Εκείνος ο Λάσκαρης

By MoonStarsandLove

3.9K 165 12

Ο Αντρέι είναι Λάσκαρης από την αρχή της ιστορίας. More

Part 1
Part 2
Part 3
Part 4
Part 5
Part 6
Part 7
Part 8
Part 9
Part 10
Part 11
Part 13
Part 14
Part 15
Part 16 - The End

Part 12

305 12 2
By MoonStarsandLove

Ήταν αγκαλιασμένοι ύστερα από ώρα χώρια. Εκείνος την είχε αφήσει να του αποκαλύψει πρώτη το όραμα της για την Πολυξένη και είχε στηριχτεί στον τοίχο να μην χάσει την ισορροπία του και σωριαστεί πρώτου μπορέσει κι εκείνος να της φανερωσει την αλήθεια από το γράμμα της Αυγερινής.

Εκείνη λύγισε. Έκλαιγε γοερά μέσα στην αγκαλιά του καθώς εκείνος της ψιθύριζε όμορφα λόγια, στήριξη και αγάπη. Ολην την αγάπη του κόσμου της είπε.

«Με θέλει νεκρή. Όχι απλά να με βρει.» του είπε.

«Δεν πρόκειται να την αφήσω να σε πλησιάσει. Και τώρα δεν θα σε βρει με τον κωπελατο της ακόμη φυλακισμένο.» της απάντησε, χαϊδεύοντας το βρεμένο μάγουλο της.

«Θέλω να φύγουμε, Αντρέι. Με το που σαραντίσει το παιδί, πρέπει να φύγουμε.» του είπε μέσα από βαριές ανάσες.

«Θα φύγουμε. Μακρια από εδώ, κανείς δεν θα μας βρει μόνον εάν το θελήσουμε. Στο υπόσχομαι.» της είπε και της άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη.

Τριγύριζε στο μυαλό του η Πολυξένη. Η εικόνα της. Το μαύρο των ρούχων της και εκείνα τα σφιγμένα χείλη. Το ποσό αγέρωχη και θυμωμένη έδειχνε από τότε που την θυμόταν, μα πάντα αφοσιωμένη πλήρως στους Λασκαραίους, στην Δαμιανή. Πίστη. Μόνιμα χαλί να την πατήσει.

Πως θα μπορούσε;

Ο Κανέλλος πέρασε με τον Κοσμά πριν ανηφορίσουν για Αρεόπολη και άφησε λίγα αυγά και φρέσκια πίτα από την Τσαντούλα. Γκρίνιαξε λίγο για το πως είχε καταντήσει ταχυδρόμος μα με ένα πλατύ χαμόγελο ακούμπησε το χέρι του απάνω στην κοιλιά της Θεοφανως και τα ξέχασε όλα τα χωρατά που χωρούσε εκείνο το λωλό κεφάλι του.

«Δεν αντέχεις εδώ μέσα.» σχολίασε η Θεοφανώ, κοιτώντας τον Αντρέι να σβήνει άλλη μια αράδα που είχε γράψει πιο πριν. «Δεν χρειάζεται να με φυλάς βράδυ-πρωί, κανείς δεν ξέρει το σπίτι μας, Αντρέι.»

«Αντέχω μια χαρά.» της απάντησε χωρίς να πάρει τα μάτια του από το χαρτί. «Πήγαινε να ξαπλώσεις και έρχομαι κι εγώ.»

Η Θεοφανώ πήρε μια μεγάλη ανάσα και την άφησε. Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε στους ώμους καθώς περπατούσε για να βγει από την σάλα με τις άσχημες σκέψεις να κατακλύζουν το μυαλό της. Εκείνη τον έχει φέρει σε τούτη την κατάσταση. Ανήμπορο, μόνο. Επειδή έπρεπε να την φυλα. Μακρια από τον ίδιο του τον Πύργο και την οικογένεια του που δεν μπορούσε να τη δεχτεί και τη λόγιζε δούλα και μάγισσα μαζί.

Οι σκέψεις της σταμάτησαν, το μυαλό της ησύχασε. «Αντρέι.» ψιθύρισε μάταια αφού ο άντρας βρισκόταν ένα πάτωμα κάτω της. «Αντρέι!» προσπάθησε ξανά λιγάκι πιο δυνατά μπας και τα κατάφερνε να ακουστεί.

Τα βήματα του δυναμικά και γοργά και εκείνος φουριόζος να εισβάλλει στον όντα. Κοντοστάθηκε και άνοιξε τα μάτια του διάπλατα με τη γύμνια της. Πήγε να μιλήσει, μα εκείνη του γέλασε χαϊδεύοντας την κοιλιά της.

«Κοιτά τη, φούσκωσε.» του είπε μέσα από ένα ελαφρύ χαχάνισμα.

Το πρόσωπο του φωτίστηκε ολάκερο. Από τα χείλη μέχρι τις ρυτίδες στο μέτωπο. Περπάτησε ζαλισμένος και άπλωσε και τα δυο του χέρια στο μικρό βουναλάκι που είχε δημιουργηθεί μέσα σε ένα μερόνυχτο.

«Ψυχούλα μου.» είπε χαμηλόφωνα και δεν ήταν εκείνη σίγουρη σε ποιον από τους δυο το έλεγε. «Να είσαι γερό και να μην την παιδεύεις.» τότε κατάλαβε.

Η Θεοφανώ έριξε πίσω το κεφάλι της γελώντας και πήρε τα χέρια του στα δικά της χωρίς να του στερήσει την κοιλιά της. Παρέμειναν έτσι για αρκετή ώρα, ώσπου ανατρίχιασε ολόκληρη με ένα ελαφρύ αεράκι που είχε σύρει η νύχτα μέσα από την ανοιχτή πόρτα.

Ο Αντρέι κίνησε να την κλείσει και επέστρεψε να ανάψει γρήγορα το τζάκι. Δεν πήρε πολλή ώρα και όταν γύρισε τη βρήκε ακόμη στο ίδιο σημείο με το χέρι της ακόμα στο μικρό τους.

«Θα πουντιάσεις.» σηκώθηκε και κίνησε να της φέρει την ρόμπα της.

Εγνευσε μονάχα και τον άφησε να της την ρίξει στους ώμους.

Το βλέμμα του, ατίθασο, έπεσε στα στήθη της που κι εκείνα ήταν λιγουλάκι αλλιώτικα και έκανε να αποστρέψει τα μάτια του μα αυτή τον γράπωσε από το σαγόνι, σταματώντας τον. Ύστερα, άφησε την κοιλιά της και βρήκε την παλάμη του, φέρνοντας την αργά στο σημείο που θωρούσε. Ήταν ζεστό το άγγιγμα του και αδύναμο μέχρις εκείνη να το σφίξει.

«Θεοφανώ...» μουρμούρισε.

Τον τράβηξε και οδήγησε ολόκληρο το κεφάλι του στο στέρνο της. Δεν έχασε ευκαιρία εκείνος και άφησε τρία φιλιά ακριβώς στη μέση του ώσπου να βρει το ευαίσθητο σημείο της στα δεξιά. Η γλώσσα του σχημάτισε έναν κύκλο και ύστερα πέρασε το σκληρό σημείο κάνοντας την να αγκομαχήσει και να τον κρατήσει ακόμα πιο σφιχτά στην θέση εκείνη.

«Δεν ξέρω αν κάνει.» της είπε μετά από λίγο.

«Κάνει, άντρα μου. Θα με προσέξεις.» το χέρι της έπεσε στα χαμηλά του για να εξακριβώσει πως κι εκείνος ήθελε. «Σε χρειάζομαι.»

«Κι εγώ, μάτια μου.» ανέβηκε στα χείλη της μέχρι τα γόνατα του να χτυπήσουν στην κλίνη και να πέσει πίσω.

Άλλος ένας μήνας ολόκληρος πέρασε και ακόμη δεν είχαν επισκεφθεί τον Πύργο. Η κοιλιά της φαινόταν πια όταν φορούσε λίγο πιο στενό ρούχο, μα μπορούσε να κρυφτεί άνετα εάν το επιδίωκε. Την είχε κρύψει καλά στη Ρηνιω που τους είχε ψάξει και στο Μιχαήλ που ένα απογιομα είχε φτάσει με τον Κανέλλο.

Ήταν η δεύτερη φορά που θα πήγαιναν μαζί στο χωριό για προμήθειες και να τρίγυρισουν άσκοπα ώσπου να βαρεθούν και αν επιστρέψουν. Τους άρεσκε να πιάνονται από το χέρι και να περπατούν· τους άρεσκε και να αγκαλιάζονται κάνοντας χάζι τα κύματα από τους βράχους στο δρόμο για το γυρισμό. Ο ένας άρεσε στον άλλον· δεν μπορούσαν να χορτάσουν. Ήταν αδύνατο.

«Κοσμά; Τι κανείς εδώ;» τον βρήκαν στο σκαλί της εξώπορτας να φουμάρει.

Σηκώθηκε γρήγορα και πέταξε το τσιγάρο κοιτώντας τριγύρω.

«Που είστε ωρε;» τους ρώτησε έντονα.

«Τι έγινε; Μίλα.» ο Αντρέι αμέσως κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Σας λήστεψαν. Κοιτά δω τη πόρτα σας.» του είπε, δείχνοντας την εξώπορτα. «Ήρθα να σας φέρω πράμα από τη Τσαντούλα και βρήκα το κονάκι σας έτσι. Το γύρισα ολόκληρο, δεν είναι κανείς μέσα τώρα.»

Ο Αντρέι ένιωσε την ανάσα του να μικραίνει, μα δεν μπορούσε να το δείξει. Δεν μπορούσε να λυγίσει μπροστά της. Είχε ήδη γραπώσει το μπράτσο του δυνατά λόγω του έντονου φόβου που είχε νιώσει.

«Η Κυπριανη...» ψιθύρισε η Θεοφανώ.

«Ποια; Τι λες ωρε Φανούλα; Δουλειά ληστών είναι αυτή, δεν βλέπεις;» ο Κοσμάς φάνηκε μπερδεμένος.

«Θα σου εξηγήσω, Κοσμά. Τώρα πρέπει να σκεφτούμε τι να κάνουμε-»

«Ε, τι τι να κάνετε ωρε; Θα έρθετε να μείνετε στον Πύργο μέχρις να βγει το παιδί και να μπορέσετε να φύγετε.» είχε έτοιμη την απάντηση ο Κοσμάς.

«Η Κυπριανη θα ξέρει ότι θα είμαι εκεί.»

«Είναι γιομάτος φρουρούς και η γριά Γερακάρισσα δεν πρόκειται να κάνει τέτοια κουτουράδα.» της εξήγησε ο φρούραρχος παρότι δεν είχε πολύ-καταλάβει.

Ο Αντρέι την κοίταξε και εκείνη τον κοίταξε πίσω. Οι ανάσες τους συντονίστηκαν ξανά, μαζί με τους παλμούς τους. Ακούμπησε τον αντίχειρα του στα μέσα του καρπού της και εκείνη έκλεισε τα μάτια της.

Μάζεψαν γρήγορα ο,τι χρειαζόταν όσο ο Κοσμάς γύρισε στον Πύργο να μηνύσει του Κανέλλου. Η Θεοφανώ την περισσότερη ώρα κοιτούσε με γυαλιστερά μάτια από δάκρυα γιοματα, σκουπίζοντας τα κάθε τόσο στο σάλι της. Πως μπορούσε μια τόσο ευτυχισμένη μέρα κατακλυσμένη από ομορφιά και αγάπη, να γκρεμίζεται μέσα σε λίγη μόνον ώρα;

«Καρδιά μου,» την βρήκε στην πόρτα και την πήρε στα χέρια του. «Συγγνώμη, συγγνώμη.»

«Όχι, Αντρέι.» μίλησε πάνω στο στέρνο του. «Εγώ, εγώ σου έχω διαλύσει τη ζωή.» αρχίνισε να κλαίει γοερά τώρα. «Είμαι μια μάγισσα, σπόρος μιας τόσο βρώμικης πράξης.»

«Σώπασε, μάτια μου, σε παρακαλώ.» της έσφιξε πιότερο στη ζεστασιά του. «Είσαι η καρδιά μου ολόκληρη. Για ένα κονάκι κανείς έτσι; Θα φτιάξουμε αλλά δέκα, Θεοφανώ μου. Όπως τα θελουμε. Σε καλύτερες συνθήκες, στην ασφάλεια για εσένα και το παιδί μας.»

Τον κοίταξε βλεφαρίζοντας γρήγορα για να καθαρίσει τα μάτια της από τα δάκρυα.

«Θα τα καταφέρουμε όλα, ναι;»

«Ν-ναι.» τραύλισε.

«Αντρέα; Θεοφανώ;» η φωνή του Κανέλλου έφτασε στα αυτιά τους. «Τι έγινε; Είστε καλά;» έτρεξε κοντά τους και πήρε την Θεοφανώ στα χέρια του, βλέποντας την σε αυτήν την κατάσταση.

«Ληστές μάλλον, Κανέλλο.» του απάντησε ο Αντρέι και ευχήθηκε βαθιά μέσα του μια μέρα να μπορεί να του πει ολην την αλήθεια.

«Έμαθαν ότι είσαι Λάσκαρης. Δεν εξηγείται αλλιώς.» κοίταξε την σπασμένη πόρτα. «Μαζευτε τα και ελάτε στον Πύργο.»

«Όχι Κανέλλο.»

«Αστα όχι Κανέλλο! Κανε επιτέλους ο,τι σου λέει ο θείος σου!» του είπε έντονα και χάιδεψε το κεφάλι της Θεοφανώς.

Κίνησαν για τον Πύργο ώρα μετά και έφτασαν με τον Σωτήρη να τους περιμένει με ανοιχτές Πύλες. Ο Φρίξος και η Μορφούλα τους περίμεναν για να πάρουν τα πράγματα τους ενώ τους ενημέρωσαν πως ο όντας του Αντρέι ήταν έτοιμος να φιλοξενήσει και τους δυο πια. Και ύστερα, θα άρχιζαν τα δύσκολα.

Μπήκαν μαζί στο αναγνωστήριο αφού η Θεοφανώ είχε επιμείνει να μην εμφανιστεί και είχαν μια γρήγορη διαφωνία μέχρι να περάσουν την μισάνοιχτη πόρτα τελικά μαζί.

«Καλώς τους,» είπε πρώτος ο Μιχαήλ, βαστώντας γερά τα προσχήματα πάντα. «Πάει καιρός, Αντρέα μου.» άνοιξε τα χέρια του για τον ανηψιο του.

«Και υπήρχε λόγος βλέπω.» σχολίασε ο Μάρκος καθισμένος ακόμα πίσω από το γραφείο. Κοίταζε έντονα την Θεοφανώ με σφιγμένο χέρι να καθρεφτίζει άψογα το σαγόνι του.

Ο Μιχαήλ έκανε λίγο πίσω και την κοίταξε κι εκείνος. Τα μάτια του άνοιξαν μα γρήγορα τιθάσευσε την έκφραση του και χαμογέλασε στραβά περπατώντας προς εκείνη.

«Κουβαλάς παιδί.» την έκανε μια γρήγορη, άβολη αγκαλιά. «Συγχαρητήρια παιδιά μου, είναι τα πιο χαρούμενα νέα που είχαμε εδώ και καιρό σε ετούτο τον Πύργο.» είπε.

«Πράγματι, δεν τον άργησες τον διάδοχο.» συνέχισε ο Μάρκος.

«Μακάρι να έρθει το τουφέκι-»

«Όχι, Μιχαήλ, εγώ κόρη θα ήθελα.» διέκοψε ο Αντρέι. «Να έχει τα μάτια της γυναίκας μου και το μυαλό της.»

Η Θεοφανώ κατέβασε εκείνα τα μάτια της τότε, νιώθοντας ζέστη στα μάγουλα της. Γνωριζε την επιθυμία του Αντρέι για μια κόρη και της το είχε πει κατά λάθος μια νύχτα κάτω από τα αστέρια στον όρμο τους.

Ο Κανέλλος ξερόβηξε και φανέρωσε τον λόγο της παρουσίας τους εκεί με τον Αντρέι να ζητά δυό μερόνυχτα στέγη μέχρις να βρει κάτι. Ο θείος του αμέσως τον διέκοψε, με υπομονή προσπαθούσε να τον πείσει να μείνουν.

«Δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρείται η Θεοφανώ, παλικάρι μου.»

«Έχει δίκιο ο πατέρας μου, Αντρέα,» ξαναμίλησε ο Μάρκος. «Ούτως η άλλως ο Πύργος άδειασε αρκετά.»

«Δεν χρειάζεται να σας επιβαρύνουμε.»

«Πότε θα καταλάβεις ότι εδώ ανήκεις, Αντρέα;» ρώτησε ο Κανέλλος κάπως δυνατότερα.

Ο Αντρέι πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε ύστερα στρέφοντας την ματιά του προς την Θεοφανώ. Εκείνη απλώς του εγνευσε.

«Θα είμαστε εντάξει μέχρι να έρθει το παιδί, κύρη μου.» του είπε.

«Και οι δυο εδώ ανήκετε.» διόρθωσε τα λόγια του ο Κανέλλος όταν κατάλαβε πως ο ανιψιός του ακόμη δυσκολευόταν.

«Καλώς,» είπε. «Σας ευχαριστώ.» εγνευσε κι εκείνος.

Τακτοποιήθηκαν στον όντα τους αμίλητοι και οι δυό. Η Θεοφανώ έφτιαχνε τη ντουλάπα ενώ εκείνος ψαχούλευε το μπαούλο του για χαρτιά και πένες.

Ηταν φανερό πως ανησυχούσαν σιωπηλά. Εκείνη για τους οχθρούς που είχε σε εκείνον τον Πύργο, για τα βλέμματα που θα την μαχαίρωναν κάθε φορά που θα περνούσε από κάπου, για την Πολυξένη. Εκείνος μονάχα για εκείνη.

«Αντρέι,» την άκουσε μετά από ώρα που είχε καθίσει στην καρέκλα και χάζευε τον σκοτεινό ουρανό. Γυρισε και τη βρήκε να κάθεται απέναντι του στο κρεβάτι. «Σ'αγαπώ.»

Τα χείλη του άνοιξαν λίγο, τραβήχτηκαν. Καθησε δίπλα της και της φίλησε το μέτωπο, το μάγουλο, την κορυφή της μύτης της. «Κι εγώ, καρδιά μου.» της ψιθύρισε και χαμήλωσε όλο του το σώμα στα πόδια της.

Έκλεισε τα μάτια του.

Η Θεοφανώ γνώριζε καλά πως το ότι βρίσκονταν εκεί το θεωρούσε προσωπική αποτυχία και ο μόνος λόγος που είχαν γυρίσει ήταν η ασφάλεια της, η μάνα της μέσα της, τα οράματα της· το είναι της.

«Θα σ'αγαπώ ο,τι και να γίνει, καρδιά μου.» του είπε, χαϊδεύοντας του τα μαλλιά. «Στο υπόσχομαι.»

Ξύπνησε πολλή ώρα μετά όταν η πόρτα χτύπησε και φάνηκε η Μορφούλα να τους ζητήσει για το δείπνο.

«Ξαδέρφη!» η Ρηνιώ έτρεξε προς το μέρος της με το που μπήκε μέσα. «Τα 'μαθα και περίμενα να τακτοποιηθείτε για να σε δω.» την αγκάλιασε γρήγορα και ύστερα το χέρι της κύλησε στην κοιλιά της.

Η Θεοφανώ της χαμογέλασε πλατιά και έψαξε τον Αντρέι με τα μάτια της κάπως φοβισμένη.

«Καλωσορίσατε πίσω παιδιά μου και με το καλό.» η Αναστασία τους χαμογέλασε από την θέση που είχε ακόμα στο τραπέζι.

«Ευχαριστούμε, Αναστασία.» αποκρίθηκε ευγενικά ο Αντρέι.

«Πολύ φούσκωσες Θεοφανώ,» σχολίασε η Μεταξία πιάνοντας ένα κομμάτι ψωμί. «Εννοώ ξαδέρφη.» της χαμογέλασε μασουλώντας μια μπουκιά.

«Ας είναι γερό.» μουρμούρισε και η Δαμιανή και κάπως έτσι είχαν τελειώσει τα καλωσορίσματα.

Χωρίστηκαν μονάχα όταν ο Αντρέι έψαξε τον Κοσμά για να φουμάρει στα τείχη όπως πάντα έκανε και η Θεοφανώ κατέβηκε στο μαγεριό να καθίσει με τους ανθρώπους της.

Γυρισε πρώτη και άλλαξε τα ρούχα της για να πέσει ανάμεσα στα σκεπάσματα. Άφησε το κερί της στο τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι και κοίταξε τριγύρω. Ο όντας ήταν μεγάλος, πιο μεγάλος από 'κείνον που μοιράζονταν τοσον καιρό. Το παραθύρι μεγαλύτερο και το τζάκι πιο όμορφο, πιο αρχοντικό. Μα εκείνης της έλειπε.

«Δεν κοιμήθηκες;» την τράβηξε από τις σκέψεις της καθώς έβγαζε το παλτό του.

«Δεν μπορώ μόνη μου.» αναστέναξε.

«Δως μου μια στιγμή.» της είπε, βγάζοντας και τη φανέλα του. Κατέβασε τις τιράντες του και έσκυψε για να τραβήξει τα μπατζάκια του στο πάτωμα. Έμεινε με τη λευκή σκελέα και έκανε να βρει τα ρούχα του ύπνου του στην καρέκλα όπου τα είχε διπλώσει η Θεοφανώ.

«Οχι, έλα έτσι.» την άκουσε να λέει και γύρισε το κεφάλι του να την έβρει μέσα στο μισοσκόταδο.

Περπάτησε προς το μέρος της και πράγματι της έκανε την χάρη και ξάπλωσε δίπλα της. Η παλάμη της σούρθηκε απαλά απάνω στο γυμνό στέρνο του.

«Τι έχεις, ματάκια μου;» την ρώτησε. «Φοβάσαι εδώ μέσα; Δεν πρέπει να ανησυχείς, το θέμα της Πολυξενης το ανέλαβα εγώ.»

«Τι έκανες δηλαδή;» ψιθύρισε την ερώτηση της.

«Θα σου εξηγήσω. Πες μου τώρα, πως είστε;» έψαξε την κοιλιά της κάτω από τη βαριά κουβέρτα.

«Μόλις γίναμε καλύτερα.» του αποκρίθηκε χαμογελώντας πλατιά.

Εκείνος γέλασε και την έριξε πίσω, σκύβοντας πάνω της να της χαρίσει φιλιά μέχρι να μην έχει ανάσα. «Οτιδήποτε γίνει-»

«Μου τα είπε ήδη ο Κανέλλος. Μην νοιάζεσαι, μ'αγαπανε κι άλλοι άνθρωποι εδώ μέσα πέρα από εσένα.»

«Κανείς όσο εγώ, όμως.»

Γυρισε το σώμα της κι άλλο και τον φίλησε πιο βαθιά, πιο έντονα, ώσπου το χέρι του γλίστρισε μόνο του κατά μήκος του ποδιού της. Εκείνη το σταμάτησε και το έφερε εκεί που χρειαζόταν, ακριβώς ανάμεσα στον πόθο που κουβαλούσε γι' αυτόν. Γιατί ήταν η αλήθεια, ήταν εκείνος κι εκείνη.

Έβγαλε ένα αγκομαχητό και αναγκάστηκε να αφήσει τα χείλη του όσο τη δούλευε επιδέξια. Ήθελε να κλείσει τα μάτια της, μα δεν μπορούσε να χάσει το θέαμα του, πλημμυρισμένος ποθοπλάνταγμα κι αγάπη. Να την κοιτά και να ψάχνει κάθε της έκφραση, κάθε της τρέμουλο μέχρι να βρει το τέλος της και να το φυλακίσει στο στόμα του, στο σώμα του.

Continue Reading

You'll Also Like

1M 53.9K 91
"Μπ-μπορείς να με αφήσεις;" τραυλιζω "Μα μωρό μου, και οι δύο ξέρουμε πως δεν θες να σε αφήσω"λέει και ενώνει τα χείλη μας. Απόσπασμα από Part 40 __ ...
462K 25.5K 64
«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου α...
20.8K 333 61
Τι κι' αν τα πράγματα γίνονταν αλλιώς; Η λιακάδα μετά τη μπόρα; Η σπίθα της αγάπης στη καταχνιά που φέρει το σκοτάδι; Οι άγριοι καιροί; Δια...