Εκείνος ο Λάσκαρης

By MoonStarsandLove

3.8K 165 12

Ο Αντρέι είναι Λάσκαρης από την αρχή της ιστορίας. More

Part 1
Part 2
Part 3
Part 4
Part 5
Part 6
Part 7
Part 8
Part 9
Part 10
Part 12
Part 13
Part 14
Part 15
Part 16 - The End

Part 11

252 9 0
By MoonStarsandLove

Σιγά σιγά ανοιγόκλεισε τα μάτια του και άπλωσε το χέρι του να την έβρει. Έπιασε μόνον κρύο αέρα και μουγκρισε σε διαμαρτυρία της μοναξιάς του.

«Δεν σε στεφανώθηκα για να ξυπνάω μόνος.» πλάγιασε στο ξύλινο πλαίσιο, κοιτάζοντας την δίπλα στη φωτιά της κουζίνας.

Τα μαλλιά της ήταν λυτά πια, μακριά στην πλάτη της και γυαλιστερά, τόσο που έμοιαζαν με χρυσάφι ατόφιο, πολύτιμο. Και το χαμόγελο της· εκείνο που του έριξε, πολυτιμότερο ακόμα, τιμαλφή.

«Έναν καιβέ σου ετοιμάζω, άντρα μου. Τώρα θα ερχόμουν να στον φέρω.» του απάντησε γλυκά και άφησε το κανάτι στον ξύλινο πάγκο.

Ο Αντρέι βημάτισε προς το μέρος της και έπιασε το χέρι της για να την τραβήξει ολόκληρη επάνω του. «Άντρα σου.» ψιθύρισε.

«Δεν σ'αρέσει;» σηκώθηκε λιγάκι στις μύτες των ποδιών της για να τον κοιτάξει καλύτερα.

«Πως; Ο,τι βγαίνει από αυτά τα χείλη σου μου αρέσει.» της απάντησε και με μια γρήγορη κίνηση την σήκωσε ολάκερη στην αγκάλη του και την κάθησε επάνω στο τραπέζι στη μέση του χώρου. Κοιταξε το χέρι της που το κοσμούσε πια η βέρα της μάνας του και την χάιδεψε ίσα που με τον αντίχειρα του. Ύστερα έσκυψε για να αφήσει σκόρπια φιλιά στο λαιμό της και σε όσο στέρνο δεν έκρυβε η νυχτικιά της.

«Αντρέι,» του έσφιξε το μπράτσο. «Όχι εδώ!»

«Γιατί; Μπορούμε να κάνουμε ο,τι θελουμε στο σπιτικό μας, κυρία Λάσκαρη.» της υπενθύμισε, λύνοντας της το ζωνάρι.

Άφησε ένα μικρό αγκομαχητό να φτάσει τα αυτιά του και έκανε κι άλλο λίγο πίσω να στηριχτεί στα χέρια της και να του δώσει καλύτερη πρόσβαση. Εκείνος την τράβηξε απότομα από τους γλουτούς και την έφερε άκρη-άκρη, γρήγορα λύνοντας και το δικό του παντελόνι. «Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μου ότι είμαι δικός σου επιτέλους.» της είπε.

Η Θεοφανώ έκλεισε τα μάτια της σφικτά, νιώθοντας την ένωση παντού, να της βάζει φωτιά δυνατή. «Πάντα, για πάντα.» του είπε ξέψυχα.

Πέρασαν ακριβώς επτά ημέρες απ'όταν είχαν έρθει σε επαφή με άλλους. Αποφάσισαν πως έπρεπε να επισκεφτούν τον Πύργο και να πάρουν το γεύμα τους όλοι μαζί. Η Θεοφανώ ένιωθε φόβο, μα με το που άνοιξαν οι Πύλες και ο Αντρέι την κοίταξε κατεβάζοντας την από το άλογο, ήξερε πως όλα θα ήταν καλά σε εκείνον τον κόσμο.

«Να σας, επιτέλους!» ο Κοσμάς κυριολεκτικά έτρεξε προς το μέρος του Αντρέι με ανοιχτή την αγκαλιά του. «Που 'σαι καπετάνιο πάνω που σε συνηθίσαμε.»

«Σας τον πήρα μακριά ξανά.» χαμογέλασε η Θεοφανώ και τον δέχτηκε κι εκείνη στην αγκαλιά της.

«Καλύτερα Φανούλα μου, μην με ξεσυνερίζεσαι. Απλά λείπετε ωρε.» της απάντησε. «Τι να πω και μ'αυτον τον σιδερά πια. Μου κρεμαστήκατε όλοι και με αφήσατε έτσι μπακούρι.»

Γέλασαν δυνατά και οι τρεις τους ώσπου τους πλησίασε ο Κανέλλος. «Μπα, μπα, κοίτα ποιοι αξιώθηκαν να εμφανιστούν. Θυμηθήκατε ότι έχετε και οικογένεια;» πήγε απευθείας στην Θεοφανώ αγνοώντας τους δυό άντρες, παίρνοντας την στα χέρια του.

Εκείνη ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται λιγουλάκι με τα λόγια του. Ένιωσε να ανήκει, όχι σε 'κείνη την οικογένεια, μα σε ένα μικρό σύνολο που την νοιαζόταν πιότερο από αρκετά.

«Πάω λίγο στο μαγεριό να-»

«Πάμε μαζί,» της πήρε το χέρι μέσα στο δικό του ο Αντρέι. «Θέλω κι εγώ να δω τους άλλους. Είμαι σίγουρος πως ο Μπακού εκεί είναι πάλι.» εξήγησε ύστερα και την ακολούθησε προς τα μέσα.

Τους υποδέχτηκαν ένθερμα με μπόλικες ερωτήσεις και όμορφα σχόλια και για τους δυό. Ο Μπακού κάθησε ώρα με τον Αντρέι και μιλούσανε στην ξενική τους γλώσσα και όταν η Θεοφανώ τους άφησε δυο ποτήρια με το καινούριο κρασί δίπλα τους, εκείνος την τράβηξε και την κάθησε στα πόδια του, δίνοντας της το να το γευτεί πρώτη.

«Καρδιά μου...» τον μάλωσε ψιθυριστά. Μα εκείνος μόνο της χαμογέλασε και την έσφιξε ακόμη πιο πολύ να μην του φύγει.

«Καλά, τι είναι τούτοι; Εγώ δεν το έχω ματαδεί αυτό στα μέρη μας και στον κύκλο του.» σχολίασε σιγανά η Μορφούλα στο Λουκά και την Τσαντούλα που τους χάζευαν.

«Εμ, δεν σας το 'πα πως ο γιος του Τζανέτου δεν είναι σαν τους άλλους;» είπε ο Λουκάς. «Βέβαια, εγώ αγέλαστο και κρύο τον άκουγα, μα δες τώρα.»

«...πρέπει να πάμε σιγά-σιγά.» έλεγε η Θεοφανώ καθώς σηκωνόταν.

«Πάμε, τους είπες για την Κυριακή;» την ρώτησε.

Ήταν μια πρόσκληση που είχαν αποφασίσει μαζί για την άλλην εβδομάδα. Να τους υποδεχτούν στο σπιτικό τους και να φάνε όλοι μαζί. Τη δέχτηκαν με γουρλωτα μάτια, κάπως έκπληκτοι μα ενθουσιασμένοι.

Ο Λουκάς του έδωσε δυό γράμματα που είχαν φτάσει την ίδια ημέρα για εκείνον και ύστερα τους διέκοψε η Πολυξένη για να τους μαζέψει για το γεύμα.

«Είσαι εντάξει;» την ρώτησε εκείνος πρωτού μπουν στην τραπεζαρία.

«Όχι.» του απάντησε ειλικρινά και πέρασε μέσα.

«Έλα, κάτσε 'δω.» της είπε μεμιάς ο Κανέλλος και της τράβηξε την καρέκλα δίπλα του. «Θέλω να ακούσω για το νέο σας βίο, ανηψιά.»

«Ευχαριστώ, θείε.» του χαμογέλασε, κάνοντας τον να γελάσει.

Ήταν άβολο γεύμα, γιομάτο παύσεις και σιωπές. Ούτε τα μάτια τους δεν σήκωναν από τα πιάτα με εξαίρεση του Μάρκου που απλά τους κοιτούσε πίνοντας το κρασί του. Η παρουσία της Αναστασίας στο τραπέζι της δημιούργησε ερωτηματικά και η απουσία της Δαμιανής, ακόμη περισσότερα. Όταν ο Αντρέι ρώτησε, ο Μιχαήλ του απάντησε πως είχε πάει στο Μοναστήρι να παραδώσει τους άρτους και άλλη κουβέντα δεν είπε.

Η Μορφούλα έβαλε κρασί στο ποτήρι της Θεοφανώς και της χαμογέλασε πονηρά, πειραχτήρι σκέτο.

Κάτι έλεγαν για εμπόριο και δουλειές που η Θεοφανώ δεν καταλάβαινε, μα από το βλέμμα του Αντρέι ήξερε πως τα πράγματα καλά δεν πήγαιναν. Είχαν χάσει συμμαχίες και συνεργάτες ανόητα και όσο περνούσε η ώρα, τόσο η όψη του Μάρκου κοκκίνιζε από τον θυμό.

«Μπορεί ο πατέρας μου να έμαθε γρήγορα το εμπόριο.» σχολίασε επιτήδεια η Μεταξία, με εκείνο το στραβό χαμόγελο που συχνά κουβαλούσε.

«Μεταξία...» ο Μιχαήλ έτριψε τα μάτια του κουρασμένος.

«Ίσως θα ήταν καλή ιδέα να βοηθήσεις λιγάκι, Αντρέα μου.» ο Κανέλλος του απηύθηνε το λόγο.

«Δεν είμαι έμπορος, Κανέλλο. Και ύστερα, δεν θέλω να μπλεχτώ στις δουλειές σας.»

«Είναι και δικές σου, παλικάρι μου.» επέμεινε.

«Όλοι εδώ μέσα γνωρίζουμε πως ευπρόσδεκτος δεν είμαι. Νομίζω φάνηκε.» εξήγησε ψύχραιμα και απλά λες και δεν είχε ξεστομίσει μάχαιρες.

Ο Μάρκος σήκωσε τα μάτια του από το πάτωμα επάνω στον ξάδερφο του, κοιτώντας τον σχεδόν προκλητικά.

«Εξάλλου, δεν ξέρουμε πόσο θα μείνουμε ακόμη στη Μανη.»

«Τι;» ο Κανέλλος τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια.

Η Θεοφανώ σταμάτησε τον Αντρέι με ένα διακριτικό άγγιγμα στην πλάτη του. Ήξερε πως θα γινόταν απότομος, απόμακρος με τις λέξεις του· θα έδειχνε την πικρία του ξανά για τον κακό τρόπο που του είχαν φερθεί χρόνους και χρόνους.

«Ο Αντρέι έχει κάποιες σκέψεις για δουλειά, για το μέλλον του.» είπε χαμογελαστά. «Ένας τόσο ευφυής άνθρωπος είναι κρίμα να μην βοηθήσει σε αυτή τη γη.» συνέχισε στρέφοντας το βλέμμα της ξανά σε εκείνον.

Τον βρήκε να την κοιτάζει με ένα μικρό χαμόγελο όλο νόημα. Ήταν η αλήθεια εν μέρει με την Φιλική να τον θέλει πίσω στα κεντρικά με τον Κανέλλο να έχει πια αναλάβει σημαντικό και μεγάλο ρόλο στη Μανη. Κάτι είχε ειπωθεί και για την Κωνσταντινούπολη, μα σίγουρα στην Οδησσο θα τα κατάφερνε πιο εύκολα.

«Μην σας χάσουμε όμως.» είπε η Μεταξία, παίζοντας με τα ξύλα στο τζάκι.

Ο Κανέλλος ξεφύσησε, εμφανώς κουρασμένος και από εκείνη και από την όλη κατάσταση σε εκείνον τον Πύργο γεμάτο πληγές και πικρία.

Γύρισαν όταν ο ήλιος είχε κατέβει χαμηλά και παρέμειναν στην κουζίνα μαζί όσο η Θεοφανώ μαγείρευε. Άνοιξε την αλληλογραφία του και έφερε μαζί του πένα για να απαντήσει γοργά στον Διογένη. Ύστερα άνοιξε το δεύτερο παράξενο γράμμα που είχε λάβει και ξεκίνησε να τρέχει τις αράδες γραμμένες από την Αυγερινή. Πιάστηκε η καρδιά του, έφυγε η ψυχή του όξω από το σώμα του. Σαν να το κατάλαβε, η Θεοφανώ άφησε στο χέρι του ένα ποτήρι κρασί και επέστρεψε στα κατσαρολικά της και το ψωμί της.

«Боже мой...»

«Τι είπες;» τον ρώτησε η Θεοφανώ.

«Τίποτα,» πήρε μια μεγάλη ανάσα. «Τίποτα αγάπη μου.»


Την Κυριακή δέχτηκαν στην σάλα τους, όλους εκείνους που είχαν καλέσει και μαζί με τα γλυκίσματα της Τσαντούλας, έφαγαν, ήπιαν και γέλασαν ώσπου έμειναν πίσω ο Μπακού, ο Κοσμάς και ο Φρίξος με τη γυναίκα του.

«Και τι έκανε η Κυπριανη στον Πύργο;» ρώτησε ο Αντρέι.

«Να δει τη Μεταξία,» απάντησε ο Φρίξος με μια γκριμάτσα. «Ρώτησε και για τη Θεοφανώ.»

«Τι;» ανασηκωθηκε ο Αντρέι.

«Εμένα. Της είπα ότι έφυγε αλλά δεν της είπα που μένετε.» είπε η Μορφούλα.

Άφησε το χέρι του να πέσει στο τραπέζι με φόρα, κάνοντας τη Θεοφανώ να τρανταχτεί ολόκληρη.

«Αντρέι...» του ψιθύρισε. «Να φέρω άλλο λίγο κρασί.» είπε δυνατότερα και σηκώθηκε.

Έκανε ακριβώς τρία βήματα πρώτου πέσει πίσω.

Πρώτος σηκώθηκε ο Κοσμάς αφού ήταν αυτός που την είδε και ύστερα ο Αντρέι, φωνάζοντας το όνομα της. Πήγαν όλοι από πάνω της εκτος από τη Μορφούλα που έβαλε λίγο νερό από την κανάτα και το έδωσε στον Αντρέι που προσπαθούσε να της λύσει εκείνο τον αναθεματισμένο μαντήλι που της είχε πάρει δώρο γάμου η Ρηνιώ.

«Θεοφανώ μου, κορίτσι μου.» η ανάσα του βγήκε άγαρμπα ενώ την έραινε με σταγόνες δροσιάς.

«Γιατί δεν ανοίγει τα μάτια της;» ρώτησε η Μορφούλα. «Αι-αίμα είναι τούτο;» της τέντωσε την φούστα με ορθάνοιχτα μάτια.

«Μπακού, σε παρακαλώ πήγαινε φέρε έναν γιατρό. Σε παρακαλώ.» έσκουξε ο Αντρέι.

Την είχαν μεταφέρει προ πολλού στον όντα τους και περίμεναν ώσπου να έρθει ο γιατρός. Ο Αντρέι κάθε τόσο έσκυβε να ακούσει την ανάσα της και της έριχνε άλλο λίγο νερό, κι άλλο λίγο.

Κατάφερε να ανοίξει τα μάτια της λίγο πριν φτάσει ο γιατρός και έριξε ενα μικρό μα θαυματουργό χαμόγελο στον άντρα της που είχε κατεβάσει το κεφάλι του πάνω της, γονατισμένος δίπλα από την κλίνη τους.

«Μάτια μου, πως νιώθεις;» κατάλαβε αμέσως πως κουνήθηκε.

«Παρακαλώ να περάσετε έξω και θα σας φωνάξουμε.» είπε ο γιατρός πριν προλάβει να απαντήσει.

Στάθηκαν όλοι μαζί στο διάδρομο που ισα τους χωρούσε με εκείνον να στηρίζει το κεφάλι του στο πέτρωμα και να νιώθει περισσότερη κρυάδα απ'αυτή που ένιωθε ολην εκείνη την ώρα.

«Καπετάνιο μου, καλά θα 'ναι η Φανώ μας. Είναι σκληρό καρύδι, μην τη βλέπεις έτσι σαν κλαράκι.»

Ο Αντρέι χαμογέλασε στα λόγια του Κοσμα και γύρισε με την πλάτη στον τοίχο τώρα. «Το ξέρω, γι'αυτο ανησυχώ.»

«Θυμήθηκε να ψυχοπιασει; Πάντα ξεχνιόταν.» ο Φρίξος ρώτησε.

«Κάλε άντρα μου, έφαγε και το πιάτο του κυρ-Αντρέα.» η Μορφούλα του απάντησε.

«Θα μπω μέσα-»

«Κάτσε στ'αυγα σου, Αντρέα.» τον κράτησε από το μπράτσο την στιγμή που η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο γιατρός.

Ο Αντρέι εξέτεινε τον λαιμού του να βρει την Θεοφανώ από πίσω με σμιγμένα φρύδια και την είδε να τον κοιτάζει με εκείνα τα όμορφα, αγνά μάτια· ορθάνοιχτα και καθαρά. Η καρδιά του γύρισε μέσα του αφού ένιωσε πως ήταν καλά.

«Λοιπόν;» έστρεψε το βλέμμα του στο γιατρό.

«Συγχαρητήρια, κύριε Λάσκαρη.»

Ο Αντρέι βλεφαρισε. Είχε περάσει σχεδόν ένας μήνας για τα συγχαρίκια του γάμου.

«Η κυρά σας κουβαλάει παιδί.»

Κεραυνός να του 'χε έρθει κατακέφαλα, καλύτερα θα ένιωθε.

«Τ-τι;» τραύλισε.

«Η γυναίκα είναι έγκυος. Θα πρέπει όμως να είναι ξεκούραστη και να μείνει στο κρεβάτι για δυο-τρεις εβδομάδες. Να μην κάνει πολλά για να περάσει το διάστημα που θα είναι ασφαλής. Μόλις ξεκινήσει να φαίνεται η κοιλιά της θα ξέρετε πως είναι ασφαλ-»

Ο Αντρέι έτρεξε στο δωμάτιο σχεδόν γκρεμίζοντας τον άμοιρο τον γιατρό και έπεσε στα γόνατα ξανά, φυλακίζοντας το πρόσωπο της Θεοφανώς ανάμεσα στις παλάμες του.

«Καρδιά μου,» της είπε βαρυανασαίνοντας. «Αγάπη μου, ματάκια μου.»

Η Θεοφανώ χαμογέλασε πλατιά, γιομάτη ευτυχία, έτσι ακριβώς όπως ήθελε να την θωρει πάντα.

Τεντώθηκε και την φίλησε βαθιά, έντονα μπας και του έδινε λίγη ανάσα που είχε χάσει. Ύστερα, ακούμπησε ελαφριά το κεφάλι του πάνω στην κοιλιά της κοιτώντας την.

«Ρε κουμπαρά; Τι μας έκανες;» προφανώς είχαν εισβάλλει και οι άλλοι στον όντα. «Καλά, για τον κουμπάρο δεν θα πω τίποτις.»

«Καλά, πως γίνεται να φουσκώσει ήδη σε τρεις βδομάδες η κοιλιά της, ένας μήνας έχει περάσει από τον γάμο.» αναρωτήθηκε δυνατά η Μορφούλα.

Όλα τα μάτια γύρισαν πάνω της.

«Βρε Μορφούλα.» την μάλωσε ο Φρίξος. «Τι πως γίνεται;»

Ο Αντρέι ξεροβηξε και γύρισε ξανά στη Θεοφανώ που είχε γίνει κατακόκκινη, ακριβώς σαν το κιλίμι πίσω της. Ύστερα, σηκώθηκε και έχωσε το χέρι του στο ζωνάρι βγάζοντας το πουγκί του. Έκανε να το ανοίξει μα τελικά απλά το έδωσε ολόκληρο στο γιατρό. «Παρε τα όλα γιατρέ.» του είπε χτυπώντας τον κάπως δυνατά στην πλάτη. Γυρισε ξανά και έπεσε πάλι χάμω, δίπλα της για να της φτάσει το χέρι.

Εκείνη γέλασε δυνατά και τον έσφιξε κοιτώντας τον. Μόνον αυτόν. Θόλωσαν όλα γύρω τους και υπήρχαν μόνο εκείνοι και ένα μικρό σπορι στα μέσα της.

«Είμαστε έτοιμοι, ε;» τον ρώτησε, αν και ήξερε την απάντηση από την πρώτη στιγμή.

«Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει, μάτια μου.» της είπε.

Η Θεοφανώ άφησε ένα δάκρυ να πέσει από το δεξί της μάτι και να κυλίσει ώσπου να το πιάσει εκείνος στα δάχτυλα του. Τα ένιωθε και τα δικά του μάτια τώρα, να του θαμπώνουν την όραση, μα εκείνη πάντα θα την έβλεπε.

«Νομίζω πρέπει να φύγουμε.» μουρμούρισε ο Μπακού από πίσω.

Η πρώτη εβδομάδα ήταν δύσκολη με την Θεοφανώ να προσπαθεί να του ξεγλιστρά και να κάνει τις δουλειές που δεν προλάβαινε να κάνει η Μορφούλα όταν ερχόταν. Ο Αντρέι την μάλωνε και της ζητούσε χίλιες και δυό φορές να τον προστάξει εκείνον και να τις κάνει.

Της διάβαζε τα βράδια και έπιανε τόσο δα χώρο στην κλίνη τους να μην την ενοχλεί. Εκείνη θύμωνε και τον τραβούσε μέσα στον ύπνο του με δύναμη έτσι ώστε να μπερδευτούν μαζί στα όνειρα τους.

Τη δεύτερη εβδομάδα ο Κανέλλος ανησύχησε και τους επισκέφθηκε απρόσμενα μαζί με τον Μπακού.

«Μωρέ λωλαθήκατε; Που είστε; Κι άλλοι κρεμάστηκαν αλλά δεν κλείστηκαν έτσι.» στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα μπρος στο τζάκι. «Η Θεοφανώ που είναι;» τον ρώτησε.

«Είναι λίγο αδιαθ-»

«Θείε!» εμφανίστηκε και βάδισε γοργά προς το μέρος του.

«Να τη η περιστερά.» σηκώθηκε ξανά εκείνος να την προϋπαντήσει. «Σε έχει κλεισμένη εδώ τούτος; Πες το μου και θα σε κλέψω, ανηψιά!»

Η Θεοφανώ γέλασε δυνατά και κάθησε δίπλα του. «Πως είναι όλοι; Να σας φέρω κάτι να τσιμπήσετε-»

«Κάθησε κάτω, μάτια μου.» της είπε ο Αντρέι. «Θα βάλω εγώ.»

Ο Κανέλλος έσμιξε τα φρύδια του και το βλέμμα του ακολούθησε τον ανηψιό του που κινούνταν γοργά προς την κουζίνα. Έστρεψε τη ματιά του ύστερα σε εκείνη και την κοίταξε με απόρια.

«Τι συμβαίνει, Αντρέα;» ρώτησε αυστηρά, με τέτοιο τρόπο που μιλούσε μόνο όταν ήταν θυμωμένος, μπουχτισμένος.

Ο Αντρέι ακούμπησε ένα ποτήρι κρασί στο τζάκι δίπλα του και ύστερα μια πιατέλα μόνο με ελιές και ψωμί στο τραπέζι. Η Θεοφανώ γύρισε τα μάτια της αποδοκιμαστικά.

«Τι να συμβαίνει θείε;»

«Ωχ, γιατί με λες έτσι λεβέντη μου; Τι συμβαίνει; Έγινε κάτι;» σηκώθηκε επάνω και τον πλησίασε. «Πειτε μου, να βοηθήσω.»

«Όχι, τι να γίνει-»

«Είμαι έγκυος.» σηκώθηκε κι εκείνη. Δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι τον άμοιρο. «Απλά δεν σας είπαμε κάτι διότι μας ζήτησε ο γιατρός να κρατηθώ σπίτι για λίγο μέχρι να φουσκώσει η κοιλιά μου.» του εξήγησε.

Ο Κανέλλος άνοιξε διάπλατα και τα μάτια και τα χείλη του. Εμεινε αμίλητος, εμβρόντητος και ύστερα έπεσε στα χέρια της, σφίγγοντας την και κάνοντας τη να γελάσει δυνατά.

«Κάτσε, Κανέλλο-» ο Αντρέι προσπάθησε να την ελευθερώσει. «Θα μου την σκάσεις.» δεν πρόλαβε να πει και τον έσφιξε κι εκείνον.

Έκλαψε, λύγισε και ήπιε στην υγεία του διαδόχου της σειριάς τους. Τους υποσχέθηκε πως δεν θα βγάλει μιλιά και στο τέλος η Θεοφανώ τους έφτιαξε φαΐ με πολλά ζόρια και τους άφησε μόνους στην σάλα μέχρι να γίνει.

«Πρόσεχε τη.» του είπε ο Κανέλλος.

«Αυτό κάνω.»

«Όχι, δεν εννοώ μόνο αυτό.» τον σταμάτησε. «Να είσαι καλός, ειλικρινής μαζί της.»

Ο Αντρέι έσμιξε τα φρύδια του. Ήταν λες και ο θείος του ήξερε για εκείνο που τον έτρωγε μέσα τους εδώ και μέρες. Εκείνο που της είχε κρύψει γιατί φοβόταν το ποσό θα την πλήγωνε η αλήθεια. Αλλά κι αν την ελευθέρωνε;

«Θέλω να σου μιλήσω, Θεοφανώ.» της είπε αργά το βράδυ όσο εκείνη χάζευε την φωτιά.

Γύρισα αργά και τον κοίταξε.

«Κι εγώ, καρδιά μου.» του είπε.

Continue Reading

You'll Also Like

1.1K 69 7
Μάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της...
1.4K 97 12
Η αγάπη μας μια θάλασσα φορτούνα στην ψυχή, αγάπη μύρια κύματα και όλα απ'την αρχή
115K 3.6K 42
"ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΠΟΥΣΤΗ ΛΟΓΟ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕΣ ΝΑ ΣΕ ΑΓΓΙΞΕΙ;" μου φωναξε και αρχισε να με πλησιαζει. "Δεν σε αφορα το τι κανω Αρη. ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ!" Φωναξα και πηγα να...
69.9K 399 23
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...