Σιωπή

By marielomvardos

1.1K 69 4

Η Νταϊάνα μέχρι τώρα περνάει καλά με την παρέα της και κάνει σερφ. Δεν την νοιάζουν πολλά πράγματα ειδικά τα... More

Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21

Κεφάλαιο 18

30 2 0
By marielomvardos

Σερφ Σίτι 2012

Ήταν όμορφη, τα μακριά μαλλιά της τύλιγαν το πρόσωπο της καθώς τα φυσούσε ο άνεμος του ατλαντικού. Ο Φρανκ την είχε δεί αρκετές φορές στην παραλία μόνη της, συντροφιά είχε μόνο ένα βιβλίο και κάθε φορά διαφορετικό. Βιβλιοφάγος. Σκέφτηκε. Ήθελε να βρεί κάτι να της πιάσει την κουβέντα. Δεν έδειχνε να είναι ο τύπος του. Είχε κολλήσει όμως κάθε φορά πού την έβλεπε. Ειδικά από την μέρα πού του χαμογέλασε. Δεν ήξερε τίποτα γιά εκείνη, το όνομα της, από πού ήταν –γιατί ντόπια δεν ήταν, θα την γνώριζε- γιατί ήταν στο Surf City, διακοπές ή θα έμενε? Δεν ήταν Αμερικανίδα. Είχε διαφορετική ομορφιά αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν η ομορφιά της, ήταν ότι πιο όμορφο είχε δεί ποτέ.
Κυριακή απόγευμα, ο ήλιος ήταν ακόμα στον ουρανό. Μέσα Ιουλίου και ο Φρανκ πήγαινε στο μπαρ της παραλία να πάρει κάτι να πιεί. Είχε τελειώσει την πρώτη λυκείου, το μέλλον δεν τον απασχολούσε καθόλου προς το παρόν. Το μόνο πού τον απασχολούσε ήταν εκείνο το μυστήριο κορίτσι, πρώτη φορά έπιανε τον εαυτό του να ντρέπεται να μιλήσει σε κοπέλα. Ήταν ο Φρανκ, είχε όποια ήθελε, είχε λεφτά, σώμα, ήταν ψηλός και πάνω απ'ολα είχε αυτά τα καταγάλανα μάτια που δε μπορούσε καμία να αντισταθεί. Κάτι όμως στα μάτια αυτής της κοπέλας τον μπλόκαρε, ήταν μπλε το χρώμα της θάλασσας, όχι όμως το συνηθισμένο μπλε, έκαναν κάτι νερά. Ήταν μοναδικά. Την είδε να κάθετε σε ένα τραπέζι μόνη της, διάβαζε πάλι. Την είδε να κλείνει το βιβλίο και να το τοποθετεί πάνω στο τραπέζι μπροστά της. Έριξε μιά κλεφτή ματιά να δεί τι διαβάζει πιά με τόση αφοσίωση. Δεν μπορούσε να το διαβάσει καλά, ήταν άλλη γλώσσα. Το εξώφυλλο έδειχνε έναν κύριο άλλης εποχής με μακρύ μαύρο κατσαρό μαλλί με μεγάλη μύτη. Έγραφε CYRANO DE BERGERAC. Κάπου το είχε ξανά δεί αυτό το βιβλίο ή αν όχι το βιβλίο σίγουρα είχε δεί τον αστείο κύριο της φωτογραφίας. Μα ναί στην τάξη των γαλλικών, τόσα χρόνια γαλλικά στο σχολείο δεν έμαθε ούτε μια λέξη, δε του φαινόταν χρήσιμα και να τώρα που τα χρειάζεται και δεν θυμάται σχεδόν τίποτα.
Χωρίς να το σκεφτεί πολύ γύρισε προς την κοπέλα και είπε << Bonjour >> με ένα τεράστιο χαμόγελο. Εκείνη σήκωσε τα μάτια της προς τον Φρανκ, δεν περίμενε αυτό πού άκουσε.
<< Oh mon Dieu. Est-ce que tu parles français? >>  Είπε εκείνη με την πιό τέλεια προφορά γαλλικών πού είχε ακούσει ποτέ. Εκείνος την κοίταξε και γέλασε αμήχανα.
<<Δεν έχω ιδέα τι λες.>> Ευχήθηκε να μιλάει αγγλικά. Εκείνη γέλασε. <<Δεν μιλάς γαλλικά?>>
<<Όχι. Απο το γυμνάσιο έχω να κάνω και δεν πολυέδινα σημασία η αλήθεια είναι. Εσύ όμως μιλάς αγγλικά βλέπω.>>
<<Ναί μιλάω και τις δύο γλώσσες. Γαλλικά καλύτερα βέβαια γιατί είναι η πρώτη μου γλώσσα.>>
<<Είσαι Γαλλίδα?>> Ρώτησε εκείνος όλο ενθουσιαμό πού την έκανε να κοκκινίσει.
<<Ναί. Μετακόμισα εδώ πριν από λίγες εβδομάδες.>>
<<Το ήξερα.>> Του ξέφυγε.
<<Τι πράγμα?>> Ρώτησε.
<<Πως δεν είσαι Αμερικανίδα. Φαίνεσαι διαφορετική.>> Είπε ντροπαλά.
<<Είναι καλό αυτό?>>
<<Φυσικά.>> Της χαμογέλασε και έπεσε σιωπή.
<<Με λένε Φρανκ.>> Συνέχισε.
<<Λόρελ.>> Του χαμογέλασε.
<<Χάρηκα.>>
<<Και 'γω.>>
Πολύ σοβαρή, σκέφτηκε ο Φρανκ. Ούτε πού μου είπε να κάτσω μαζί της. Δύσκολες οι Γαλλίδες.
<<Σε ενοχλεί να καθίσω μαζί σου?>> Την ρώτησε.
<<Καθόλου. Απλά πρέπει να πηγαίνω τώρα. Έχω υποσχεθεί στην μαμά μου να βγούμε γιά φαγητό και πρέπει να ετοιμαστώ. Συγνώμη.>>
<<Πως καταλαβαίνω. Καλά να περάσεις. Θα σε ξανά δω τριγύρω.>> Της είπε καθώς την είδε να μαζεύει τα πράγματα της από το τραπέζι πού καθόταν.
<<Au revoir.>> Του είπε εκείνη και χαμογέλασε.
Ε? Με βρίζει? Αναρωτήθηκε εκείνος, κάτι μου θυμίζει. Τι κορίτσι θεέ μου!! 
<<Δεν σε έβρισα. Αντίο σημαίνει.>> Του είπε γελώντας μιάς και είχε καταλάβει τι σκεφτόταν. Αμερικάνοι, όταν δεν καταλαβαίνουν τι τους λες παρεξηγούνται. Εκείνος χαμογέλασε και επανέλαβε αυτό πού είχε πεί η Λόρελ με αποτυχημένη προφορά βέβαια.Ευχόταν τώρα να γύριζε πίσω το χρόνο και να διάλεγε γαλλικά σαν δεύτερη γλώσσα και όχι ισπανικά. Η αλήθεια είναι πως πιο πολλές Ισπανίδες τουρίστριες είχε το Σερφ Σίτι παρά Γαλλίδες ,πρώτη φορά μιλούσε σε Γαλλίδα, με τα αγόρια σε Ισπανίδες την έπεφταν τα καλοκαίρια για αυτό κιόλας τα αγόρια όλης της τάξης είχαν επιλέξει ισπανικά. Όχι ο Φρανκ δεν ήταν σαν όλα τα άλλα τα αγόρια, σίγουρα του άρεσε το φλέρτ, και κουβαλούσε και μια τρέλα, πέρα απο τη τρέλα της εφηβείας, αλλά ήταν πολύ υπεύθυνος και σοβαρός εκεί που έπρεπε, μιλούσε άπταιστα Γερμανικά είχε πάρει όλα τα διπλώματα μέχρι και τη πρώτη λυκείου όπως έκανε και η Ρόζι μετά, και πάνω απ'ολα ήταν συναισθηματικός, μπορεί τα αγόρια του Σερφ Σίτι και αυτής της ηλικίας να έχουν άλλα πράγματα στο μυαλό τους, αλλά ο Φράνκ έδειχνε άλλο απο αυτό που φαινόταν, του άρεσε να διαβάζει λογοτεχνία σπίτι του, ο Τζωρτζ Όργουελ ήταν ο αγαπημένος του.

                                                                                          ***


Σέρφ Σιτι τώρα

Την επόμενη μέρα στο σχολείο όλα τα παιδιά μετρούσαν αντίστροφα δύο μέρες για το Christmas break και όλοι τραγουδούσαν απο τη χαρά τους μέχρι και απο τα μεγάφωνα του σχολείου έπαιζαν γιορτινά τραγούδια και όλοι είχαν μπει στο κλίμα για τα καλά. Τα παιδιά πριν το μάθημα είχαν μαζευτεί στο προαύλιο έλεγαν τα νέα τους. Όλοι έλεγαν μπράβο στον Γουίλ για τις όμορφες φωτογραφίες απο τη σχολική γιορτή που είχε ανεβάσει το προηγούμενο βράδυ. Η Έμμα ανακοίνωσε πως τη τελευταία ώρα που ο Τζός έχει κενό θα πάνε στη βιβλιοθήκη να στείλουν και αυτοί τις αιτήσεις τους, έτσι πλέον όλοι θα έχουν στείλει και θα αναμένουν με ανυπομονησία τις απαντήσεις τον Απρίλη. Η Τζός ανακοίνωσε πως τα Χριστούγεννα θα έπαιζε live με τη μπάντα του σε ένα γνωστό κλάμπ της περιοχής και μετά θα έπαιζε ενας γνωστός Dj. Πρόκειται για το πάρτι της χρονιάς, φώτα, χορεύτριες ντυμένες αγιοβασιλήτσες, και η καλύτερη μουσική, προσκάλεσε όλα τα παιδιά και του υποσχέθηκαν πως θα έρθουν. <<Φίλε μου τέτοια πάρτι δε τα χάνουμε εμείς!>> είπε ο κλασικός Γουίλ. Οι ώρες πλέον δεν περνούσαν βασανιστικά αργά, όλοι ήταν χαρούμενοι, μέχρι και οι καθηγητές το είχαν καταλάβει και δεν έκαναν σοβαρό μάθημα. Η τελευταία ώρα έφτασε και η 'Εμμα μαζί με τον Τζός πήγαν στην βιβλιοθήκη για να στείλουν τις αιτήσεις. Με τους βαθμούς της η Έμμα πολύ πιθανόν να έμπαινε και με υποτροφία στο Fashion Institute of Technology που ήταν το όνειρο της, έτσι θα ήταν όλοι μαζί στην Νέα Υόρκη όπως ονειρεύονταν απο παιδιά. Ο Τζος πάλι δεν είχε τους καλύτερους βαθμούς και ούτε την οικονομική δυνατότητα για δίδακτρα, έκανε όμως αίτηση γιά υποτροφία, ήθελε να γίνει μηχανικός αεροσκαφών. Ήταν καλός σε αυτό άλλωστε δούλευε στο συνεργείο του πατριού του και ήξερε πολλά πράγματα πάνω σε μηχανές. Δεν πίστευε και πολύ ότι θα έπαιρνε υποτροφία γιατί μηχανολόγος μηχανικός είναι απο τις πιο δύσκολες σχολές και σε πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης συγκεκριμένα του φαινόταν ακατόρθωτο αλλά δεν έχανε κάτι να προσπαθήσει. Έτσι και αλλιώς όμως είχε τη μπάντα με τους κολλητούς του, εκείνος έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα. Αν δεν περνούσε στο πανεπιστήμιο θα συνέχιζε ως μουσικός. Ήταν το ίδιο ευχαριστημένος και με αυτή την επιλογή. Λάτρευε την μουσική, συγκεκριμένα τη ροκ. Ο Τζος πήγε να πάρει ένα μολύβι να σημειώσει κάτι και η Έμμα έριξε μία ματιά στα χαρτιά του. Έπεσε αμέσως πάνω στην ημερομηνία γέννησης του. Ιιιιιιι έχει γενέθλια αύριο ,στις 23 ! Δεν προλαβαίνω να κάνω τίποτα σκέφτηκε. Πετάχτηκε πάνω μάζεψε τα πράγματα της και άρχισε να τρέχει. Προσπέρασε γρήγορα τα γραφεία της βιβλιοθήκης και ξαφνικά πέφτει πάνω σε κάποιον, όλα τα χαρτιά της διασκορπίστηκαν στον χώρο.
<<Αμάν ρε Τζος.>> Φωνάζει, και η βιβλιοθηκάριος της έκανε νόημα να μιλάει πιό σιγά.
<<Εγώ ρε 'Εμ? Εσύ τρέχεις σαν σίφουνας. Πού πας αλήθεια?>>
<<Θυμήθηκα πως δεν έχω ταϊσει τον σκύλο μου από χθες το μεσημέρι και λείπουν όλοι από το σπίτι, το προσωπικό έχει ρεπό, θα πεινάει το παιδάκι μου πρέπει να φύγω.Τα λέμε μετά.>> Του είπε πολύ βιαστικά και έγινε καπνός.
Μα καλά τι την έπιασε τώρα? Αναρωτήθηκε, θα με τρελάνει δεν γίνεται.
Η Έμμα πήγε στο ντουλάπι της πήρε ότι πράγματα ήθελε και έτρεξε στο γυμναστήριο. Μπήκε μέσα χωρίς να την δεί κανείς. Είχε πολύ κόσμο, πολλές τάξεις έπαιζαν μπάσκετ και βόλεϊ μαζί και η τάξη της Νταϊάνα. Έτρεξε μέσα στο πλήθος και άρπαξε την Νταϊάνα από το χέρι η οποία παρακολουθούσε τον αγώνα από τον πάγκο.
<<Εμ πας καλά? Πού με πας?>> Την ρώτησε η Νταϊάνα καθώς έτρεχαν κολλημένες στον τοίχο γιά να μην τις δεί κανείς. Το είχε δεί η Έμμα σε αστυνομικές ταινίες και είπε να το εφαρμόσει.
<<Προχώρα και θα σού πω.>>
Εκεί πού έτρεχαν ο δίμετρος καθηγητής της γυμναστικής τους μπήκε μπροστά τους.
<<Γιά πού το βάλαμε κορίτσια?>>
<<Μην ρωτάτε εμένα κύριε Ρίβερς δεν έχω ιδέα τι την έπιασε.>>
<<Εμ, τι γίνεται δεν έχεις μάθημα?>>
<<Έχω αλλά είναι βιολογία και δεν θέλετε να ξέρετε τι βαθμούς έχω στην βιολογία να ναι καλά ο Σαμ πού μου λύνει όλες τις ασκήσεις.>> Είπε η Έμμα γελώντας.
Ο καθηγητής δεν άντεξε και γέλασε, <<σοβαρά τώρα πού πάτε? Νταϊάνα το ξέρεις ότι έχουμε μάθημα αυτή την στιγμή.>> <<ναί πως, το ξέρω. Η Έμμα δε το ξέρει όπως φαίνεται.>>
<<Δεν μπορεί να τρέξει κύριε Ρίβερς έχει χτυπήσει το πόδι της.>> Λέει η Έμμα βιαστικά.
Εκείνος τις κοίταξε ύποπτα, << μιά χαρά την βλέπω.>>  Η Έμμα έδωσε μία κλωτσιά στην Νταϊάνα και εκείνη αναπήδησε, <<Άου ρε.>>
<<Να βλέπετε? Πονάει! >> <<Φώναζε Νταϊάνα.>> Της ψιθύρισε.
Ο καθηγητής ξανά γέλασε, <<γυρίστε στις τάξεις σας, σας παρακαλώ.>> Τους είπε.
<<Πω καημό πού τον έχεις και συ τελευταίες μέρες!>> Αναφώνησε η Έμμα. <<Αύριο έχει γενέθλια το μελλοντικό αγόρι μου και δεν έχω κάνει τίποτα, δεν το ήξερα καν.>> Ύψωσε την φωνή της, <<θα πήγαινα στην Ρόζι, έχει χημεία όμως και ο καθηγητής είναι πολύ αυστηρός δεν θα με άφηνε να την πάρω. Εσείς όμως είστε τόσο καλούλης και θα την αφήσετε να έρθει μαζί μου έτσι?>>  Είπε με την πιό γλυκιά έκφραση πού είχε. Ο καθηγητής είχε μείνει να τις κοιτάει, δεν ήξερε τι να πεί με αυτά πού είχε μόλις ακούσει. Ένα ήξερε οι έφηβοι ήταν θεότρελοι.
<<Έχει ο Τζος γενέθλια σε δύο μέρες?>> Είπε η Νταϊάνα.
<<Ναί σου λέω! Πάμε να κλείσουμε το Sushi restaurant bar για να του κάνουμε πάρτι έκπληξη.>>  <<Τρώει ο Τζός σούσι; >> αναρωτήθηκε η Νταϊάνα. <<Όχι, δε νομίζω δηλαδή!>> απάντησε η Έμμα σκεπτική.
Ο κύριος Ρίβερς γελούσε και έκανε στην άκρη να τις αφήσει να περάσουν μιάς και ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να έμεναν. <<Είστε ο καλύτερος.>> Του φώναξαν και οι δύο μαζί.
<<Καλά Χριστούγεννα.>> Είπε εκείνος.
<<Και σε εσάς.>> Φώναξαν διασχίζοντας το γυμναστήριο.
Πήγαν από το ντουλάπι της Νταϊάνα, μάζεψε τα πράγματα της και πήγαν κατευθείαν στο μαγαζί τους, το Sushi restaurant bar ήταν το αγαπημένο στέκι της πεντάδας, ήταν ένα 3 όροφο κτίριο που στον τελευταίο όροφο λειτουργούσε το κινέζικο εστιατόριο και είχε και μπάρ για ποτά και στον πρώτο όροφο υπήρχε κανονικό κλαμπ με τη καλύτερη μουσική της πόλης. Συνήθως εκεί τα πάρτι τους τα διοργανώνουν μεγάλοι αλλά στα παιδιά αρέσει πολύ το φαγητό και το κλάμπ στον πρώτο όροφο είναι το αγαπημένο τους. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με την κράτηση τελευταίας στιγμής, άλλωστε μόνο και μόνο τα χρήματα πού θα έδινε η Έμμα για να κλείσει το μαγαζί ήταν πολλά.Το πιο χλιδάτο εστιατόριο της πόλης ήταν. Άφησαν μήνυμα στην Ρόζι να πάει να τις βρεί μετά το μάθημα ώστε να διαλέξουν τούρτα όλες μαζί. Ειδοποίησαν τον Σαμ και τον Γουίλ να μην κάνουν καμία γκάφα και χαλάσουν την έκπληξη. Η Νταϊάνα πήρε τηλέφωνο τον Λίαμ, εκείνος όμως ήταν στο γυμναστήριο και δεν το σήκωσε. Αφού ήρθε η Ρόζι πήγαν όλες μαζί στο εμπορικό γιά φαγητό και γιατί η Έμμα ήθελε να πάρει δώρο στον Τζος. Τελικά  βρήκε μία ηλεκτρική κιθάρα σε μώβ χρώμα και ζήτησε να χαράξουν πάνω κάποια ονόματα από τους αγαπημένους καλλιτέχνες του Τζος μαζί με τα αρχικά του Τζος που θα έπιαναν μεγαλύτερο χώρο.
<<Θα του αρέσει πολύ.>> Είπε η Νταϊάνα.
<<Λες?>> Είπε η Έμμα.
<<Σίγουρα ρε.>> Πετάχτηκε η Ρόζι.
<<Είναι πολύ όμορφο δώρο και με νόημα, δείχνει πως ξέρεις τι του αρέσει.>>  Πρόσθεσε η Νταϊάνα.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο η Έμμα ήθελε να καλέσει κόσμο αλλά φοβόταν πως ο Τζός θα το μάθαινε αλλά για καλή της τύχη ο Τζος δεν ένιωθε καλά και κάθισε σπίτι, το πέσιμο στο χιόνι σκέφτηκε που είχε βραχεί ολόκληρος και οι βόλτες μετά πάνω στη μηχανή του προκάλεσαν κρύωμα. Τελευταία μέρα σχολείου και δεν έκανα κανονικό μάθημα όλοι ήταν στον δικό τους Χριστουγεννιάτικο κόσμο. Η Έμμα βρήκε αφορμή να καλέσει όλους τους συμμαθητές και φίλους της και ας μην είναι φίλοι του Τζός, έτσι κάνουν στα πάρτι τους άλλωστε για να τα γεμίζουν. Ήθελε να καλέσει τους φίλους τους Τζός απο το προηγούμενο σχολείο αλλά επειδή θα γινόταν σε πολύ καλό μαγαζί και ήξερε απο τον Τζός τις ιστορίες απο τότε φοβήθηκε για τυχόν φασαρίες και προσκάλεσε μόνο τους τρείς κολλητούς του απο το συγκρότημά του. Το βραδάκι ο Τζός πήρε τηλέφωνο την Έμμα να της πει να βγούνε να τους κεράσει ένα ποτό, γιατί δεν ήταν και για πολλά πολλά με το κρύωμα. Η Έμμα για να το αποφύγει δεν το σήκωσε. Τότε πήρε τον Σαμ.
<<Γειά σου Σαμ.>>
<<Έλα Τζος τι έγινε? Νιώθεις καλύτερα?>>
<<Ναί έχω χαπακωθεί. Εσύ όλα καλά?>>
<<Ναι μιά χαρά.>>
<<Πήρα και την Έμμα αλλά δεν το σήκωσε αν θέλετε να βγούμε γιά ποτό απόψε γιατί...
Ο Σαμ τον έκοψε, <<ναί αμέ. Θα περάσω να σε πάρω κατά τις 10. Τα λέμε μετά γιατί έχω λίγο δουλειά.>> Είπε και έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο χωρίς να αφήσει τον Τζος να τελειώσει την πρόταση του. Ξανά πήρε την Έμμα και τν Γουίλ, καμία απάντηση μα καλά σκέφτηκε σήμερα βρήκαν όλοι να με γράψουν. Μία θλίψη τον κυρίεψε, όχι δεν θα στεναχωρηθώ σιγά δεν χάθηκε και ο κόσμος, σκέφτηκε..Άλλωστε στις 25 που θα έπαιζαν μουσική, θα τα γιόρταζε κανονικά με όλους τους φίλους του απο το παλιό σχολείο και κολλητούς του. Τα κορίτσια έτρεχαν σαν τρελές να παραλάβουν τη κιθάρα που ήταν έτοιμη, να ελέγξουν τα μενού για τον μπουφέ και τα ποτά που θα δίνουν στο μπάρ, να πάρουν τη τούρτα και να βρούν τι θα φορέσουν.Η ώρα πλησίαζε και το άγχος της Έμμα για να είναι όλα στην εντέλεια, είχε φτάσει στο κόκκινο.

Η Νταϊάνα φόρεσε ένα μπόχο πουκάμισο με καλό παντελόνι, αγαπούσε τα μπόχο. Είχε αφήσει τα μαλλιά της κάτω και είχε φέρει πίσω δύο τούφες. Φορούσε ένα έντονο κραγιον πού τόνιζε πολύ το πρόσωπο της. Η Ρόζι φορούσε ένα μαύρο φόρεμα με μαύρες γόβες με λουράκι, τόνιζε την σοβαρότητα του χαρακτήρα της αλλά παράλληλα την έκανε πολύ όμορφη. Το μακιγιάζ της ήταν πολύ απλό σε χειμερινά χρώματα και τα μαλλιά της ελεύθερα και ίσια. Η Έμμα πάλι ήθελε να είναι φανταχτερή, φόρεσε ένα μπλέ ηλεκτρίκ φόρεμα με μαύρες γόβες και έφερε τα μαλλιά της από την μία μεριά. Το μακιγιάζ της ήταν απλό και αναδεικνύει τα όμορφα γαλάζια μάτια της. Έφτασαν πρώτες στο μαγαζί, μετά από λίγο ήρθε ο Γουίλ που είχε ένα πουκάμισο σε χρώμα ροζ απαλό. Ο Σαμ θα έφερνε τον Τζος σε καμιά ώρα. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύετε σιγά σιγά. Είχαν μαζευτεί πάρα πολλοί μέχρι και άτομα τα οποία δεν ήξεραν τον Τζος αλλά ούτε εκείνος τους ήξερε. Κατά τις 10, αφού πήρε το οκ από τους άλλους ο Σαμ πήγε να πάρει τον Τζος. Μόλις έφτασε έξω από το σπίτι του, του έστειλε μήνυμα να βγεί.
<<Πού είναι οι άλλοι?>> Ρώτησε ο Τζος μπαίνοντας στο αμάξι.
<<Σε ένα κλαμπ, δεν ξέρω αν είναι όλοι όμως κάποιοι δεν μπορούσαν απόψε...>>
<<Η Έμμα είναι καλά? Δεν έχει απαντήσει στα τηλεφωνήματα μου.>>
<<Ναί μιά χαρά είναι, πριν λίγο με πήρε ήταν στην Ρόζι. Ίσως αργήσουν ίσως δεν έρθουν ιδέα δεν έχω.>> Είπε ο Σαμ και έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο. Ένιωθε την θλίψη του Τζος και δεν του άρεσε πού του τα έλεγε όλα αυτά αλλά ήξερε πως μόλις έβλεπε την έκπληξη θα του περνούσαν όλα.
Στην μισή διαδρομή ήταν σιωπηλός, δεν είχε τι να πεί. Καλύτερα να έμενε σπίτι να γινόταν και καλύτερα, Έφταιγε όμως εκείνος πού δεν είχε πεί τίποτα εξ αρχής, οι άλλοι πού να το ξέρουν.
<<Έχω γενέθλια σήμερα.>> Έσπασε την σιωπή.
<<Έλα ρε φίλε, αλήθεια?>> Ρώτησε ο Σαμ.
<<Ναί..>> Είπε εκείνος.
<<Να είσαι πολύχρονος.>> Τον χτύπησε στον ώμο χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον δρόμο.
<<Ευχαριστώ, γι'αυτό ήθελα να βγούμε σήμερα όλοι μαζί αλλά και εγώ το σκέφτηκα τελευταία σιγμή, δεν ήθελα να κλειστώ μέσα τέτοια μέρα.>> Είπε τελικά.
<<Δεν πειράζει, δεν έγινε και τίποτα και εμείς τα αγόρια καλά θα περάσουμε.>> Είπε ο Σαμ όσο πιό χαλαρά μπορούσε και προσπαθούσε να μην βάλει τα γέλια.
Έφτασαν στο μαγαζί, ησυχία. Ο Σαμ είχε στείλει μήνυμα στην Νταϊάνα πως ήταν κοντά και έτσι έκλεισαν τα φώτα και την μουσική.
<<Εδώ είμαστε.>> Είπε ο Σαμ.
<<Αυτό είναι κλειστό.>> Παραξενεύτηκε ο Τζος.
<<Όχι, ανοιχτό είναι απλά δεν λειτουργεί ο κάτω όροφος πριν τις 11. Πάνω θα πάμε εμείς γιά ένα χαλαρό ποτό στο μπάρ. Είναι ήδη ο Γουίλ εκεί, μόλις μου έστειλε μήνυμα.>> Το μήνυμα ήταν από την Νταϊάνα πού του έλεγε να ανέβουν.
Ο Σαμ πήγε μπροστά και δυο άντρες κουστουμαρισμένοι τους υποδέχτηκαν και τους άνοιξαν την πόρτα <<Που ήρθα?>> σκέφτηκε ο Τζός απο μέσα του. Ο Σαμ κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ και ο Τζός που πρώτη φορά έμπαινε σε τέτοιο μαγαζί, τα είχε χαμένα, μέχρι και ψηφιδωτά είχαν μέσα στο ασανσέρ. Ο Σαμ μέσα στο ασανσέρ κρυφογελούσε <<Που να 'ξερες!>> μουρμούρισε και ο Τζός κάτι άκουσε <<Ε; Tι είπες;>> ρώτησε, <<Τίποτα τίποτα>> είπε ο Σαμ και γέλασε και ακούστηκε ο ήχος του ασανσέρ που είχε φτάσει στον τρίτο όροφο καθώς άνοιγαν αυτόματα οι πόρτες. Ήταν όλα σκοτάδι...Ξαφνικά άνοιξαν όλα τα φώτα, η μουσική άρχισε να παίζει ξανά και όλοι πετάχτηκαν και φώναζαν χρόνια πολλά. Ο Τζος δεν πίστευε στα μάτια του. Πως ήξεραν ότι έχει γενέθλια; Γι'αυτό ήταν όλοι χαμένοι απο εχθές. Η Έμμα σκέφτηκε. Και τότε την είδε μπροστά μπροστά <<Πόσο όμορφη είναι θεέ μου..>> Σκέφτηκε. Τα κορίτσια έτρεξαν να τον φιλήσουν και να του ευχηθούν όπως και ο Γουίλ μαζί με κάποια άλλα παιδιά από το σχολείο. Μετά πήγε η Έμμα.<<Χρόνια πολλά καινούργιε! >>
<<Σε ευχαριστώ πολύ Prom Queen! >> Της είπε και την αγκάλιασε. <<Δεν το πιστεύω ότι το κάνατε όλο αυτό για μένα, δεν έπρεπε.>>
<<Τι νόμιζες έτσι θα σε αφήναμε;>> Του είπε και του χαμογέλασε. <<Πιστεύω το δώρο μου να σου αρέσει περισσότερο απο το πάρτι.>>
<<Και δώρο? Δεν έπρεπε Έμ ήδη κάνατε τόσα πολλά. Σε ευχαριστώ πολύ γιά όλα.>> Της είπε και της έδωσε ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο. <<Είσαι πανέμορφη.>>
<<Ευχαριστώ.>> Του είπε και του χάρισε το πιό γλυκό της χαμόγελο.

Όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερες άγνωστες φάτσες για τον Τζος, ερχόντουσαν στο πάρτι του. Η Έμμα και τα υπόλοιπα παιδιά φαινόταν να τους γνωρίζουν καθώς τους χαιρετούσαν και συγκεκριμένα η Έμμα ήταν απασχολημένη με το να τους καλώς ορίζει και να τα έχει όλα υπο έλεγχο. Το Τζός βαρέθηκε και πήγε προς το μπάρ να πάρει ένα ποτό. Η Ρόζι ήταν στο μπαρ και έπινε ένα ποτό καθώς μιλούσε με τον φίλο τους το Νόα. Ξαφνικά ήρθε η κοπέλα του και άρχισε να τον τραβάει να χορέψουν ένα ήρεμο κομμάτι πού όπως είπε είναι το τραγούδι τους.
<<Συγνώμη Ρόζι αλλά πάντα το χορεύουμε.>>  Εκείνη γέλασε, <<κανένα πρόβλημα όλος δικός σου.>>

<<Γιατί είσαι μόνη;>> Ένας Γουίλ εμφανίστηκε από το πουθενά.
<<Καθόμουν με τον Νόα, πάει να χορέψει το τραγούδι του όμως.>> Είπε η Ρόζι και χαμογέλασε στη σκέψη.
<<Κατάλαβα. Έρωτες.>> Είπε δείχνοντας το ζευγάρι στην πίστα αγκαλιά. <<Είσαι καλά;>>
Την ρώτησε, <<λέω γιά το θέμα με τον μπαμπά σου.>>
<<Ναί μιά χαρά, μία φάση ήταν. Ήμουν πολύ αγχωμένη γιά το σόλο και ξέσπασα με αυτό. Ξέχασέ το, σαν να μην συνέβη ποτέ.>> Είπε εκείνη χαμογελώντας όσο πιό χαλαρά μπορούσε.
<<Οκ..Όπως θες..>> Χαμογέλασε και ο Γουίλ με νόημα γιατί την ήξερε πολύ καλά. Ήξερε πόσο την πονούσε η όλη ιστορία αλλά το έπαιζε δυνατή, ήταν δηλαδή, αλλά έκρυβε τι ένιωθε. Τα κρατούσε όλα μέσα της και ο Γουίλ το έβλεπε στα μάτια της πως ότι έλεγε περί φάσης και ξεσπάσματος ήταν χαζομάρες. Δεν είπε τίποτα όμως, ήπιε μία γουλιά από το ποτό του και συνέχισαν να μιλάνε γιά άσχετα θέματα.Η Νταϊάνα ήταν νευρική, κρατούσε το κινητό στο χέρι και το κοιτούσε κάθε λίγο και λιγάκι. Ο Σαμ την έκοψε με την άκρη του ματιού του και άφησε τη παρέα που τον φλέρταρε για να πάει σε αυτήν. <<Όλα καλά;>> . Η Νταϊάνα γύρισε απότομα προς το μέρος του <<Ναι μια χαρά, το Λίαμ περιμένω.>> . Εκείνη τη στιγμή της ήρθε μήνυμα απο τον Λίαμ πως δεν θα μπορέσει να έρθει τελικά γιατί μάλλον αρρώστησε. Η Νταϊάνα του ευχήθηκε περαστικά και τον καληνύχτισε. <<Πολύ σκληρή δεν είσαι μαζί του;>> Eίπε ο Σαμ και γέλασε πονηρά. <<Βλέπεις τα μηνύματα μου;>> του έδωσε μια γερή στο μπράτσο, αυτός ξαναγέλασε..<<Το κλάμπ κάτω έχει ανοίξει λές;>> τον ρώτησε. <<Είναι 11 και μισή λογικά..Γιατί βαρέθηκες;>> <<Eσύ όχι;>> Η Νταϊάνα του χαμογέλασε πονηρά. Ο Τζός περίμενε ακόμα να πάρει το ποτό του, το restaurent είχε φουλάρει από παιδιά που έτρωγαν και έπιναν. Πήρε το ποτό του και έψαξε να βρεί την Έμμα, αλλά δεν κατάφερε να την εντοπίσει, είχε βαρεθεί, δεν ήξερε τους περισσότερους, κανένας απο το παλιό του σχολείο και δεν ήταν πολύ συνηθισμένος σε τέτοια χλιδή. Του άρεσε το γεγονός πως η Έμμα έκανε όλα αυτά γιά εκείνον, δεν είχε καταλάβει ακόμα πως το ήξερε βέβαια, θα την ρωτούσε μετά σίγουρα. Σε κάποια φάση μετά απο την άτυχη προσπάθεια να βρεί την Έμμα, βγήκε έξω να κάνει ένα τσιγάρο. Δεν κάπνιζε πια, πολύ σπάνια αν έβγαινε μπορεί να έκανε ένα. Βγήκε στο πεζοδρόμιο και έκανε ένα τσιγάρο. Πέρασε απέναντι το δρόμο και κοίταζε προς τη πόλη, πρέπει απο αυτό το μέρος να βλέπεις την ωραιότερη θέα της πόλης, σκέφτηκε. Όλα τα φώτα στο σκοτάδι έδειχναν τόσο όμορφα. Ήταν μία ήσυχη κρύα νύχτα του Δεκέμβρη. Τα χριστουγεννιάτικα φώτα ήταν παντού αναμένα και η πόλη έλαμπε.
<<Κάποιος το έσκασε από το ίδιο του το πάρτι.>> Άκουσε μία φωνή και γύρισε και είδε την Έμμα να έρχεται προς το μέρος του βάζωντας το παλτό της. <<Δεν σε είχα δεί ποτέ να καπνίζεις.>>
<<Το 'χω σταματήσει, πολύ σπάνια θα κάνω πια.>> Είπε και έσβησε το τσιγάρο.
<<Σου αρέσει; Περνάς καλά; Ξέρω η μουσική δεν είναι ότι καλύτερο, άλλη playlist είχα δώσει στο μαγαζί, αλλά φαίνεται πως δεν θα μπορούσαν να τη παίξουν, δεν είναι στο στυλ του μαγαζιού.>>
<<Όλα είναι τέλεια μην ανησυχείς.>> Είπε εκείνος που δεν ήθελε να τη στεναχωρήσει για τα τόσα που έκανε.
<<Γιατί είσα έξω όμως; Ξέρω δεν είναι και πολύ γνωστοί σου πάνω, δεν είπα σε κανέναν απο το παλιό σου σχολείο, αλλά κάλεσα τους κολλητούς σου απο τη μπάντα, δεν ξέρω γιατί δεν έχουν έρθει ακόμη..Μπορεί κάτι να τους έτυχε.>>
<<Έμ όλα είναι τέλεια ηρέμησε, βγήκα απλά γιατί ήθελα να κάνω ένα τσιγάρο..>> Της χαμογέλασε για να την καθησυχάσει. <<Να δες πόσο όμορφα είναι τα φώτα της πόλης.>> Είπε και γύρισε το βλέμμα του προς τα εκεί.
<<Πράγματι. Μαγικά.>> Είπε εκείνη και οι δύο τους κοιτούσαν προς το ίδιο σημείο.
Ο Τζος γύρισε το βλέμμα του προς την Έμμα η οποία είχε ήδη γυρίσει το κεφάλι της προς εκείνον. Η Έμμα πήρε το θάρρος που δεν έβρισκε ο Τζος τόσο καιρό και έκανε ένα βήμα μπροστά εκμηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ τους. Χωρίς να προλάβει να αντιδράσει ο Τζος, τα χείλη της Έμμας βρέθηκαν στα δικά του. Ο χρόνος πάγωσε για μια στιγμή και ο Τζος τραβήχτηκε προς τα πίσω, τα μεγάλα μάτια της Έμ άνοιξαν γλυκά και τον κοίταξαν, κάθε ενδοιασμός του Τζός έφυγε και έγειρε πάλι μπροστά να τη φιλήσει, αυτή τη φορά κανονικό φιλί. Η Έμμα δεν ένιωθε τα πόδια της, δεν ήξερε αν ήταν απο το κρύο ή απο το φιλί που ήταν το πιο ωραίο που είχε γευτεί. Η καρδιά της Έμ είχε σταματήσει ένιωθε πως αν δεν έπαιρνε ανάσα θα πέθαινε, ήταν η πρώτη που τραβήχτηκε και έσπασε το φιλί. Κοιτάχτηκαν στα μάτια σαν μαγεμένοι για λίγο μέχρι που ο Τζος έσπασε τη σιωπή <<πως ήξερες πως έχω γενέθλια?>> την ρώτησε, <<όταν κάποιος ενδιαφέρεται, μαθαίνει.>> του είπε εκείνη. Το χαμόγελο του Τζος έφτασε μέχρι τα αφτιά, κατέβασε το κεφάλι του και την φίλησε ξανά και ξανά.
Τη στιγμή διέκοψε το τηλέφωνο του Τζος, στην αρχή δεν έδωσε σημασία αλλά όταν είδε πως επέμεναν έκανε προς τα πίσω και έβγαλε το κινητό απο τη τσέπη του να δει ποιος είναι. Η Έμμα κοίταξε την ώρα και είδε πως σε 5 λεπτά είναι 12 και πρέπει να σβήσει τα κεράκια ο Τζος πριν περάσουν τα γενέθλιά του <<Τζός πάμε πάνω γρήγορα θα βγεί η τούρτα.>> είπε η Έμ και ξεκίνησε να προχωράει προς τα μέσα. Ο Τζος είδε πως ειναι ο Ζακ ο κολλητός του απο τη μπάντα στο τηλέφωνο και έκανε νόημα στην Έμ να ανέβει πάνω και θα 'ρθεί σε δύο λεπτά, να το σηκώσει πρώτα. Η Έμμα τον άκουσε, γιατί είχε ξεπαγιάσει κιόλας, δε μπορούσε να περιμένει λεπτό. <<Έλα Ζακ που είστε;>> σήκωσε το τηλέφωνο ο Τζος. <<Μας περιμένεις σε αυτό το σούσι τζούσι πως το λένε, restaurant-bar? Μας έστειλε η κοπέλα σου αλλά είπε να μη το πούμε σε κανέναν απο το σχολείο, φοβόταν τυχόν φασαρίες σε κιριλέ μαγαζί και της χαλάσει η μόστρα. Δεν είναι αυτά για εμάς Τζος, κανένας γνωστός μας δεν θα ήταν και ξέρεις με φλώρους κλπ δε κάνουμε παρέα.>> <<Η Έμμα δεν είναι η κοπέλα μου, και καλά κάνετε είναι βαρετά, τέτοια μουσική ουτε σε σχολικό χορό.>> <<Όταν ξεμπερδέψεις με τη δεξίωση έλα από εδώ.>> είπε και γέλασε ο Ζακ και έκανε τον Τζος να αναθεωρήσει τα πάντα, κάθε φόβο και ενδοιασμό που είχε να έρθει ξανα στην επιφάνεια. Δεν θύμωσε με την Έμμα πως μπορούσε άλλωστε να της θυμώσει μετά απο όσα έκανε για αυτόν; ΄Ηξερε πως ήθελε να τον ευχαριστήσει, σίγουρα θα έσκασε ενα σωρό χρήματα βλέπωντας το μαγαζί και τη περιοχή, και είναι φυσιολογικό μετά απο όσα της είχε πεί να φοβόταν για το παρελθόν του και να προσπαθεί να τον προστατέψει. Όπως και να το κάνουμε όμως αυτή ήταν η ζωή του Τζος μέχρι πριν λίγους μήνες, μπορεί να ξέκοψε απο τις κακές συνήθειες όμως δε ξεχνάει απο που ξεκίνησε και το τρόπο ζωής του. Η Έμμα είναι μεγαλωμένη σαν πριγκίπισσα, οι ζωές τους ειναι τόσο διαφορετικές, πάντα θα συγκρούονται οι δύο κόσμοι. Ο Τζος έπιασε τα χείλη του ένιωθε ακόμα πάνω τους το φιλί της Έμμα, κούνησε γρήγορα το κεφάλι του, είχε παγώσει απο το κρύο, <<Τι δυο κόσμοι και βλακείες σκέφτομαι μωρέ; Σε ποιά εποχή ζούμε; >> σκέφτηκε δυνατά και έτρεξε μέσα γιατί θυμήθηκε τη τούρτα.
Όταν ανέβηκε πάνω η τούρτα ήδη είχε βγεί, κοίταξε γύρω του να βρεί την Έμμα, ξαφνικά το happy birthday ξεκίνησε, οι περισσότεροι άγνωστοι του δεν έδιναν σημασία και συνέχιζαν το πότο τους, ένιωθε ξένος στο ίδιο του το πάρτι. Ξαφνικά είδε την Έμμα να του χαμογελάει και να κρατάει μια σαμπάνια στο χέρι της έτοιμη να την ανοίξει με το που έσβηνε τα κεράκια. Ένιωσε τυχερός πού είχε ένα κορίτσι σαν την Έμμα, αλλά δεν ήξερε αν θα μπορούσε να της τα ανταποδώσει όλα αυτά ποτέ,δεν ήξερε αν μπορούσε να την κάνει όσο ευτυχισμένη της άξιζε να είναι...

Εν το μεταξύ στο κλαμπ η Νταϊάνα και ο Σαμ ήταν στον δικό τους κόσμο, έπιναν και χόρευαν σαν τρελοί. Η Νταϊάνα έβγαλε τα παπούτσια της γιά να είναι πιό άνετη. Το μόνο σίγουρο ήταν πως στο κλαμπ είχε καλύτερη μουσική και κέφι απο το πάρτι πάνω. Η Νταϊάνα τραγουδούσε κάθε τραγούδι που έβαζε ο Dj δυνατά και ο Σαμ γελούσε καθώς μπέρδευε τους στίχους. Ο Σαμ άντεχε περισσότερο το ποτό, η Νταϊάνα είχε βγεί όφ απο τα πρώτα σφηνάκια, αλλά δε το έβαζε κάτω <<Άλλη μια γύρα!>> φώναξε στο μπάρμαν. <<Δε φοβάσαι πως θα γυρίσεις σπίτι;>> ρώτησε ο Σαμ ο οποίος είχε αρχίσει να χάνει και αυτός τον έλεγχο και ήθελε να σταματήσει καθώς οδηγούσε. <<Σαμ πρέπει να ρισκάρεις και να μη φοβάσαι.. Δες εμένα που φοβάμαι, κατέληξα να χορεύω σε ένα κλαμπ σα τρελή.>> Είπε η Νταϊάνα και σκέφτηκε τον φόβο που έχει στο να ανοιχτεί σε μία σχέση και να εμπιστευτεί τον Λίαμ. Ο μπάρμαν ακούμπησε τα σφηνάκια μπροστά τους και η Νταϊάνα τα σήκωσε <<Στον πιο βλάκα φίλο πού είχα ποτέ.>> Του είπε και πέρασε το χέρι της στον ώμο του να κρατήσει ισορροπία, <<στην πιό τρελή φίλη πού είχα ποτέ.>> Είπε εκείνος και κατέβασαν και οι δύο μονομιάς το σφηνάκι. Ο Σαμ ξέχασε το αυτοκίνητο οι λέξεις ρίσκο και φόβος γύριζαν γύρω από τη Νταϊάνα που είχε ακόμα περασμένο το χέρι της στον ώμο του, με μια απότομη κίνηση την τράβηξε κοντά του, τόσο κοντά του πού μπορούσε να μυρίσει το αλκοόλ, οι ματιές τους συναντήθηκαν.


P.S. Στη φωτογραφία είναι ο Φρανκ και η Λόρελ όταν πρωτογνωρίστηκαν και μέχρι να τελειώσουν το σχολείο το 2014.









Continue Reading

You'll Also Like

302K 30.3K 65
Εκείνη θα τον ερωτευτεί παράφορα. Εκείνος δεν επιτρέπεται να την αγγίξει. Μια ιστορία στην οποία όλοι θα διαπράξουν μια ύβρις στο όνομα της αγάπης.
563K 27.1K 69
Τι γίνεται όταν η γονείς σου, σου ετοιμάζουν έναν γάμο, πίσω από την πλάτη σου? Τι γίνεται όταν φτάνεις στα σκαλιά της εκκλησιάς και δεν έχεις δει ού...
1.1M 79.4K 70
Η Άννα πρέπει οπωσδήποτε να φύγει από την Αθήνα και να βρει μια δουλειά χωρίς να μάθει ο πρώην της τίποτα. Η κολλητή της φίλη, η Ελπίδα, της βρίσκει...
60.6K 2.9K 57
Τι θα γίνει όταν η μικρή άβγαλτη απουσιολόγος αναγκαστεί να κάνει μια συμφωνία με το πιο διάσημο παιδί του σχολείου?