Κεφάλαιο 11

37 4 0
                                    

                  

Η πρώτη εβδομάδα πέρασε γρήγορα, το σχολείο άρχισε να γίνεται ξανά ρουτίνα. Η Νταϊάνα περνούσε πιό πολύ χρόνο με τον Λίαμ, είχε μάθει πολλά για εκείνον και έδειχνε να της αρέσει πολύ αλλά το αρνούνταν. Έβγαιναν όλοι μαζί, περνούσαν καλά και τα παιδιά έδειχναν να τον συμπαθούν, δεν είχε γίνει μέλος της παρέας τους φυσικά μιας και πρέπει να περάσει καιρός για να συμβεί αυτό αλλά κάθε μέρα σχεδόν μετά το σχολείο πήγαιναν για καφέ ή στην παραλία. Ο καιρός ήταν ακόμα καλοκαιρινός πράγμα που τους επέτρεπε να βγαίνουν κάθε μέρα.
Δευτέρα πρωί και η Νταϊάνα πάλευε να σηκωθεί από το κρεβάτι.
<<Γλυκιά μου σήκω, θα αρχίσεις.>> Είπε η μαμά της όταν μπήκε στο δωμάτιο.
<<Νυστάζω ρε μαμά, άσε με δεν θέλω να πάω.>> Φώναξε η Νταϊάνα και έκρυψε το κεφάλι της κάτω από το μαξιλάρι.
<<Την προηγούμενη εβδομάδα ξυπνούσες πιο εύκολα. Τι έγινε σου έφυγε ο ενθουσιασμός για το σχολείο;>> Η Νταϊάνα πετάχτηκε από το κρεβάτι στην σκέψη του Λίαμ.
<<Ξέρεις κάτι μαμά; Έχεις δίκιο είναι υπέροχη μέρα και είναι κρίμα να μείνω εδώ και να κοιμάμαι. Όποτε πήγαινε κάτω να μου φτιάξεις πρωινό και έρχομαι μόλις ντυθώ.>>
Η μαμά της άρχισε να γελάει και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να της πεί τίποτα. Ήξερε πως κάτι γινόταν με την Νταϊάνα αλλά της είχε εμπιστοσύνη, πάντα ήξερε τι έκανε.
Η Νταϊάνα έκανε έκανε μπάνιο και άρχισε να ψάχνει τι να φορέσει, κατέληξε σε ένα κολλητό φόρεμα και πέδιλα. Άφησε τα μαλλιά της κάτω και τα ίσιωσε λίγο, ίσα ίσα για δείχνουν πιό περιποιημένα. Έκανε ένα ελαφρύ μακιγιάζ και κατέβηκε να φάει το πρωινό που της ετοίμαζε η μαμά της.
<<Καλημέρα Τζεν. Τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνια. Δεν έχεις αρχίσει ακόμα την σχολή σου.>>
<<Καλημέρα. Ναι το ξέρω αλλά έχω κάτι δουλειές και πρέπει να γίνουν νωρίς γιατί θα πάμε στο εξοχικό του Νταν με τους γονείς τους το απόγευμα. Θα μείνουμε λίγες μέρες. Θες να έρθεις μαζί μας; Ευκαιρία να χάσεις σχολείο.>> Είπε η Τζεν και της έκλεισε το μάτι.
<<Καλή ιδέα Νταϊάνα, να πας. Άλλωστε αρχή είναι ακόμα.>> Είπε η μαμά της ενώ της γέμιζε μία κούπα καφέ.
<<Τι λέτε; Είναι η τελευταία μου χρονιά. Δεν γίνεται να χάνω μαθήματα.>> Είπε ενοχλημένη.
<<Καλά όπως νομίζεις, η πρόταση ισχύει πάντως.>> Είπε η Τζεν και έφυγε.
<<Λοιπόν μαμά φεύγω γιατί θα αργήσω.>> Άρπαξε την τσάντα της και πήγε προς την πόρτα.
<<Νταϊάνα! Μου είπες να σου κάνω πρωινό και ήπιες μόνο λίγο καφέ.>>
<<Δεν προλαβαίνω, τα λέμε το βράδυ. Γειά>> Φώναξε εκείνη απ'έξω.

ΣιωπήKde žijí příběhy. Začni objevovat