Κλεοπάτρα η Μακεδόνισσα

By novehellenist

940 93 208

Μυθιστόρημα για την ομοθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πριγκίπισσα Κλεοπάτρα της Μακεδονίας, που έχει μεί... More

Καστ (1)
Καστ (2)
Εισαγωγικό Σημείωμα
Σάρδεις, 308 π.Χ.
Κλέος πατρός
Προσθήκες στο καστ
Το μπουμπούκι ανθίζει (μέρος α΄)
Το μπουμπούκι ανθίζει (μέρος β΄)
Το μπουμπούκι ανθίζει (γ΄ μέρος)
Έρωτας πόλεμος
Η έβδομη σύζυγος (α΄ μέρος)
Η έβδομη σύζυγος (β΄ μέρος)
Η έβδομη σύζυγος (γ΄ μέρος)
Η έβδομη σύζυγος (δ΄ μέρος)
Foreign cast
Ο γυρισμός του αδελφού
Ματωμένος γάμος (α΄ μέρος)
Ματωμένος γάμος (β΄ μέρος)
Στην Ήπειρο (α΄ μέρος)
Στην Ήπειρο (β΄μέρος)
Μια ψυχή σε δυο σώματα (α΄ μέρος)

Ματωμένος γάμος (γ΄ μέρος)

25 3 15
By novehellenist

Άλλη μια θερμή καλοκαιρινή μέρα ανέτειλε, την επομένη του γάμου, και οι προσκεκλημένοι συνέρρεαν στο στάδιο των Αιγών, δίπλα στο ανάκτορο, εκεί όπου ο Φίλιππος είχε διαλέξει να οργανώσει μια φαντασμαγορική γιορτή που θα επισφράγιζε τις γαμήλιες τελετές και θα αποτελούσε το προοίμιο της πανελλήνιας εκστρατείας. Από νωρίς προσήλθαν και η Κλεοπάτρα με την Ολυμπιάδα και κάθισαν στους θρόνους που τους είχαν ετοιμαστεί, δίπλα από τη μητριά της, η οποία έριχνε το βλέμμα της στην πρωτινή βασίλισσα ξινά και με κάποιο κρυφό φόβο, η επάνοδός της στην Πέλλα τώρα που ο θείος της έλειπε την είχε κάνει να βουρλίζεται ακόμη περισσότερο και να ανησυχεί, και η αγέρωχη Ηπειρώτισσα από την άλλη την τόξευε με τον κανθό του ματιού της περιφρονητικά, σχεδόν δολοφονικά, η κοπέλα όμως ίσα που τα πρόσεχε αυτά τα βλέμματα, το μυαλό της ήταν αλλού, χαμένο και με ένα κακό προαίσθημα να της το τριβελίζει, που της το αύξανε το δέκατο τρίτο άγαλμα με τη μορφή του κύρη της πλάι σε αυτά των δώδεκα θεών που τα έβλεπε να μπαίνουν τώρα προπορευόμενα στο στάδιο, τα λόγια που απήγγειλε ο ηθοποιός Νεοπτόλεμος «φρονεῖτε νῦν αἰθέρος ὑψηλότερον...»*, και ο ταύρος ο στολισμένος για τη θυσία...

«Φοβάμαι, μάνα» τόλμησε και ομολόγησε στην Ολυμπιάδα κάποια στιγμή. «Κάτι κακό θα γίνει σήμερα...»

«Λογικέψου, κόρη μου... Τίποτα κακό δε θα συμβεί, είσαι απλά ταραγμένη ως νεόνυμφη» την καθησύχασε εκείνη, και τέντωσε το κεφάλι της με ένα ανερμήνευτο μειδίαμα, καθώς η πομπή προχωρούσε και φάνηκε να εισέρχεται τώρα στο στάδιο ο Φίλιππος, φορώντας μονάχα έναν λευκό χιτώνα, χωρίς πανοπλία, και εστεμμένος με χρυσά στεφάνια, πλαισιωμένος από τους δύο Αλέξανδρους, τον γιο και τον γυναικαδελφό και γαμπρό του, και ξοπίσω του αρκετά σύμφωνα με τη διαταγή του οι επτά σωματοφύλακες και οι εταίροι, μεταξύ των οποίων ο Περδίκκας, ο Λεοννάτος και ο Άτταλος του Ανδρομένους, κύμβαλα δυσοίωνα ήχησαν μες στον νου της Κλεοπάτρας σαν είδε τον πατέρα της ιλαρό και ξαρμάτωτο να χαιρετά τα πλήθη, οι χτύποι της καρδιάς της πολλαπλασιάστηκαν, και τότε...

...Βάδιζε με το βλέμμα χαμηλά ο Περδίκκας στο κατόπι του βασιλιά, με το δόρυ του ανά χείρας να το νιώθει βαρύ και ασήκωτο, προσπαθώντας να μην κυττάζει προς τις κερκίδες, εκεί όπου καθόταν η Κλεοπάτρα με την Ολυμπιάδα στο πλευρό της, εκθαμβωτική σαν θεά μες στα λευκά της νυφικά φορέματα, και σιγοκαίγοντας μέσα του από ζήλεια και θυμό απέναντι στον Αλέξανδρο τον Μολοσσό, αυτόν τον άγνωστο που θα του έκλεβε μια για πάντα την κόρη που αγάπησε, μα και με απογοήτευση για τον Φίλιππο που δεν έχασε την ευκαιρία να του δείξει ότι ήτανε κατώτερός της... «Αλίμονο, πριγκίπισσά μου... Πώς να σε ξεχάσω ο άμοιρος, μετά απ' το πλάγιασμα αυτό που κάναμε μαζί στην κάμαρά σου; Πώς να συνεχίσω να ζω, ξέροντας ότι το κορμί σου το αγκαλιάζει και το σπέρνει ο θείος σου, κι ότι θα αναστήσεις παιδιά απ' το δικό του σπέρμα κι όχι απ' το δικό μου;» συλλογιόταν πονεμένα, και δεν αντιλήφθηκε τον νεαρό συντοπίτη του και συνσωματοφύλακά του, τον Παυσανία από την Ορεστίδα, που έκανε δυο δρασκελιές μπροστά με μια έκφραση γεμάτη μίσος...

...Τον είχε μεθύσει ο Άτταλος, λίγο πριν αναχωρήσουν με τον Παρμενίωνα και τον Ανδρομένη για τη Μικρά Ασία, τον είχε σύρει σε μια καλύβα αναίσθητο και τον άφησε να τον σοδομίσουν τρεις μεθυσμένοι Σάτυροι μουλαράδες... «Πέρασες καλά, ομορφόπαιδο; Για να μάθεις, που αποκάλεσες ερμαφρόδιτο** τον ευνοούμενο του Φιλίππου και δικό μου, τον έτερο Παυσανία, και έγινες ηθικός αυτουργός στον θάνατό του!» τον χλεύασε ο πανούργος στρατηγός, μόλις συνήλθε και κατάλαβε τι του είχανε σκαρώσει, κι εκείνος, αφού έκλαψε και χτυπήθηκε λυσσασμένος, πήγε στον Φίλιππο να του γυρέψει την τιμωρία του πεθερού του, αλλά μάταια, το μόνο που εισέπραξε ήτανε δώρα και να αναβαθμιστεί ως σωματοφύλακας, μα δεν του έφτανε, στην παράνοια οδηγούταν σιγά - σιγά μετά τον βιασμό του, και έβαλε στόχο μέσα σ' αυτήν την τρέλα να γίνει σπουδαίος και ξακουστός στις επόμενες γενιές, σκοτώνοντας εκείνον «που του έκανε τα μέγιστα», όπως τον είχε κατευθύνει ο δάσκαλός του ο σοφιστής Ερμοκράτης, η δε Ολυμπιάδα τον είχε επίσηςκεντρίσει με τον τρόπο της...

...Προχωρούσε ο Φίλιππος, περήφανος, γεμάτος ευφορία, στρέφοντας το μάτι του μοναδικό σε όλο το πλήθος του λαού του που είχε μαζευτεί στο στάδιο και τον επευφημούσε δυνατά, σίγουρος πως θα έσφαζε τον ταύρο των Αχαιμενιδών όμοια με το βόδι που είχε ετοιμαστεί για τη θυσία και σε λίγο θα έβαφε με το αίμα του τη θυμέλη, δίχως να ξέρει πως ο χρησμός που είχε πάρει τον ίδιο αφορούσε, «έστεπται ο ταύρος, έχει τέλος, έστιν ο θυσών»***... «Ευλογημένη αυτή η μέρα απ' τους θεούς!» αναφώνησε, και την επόμενη στιγμή η λαλιά του κόπηκε μαζί με την ανάσα του, καθώς ένα πράγμα αιχμηρό μπήχτηκε βαθιά μες στα πλευρά του, λυγίσανε τα δυο του πόδια, και το χωλό και το υγιές, και κρότησε το σώμα του το γεροδεμένο στη γη, με τον άσπρο χιτώνα να βάφεται πορφυρός από το αίμα του...

...Είδε η νιόπαντρη πριγκίπισσα τον κύρη της να παραπατά ξαφνικά και να πέφτει αιμόφυρτος, άκουσε τον κόσμο να μεταλλάσσει τις ιαχές του σε κραυγές τρόμου, και τότε ξεκαθάρισε μεμιάς στο νου της ο δελφικός χρησμός, «πατέρα!» φώναξε, πετάχτηκε απ' τον θρόνο της και έτρεξε κοντά του, αλλοπαρμένη...

«Πατέρα μου... Πατέρα μου, τι σου κάνανε;» ψέλλισε σπαρακτικά. «Μίλα μου, πατερούλη, μίλα μου... Μην πεθάνεις, σε παρακαλώ, μην πεθάνεις» τον ικέτευσε, με τα δάκρυά της να σταλάζουν ήδη πάνω στο πελιδνό του πρόσωπο, κι ο σαρανταεξάχρονος άνακτας της Μακεδονίας, ρέγχοντας, έκανε μια κίνηση ωσάν για να θωπεύσει το μάγουλο της θυγατέρας του, μα έπεσε βαρύ το χέρι του στο χώμα, προτού να την αγγίξει, έγειρε και το κεφάλι του και απέμεινε νεκρός, χωρίς πνοή, με τον οφθαλμό του ορθάνοιχτο, κι η Κλεοπάτρα ούρλιαξε και έρρηξε θρήνο γοερό, κουρνιάζοντας στο άψυχο στέρνο του, όπως όταν ήτανε μικρούλα...

...Έτρεχε ο Παυσανίας, έτρεχε, μακριά από το θέατρο των Αιγών, βαστώντας πάνω του το κοφτερό γυμνό κέλτικο μαχαίρι, ζεστό που έσταζε ακόμη το αίμα του Φιλίππου, να φτάσει στην άμαξα που τον περίμενε μαζί με δύο άλογα και να διαφύγει, όμως η τύχη του τον πρόδωσε, λύθηκε το σανδάλι του, το λουρί μπλέχτηκε σε μια ρίζα από κλήμα, σκόνταψε και έπεσε καταγής, και έτσι τον πρόλαβαν ο Περδίκκας, ο Λεοννάτος και ο Άτταλος που τον καταδίωκαν...

«Ρίξτε του, του φονιά!» πρόσταξε ο Άτταλος, και εκτόξευσε πρώτος το δόρυ του, καρφώνοντας τον Παυσανία, με μάνητα πολλή τον μιμήθηκε και ο Λεοννάτος και ο Περδίκκας τον αποτελείωσε...

«Τη μέρα του γάμου της Κλεοπάτρας... Ο ασεβέστατος!» βρυχήθηκε έπειτα, φτύνοντας το πτώμα του Παυσανία και τρέμοντας. «Την έκανε να κλάψει για τον πατέρα της και να θρηνήσει στη χαρά της... Φονιά!»

«Ηρέμησε, Περδίκκα... Θα πάει στον Τάρταρο, εκεί που ανήκει» προσπάθησε να τον μερέψει ο Λεοννάτος, κι ο Άτταλος παρακολουθούσε με κάποια έκπληξη το ξέσπασμα του κουνιάδου του... «Τώρα πρέπει να πάρουμε το πτώμα του και να το φέρουμε μπροστά σε όλους, να μάθουν ποιος σκότωσε τον βασιλιά μας...»

...Πίσω στο θέατρο, η Κλεοπάτρα συνέχιζε να μένει ακουμπισμένη πάνω στο λείψανο του Φιλίππου, κλαίγοντας, τα σωθικά της είχανε πλαντάξει και τα χέρια της ήτανε μούσκεμα απ' το αίμα του, ενώ ο Αλέξανδρος σηκώθηκε ψύχραιμα και απευθύνθηκε στο πλήθος:

«Άνδρες Μακεδόνες και γυναίκες Μακεδόνισσες, και εσείς, φίλοι ξένοι, υπήκοοι του πατρός μου που δολοφονήθηκε τόσο άνανδρα ενώπιόν σας, ακούστε με! Μη φοβάστε, μη σκανδαλίζεσθε και μην κλονιστείτε, ο τι αποφασίστηκε από τους Έλληνες, θα γίνει χωρίς χρονοτριβή! Δε θα αλλάξει τίποτα, μόνο το όνομα του βασιλιά, που δε θα είναι πλέον Φίλιππος, αλλά Αλέξανδρος...»

«Ζήτω ο Αλέξανδρος! Ζήτω ο βασιλιάς μας!» ήχησε πρώτα η φωνή του Αλέξανδρου του Αερόπου του Λυγκηστή, που έπιασε το χέρι του συνονόματού του και το ύψωσε, ανακηρύσσοντάς τον, και πολλές φωνές τον ακολούθησαν, αναγνωρίζοντας στον εικοσάχρονο νέο επιτόπου τη διαδοχή...

«Αδελφούλα... Έλα, πάμε στον οίκο μας» στράφηκε κατόπιν στην Κλεοπάτρα, την έστησε στα πόδια της και ακουμπισμένη στο πλευρό του την οδήγησε στο παλάτι, με τον Αλέξανδρο τον Μολοσσό και την Ολυμπιάδα ξοπίσω τους, η οποία ούτε ένα δάκρυ δεν έχυσε, ενώ η Κλεοπάτρα - Ευρυδίκη ερχόταν παραπίσω σαν χαμένη• λίγο αργότερα, έφεραν και οι φίλοι του το πτώμα του Παυσανία, που θα τον δίκαζαν αργότερα νεκρό και θα τον σταύρωναν, και άρχισε να ετοιμάζεται η κηδεία του δολοφονημένου βασιλιά...

«Θείε, ίσως είναι καλύτερα να πάρεις την Κλεοπάτρα και να φύγετε για την Ήπειρο» είπε στον Αλέξανδρο τον Μολοσσό το ίδιο βράδυ. «Αρκετά είδανε τα μάτια σας ήδη, που σας χάλασαν τον γάμο σας...»

«Δεν πάω πουθενά, αν δεν ταφεί πρώτα ο πατέρας» του εναντιώθηκε αμέσως η αδελφή του. «Θέλω να είμαι εδώ, να τον αποχαιρετήσω όπως του πρέπει...»

«Δίκιο έχει η αδελφή σου, γιε μου» παρενέβη και η μητέρα τους. «Ας μείνουν εδώ μέχρι την κηδεία, και φεύγουν ύστερα για την Ήπειρο... Αδελφέ μου, τι λες κι εσύ; Αυτό δεν είναι πιο σωστό να γίνει;»

«Συμφωνώ, Ολυμπιάδα... Πρέπει να τιμήσουμε τον νεκρό όπως του αρμόζει» κατένευσε εκείνος, ένας λυγμός έπνιξε τότε την Κλεοπάτρα και δίχως να περιμένει την άδειά τους πήγε στο δωμάτιό της, έπεσε στο κρεβάτι και θρήνησε ξανά όλο το βράδυ τον γεννήτορά της με μαύρα δάκρυα, συγχωρώντας τον με την άδολη θυγατρική αγάπη της για τις λύπες που της είχε προξενήσει τον τελευταίο έναν χρόνο...


*Τα λόγια που εκφώνησε ο ηθοποιός προέρχονταν από μια χαμένη τραγωδία του Αισχύλου και αποδίδονται στα νέα ελληνικά περίπου ως εξής: «Τα μυαλά σας πετούνε τώρα πάνω από τους αιθέρες κι ονειρεύεστε απέραντα χωράφια, κι όλο ψηλότερα να κτίσετε τα σπίτια σας στοχάζεστε, άφρονες που νομίζεται ατελείωτη μπροστά σας η ζωή. Μα να που φτάνει γρήγορα, έρποντας στου δρόμου το σκοτάδι κι άξαφνα δίχως να φαίνεται αρπάζει και ξεριζώνει τις τρανές ελπίδες των θνητών, ο Άδης ο πολύμοχθος»


**Η λέξη «ερμαφρόδιτος» (ανδρόγυνος: «φήσας ανδρόγυνον είναι και τούς βουλομένων έρωτας ετοίμως προσδέχεσθαι») θεωρήθηκε βαριά βρισιά, σχεδόν λεκτικός βιασμός, διότι εκθήλυνε τον έτερο Παυσανία και τον τοποθετούσε στο επίπεδο της αρσενικής πόρνης, υπονοώντας και σχέση του με τον Φίλιππο. Τελικά, ο νεαρός αυτός, μην αντέχοντας το βάρος την προσβολής, «αυτοκτόνησε» κατά της διάρκεια μιας εκστρατείας του Φιλίππου κατά των Ιλλυριών, προστατεύοντας τη ζωή του βασιλιά. Σε αυτόν τον «λεκτικό βιασμό», απάντησε ο Άτταλος σχεδιάζοντας έναν πραγματικό βιασμό του Παυσανία από την Ορεστίδα, ώστε να εκδικηθεί τον χαμό του συνονόματού του


***Έχει στεφθεί ο ταύρος, το τέλος του είναι κοντά, υπάρχει και αυτός που θα τον θυσιάσει


Αιωνία η μνήμη του αδελφού ημών Φιλίππου του βασιλέως... Πάνω, μια γκραβούρα της δολοφονίας που μου άρεσε πολύ

Continue Reading

You'll Also Like

4.7K 15 2
- Λένε πως θα έρθει απόψε ο Άγγελος του Θανάτου στον Πειραιά, ισχύει; - Έτσι γράφει το μήνυμα. - Θα δεχτεί να συμμετάσχει στην Αντίσταση; - Λογικά να...
1.5K 249 14
ΡΟΜΑΝΤΙΚO ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΠΟΧΗΣ. ... Ήξερα βαθιά μέσα μου πως το φιλί αυτό ήταν το αντίο μου, κι όμως ήμουν πανέτοιμη να λυγίσω ευχαρίστως στις ευγενικέ...
91.8K 8.5K 24
Έπρεπε να εκτελέσει μια απλή εντολή... Να φέρει πίσω τον πρίγκιπα. Τον δαίμονα που όμοιο του , δεν είχε ξαναδεί κανείς. Κατά πόσο θα τον βρει; Είν...
7.1K 731 28
Μικρές ιστοριες με βαθύ νόημα που μπορούν να σου αλλάξουν τον τρόπο σκέψης.. Σας ευχαριστώ όσους στήριξαν αυτό το βιβλίο και εύχομαι να το στηρίξουν...