Αλεκατρίδες "Το Αμέντι"

By 183798

16.8K 2.1K 2K

Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς. More

1.
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
27
28
29
30
31

26

562 73 71
By 183798



Έπαιζε με το στυλό που κράταγε ανάμεσα στα δάχτυλα της αφηρημένη. Ο καιρός ήταν για βόλτα και όχι για να κάθεσαι σε ένα ιατρείο, σκέφτηκε σκυθρωπή η Δανάη κοιτώντας από το παράθυρο την ηλιόλουστη μέρα που επικρατούσε έξω. Είχε έρθει για τα καλά η άνοιξη παρατήρησε κοιτώντας τα νέα κλαδιά μιας αμυγδαλιάς απέναντι να έχουν πρασινίσει αρκετά με το νέο φύλλωμα καταπράσινο να την περιβάλουν και χαμογέλασε. Ίσως με την έλευση ομορφότερων ημερών , πιο ηλιόλουστων ,να καλυτέρευε και η δική της ψυχολογία κατέληξε και συνέχισε να χαζεύει δίχως καμία όρεξη να γυρίσει στη δουλειά της. Στο ιατρείο σταδιακά λιγόστευαν τα περιστατικά ιώσεων και κρυολογήματος και στη φυλακή είχε καταφέρει και είχε αρχειοθετήσει ηλεκτρονικά τους φακέλους των τροφίμων με αποτέλεσμα η δουλειά να βγαίνει πιο εύκολα πλέον με την ελπίδα σύντομα να προκυρύξουν  νέα θέση εργασίας μιας και η ίδια ένοιωθε ότι όποτε επισκεπτόταν το ίδρυμα μόνο κακό έκανε στην επιβαρυμένη ψυχολογία της καθώς  έπαιζαν κάθε φορά οι αναμνήσεις με τον Βίκτωρ στο μυαλό της τρελαίνοντας το σφυγμό της και την ψυχολογία της.

Το επαναλαμβανόμενο χτύπημα ενός σφυριού τέντωσε τα νεύρα της και την έκανε να βογκήξει από ενόχληση μιας κι ότι είχε καταφέρει να φτιάξει με κόπο είχε διαλυθεί με το ενοχλητικό του ήχο. Όχι πάλι σήμερα, γκρίνιαξε χαμηλόφωνα και σηκώθηκε πάνω από την καρέκλα της βγαίνοντας έξω για να δει τον πατέρα της και τον Λούκας να καρφώνουν κάτι  προσπαθώντας να επιδιορθώσουν το παράθυρο της κυράς Δέσποινας της γειτόνισσας της  που είχε ξεκολλήσει από τον χθεσινό  αέρα και κρεμόταν. Όπως έκαναν και εχτές το απόγευμα με το διπλανό του παράθυρο. Τον Λούκας να καρφώνει πιο συγκεκριμένα με τον πατέρα της να τον καθοδηγεί δίνοντας του οδηγίες.

Χαιρέτησε με ένα νεύμα μαγκωμένο ένα περαστικό που την καλημέρισε δυνατά για να επικεντρωθεί ξανά στο νέο παράξενο ζευγάρι των μαστόρων που πλέον δεν προξενούσαν κανένα παραξενευμένο βλέμμα μιας και σχεδόν όλοι τους είχαν συνηθίσει να είναι μαζί το τελευταίο διάστημα. 

Ο Φίλλιπος και ο Ναθαναήλ ή αλλιώς ο τέντζερης και το καπάκι του όπως χαριτωμένα τους αποκαλούσε η μητέρα της μιας και ο πατέρας της είχε κυριολεκτικά από την μέρα που τον είχε φέρει στο χωριό τους ,υιοθετήσει τον Λούκας. Τον περιέλαβε κάτω από τις φτερούγες του σαν αληθινό του παιδί και έκτοτε ο Λούκας σαν κλωσόπουλο τον ακολουθούσε παντού με την Δανάη κάποιες φορές να κοιτάζει την πλάτη του πατέρα της για τυχόν σημάδια από φτερά αγγέλλου.

Η Δανάη δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνη την ημέρα που είχαν φτάσει ξημερώματα σχεδόν στο κρητικό έδαφος και ο πατέρας της είχε αντικρίσει πρώτη φορά τον Λούκας. Δίχως ερωτήσεις τον είχε επιβιβάσει στο αυτοκίνητο και μέχρι να φτάσουν στο χωριό είχε λάβει τις όποιες διευκρινήσεις ζητούσε. Καμία σχέση με τον Σωτήρη που είχε συνοδεύσει τον πατέρα της και σε όλη την διαδρομή γρύλιζε και έτριζε τα δόντια του.  Έπειτα με πρωτοβουλία της μητέρας τους τον είχε μεταφέρει στο αγρόκτημα όπου κάποτε ο παππούς της Δανάης διατηρούσε την στάνη. Ένα παλιό ρημαγμένο καλύβι για μια καραβοτσακισμένη ψυχή είχε πει μονάχα και είχε κλειδώσει μέσα τον Λούκας εκείνο το βράδυ. Μια απεξάρτηση μαραθώνιο, ένας ατέρμονος αγώνας ενάντια στους προσωπικούς του δαίμονες. Και ο Μανώλης εκεί. Πότε έξω από την πόρτα για να διαφυλάξει την σωματική του ακεραιότητα και αρκετές φορές μέσα  να κρατάει στην αγκαλιά του μια ψυχή που αιμορραγούσε.

Μια πορεία προς το τερματισμό όπου σταμάτησε να δηλητηριάζει το κορμί του και έμενε να καθαρίσει το μυαλό του. Να γίνει ρήξη ολοκληρωτική με την ουσία. Ο εγκλεισμός του στο κέντρο και η απεξάρτηση. Και μετά ένας Μανώλης που προσπάθησε να καλύψει τα συναισθηματικά κενά που είχαν οδηγήσει τον Λούκας από την αρχή στα σκατά ώστε να του δώσει μία βάση να πατήσει γερά τα πόδια του. Να μην κλυδωνίζεται. Τι καλύτερο από την προσωπική εργασία και το μόχθο έλεγε και κάθε πρωί έπαιρνε από την καλύβα τον Λούκας και τον σεργιάναγε στις οικοδομές, στα μερεμέτια που έβρισκε και τις αγγαρείες και το βράδυ τον γύρναγε πίσω στην καλύβα. Μια διαδικασία που έγινε ρουτίνα, ο Λούκας την αγκάλιασε και με τον πατέρα της να έχει σταματήσει από καιρό τις εργασίες , τώρα με την βοήθεια του Λούκας να έχει ξαναρχίσει δειλά να αναλαμβάνει μικρά μαστορέματα. Όχι για εκείνον. Για τον Λούκας. Να τον κάνει να νοιώσει χρήσιμος, ωφέλιμος και να μπλοκάρει το νου του.

Τα βράδια όμως, που οι δαίμονες του μυαλού ξύπναγαν, και γι αυτό  ο Μανώλης του είχε  βρει λύση και του είχε προμηθεύσει οικοδομικά  υλικά: τσιμέντο, ασβέστη, άμμο, παλάμη, μυστρί. Και οτιδήποτε θα χρειαζόταν για να κάτσει ο Λούκας μες στη μαύρη νύχτα και να μαστορεύει τη στάνη που είχε γίνει το σπίτι του και συγκριτικά με το βαθμό που είχε επιδιορθωθεί, πρέπει να ήταν αρκετές οι νύχτες που ξαγρυπνούσε. Αλλά πάντα εκεί το πρωί λερωμένος, σκονισμένος και άυπνος έμπαινε στο φορτηγάκι του Μανώλη χαρούμενος .

«Δανάη σε πειράζει να μετακινήσω αυτές τις γλάστρες; Φοβάμαι ότι θα σου τις λερώσω με λάσπη».

Η Δανάη κοίταξε το Λούκας εναλλάξ με τα λουλούδια της όσο ο πατέρας της κατηφόριζε προς το φούρνο κεφάτος. Οι βολβοί της είχαν βγει και υάκινθοι σε διάφορα χρώματα στόλιζαν τις γλάστρες γύρω από το ιατρείο της.

«Ναι φυσικά μετακίνησε τις όπου σε βολεύει" είπε αποφεύγοντας το βλέμμα του όπως έκανε συνήθως θέλοντας να προστατευτεί από το τόσο οικείο βλέμμα  " Λούκας...κατά πόσο είναι εύκολο να μου φτιάξεις ένα παρτέρι περιμετρικά του ιατρείου κάποια στιγμή, λες; Τα λουλούδια θα αναπτυχθούν καλύτερα και γρηγορότερα σε ένα παρτέρι παρά στις γλάστρες που τα έχω...Υλικά έχουμε μπόλικα εδώ δίπλα ,μιας και δεν βλέπω ποτέ να φτιάχνετε το δεύτερο δωμάτιο του ιατρείου» παρατήρησε η Δανάη κοιτώντας με προσμονή τον Λούκας.

«Ότι θες Δανάη .Σου χαλάω εγώ χατίρι;» ρώτησε  και η κοπέλα χαμογέλασε στραβά. Καταλάβαινε την ανάγκη του να ανήκει κάπου, της το είχαν εξηγήσει και οι υπεύθυνοι του προγράμματος απεξάρτησης που είχε πάρει μέρος ο Λούκας,  ότι αυτό ήταν εξαρχής το πρόβλημα του και είχε μπερδευτεί και κατρακυλήσει. Τώρα είχε βρει μια οικογένεια, ένα πατέρα που τον συμβούλευε και πάνω απ όλα έπαιρνε αγάπη και φροντίδα. Η Καλλιόπη τον είχε σαν παιδί της, να του μιλάει, να του μαγειρεύει να τον κακομαθαίνει και αυτόν με την σειρά του, ο πατέρας της δεν τον ξεχώριζε από πραγματικό του γιο, η Ροδάνθη είχε συγκινηθεί με το δράμα του και είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις μαζί του όπως και ο Άκης , με τον Σωτήρη ακόμα να κρατάει μια διστακτική στάση απέναντι του όπως και η υπόλοιπη κοινότητα. Δεν τους αδικούσε, με το καιρό θα διορθωνόταν και αυτό και θα τον δεχόντουσαν .

 Η κοπέλα προχώρησε προς το μέρος του και φτάνοντας τον, έπιασε το χέρι του όπου το κοίταξε προσεχτικά. Εχτές μόλις ο Λούκας είχε σκίσει το χέρι του σε μια πρόκα και η Δανάη του είχε κάνει εκτός από ράμματα και ένα αντιτετανικό ορό. Ήταν η πρώτη φορά που η Δανάη είχε τρομάξει και μόνο στη σκέψη να κάνει ένεση σε κάποιον μιας και ότι ήταν με σύριγγα θα προτιμούσε να μην συμπεριλαμβανόταν στη θεραπεία του Λούκας αλλά ήταν αδύνατο στη δεδομένη στιγμή. Τον είχε ρωτήσει αν ήθελε να καλέσει τον πατέρα να είναι παρόν αλλά εκείνος είχε αρνηθεί και απλά είχε κλείσει τα μάτια του σε όλη τη χρονική διάρκεια της διαδικασίας. Ο δικός του τρόπος προφύλαξης.

«Σε ενοχλεί καθόλου;» ρώτησε για να πάρει ένα αρνητικό γνέψιμο του κεφαλιού του που την καθησύχασε, «Πείνασα».

«Μόνιμα πεινάς εσύ» ,σχολίασε ο Λούκας γελώντας για να εισπράξει μια αγκωνιά στα πλευρά του από την κοπέλα. "Ο πατέρας σου πήγε στο φούρνο. Του μύρισε το φρέσκο ψωμί είπε.  Θες να πεταχτώ να σου πάρω κάτι; Καμιά τυρόπιτα ίσως;» ρώτησε και η Δανάη έβαλε τα χέρια της στη μέση και τον κοίταξε αυστηρά.

«Θες να ενημερώσω την κυρά Καλλιόπη το μεσημέρι που θα πάμε για φαγητό ότι προτίμησα μια αγοραστή τυρόπιτα από τα τόσα φαγητά που με έχει φορτώσει; Και ότι ήταν δική σου ιδέα;» ρώτησε μελιστάλαχτα για να δει το πρόσωπο του Λούκας να πανιάζει και αμέσως να σηκώνει τα χέρια ψηλά σε στάση παραίτησης. «Και γω αυτό πιστεύω φιλαράκι. Έλα λοιπόν μέσα να με βοηθήσεις να φάμε κάτι από όλα αυτά.» πρότεινε και ο Λούκας αφού σκούπισε τα χέρια του στο παντελόνι του και τίναξε τα παπούτσια του από τις σκόνες χτυπώντας τα δυνατά κάτω ,την ακολούθησε.

«Τι μυρίζει τόσο ωραία;» αναρωτήθηκε ενώ καθόταν στη καρέκλα μπροστά στο ιατρείο.

«Λίγο από όλα υποθέτω. Χορτοπιτάκια τηγανητά με χόρτα άγρια. Πήγε χτες μέχρι το σπίτι της  Ροδάνθης και μάζεψε στο δρόμο κάμποσα χορταρικά. Τα τελευταία όπως είπε μιας και από δω και πέρα δεν θα έχει νερά και με την ζέστη θα μεστώσουν και δεν θα τρώγονται. Και έφερε ο μπαμπάς  λες και ήταν βαλτός εκείνη την ώρα, δύο μυζήθρες φρεσκότατες και πριν τελειώσει το τηγάνισμα με τα χορτοπιτάκια , πήρε λίγη ζύμη από την ίδια και σκάρωσε μερικές μυζηθρόπιτες!»

"Τώρα καταλαβαίνω από που πήρε το χάρισμα η Άρια" σχολίασε ο Λούκας απλώνοντας το χέρι του και ξεκινώντας να κολατσίζει.

"Δεν θα ήταν κρίμα καμία κόρη της να μην της μοιάσει; Και η Άρια μας όχι μόνο  της έμοιασε αλλά την ξεπέρασε κιόλας. Έμαθες για το διαγωνισμό στην Ιταλία χτες που πήρε μέρος και βγήκε δεύτερη;" ρώτησε και ο Λούκας έγνεψε καταφατικά καθότι μπουκωμένος μιας και σε ελάχιστο χρόνο το γραφείο της Δανάης είχε μετατραπεί σε τραπέζι ταβέρνας με τα εδέσματα να σκορπάνε τις ευωδίες τους ολόγυρα.

"Δεν θα μπορούσα να μην έχω μάθει με τον πατέρα σου όπου σταθεί  και όπου βρεθεί να παινεύεται για την κόρη του από το πρωί "είπε αφού κατάπιε και συνέχισε "Λούκα ξύπνησες; Έτοιμος;  Έλα γρήγορα γιατί έχω να σου πω για την Άρια μας!  Κυρ Θόδωρα το λάστιχο σου τρύπησε; Και βέβαια θα στο φτιάξω, για την Άρια μου τ άκουσες βέβαια έτσι; Κυρία Δέσποινα τι έπαθες και φωνάζεις πρωινιάτικα; Η κεραία σου λύγισε με τον αέρα; Μην κάνεις έτσι και  θα ανέβω σε λίγο να την δω, εσύ άκουσες για την μικρή μου θυγατέρα;" είπε προσπαθώντας να μιμηθεί το πατέρα της και γέλασε παρασέρνοντας την Δανάη.

"Φαντάζομαι ότι ήταν πρόφαση ότι του μύρισε το ψωμί στο φούρνο. Για την Άρια πάει να πει να δεχτεί συγχαρητήρια" πρόσθεσε η Δανάη και γέλασε όσο ο Λούκας  μούγκριζε ευτυχισμένος καθώς έχωνε ταυτόχρονα δύο χορτοπιτάκια στο στόμα του με την κοπέλα να σταματά να γελάει ξεκινώντας  να δείχνει δυσαρεστημένη.

«Τι έ..παθες;» ρώτησε με δυσκολία ο Λούκας καθότι μπουκωμένος.

«Δεν ξέρω. Σαν να με ενοχλεί ξαφνικά το στομάχι μου... η μυρωδιά...» απάντησε με έντονη την αποστροφή στο πρόσωπο της η Δανάη και ο Λούκας έσπευσε να κλείσει με τα καπάκια τα μπολ.

«Καμία ίωση...»μουρμούρισε ανήσυχος για να δει την Δανάη να βολεύει πίσω το σώμα της στη καρέκλα και να ξεφυσάει αργά «Ίσως είναι από το ξενύχτι...Πάλι τον σκεφτόσουν;» ρώτησε για να εισπράξει το κεραυνοβολημένο βλέμμα της Δανάης, «Οι μαύροι κύκλοι της αυπνίας κοντεύουν να φτάσουν στη μύτη σου» πρόσθεσε ο Λούκας 

Η κοπέλα δεν απάντησε, με δυσκολία σήκωσε το δάχτυλο της και έδειξε τα φαγητά «Εξαφάνισε τα.»

«Πολύ ευχαρίστως να τα εξαφανίσω στο στομάχι μου.»

«Τι έχουμε εδώ;»

Και οι δύο τους γύρισαν το κεφάλι τους προς την εξώπορτα του ιατρείου όπου στεκόταν ο Μανώλης με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη και προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Δανάης με μια τσάντα ακόμα στο ένα χέρι. «Τι; » αναρωτήθηκε αθώα  και δρασκέλισε το κατώφλι εισπράττοντας ένα γρύλισμά από την κόρη του προς απάντηση.

«Η Δανάη σαν να κόλλησε κάτι και ανακατεύεται » σχολίασε ο Λούκας και πήρε στα χέρια του την τσάντα, «Τι μας πήρες κυρ Μανώλη;» αναρωτήθηκε φέρνοντας την τσάντα στο ύψος της μύτης του.

«Ψωμί πήγα να πάρω και με κέρασαν λουκουμάδες και  καφέδες για τα συχαρίκια για την Άρια μας. Μοσχομυρίζουν! »

Η Δανάη δεν άντεξε περισσότερο και πέρασε αστραπή δίπλα από τους δύο άντρες για να αδειάσει το στομάχι της στο μικρό νιπτήρα που είχε το ιατρείο. «Έξω...έξω και οι δύο σας» γρύλισε κρατώντας με δύναμη τον νιπτήρα  και τόσο ο πατέρας της όσο και ο Λούκας πέρασαν έξω ακολουθώντας την διαταγή της . Ο Λούκας προνόησε  να πάρει και τις σακούλες μαζί του όπου έστησε ένα αυτοσχέδιο πικνίκ πάνω σε ένα μαδέρι με τον Μανώλη να κάθεται δίπλα του και να ανοίγει την τσάντα βγάζοντας το κουτί με το μυρωδάτο έδεσμα. Ακριβώς από πάνω βρίσκονταν το παράθυρο του ιατρείου ανοικτό.

«Τι έπαθε τώρα ξαφνικά αυτό το καημένο και έκανε εμετό; Και χτες σαν να μου φάνηκε ότι δεν έφαγε καλά το μεσημέρι αλλά τσίμπαγε ανόρεχτα»

Ο Λούκας μπουκωμένος ανασήκωσε τους ώμους δίχως να ξέρει τι να του απαντήσει μιας και ο ίδιος είχε πέσει με τα μούτρα στο φαγητό και δεν είχε παρατηρήσει τίποτα.

«Πόσος καιρός πάει τώρα που της έχει κοπεί η όρεξη; Από όταν γυρίσατε σταμάτησε να τρώει, δεν την βλέπω πως έχει γίνει έτσι, σαν αδύναμο ποντικάκι; " παρατήρησε ξεφυσώντας από τον καημό του "Τώρα θα αρχίσει και τους εμετούς; Την έχει αρρωστήσει αυτή η κατάσταση. Θα μου πάθει κάτι το παιδί φοβάμαι"  επέμεινε ο Μανώλης κατηφής με τον Λούκα να του χαρίζει μια φευγαλέα ματιά ανάμεσα στην επόμενη μπουκιά του. Δεν την είχε ζήσει στα καλά της την Δανάη αλλά δεν χρειαζόταν να είναι μάντης κανείς για να δει πόσο υπέφερε το κορίτσι για χάρη του αδερφού του. Όσες φορές όμως είχε επιχειρήσει να της ανοίξει συζήτηση προσέκρουε σε τοίχο. 

«Όλα αυτά τα θέματα  χρειάζονται  το χρόνο τους...»είπε σιγανά ανοίγοντας το θερμό με το καφέ που περιείχε η σακούλα με τους ζεστούς ακόμα λουκουμάδες.

«Ναι, δεν αντιλέγω και εμείς ερωτευτήκαμε ξέρεις και σε εμάς κόπηκε η όρεξη και ο ύπνος αλλά έχει περάσει κοντά ένας μήνας παιδάκι μου! Ήταν που ήταν σαν ποντίκι τούτη, εδά  έχει γίνει σαν στραγγισμένη ακρίδα .Μη γελάς βρε χαϊβάνι» τον έκοψε με αγριωπό ύφος ο Μανόλης αλλά ο Λουκάς δεν πτοήθηκε καθόλου και συνέχισε να γελάει "Έτσι μου έρχεται μερικές φορές που την βλέπω έτσι να μπω στο καράβι και να πάω να βρω τον αδερφό σου και να του δείξω εγώ πόσα απίδια βάζει ο σάκος" 

"Δεν μπορώ να σας φανταστώ να σπάτε κανένα στο ξύλο κυρ Μανώλη» σχολίασε μέσα από το γέλιο του ο Λούκας 

«Μωρέ θα με δεις σου λέω...δεν θα γλιτώσει από τα χέρια μου. Είτε από μένα θα τις φάει είτε από τον Σωτήρη που τον κρατάω με νύχια και με δόντια να μην πάει να τον βρει. Τι πράγματα είναι αυτά μου λες; Άφησε την κόρη μου να ψήνεται με την έννοια του αλλά παράτησε και το ίδιο του το αίμα; » σχολίασε εκνευρισμένος και συνέχισε στο ίδιο ύφος «Καλά δεν νοιάζεται τι έχετε απογίνει τόσο καιρό ; Καρφάκι δεν του καίγεται ούτε για την κόρη μου ούτε για σένα; Ειδικά για σένα που σε άφησε άρρωστο στα χέρια μιας γυναίκας; Μωρέ θα  φάει τόσες που θα βάλει και στις τσέπες! » αναφώνησε  ο Μανώλης την στιγμή που η Δανάη χλωμή και ταλαιπωρημένη ξεπρόβαλε από το παράθυρο και σταμάτησε κάθε κουβέντα.

«Ήθελα να ξερα που το βάζεις τόσο φαγητό " είπε κοιτώντας τον Λούκας που συνέχιζε να τρώει ατάραχος "Τετράπαχος έπρεπε να είχες γίνει με τόσα που σε ταΐζουν λες και σε έχουν για σφαγή, ενώ εγώ μια μπουκιά τρώω και πάει όλη και γίνεται λίπος...όπως όλες οι γυναίκες αλλά ας μην το συζητήσουμε περαιτέρω μιας και  αυτή συγκαταλέγεται στις πάμπολλες αδικίες κατά των γυναικών » σχολίασε παρατηρώντας τα μπολ που είχαν αδειάσει και μετά προσέχοντας το ύφος του πατέρας της πρόσθεσε «Πάλι γκρινιάζεις του Λουκά για τον αδερφό του;» και μετά εκνευρισμένη με το ένοχο βλέμμα του που έστρεψε στη γη συνέχισε " Δεν τον έχουμε καμία ανάγκη τον βλάκα , τον πανίβλακα!  Ούτε εγώ ούτε ο Λούκας! » φώναξε έξαλλη και κοπάνησε τα τζάμια του παράθυρου τόσο  δυνατά ,κάνοντας το τοίχο να δονηθεί.

«Μας βλέπω να φτιάχνουμε και αυτό το παράθυρο μετά της κυρά Δέσποινας" μουρμούρισε ο κυρ Μανώλης  "Κοίτα πόσο τον αγαπάει...της κόπηκε το φαγητό...ο ύπνος...το χαμόγελο...μες τα νεύρα είναι αν τυχόν και μιλήσουμε αλλά κοίταξε εδώ γινάτι που το έχει αυτό το θηλυκό! Αν μουλαρώσει τέλος! Μουλάρωσε! " είπε αγανακτισμένος ο ηλικιωμένος προσπαθώντας να μην υψώσει την φωνή του κοιτώντας φοβισμένος προς το παράθυρο "Μίλα της και εσύ μωρέ. Εσένα θα σε ακούσει. Νέος είσαι ξέρεις να μιλάς την ίδια γλώσσα με εκείνη.  Άντε. Ανεβαίνω να δω την κεραία και εσύ πήγαινε μίλα της. Τώρα που είναι θυμωμένη θα πει αλήθειες. Έτσι κάνουν οι γυναίκες μόνο πήγαινε!» του πρότεινε και ευθύς σηκώθηκε πάνω και απομακρύνθηκε.

Ο Λούκας όπως έκανε πάντα σηκώθηκε και ακολούθησε κατά γράμμα αυτό που του είχε πει ο μέντορας του αν και δεν ήθελε να ανακατευτεί αλλά είχε ορκιστεί ότι θα βοηθούσε αυτή την οικογένεια που είχε βρει με κάθε κόστος. Μπήκε στο ιατρείο με ήρεμες κινήσεις και κάθισε απαλά στη καρέκλα απέναντι από το γραφείο της Δανάης κοιτώντας την προσεχτικά. Είχε όμορφα, κοριτσίστικά ακόμα χαρακτηριστικά με μια αθωότητα που έκανε τα μάτια της και το πρόσωπο της να λάμπει. Κρίμα που ο αδερφός του ήταν τόσο ηλίθιος και την είχε απορρίψει γιατί αν ήταν αυτός δεν θα την είχε αφήσει ούτε λεπτό μακριά του. Προσέχοντας την καλύτερα αναγνώρισε την κακουχία στο πρόσωπο της σημάδι ότι ακόμα, παρά τον εμετό, ανακατευόταν.   

"Υπάρχει κάτι να κάνω για να νοιώσεις καλύτερα;" ρώτησε απαλά και την είδε να βουρκώνει "Δεν είσαι καλά τις τελευταίες μέρες, ο μπαμπάς σου δεν έχει άδικο Δανάη " συνέχισε με την Δανάη να γνέφει και να σκουπίζει τα μάτια της βιαστικά "Δεν τρως πόσο καιρό τώρα και έχεις αδυνατίσει, τώρα πλέον αν φας  σου πέφτει βαρύ και το κάνεις εμετό, θυμώνεις και κλαις με το παραμικρό. Ανησυχούμε και περισσότερο οι γονείς σου. Θα ήθελες να το συζητήσουμε; "

"Δεν υπάρχει τίποτα να συζητήσουμε Λούκας"" τον αποπήρε αποφασιστικά η Δανάη  με τον Λούκας να χαμογελάει στραβά

"Εγώ θα έλεγα ότι έχουμε πολλά αλλά ας ξεκινήσουμε από το βασικό" είπε και ξεφύσησε " Ξέρω ότι σε καλεί στο τηλέφωνο τα βράδια και εσύ δεν έχεις δεχθεί ούτε μια του κλήση"

"Που το ξέρεις αυτό εσύ;" τον αποπήρε η κοπέλα  

"Μου το είπε η Χρύσα "

"Και που το ξέρει αυτή; Ποιος της το είπε;" συνέχισε στον ίδιο τόνο η Δανάη

"Εσύ της το έχεις πει"  της απάντησε κοφτά  και όσο η Δανάη προσπαθούσε να σκεφτεί αν όντως έτσι είχε συμβεί ο Λούκας συνέχισε δίχως να της αφήνει περιθώριο σκέψης " Δεν βλέπεις ότι καταστρέφεσαι; Άφησε τον να σου μιλήσει έστω μια φορά να μάθεις τι θέλει να σου πει! Ακόμα και στον χειρότερο εγκληματία δίνουν το δικαίωμα της απολογίας! " της φώναξε με την Δανάη να βουρκώνει ξανά "Μην βάλεις τα κλάματα πάλι! Εγώ δε είχα ούτε μάνα ούτε αδερφή ούτε κανά δεσμό της προκοπής για να εχω μάθει να φέρομαι σε γυναίκες.  Κοίτα να δεις τι θα κάνεις με τα νεύρα σου που τα βάζεις με όποιος σου μιλήσει, ξεκίνα να τρως που έχεις γίνει σαν τις  αποξηραμένες μούμιες που έχουν στο μουσείο στην Αίγυπτο και πιάσε το γαμημένο το τηλέφωνο όταν σε καλεί να δεις τι θέλει!" της φώναξε αγανακτισμένος με την Δανάη να ξεσπάει σε κλάματα  

"Να...αυτά δεν ήθελα... "μουρμούρισε και σηκώθηκε πλησιάζοντας την για να γαντζωθεί η Δανάη από πάνω του και να ξεσπάσει στην αγκαλιά του με αυτόν , εντελώς αμήχανος να την κρατάει άγαρμπα. Και την άφησε να ξεσπάσει, να κλάψει ώσπου να ηρεμήσει κρατώντας αμίλητος βράζοντας από θυμό για τον αδερφό του και λούζοντας το με άπειρα κοσμητικά επίθετα ώσπου η Δανάη να νοιώσει καλύτερα και να τραβηχτεί από την αγκαλιά του σκουπίζοντας τα μάτια και τα μάγουλα της με τα χέρια της.. 

"Τα νεύρα μου δεν είναι καλά...είτε θυμώνω είτε κλαίω...για να μην μιλήσω για το φαγητό...δεν με αναγνωρίζω ούτε και εγώ πλέον Λούκα , όχι μόνο οι δικοί μου..."σχολίασε η Δανάη ενώ βυθιζόταν σε σκέψεις. Σε μια σκέψη που είχε ξεκινήσει να γυρίζει το γρανάζι του μυαλού της με ταχύτητα και να αρχίζουν να κουμπώνουν μεταξύ τους τα διάσπαρτα κομμάτια της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς της. 

"Είδες που έχω δίκιο που σου λέω να ηρεμήσεις γιατί έχεις ξεφύγει; Μπορεί ο τρόπος μου ν α είναι λίγο απότομος αλλά..."ξεκίνησε να λέει ο Λούκας αλλά σταμάτησε παρατηρώντας την κοπέλα να τον κοιτάζει λες και είχε μετατραπεί σε εξωγήινο ή είχε βγάλει κέρατα στο μέτωπο του "Τι σκατά έπαθες τώρα ; Να ξεράσεις θες πάλι; "ρώτησε με αηδία προσπαθώντας να τραβηχτεί πίσω με την Δανάη να τον γραπώνει από το μανίκι χωρίς να του επιτρέπει αν απομακρυνθεί.

"Δεν θέλω να ξεράσω..."

"Ε, τι σκατά θέλεις;"

"Θέλω ν α κάνω τεστ εγκυμοσύνης, Λούκα" είπε αφήνοντας άφωνο αυτή τη φορά τον άντρα μπροστά της που την κοίταζε με τη σειρά του λες και είχε βγάλει κέρατα στο μέτωπο "Μου φαίνεται ότι θα γίνεις θείος" συνέχισε με φωνή που έτρεμε η Δανάη και βυθίστηκαν στη σιωπή συνταραγμένοι από την είδηση. Δίχως να μιλάνε, δίχως να μπορούν να πάρουν ανάσα με την καρδιά και των δύο να χτυπάει ξέφρενα και δυνατά και το μυαλό τους να έχει μπερδευτεί εντελώς. Σε αυτή τη κατάσταση τους βρήκε ένας Μανώλης που πρόβαλε στην πόρτα του ιατρείου χαρούμενος

 "Τα λέτε...Τα λέτε; Μπράβο...Μπράβο..." τον άκουσαν να λέει και έριξαν τα σώμα τους ταυτόχρονα στις καρέκλες μιας και ένοιωθαν ότι τα πόδια τους δεν τους βαστούσαν «Ήρθε Δανάη μου βλέπω η φιλενάδα σου η Χρύσα» ενημέρωσε ο ηλικιωμένος με το βλέμμα στραμμένο στο δρόμο  "Πάω να χαιρετήσω το κορίτσι να του πω και τα νέα για την Άρια μας" είπε και βγήκε με τον Λούκας να σηκώνεται πάνω και αυτός 

«Την κατάλληλη στιγμή ήρθε η φιλενάδα σου πιστεύω Δανάη» μουρμούρισε προχωρώντας προς τα έξω ο Λούκας με την Δανάη που ακόμα δεν είχε συνέλθει από το σοκ να μουγγρίζει από δυσαρέσκεια που θα έπρεπε να εξομολογηθεί τους φόβους της ξανά σε δεύτερο άτομο «Αυτά είναι γυναικεία θέματα» της απάντησε γρυλίζοντας  πίσω ο Λούκας και στάθηκε στην πόρτα «Ενημέρωσε με αν βγει θετικό αν και όπως σε βλέπω δεν χρειάζεσαι επιβεβαίωση...»

Continue Reading

You'll Also Like

242K 16.8K 34
«Και ποια είναι η πρότασή σου;» «Συνεργασία Βολκόβ. Μια συνεργασία που δεν θα σπάσει εύκολα, θα είναι από τους δεσμούς που είναι ιεροί και δεν του...
117K 4.4K 52
Η δεκαεπτάχρονη Νόα Μόργκαν λατρεύει την ήσυχη, φυσιολογική της ζωή στο Τορόντο. Αλλά όταν η μητέρα της επιστρέφει από μια κρουαζιέρα απροσδόκητα πα...
467K 28.9K 55
''Θα σου μάθω εγώ.'' μου είπε και έσμιξα τα φρύδια μου. ''Τι πράγμα;''τον ρώτησα με απορία. ''Να φιλάς ρε Μητσάκο.''μου είπε σαν να ήταν αυτονόητ...
136K 17.6K 69
'Ενας άντρας που συμπεριφέρεται περισσότερο ως παιδί. Μια κοπέλα που τιμάει τα παντελόνια που φοράει. 'Ένα παρελθόν που ακόμα πονάει. Ένα μέλλον απ...