Εκείνος ο Λάσκαρης

By MoonStarsandLove

3.9K 165 12

Ο Αντρέι είναι Λάσκαρης από την αρχή της ιστορίας. More

Part 1
Part 2
Part 3
Part 4
Part 5
Part 6
Part 7
Part 8
Part 9
Part 11
Part 12
Part 13
Part 14
Part 15
Part 16 - The End

Part 10

272 11 0
By MoonStarsandLove

«Κυρά, με φωνάξατε;» η Θεοφανώ έσκυψε το κεφάλι της και περίμενε τη Δαμιανή να της κάνει νόημα να πλησιάσει.

«Περνά μέσα, Θεοφανώ.» της είπε.

Ένα μπαούλο κείτονταν δίπλα της ανοιγμένο, γιομάτο με λευκά υφάσματα.

«Θα σε προικίσουμε όπως είναι πρέπον.» της είπε κοφτά.

Η Δαμιανή είχε πάψει πια να είναι ευγενική και χαμογελαστή με τον καθένα. Τριγυρνούσε στον Πύργο σαν φάντασμα, ανέκφραστη, πικραμένη εδώ και καιρό. Ο διωγμός του Τζανή την είχε φτάσει στα άκρα της και δεν έλεγε η λύπη να την αφήσει. Μήτε η Ρηνιώ, μήτε κανείς δεν μπορούσε να την κάνει να χαρεί. Κλείνονταν στον όντα της με τις ωρες και καμία φορά άφηνε την Πολυξένη να καθίσει μαζί της. Μόνον εκείνη.

«Όχι κυρά, εγώ δεν-»

«Θα πάρεις Λάσκαρη. Δεν μπορείς να μην φέρεις τίποτα.» της υπενθύμισε.

Η Ρηνιώ τότε σηκώθηκε και βημάτισε δίπλα στη Θεοφανώ. «Είναι μονάχα μερικά πράγματα για να ανοίξετε το σπιτικό σας. Αν και δεν συμφωνώ καθόλου με την απόφαση του Αντρέα να φύγετε από εδώ.» της εξήγησε μέσα από έναν αναστεναγμό.

«Έλα να διαλέξεις μερικά.» είπε η Δαμιανή.

Η Θεοφανώ τότε γονάτισε κοντά στο μπαούλο μαζί με τη Ρηνιω και την άφησε να της δείξει μερικά από τα όμορφα, κεντητά υφάσματα. Η γυναίκα ήταν ενθουσιασμένη, σαν να ήταν αυτό που μονάχα περίμενε. Σαν να μην έχει κάτι άλλο να περιμένει και άδικο δεν είχε. Με τόσα κρίματα και αδικήματα και βαναυσότητες, η χαρά ήταν ακριβοθώρητη. Μα ήταν και η μοναδική.

«Α, μπα; Τι γίνεται 'δω;» η Μεταξία μπήκε στην σάλα, φορώντας τα μαλλιά της σε έναν ανέμελο κότσο και χίλια δυο κοσμήματα. «Δίνουμε στη δούλα ο,τι περίσσεψε-»

«Η Θεοφανώ είναι νύφη μας, πάψε.» την σταμάτησε γρήγορα η Ρηνιώ.

«Νομίζω αυτά είναι αρκετά.» προσπάθησε να προσπεράσει τα όσα γίνονταν και σηκώθηκε με αυτά που είχαν διαλέξει στην αγκάλη της.

«Μα κάτσε, είναι πολλά ακόμη.» της είπε η Ρηνιώ.

«Δεν χρειάζονται ούτε αυτά, μα σας ευχαριστώ πολύ.» χαμογέλασε ειλικρινά στη Ρηνιώ και μόνον.

«Ε, καλά, δεν είχες και ποτέ περισσότερα για να χρειάζεσαι κι αλλά.» αναστέναξε η Μεταξία.

Στην σάλα μπήκαν και οι άντρες, έχοντας φτάσει η ώρα του κρασιού πριν το μεσημεριανό. Ο Κανέλλος κοίταξε το μπαούλο και χαμογέλασε ίσως μόνο στο θέαμα του διαφορετικού σε 'κείνον τον Πύργο.

Ο Αντρέι μπήκε κι αυτός τελευταίος, εμφανώς υγιής από την ευθυτενή στάση του και την εύκολη κίνηση του. Έσμιξε τα φρύδια του και έγνεψε στη Θεοφανώ την ερώτηση του.

«Κοιτούσαμε τα προικιά σας.» είπε η Μεταξία ειρωνικά.

«Γιατί δεν τρως μαζί μας σήμερα, Θεοφανώ; Έμαθα θα φύγεις αύριο τη βδομάδα πριν το γάμο;» πρότεινε ο Κανέλλος.

«Όχι, πρέπει να βοηθήσω αφέντη-»

«Θείος,» τη διόρθωσε. «Έλα, έλα να κάτσεις σιμά μου, θέλω να σου πω δυο πραγματάκια για τούτο το μουλάρι.» εγνευσε προς τον Αντρέι.

Το τραπέζι ήταν εμφανώς χωρισμένο στα δυό. Στη μιαν άκρη ο Κανέλλος και η Ρηνιώ συζητούσαν πρόσχαρα με το μελλοντικό ζεύγος, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερεις κάθονταν αμίλητοι και έκαναν πως έτρωγαν το φαΐ. Ο Μάρκος τους κοιτούσε κάθε τόσο, σχεδόν οργισμένος, θολωμένος, ενώ η Δαμιανή απλώς αδιαφορούσε.

«Δεν το έχεις δει;» γέλασε ελαφρά η Ρηνιώ.

Η Θεοφανώ κούνησε το κεφάλι της, μασουλώντας το ψωμί που της είχε χώσει στο πιάτο ο Αντρέι.

«Είναι όμορφο. Μικρό, αλλά όμορφο.» της είπε με σιγουριά.

«Πάντως Αντρέα,» η Μεταξία μίλησε μετά από ώρα. «Παρατάς ολάκερο Πύργο που σου ανήκει κιόλα, για ένα κονάκι δίπλα στην θάλασσα.»

«Ναι...Ρομαντικός ο ξάδελφος.» μουρμούρισε ο Μάρκος πίσω από το ποτήρι του. «Ο έρωτας ξεπέρασε το χρέος.»

Ο Αντρέι τότε γύρισε και τον κοίταξε. Σκληρά, έντονα. Φαίνεται ήξερε που να τον πατήσει για να πληγωθεί πιο πολύ κι από τη μαχαιριά που του 'χε καταφέρει. Ένιωσε τα αυτιά του να βουίζουν, την καρδιά του να θέλει να πεταχτεί από τα μέσα του και να αμυνθεί στα άδικα λόγια του ξαδέρφου του.

Το χέρι του Κανέλλου στο μπράτσο του τον σταμάτησε από το να βγάλει μιλιά και έσπασε την οπτική επαφή με τον Μάρκο για να κοιτάξει τον θείο του.

«Λέω να πάμε μαζί αύριο να το δεις έστω κι απ' έξω, τι λες;» πρότεινε η Ρηνιω, έτοιμη να προσανατολίσει την συζήτηση εκεί που ήθελε ξανά.

Η Θεοφανώ τότε εγνευσε καταφατικά.

«Στην καινουρια, όμορφη νύφη μας.» είπε ο Κανέλλος και σήκωσε το ποτήρι του.

Περπάτησαν μαζί στο προαύλιο και βούλιαξαν στην ζεστή, κοινή τους ησυχία. Οι σκέψεις τους μπλέχτηκαν χωρίς να το γνωρίζουν και όταν γύρισε εκείνος να την κοιτάξει, γύρισε κι εκείνη.

«Λένε πολλά.» σχολίασε εκείνη. «Έχουν δίκιο.»

«Ανοησίες λένε, μάτια μου.» της απάντησε αμέσως. «Δεν αντέχω άλλο εδώ.» ξεφύσησε.

«Λίγη υπομονή μονάχα.» του χαμογέλασε πλατιά. Μήτε η ίδια πίστευε αυτό που θα της συνέβαινε. Μήτε στα πιο έντονα της όνειρα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα τα χέρια του μέσα στα δικά της. «Πες μου, σε παρακαλώ,» βρήκε τα μάτια του. «Πες μου πως είσαι σίγουρος. Αφήνεις τόσα για χάρη μου, Αντρέι. Τ'αξίζω;»

«Δεν αφήνω τίποτα που να ήθελα να έχω. Αλλά και έτσι να 'ταν, εγώ θέλω να είμαι μαζί σου.» της είπε. «Και αξίζεις τα πάντα.»

Η Θεοφανώ πήρε δυο ανάσες και ύστερα έφερε το χέρι του στα χείλη της, ακουμπώντας ένα αργό φιλί. «Εντάξει τότε.» του είπε, έτοιμη να δακρύσει.

Του είχε κρύψει το όραμα της και μήτε και η ίδια ήξερε τι περίμενε για να του το φανερώσει. Ο γάμος ήταν μια αφορμή για αυτό το μυστικό, το μόνο μυστικό που του είχε. Ο φόβος την κρατούσε μην και έκανε λάθος και τον ξεσήκωνε. Δεν είχε κανένα στοιχείο, καμία λογική. Τίποτε.

Ήταν η αλήθεια.

Δεν είχε ξαναδεί τον εαυτό της έτσι. Λευκοντυμενη με όμορφα φλουριά να κρέμονται ολουθε και μαλλιά ξέμπλεκα, όμορφα, γυαλιστερά. Κοσμήματα να διακοσμούν τα αυτιά της και τα χέρια της και λευκά πατούμενα κεντημένα περίτεχνα.

«Πωπω, κοιτάξτε μια νύφη.» είπε ο Λουκάς στεκόμενος απέξω από το μοναστήρι.

"Έλα, έλα, θα πάθει τίποτα ο άλλος αν περιμένει για πολύ ακόμη.» ο Φρίξος γέλασε.

Περπάτησαν όλοι μαζί με την συνοδεία οργάνων μέχρι την νέα εκκλησιά που είχε χτίσει εκείνος. Έφτασαν λίγα μέτρα πριν την είσοδο όταν η Θεοφανώ συνειδητοποίησε τι πραγματικά συνέβαινε. Δεν υπήρχε γυρισμός, έπαιρνε μαζί της έναν άνθρωπο σε αυτόν τον δρόμο που είχε διαλέξει να διανύσει. Άλλος ένας θα κουβαλούσε το χρέος που ένιωθε μαζι της, θα μοιραζόταν ένα μεγάλο βάρος, τόσο μεγάλο που μερικές νύχτες θα την έκαναν να σπάει. Δεν είχε θελήσει να συμβεί αυτό· είχε αποδεχθεί ότι θα παραμείνει μόνη της για ολάκερη τη ζωή της. Ο Φρίξος της είχε πει πως ο κόσμος ήταν μεγάλος και αυτή είχε αποκριθεί λανθασμένα ότι η θεση της ήταν εκεί. Τώρα είχε βρεθεί να χρειάζεται όλο της το είναι να δει αυτόν τον κόσμο με τον Αντρέι. Τον άντρα που δεν περίμενε ποτέ να βρει. Έναν άντρα που την κοιτούσε βαθιά, έντονα όσο αυτή μείωνε την απόσταση μεταξύ τους.

«Είσαι ο,τι πιο όμορφο έχω δει.» της ψιθύρισε καθώς της έδινε το μπουκέτο με τα κατακόκκινα κυκλάμινα. «Μου πήρες την ανάσα.»

Ήθελε να του πει το ίδιο. Να του φωνάξει πως τέτοιο θέαμα δεν είχε ματαδεί ούτε στην ύπνο της ούτε στο ξύπνιο της.

Μόλις ο Κοσμάς τους πέρασε τις βέρες, άπλωσε τα δάχτυλα του διάπλατα και κοίταξε το καινούριο του δαχτυλίδι με ένα κρυφό χαμόγελο. Νόμιζε πως κανείς δεν τον πρόσεξε, μα πως γινόταν αφού η Θεοφανώ δεν είχε μάτια για τίποτα άλλο.

Με το που βγήκαν από την εκκλησιά, όλα ξεχασμένα και μόνον αυτός και όλη του η αίσθηση επάνω της, γύρω της, στα χείλη της. Όσες αισθήσεις τις είχαν μείνει, εκείνος τις είχε κατακλείσει. Τις άλλες απλά τις της είχε κλέψει.

«Παιδιά μου, να ζήσετε.» Ο Κανέλλος ήταν ο πρώτος που έπεσε επάνω τους με ορμή και ύστερα ακολούθησε ο Φρίξος.

Ο ίδιος ο Αντρέι είχε επιλέξει το γλέντι να στηθεί έξω από την εκκλησία και όχι στον Πύργο. Η οικογένεια του ολόκληρη είχε παραβρεθεί, μα γνώρισε πως ήταν με τον στανιο· πρώτος πρώτος ο Μάρκος τους κοιτούσε με ένα βλέμμα μίσους και αν μπορούσε, ήταν σίγουρος πως θα τον λάβωνε ξανά εκεί όπως στεκόταν μπρος του Θεου, κρατώντας την γυναίκα του πια, δίνοντας όρκους αιώνιας αγάπης.

«Λοιπόν; Πως είναι να είσαι μια Λάσκαρη;» η Μεταξία κάθισε δίπλα της όταν ο Αντρέι έφυγε να χαιρετήσει τον Δραγουμάνο που είχε παραβρεθεί, αλλά καθόταν μακρια, στην άλλη άκρη σχεδόν.

«Δεν νιώθω κάτι διαφορετικό.» απάντησε.

«Θα 'πρεπε. Τώρα είσαι αρχόντισσα, όχι υπηρέτρια.» της είπε.

«Υπηρέτρια; Γνωρίζεις και αυτή τη λέξη πέρα από το δούλα;» τελικά, ίσως ένιωθε διαφορετικά.

Η Μεταξία μισογέλασε. Φαίνεται διασκέδαζε να ασχολείται με το οτιδήποτε άλλο πέρα από την ίδια της τη ζωή.

«Σίγουρα γνωρίζω περισσότερες λέξεις από εσένα.»

«Επειδή είμαι αγράμματη το λες ή επειδή κάθεσαι όλη μέρα και έχεις χρόνο να τις μαθαίνεις;»

«Άκου 'δω-»

«Ματάκια μου;» ο Αντρέι είχε επιστρέψει. «Όλοι περιμένουν να ξεκινήσουμε με τους χορούς.»

«Θα χορέψεις;» γούρλωσε τα μάτια της, η Μεταξία ξεχασμένη δίπλα της αμέσως.

«Μόνο έναν χορό μαζί σου και μετά θα φύγουμε.» αποκρίθηκε.

Την έκανε μια στροφή και ύστερα την τράβηξε πάνω του, ασφυκτικά κοντά και σίγουρα περισσότερο απ'ότι έπρεπε για τους έξω. Εκείνη γύρισε και αφέθηκε, κλείνοντας τα μάτια της, νιωθωντας τον να την φίλα στο πλάι του κεφαλιού της και να την ακουμπά χαμηλά στη μέση. Κάθε άγγιγμα και νόημα, κάθε φιλί κι ανάσα.

«Επιτέλους,» της ψιθύρισε μετά από άλλη μια στροφή. «Σε κατάφερα.»

Η Θεοφανώ γέλασε δυνατά και στράφηκε προς το μέρος του ξανά ακουμπώντας τα χέρια της στους ώμους τους.

«Δεν χρειάστηκε και πολύ.» του είπε.

«Μα πως; Και στα γόνατα έπεσα, και σε βράχους σκαρφάλωσα, και μαχαιριά θανάτου ξεγέλασα.»

«Μπορείς να σταματήσεις τώρα,» σηκώθηκε στις μύτες για να φτάσει το μάγουλο του. «Είμαι δίκη σου.» του ψιθύρισε και άφησε ένα φιλί εκεί.

Ο Αντρέι την πήρε ολόκληρη μέσα στην αγκαλιά του και την σήκωσε ίσα που για να φτάσει τα χείλη της. Τα όργανα σώπασαν και ένα χειροκρότημα ξέσπασε με μερικά απρεπή σφυρίγματα εδώ κι εκεί.

«Αντρέι!» τον έσπρωξε ελάχιστα κοιτώντας τον με ορθάνοιχτα μάτια. Χαμήλωσε το βλέμμα της κατακόκκινη από ντροπή ύστερα, κάνοντας τον να γελάσει.

«Τι; Γυναίκα μου είσαι!» της αποκρίθηκε δείχνοντας δεξιά κι αριστερά τη βέρα του.

«Είσαι ανυπόφορος.»

«Τώρα δεν έχει γυρισμό, με στεφανώθηκες.» την φυλάκισε μες την αγκαλιά του και την σήκωσε επάνω να την στροβιλίσει ένα γύρω.

Μονάχα το γάργαρο της γέλιο να άκουγε και τίποτα δεν είχε έγνοια. Μήτε πως τους έβλεπαν οι έξω, μήτε μη και σπάσει η εικόνα του. Εκείνος κι αυτή.

«Έλα, ανεψιέ, ανηψιά,» ο Κανέλλος του έσπασε την φούσκα ευτυχίας που είχαν κλείσει γύρω τους. «Θα σας χορέψω.»

«Όχι, να φύγουμε λέγαμε.» εναντιώθηκε μεμιάς.

«Αντρέι, ο θείος σου είναι.» τον κοίταξε όλο νόημα.

Ο άντρας αναστέναξε. «Ας είναι.» είπε και πήρε το χέρι του. Ο Κανέλλος γέλασε πονηρά.

Προσπάθησε να ακολουθήσει όσο καλύτερα γινόταν μα μετά από λίγο τους άφησε στην ανάγκη του για λίγο κρασί ακόμη. Τα λιγοστά όργανα που είχανε φέρει συνέχισαν, μα κανείς άλλος από την οικογένεια δεν χόρεψε ύστερα απ'αυτούς. Πρώτη είχε φύγει η Δαμιανή με την Μεταξία και την Πολυξένη. Έμειναν οι άνδρες να έχουν στο νου τους μόνο το πιοτί με τον Μάρκο να κρατά το βλέμμα του χαμηλά, βράζοντας ολάκερος.

Όσο άρχισαν να χορεύουν και οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι, με τον Φρίξο να κάνει την αρχή και τον Δραγουμάνο να πιάνει την κόρη του, ο Αντρέι βρέθηκε με τον ξάδερφο του να μοιράζεται μια κανάτα, αφού είχαν απομείνει οι δυο τους στο τραπέζι.

«Δεν χρειάζεται να μείνεις άλλο, Μάρκο.» του είπε, γεμίζοντας του το ποτήρι.

«Σε ενοχλεί η παρουσία μου;»

«Όχι, μολονότι με λάβωσες, εγώ ποτέ δεν είχα την πρόθεση να σου κάνω το ίδιο.» του αποκρίθηκε. «Εάν η Θεοφανώ δεν με ήθελε για άντρα της, δεν πρόκειται να βρισκόμασταν εδώ τώρα.» του εξήγησε.

«Πάντα δίκαιος και σεβαστικός.» σχολίασε γιομάτος ειρωνεία. «Οχι, σαν εμάς τους υπόλοιπους Λασκαραίους.»

«Λυπαμαι που δεν σ'αρεσει ο χαρακτήρας μου.» απάντησε ο Αντρέι και σήκωσε το ποτήρι του προς τον ξάδερφο του. «Άλλο κακό να μην βρει την οικογένεια και ελπίζω να βρεις τη δική σου ευτυχία σύντομα. Μέσα από την καρδιά μου το ελπίζω.» του μίλησε ειλικρινά.

Ο Μάρκος τον κοίταξε για μερικές στιγμές και ύστερα τσούγκρισε τα ποτήρια τους. Ο Αντρέι του εγνευσε ελάχιστα και γύρισε να ξαναβρεί την ευτυχία του που τώρα χόρευε με τον Κοσμά και χαμογελούσε όσο πιο πλατιά γινόταν. Λες και τον ένιωσε, έστεψε τα μάτια της προς εκείνον· μάλλον γινόταν ακόμη και πιο πλατιά.

«Δεν με βαστούν τα πόδια μου.» ακούμπησε το μάγουλο της στην πλάτη του καθώς εκείνος έδενε το άλογο.

«Αφού δεν καθησες καθόλου, μάτια μου.» γέλασε ελαφρά. «Κατέβασες και μια νταμιτζάνα κρασί.»

«Γιατί εσύ πηγές πίσω.» του είπε περιπαικτικά και σήκωσε ελάχιστα το νυφικό της για να ανεβεί την μικρή ανηφοριτσα που την χώριζε από την πόρτα του νέου της σπιτικού.

«Ει, ει, ει,» σταμάτησε όταν τον άκουσε να βηματίζει γρήγορα ξωπισω της. «Που πας;»

Την γραπωσε και την σήκωσε εύκολα μες τα χέρια του, αφήνοντας τα πόδια της να κρέμονται μαζί με το λευκό ύφασμα, μέχρι το πάτωμα. Δεν παρέμεινε στην είσοδο μα έσπρωξε την εξώπορτα με το πόδι του να κλείσει και γοργά ανέβηκε τα σκαλιά για τον πάνω όροφο ακούραστα, εύκολα.

Το άρωμα του αλατιού ακόμη στον αέρα, κουβαλημένο από τη νυχτιά. Του φεγγαριού το φως φανέρωνε το εσωτερικό με μια ασημί απόχρωση, αποκαλύπτοντας τη νέα ζωή που κρυβόταν μέσα στους τοίχους.

Οι σανίδες του δαπέδου έτριξαν κάτω από τα πόδια του με το πρώτο βήμα μέσα στην κάμαρη, σαν να τους καλωσόριζε. Οι τοίχοι, στολισμένοι με κιλίμι χρωματιστό και δυό πίνακες που μαρτυρούσαν τη νιά και διαφορετική ζωή που θα ζούσε από εδώ και πέρα. Εκείνη τη στιγμή, καθώς η νύχτα ξετυλίγονταν γύρω τους, μια αίσθηση ότι ανήκουν τους κατέκλυσε, σαν όλο αυτό το σπίτι να τους περίμενε πάντα. Μόνον εκείνους.

«Πως σου φαίνεται;» την ρώτησε, αφήνοντας την ξανά στα δυο της πόδια.

«Μεγάλο.» αποκρίθηκε κοιτώντας ένα γύρω.

«Ε, η κύρια κάμαρη πάντα είναι μεγάλη.» της είπε, περπατώντας μέχρι το ξύλινο τραπέζι που ήταν στριμωγμένο στον τοίχο. Επιασε ένα μαύρο μπουκάλι και έχυσε ένα άχρωμο υγρό μέσα σε ένα ποτήρι. «Θα πιούμε για εμάς. Για τη ζωή που έρχεται, ναι;»

Η Θεοφανώ χαμογέλασε και εγνευσε το κεφάλι της καταφατικά. Τα κεριά τρεμόπαιξαν σαν μπήκε λίγος άνεμος από το μικρό παραθύρι του διαδρόμου και ο Αντρέι πριν την πλησιάσει, έκλεισε την πόρτα μέχρι να σφραγίζει.

«Τι είναι; Νερό;»

«Όχι, βότκα.» της γέλασε.

«Αυτό δεν είναι πολύ δυνατό; Ο Κοσμάς λέει πως δεν πίνεται.» μόρφασε μυρίζοντας το.

«Ο Κοσμάς μόνο το κρασί λογιζει νόστιμο. Ούτε νερό δεν πίνει.» της απάντησε και ακούμπησε το ποτήρι στα χείλη της. Την κοίταξε στα μάτια και αργά το σήκωσε για να το γευτεί. Είδε τον λαιμό της να πάλλεται και το κατέβασε περιμένοντας τα λόγια της.

Εκεινη έκλεισε τα μάτια της για να νιώσει και ύστερα τον βρήκε ξανά και χαμογέλασε.

«Δυνατό, φλογερό,» μίλησε. «Και νόστιμο. Μου θυμίζει εσένα.»

Την πήρε στην αγκαλιά του με το αριστερό του χέρι και της έδωσε ένα γεμάτο φιλί. Ήπιε όσο ποτό είχε απομείνει στο ποτήρι και την φίλησε ξανά να το γευτούν μαζί πάνω στις γλώσσες τους που μπλέκονταν μεταξύ τους όσο εκείνο κυλούσε.

«Τόσο νόστιμο.» του ψιθύρισε πάνω στα χείλη. «Σ'αγαπώ, κύρη μου.» του είπε ύστερα.

Ο Αντρέι έσφιξε τα δόντια του και άρχισε να χαϊδεύει τους ώμους της και ύστερα το στέρνο της, τραβώντας ελάχιστα το ύφασμα προς τα κάτω. Βρήκε με τα δάχτυλα του τα κουμπιά του κορσέ της στη μέση και ένα ένα τα ελευθέρωσε χωρίς να σπάσει τη ματιά του με εκείνης. Γονάτισε για να κατεβάσει και τη μακριά φούστα, αφήνοντας τη μονάχα με το μακρύ, λευκό μεσοφορι και λευκό παντελόνι που σαν να λαμπιριζε υπό το φως της φλόγας γύρω τους. Ύστερα, οι παλάμες του απλώθηκαν στις γάμπες της και την κοίταξε για να πάρει την συγκατάθεση της με ένα νεύμα που αμέσως ήρθε από εκείνη. Βρήκε το δρόμο προς τους γλουτούς της και τράβηξε το λευκό ύφασμα προς τα κάτω. Τεντώθηκε, ακουμπώντας και το άλλο γόνατο του στο παγωμένο πάτωμα και την κράτησε από τους δυό μηρούς αφήνοντας φιλιά πάνω από το γόνατο της. Και πιο πάνω και λίγο πιο πάνω ώσπου έφτασε σε 'κείνο το σημείο που ποθούσε.

«Τι κάνεις;» ψέλλισε κοιτώντας τον.

«Μπορώ, μάτια μου;»

«Τι; Τι να μπορείς;» τα μάγουλα της είχαν γίνει ίδιο χρώμα με τα κόκκινα χείλη της. Η απορία της έκανε την ψυχούλα του να δεθεί κόμπο και της σήκωσε λίγο το μεσοφορι της κάνοντας τη να τιναχτεί ελάχιστα. «Αντρέι, μπορείς να κανείς ο,τι θέλεις. Αυτό το σώμα είναι δικό σου· πάντα ήταν.»

Έκλεισε τα μάτια του αφήνοντας μιαν ανάσα γιατί τα λόγια της τον γιόμισαν, τον ζάλισαν και ύστερα τεντώθηκε άλλο λίγο για να φιλήσει τ'απόκρυφα της. Όταν την ακούμπησε μια στάλα με τη γλώσσα του, εκείνη έβγαλε έναν πνιχτό ήχο και γράπωσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του να βρει κάπου στήριξη.

Την κοίταξε άλλη μιά φορά λίγο πριν την ρίξει πίσω στην στρωμένη κλίνη τους και την βρήκε με μάτια κλειστά και σμιγμένα φρύδια. Τον άφησε να την οδηγήσει και τον άφησε να της μεριάσει κι άλλο λίγο τα πόδια πριν την ξαναβρεί με το στόμα του. Το πέρας της δεν άργησε. Μια υπόκωφη κραυγή βγήκε από μέσα της, κάνοντας το δικό του σώμα να καεί ακόμη πιότερο.

Με ένα τελευταίο φιλί ανασηκωθηκε και σκούπισε τα χείλη του στο πίσω μέρος του χεριού του. Εκείνη είχε κλειστά μάτια και ταχιά ανάσα. Περίμενε.

«Θα χρειαστώ,» της κόπηκε η μιλιά για μια ακόμη ανάσα. «-άλλο λίγο από τη βότκα.»

Ο Αντρέι γέλασε τότε δυνατά, αμέσως περπατώντας προς το μπουκάλι. Η Θεοφανώ κατέβασε το μεσοφορι της ξανά να σκεπάσει τα πόδια της να και άρπαξε το μπουκάλι για να πιει μια γερή γουλιά. Κι άλλη μιά. Μια ακόμη.

Άπλωσε το χέρι της και εκείνος το πήρε αμέσως, πέφτοντας στο κρεβάτι ακριβώς δίπλα της. Η Θεοφανώ τον ξεγύμνωσε γρήγορα μέχρι που τον άφησε με το λευκό του παντελόνι. Άφησε γενναιόδωρα φιλιά στις πληγές που μπορούσε να φτάσει και ύστερα τον σκαρφάλωσε ολόκληρο. Τον ένιωσε από κάτω της και του χαμογέλασε όταν τραβήχτηκε να τον κοιτάξει.

«Τα χείλη σου είναι μαγικά.» του είπε και τον φίλησε ξανά. «Η γλώσσα σου ακόμη περισσότερο, καρδιά μου.» κουνήθηκε ίσα που.

Ο Αντρέι βόγκηξε και έπεσε πίσω όσο εκείνη τον λευτέρωνε και την άλλη στιγμή τον φυλάκιζε στα μέσα της.

«Θεοφανώ,» ξεροκατάπιε, άξαφνα διψασμένος. «Θεοφανώ μου.» επανέλαβε όταν εκείνη ξεκίνησε έναν γοργό ρυθμό με τη βοήθεια του.

Δεν έκλεισαν μάτι μέχρι ο ήλιος να πάει ψηλά ψηλά στη μέση τ'ουρανού και πάλι όταν τα κατάφεραν, τα όνειρα τους ήταν ίδια· εκείνοι μαζί.

Continue Reading

You'll Also Like

20.8K 333 61
Τι κι' αν τα πράγματα γίνονταν αλλιώς; Η λιακάδα μετά τη μπόρα; Η σπίθα της αγάπης στη καταχνιά που φέρει το σκοτάδι; Οι άγριοι καιροί; Δια...
75.1K 436 25
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
414K 12.8K 42
"I'm not gay, I'm not bisexual, I am fucking STRAIGHT Villa but I also can shoot my cum STRAIGHT into your hole" - Clark Velasquez ...11.9.21...