23

452 64 48
                                    

Κάτι είχε αλλάξει μέσα του, το αναγνώριζε φυσικά, δεν θα κρυβόταν πίσω από το δάχτυλο του για πρώτη φορά στη ζωή του. Ο Βίκτωρ έτριψε το ελαφριά αξύριστο πιγούνι του κλείνοντας τον υπολογιστή στο γραφείο του μιας και δεν είχε μυαλό να δουλέψει όσο το στομάχι του  γουργούριζε ανυπόμονο να γευτεί το κυριακάτικο ψητό της οικογένειας Δρακάκη. Ένα ψητό που εκθείαζε η Δανάη από το πρωί που είχε ξυπνήσει πεινασμένη. Της είχε προτείνει, νοιώθοντας ενοχές που την είχε απομονώσει από την Παρασκευή το βράδυ μες στο σπίτι , να φάνε έξω και της είχε αναφέρει διάφορα αγαπημένα του μαγαζιά που συνήθιζε εκείνος να γευματίζει αλλά το κορίτσι με τα ελαφίσια μάτια και το ασταμάτητο στόμα  τον είχε κοιτάξει λες και της είχε αναφέρει ότι ο κόσμος είναι τετράγωνος τελικά. Και για πότε είχαν βρεθεί στο σούπερ-μάρκετ ούτε το κατάλαβε, ούτε το πως είχε βρεθεί να σέρνει ένα καρότσι που δεν έστριβε με τίποτα, με την Δανάη να ψωνίζει αυτά που θεωρούσε εκείνη απαραίτητα. Και ναι, όσο και να έδειχνε κατσούφης και να γέλαγε μαζί του η Δανάη , βαθιά μέσα του το είχε απολαύσει.

"Εντάξει, δεν θα είναι και σαν το ψητό της κυρά Καλλιόπης..." την είχε ακούσει να μουρμουρίζει συν τοις άλλοις από τα πολλά που έλεγε όσο ψώνιζε το κρέας που δεν την είχε αφήσει πλήρως ικανοποιημένη μιας και όπως είχε πει επίσης , τα κρέατα του χωριού τους δεν συγκρίνονταν με αυτά που υπήρχαν στα σουπερμάρκετ με τον Βίκτωρ να αναρωτιέται ποια θα μπορούσε να είναι η διαφορά ενός  κατσικιού ,εκτός από τον τόπο πώλησης του. Κάτι που εξέφρασε για να διαπιστώσει ότι τα ελαφίσια μάτια της Δανάης μπορούσαν να γίνουν πολύ μεγαλύτερα. Έπειτα από αυτό δεν είχε εκφράσει καμία άλλη απορία και συνέχισε να σπρώχνει το καρότσι.

Σηκώθηκε με κατεύθυνση την κουζίνα του νοιώθοντας αυτό το κάτι που είχε αλλάξει να ρέει μέσα του σαν ζεστό μέλι όταν ένα μήνυμα στο κινητό του απέσπασε την προσοχή του.

"Θα τον έχεις μέχρι αύριο". 

Ο Βίκτωρ έκλεισε το κινητό του και το άφησε στην πρώτη επιφάνεια που βρέθηκε στο διάβα του βαθιά συλλογισμένος.  Ως αύριο λοιπόν. Άρα τον είχαν εντοπίσει. Είχε ορκιστεί εκδίκηση και ήταν πολύ κοντά στο να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και όλοι θα έπαιρναν αυτό που τους άξιζε αλλά όλο αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με ότι είχε νοιώσει δύο μέρες τώρα που είχε το γιατρουδάκι στα πόδια του ή πιο σωστά  ανάμεσα στα πόδια του. Πως μπορούσε κάποιος ταυτόχρονα να έχει και καλοκαίρι και χειμώνα μέσα του, αναρωτήθηκε βιαστικά. Καλοκαίρι στη καρδιά του και χειμώνα στο μυαλό του. Το κάθε πράμα στην ώρα του όμως, συλλογίστηκε και με ικανοποίηση περπάτησε βιαστικά προς την κουζίνα αφήνοντας τις σκέψεις του να κουρνιάσουν παγωμένες από την καταιγίδα που μαινόταν στο μυαλό του σε κάποια  άκρη του νου του . 

Αλεκατρίδες "Το Αμέντι"Where stories live. Discover now