Αλεκατρίδες "Το Αμέντι"

By 183798

14.2K 1.9K 1.8K

Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς. More

2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29

1.

1.6K 71 71
By 183798

«Δανάη μίλησα!»

«Και εγώ απάντησα αλλά για να επιμένεις, φαίνεται ότι κανείς τελικά δεν να με ακούει σε αυτό το σπίτι, μητέρα!» απάντησε δεικτικά αρπάζοντας την τσάντα της και γύρισε προς το μέρος της ώστε να την αντιμετωπίσει συνηθισμένη μιας και κάθε πρωί τα ίδια είχαν.

Για δέκα δεύτερα στάθηκαν η μία απέναντι από την άλλη μέχρι πρώτη η Δανάη να κυρτώσει τα χείλη της σε μια υποψία χαμόγελου. Πόσο να κρατηθεί να την κοιτάζει δήθεν αυστηρά; Ήταν η μητέρα της και ότι έκανε ήταν για το καλό της. Όπως τώρα που προσπαθούσε να την πείσει να πάρει μαζί της την τσάντα με το φαγητό που της είχε ετοιμάσει για μεσημεριανό.

«Έχω βάλει δύο κομμάτια μουσακά και στο μικρό μπολ λίγα ντολμαδάκια φτιαγμένα με ρύζι με περιτύλιγμα το άνθος του κολοκυθιού. Τα αγαπημένα σου...»

Η κοπέλα κοίταξε την μητέρα της και παραιτημένη χαμογέλασε πλατιά πλησιάζοντας την και παίρνοντας στα χέρια της τη σακούλα.

«Ξέρεις ότι με κάνεις ότι θέλεις έτσι;» ρώτησε ρητορικά και συνέχισε μη περιμένοντας απάντηση «Ξέρεις ότι θα με κάνεις να πάρω τόσα κιλά που θα γίνω σαν την αδερφή σου;»

«Μερικά κιλά θα σε κάνουν να φαίνεσαι πιο γυναίκα. Τώρα είσαι σαν αδύναμο σπουργίτι που λέει και ο πατέρας σου. Μα δεν ήταν φαγητά αυτά εκεί στο Λονδίνο που έτρωγες, σκουπίδια ήταν. Πάρε το φαγητό τώρα εσύ και μην το φας. Αλλά εγώ θα ξέρω ότι αν πεινάσεις θα έχεις κάτι να τσιμπήσεις.»

"Μητέρα ξεχνάς ότι με αποκαλείται σπουργίτι από όταν ήμουν μικρή; Δεν έγινα έτσι επειδή πήγα στο Λονδίνο. Σε ένα Λονδίνο όπου έχω αφήσει πίσω μου εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Τι περιμένεις δηλαδή να αλλάξει; Ένα χρόνο το ίδιο πράγμα άκουω." 

"Όλο και κάτι θα πάρεις, δεν μπορεί. Αν και δεν σου κρύβω ότι κάποιες φορές που απογοητεύομαι σκέφτομαι ότι εσύ για να φουσκώσεις εσυ κάπως ίσως θα έπρεπε να μείνεις έγκυος."

"Μητέρα!"

"Τι μητέρα και μητέρα; Αλήθεια, δεν μου είπες ο Σωτήρης μας τι κάνει; Συμμάζεψες λιγάκι το χάος του ή θα επιστρέψει η Λίλιαν και θα βάλει τα κλάματα το πουλάκι μου;" 

"Ευτυχώς που πήγα και του μάζεψα. Δίκιο είχες που μου το πρότεινες. Μα να μην αλλάζει ο άνθρωπος με τα χρόνια...Ένας χάος ήταν το διαμέρισμα τους. Κουράστηκα αρκετά να ξέρεις  αλλά αποστολή εκτελέστηκε και δεν θα τον χωρίσει τον βρωμιάρη η νύφη μας." Στα λόγια αυτά η Καλλιόπη έφτυσε τον κόρφο της τρομαγμένη. Η Δανάη γέλασε σιγανά και πλησίασε την μητέρα της. "Φτιάξε μας κανά γλυκάκι για το απόγευμα αν μπορέσεις και προλάβεις." συμπλήρωσε και αφού η μητέρα της είχε σταματήσει να σταυροκοπιέται την φίλησε στο μάγουλο. 

«Θα σου φτιάξω λουλούδι μου. Ότι θες θα σου φτιάξω. Αλήθεια στη τσάντα σου έχω τρυπώσει και μια τυρόπιτα με χωριάτικο φύλλο και μερικά καλιτσούνια με γλυκιά μυζήθρα. Αλμυρό και γλυκό σνακ ανάλογα τι θα προτιμήσεις τώρα το πρωί να συνοδεύσεις με τον καφέ σου.» είπε συνωμοτικά και η Δανάη την κοίταξε με ορθάνοικτα μάτια από την έκπληξη. Η μητέρα της δεν θα έβαζε ποτέ μυαλό.

«Φρούτο; Μήπως ξέχασες να μου βάλεις τις βιταμίνες μου;» ρώτησε πεταρίζοντας αθώα τις βλεφαρίδες της για να δει με τη σειρά της την μάνα της να εκπλήσσεται και να τρέχει φουριόζα προς την κουζίνα μουρμουρίζοντας για το πόσο ξεχασιάρα ήταν. Η κατάλληλη ευκαιρία να ξεφύγει σκέφτηκε και έτοιμη ήταν να ξεσπάσει σε γέλια βγαίνοντας από το σπίτι όταν τελευταία στιγμή έπεσε πάνω στο τεράστιο σώμα του πατέρα της που την εμπόδισε να βγει και την συγκράτησε πριν πέσει.

«Για που το έβαλες κουρκουμπινάκι μου έτσι βιαστικά; Από την Παρασκευή που λείπεις δεν αξίζω να σε δω λιγάκι;  Καλημέρα.»

«Μπαμπά καλημέρα αλλά άσε τα παράπονα και σώσε με και άσε με να φύγω για τη δουλειά πριν με προλάβει η μαμά. Θα με δεις το απόγευμα. Θα καθίσουμε να πιούμε καφέ μαζί και κανόνισα να μας έχει η μαμά και γλυκό. Αλλά βοήθησε με να εξαφανιστώ γιατί έχει σκοπό να μου φέρει όλο το ζαρζαβατικό που πήρε από την λαϊκή χθες.» είπε με μια ανάσα η Δανάη κοιτώντας με ένταση πίσω από την πλάτη της.

«Για να μην σου πω ότι θα σου δώσει και λίγο τραχανά που μου έδωσε φρέσκο η γιαγιά σου και της τον έφερα. Τρέχε, καημένο μου παιδί...Τρέχε! » της απάντησε παιχνιδιάρικα σηκώνοντας με το ένα χέρι και κουνώντας επιδεικτικά εμπρός στο έντρομο πρόσωπο της την σακούλα που κουβάλαγε.

«Θα ξεράσω πραγματικά.»

Ο κυρ Μανώλης τράβηξε το χέρι του γελώντας για την αποστροφή που είχαν προκαλέσει τα λόγια του και έκανε στην άκρη το σώμα του για να περάσει η κόρη του αμέσως.

«Μου χρωστάς να ξέρεις!» της φώναξε βλέποντας την να χώνεται αστραπιαία μέσα στο μικρό παλιό αυτοκίνητο του την στιγμή που άκουγε τα βιαστικά βήματα της γυναίκας του στο μαρμάρινο δάπεδο του σπιτικού τους και ετοιμάστηκε για ότι τον περίμενε.

Στάθηκε απέναντι στην Καλλιόπη την σύζυγο του, μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού τους θυμίζοντας τον Κολοσσό της Ρόδου φράζοντας την έξοδο. Η Καλλιόπη σταμάτησε να βηματίζει και έσμιξε τα μάτια της κοιτώντας τον προσεχτικά  γεμάτη υποψία. Δεν χρειάστηκε πολύ για να  καταλάβει την δολοπλοκία της μικρής και κράταγε την τσάντα με το μπολ με τα φρούτα που είχε πλύνει εκνευρισμένη.

«Για σένα δεν έχει ψητό κατσαρόλας σήμερα.» τον ενημέρωσε στεγνά  "Ούτε στριφτή τυρόπιτα που θα φτιάξω αργότερα" συμπλήρωσε με στόμφο και έκανε μεταβολή για να χωθεί ξανά στο βασίλειο της που ήταν η κουζίνα έχοντας καταφέρει να σβήσει το εναπομένοντα χαμόγελο από τα χείλη του συνωμότη άντρα της.

«Αυτό είναι άδικο! Φασολάκια μου έφτιαξες εχθές και τα έφαγα και δεν πείραξα τον μουσακά για να εχω ψητό σήμερα, όπως μου υποσχέθηκες.» γκρίνιαξε ακολουθώντας την για την δει να αδειάζει το μπολ και να τοποθετεί τα φρούτα πίσω στη θέση τους.

«Η Δανάη" είπε τονίζοντας το όνομα της κόρης της ως υπαίτιας "μου είπε ότι βγήκαν οι εξετάσεις σου και η χοληστερίνη σου είναι λίγο τσιμπημένη ακόμα.» του απάντησε  στεγνά εκείνη και τράβηξε μια τσάντα την οποία άδειασε  πάνω στο τραπέζι της κουζίνας κοιτώντας τον με νόημα.

Ο Μανώλης βόγκηξε κοιτώντας το περιεχόμενο της σακούλας να έχει σχηματίσει ένα μικρό λόφο. Σούφρωσε τα χείλη του με αηδία κοιτώντας τα κολοκύθια με τα βλήτα που είχαν ξεχυθεί στην γυάλινη επιφάνεια του τραπεζιού . Δεν ρώτησε για ποιον προορίζονταν. Δεν υπήρχε λόγος. Είχε πιάσει το μήνυμα.

Έβρισε χαμηλόφωνα και γύρισε το σώμα του προς την βεράντα και την αγαπημένη του θέση εκεί κάτω από το πυκνό φύλλωμα της μουριάς που έριχνε την δροσιά της σχεδόν παντού. Δεν υπήρχε νόημα να διαμαρτυρηθεί. Από όταν υπέστη το μικρό καρδιακό επεισόδιο είχε απαρνηθεί ως τώρα πολλά πράγματα. Και αν και έπρεπε να αισθάνεται ευλογημένος που η μεσαία του κόρη είχε παραιτηθεί από την θέση της σε νοσοκομείο στην Αγγλία και είχε γυρίσει να ζήσει κοντά τους εκείνος ένα αγκάθι το είχε στην καρδιά ότι εξαιτίας του είχε παρατήσει μια λαμπρή καριέρα για να χωθεί στο νωθρό ιατρικό ελληνικό σύστημα. Και πόσω μάλλον σε ένα μικρό χωριό στην Κρήτη μακριά από τον πολιτισμό. Τι μέλλον θα είχε η μοσχοθυγατέρα του σε τούτο το ξερό τόπο;

Έριξε το κορμί του στην πολυθρόνα του και έπιασε την εφημερίδα από το μαρμάρινο τραπεζάκι δίπλα όπου τον περίμενε κάθε μέρα και την τίναξε πριν την ανοίξει. Μια κίνηση περισσότερο λόγω συνήθειας και πήγε αυτομάτως στη σελίδα που φιλοξενούσε τους γάμους, τις γεννήσεις και τις κηδείες.

Με ένα αναστεναγμό διαπίστωσε ότι παρέμεναν ίδιες όπως κάθε μέρα. Αντί τα χαρμόσυνα να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της σελίδας πρωτοστατούσαν οι κηδείες. Ξεφύσησε και άλλαξε σελίδα εκνευρισμένος.

Πέντε παιδιά είχε και ένα ακόμα παιδί της καρδιάς, την Ελβίνα του. Που φυσικά και τα καμάρωνε καθημερινώς . Από τον μεγαλύτερο, τον Σωτήρη που ήταν δικηγόρος στο Ηράκλειο ως το μικρότερο, τον Άκη του. Με παντρεμένο μόνο το μεγάλο και την Ελβίνα του οριακά αποκαταστημένη. Και με ένα εγγόνι να χαίρεται. Θα μπορούσε να είχε περισσότερα εγγόνια. Αλλά θυμήθηκε πως ήταν πριν κάμποσο καιρό και ανατρίχιασε. Από το ολότελα καλλιά* είχε αυτό τώρα. Παρά κανένα εγγόνι καλύτερα την μοναδική του Εμμανουέλα που συχνά πυκνά σκεφτόταν ότι έκανε για δέκα εγγόνια με τα καμώματα της. Αλλά έφυγε και αυτή με την μάνα της για Αγγλία που είχε η Λίλιαν να τακτοποιήσει κάποια θέματα κληρονομιάς από μέρους της μητέρας της και είχε απομείνει μονάχος. Αν ήταν η μικρή στο νησί θα πεταγόταν μέχρι το Ηράκλειο να την δει να γεμίσει την ώρα του . Ενώ τώρα...κολοκύθια τώρα. Ξανά ξεφύσησε και άρχισε να διαβάζει τα νέα που αφορούσαν την τοπική ομάδα του χωριού που είχε καταφέρει μια μεγαλειώδη νίκη και κοσμούσε δύο σελίδες αφιέρωμα στην εφημερίδα. Είχε νικήσει τα Θανατηφόρα Κουνάβια, την τοπική ομάδα του διπλανού χωριού...σπουδαία νίκη και ακόμα πιο σπουδαία νέα κατέληξε βαριεστημένα και αναστέναξε για πολλοστή φορά αλλάζοντας ξανά σελίδα.

Τα Θανατηφόρα κουνάβια έπρεπε να τρώνε τα κολοκύθια και όχι αυτός...και να δεις μετά πόσο θανατηφόρα θα γινόντουσαν.

*

Δυνάμωσε λίγο την φωνή στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου αναγνωρίζοντας ένα από τα αγαπημένα της κομμάτια, το οποίο αυτοκίνητο μούγκρισε πέφτοντας σε μια ακόμη λακκούβα αναταράσσοντας την Δανάη που μόρφασε ενοχλημένη. Αυτό με τους δρόμους δεν θα το συνήθιζε ποτέ. Αντί Ακράτη το χωριό τους που σήμαινε γνήσιος και ανόθευτος έπρεπε να μετονομαστεί σε Λακουβιανή, από τις τόσες λακκούβες του ,σκέφτηκε και συνέχισε να τραγουδάει τον αγαπημένο της σκοπό στα αγγλικά όσο κόντευε να φτάσει στο αγροτικό ιατρείο στην άκρη του χωριού όπου εργαζόταν από όταν παραιτήθηκε από την θέση της και επέστρεψε από το Λονδίνο. Μια απόφαση που δεν θα μετάνιωνε ποτέ. Γιατί για εκείνη ο θεσμός της οικογένειας ήταν κάτι παραπάνω από σημαντικός. Σπούδασε ιατρική και είχε κάνει το μεταπτυχιακό της στο Λονδίνο. Όταν ενημερώθηκε ότι ο πατέρας της είχε υποστεί το μικρό καρδιακό επεισόδιο και είχε κινδυνέψει να τον χάσει και να μην τον ξαναδεί, ο πόνος που είχε νοιώσει δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανένα από όσους είχε βιώσει ως τώρα. Εκείνη γιατρός και ο πατέρας χιλιόμετρα μακριά. Ένοιωσε τόσο μικροσκοπική...τόσο ανήμπορη...Ενώ αν ήταν κοντά του ίσως να μπορούσε να προσφέρει περισσότερο χρόνο ζωής προσέχοντας τον. Προσέχοντας την υγεία όλων των δικών της ανθρώπων. Όταν δήλωσε παραίτηση εκείνο το καλοκαίρι ήταν απόλυτα βέβαιη για την απόφαση της και όταν μετά ο Κώστας παραιτήθηκε για να μεταβεί στην κλινική της πόλης η θέση την είχε πάρει δικαιωματικά έχοντας κρατήσει τον Κώστα ως δεσμό και εκείνον να επισκέπτεται το ιατρείο αραιά και που βοηθώντας την όπως σήμερα που του είχε ζητήσει να ανοίξει το ιατρείο γιατί δεν θα προλάβαινε εκείνη μιας και θα ερχόταν κατευθείαν από το Ηράκλειο και τον αδερφό της. Οικογένεια. Έχοντας τα μέλη της οικογένειας τους  διδαχτεί αλλά και να συνεχίζουν να διδάσκουν και μεταξύ τους τη σημασία της υποστήριξης σε κάθε βήμα της ζωής. Η οικογένεια θα έπρεπε να ήταν για όλους το πρώτο σχολείο, το σχολείο στο οποίο ένα παιδί μαθαίνει τις βασικές αξίες της ζωής. Αξίες που κυρίως καθοδηγούν το άτομο να αποκτήσει υπευθυνότητα και αυτοσεβασμό. Από τη στιγμή που θα θέσει σε εφαρμογή τα χαρακτηριστικά αυτά, τότε μπορεί να αντιλαμβάνεται την αξία της προσφοράς, της αγάπης και του σεβασμού προς τους γύρω του. Και εκείνη αυτά τα είχε διδαχτεί. 

Μια ανάμνηση από τις πολλές έκανε την εμφάνιση της κατακλύζοντας το μυαλό της. Εκείνη, φορώντας ένα λευκό φορεματάκι με κόκκινες παπαρούνες και ένα τεράστιο κόκκινο φιόγκο στη μέση έκανε ποδήλατο πρώτη φορά δίχως τις βοηθητικές ρόδες. Τα παιδιά την προηγούμενη μέρα την είχαν κοροϊδέψει βλέποντας την να κάνει ποδήλατο με αυτές και όταν με κλάματα το εκμυστηρεύτηκε στον αρκούδο της εκείνος είχε καθίσει παρότι ήταν κουρασμένος από την οικοδομή όπου εργαζόταν, να βγάλει τα ροδάκια και μετά να την εμψυχώνει και να στέκεται δίπλα της όσο εκείνη έκανε δειλά δίχως βοηθητικές ρόδες του ποδηλάτου, πετάλι. Και όσες φορές είχε πέσει εκείνος την είχε πιάσει. Και όσες φορές εκείνη κιότευε εκείνος επέμενε πεισματικά. Και όσες εκείνη τα παράταγε και έκλαιγε εκείνος σκούπιζε τα μάτια της, της έδινε το χρόνο της και ξανά την παρακινούσε να συνεχίσει να προσπαθεί.

Χαμογέλασε συγκινημένη με την ανάμνηση της. Το φόρεμα το θυμόταν γιατί στο τέλος στο ύψος τουλάχιστον των γονάτων της οι παπαρούνες που το στόλιζαν έμοιαζαν να είχαν γίνει ένα σώμα από το αίμα των πληγών που είχε κάνει στα γόνατα που είχε προστεθεί στο ύφασμα. Και εκείνος, ο πατέρας της, ήταν το βράδυ που την είχε βάλει στη μπανιέρα να πλυθεί που έτριβε το ύφασμα να καθαρίσει όσο εκείνη περήφανη πέταγε νερά ολόγυρα από τον ενθουσιασμό της που τα είχε καταφέρει και είχε περάσει όλο το απόγευμα κάνοντας ποδήλατο με τα μεγάλα παιδιά.

Ο μπαμπάκας της. Η αδυναμία της. Ο δάσκαλος της. Ο προστάτης της.
Ένα τέτοιο άντρα ονειρευόταν από μικρή να έχει στο πλάι της αλλά μεγαλώνοντας κατάλαβε ότι τα όνειρα, παραμένουν απλά όνειρα και δεν πραγματοποιούνται ποτέ...

Continue Reading

You'll Also Like

14.2K 1.9K 29
Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς.
1.1M 79.6K 70
Η Άννα πρέπει οπωσδήποτε να φύγει από την Αθήνα και να βρει μια δουλειά χωρίς να μάθει ο πρώην της τίποτα. Η κολλητή της φίλη, η Ελπίδα, της βρίσκει...
72.4K 3.3K 59
Τι θα γίνει όταν η μικρή άβγαλτη απουσιολόγος αναγκαστεί να κάνει μια συμφωνία με το πιο διάσημο παιδί του σχολείου?
32.8K 4.5K 26
"Ειλικρινά τι υπέροχο έχω δεσποινίς Ντέιζι? Πάντα καταλήγετε να ξεστομίζετε ανοησίες!"