Εκείνος ο Λάσκαρης

By MoonStarsandLove

3.8K 165 12

Ο Αντρέι είναι Λάσκαρης από την αρχή της ιστορίας. More

Part 1
Part 2
Part 3
Part 4
Part 6
Part 7
Part 8
Part 9
Part 10
Part 11
Part 12
Part 13
Part 14
Part 15
Part 16 - The End

Part 5

235 12 2
By MoonStarsandLove

Μια εβδομάδα, επτά ολόκληρες μέρες και νυχτιές πέρασε ο Αντρέι εκτός Πύργου. Είχε τελικά ακολουθήσει τον Κανέλλο στην Καλαμάτα με προτροπή του Μιχαήλ και είχε βρει και ευκαιρία να γνωρίσει αφεντάδες και καπεταναίους. Ο Δραγουμάνος είχε αποδειχθεί άξιος και είχε σκαρφαλώσει ψηλά στη λίστα του.

Όμορφη πόλη μα υποδουλωμένη, δύσκολα μπορούσες να ξαποστάσεις ανενόχλητος στο μυαλό και στην πραγματικότητα. Στον γυρισμό κάθισαν στην Αρεόπολη και έμειναν ωσπου να τελέψει η συμφωνία με τον Μπέη και να γίνει το συμβούλιο. Ο Αντρέι εμπορεύτηκε μερικά πράγματα που χρειαζόταν για εκείνον και τον Μπακού ώσπου να γυρίσει ο Κανέλλος με τον Μιχαήλ που τους είχε απαντήσει εκεί και ύστερα ξαποστασε στο πανδοχείο.

Είχε βάλει πολύ πιοτί στα σωθικά του. Τόσο που ακόμη και ο Κανέλλος είχε αρχίσει να το παρατηρεί. Για έναν άνθρωπο που είχε γνωρίσει τη ζωή μονάχα σαν μια πληγή, είχε βρεθεί ξανά ανύποπτα διαλυμένος. Επειδή τώρα ήξερε· τοσον καιρό ζούσε με βάσανο, σκοτάδι και ψέμα. Τώρα βάσανο, σκοτάδι και αλήθεια. Δεν ήξερε τι ήταν καλύτερο. Η αλήθεια. Η αλήθεια πάντα ελευθέρωνε.

«Επιτέλους σπίτι.» σχολίασε ο Κανέλλος με το που πέρασαν τις πύλες. «Δεν ξανά φεύγω.»

Τους περίμεναν οι γυναίκες εκτός από τη Μεταξία με χαμόγελα και ενθαρρυντικά λόγια για το γυρισμό τους. Ο Μπακού του φανέρωσε ότι ο Μάρκος τον είχε πάρει υπό τη δούλεψη του Πύργου και ήταν πλέον ένας από τους φρουρούς.

Στο δείπνο εξιστορήθηκαν τις μέρες τους με τον ίδιο να συνεισφέρει μόνο με νεύματα του κεφαλιού ενώ η απουσία της Θεοφανως τριγύριζε στο μυαλό του.

«Η Θεοφανώ που είναι;» ρώτησε τη Μορφούλα όσο του σέρβιρε κρασί αργότερα στην σάλα.

«Ήταν λίγο άρρωστη, αφέντη και η κυρά της είπε να ξεκουραστεί από νωρίς.» του απάντησε. «Να την φωνάξω;»

«Όχι, όχι. Ευχαριστώ Μορφούλα.» της είπε ευγενικά και την άφησε να φύγει.

Ο Κανέλλος είχε τα μάτια του επάνω του και το 'νιώσε, μα προτίμησε να το αφήσει να πέσει κάτω. Έτσι, απήλαυσε το κρασί του και αποσύρθηκε στον όντα του όσο πιο γρήγορα. Του ήταν δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, να αποκοιμηθεί αλλά δεν περπάτησε τον Πύργο εκείνη τη βραδιά.

«Καλώς τον! Καλωσόρισες πίσω, Αντρέα.» ο σιδεράς του είπε καλοσυνάτα, ενώ κρατούσε την φλοκάτη με το αριστερό χέρι.

«Ευχαριστώ Φρίξο.» του είπε ο Αντρέι ενώ η μάτια του βρήκε μεμιάς την Θεοφανώ. Εκείνη δεν τον κοιτούσε πίσω, μόνον ασχολούνταν με το τίναγμα ευλαβικά. «Πως είναι ο έγγαμος βίος;» επέλεξε να ρωτήσει, δίνοντας του την σπάθα του.

«Α, δεν ξέβρω τι λένε οι άλλοι, αλλά εμένα πολύ μ'αρεσει.» του χαμογέλασε ο άλλος άντρας. «Η Θεοφανώ λέει ότι άλλαξα κιόλας. Λέει ότι η κοιλιά μου μεγάλωσε από την καλοπέραση.» συνέχισε καθισμένος μπρος στον τροχό.

Ο Αντρέι πήγε να χαμογελάσει στο άκουσμα, ωστόσο όταν γύρισε να την έβρει εκείνη είχε ακόμη χαμηλωμένο βλέμμα και σταθερό στην φλοκάτη.

«Τον εμπαίζεις.» προσπάθησε εκείνος.

Η νεαρή δεν μίλησε.

«Είσαι καλύτερα; Ρώτησα τη Μορφούλα και μου είπε πως ήσουν λιγάκι άρρωστη.» της φανέρωσε.

«Καλά είμαι, μη νοιάζεσαι.» απάντησε χαμηλόφωνα και ξερά. Τόσο που η καρδιά του σφίχτηκε· τέτοιον τόνο δεν είχε ματακούσει από 'κείνη.

Ο άντρας έσφιξε το σαγόνι του στο άκουσμα της φωνής της και των λέξεων της. Άλλαξε το βλέμμα του από εκείνη πίσω στον σιδερά και περίμενε σιωπηλός μέχρι να τελέψει. Τον ευχαρίστησε γοργά και πήρε τον δρόμο προς τα τείχη ξανά.

«Μίλησες λίγο απότομα.» παρατήρησε ο Φρίξος και ξανάπιασε την φλοκάτη.

«Αστα τώρα αυτά, Φρίξο.» αποκρίθηκε η Θεοφανώ. «Πρέπει να τελειώνουμε εδώ να πάω στο μοναστήρι για τα αντίδωρα.»

Κάθησε λίγο με την αδελφή Αγάθη και άναψε δυο κεριά μπροστά από την Παναγιά και την Αγία Άννα. Προσευχηθηκε, πιο πολύ για εκείνους που αποζητούσε να είναι καλά χωρίς να βάλει τον εαυτό της μέσα και ύστερα έφυγε ζαλωμένη ψωμιά για τον Πύργο.

Στάθηκε λίγο με τον Κοσμά και τον Μπακού στην πόρτα. Μίλησαν για τις νέες αρμοδιότητες του Μπακού και τους κέρασε στα κρυφά δυο δίπλες που κουβαλούσε από την Αγάθη.

Δεν την βαστούσανε τα πόδια της και ο μόνος της στόχος ήταν να φτάσει στον όντα της και να πέσει σαν κούτσουρο στο κρεβάτι της.

Ένα μοναχικό μα πανέμορφο κυκλάμινο την περίμενε ακριβώς απάνω στο μαξιλάρι της. Έντονο κόκκινο, τόσο αντίθετο με όλα γύρω της· από την παγωνιά του χειμώνα, μέχρις και την πικρή διάθεση της.

Τέντωσε τα δάχτυλα της και το χάιδεψε λες και ήταν κάτι εύθραυστο, φοβούμενη μη και το χαλάσει. Ξάπλωσε και το ακούμπησε ακριβώς στο ύψος των ματιών της έτσι ώστε να αποκοιμηθεί με την εικόνα του πίσω από τα βλέφαρα της.

Χαμογέλασε.

Το δείπνο πέρασε αδιάφορα για άλλη μια φορά. Το κύριο θέμα ήταν οι Γερακάρηδες και η απόφαση του συμβουλίου να τους χρίσει καπεταναίους. Η Μεταξία σε αντίθεση με τους υπόλοιπους έδειχνε ευχαριστημένη και χορτάτη για πρώτη φορά σε εκείνο το τραπέζι.

Το κοίταγμα του πήγε στην Θεοφανώ όταν επέστρεψε να σερβίρει το φρούτο αλλά δεν ανταποδόθηκε. Ίσως δεν είχε καταλάβει πως εκείνο το κυκλάμινο ήταν από εκείνον, ίσως έπρεπε να της είχε γράψει κάτι. Αλλά τι μπορούσε να γράψει μετά από τον τρόπο που της είχε μιλήσει εκείνη τη νύχτα;

Δεν την έψαξε, έλεγε στον εαυτό του, μα την βρήκε στο διάδρομο να ανάβει τα κεριά. Τα μάτια της φωτίστηκαν με το που άναψε και το στερνό στα δεξιά.

Τρόμαξε. Αναπήδησε. Παραλίγο να της φύγει το κερί από το χέρι. Το έσβησε με ένα φύσημα προς αποφυγή νίλας.

«Κύριε Λάσκαρη,» είπε ξέπνοα. «Τι κάνετε εδώ;»

Ο πληθυντικός έπεσε σαν κάθετη γδαρσιά στην καρδιά του.

«Το-το βρήκες;» την ρώτησε κάπως ανήσυχα. Δεν είχε ξανακούσει τον εαυτό του έτσι. Σάστισε.

«Για ποιο πράγμα μιλάτε, αφέντη;»

Ο Αντρέι έσφιξε τα σαγόνια του. «Μίλα μου στον ενικό, Θεοφανώ, για όνομα του Θεού. Αφέντη;» της είπε κοφτά, σαν να γεύτηκε πίκρα και εκείνη απλά εγνευσε κατεβάζοντας τα μάτια της.

Όμορφο ημίφως τον έκανε να εστιάσει στο πρόσωπο της. Οι φλόγες πάντα ήταν σύμμαχος της, της ομορφιάς της.

«Τρέμεις.» παρατήρησε και μεμιάς έβγαλε από πάνω του το παλτό του και το έριξε γοργά στους ώμους της.

«Όχι δεν χρεια-»

«Χρειάζεται.» την διέκοψε και το έκλεισε με τα χέρια του μπροστά. Την κοίταξε. Τον κοίταξε. Έκανε ένα βήμα πίσω. «Λοιπόν;»

Η Θεοφανώ σήκωσε το χέρι της και χάιδεψε το πέτο του παλτού του, συλλογιζομενη.

«Για το λουλούδι μιλάς; Εσύ το άφησες;» τον ρώτησε.

Αρκέστηκε με ένα καταφατικό νεύμα.

«Σε ευχαριστώ. Αλλά, γιατί;» τον ρώτησε.

«Θεοφανώ, σε πιστεύω.» της είπε. «Σε πιστεύω.»

Το κορίτσι άφησε μια ανάσα λες και κάποιος της την έκλεψε. Πήρε άλλη μιά για να επιβιώσει· ηχηρή και ξεψυχη.

«Με λύτρωσαν τα λόγια σου μετά από χρόνια μάχης μέσα μου. Απαντήθηκαν ερωτήματα που με βασάνιζαν όσο τίποτα.»

«Δεν έπρεπε να σου πω-»

«Ήταν γερό το χτύπημα, δεν θα σου κρυφτώ. Δυο άνθρωποι που είχα οικογένεια. Αλλά, με ξαλαφρωσες, Θεοφανώ. Και είμαι ευγνώμων γι'αυτο.» ήταν εκείνο στα χείλη του ένα μικρό μειδίαμα αραγες ή τα κεριά την περιγελούσανε;

Παρέμεινε καρφωμένη στα μάτια του. Δεν το είχε πιστέψει ακόμη.

«Μόνο αυτό ήθελα να σου πω και ελπίζω να δεχτείς την συγγνώμη μου.» έσκυψε ελάχιστα το κεφάλι του και πήγε να βηματίσει αλλά τον πρόλαβε η Θεοφανώ, μπαίνοντας μπροστά του.

«Δεν ήθελα ποτέ-» ξεκίνησε. «Ποτέ κάτι από τον Μάρκο. Ναι, από παιδί τον έβλεπα διαφορετικά, αλλά πότε μα ποτέ δεν πίστεψα ότι θα υπάρξει κάτι. Ποτέ-ποτέ δεν έγινε τίποτα. Ήταν παιδικό. Όταν μου είπε αυτά για την συγκρια-» χρειάστηκε μιαν ανάσα μετά το μονόλογο της. «Τον μίσησα που θέλησε να μου καταστρέψει τη ζωή. Νόμισα πως με λόγιζε έστω για φίλη του, αλλά αν ήταν έτσι δεν θα ήθελε αυτή τη μοίρα για 'μένα.»

Έμειναν αμίλητοι, απλώς κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Οι ανάσες τους πρόσφεραν την μόνη πηγή ήχου στ'αυτιά τους· και οι στο βαριές και βασανισμένες μαζί.

Ήταν αυτός που έσπασε την οπτική επαφή πρώτος και κοίταξε αλλού. Δεν το άντεχε.

«Να πάω τώρα,» είπε. «Ελπίζω να μην συνεχίσεις να με αποφεύγεις.»

«Και εγώ να μην τρέξεις μακριά.» ίσως το άξιζε αυτό. «Περίμενε, το παλτό σου.»

«Κράτησε το, μου το δίνεις αύριο.» έδωσε μια σιωπηλή υπόσχεση και χάθηκε στα παίγνια των σκιών.

Το πρωί την βρήκε σκεπασμένη με το παλτό του. Φαίνεται θα είχε αποκοιμηθεί πριν προλάβει να χωθεί ανάμεσα στα σκεπάσματα της. Της έδωσε πιότερη ζεστασιά από εκείνη της κουρελούς της. Μια φρέσκια μυρωδιά τη συντρόφευε στον παράξενο κόσμο του ονείρου της· όχι σκοτεινιά, όχι οδύνη.

Όλα ήταν έτοιμα για την πρώτη ημέρα του χρόνου. Η Δαμιανή ετοίμαζε ένα γλέντι το ίδιο βράδυ με τα συμπεθέρια στον Πύργο και για άλλη μια φορά οι προετοιμασίες ήταν πολλές. Ανούσιες. Μάταιες. Ή απλώς ο Αντρέι τα έβλεπε όλα με αυτόν το τρόπο. Όλοι φαίνονταν χαρούμενοι, γιατί να τους το έκοβε αυτό; Ο Διογένης του είχε μηνύσει πως ίσως θα έπρεπε να επιστρέψει στην Οδησσο και ίσως θα ήταν πιο χρήσιμος εκεί και το σκεφτόταν σοβαρά. Ποιος τον άκουγε τον άμοιρο τον Κανέλλο.

«...τι έκανες εδώ; Είσαι ηλίθια; Δεν σου είπα να προσεχείς;»

«Συγγνώμη, κυρά αλλά-»

«Περίμενε να το πω στην μάνα και θα δούμε πόσες βουρδουλιές θα πει να σου ξανά δώσουν.»

Η Μεταξία έπεσε επάνω στον Αντρέι βγαίνοντας από την τραπεζαρία αλλά δεν έδωσε καμία σημασία. Αποφασιστικά συνέχισε προς το διάδρομο.

Ο Αντρέι μπήκε μέσα και βρήκε την Θεοφανώ στο πάτωμα να τρίβει με μανία την φλοκάτη, αγκομαχώντας. Το πρόσωπο της ήταν υγρό και τα χέρια της σχεδόν ματωμένα.

«Θεοφανώ,» ακούμπησε το βιβλίο του στο τραπέζι και έπεσε στα γόνατα να την σταματήσει. «Κορίτσι μου, τι έγινε;» της έπιασε τα χέρια.

«Όχι. Πρέπει να το καθαρίσω-»

«Ει, ει,» τα χέρια του ανέβηκαν στα μάγουλα της προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει τα δάκρυα της με τα δάκτυλά του. «Τι σου έκανε;»

«Εγώ! Εγώ έκανα!» του απάντησε με τρεμάμενη φωνή. «Έριξα το καλό κρασί στην καινούρια φλοκάτη και-και-τώρα θα-»

«Θα τι; Σε χτύπησαν; Ποιος διάολος σε χτύπησε;» εμπηξε τα δάκτυλά του στο πίσω μέρος των μαλλιών της προσπαθώντας να την κάνει να τον κοιτάξει.

«Σε παρακαλώ, Αντρέι. Μην με βάλεις σε άλλους μπελάδες. Άφησε με.» τον παρακάλεσε ψιθυριστά.

Πήρε μιαν ανάσα και αργά, πήρε και τα χέρια του από πάνω της. Πήγε να μιλήσει μα εκείνη με ένα βλέμμα της τον σταμάτησε. Σαν να προσπαθούσε να τον κάνει να καταλάβει, να δει.

«Τα 'χει βάλει μαζί σου.» είπε σιγανά εκείνος. Συνειδητοποίησε.

Τα βήματα έρχονταν όλο και πιο κοντά και σε λίγο μπήκε στον χώρο η Μεταξία ξανά με τη Δαμιανή.

«Τι έκανες;» νεκρό να είχε δει, έτσι δεν θα 'κανε.

«Ναι, λυπάμαι Δαμιανή. Ευτυχώς βρήκα τη Θεοφανώ να το μαζέψει, μπας και το βγάλει μέχρι αύριο το βράδυ.» είπε ο Αντρέι.

Οι δυό γυναίκες τον κοίταξαν απορημένα.

«Τι εννοείς, παλικάρι μου;»

«Έριξα τα κρασιά όταν κάθισα να διαβάσω-» είπε δείχνοντας το βιβλίο του, και φώναξα την Θεοφανώ.» εξήγησε.

«Και που ήσουν πριν;»

«Πριν;»

«Όταν την βρήκα να καθαρίζει ήδη.» του είπε η Μεταξία.

«Να αλλάξω. Πάνε τα ρούχα μου, για κάψιμο είναι. Ο Κανέλλος θα το 'φχαριστηθει με την ψυχή του που χάλασα τα Ρωσικά μου.»

«Δεν πειράζει, Αντρέα μου. Θα το τακτοποιήσει η Θεοφανώ. Δως της και τα ρούχα σου, μπορεί να τα σώσει.» η Δαμιανή του χάιδεψε την πλάτη και ύστερα έριξε μιά μόνο ματιά στη Μεταξία πριν φύγει ξανά από την τραπεζαρία

Η Μεταξία σταύρωσε τα χέρια της και χαζεψε την Θεοφανώ που είχε γυρίσει στο χαλί. Προσπαθούσε να το μαζέψει μοναχή της, τραβώντας το λίγο-λίγο.

«Ίσως είσαι πιο ξύπνια απ'ότι φαίνεσαι. Δούλα.» της είπε και έστριψε να φύγει.

Ο Αντρέι έκανε ένα βήμα και πήγε να μιλήσει μα σταμάτησε όταν ένιωσε το χέρι της Θεοφανως στη γάμπα του.

«Σε παρακαλώ, μην πεις κάτι άλλο.» γραπωθηκε από το τραπέζι και σηκώθηκε να σταθεί αντίκρυ του. «Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ πολύ, αλλά μην το κάνουμε χειρότερο.»

Ο Αντρέι κοίταξε τα μάτια της. Εκείνα τα μάτια. Όμορφα ακόμα και αδικημένα.

«*Это безумие. Эти люди... все эти люди сумасшедшие, черт побери.» μονολόγησε μέσα από τα δόντια του, περπατώντας έξω.

Τον τριβέλιζε η σκέψη για ώρες και προσπάθησε να το αφήσει, ωστόσο δεν τα κατάφερε.

«Φρίξο;»

«Αντρέι, με έσκιαξες μωρέ.» ακούμπησε το χέρι του στον θώρακα του. «Τι-»

«Ποιος χτύπησε την Θεοφανώ;» δεν χρειάστηκαν τυπικότητες.

«Που το 'μαθες;» ο Αντρέι κοπάνισε την παλάμη του στην κολώνα δίπλα του, νιώθοντας αμέσως οξύ πόνο. Ώστε ήταν αλήθεια.

«Πες μου Φρίξο, αλλιώς θα ρωτήσω απευθείας τον Μιχαήλ-» πήγε να φύγει, μα ο Φρίξος τον γραπωσε από το σακάκι.

«Χέρια χέρια. Κάτω τα χέρια σου.» αμέσως ο άλλος άντρας κατέβασε τα χέρια του και έκανε ένα ολόκληρο βήμα πίσω.

«Την-την πήγαν στο Μοναστήρι για Ιερα Εξέταση γιατί η Μεταξία την κατηγόρησε ανοιχτά στο τραπέζι και είπε σε όλους για τα οράματα και-και το μωρό. Και την έστειλαν εκεί, μα ο Μάρκος την έφερε πίσω. Αλλά η Δαμιανή έβαλε να την χτυπήσουν και-»

«Φρίξο, τι λες;» ο Αντρέι σήκωσε την φωνή του.

«Τους μήνυσαν από το Μοναστήρι ότι είναι στο δρόμο του Θεού και ότι δεν είναι μάγισσα. Αλλά, η Μεταξία της το φυλάει ακόμα. Οι υπόλοιποι είναι καλά μαζί της-»

Δεν ήξερε ακριβώς που πήγαινε αλλά έφτασε στην άκρη ενός βράχου. Έφτασε ακριβώς εκεί στο χάος και κοίταξε την μανιασμένη, μαύρη θάλασσα. Ενδιαφερόταν. Όχι, δεν ενδιαφερόταν μόνο, νοιαζόταν. Τόσο που έχασε τα μυαλά του από την απανθρωπιά που έδειχναν σε ένα κορίτσι. Η ίδια του η οικογένεια που θα έπρεπε να αγαπά χωρίς όμως να την γνωρίζει. Πως να αγαπά τέτοια αποκρουστική, ανήκουστη- πήρε μια βαθιά ανάσα και άλλη μια. Αλάτι και Ελλάδα στα πνεμόνια του. Θα τα κατάφερνε. Είχε να παλέψει για πολλούς αν όχι για αυτούς που περίμενε, για αυτους που το άξιζαν.

Ακούμπησε στο τείχος, φουμάροντας και παρατηρώντας το πλήθος στον προαύλιο χώρο. Ο αέρας είχε πέσει, μα το κρύο ήταν ακόμη τσουχτερό. Οι δάδες βοηθούσαν στη ζεστασιά και σίγουρα οι χοροί και τα όργανα μαζί.

Κάθε τόσο χαιρετούσε και μιλούσε λιγουλάκι με κάπως γνώριμα πρόσωπα και πιο πολύ με τον Μισελ Μποφόρ πριν το γεύμα.

«Κάνα χορό δεν θα ρίξεις;» τον ρώτησε ο Κοσμάς.

«Όχι απόψε.» απάντησε ο Αντρέι.

«Λιγομίλητος είσαι απόψε. Έλεγα μπα και σε αλλάξει ο νιός ο χρόνος, μα που; Γίνονται θαύματα;»

«Όλο χωρατά μου είσαι. Για άλλο σε έχουμε εδώ Βρωτσο.» του είπε περιπαικτικά και περπάτησε προς τα εσω. Ο Κανέλλος του σήκωσε το ποτήρι από μακρυά και ο Αντρέι έκανε το ίδιο με το δικό του, αλλά συνέχιζε να περπατά.

Ανεβηκε τα σκαλιά πίσω από το κοτέτσι να φτάσει τον βορά και σταμάτησε μόνο όταν την είδε να στέκεται και να χαζεύει στην άκρη του πετρώματος.

«Θεοφανώ; Τι κανεις εδώ;» την πλησίασε.

Είχε ρίξει στους ώμους της το παλτό του και το κρατούσε σφιχτά και με τα δυο της χέρια. Για μια στιγμή, του πήρε την ανάσα.

«Να, η κυρά θεώρησε πως ήταν καλύτερα να μην είμαι στο τραπέζι.» του απάντησε. «Πως περνάς;» του χαμογέλασε.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του ως απάντηση. Αγανακτισμένος, σχεδόν εξουθενωμένος. Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. «Με όλους τούτους...» ξαναναστέναξε και ήπιε μια γερή γουλιά από το κρασί του.

Η Θεοφανώ τότε γέλασε. Γέλασε δυνατά και γαργάρα, κρύβοντας τα χείλη της πίσω από την παλάμη της. «Θεέ μου, η έκφραση σου!» είπε ανάμεσα στα γέλια της. «Αντρέι, το πρόσωπο σου!»

«Σου φαίνομαι αστείος;»

«Όχι, με συγχωρείς.» είπε, μα το γέλιο της δεν σταμάτησε.

«Θεοφανώ!» προσπάθησε μα χαρωπός ήχος ξεπετάχτηκε μέσα από τα χείλη του.

Εκείνη σάστισε. Σταμάτησε και τον κοίταξε με γουρλωτα, πανέμορφα μάτια. «Γελάς;» είπε και πλησίασε ίσα που.

«Όχι, όχι.» προσπάθησε να αρνηθεί μα ήταν αργά. Γελούσε δυνατά και αυτός μαζί της για ώρα, μέχρι που οι ανάσες τους τελεψαν και η τραγικοτητα της κατάστασης ξανά εισήλθε στο νου του.

Και λες και πρόσεξε τότε πως φοράει το παλτό του, το κοίταξε και ύστερα εκείνον. «Το παλτό σου-»

«Κρατά το.» την σταμάτησε.

«Γελασες.» χαμογέλασε πιο πλατιά, λες και γινόταν. Τυφλώθηκε εκείνος τόσο που έχασε τη λογική του για μια στιγμή. «Το πρώτο θαύμα του νέου χρόνου!»

Γραπωσε το πέτο του παλτού που φορούσε και την τράβηξε ίσα που ακουμπώντας τα χείλη του στα δικά της. Τα γεύτηκε μόνο για μια στιγμή, την ένιωσε να αφήνει την ανάσα της και ύστερα τραβήχτηκε ελάχιστα πίσω.

Έτρεμε ολόκληρη και φοβήθηκε πως την τρόμαξε, μα εκείνη ακούμπησε το χέρι της στο πίσω μέρος του λαιμού του και τον φίλησε ξανά.

Και ξανά. Και λίγο ακόμη.






* Αυτό είναι τρέλα. Αυτοί οι άνθρωποι... όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί, ανάθεμα.

Continue Reading

You'll Also Like

11.1K 624 44
Για όλα υπάρχει μία αιτία. Όλα λένε για κάποιο λόγο γίνονται. Υπάρχουν όμως πολλές αδικίες. Πολλά προβλήματα. Αλλά και η ομορφιά πάντα βγαίνει στην ε...
410K 12.7K 42
"I'm not gay, I'm not bisexual, I am fucking STRAIGHT Villa but I also can shoot my cum STRAIGHT into your hole" - Clark Velasquez ...11.9.21...
460K 25.5K 64
«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου α...
1.4K 97 12
Η αγάπη μας μια θάλασσα φορτούνα στην ψυχή, αγάπη μύρια κύματα και όλα απ'την αρχή