Αλεκατρίδες "Το Αμέντι"

By 183798

14K 1.8K 1.7K

Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς. More

1.
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
21
22
23
24
25
26
27
28

20

527 74 57
By 183798

Ούτε το μωρό που ούρλιαζε διαπεραστικά δύο καθίσματα πίσω της αλλά και ούτε η συνεχόμενη γκρίνια των δύο κυριών που καθόντουσαν στα μπροστινά της καθίσματα με κύριο πρωταγωνιστή την κουνιάδα τους που δεν σταμάταγαν να την θάβουν και να της βρίσκουν ελαττώματα  κατάφεραν να σβήσουν το χαζό χαμόγελο που είχε αποτυπωθεί στα χείλη της και να κάνουν την καρδιά της να μην χτυπάει φρενιασμένα από την στιγμή που είχε περάσει την μικρή πόρτα του αεροσκάφους με προορισμό την Αθήνα και το αεροδρόμιο εκεί.

Δεν ήταν ολότελα δική της η απόφαση να πάει να τον βρει. Όχι, πως θα μπορούσε να είναι από την στιγμή που ένοιωθε σαν μαγνήτης απέναντι σε μαγνήτη; Και από την στιγμή που και των δυο οι πλευρές είχαν το ίδιο φορτίο και δεν απωθούνταν ήταν μονόδρομος η κίνηση της να βγάλει εισιτήριο και εκείνη την Παρασκευή να βρεθεί στο μικρό αεροδρόμιο του Ηράκλειου και να επιβιβάζεται στην πτήση για Αθήνα. Ίσως ήταν όλα θέμα χημείας.

Δεν είχαν επικοινωνήσει με τον Βίκτωρ από την ημέρα που είχε περάσει από το ιατρείο της και την είχε χαιρετήσει. Ναι, ήθελε να τον ακούσει αλλά θα ήταν περισσότερο βασανιστικό αφού δεν θα μπορούσε να τον αγγίξει, να τον νοιώσει, να τον φιλήσει και γι αυτό δεν του είχε τηλεφωνήσει ως τώρα έστω. Δεν της χρειαζόταν τέτοιο μαρτύριο. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο όμως και περνώντας τον έλεγχο είχε πάει και είχε στηθεί  κάτω από τον πίνακα ανακοινώσεων του αεροδρομίου και είχε βγάλει μια μοναδική φωτογραφία :την οθόνη του που στο πάνω μέρος ήταν αναγραφόμενη η επόμενη πτήση που ήταν η δική της. Αυτή τη φωτογραφία  είχε στείλει στον αριθμό που της είχε περάσει στο κινητό της τηλέφωνο. 

Αν ο Βίκτωρ επιθυμούσε ακόμα να την δει και ίσχυαν όλα αυτά που της είχε πει μέχρι πριν λίγες μέρες , θα ήταν εκεί ανάμεσα στο πλήθος και θα την περίμενε. Ειδάλλως...θα ξόδευε το Σαββατοκύριακο μαζί με την απογοήτευση της ψωνίζοντας. Δεν λένε ότι η καλύτερη ψυχοθεραπεία για μια γυναίκα είναι τα ψώνια; Ε, αυτό θα έκανε. Η Χρύσα, η κοπέλα που είχε γνωρίσει τόσο ξαφνικά αλλά συνέχιζαν να έχουν επαφή και να μιλάνε περισσότερο με μυνήματα , όσο την μετέφερε στο αεροδρόμιο μιας και και εκείνη είχε δουλειές στο Ηράκλειο όπως της είχε πει και αποφάσισαν να πάνε παρέα ,της είχε δώσει οδηγίες για μαγαζιά με πραγματικές ευκαιρίες.  Ίσως έκοβε λίγο και τα μαλλιά της. Ευχόταν, αν την απόρριπτε που καθόλου δεν ήθελε να σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο, να μην έκανε ριζικές αλλαγές όπως να βάψει τα μαλλιά της ξανθά ή να κάνει τατουάζ τύπου "Να πεθάνουν οι άντρες". Ας ξεσπούσε στην χρεωστική της κάρτα που δεν είχε και κάποιο μεγάλο ποσό μέσα. 

Ξεφύσησε συλλογισμένη. Πως να είναι σίγουρη για την αντίδραση του από την στιγμή που δεν είχε τολμήσει αυτές τις μέρες -έστω και αυτές τις λίγες-  να του στείλει κάποιο μήνυμα ή να τον καλέσει; Αλλά δεν είχε λάβει εξίσου και κάποιο τηλεφώνημα ή μήνυμα ούτε από εκείνον. Προχωρούσε στα τυφλά και για να είναι περισσότερο ακριβής πέταγε στα τυφλά.

Του είχε στείλει την φωτογραφία μόλις είχε επιβιβαστεί στο αεροπλάνο και είχε απενεργοποίηση το κινητό της μετά από συμβουλή της αεροσυνοδού. Ακόμα και έτσι να μην είχε κάνει προτιμούσε να δει με τα μάτια της την απάντηση του, θετική ή αρνητική. Από την στιγμή που αποφασίζεις να ρισκάρεις έχεις και τα δύο δεδομένα ως πιθανά και τις όποιες συνέπειες. Πάντως και στα δύο δεδομένα είτε ερχόταν είτε όχι, διακινδύνευε την καρδιά της.

Χαμογέλασε και κοίταξε από το παράθυρο της καμπίνας του αεροσκάφους τα φώτα που αχνοφαινόταν στην Αττική γη. Βράδιαζε. Η μέρα τέλειωνε αλλά η δική της ένοιωθε μόλις να ξεκινάει.

*

Είχε πάρει την μικρή της χειραποσκευή και είχε σταθεί αβέβαιη στην κεντρική αίθουσα των αφίξεων με το κόσμο να περνάει δίπλα της προς κάθε κατεύθυνση και εκείνη να την χτυπάνε οι απαισιόδοξες σκέψεις που τόση ώρα τιθάσευε επιτυχώς. «Σκατά» ψέλλισε και δάγκωσε το κάτω χείλος της όπως κάθε φορά που ένοιωθε αμηχανία. Τα είχε σκατώσει. Είχε εναποθέσει την καρδιά και τις σκέψεις της σε ένα άντρα που είχε γνωρίσει ελάχιστα και για μικρό χρόνο κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες. Τι περίμενε; Εκείνος γυρνώντας στην καθημερινότητα του, στη ζωή του και πιθανόν στην οικογένεια και στους φίλους του, αν δεν την διέγραψε, την είχε κατατάξει, όπως και ότι πέρασε, σε μια άκρη του μυαλού του με τα επώδυνα γεγονότα της ζωής του. Για πιο λόγο να ήθελε να τα θυμηθεί ξανά συναντώντας την;

Για εκείνον θα έπρεπε να είναι κάτι επώδυνο...κάτι ενοχικό...κάτι περαστικό. Εκείνη γιατί έδωσε περισσότερη αξία από ότι του έπρεπε; Έκανε στην άκρη για να περάσει μια παρέα ηλικιωμένων με τις βαλίτσες τους και σταμάτησε δίπλα από μια κολώνα όπου ακούμπησε τον ένα ώμο της απογοητευμένη. Οι σκέψεις της την χλεύαζαν ήδη και εκείνη έσφιξε τα δόντια της δυνατά μεταξύ τους. Ναι, περίμενε κάτι περισσότερο από την κατάφωρη απόρριψη που βίωνε. Είχε πιστέψει ότι υπήρχε κάτι περισσότερο ανάμεσα τους. Ή ήθελε να το πιστέψει, επέμεινε καυστικά ξανά η σκέψη της.

Εντάξει, την απάντηση την είχε πάρει. Θα προχωρούσε στο πλάνο που δεν ήθελε να σκεφτεί καν σαν ενδεχόμενο. Πρώτη κίνηση να βρει ένα ταξί να την μεταφέρει σε ένα ξενοδοχείο και από εκεί...

Η παλάμη που ακούμπησε απαλά στον ελεύθερο ώμο της την τίναξε από τις σκέψεις της και γύρισε αυθόρμητα το σώμα της πνίγοντας μια κραυγή έκπληξης όσο οι παλάμες της σφίχτηκαν αμυντικά σε γροθιές.

Ο Βίκτωρ δεν την είχε απορρίψει.

Ο Βίκτωρ που είχε κάνει τη ζωή της να ανατραπεί και επιτέλους να ξεκινήσει να ζει και να διεκδικεί σαν γυναίκα, στεκόταν μπροστά της, ευθυτενής και πιο όμορφος από ποτέ χαμογελώντας της αμυδρά με εκείνο το στραβό χαμόγελο του που αναστάτωνε τα πάντα μέσα της και με τα κατάμαυρα μάτια του καρφωμένα πάνω της με όλη τους την ένταση και την λάμψη. Δεν την είχε απορρίψει.

«Σου είχα πει ότι θα ήμουν εδώ όσο χρόνο και να χρειαζόσουν για να έρθεις.» είπε έχοντας διαβάσει στο βλέμμα της τις τελευταίες από τις αμφιβολίες που υπήρχαν.

Και με αυτά τα λόγια η Δανάη ανακουφισμένη, ευτυχισμένη και ελεύθερη έπεσε με δύναμη στην αγκαλιά του χαμογελώντας. Τα χέρια του την αγκάλιασαν ζεστά και το συναίσθημα της ασφάλειας πλημμύρισε όλη την ύπαρξη της. Σωματικά, πνευματικά και ψυχικά ένοιωθε ότι εκεί ήταν η θέση της. Εκεί άνηκε. Εκεί έπρεπε να είναι. Αισθάνθηκε το χάδι στα μαλλιά της και μετά το ίδιο , ζεστό χέρι ανασήκωσε το πιγούνι της και όταν νόμιζε ότι δεν θα μπορούσε να νοιώσει περισσότερη ευτυχία ,τα χείλη του έκλεισαν γύρω από τα δικά της και όλοι οι ήχοι, οι φωνές, οι αναγγελίες από τα μεγάφωνα, τα κλάματα των παιδιών ,η φασαρία από τα καρότσια με τις αποσκευές , όλα μα όλα  απομονώθηκαν και έμειναν οι δύο τους.

 Η γεύση του δροσιά καλοκαιρινού χαράματος και η μυρωδιά του πεύκο και δάσος. Τόσο διαφορετικά μεταξύ τους αλλά και τόσο αγαπημένα και τα δύο ως προορισμό. Και εκείνη ένοιωθε ότι είχε βρεθεί στο προορισμό της. Αναστέναξε όταν ο Βίκτωρ βάθυνε το φιλί τους και εκείνη έσφιξε το κορμί της πάνω του από ευχαρίστηση, από την ανάγκη να τον νοιώσει περισσότερο πάνω της, μέσα της. Όταν αναγκαστικά χώρισαν για να πάρουν ανάσα ο Βίκτωρ δάγκωσε τα χείλη της πριν απομακρύνει το πρόσωπο του.

Η Δανάη χάρηκε όταν είδε τον πόθο να χορεύει στο βλέμμα του.

«Χαίρομαι που ήρθες να με βρεις τόσο σύντομα.»

«Δεν άντεξα περισσότερο.» απάντησε αυθόρμητα χαμογελώντας για να εισπράξει το γέλιο του. Το γέλιο του...Κάτι που δεν είχε ξανά ακούσει από εκείνον. Μα ο Βίκτωρ ήταν πλέον ένας άνθρωπος ελεύθερος που είχε κάθε δικαίωμα να γελάει. Έκλεισε τα μάτια της όταν εκείνος χάιδεψε με τον αντίχειρα του τα χείλη της και τον έσυρε στο μάγουλο της.

"Χαίρομαι και γι αυτό ." είπε και η κοπέλα βρέθηκε μες  στην ζεστή αγκαλιά του. Αφέθηκε στην στιγμή σαν τον ναυαγό που είχε βρει σωσίβιο και πέρασε τα χέρια της γύρω από την μέση του. Τον ένοιωθε πλέον δίχως περιορισμούς, δίχως δεύτερες σκέψεις και περίπλοκες σχέσεις μεταξύ τους. Βούλιαξε στην αίσθηση του κορμιού του όπως θα βούλιαζε πηδώντας από μια προβλήτα σε σκοτεινά νερά. Με μια ανάσα, τρελό χτυποκάρδι, αδρεναλίνη στα ύψη και ψήγματα φόβου. Έτσι ήταν ο Βίκτωρ. Σκοτεινή θάλασσα αλλά δίπλα της παρέμενε ήρεμος, σκοτεινός και βαθύς αλλά χωρίς ίχνος τρικυμίας. Θα μπορούσε να τον ταξιδέψει.

Η Δανάη καθησυχασμένη, τραβήχτηκε  από την αγκαλιά του και συνάντησε το βλέμμα του. Σκοτεινό αλλά ήρεμο. Ναι, μπορούσε να τον ταξιδέψει. Του χαμογέλασε και εκείνος έσκυψε και πήρε την χειραποσκευή στο ένα του χέρι. 

«Όσο και αν χαίρομαι που ήρθες, το έμαθα τελευταία στιγμή και έχω μια μικρή εκκρεμότητα που δεν μπορώ να αναβάλω ούτε να τακτοποιήσω από το τηλέφωνο. Για αυτό το λόγο θα σε αφήσω στο σπίτι μου και θα έρθω να σε βρω όταν τελειώσω.»

Η Δανάη έσφιξε τα δάχτυλα της γύρω από τα δικά του και περπάτησε δίπλα του προς την έξοδο.

«Μην με πας σπίτι αν δεν είσαι εσύ εκεί.» απάντησε και κατάλαβε το βηματισμό του που άλλαξε και το σώμα του που σφίχτηκε. Δεν επιθυμούσε να την έχει εκεί που θα πήγαινε για τους δικούς του προσωπικούς λόγους ,αλλά η Δανάη ήθελε να είναι μαζί του ακόμα και αν αυτό σήμαινε να βρεθεί στα σκοτάδια του.

«Θα είναι για λίγο.» τον άκουσε με δυσκολία να λέει μες από τα δόντια του πριν η Δανάη περάσει μέσα σε ένα επιβλητικό μαύρο αυτοκίνητο που τους περίμενε έξω από την είσοδο του αεροδρομίου στο οποίο ο Βίκτωρ είχε ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού.

*

Το πρώτο που διαπίστωσε από τα πρώτα μέτρα ήταν η ανάγκη της για εκείνον που συνεχώς μεγάλωνε και δεύτερο ότι η σιωπή επιδείνωνε την κατάσταση της. Η καμπίνα του πολυτελούς αυτοκινήτου στα πρώτα κιόλας λεπτά είχε κηλιδωθεί από τις εικόνες που είχε φτιάξει το μυαλό της με την εντολή του κορμιού της και συνέχιζε να φτιάχνει με εκείνη να ασφυκτιεί. Είχε ήδη μετανιώσει που δεν δέχτηκε να πάει να τον περιμένει σπίτι από την στιγμή που δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Γιατί ήξερε ότι αν τον άγγιζε θα ξέσπαγε πυρκαγιά και θα καιγόντουσαν και εκείνος, χαριτωμένα,  είχε ζητήσει πίστωση χρόνου ώστε να τακτοποιήσει την όποια εκκρεμότητα είχε. Άρα  όσο και να ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά του, όσο και να επιθυμούσε να γευτεί τα χείλη του, όσο και να καιγόταν για εκείνον θα ήταν σφάλμα αν έκανε πράξη ότι σχεδίαζε το μυαλό της και ονειρευόταν το κορμί της και ας συνέχιζαν αυτά να επιμένουν.

Αναστέναξε ανακουφισμένη βλέποντας τον να κόβει ταχύτητα και να παρκάρει έξω  από ένα τεράστιο και φωταγωγημένο κτίριο και αυτό σίγουρα δεν ήταν μικρό μπαρ όπως είχε σχηματίσει την γνώμη ότι είχε στην κατοχή του ο Βίκτωρ. Αυτό ήταν μεγαθήριο κατέληξε κατεβαίνοντας μουδιασμένη από την θέση της και πατώντας τα πόδια της στην άσφαλτο.

«Η πιο βασανιστική διαδρομή που είχα ποτέ.»

Η Δανάη παρακολούθησε τον παρκαδόρο να δέχεται το κλειδί στον αέρα από τον Βίκτωρ και η καρδιά της φτερούγισε με τα λόγια του μιας και δεν αισθανόταν τελικά μόνο εκείνη έτσι. Δεν βασανιζόταν μόνο η ίδια αλλά και εκείνος.

«Πάμε;»

Κατένευσε βουβά και έδωσε το χέρι της στον Βίκτωρ που το περίμενε. Η ζεστασιά της παλάμης του ζέστανε το κορμί της και βρέθηκε να περπατάει δίπλα του με κατέυθυνση την είσοδο. Είχε ξαναβρεθεί φυσικά σε νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας. Όχι πρόσφατα μιας και δεν ήταν από τις  διασκεδάσεις που της άρεσαν αλλά θυμόταν ότι είχε περάσει καλά με τις συμμαθήτριες της  όταν είχαν ανέβει πενταήμερη με την τάξη της και είχαν επισκεφτεί κάποιο βράδυ τα μπουζούκια. Όπως και όταν είχε πάρει το πτυχίο της από την ιατρική σχολή το είχαν γλεντήσει όλοι από το τμήμα σε ένα πάλι μεγάλο μαγαζί χωρίς να μπορεί να θυμηθεί το όνομα του ή περισσότερες λεπτομέρειες. Θ α ήταν τόσο παράδοξο να είχε βρεθεί σε κάποιο από τα μαγαζιά του Βίκτωρ με την μοίρα να τους φέρνει κοντά έπειτα από χρόνια. Γιατί αν εξαιρέσεις αυτές τις δύο φορές η Δανάη απέφευγε τέτοιου είδους διασκέδαση . Στο Λονδίνο τα πράγματα ήταν διαφορετικά μιας και εκεί βρήκε να απολαμβάνει πραγματικά να επισκέπτεται διάφορες μικρές παμπ και να γεύεται τις διαφορετικές γεύσεις μπύρας που υπήρχαν. Αλλά αν ήθελε πραγματικά  τον Βίκτωρ έπρεπε να συμβιβαστεί με τον τρόπο ζωής του σκέφτηκε και με το που ο πορτιέρης άνοιξε την εξώπορτα, ήταν  αυτός ο τρόπος της ζωής του που ξεχύθηκε βίαια κατά το μέρος τους και τους κύκλωσε. 

Φασαρία, μουσική, φωνές, γέλια  ξέσπασαν πάνω της με την Δανάη να παίρνει μια βαθιά ανάσα έκπληκτη όσο έδινε το παλτό της στον Βίκτωρ και εκείνος με τη σειρά του σε μια κοπέλα που προφανώς δουλειά της ήταν να τα φυλάει ασφαλή παρατηρώντας την ελάχιστα τόσο όσο χρειαζόταν για να διαπιστώσει αμήχανη ότι η εικόνα που η ίδια παρουσίαζε ως Δανάη δεν ήταν αυτή που άρμοζε για επίσκεψη σε νυχτερινό μαγαζί. Κοίταξε τα χαμηλά παπούτσια που φόραγε, το παντελόνι σε ίσια γραμμή και το πουκάμισο της απογοητευμένη. Δεν ήταν αυτό ντύσιμο για μπαρ. Δεν ήταν γενικά ντύσιμο να σταθεί δίπλα στον Βίκτωρ.

«Δεν θα μπορούσες να είσαι περισσότερο σέξι από ότι αυτή τη στιγμή που θέλω σαν τρελός να σε σύρω  στα σκοτάδια της γκαρνταρόμπας και να σε γαμήσω.»

Ανατρίχιασε μιας και μες στη ταραχή της δεν είχε καταλάβει τον Βίκτωρ να την πλησιάζει και να στέκεται πίσω της με τον  ψίθυρο του να  κάνει το αίμα της να εκτιναχτεί και το κορμί της να ανεβάσει θερμοκρασία. Τελικά οι κακές λέξεις αν ειπωθούν από τα  σωστά χείλη μπορούν να είναι βασανιστικά ερεθιστικές. Δάγκωσε τα χείλη της καθώς το κορμί του κάλυπτε το δικό της και συνειδητοποιώντας ότι ο Βίκτωρ πραγματικά χαιρόταν που την έβλεπε...και βασανιζόταν. Χαμογέλασε πονηρά και έτοιμη ήταν να γυρίσει να τον τραβήξει προς το σκοτεινό χώρο που φύλασσαν τα πανωφόρια τους οι πελάτες και να κάνουν πράξη την σκέψη του όταν εκείνος έπιασε το χέρι της στο δικό του και ξεκίνησε να διασχίζει το διάδρομο πριν βρεθούν στο κατάμεστο μαγαζί και αρχίσει δημιουργώντας μια ασπίδα με το σώμα του να κάνει στην άκρη το πλήθος που χόρευε και έπινε ώστε να περάσουν με ασφάλεια στην άλλη άκρη όπου από μια μικρή, αθέατη  και στενή σκάλα ανέβηκαν σε ένα υπερυψωμένο δωμάτιο προσπερνώντας ένα νεαρό που έστεκε στην αρχή της σκάλας λες και την φρουρούσε.

«Τέτοιος χαμός γίνεται κάθε μέρα;» φώναξε η Δανάη υπερβολικά δυνατά από ότι φάνηκε μιας και είχαν βρεθεί στην ασφάλεια ενός μικρού γραφείου που όλα έδειχνα ότι ήταν ο προσωπικός του χώρος. 

Ο Βίκτωρ έκλεισε την πόρτα πίσω τους και προχώρησε προς το γραφείο του.

«Είμαστε κλειστά τις Δευτέρες.» ήταν η λιτή απάντηση του πριν χωθεί πίσω από το γραφείο και αρχίζει να  πληκτρολογεί στον υπολογιστή που βρισκόταν εκεί πάνω και τον περίμενε ανοικτός. Η Δανάη ήσυχη, θέλοντας να τον αφήσει να δουλέψει, περπάτησε προς την τζαμαρία που υπήρχε ακριβώς εμπρός από το γραφείο του Βίκτωρ όπου η θέα από εκεί της έκοψε την ανάσα. Μες το χαμό, στο πλήθος και στην φασαρία όσο ανέβαινε στο γραφείο δεν είχε χρόνο να  κοιτάξει τις λεπτομέρειες που σαφέστατα έκαναν την διαφορά.

Μια μεγάλη αίθουσα με διαζώματα απλωνόταν μπροστά της, πίσω από το τζάμι του γραφείου με  μικρά μπαλκόνια ιδιωτικά για παρέες που απολάμβαναν την έξοδο τους, με τα  φώτα εναρμονισμένα με τον ρυθμό της μουσικής και χορεύτριες με ελάχιστα ρούχα που λικνίζονταν αισθησιακά στο ρυθμό. Το βλέμμα της ακολούθησε τις σερβιτόρες, τους σερβιτόρους, τα πολύχρωμα  ποτά που κουβαλούσαν , τα χαμογελαστά πρόσωπα του πλήθους με το κέφι που δεν κρυβόταν,  το ρυθμό των κορμιών τους στη μουσική  στον ρυθμό και  στην ευτυχία. Ποτέ δεν είχε βρεθεί παρατηρητής σε ένα νυχτερινό μαγαζί μιας και τις δύο μοναδικές φορές που είχε βρεθεί σε τέτοιο είδους μαγαζί ήταν μια από το πλήθος.

«Απίστευτη θέα...» ψέλλισε σιγανά με το βλέμμα αχόρταγο να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από την ασφάλεια και την ησυχία του γραφείου . Ένοιωθε σαν παρατηρητής, σαν μικρός θεός από εκεί πάνω, αθέατη είχε πρόσβαση σε όλους και όλα δίχως να μπορεί να αντιληφθεί κάποιος ότι παρακολουθείται. 

«Πρώτη φορά είναι .»

Δεν τον είχε αντιληφθεί ότι την είχε πλησιάσει... ξανά. Μόνο όταν ο ψίθυρος του και η ανάσα του χάιδεψε την επιδερμίδα της χαμηλά  στο λαιμό και το λοβό του αυτιού της τον αντιλήφθηκε.  Άφησε ένα βογκητό καθώς το κορμί της το διέτρεχε ένα κύμα ρίγους ενώ ταυτόχρονα το χέρι του πέρασε μπροστά στο κορμί της, στη κοιλιά της και την πίεσε πάνω στο σκληρό κορμί του. Αισθάνθηκε την ανάσα του να βαραίνει και το κορμί του να σκληραίνει. Το πόσο χρειαζόταν ο ένας τον άλλον ήταν απίστευτο με την  έλξη μεταξύ τους να είναι από την αρχή της γνωριμίας τους το ίδιο επώδυνη. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του γέρνοντας απαλά προς το πλάι ώστε  τα χείλη του να φυλακίσουν τα δικά της αστραπιαία.

«Νόμιζα ότι σε είχα ονειρευτεί...» τα λιγοστά λόγια του πριν βαθύνει το φιλί του και εκείνη του δώσει πλήρη πρόσβαση στο στόμα της. Η γεύση του...το κορμί του...εκείνος ο ίδιος....τα είχε όλα...ήταν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στη γη . Μια ανατριχίλα που διέτρεξε την ραχοκοκαλιά της έκανε την κοπέλα να σφιχτεί στο κορμί του και να δώσει ένταση στο φιλί τους με ένα βογκητό που ανέβηκε στο στόμα της και εκείνος τον κατάπιε. Δεν της ήταν πλέον αρκετό αυτό και εκείνος πιθανόν διαισθανόμενος την πίκρα της, διέκοψε το φιλί τους και την έστρεψε προς το μέρος του με το βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις. Το χέρι του ανέβηκε στο πουκάμισο της και έπιασε να ξεκουμπώνει το πρώτο εμπόδιο ανάμεσα τους όταν η πόρτα που χτύπησε τον έκανε να βλαστημήσει, να  γρυλίσει κάτι σε μια άγνωστης προς την Δανάη γλώσσα  και να κουμπώσει το κουμπί πριν τραβήξει ένα χειριστήριο από την τσέπη του και πατήσει ένα πλήκτρο δίνοντας πρόσβαση στο χώρο. Ο Βίκτωρ κάλυψε με το σώμα του την Δανάη καθώς στάθηκε εμπρός της  δίχως να μπορεί εκείνη να δει τον άντρα που μπήκε στο χώρο βιαστικά, φορτωμένος με ένα  χαρτοφύλακα και τα γυαλιά που φόραγε να έχουν πέσει χαμηλά στη μύτη του.

«Η μεταφορά και στα έγγραφα έγινε. Ενήμερος ο συμβολαιογράφος και η εφορία αλλά εσύ πρώτα πρέπει να δεις αυτά τα τιμολόγια και να μου υπογράψεις επιπλέον και αυτά εδώ...στ αφήνω στο γραφείο Βίκτωρ. Γαμώτο αλλά σήμερα γίνεται της πουτάνας πάλι. Αγανάκτησα να περάσω και να ανέβω πάνω. »

Ο Βίκτωρ που είχε βήξει επικριτικά έκανε τον άντρα να σταματήσει ότι έλεγε και έστρεψε την προσοχή του πάνω του έχοντας αφήσει τα έγγραφα. Κοίταξε προσεχτικά πάνω από τα γυαλιά του για να διαπιστώσει την μικρή φιγούρα της Δανάης να αχνοφαίνεται λόγω χαμηλού φωτισμού πίσω από το σώμα του εργοδότη του.

«Α, δεν είσαι μόνος. Δεν ήξερα ότι δεν είσαι μόνος. Που να το φανταστώ.  Δεν μου είπε ο Γκόραν ότι ανέβηκες με παρέα. Θες να φύγω;» ρώτησε άτσαλα και βιαστικά κάνοντας μεταβολή χωρίς να περιμένει καν την απάντηση του Βίκτωρ.

«Εγώ θα φύγω.»

Αυτό έφτανε να φρενάρει τον άγνωστο άντρα και να τον κοιτάξει φανερά έκπληκτος και άφωνος.

"Μα εσύ ποτέ δεν φεύγεις."

«Πέρασα για να σου δώσω πρόσβαση στον υπολογιστή μου μιας και έστω αυτή την νύχτα εσύ διευθύνεις από εδώ και πες στον Γκόραν να αναλάβει το μαγαζί κάτω.» τον ενημέρωσε κοφτά  προκαλώντας του ένα εμφανέστατο σοκ που αποτυπώθηκε στο πρόσωπο του άντρα και δίχως περισσότερα λόγια και εξηγήσεις τράβηξε την Δανάη από το χέρι και βγήκαν από το χώρο και αμέσως μετά από το μπαρ έξω στην νύχτα που τους αγκάλιασε. 

«Αν έπρεπε να μείνεις, δεν θα είχα πρόβλημα...άλλωστε εγώ φταίω που αναστάτωσα το πρόγραμμα σου που ήρθα δίχως ειδοποίηση τελευταία στιγμή.» απολογήθηκε στενοχωρημένη η Δανάη όσο στάθηκε απέναντι του ενώ  περίμεναν το πανωφόρια τους από την κοπέλα .

«Μην μιλάς...» απάντησε ψιθυριστά με τα δάχτυλα του να χαϊδεύουν τα χείλη της και με το στραβό χαμόγελο στα χείλη τα δικά του που η Δανάη τόσο λάτρευε «Θα παράταγα τα πάντα για σένα.» συνέχισε με τα χείλη του να αντικαθιστούν τα δάχτυλα του. Ένα χάδι αέρινο, απαλό με την Δανάη να σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της για να τον νοιώσει και εκείνον να απομακρύνεται πιάνοντας τα πανωφόρια που είχαν έρθει με την Δανάη να βογκάει απελπισμένη. Θα τρελαινόταν. 

«Έρχεσαι στα λόγια μου βλέπω...» συμπλήρωσε ο Βίκτωρ με έντονο βλέμμα τραβώντας την βιαστικά από το χέρι προς τα έξω και το αυτοκίνητο του που ήδη τον περίμενε και με μια μοναδική  κατεύθυνση. 

Το σπίτι του.

Continue Reading

You'll Also Like

17.7K 857 17
«Στην αγάπη δεν υπάρχουν δρόμοι. Τους φτιάχνεις.» 🤍 Book tropes: meant to be, soulmates, falling in love all over again
3.9K 680 21
" Αγαπιόμαστε. Ξέρω ότι τον αγαπάς και εσύ αλλά είναι μονόπλευρο. Δεν θα κάνω στην άκρη την ευτυχία μου για έναν μονόπλευρο έρωτα."
23K 2.6K 30
- Θα σου αλλάξω την ζωή, πίστεψέ με! είπε με απόλυτη σιγουριά. - Ναι. Κάπου εδώ πρέπει να σε ενημερώσω για το ότι δεν μου αρέσουν οι αλλαγές. Καθόλο...
71.2K 3.2K 58
Τι θα γίνει όταν η μικρή άβγαλτη απουσιολόγος αναγκαστεί να κάνει μια συμφωνία με το πιο διάσημο παιδί του σχολείου?