Εκείνος ο Λάσκαρης

By MoonStarsandLove

3.9K 165 12

Ο Αντρέι είναι Λάσκαρης από την αρχή της ιστορίας. More

Part 2
Part 3
Part 4
Part 5
Part 6
Part 7
Part 8
Part 9
Part 10
Part 11
Part 12
Part 13
Part 14
Part 15
Part 16 - The End

Part 1

373 16 0
By MoonStarsandLove

«Ήρθε!» Αναφώνησε ο Λουκάς κάνοντας στην άκρη τα κιλίμια.

Η Θεοφανώ αναπήδησε, παίρνοντας τρομάρα, χαμένη όπως πάντα στις σκέψεις της. Έβαλε το χέρι της απάνω στην καρδιά της και ξεφύσησε.

«Κοιτά χαρά, ούτε ο δικός σου γιος να ερχόταν.» σχολίασε ο Φρίξος, μασουλώντας το τυρί που περίσσεψε.

«Ο γιος του Τζαννέτου είναι σαν γιός μου. Είναι καλός άνθρωπος, ευγενικός.»

«Λάσκαρης και ευγενικός;» χαχάνισε ο σιδεράς. «Άκου λέει.»

«Καλά, καλά, θα δείτε.» απάντησε ο άλλος άνδρας και ακούμπησε ένα φιλί στο μάγουλο της γυναίκας του.

«Να τος!» ξεφώνησε η Μορφούλα από το παραθύρι.

Η Θεοφανώ γέλασε με το μικρό χάος που δημιουργήθηκε στο μαγεριό και ειδικότερα δίπλα στο μικρό παραθύρι. Μαζεύτηκαν οι τέσσερεις τους και αποσβολωμένοι χάζεψαν την άφιξη του απογόνου.

Ήξεραν πως κάτι είχε συμβεί όταν μια επική φιλονικία είχε ξεσπάσει μια βραδιά στον Πύργο πριν κάμποσα χρόνια. Ξεκίνησε με φωνές δυνατές και άγριες και συνεχίστηκε με βίαια σπασίματα των πήλινων. Έμαθαν αργότερα πως ο καπετάν Τζανέτος ήταν βαριά άρρωστος και το είχε αποκρύψει καλά μέχρι που δεν μπόρεσε να το κρατήσει άλλο. Γοργά, ο Μιχαήλ πήρε την θέση του και συνέχισε να εκπαιδεύει τον πρωτότοκο υιό του για το μέλλον. Ο Μάρκος φάνταζε ο τέλειος διάδοχος εφ'όσον ο γιος του Τζανέτου υπηρετούσε στον Ρωσικό στρατό, μα ύστερα τα γεγονότα με τον χαμό του παιδιού του, όλα είχαν τραπει σε αταξία και οδύνη. Ξεσπούσε, έπαιρνε λάθος αποφάσεις σαν σύμβουλος του πατέρα του και όταν ήρθε η ώρα να πάρει τα ηνία, όλα γίνηκαν χαλάσματα.

Ο θάνατος του Τζανέτου ήταν αναπόφευκτος τελικά και το μέλλον έμοιαζε σκοτάδι πυκνό.

«Λέτε να νιώσει απειλή ο Μάρκος;» ρώτησε ο Φρίξος.

«Γυρνά στη δουλειά σου που έχεις και ερωτήσεις για τους αφεντάδες.» η Πολυξένη μπήκε στο μαγεριό. «Θεοφανώ στο Μοναστήρι για τους λαχανίδες, άιντε κουνήσου.» πρόσταξε.

Ο Κανέλλος έτρεξε προς τον Αντρέι με το που κάλπασε μέσα από τις πύλες. Τα μάτια του έτρεχαν πολύ πριν πάρει φιρμάνι ότι ο ανηψιος του έφτανε προς τον Πύργο και έτσι είχε σταθεί δίπλα στο πηγάδι ακούνητος μέχρι ο Κοσμάς να δώσει σήμα να ανοιχθεί η πύλη.

Όλοι είχαν βγει για το συναπάντημα· άλλοι ειλικρινά λιόχαροι, άλλοι αθυμοι, άκεφοι ακόμη.

«Είθε η επίσκεψη στην πατρίδα να είναι γιομάτη ευτυχία, ανεψιέ.» σήκωσε το ποτήρι του ο Μιχαήλ αργότερα στην σάλα.

«Καλωσόρισες, ξάδερφε. Ελπίζω ο θείος να σε βλέπει και να χαίρεται που γύρισες.» συμπλήρωσε ο Μάρκος.

Ο Αντρέι έγνεψε και ήπιε μια γουλιά από το κρασί. Φρέσκο και οξύ, βαρύ στη γλώσσα και ακόμη πιο βαρύ στο κεφάλι. Είχε να το γευτεί απ'όταν ο Κανέλλος τον είχε επισκεφθεί τέσσερα χρόνια πριν κουβαλώντας μια ολόκληρη κούτα από δαύτο. Τότε που ο πατέρας του είχε υπομείνει ένα επίπονο ταξίδι μόνο και μόνο για να δει τον μονάκριβο του πριν επιστρέψει στο μέτωπο.

«Σου φτιάξαμε τον παλιό όντα σου,» του απευθύνθηκε η Δαμιανή. «Αλλάξαμε την κλίνη σε μεγαλύτερη τέτοιο παλικαρι που μας έγινες.» χαμογέλασε καλοσυνάτα προς το μέρος του.

«Σας ευχαριστώ.» της είπε. «Δεν χρειαζόταν να μπείτε σε κόπο.»

Το θέμα συζήτησης τριγυρνούσε σε αυτόν για όλο το γεύμα, το επιδόρπιο και το ποτό ύστερα. Το περίμενε και το καλοδέχτηκε αφού όχι μόνον είχε να δει την οικογένεια του χρόνια ολόκληρα, μα δεν γνώριζε και τη νέα γυναίκα του Μάρκου.

«...λυπάμαι για τον χαμό της Ναταλια.»

Ο Αντρέι σήκωσε τα μάτια του από την φωτιά και κοίταξε την Μεταξία. Ένιωσε εκείνο το τράβηγμα ανάμεσα στα φρύδια του και το κενό στο στομάχι του.

«Σε ευχαριστώ, πάει καιρός.» ίσα και με επτά χρόνια. «Βλέπω μαθαίνονται και τα παλιά.»

Ο Κανέλλος ξερόβηξε και ύστερα γέλασε αδέξια. «Μανη είναι εδώ, Αντρίκο μου.» του έσφιξε το μπράτσο.

«Άλλο ένα και μετά στους οντάδες μας, πρέπει να είσαι πολύ κουρασμένος.» Ο Μάρκος πλησίασε, γεμίζοντας του το ποτήρι.

Είχε σταματήσει να βρέχει από το βράδυ και βρήκε ευκαιρία να κατηφορίσει από τον Πύργο για να καθαρίσει το μνήμα του Καπετάνιου. Παρά τη συννεφιά, το αεράκι ήταν ζεστό και στο δέρμα τρυφερό. Ακούμπησε το σάλι της στο πέτρωμα και ξεκίνησε. Η αλήθεια ήταν πως ήταν ευγενικός άνθρωπος με ιδανικά. Φιλήσυχος και έξυπνος· όσο έξυπνος γινόταν και όσο καταλάβαινε η Θεοφανώ. Και η ίδια είχε νιώσει στο πετσί της την αλλαγή στον Πύργο μόλις άλλαξε το καπετανάτο.

Τοποθέτησε τα κυκλάμινα που είχε βρει πιο πάνω ακριβώς μπροστά από τον σταυρό και χαμογέλασε. Ο ήλιος βγήκε τότε κάνοντας αισθητή την παρουσία του με τις αχτίδες του να ξετρυπώνουν μέσα από τις φυλλωσιές ένα γύρω.

«Ποια είστε εσείς;» πετάχτηκε με την ξαφνική φωνή. Μισόκλεισε τα μάτια της να δει μπροστά από τον ήλιο, να ξεχωρίσει τη φιγούρα μπροστά της.

Βρήκε δυο μαύρα μάτια και ένα οξύ βλέμμα που ήταν σίγουρη πως είχε ματαδεί.

«Ε-εσείς ποιος είστε; Έχετε χαθεί;» ρώτησε τον άντρα.

Εκείνος απλά την κοίταξε. Αργά άπλωσε το χέρι του και το τέντωσε μπροστά, έτοιμος για σύσταση.

«Αντρέι Λάσκαρης.» είπε.

Η Θεοφανώ πάγωσε και πήρε το χέρι της γρήγορα πίσω πριν προλάβει να πιάσει το δικό του. Κατέβασε το κεφάλι της και έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

«Αφέντη, καλωσορίσατε.» είπε χαμηλόφωνα. «Συγχωρέστε με, παρακαλώ.»

«Ποια είσαι;»

«Είμαι η Θεοφανώ. Ήρθα-ήρθα να φροντίσω λίγο τον πατέρα σας-το μνήμα του καπετάνιου.» εξήγησε όπως όπως και έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω. «Θα σας αφήσω. Και πάλι καλωσορίσατε.» επανέλαβε και σήκωσε τα φουστάνια της για να μπορέσει να τρέξει πίσω.

Την παρακολούθησε όσο απομακρυνόταν από εκείνον, αφήνοντας πίσω της τις ηλιαχτίδες για εκείνον τώρα. Την άφησε από το βλέμμα του όταν πια είχε χαθεί έξω από το δάσος του Πύργου.

Έσκυψε, λυγίζοντας τα γόνατα του, βαστώντας το χώμα, το πάτριο, το μυρωδάτο. «Πατέρα, ήρθα.» είπε. Το δάχτυλο του γλίστρισε στα λευκά πέταλα των κυκλάμινων που κείτονταν μαζί με τον Τζανέτο όσο η σκέψη του κίνησε προς αναμνήσεις. Είχε χάσει για ώρα το τώρα της πραγματικότητας, τυφλωμένος από νοσταλγία. Και όταν πια έπεσε και ο ήλιος και η ζέστα του, βάδισε αργά πίσω.

«Άντε Καπετάνιο, σε λίγο θα έβγαινα να σε γυρέψω.» του είπε ο Βρώτσος όταν τον βρήκε στα βόρεια τείχη.

«Μην με φωνάζεις έτσι, Κοσμά. Θα σε ακούσει ο Μάρκος και θα 'χούμε κακά ξεμπερδέματα.» του είπε, δίνοντας του λίγο καπνό.

«Ναι, λες και τον φοβάσαι, ωρε.» γέλασε ο φρούραρχος.

«Δεν τον φοβάμαι, μα δεν θέλω να τον ταράξει η παρουσία μου εδώ. Εγώ ήρθα για άλλον σκοπό.» εξήγησε ο Αντρέι.

Ο Κοσμάς σήκωσε το φρύδι του. Φάνηκε να σκέφτεται εάν θέλει να σωπάσει ή να μιλήσει και στο τέλος αποφάσισε. «Ναι...για την εκκλησία.» είπε μονάχα.

Το δεύτερο βράδυ στον όντα του ακόμη τον ξένιζε. Το κρεβάτι το 'νιώθε σκληρό και τον αέρα ασφυκτικό, τόσο που πολλή ώρα μετά τη μέση της νυχτιάς, σηκώθηκε να ανοίξει το παραθύρι ακόμη περισσότερο. Η χαραμάδα να γίνει παχιά και όσο αγέρι μπορούσε, να τρύπωνε άνετα και άκοπα.

Δεν είπε ψέματα στον εαυτό του στιγμή. Ο πύργος χωρίς τον πατέρα του ήταν άδειος, κρύος. Ολουθε υπήρχε θλίψη και μια απώλεια, ένα κενό που δεν είχε συμπληρωθεί από κανέναν. Σαν να κρύβονταν ο ένας απ'τον άλλον, σαν να μην ήταν αίμα.

Άνοιξε το παράθυρο και η Θεοφανώ· πνιγόταν. Ήθελε να βρίσκεται έξω κάτω από εκείνο το ευλογημένο κι ολόγιομο φεγγάρι. Προσπάθησε να το ψάξει, να δει εάν φαίνεται μα δεν τα κατάφερε. Το μόνο που κατάφερε ήταν να φέρει στο λογισμό της τον αφέντη, τον νέο που είχε επιστρέψει· τότε σαν να κατάλαβε. Είχε το ίδιο βλέμμα με τον καπετάν Τζανέτο. Ναι, εκεί είχε ματαδεί τέτοιο θλιμμένο, γεμάτο πόνο βλέμμα. Φωτιές, αλμυρές και παγωνιά. Ύστερα, αγνότητα, καθαριότητα σαν κι εκείνου.

Continue Reading

You'll Also Like

67.7K 1.4K 81
Μια σχέση που έπρεπε να κρατήσει, διαλύθηκε. Δύο γάμοι που δεν έπρεπε να γίνουν, έγιναν. Ένα μωρό, δύο πατεράδες, πολλοί νεκροί και πάνω απ' όλα ο έρ...
430 37 5
Ο Αντρέι γυρίζει στην Οδησσό χρόνια μετά... *(όχι τόσο καλογραμμένο, απλά μια ιδέα που είχα στο μυαλό μου)
462K 25.5K 64
«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου α...
7.1K 404 18
Όταν του αποκάλυψε η Θεοφανω τον πραγματικό λόγο που η γυναίκα του αυτοκτόνησε, έπεσε από τα σύννεφα. Όμως η ζωή του επιφύλασσε μεγαλύτερες εκπλήξεις...