2

285 59 29
                                    


«Ορίστε κυρία Θεανώ. Ήρθε η γιατρός σας και θα σας πει την άποψη της για τις εξετάσεις σας που δεν θα είναι διαφορετική από την δική μου.»

Δεν είχε προλάβει να μπει μέσα κουβαλώντας τις τσάντες της όταν άκουσε τον Κώστα να απευθύνεται σε εκείνη, με μια μικρή ενόχληση στη φωνή του που πλέον μετά από τόσους μήνες σε σχέση μαζί του ήταν σε θέση να την αναγνωρίσει και έτσι πέρασε το κατώφλι του μικρού ιατρείο επιστρατεύοντας ένα τεράστιο χαμόγελο που κόλλησε στα χείλη για να αντικρίσει μια γερόντισσα του χωριού να κάθεται στην καρέκλα και να την  κοιτάζει με αγωνία. Την αναγνώριζε την κυρία Θεανώ από την εκκλησία του χωριού την οποία  φρόντιζε τόσα χρόνια ως νεωκόρος όπως και εκείνη την ήξερε με την σειρά της. Αυτό μερικές φορές, το να είναι κάτοικος του ίδιου χωριού είχε αρνητικές επιπτώσεις στον Κώστα που ήταν «ξενομπάτης» στα μάτια των κατοίκων του και την έφερναν σε άβολη θέση καθώς οι ασθενείς έδειχναν την προτίμηση τους σε εκείνη άθελα τους. Και αυτό ήταν αρκετά έντονο περισσότερο στην αρχή με εκείνον να δυσανασχετεί κάθε φορά που αυτό συνέβαινε.

«Καλημέρα και στους δύο σας!» αναφώνησε και άφησε βιαστικά σε μια άδεια πλαστική καρέκλα τις τρεις τσάντες της -την προσωπική, την ιατρική και του φαγητού- πριν πάρει τις τυπωμένες αιματολογικές εξετάσεις της κυρίας Θεανώς στα χέρια της από αυτά του Κώστα που την κοίταζε όλο νόημα. Του χαμογέλασε καθησυχαστικά, έσυρε τα μαλλιά που είχαν πέσει εμπρός στα μάτια της και τις διάβασε.

«Μα δεν βλέπω κάτι ανησυχητικό...Αντιθέτως είναι όλες καθαρές...» μουρμούρισε βαθιά συλλογισμένη μόλις τις ολοκλήρωσε και κατέβασε τις εξετάσεις κοιτώντας εναλλάξ και τους δυο τους. Η κυρία Θεανώ χαμογέλασε ικανοποιημένη και σηκώθηκε πάνω ευχαριστώντας την Δανάη και αφού της ευχήθηκε καλή μέρα έφυγε. Ο Κώστας παρότι καθόταν στο γραφείο και κοίταζε κάτι στην οθόνη του υπολογιστή, η Δανάη ήξερε ότι είχε ενοχληθεί. Ξανά.

«Μην της δίνεις σημασία Κώστα...»

Ο Κώστας ανασήκωσε τους ώμους και συνέχισε να κοιτάζει την οθόνη.

«Η γνωστή ιστορία. Από την μέρα που ήρθες στο ιατρείο με έγραψαν στα παλιά τους παπούτσια και ξεχάσαν όταν άνοιξε το ιατρείο πόσες χαρές μου έκαναν. Μα τι θέλω και τα θυμάμαι. Εγώ έφυγα μόλις τέλειωσα το εξάμηνο που είχα υποσχεθεί στον Ιωσήφ και κάθισες εσύ στη θέση μου να τους λουστείς και από ότι βλέπω αυτό γίνεται και τους λούζεσαι κάθε μέρα. Βαρέθηκα το χωριό και εξίσου και τους κατοίκους του.» γκρίνιαξε και στην τελευταία πρόταση σήκωσε το κεφάλι του ήδη μετανιωμένος.

Αλεκατρίδες "Το Αμέντι"Where stories live. Discover now