Αλεκατρίδες "Το Αμέντι"

By 183798

14.3K 1.9K 1.8K

Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς. More

1.
2
3
4
5
6
7
8
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29

9

415 64 67
By 183798


«Μην φοβάσαι βρε κορίτσι μου και σφίξε το λίγο παραπάνω . Αλλιώς θα μου ξετυλιχτεί στην κατσαρόλα μέσα όταν θα ψήνεται. Αμάν πια και εσύ, κάνεις λες και θα το πονέσεις! Πίεσε το λιγάκι ακόμα, μην ανησυχείς για τα υγρά που θα τρέξουν στα δάχτυλα σου.»

«Ναι ρε σιχασιάρικο,  σφίξε το λίγο παραπάνω. Δεν προσέχεις την μαμά πως το κάνει; Κανόνισε να τα φάμε σούπα αύριο.» πρόσθεσε περιπαικτικά ο Σωτήρης και η Δανάη τον κοίταξε έξαλλη. Με το που είχαν επιστρέψει από την φυλακή , είχαν καθίσει για μεσημεριανό και δεν είχε προλάβει να πιει έστω ένα παυσίπονο όταν η μητέρα της την είχε αγγαρέψει να την βοηθήσει με το τύλιγμα των αμπελόφυλλων πριν φύγει για το ιατρείο της ξανά. Και δεν της έφτανε ο πονοκέφαλος της είχε και τα υγρά που έτρεχαν στα δάχτυλα της και στο καρπό της είχε και τον αδερφό της να της σπάει τα νεύρα. Τον κοίταξε και αγανακτισμένη αναρωτήθηκε γιατί ποτέ το πουκάμισο του δεν τσαλακωνόταν! 

«Γιατί ο Σωτήρης δεν τυλίγει και αυτός ντολμαδάκια μητέρα; Μήπως δεν θα φάει και αυτός αύριο; Στενός κορσές μας έχει γίνει που λείπει η γυναίκα του! Ας φτιάξει λοιπόν και αυτός το δικό του μερτικό. Για να τον δω, που μόνο υποδείξεις ξέρει να κάνει.» παρατήρησε εκνευρισμένη κοιτώντας την μητέρα τους με ανασηκωμένο φρύδι με τα χέρια της να συνεχίζουν να στάζουν από το υγρό της γέμισης. Λάδι, ντομάτα και μπαχαρικά, όλα έσταζαν γαργαλώντας το δέρμα της.

«Πας καλά μωρέ Δανάη; Σου σάλεψε εντελώς; Τι λες εκεί; » φώναξε έξαλλος ο Σωτήρης ενώ κατέβαζε τα πόδια του από το σταυροπόδι που τα είχε.

«Τι αν πάω καλά; Μια χαρά πάω. Όποιος θέλει να φάει ντολμαδάκια πρέπει να βοηθήσει στην προετοιμασία τους! Αλλά μου φαίνεται ότι από το κανάκεμα της μαμάς πέρασες σε αυτό της Λίλιαν! Παντρεύτηκες και θα έπρεπε τώρα που λείπει η γυναίκα σου να μαγειρεύεις μόνος σου και όχι να σε λουστεί η μαμά πάλι!»

«Είμαι αγόρι ξέρεις .»

«Είσαι γενικά ηλίθιος να ξέρεις.»

«Αν είναι δυνατόν ρε παιδιά!» φώναξε αγανακτισμένη η μητέρα τους σταματώντας το τύλιγμα διακόπτοντας το διαξιφισμό τους και συνέχισε « Πρέπει να τσακώνεστε για όλα; Κάτι τόσο απλό όπως η προετοιμασία του αυριανού φαγητού  γιατί πρέπει να γίνει μπέρδεμα;»

«Κάτσε ρε γυναίκα γιατί εδώ προέκυψε άλλο θέμα. Τι σημαίνει είμαι αγόρι, Σωτήρη; Έτσι σας διδάξαμε; Ή τα ξεχάσατε όλα και πρέπει να τα πιάσουμε από την αρχή;» υπερθερμάνθηκε και ο Μανώλης κοιτώντας τους εναλλάξ εκνευρισμένος. "Θα ήθελες αύριο μεθαύριο να κάθεται η κόρη σου γιατί έτυχε να γεννηθεί γυναίκα να μαγειρεύει όλη μέρα και ο γαμπρός σου αντί να την βοηθάει να κάθεται να την κοιτάζει;" 

«Μπορείς να αφήσεις την Εμμανουέλα έξω από την συζήτηση μας; Μια χαρά είναι η κόρη μου εκεί που είναι και αργεί το όλο θέμα με το αγόρι."   γρύλισε φτύνοντας την λέξη "Και αν θες να ξέρεις πατέρα όταν κάνεις μάθημα θα πρέπει να το έχεις διδαχτεί και ο ίδιος και δεν βλέπω εσένα  να βοηθάς στο τύλιγμα κύριε δάσκαλε. Ποτέ βασικά δεν σε έχω δει να βοηθάς την μαμά. Το παράδειγμα σου μιμούμαι πατέρα.» υποστήριξε την θέση του και κάθισε σίγουρος για το ότι είχε αποστομώσει τον πατέρα του.

«Δεν έπρεπε να τον στείλω στη νομική, γυναίκα . Ετοιμόλογος μου βγήκε  και άντε τώρα να βρεις το δίκιο σου.»

«Ήταν από μικρός ετοιμόλογος Μανώλη γι αυτό του ταίριαζε η νομική αφού δεν τον ήθελες πολιτικό.  Τι άλλο να τον κάναμε με τέτοιο στόμα αν όχι δικηγόρο;»

«Ξέρω γω μωρέ Καλλιόπη...Παπάς ίσως θα μπορούσε να γίνει. Και ο παπά Μηνάς έτσι δεν είναι σαν τον Σωτήρη μας; Ανοίγει το στόμα του την Κυριακή και δεν λέει να σταματήσει το κήρυγμα.»

«Και είμαι εδώ, μπροστά σας αν δεν με έχετε αντιληφθεί.» γκρίνιαξε ο Σωτήρης με την Δανάη να γελάει έχοντας κάνει εικόνα τον Σωτήρη ως παπά και να εισπράττει τον εκνευρισμό του βλέποντας την να σταυροκοπιέται και να μουρμουρίζει ψαλμωδίες. 

«Έλα Δανάη αηδίες και εσύ παιδάκι μου μορφωμένη γυναίκα, σταμάτα να μοιρολογάς."

"Δεν μοιρολόγαγα μαμά αλλά έψελνα να μπούμε στο κλίμα."

"Εξυπνάδες η κόρη μου όπως πάντα. Δανάη το μόνο κλίμα που υπάρχει είναι τα φύλλα του κλήματος από το αμπέλι μας. Ελάτε τώρα, για να ζητάει βοήθεια η γυναίκα σημαίνει ότι την χρειάζεται. Βάλτε όλοι ένα χεράκι να βοηθήσουμε την μάνα σας να τελειώνει.» πρότεινε ο κυρ Μανώλης και έπιασε προς έκπληξη όλων ένα αμπελόφυλλο στο χέρι του  και ξεκίνησε να το κοιτάζει «Αλήθεια  Σωτήρη πήγες με την Δανάη μας σήμερα όπως μας είχες πει ότι θα έκανες; Πως είναι τα πράγματα στη φυλακή παιδί μου;»

«Πήγα, ναι. Πως να είναι τα πράγματα καλέ μπαμπά, όπως σε όλες τις φυλακές. Αν και οι δικές μας εδώ είναι σε καλύτερη μοίρα από ορισμένες άλλες. Έχω τον Στέλιο , έναν αστυνομικό  φίλο μου στις φυλακές Διαβατών σε αποστολή και αυτά που μου λέει ξεπερνάνε κάθε φαντασία. Η Δανάη στη Νεάπολη είναι καλά σχετικά. » σχολίασε με το μυαλό του σε αυτό που κράταγε   στην παλάμη του, ένα αμπελόφυλλο, το οποίο κοίταξε απορημένος και λίγο αηδιασμένος.

«Δανάη μου πως σου φαίνεται ως τώρα εκεί μέσα; Αντέχεις παιδί μου; Είναι όπως τα περίμενες;» ρώτησε αλλάζοντας πρόσωπο μιας και ο γιος του έδειχνε να έχει μαγευτεί από το πράσινο φύλλο το οποίο γύρναγε από όλες τις πλευρές.

«Δύο μέρες έχω πάει μόνο μπαμπά δεν έχω δει και πολλά. Ο προηγούμενος γιατρός  ήταν χρόνια σε αυτή τη θέση και συνταξιοδοτήθηκε και δεν θα κρύψω ότι τα είχε παραμελήσει τώρα τελευταία. Άσε που δεν υπάρχει τίποτα σε ηλεκτρονική μορφή. Αλλά θα τα καταφέρω και θα τα οργανώσω όλα ,αν με αφήσουν ήσυχη φυσικά. Την πρώτη μέρα των καθηκόντων μου, που ταράχτηκα λίγο δεν σου κρύβω μιας και βρήκα δυο τρόφιμους να έχουν καβγαδίσει άσχημα και όλο αυτό εξαιτίας ενός κρεβατιού, αν είναι δυνατόν δηλαδή, δεν κατάφερα να κάνω τίποτα. Λίγο έριξα μια ματιά σήμερα αλλά και πάλι δεν έκανα προκοπή με το να τρέχω να εξετάσω τον ένα τραυματία. Και αύριο θα τρέχω στην κλινική μαζί του για να βάλει ακτινογραφία. Με αυτό το ρυθμό θα φύγω και δεν θα έχω αρχειοθετήσει τίποτα. Τρεις μέρες χαμένες και αυτό για ένα κρεβάτι χειρότερο και από αυτό της αποθήκης μας.»

«Υποθέτω σε ένα κελί το κρεβάτι θα είναι πολύ σημαντικό αντικείμενο.» σχολίασε ο Μανώλης γεμίζοντας με γέμιση το φύλλο που κράταγε.

«Ναι δεν αντιλέγω μπαμπά αλλά μου φάνηκε πολύ παιδαριώδες όλο αυτό.»

«Της εξήγησα ότι στη φυλακή έχουν άλλους κανόνες. Τσακώνονται για όλα. Από μικροπράγματα όπως μια κούπα καφέ που κάποιος χρησιμοποίησε ενώ δεν του άνηκε μέχρι ξεκαθαρίσματα λογαριασμών.»

«Η Δανάη μου κινδυνεύει;» ρώτησε με την αγωνία να ζωγραφίζει την φωνή της η Καλλιόπη σταματώντας ότι έκανε.

«Η Δανάη μας είναι απόλυτα προστατευμένη αν ακούει τις συμβουλές των φρουρών, δεν ανακατεύεται, κοιτά την δουλειά της μόνο και δεν κάνει του κεφαλιού της.» απάντησε στη μητέρα του ο Σωτήρης και πρόσθεσε σοβαρά και δυνατά  «Που συνήθως κάνει του κεφαλιού της», για να χλομιάσει η μητέρα του, να βογκήξει η αδερφή του και να βρεθεί με ένα μισοτυλιγμένο ντολμαδάκι στα χέρια που του είχε πετάξει ο πατέρας του αγανακτισμένος.

«Βρε τέρας δεν θα έπρεπε να την καθησυχάσεις;» γκρίνιαξε ενώ η Δανάη σηκώθηκε πάνω κοιτώντας τον οργισμένη. 

«Να καθίσεις εδώ και να τυλίξεις και τα δικά μου ντολμαδάκια για να μάθεις . Ξεπατοκώλη!*» πρόσθεσε με τον Σωτήρη να σηκώνεται πάνω υιοθετώντας το ανάλογο ύφος.

«Εμένα είπες έτσι, Δανάη;» ρώτησε απότομα και εκείνη κατένευσε με τα χέρια στη μέση έτοιμη για μάχη. "Εμένα;!" επέμεινε με τον πατέρα τους να  απομακρύνει την κατσαρόλα που τοποθετούσαν τα ντολμαδάκια όσο η μητέρα τους έπαιρνε από το τραπέζι το μπολ με την γέμιση.

«Εμένα είπες έτσι που δεν ομολόγησα ποτέ ότι εσύ ήσουν που έσκασες επίτηδες τα λάστιχα του τρακτέρ του θείου του Γιώργη γιατί αρνήθηκε να σε αφήσει να το οδηγήσεις εκείνη την μέρα; Εμένα που δεν σε κάρφωσα όταν εκείνα τα Χριστούγεννα έψαχνες το δικό σου πακέτο κάτω από το δέντρο και έριξες το δέντρο σπάζοντας όλα τα στολίδια και το έριξες στη γάτα ; Εμένα που δεν είπα ποτέ...»

«Σωτήρη σκάσε!» φώναξε η Δανάη με μάτια που πέταγαν σπίθες.

«Εμένα μου είπες να σκάσω; Εμένα;!» ρώτησε πραγματικά έξαλλος δείχνοντας έτοιμος να την δολοφονήσει όταν έκανε μεταβολή αφού πρώτα πέταξε στο τραπεζάκι το ντολμαδάκι που κράταγε και έφυγε με κατέυθυνση το σπίτι.

«Γιατί άδικα στο είπα;! Σε λίγο θα του έλεγες ότι εγώ γέμισα το ντεπόζιτο με γυρίνους γιατί δεν έβρισκα που αλλού να τους βάλω! Ξεπατοκώλη! » φώναξε πίσω του έχοντας τον πάρει στο κατόπι και μόλις αντιλήφθηκε τι είχε ομολογήσει έφερε τις παλάμες της στο στόμα πριν τον ακολουθήσει φουριόζα μέσα κατακόκκινη από ντροπή.

«Καλά πήγε και αυτό έτσι;» σχολίασε ο Μανώλης βάζοντας στο τραπεζάκι πίσω την κατσαρόλα που κράταγε αγκαλιά. Η Καλλιόπη τοποθέτησε την γέμιση πίσω και ξεκίνησε να τυλίγει με σουφρωμένα χείλη βαθιά συλλογισμένη.

«Πάντα απορούσα για τους γυρίνους να ξέρεις ...αναρωτιόμουνα πως είχε περάσει στο ντεπόζιτο ο βάτραχος και γέννησε τα αυγά του...ποτέ δεν κατάλαβα πως είχε συμβεί.»

«Γιατί εγώ που έψαχνα να κλείσω την τρύπα και δεν έβρισκα κάτι;» συμπλήρωσε ο Μανόλης ξεκινώντας να τυλίγει τα αμπελόφυλλα με την γέμιση και αυτός συλλογισμένος.

Ενώ δύο φιγούρες στο παράθυρο της κουζίνας , πίσω από την χειροποίητη  κουρτίνα ,τους κοίταζαν με μάτια μισό κλειστά και χείλη δαγκωμένα.

«Πως μου ξέφυγε και αναφέρθηκα στα καημένα τα βατραχάκια μου; Δεν θα τους πήγαινε ποτέ το μυαλό ότι το είχα κάνει εγώ αυτό...Έπρεπε όμως να τους πεις και εσύ για το τρακτέρ του θείου;»

«Οτιδήποτε μας γλίτωνε αδερφή. Τι να έκανα; Έπρεπε να γίνει πιστευτό γιατί αλλιώς όλο το απόγευμα μας έβλεπα να τυλίγουμε ντολμάδες! Δεν είδες πόσα αμπελόφυλλα είχε φέρει η μάνα; Όλο το αμπέλι είχε κουβαλήσει!»

«Σαν να μου φαίνεται τότε ότι φτηνά την γλιτώσαμε. Έκανες το θαύμα σου... παππούλη.»

«Δανάη, σκάσε.»

"Εσύ να σκάσεις."

Ενώ κάπου έξω...

«Θα τους αφήσεις να πιστεύουν ότι το χάψαμε ,Καλλιόπη μου;»

«Γιατί όχι; Αυτοί γλίτωσαν την αγγαρεία και εμείς βρήκαμε την ησυχία μας. Δεν είδες κάτι μούτρα που είχαν και μια γκρίνια τόση ώρα; Μια φορά ζήτησα βοήθεια και τόσο η κόρη μας όσο και ο γιός μας σκοτώθηκαν όχι για να μου την προσφέρουν αλλά για να φύγουν. Θεέ μου κάτι παιδιά. Να δω την προκομένη μας αν ανοίξει σπίτι τι θα μαγειρεύει στον άντρα της. Ιώδιο με αντισηπτικό θα του φτιάχνει του καψερού."

"Μωρέ ας παντρευτεί αυτή και θα τους μαγειρεύω εγώ." σχολίασε ο Μανώλης κλείνοντας της το μάτι με νόημα κάνοντας την Καλλιόπη να τον κοιτάξει με ανασηκωμένο το ένας της φρύδι .

"Τι θα της φτιάχνεις για να έχουμε σαφή εικόνα βρε ονειροπαρμένε; Αυγά βραστά που είναι το μόνο που ξέρεις; Σωθήκαμε τώρα."

"Τα λες ή σου ξεφεύγουν γυναίκα;"

"Εσύ άρχισες πάλι με το να τάζεις τον ουρανό και τα άστρα μόνο και μόνο για να παντρευτεί η Δανάη μας." τον μάλωσε σιγανά," Πες τώρα τι έγινε με την υιοθεσία των παιδιών γιατί δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω με την γκρίνια και των δυο τους. Εκεί που τακτοποιήσαμε την Ροδάνθη και είχαμε μείνει μονάχοι βρεθήκαμε πάλι με δύο παιδιά μέσα στο σπίτι να τσακώνονται. Δεν περίμενα να το πω αλλά παρακαλώ να έρθει η Λίλιαν σπίτι της να σταματήσει ο Σωτήρης την γκρίνια και να μπει σε μια τάξη πάλι με την οικογένεια του και να σταματήσει να τσιγκλάει όλη την ώρα την Δανάη μας. Δεν φτάνει που δεν τα έχει καλά με τον Κώστα θα έχει πάνω στο κεφάλι της και τον δικό μας."

"Ωπα για κάτσε ρε γυναίκα. Τι είναι αυτό που πέταξες τώρα; Τα χαλάσανε δηλαδή αυτοί οι δύο; Γι αυτό είναι η δικιά μας με τέτοια νεύρα; "

"Ε, ναι. Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει. Δεν την βλέπεις αυτές τις μέρες που κουβέντα δεν μπορείς να της πάρεις; Δεν ξέρω αν χώρισαν αλλά τσακωμένοι είναι σίγουρα."

"Τι να της έκανε το κάθαρμα ήθελα να ήξερα."

"Όπα...όπα...και γιατί να μην φταίει η δικιά μας αλλά να φταίει ο Κώστας που κατευθείαν χαρακτήρισες;" απάντησε προβληματισμένη η Καλλιόπη και ο σύζυγος της γέλασε εκνευρίζοντας την.

"Η Δανάη μου είναι ένας άγγελος. Αποκλείεται να έκανε αυτή κάτι. Αυτός κάτι της έχει κάνει να μου το θυμηθείς."

"Το εύχομαι. Πες τώρα για την Ελβίνα και τον Ιωσήφ μόνο με έσκασες για να μου πεις κάτι." γκρίνιαξε η Καλλιόπη και ο Μανώλης απέναντι της σοβάρεψε κατευθείαν.

"Όλα έγιναν όπως τους τα είχε πει ο Σωτήρης μας. Αλλά αυτό που δεν μπορώ να χωνέψω είναι πόση μεγάλη διαδικασία έχει και που θα κάνουν τόσο καιρό για να τους δώσουν ένα παιδί."

"Στο ξαναλέω μπας και το καταλάβεις κάποια στιγμή. Παιδί θα τους δώσουν Μανώλη , όχι κολοκύθια. Που και αυτά όταν πας να τα ψωνίσεις τα κοιτάς από όλες τις πλευρές πριν τα βάλεις την τσάντα και τα ψωνίσεις. Πόσω μάλλον παιδί...Έλεος δηλαδή." 

Ο Μανώλης μουτρωμένος έριξε την πλάτη του πίσω στο κάθισμα και βυθίστηκε στην σιωπή. Δεν είχε ξανά αντιμετωπίσει ποτέ του τέτοιο θέμα με... υιοθεσίες. Δόξα σοι ο Θεός, τον οποίο ευχαριστούσε καθημερινά, είχαν με την κυρά του αποκτήσει πέντε παιδιά και δεν μπορούσε να σκεφτεί την ψυχολογία της Ελβίνας του που κάθε μήνα έβλεπε το αίμα να βάφει τις ελπίδες της. Ο μεσήλικας αναστέναξε και σούφρωσε το στόμα του κάνοντας τις άκρες από το μουστάκι του να ανασηκωθούν και να τον γαργαλήσουν. 

Το πρωί που είχε πάει μαζί τους είχε καθίσει στο παράθυρο του ιδρύματος σκεφτικός και είχε δει τα παιδιά στο προαύλιο που έκαναν το διάλλειμα τους προφανώς από τα μαθήματα που διδάσκονταν εντός του ιδρύματος. Δεν είχε καταφέρει να μετρήσει τα κεφαλάκια τους όσο και αν είχε προσπαθήσει αλλά κάθε φορά που έχανε το μέτρημα ένοιωθε την καρδιά του να σφίγγεται. Ήταν πολλά...πάρα πολλά και η Ελβίνα με τον Ιωσήφ μόνο ένα ζευγάρι. Κάποια στιγμή είχε σκεφτεί να πάρει και αυτός με την Καλλιόπη ένα παιδάκι , να βοηθήσει στο να λιγοστέψουν αλλά ήξερε ότι στην προχωρημένη ηλικία τους δεν θα γινόντουσαν ποτέ ικανοί ως ανάδοχοι γονείς. Άσε που η Καλλιόπη τώρα μόνο είχε χαλαρώσει λίγο όσον αφορά τα μαγειρέματα και τις υποχρεώσεις πέντε παιδιών, δεν ήθελε να της φορτώσει περισσότερα. 

Τώρα εκείνος είχε την Εμμανουέλα να απασχολείται και σύντομα θα του χάριζε ο Αρχάγγελος και άλλα εγγόνια, ήταν σίγουρος για αυτό. 

"Συγγνώμη αλλά τι κάθεσαι και σκέφτεσαι Μανωλάκη μου και παράτησες τα αμπελόφυλλα που τύλιγες;" 

Η Καλλιόπη έδιωξε τις σκέψεις του σαν πουλιά που πέταξαν ξαφνιασμένα από τον ήχο ενός όπλου κάποιου κυνηγού και την κοίταξε τρομαγμένος εναλλάξ με τα φύλλα που έστεκαν στην πιατέλα εμπρός του. Τα άσπλαχνα σπλάχνα του τον είχαν εγκαταλείψει ολομόναχο. 

"Αν σου πω δεν θα το πιστέψεις, γυναίκα! Μόλις θυμήθηκα ότι έχω ξεχάσει να κλείσω το νερό στο κάμπο!" αναφώνησε δήθεν έκπληκτος και πετάχτηκε πάνω.

"Γιατί πότε το άνοιξες καλέ μου;"

"Το πρωί φεύγοντας με τον Ιωσήφ! Τρέχω! Τρέχω πριν λιμνάσει το χωράφι μας!" φώναξε και έκανε να φύγει  όταν σταμάτησε και περίλυπος την κοίταξε "Και τώρα ποιος θα σε βοηθήσει καλή μου; Μήπως να μείνω;" 

Η Καλλιόπη γέλασε σιγανά και τον κοίταξε με νόημα. "Πήγαινε Μανώλη μου στο καλό προτού αλλάξω γνώμη." σχολίασε και ο Μανώλης δίχως να περιμένει δεύτερη κουβέντα εξαφανίστηκε τρέχοντας σχεδόν αφήνοντας πίσω του την γυναίκα του να γελάει και να μουρμουρίζει :

"Τα ψόματα εγώ δεν τα μπορώ γι' αυτό φύγε μακριά μου
και ανε σ αφήσω νηστικό  θα βρω και το μπελά μου."


*Ξεπατοκώλης= αυτός που δεν κρατάει το στόμα του κλειστό και τα λέει όλα.



Continue Reading

You'll Also Like

24.2K 2.7K 31
- Θα σου αλλάξω την ζωή, πίστεψέ με! είπε με απόλυτη σιγουριά. - Ναι. Κάπου εδώ πρέπει να σε ενημερώσω για το ότι δεν μου αρέσουν οι αλλαγές. Καθόλο...
753K 28.4K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...
18.1K 862 17
«Στην αγάπη δεν υπάρχουν δρόμοι. Τους φτιάχνεις.» 🤍 Book tropes: meant to be, soulmates, falling in love all over again