Εκείνος ο Λάσκαρης

By MoonStarsandLove

3.8K 165 12

Ο Αντρέι είναι Λάσκαρης από την αρχή της ιστορίας. More

Part 1
Part 2
Part 3
Part 5
Part 6
Part 7
Part 8
Part 9
Part 10
Part 11
Part 12
Part 13
Part 14
Part 15
Part 16 - The End

Part 4

208 11 0
By MoonStarsandLove

Ο Φρίξος την είχε μαλώσει για αρχή, αλλά ύστερα επέστρεψε στον όντα της και κάθισαν να μιλήσουν ώρες. Και για το άθλιο όραμα με το μωρό και για τη μάνα της. Μίλησαν και για το Μάρκο και την τελευταία της συνάντηση μαζί του που του είχε για πολλοστή φορά, ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Η σκέψη του να είναι η Θεοφανώ συγκρια τον τρόμαζε, τον πάνιαζε γιατί ήξερε πως εκείνο το κορίτσι προοριζόταν για ελευθερία και όχι για αλυσίδες. Δεν της το είχε πει ποτέ, μα το ήξερε βαθιά μέσα του.

Οι γάμοι του θα γίνονταν την Κυριακή που οι Λασκαραίοι θα έλειπαν για μια επίσκεψη και θα είχαν την εκκλησιά ελεύθερη.

«Είσαι χαρούμενη, κοπέλα μου;» ρώτησε τη Μορφούλα καθώς κουβαλούσαν τα φαγιά στην τραπεζαρία για το δείπνο.

«Πολύ! Τον αγαπάω τον αποκορομενο.» της γέλασε. «Σου εύχομαι κι εσένα τέτοιαν αγάπη, Θεοφανώ.»

«Τώρα σώθηκες.» αναστέναξε το κορίτσι και πήγε να ανοίξει την πόρτα όταν άνοιξε μόνη της και εμφανίστηκε μπροστά της ο Αντρέι. «Καλησπέρα.» του είπε, κάνοντας ένα βήμα πίσω.

«Καλησπέρα σας,» απάντησε ευγενικά. «Να σας βοηθήσω.» συνέχισε και άνοιξε διάπλατα τις πόρτες για να περάσουν.

Το δείπνο ήταν ήσυχο και ολίγον ανιαρό. Η παρουσία της Κερασίνας στο τραπέζι πια είχε φέρει τις πρώτες μέρες ένα ενδιαφέρον μα τσαγανά-τσαγανά, κι αυτή έπαψε να προσπαθεί. Κοιτούσε το πιάτο της και το κρασί της και μιλούσε μόνον όταν κάποιος της απευθυνόταν. Ο Αντρέι αναρωτήθηκε που είχε πάει η ζωντάνια της κοπέλας μα το ξέχασε όταν η Θεοφανώ του σέρβιρε γλυκό κυδώνι που είχε φτιάξει η Τσαντούλα για τον γάμο με προτροπή της Δαμιανής. Την κοίταξε και εγνευσε σαν ευχαριστία, μα δεν το άγγιξε.

«...οπότε εάν ενδιαφέρεσαι, μπορείς να συνοδέψεις τον Κανέλλο στην Καλαμάτα.» τελείωσε ο Μιχαήλ όταν είχαν αποσυρθεί οι πέντε τους στο αναγνωστήριο, πίνοντας λίγο κρασί και μιλώντας για δουλειές.

«Φοβάμαι πως δεν μπορώ να λείψω από την εκκλησία. Ύστερα, δεν θα ήθελα να εμπλακώ στις δουλειές σας.» του απάντησε ο Αντρέι καθήμενος δίπλα στο δεξί τοίχο.

«Να ανακατευτείς; Λάσκαρης είσαι!» είπε ο Κανέλλος.

«Δεν χρειάζεται να πιέζουμε τον Αντρέα, θείε. Όπως αγαπά εκείνος.» είπε ήρεμα ο Μάρκος

«Εκείνος είναι ξύπνιος και μέχρι τώρα η βοήθεια του στις αποφάσεις μας ήταν μεγάλη.» του θύμισε ο Κανέλλος.

«Είσαι πολύ καλός σύμβουλος, ξάδερφε.» ο Τζανής είπε με ένα χαμόγελο αμφίβολου προελεύσεως.

«Τι άλλο ήθελες να μας πεις, Μάρκο;» ο Κανέλλος γρήγορα άλλαξε θέμα και περπάτησε προς το μέρος του Αντρέι να του βάλει άλλο λίγο κρασί.

«Αποφάσισα να πάρω σύγκρια.» είπε κοφτά εκείνος. «Δεν έχετε κανέναν λόγο, απλά ήθελα να το γνωρίζετε πριν το ανακ-»

«Παλαβωσες;» τον σταμάτησε ο Κανέλλος. «Μάρκο, ούτε δυο χρόνια στεφανωμένοι δεν είστε με την Μεταξία.»

«Είπα, δεν έχετε κανέναν λόγο.»

Το δώμα βυθίστηκε στην ησυχία. Ο καθείς με τις δικές του σκέψεις και αρνήσεις.

«Γιε μου, σε παρακαλώ, άσε την Θεοφανώ έξω από αυτό.»

Ο Αντρέι σήκωσε το κεφάλι του στο άκουσμα του ονόματος της και τους κοίταξε με απορία.

«Μάλλον δεν θα είναι η Θεοφανώ πατέρα, εάν και θα ήθελα. Είναι του Πύργου, την γνωρίζουμε από παιδί. Είναι έμπιστη και καλόψυχη-»

«Θέλεις να κανείς συγκρια το δουλικο; Τι λες, καφέ;» ο Τζανής εσκουξε.

«Θα της το ζητήσω ξανά-»

«Εάν σου έχει αρνηθεί, Μάρκο, και όπως λες είναι έμπιστη και καλοψυχη, ίσως δεν θα ήταν καλή ιδέα να της καταστρέψεις τη ζωή.» είπε ο Αντρέι. Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. «Καταστροφή είναι για μια νέα κοπέλα που θα μπορούσε να έχει επιλογές. Τα λόγια σου επαναλαμβάνω.» προσπάθησε ξανά πιο διακριτικά.

Ο Μάρκος ξεφύσησε. Προς μεγάλη έκπληξη του Αντρέι, φάνηκε να σκέφτεται τα λόγια του.

«Λες και μόνο αυτό είναι το πρόβλημα.» είπε μέσα από τα δόντια του ο Μιχαήλ. «Μάρκο, σύνελθε. Δεν χρειάζεσαι ακόμα συγκρια.»

«Μετά από το ταξίδι μου, θα έχω συγκρια.» είπε με έναν σίγουρο τόνο στη φωνή, χωρίς να αφήνει περιθώρια για άλλες ερωτήσεις και βγήκε από την πόρτα.

Δεν ήταν δύσκολο να μάθει ο Αντρέι αυτά που ήθελε. Ο Κοσμάς δεν φημιζόταν για την εγκράτεια του όταν είχε απέναντι τον Αντρέι και με το που τον ρώτησε απ'εξω-απ'εξω για την Θεοφανώ και τον Μάρκο, του είπε ο,τι ήξερε. Πως μεγάλωσαν μαζί και έκαναν παρέα στα κρυφά για χρόνους ολόκληρους μέχρι ο Μαρκος να ξεκινήσει τα μπαρκαρίσματα. Η κοπέλα νόμιζε πως ήταν ερωτευμένη μαζί του, αλλά δεν ήξερε τι πάει να πει αυτό και όταν ο Μαρκος στεφανώθηκε τη μικρή Γερακάρισσα, η Θεοφανώ αποχώρησε παντελώς από τη ζωή του. Αυτος το άφησε να γίνει, δείχνοντας ενδιαφέρον μόνο στο καπετανιλίκι και τον διάδοχο. Έτσι, ήταν σίγουρη πια ότι η καρδιά της ποτέ δεν ήταν δίκη του.

«Καλά, που τα ξέρεις όλα αυτά;» τον ρώτησε ο Μπακού.

«Η Θεοφανώ είναι φίλη μου, ωρε Μπακού.» του αποκρίθηκε. «Αλλά γιατί ρωτάτε;»

Ο Αντρέι τράβηξε άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο και ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.

«Μάθατε κάτι; Για-για εκείνη;» έχασε λίγο τις λέξεις του ο φρούραρχος, κάτι που αμέσως έβαλε σε σκέψεις τον Αντρέι.

«Τεοφανω! Τι κανείς;» ο Μπακού είπε ηχηρά να σημάνει την άφιξη της, πριν συνεχιστεί η συζήτηση.

«Καλά Μπακού μου, τον Κοσμά έψαχνα.» είπε χαμογελαστά. «Η Τσαντούλα μου έδωσε αυτό για το κυνήγι σου το πρωί.» του άφησε μια πελενά γεμάτη καλούδια για εκείνον και όποιον θα έπαιρνε μαζί.

«Ευχαριστώ, Φανούλα. Κάτσε λίγο μαζί μας.» της είπε όσο καλοσυνάτα του ήταν δυνατόν.

«Όχι, να σας αφήσω.» είπε εκείνη και έσφιξε το μπράτσο του Μπακού πριν φύγει.

Και οι τρεις την κοίταξαν να χάνεται μες τον Πύργο και ύστερα γύρισαν ξανά αντίκρυ. Ο Αντρέι τελείωσε το τσιγάρο του και το έσβησε κάτω από τη μπότα του.

«Αύριο θα έρθεις στο γάμο του Φρίξου, έτσι; Δεν νομίζω να πας στις επισκέψεις με τα συμπεθέρια.»

«Όχι, δεν είχα σκοπό.» του απάντησε. «Θα έρθω, φυσικά μαζί με τον Κανέλλο. Μου το είπε ο ίδιος ο Φρίξος.»

Μπήκαν στην εκκλησιά όλοι μαζί και σαν από συνήθεια, το βλέμμα του Αντρέι βρήκε της Θεοφανώς. Έμοιαζε διαφορετική, ευτυχισμένη. Το βαρύ φόρεμα πάνω της έσφιγγε την λεπτή φιγούρα της και τα λουλούδια στα μαλλιά της έκαναν τον τόπο να μοσχοβολά τριγύρω τους. Ο Αντρέι τρόμαξε ξανά. Πως ήταν δυνατόν;

Άλλαξε τα στέφανα τους σκαρφαλώνοντας λίγο στις μύτες των ποδιών της, κάτι που έκανε τον Αντρέι να μισό-χαμογελάσει, νιώθοντας τους ανεκπαίδευτος μύες του να τρανταχτούν. Πως ήταν δυνατόν;

«Να ζήσετε, παιδιά μου. Να είστε ευτυχισμένοι.» ο Κανέλλος έσφιξε το χέρι του Φρίξου και απαλά ακούμπησε τον ώμο της Μορφούλας. «Και με ένα τουφέκι σύντομα.» πρόσθεσε ο Κανέλλος.

«Άξια η κουμπαρά.» γύρισε ύστερα στη Θεοφανώ η οποία χαμογέλασε κρατώντας το βλέμμα της χαμηλά.

«Σας περιμένουμε για ένα κρασάκι μονάχα.» τους υπενθύμισε ο Φρίξος.

Ένα μικρό γλεντάκι στο πίσω μέρος του Πύργου, δίπλα στο πλυσταριό ήταν ο,τι έπρεπε. Ο Λουκάς μόλις είχε πιάσει το λαούτο και ο γαμπρός με τη νύφη πρώτοι σηκώθηκαν. Ο Κανέλλος δεν έχασε ούτε μισή ευκαιρία να πιάσει τη νύφη ύστερα και προς μεγάλη του έκπληξη και με την προτροπή του Φρίξου, σηκώθηκε και ο Μπακού.

«Άιντε κουμπάρα που χορεύεις κι όμορφα.» φώναξε ο Λουκάς.

Ο Αντρέι έστρεψε το βλέμμα του στο άκουσμα της πρότασης αυτής και την είδε να περπατά προς το κέντρο και να στέκεται μπρος τον Μπακού με ένα φωτεινό, πλατύ χαμόγελο που δεν είχε καμία θέση στα σκοτάδια.

«Τεοφανώ, ντεν μπορώ! Κάποιος που να ξέρει.» γέλασε ο Μπακού και κοίταξε τριγύρω, έτοιμος να τα παρατήσει. «Αντρέι! Come! I'm very bad!» βημάτισε προς τα εκείνον.

«Όχι, you know I don't dance, Baku.» σήκωσε το χέρι του σε άρνηση.

«Bullshit, you're in your country now. Stand up.» τον τράβηξε με δύναμη, κάνοντας τον να παραπατήσει λίγο.

«Επιτέλους! Άντε ωρε ανηψιέ!» φώναξε ο Κανέλλος από πίσω του χτυπώντας το ποτήρι του στο ξύλο.

Μπροστά του βρέθηκε η Θεοφανώ που ακόμη κοιτούσε τον Μπακού παραξενευμένη. Πέρασε τα δάχτυλα της από τα όμορφα λιτά μαλλιά της και άλλαξε τη ματιά της από τον καινούριο της φίλο στον Αντρέι.

«Δεν-δεν χορεύω πολύ.» της είπε γραπώνοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του.

Η Θεοφανώ τότε άστραψε ολάκερη. Τα μάτια της έγιναν δυο σχισμές μονάχα. Αργά και ρυθμικά, σήκωσε τα χέρια της και κτύπησε τα δάχτυλα της ώστε να βγάλουν ήχο, πάντα πάνω στη μουσική. Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της και γέλασε όταν τον αντίκρισε ξανά απλώς να την κοιτά με μισάνοιχτα χείλη, κρεμασμένος από την φιγούρα της.

«Στρίψε κι εσύ.» τον παρότρυνε, ξεκινώντας να κάνει άλλη μιά στροφή, γύρω από αυτόν.

Ο Αντρέι υπάκουσε πιστά και στριφογύρισε αργά, κλείνοντας τα μάτια του από την απρόσμενη ζάλη που τον είχε λούσει αλλά τα άνοιξε μεμιάς, ψάχνοντας τηνα. Την βρήκε εύκολα, την είδε και την άκουσε μέσα από το γάργαρο γέλιο και μήτε τον ένοιαξε ποσό άχαρος θα φαινόταν στους έξω.

Ο Κανέλλος χάζευε το θέαμα καθισμένος στο τραπέζι δίπλα από τον Μπακού και σαν αυτός να τον ένιωσε, έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος του και τον κοίταξε με την ίδια ματιά.

Ο Λουκάς άφησε την τελευταία νότα να ξετρυπώσει από το λαούτο μετά από ώρα και όλοι χειροκρότησαν ένθερμα. Η Θεοφανώ σταμάτησε και χτύπησε και αυτή τα χέρια της, σύντομα ψάχνοντας τον Αντρέι που στεκόταν δίπλα της ακόμη. Του χαμογέλασε και έγνευσε, ξεκινώντας να περπατά προς το μαγεριό για λίγο νερό. Εκείνος την πρόφτασε μόλις που είχε περάσει στο διάδρομο.

«Ήθελα να σε ευχαριστήσω για τον χορό» της είπε.

«Εγώ σε ευχαριστώ, Αντρέι.» του απάντησε και άπλωσε το χέρι της να χαϊδέψει το μπράτσο του.

Είχε τρέξει μακριά του χωρίς να πει άλλη λέξη, αλλά τι μπορούσε να κάνει μετά από αυτά που είχε δει; Ολην του τη ζωή να περνά μπροστά της, άχαρη, άδικη ζωή. Από τον έναν διωγμό στον άλλον, από τη μια πληγή σε άλλη. Μακρια από την οικογένεια του με τον έναν χαμό μετά τον άλλον και ύστερα— ύστερα άλλη μια μαχαίρια.

Τον απέφυγε μεθοδικά επι μέρες. Τον έβλεπε μόνο στα τραπέζι και μετά χανόταν στον όρμο της όσο κρύο και να 'κανε. Όχι μόνο επειδή ένιωθε πως είχε παραβιάσει τα 'σώψυχα του αλλά και επειδή την έκανε με κάθε βλέμμα του να νιώθει λεύτερη. Άγρια σκέψη η ελευθερία. Δεν την είχε ποτέ και δεν πίστευε ότι ποτέ θα την έβρισκε.

Ήταν συνηθισμένο γι'αυτον να τριγυρίζει χωρίς καμία ουσία. Όσες επιστολές και να γράφε, κάποτε ερχόταν οι ώρα που δεν είχε μείνει τίποτε άλλο. Με την εκκλησία στο μισό της, ήδη είχε αρχίσει να σκέφτεται την επιστροφή του εφόσον η προσπάθειες του για την Φιλική ακόμα δεν είχαν ευδοκιμήσει.

Το έριξε λοιπόν στα χιλιόμετρα· ποτε εκτός πύργου, ποτε εντός.

«Μάρκο, τι λες;» στάθηκε στο κατώφλι πριν περάσει στην σάλα. «Συγκρια; Μα-μα δεν έχει περάσει τόσος-»

«Πρέπει να έχω διάδοχο σε περίπτωση που συμβεί κάτι.» η φωνή του Μάρκου αντήχησε στα αυτιά του.

«Και ποια Μάρκο; Την Θεοφανώ;» εσκουξε η Μεταξία. «Σε μάγεψε η μάγισσα; Με εκείνα τα στεναχωρημένα μάτια; Σε πλάνεψε με τα μαγιολικια της;»

«Μη γίνεσαι ανόητη, γυναίκα!» σήκωσε τον τόνο του και ο Μάρκος. «Η Θεοφανώ με αγαπά αν και-»

«Αν και; Πες το! Εγώ το ήξερα πως θέλει να μπει ανάμεσα μας. Με όλα αυτά τα οράματα που έσωσαν τον πατέρα σου και-»

Δεν άντεξε να ακούσει άλλα ο Αντρέι και έκανε κάμποσα βήματα πίσω και ύστερα έστριβε στα αριστερά. Τα πόδια του τον έφεραν ακριβώς έξω από τον όντα της Θεοφανώς και το χέρι του σαν απο μοναχο του χτύπησε το ξύλο.

«Αντρέι; Τι συμβαίνει;» τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια. «Πέρασε.» είπε έπειτα όταν είδε πως δεν της απάντησε.

Εκείνος έκανε μερικά βήματα προς τα μέσα και γύρισε προς το μέρος της. Έκαιγαν τρία κεριά, φαίνεται δεν κοιμόταν.

«Θεοφανώ, τι-τι είναι αυτά με τα οράματα; Τι-πως έσωσες τον Μιχαήλ;» την ρώτησε.

Η κοπέλα άνοιξε τα χείλη της όμως δεν μίλησε.

«Πες μου.» επέμεινε.

«Είναι-δεν ξέρω τι είναι, Αντρέι!» του είπε. «Τα βλέπω εδώ και καιρό, χωρίς να το θέλω! Δεν το ελέγχω-»

«Τι λες Θεοφανώ; Αυτά δεν είναι αλήθεια.» παρέμεινε ψύχραιμος σε αντίθεση με εκείνη. «Τελικά, έκανα λάθος για εσένα.»

«Τι-τι εννοείς;» τραύλισε.

«Νόμιζα πως είσαι μια αληθινή κοπέλα, έξυπνη, διαφορετική, μα εσύ ήθελες τον Μάρκο και-και έλεγες όλα αυτά για να πας κοντά του.»

«Τι είπες;» ψιθύρισε παγωμένα.

Ο Αντρέι έβγαλε μια ανάσα και έκανε να φύγει, αλλά εκείνη τον γραπωσε από το μπράτσο και τον έκανε να την κοιτάξει ξανά.

«Σου άρεσε αυτό που έκανες; Το διασκέδασες;» τον ρώτησε. Το βλέμμα της τώρα είχε αλλάξει. Δεν υπήρχε αγνότητα. Αθωότητα. «Σου άρεσε που το προκάλεσες;»

«Τι προκάλεσα;»

«Οργή! Με εξόργισες-» εξέπνευσε να μην πνιγεί. «Με τα συμπεράσματα σου και τις κατηγόριες σου ενώ δεν με ξέρεις!»

Ο Αντρέι απλά περπάτησε προς τα πίσω, δεν ήθελε να ακούσει άλλα, δεν χρειαζόταν.

«Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που κατάφερε να με κοροϊδέψει για το τι είναι πραγματικά. Οι προθέσεις σου Θεοφανώ ήταν άτιμες-»

«Λεβ. Λεβ Γκριγκόροβιτς.» εκείνη είπε.

Το χέρι του Αντρέι κοκάλωσε και αργά έστρεψε τα μάτια του σε εκείνη. Δεν είχε κουνηθεί, τον κοιτούσε με ένα προκλητικό βλέμμα· δυναμικό και καθαρό.

«Τι-»

«Έχεις πει σε κανέναν για τον καλύτερο σου φίλο και πως χάθηκε; Σε εκείνη την συμπλοκή στο τάγμα Σεντ Βλάντιμιρ 12;»

«Τι λες; Θεοφανώ, τι στο διάβολο λες;» πήγε κοντά της με τρεμάμενα χέρια, χείλη, βλέφαρα.

«Πως-πως γύρισες και το είπες στην γυναίκα σου, τη Νατάλια και εκείνη λιποθύμησε;»

«Τι λες; Τι παιχνίδι παίζεις;»

«Δεν παίζω κανένα παιχνίδι. Σου λέω την αλήθεια, σου δείχνω πως είναι αλήθεια. Δεν μπορώ να φανταστώ και εσύ να με αποκαλείς μάγισσα και ψεύτρα. Όχι κι εσύ, Αντρέι.» του εξήγησε.

Το μυαλό του κάλπασε πιο γρήγορα απ'ότι ήταν δυνατόν και προσπάθησε να θυμηθεί εάν όλα αυτά τα είχε πει σε κάποιον με τόση λεπτομέρεια, με τόση ζωντάνια.

«Τι άλλο; Τι άλλο, Θεοφανώ;» ρώτησε βραχνιασμένος.

«Α-αυτά αρκούν.» απέστρεψε τα σίγουρα μάτια της από εκείνος και βρήκε το πέτρινο πάτωμα.

Οργή. Ένιωσε και εκείνος οργή.

Της έσφιξε το χέρι για να της επιστήσει ξανά την προσοχή μα εκείνη αμέσως το τράβηξε μακριά από αυτόν.

«Η γυναίκα σου έβαλε τέλος στη ζωή για εκείνον. Εκείνον αγαπούσε και ήθελε να πάει κοντά του, να τον βρει. Αυτό προσπαθούσε να πει. Ότι εσύ δεν έφταιξες σε τίποτα.» του είπε.

Αν ο πόνος ήταν κατάρα, κάποιος του 'χε ρίξει όλες τις κατάρες. Αν η θλίψη ήταν πόνος, τότε δεν είχε ζήσει χωρίς αυτήν. Κάθε σπιθαμή του σώματος του βογκούσε, εσκουζε. Η βότκα ήταν νερό και εκείνος διψασμένος.

Continue Reading

You'll Also Like

1.7K 73 7
Κάπως αλλιώς. (short story)
115K 3.6K 42
"ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΠΟΥΣΤΗ ΛΟΓΟ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕΣ ΝΑ ΣΕ ΑΓΓΙΞΕΙ;" μου φωναξε και αρχισε να με πλησιαζει. "Δεν σε αφορα το τι κανω Αρη. ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ!" Φωναξα και πηγα να...
1M 53.8K 91
"Μπ-μπορείς να με αφήσεις;" τραυλιζω "Μα μωρό μου, και οι δύο ξέρουμε πως δεν θες να σε αφήσω"λέει και ενώνει τα χείλη μας. Απόσπασμα από Part 40 __ ...
410K 12.7K 42
"I'm not gay, I'm not bisexual, I am fucking STRAIGHT Villa but I also can shoot my cum STRAIGHT into your hole" - Clark Velasquez ...11.9.21...