτή ακριβώς το ίδιο, σηκώθηκα γρήγορα από το σκαμνί ρίχνοντας το κάτω και με το θόρυβο που δημιουργήθηκε ένας από τους φρουρούς μπήκε μέρα ανήσυχος. "Είστε καλά;" Έγνευσα και εκείνος αμέσως χαλάρωσε. Κοίταξε κάτι στο διάδρομο και αυτή τη φορά μπήκε μέσα στο δωμάτιο. "Πρέπει να κατεβείτε."

Άρχισα να περνάω τους διαδρόμους, αγνοώντας τα βήματά των στρατιωτών. Έφτασα λίγο πριν την αίθουσα του θρόνου. Εκεί οι γονείς μου συζητούσαν ανήσυχα. Πήγα κοντά τους και αμέσως σταμάτησαν να μιλάνε. Ναι, ναι σωστά.... δεν μου είχαν πει για το μωρό. "Μην ανησυχείτε για το πρόβλημα, το έχω μάθει ήδη."

Με κοίταξαν σοκαρισμένοι. "Μην ανησυχείτε δεν θα πω τίποτα, θα φαινόμαστε δυνατοί."

Είδα τον πατέρα μου κτυπάει την πόρτα και ακούστηκε να ανακοινώνουν την άφιξη της βασιλικής οικογένειας. Στάθηκαν μπροστά πιασμένοι και ακόμα και τώρα, μπορούσες να δεις πόσο ερωτευμένοι είναι.

Άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα άφησα να περάσουν λίγα λεπτά και μπήκα και εγώ. Μέσα όσοι ήταν, είχαν υποκλιθεί.
Είδα τους γονείς μου, μα αυτή την φορά σαν βασιλιάδες. Απορώ πως τους έβλεπαν: τρομακτικούς, καλούς; Ήξεραν τι έκαναν; Γιατί σκότωναν;

Άρχισα να κοιτάω τα πρόσωπα, όσων είχαν έρθει. Μπορούσα να δω τις τιάρες και τα κοσμήματα να λάμπουν κάτω από το φως των κεριών. Είχαν αρχίσει να χορεύουν, χαρούμενοι που υπήρχε σταθερότητα στο θρόνο. Είχαν βρει την πριγκίπισσα τους και τώρα μαλλον και ένα αγόρι. Βέβαια αυτό που έλειπε ήταν ένας δυνατός βασιλιάς. Και για αυτό ακριβώς γινόταν ο χορός, με την ελπίδα να υπάρξει κάποιος σύντομα. Ήταν που θα με άφηναν να ερωτευτώ.

Ξαφνικά με έβγαλε από τις σκέψεις μου ένα ψηλός και τρομαχτικός άντρας που στάθηκε μπροστά μου. Έκανε μια υπόκλιση και είπε "Μεγαλειοτάτη θα ήταν τιμή μου να μου χαρίσετε αυτό το χορό."

Ήμουν έτοιμη να απορρίψω αμέσως την πρόταση, όταν είδα την μητέρα μου να με κοιτάει επίμονα. Άλλο ένα βράδυ Μία. Σκέφτηκα και δέχτηκα. Μόλις η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα καινούργιο τραγούδι μου έπιασε το χέρι και με οδήγησε σε ένα σημείο μακρυά από τους θρόνους.

Είμαι σίγουρη πως είχε καταλάβει πως δεν ήθελα να χορέψω γενικά, πόσο μάλλον με εκείνον. Και σίγουρα δεν ήθελα να αρχίσει να φλυαρεί. Μα ποτέ δεν γίνονται όλα όπως τα θες. "Είναι πανέμορφα στο κάστρο." είπε. Ναι το ξέρω ζω και πολλά χρόνια εδώ, πανέξυπνος. "Δεν χρειάζεται να μιλάς έτσι στούς καλεσμένους σου Μία." κοίταξα γύρω μου για να δω αν κάποιος μας άκουγε. Πως το ήξερε; Δεν μίλησα, σκέφτηκα. Άρχισα να τρομαζω και να εύχομαι μαζί να τελειώσει το τραγούδι και να φύγω όσο μακριά από αυτόν τον άντρα μπορούσα. "Ω, Μία μην είσαι έτσι! Δεν σε πειράζει να σε λένε Μία έτσι πριγκίπισσα; Αυτό το αγόρι.....ναι ο Ρίτσαρντ, έτσι σε φώναζε. Αλλά νομίζω πως σε φώναζε και αλλιώς μάλλον κάτι σε ερωμένη." είχα παγώσει.

Πως ήξερε όλα αυτά; Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τα τύμπανα της ορχήστρας και είχα αρχίσει να τρέμω. "Ποιός.... ποίος είσαι." η φωνή μου κοβόταν. "Κάποιος που ήταν αρκετά ευγενικός παρότι ήσουν μια απογοήτευση να σε ελευθερώσει."

Άρχισα να συνδέω όλα τα κομμάτια...και κατάλαβα πως ήταν αυτός που ήθελε να με πιάσουν. Αυτόν που φοβόταν ο Ρίτσαρντ και οι υπόλοιποι. Αυτός δεν έπρεπε να ξέρει για την σχέση μου με τον Ρίτσαρντ. Ήταν αυτός που ήταν μπροστά μου.

"Μην ανησυχείς τώρα Μία. Απλώς τις σχέδιο μας πραγματοποιήθηκε λίγο πιο γρήγορα." , "Το σχέδιο σας;" πάντα νόμιζα πως ήταν ένας μόνο, μα να που μαθαίνω και άλλα. Γέλασε και το γέλιο του ήταν το πιο τρομακτικό που έχω ακούσει. "Φυσικά. Νόμιζα πως θα ήσουν πιο έξυπνη. Τώρα που είχα μείνει....α ναι σωστά. Ο καλός σου είναι εδώ. Συμφωνήσαμε να τον βοηθήσουμε, αν εκείνος έκανε κάτι παράτολμο για εμάς αλλά αυτό δεν σε αφορά. Τώρα νομίζω σε περιμένει κάποιος."

Το τραγούδι αυτή τη στιγμή τελείωσε και εκείνος έκανε μια υπόκλιση, όσο εγώ είχα μείνει ακίνητη σαν άγαλμα. Δεν είχα κουνηθεί καθόλου από τη θέση μου ο Ρίτσαρντ ήταν εδώ; Πως....αφού μόνο οι ευγενείς μπορούσαν. Κοίταξα γύρω μου ψάχνοντας τον. Άρχισα να περπατάω να περνάω μέσα από κόσμο. Έπρεπε να τον βρω. Είχα φτάσει κοντά στούς θρόνους που ηταν οι γονείς μου όταν ενα χέρι με άγγιξε.

Γύρισα και τον είδα. "Θα θέλατε να χορέψουμε;" με ρώτησε. Έγνευσα ανίκανη να μιλήσω. Ήταν σαν η αναπνοή μου να έχει κοπεί και τα μάτια μου είχαν δακρύσει. Όταν ξεκίνησε το τραγούδι και γινόταν αρκετή φασαρία βρήκα θάρρος να του μιλήσω. Κάτι λάθος και τον κατάλαβαν.

"Συγνώμη που έφυγα έτσι." του είπα. Ήθελα να τον αγκαλιάσω, να τον φιλήσω, αλλά μια λάθος κίνηση και θα τον πρόδιδα. "Δε φταίς εσύ. Έπρεπε να σου είχα πει την αλήθεια. Αλλά νόμιζα ότι ηταν καλύτερα έτσι."

Κούνησα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. Καμιά σχέση με τον αγόρι που γνώρισα. Δε πρόλαβα να ρωτήσω. "Τα ρούχα του πατέρα μου. Πρέπει να νιώθεις τιμή που ντύθηκα ετσι." Γέλασα λίγο και ο πανικός που ένιωθα άρχισε να φεύγει. "Πως μπήκες μέσα Ρίτσαρντ;" Δεν μίλησε αλλά μου έδειξε το μετάλιο του πατέρα του. Μπήκε σαν δούκας. Χαμογέλασα μαζί του και συνεχίσαμε να χορεύουμε. Δεν μπορούσαμε να πούμε πολλά, ούτε καν να έρθουμε πιο κοντά, να αγγαλιαστούμε. Αλλά δεν με πειράζε πολύ. Ωστόσο τι συμφωνία είχε κάνει;

Με έβγαλε από τις σκέψεις μου όταν μου μίλησε"Μία, μην ανησυχείς θα σε βγάλω από εδώ. Δεν θα χρειαστεί να σκοτώσεις κανένα. Θα είσαι ελεύθερη." ψυθήρισε και εγώ έγνευσα. "Οι γονείς μου όμως; Τι θα γίνουν;" έπρεπε να γίνει κάτι. "Για αυτό θα φροντίσω εγώ."

Ήταν τρελός; Θα σκοτωνόταν. Μα πριν καν προλάβω να του μιλήσω, εμφανίστηκε ο πατέρας μου. Ο Ρίτσαρντ έκανε ένα βήμα πίσω. Νόμιζα πως θα κάνει κάτι, αλλά όταν τον είδα να αποχωρεί κάπου στην άκρη, κατάλαβα πως δεν θα κάνει κάτι.

"Βλέπω πως γνώρισες κάποιον...." ξεκίνησε ο πατέρας μου. "Αλλά πιστεύω πως τον ήξερες ήδη, έτσι δεν είναι; Με αυτόν ήσουν." Τα ποδιά μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν. Ο πατέρας μου με κράτησε σφικτά και κοίταξα στο σημείο που ήταν ο Ρίτσαρντ, που τώρα οι φρουροί τον είχαν πιάσει. "Δεν θα το καταλάβαινα ότι ήταν ο καταραμένος γιος του Ζέντ αν δεν φόραγε αυτό το παράσημο. Είναι και αυτός ανόητος σαν τον πατέρα του."

Η μουσική τελείωσε και χωρίς κάνεις να καταλάβει κάτι, τους στρατιώτες, την σύλληψη, άρχισαν να χειροκροτούν τον βασιλιά τους. "Μπαμπά άσε τον ήσυχο." με πήγε κοντά στους φρουρούς μου και αυτοί με πήραν πανω. "Μπαμπά!" του φώναξα μα αυτός με αγνόησε και άρχισε να φεύγει από την αίθουσα.

Όσο και να προσπάθησα να φύγω από τα χέρια του φρουρού δεν με άφηνε. Και κατάλαβα τότε κάτι. Είχα ξεχάσει το μαχαίρι μου. Δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου.

Μετά από λίγο βρέθηκα στο δωμάτιο μου κλειδωμένη. Θα τον σκοτώσει.
Σκεφτόμουν συνέχεια. Έπρεπε να βρω. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η μητέρα. Έκλεισε την πόρτα και είδα να βάζει το κλειδί στη τσέπη τής. "Μαμά πρέπει τον σταματήσεις." την παρακάλεσα. Τα πρώτα δάκρυα είχαν αρχίσει να βγαίνουν. "Γλυκιά μου συγνώμη αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είναι προδότης πρέπει να δεχτεί την τιμωρία του."
Κούνησα το κεφάλι μου.
Άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου. "Σας μισώ. Είστε απαίσιοι και μακάρι αυτό το παιδί να μην γεννηθεί. Δεν θέλω να ζήσει αυτό το βασανιστήριο που πρέπει να ζω εγώ. Πως μπορώ να αγαπώ κάποιους που θα σκοτώσει αυτόν που αγαπώ;" Το πρόσωπο μου είχε γεμίσει δάκρυα μέχρι τώρα. "Μην το ξανά πεις αυτό! Με ακουσες! Αυτό το αγόρι προσπαθεί να χωρίσει την οικογένεια μας. Σου έχει αλλάξει το μυαλό. Μην ανησυχείς όμως θα το κάνω να περάσει. Δεν θα θυμάσαι τίποτα όταν ξυπνήσεις."

Ξαφνικά τα κεριά έσβησαν μόνα τους καο όταν ξανά άνοιξαν μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν πολλές θολές φιγούρες ανθρώπων. Είδα την μητέρα μου να έχει μια παγωμένη έκφρασης στο πρόσωπο. Έπρεπε να φύγω. Κοίταξα παντού για το μαχαίρι μου, μα δεν το έβλεπα πουθενά. Όμως πίσω μου ήταν ο καθρέφτης. Δεν είχα άλλη επιλογή. Πήρα φορά και έπεσα πάνω του. Έσπασε, γεμίζοντας με κομμάτια με γυαλιά και πληγές. Άρχισα ήδη να φτιάχνω μια μπάλα απο αίμα. "Μία είσαι καλά;" ρώτησε τρομαγμένη η μάμα μου. Είδα τα πνεύματα να με περικυκλώνουν. Τότε πέταξα την σφαίρα στα πόδια της και με ένα χτύπημα των δαχτύλων μου αυτό πάγωσε. Είδα να με κοιτάει ξαφνιασμένη και τα πνεύματα άρχισαν να φεύγουν. Πήγα κοντά της και πήρα το κλειδί. Εκείνη φώναζε μα εγώ ήμουν έτοιμη να κάνω ότι χρειαστεί για να σώσω αυτόν που αγαπούσα. Ξεκλείδωσα την πόρτα και όταν βγήκα εξω με περίμεναν οχτώ φρουροί έτοιμη να με πιάσουν. Από μέσα ακουγόταν η φωνή της μητέρας μου να τους διατάζει να με σταματήσουν. Με είχαν περικυκλώσει, αλλά δεν μπορούσαν να με πληγώσουν. Μέχρι να καταλάβουν τι είχε συμβεί, τα πόδια τους είχαν βρεθεί κολλημένα στο έδαφος. Πήρα από ένα το σπαθί του και έκοψα το χέρι μου, για να βγει περισσότερο αίμα.

Άρχισα να τρέχω στους διαδρόμους, προσπαθώντας να μην αφήσω το συγκέντρωση μου σε αυτούς που κρατούσα φυλακισμένους, όταν ένιωσα ένα έντονο πόνο στη κοιλιά μου. Ένα από τα γυαλιά του καθρέφτη είχε μπει μέσα μου και είχε μείνει εκεί, είχε σπάσει μέσα. Δεν είχα χρόνο να το βγάλω συνέχισα να τρέχω στα μπουντρούμια σχεδόν έτοιμη να καταρρεύσω.

Όταν έφτασα στις κρύες πόρτες είχα λαχανιάσει. Μπήκα μέσα και πιάνοντας τον τοίχο στο μικρό διάδρομο άρχισα να τρέχω. Μεσα δεν ήταν κανείς. Δεν ακουγόταν τίποτα. Μέχρι που άκουσα τσιρίδες πόνου. Έτρεξα πιο βαθιά ακόμα όταν είδα μια αγνώριστη σχεδόν μορφή στο έδαφος γεμάτη αίματα και πληγές και δίπλα του ο πατέρας μου, με ένα καυτό μέταλο στο χέρι του. Η σκηνή με έκανε να δακρύζω περισσότερο. Τράβηξα όσο δύναμη μου είχε απομείνει και πριν προλάβει ο πατέρας μου να τον αγγίξει με το μέταλο. Σχημάτισα ένα σπαθί και το πέταξα διπλά από το λαιμό του. "Κάνε την παραμικρή κίνηση και θα σε σκοτώσω" του είπα. Πόναγα φρικτά προσπαθώντας να κρατήσω το σπαθί, τους φρουρούς και την μητέρα μου παγιδευμένος και μαζί να αγνοώ το γυαλί μέσα μου. Δεν ήμουν έτοιμη να τα κάνω όλα αυτά.

Πήγα δίπλα στον Ρίτσαρντ και έπεσα στα γόνατα μου δίπλα του. Ήταν παντού χτυπημένος. Κρατούσε με τα χέρια του μία τεράστια πληγή στο στέρνο του και στο κεφάλι του και έβγαινε αίμα, μα δεν ήταν μόνο αυτό πάνω του είχε τόσες πολλές πληγές. "Θα σε κάνω καλά εντάξει;" του είπα. Κούνησε το κεφάλι του μα δεν είχε την δύναμη να μιλήσει. "Μία σταμάτα, πρέπει να πεθάνει!" φώναζε ο πατέρας μου. Μα δεν τον άκουγα. Η πρώτη μου έγνοια ήταν να σώσω τον Ρίτσαρντ. "Στ.... σταμάτα." ψυθήρισε.

Έβαλα το χέρι μου πάνω από τις πληγές του και άφησα να πέσει το αίμα μου πάνω του. Για άλλη μια φορά ήταν σαν να αισθάνομαι ποτέ το αίμα μου ήταν σε εκείνον, αλλά αυτή την φορά αισθνόμουν και τον πόνο του. Φαντάστηκα πως ήταν όταν ήταν καλά. Το χαμόγελο του, το γέλιο του, ο τρόπος που με φιλούσε. Τα μαύρα μάτια που δεν περίμενα να ξανά δω.

Πονούσε τόσο πολύ. Σταμάτησα και άνοιξα τα μάτια μου. Χαμογέλασα και σηκώθηκα. Ήταν καλά. Τον έκανα καλά. Είδα να μου λέει κάτι, μα δεν κατάφερα να ακούσω τίποτα. Ένα κύμα ζαλάδας με χτύπησε και έκανα ότι θα έκανε ο καθένας που δεν ξέρει κολύμπι. Πνίγηκα.

Το σώμα μου άγγιξε το ματωμένο πάτωμα και δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν από μένα ή από κάποιον άλλο. Είδα το ξίφος που ήταν στο λαιμό του πατέρα μου να πέφτει κάτω και να διαλύεται. Και μετά εκείνος να τρέχει σε εμένα. Προσπάθησα να καταλάβω γιατί δεν είχε έρθει ο Ρίτσαρντ, μα είδα πως υπήρχε μια αλυσίδα στο πόδι του και δεν μπορούσε να την σπάσει. Δεν μπορούσε να έρθει κοντά μου.

Ο πατέρας μου ήρθε κοντά μου και πίεσε τη κοιλιά μου, φωνάζοντας. Αισθνόμουν ένα αλλόκοτο συναίσθημα, μια περίεργη ηρεμία. Μετά από λίγο με πήρε αγκαλιά "Μωρό μου, μην φύγεις εντάξει. Μείνε μαζί μου. Κάντο για τον μπαμπά. Δεν μπορείς να μας αφήσεις. Μην μας αφήσεις." Όσο και να ήθελα να τον ακούσω το σώμα μου δεν έκανε αυτό που ήθελε. Είδα το άσπρο πουκάμισα του να γίνεται κόκκινο. Το ξανά βλέπω...

Έκανα μεγάλο κόπο να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και παρότι ένιωθα να γυρίζω, ένα δυνατό κράτημα ήταν στη μέση μου και ήξερα πως ο μπαμπάς μου ήταν εδώ.Ήταν τόσο αστείο αν σκεφτείς ότι πριν κάποιους μήνες πίστευα Ότι ο θάνατος μου θα έρθει από τα χέρια αυτού, του Ρίτσαρντ. Μα ούτε μία στιγμή πίστεψα πως θα πεθάνω για αυτόν. Αν δεν πέθανω από τα τραύματα μου είμαι σίγουρη πως η ειρωνία θα το έκανε για εμένα. Μα τελικά ο Κίλιαν είχε δικιο ο καλύτερος θάνατος είναι όταν προστατεύεις αυτούς που αγαπάς. Και ω πόσο τον αγαπούσα. Τον αγαπάω. Κρίμα που δεν μπορώ να του το πω. Δεν μπορώ να του φωνάξω όσο και αν προσπαθώ. Δεν μπορώ να μιλήσω καν, πόσο μάλλον να φωνάξω. Τον είδα δίπλα μου..... τον Κίλιαν. Απλώς μου έγνευσε και ήξερα αμέσως πως είναι η ώρα. Το μόνο που εύχομαι είναι να είχα περισσότερη ώρα. Να κάνω τα πάντα. Και πάνω από όλα να ζήσω πραγματικά.
Άκουσα τον μπαμπά μου να παρακαλάει να μην του πάρουν δεύτερο παιδί.

Τότε η τελευταία ανάσα μου έφυγε από τους πνεύμονες.

Η καρδιά μου χτύπησε για τελευταία φορά.

Το αίμα στις φλέβες μου πάγωσε.

Και πέθανα.

*......................*

Continue Reading

You'll Also Like

55.1K 5.3K 41
sequel to "Sons of Anarchy" Δεν έπρεπε να τη φέρω πίσω. Αν δεν είχε γυρίσει δεν θα είχε γινει τίποτα από όλα αυτά. Μακάρι να μην είχε γυρίσει και ας...
328K 16.5K 41
O Baris και η Ερατώ, δύο νεαροί εκπρόσωποι της πιο διάσημης Αρχιτεκτοκινής εταιρείας στην Ελλάδα, πρέπει να μετακομίσουν στην Τουρκία ώστε να εργαστο...
29.3K 2K 32
"Κοπελιά, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;" "Όχι, τοκογλύφος" "Ω να σου-" "Εσένα μήπως η μάνα σου πηδήχτηκε σε οικοδομή και βγήκες τέτοιο τούβλο;"...
35.9K 3.8K 37
Book 2. Sequel to Daddy♥ Διάβασε πρώτα το Daddy γιατί αλλιώς χμ... δεν θα καταλάβεις και πολλά ;) Are you lost babygirl? *Όκευ δεν κολλάει αλλά έπρεπ...