Η έβδομη σύζυγος (β΄ μέρος)

39 4 7
                                    

Όλο τον χειμώνα εκείνου του έτους, ο Φίλιππος ήταν απασχολημένος με τις διεργασίες του πανελληνίου συνεδρίου, στο οποίο μόνο οι αγέρωχοι Σπαρτιάτες και οι ουδέτεροι Κρήτες δε συμμετείχαν, κανονίζοντας την ειρήνη μεταξύ Μακεδονίας και συμμάχων και την κοινή άμυνα εναντίον των Περσών• και μόλις έγειρε πια στην πατρίδα του, ο πανούργος Άτταλος έκρινε πως ήταν ώρα να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του, με τη συναίνεση της ανιψιάς του, ως άλλος λοιπόν Πιτθέας κάλεσε τον βασιλιά στον οίκο του για οινοποσία, και μόλις είχαν κατεβάσει ήδη έναν - δυο σκύφους, εμφανίστηκε μπροστά στους δύο άνδρες η Κλεοπάτρα, με την κατάλληλη αμφίεση και βλέμμα αθώο συνάμα και ηδυπαθές...

«Η ανιψιά μου, δέσποτα, η Κλεοπάτρα» τη σύστησε, ενώ ο Φίλιππος είχε καρφώσει ήδη το δίχως ταίρι μάτι του απάνω της σαστισμένος. «Μεγάλωσε πολύ, πού να τη θυμάσαι; Κλεισμένη στον οίκο μας την είχα άλλωστε, φροντίζοντας για την τιμή της, όπως θα έκανε και ο αδελφός μου, ο πατέρας της... Κάθισε μαζί μας, κόρη μου, μη ντρέπεσαι» την παρότρυνε κατόπιν, και η Κλεοπάτρα ήρθε και κάθισε στο πλάι του, τοξεύοντας με ματιές πονηρές κάτω από τα βλέφαρά της τον μεσήλικο βασιλιά, που είχε αρχίσει κιόλας να νιώθει τη λαγνεία να τον κατακλύζει για τη συνομήλικη και συνονόματη της θυγατέρας του ανιψιά του στρατηγού του, και όσο έπινε και όσο την έβλεπε, τόσο φούσκωνε το υπογάστριό του...

«Μέθυσες, μου φαίνεται, δέσποτα... Καλύτερα να σου στρώσουμε να κοιμηθείς εδώ απόψε» σχολίασε τελικά ο Άτταλος, ο οποίος επιτήδεια δεν είχε καταναλώσει παρά ελάχιστο κρασί, και έδωσε αμέσως προσταγή στις δούλες του να ετοιμάσουν μια κάμαρη για τον βασιλέα, «τώρα ήρθε η σειρά σου» ψιθύρισε συνωμοτικά στην Κλεοπάτρα, μόλις τον τακτοποίησαν, και το κορίτσι κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο...

«Θα ανάψω εγώ τον λύχνο για τον βασιλιά μας, καλή μου» είπε μελιστάλαχτα στη δούλη που ετοιμαζόταν να επιτελέσει αυτό το έργο και με τρόπο την απομάκρυνε, ύστερα με κινήσεις φιδίσιες των χεριών της έριξε το λάδι στο λυχνάρι, άναψε το φυτίλι και στο χλομό του φως πήρε να αφαιρεί τα ιμάτιά της, μπροστά στον έκπληκτο και κυριευμένο από αχαλίνωτο πόθο Φίλιππο, που άπλωσε μεμιάς τα χέρια του και την τράβηξε στην κλίνη, και προτού καλά - καλά το συνειδητοποιήσει, χωνόταν σαν Αιγέας μέσα στα πρόθυμα ανοιγμένα σκέλια αυτής της νέας Αίθρας και διερρήγνυε τον παρθενικό υμένα της, σφραγίζοντας με τούτο το ξεπαρθένεμα εν αγνοία του τη ρήξη με τη γυναίκα που είχε ποθήσει κάποτε σφοδρότερα απ' όλες...

Κλεοπάτρα η ΜακεδόνισσαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα