Κλεοπάτρα η Μακεδόνισσα

Oleh novehellenist

940 93 208

Μυθιστόρημα για την ομοθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πριγκίπισσα Κλεοπάτρα της Μακεδονίας, που έχει μεί... Lebih Banyak

Καστ (1)
Καστ (2)
Εισαγωγικό Σημείωμα
Σάρδεις, 308 π.Χ.
Κλέος πατρός
Προσθήκες στο καστ
Το μπουμπούκι ανθίζει (μέρος α΄)
Το μπουμπούκι ανθίζει (μέρος β΄)
Το μπουμπούκι ανθίζει (γ΄ μέρος)
Η έβδομη σύζυγος (α΄ μέρος)
Η έβδομη σύζυγος (β΄ μέρος)
Η έβδομη σύζυγος (γ΄ μέρος)
Η έβδομη σύζυγος (δ΄ μέρος)
Foreign cast
Ο γυρισμός του αδελφού
Ματωμένος γάμος (α΄ μέρος)
Ματωμένος γάμος (β΄ μέρος)
Ματωμένος γάμος (γ΄ μέρος)
Στην Ήπειρο (α΄ μέρος)
Στην Ήπειρο (β΄μέρος)
Μια ψυχή σε δυο σώματα (α΄ μέρος)

Έρωτας πόλεμος

37 4 18
Oleh novehellenist

Λίγο μετά τον γάμο του Άτταλου και της Αταλάντης, ξεκίνησε ο Φίλιππος για την εκστρατεία του στον νότο, χωρίς ωστόσο να πάρει μαζί πολύ στρατό, αφού την πλειονότητα των δυνάμεών του την άφησε στη Μακεδονία να ξεκουραστεί από τους αλλεπάλληλους τριετείς πολέμους του. Στο στράτευμα ωστόσο θα πήγαιναν ο νιόπατρος και οι κουνιάδοι του, και τη μέρα του αποχωρισμού η κόρη του Ορόντη έκλαιγε ασταμάτητα, μια στην αγκαλιά του άντρα της και μια στων αδελφών της, ενώ κι η αρχόντισσα Βερενίκη δε μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, καθώς αποχαιρετούσε γιους και γαμπρό...

«Μην κλαις, αδελφούλα μου, κι εσύ, μανούλα, πάψε τα δάκρυά σου» τις παρακαλούσε ο Περδίκκας. «Μη σπαράζετε την ψυχή μας και κόβετε το θάρρος μας... Εμάς το καθήκον μας είναι να ακολουθήσουμε τον βασιλιά μας, εσείς να σταθείτε δυνατές δίπλα στον πατέρα και αν οι θεοί το θέλουν, θα γυρίσουμε...»

«Σωστά μιλάς, Περδίκκα» αποφάνθηκε κι ο Ορόντης, προσπαθώντας να μασκαρέψει την αγωνία του με αγέρωχη περηφάνεια. «Βερενίκη, κι εσύ, Αταλάντη, πάψτε τα κλάματα, καθήκον των ανδρών είναι ο πόλεμος και των γυναικών να δείχνουν γενναιόκαρδες για να τους εμψυχώνουν...»

«Μου λείπει ο Άτταλος, Κλεοπάτρα... Δεν τον χόρτασα» παραπονιόταν με πόνο η Αταλάντη στη φίλη της τον επόμενο καιρό. «Τρέμω μην τον χάσω, και μείνω χήρα πρόωρα δίχως ούτε ένα παιδί δικό του...»

«Κι εμένα μου λείπουν ο πατέρας μου κι ο αδελφός μου, Αταλάντη... Κάθε μέρα αγωνιώ για κείνους» απαντούσε η Κλεοπάτρα, πνίγοντας στο λαρύγγι της το «κι ο Περδίκκας», που της υπαγόρευε ο νους της... «Αλλά θα δεις, όλα θα πάνε καλά, ούτε εσύ θα χηρέψεις, ούτε εγώ θα ορφανέψω...»

Στο μεταξύ, ο Φίλιππος κατέβηκε προς τη Φωκίδα, παρακάμπτοντας τις Θερμοπύλες και οδηγώντας τον στρατό του μέσα από δύσκολα περάσματα στα βουνά, ώσπου βρέθηκε στην Ελάτεια, που τη βρήκε άδεια από κατοίκους και με γκρεμισμένα τείχη, την κατέλαβε και την οχύρωσε, αιφνιδιάζοντας τους Αθηναίους, μόλις έλαβαν την είδηση. Τότε, έστειλαν κι οι δυο πλευρές πρέσβεις στη Θήβα, από μέλη των συμμάχων τους, με επικεφαλής των Αθηναίων τον Δημοσθένη και των Μακεδόνων τον Πύθωνα τον Βυζάντιο, κι οι Θηβαίοι αφού τους άκουσαν, διαλέξανε να σπάσουν τη συμμαχία με τον Φίλιππο και να αρχίσουν πολεμικές προετοιμασίες• παρατάχθηκαν λοιπόν οι δύο δυνάμεις, οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι με το κοινό των Βοιωτών στους Παραποταμίους και αλλού* κι οι Μακεδόνες στην Ελάτεια και στο Κυτίνιον**, μα όλο το φθινόπωρο και όλο τον χειμώνα και όλη την άνοιξη καμιά συμπλοκή δεν έγινε μεταξύ των δύο στρατευμάτων, μονάχα αψιμαχίες, στις οποίες πάντα έχαναν οι Μακεδόνες, για κακή τους τύχη...

«Πατέρα, τι θα γίνει;» ρωτούσε ο Αλέξανδρος, τσιτωμένος. «Οι Αθηναίοι θα μαθαίνουν τις ήττες μας και θα γελάνε, χαίρονται κι είναι βέβαιοι πως θα μας κατατροπώσουν μαζί με τους Θηβαίους και τους άλλους Βοιωτούς... Μήπως είναι καιρός να μηνύσεις να έρθει από τη Μακεδονία ο υπόλοιπο στρατός σου;»

«Έννοια σου, γιε μου, και δε θα κρατήσει για πολύ η χαρά τους» του αποκρινόταν ο Φίλιππος, σμίγοντας τα φρύδια του, και τον έσφιγγε ενθαρρυντικά στον ώμο. «Γρήγορα θα καλέσω τους άνδρες που αναπαύονται τούτη τη στιγμή στη χώρα μας, οι δυνάμεις μας θα πολλαπλασιαστούν, και τότε να δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος, εδώ δεν είναι Πέρινθος και Βυζάντιο να μας νικήσουν με το ναυτικό που δεν το κατέχουμε...»

«Τι έχεις, αδελφέ;» απευθυνόταν ο Αλκέτας στον Περδίκκα, βλέποντάς τον τη νύχτα ξάγρυπνο στη σκηνή τους να στριφογυρνάει. «Σου λείπουν τα κάλλη της παλλακίδας σου; Βρες κάναν αμούστακο οπλίτη να αναπληρώνεις την έλλειψή της, γιατί όπως φαίνεται θα μας πάρει καιρό ακόμη αυτή η επιχείρηση...»

«Όχι... Δε μπορώ καθόλου να συνευρεθώ με άρρενες, μικρέ, κι ας το κάνουν πολλοί για να σβήνουν τις ορμές τους, όταν δεν είναι πλάι σε γυναίκα... Το αποστρέφομαι, με αηδιάζει, πώς να σου πω...»

«Τότε φαντάσου πως εμβολίζεις τη Χαριτώ και... ξέρεις... Όταν σε κυριεύει ο πόθος, σαν και τώρα» του έκλεινε το μάτι πονηρά ο Αλκέτας, πριν γείρει ξανά στο πλευρό του κι αρχίσει να ροχαλίζει, ο Περδίκκας σφάλιζε κι αυτός τα βλέφαρά του, προσπαθώντας να φέρει στο νου του το φλογερό κορμί της εταίρας και την ηδονή που τον κερνούσε πάνω στην κλίνη του, κάθε φορά όμως που το έκανε, μετά από λίγο χανόταν από μπροστά του η όψη της η λάγνη και την αντικαθιστούσε το πρόσωπο το αγνό της Κλεοπάτρας, τα μάτια της δυο άστρα σε μαύρο ουρανό να τον κυττούν με την τρεμάμενη φεγγοβολή της παρθενιάς, και τα δυο της χείλη, σαν μπουμπούκια ρόδων της Πιερίας και της Εορδαίας και σαν κεράσια από την Πέλλα, να στέκουνε μισάνοιχτα και εκείνος να θωρεί πως έσκυβε να τα φιλήσει, «είναι η πριγκίπισσα, η κυρά σου» τού υπαγόρευε τότε μεμιάς η λογική του και άφηνε το όνειρο τούτο το γλυκό και άδολο να χαθεί, βαλαντωμένος...

Μήνας Γορπιαίος*** ήταν, θέρος ακόμα, όταν έφτασαν στην Πέλλα τα καλά μαντάτα: ο βασιλέας Φίλιππος αναμετρήθηκε με τους Αθηναίους, τους Θηβαίους και τους συμμάχους τους στη Χαιρώνεια, στην πεδιάδα του βοιωτικού Κηφισού, και τους νίκησε κατά κράτος, κι ότι ο νεαρός διάδοχος Αλέξανδρος διέπρεψε στη μάχη ως επικεφαλής των Εταίρων, των ιππέων της μακεδονικής φάλαγγας... Σκίρτησε από χαρά η Κλεοπάτρα για τον πατέρα και τον αδελφό της, έκλαψε από ανακούφιση κι η Αταλάντη σαν έμαθε πως ζούσαν ο άντρας της και τα αδέλφια της και πως το μωρό που είχε γεννήσει πριν λίγους μήνες, η κανακάρα της, δε θα 'μενε ορφανή, και σαν εστράφησαν τα τρία παλικάρια, δε πρόφταιναν να πέφτουν από αγκαλιά σε αγκαλιά...

«Μάνα μου, σ' αποθύμησα!» έλεγε ο Περδίκκας κι έκλεινε με λαχτάρα μες στα μπράτσα του την κυρά Βερενίκη, φιλώντας της τα μάτια και τα χέρια, και σαν παιδί την άφηνε να του χαϊδεύει τα μαλλιά και να του βρέχει τα μάγουλα με τα δάκρυα της χαράς της, ενώ πιο δίπλα ο γαμπρός του δε χόρταινε να σφίγγει πάνω του την αδελφή του που σπαρταρούσε με τα γόνατα λυμένα και να γεύεται τα χείλη της...

«Έλα, Άτταλε, να δεις τη θυγατέρα σου!» τον παρότρυνε συγκινημένη η αρχόντισσα Δημητρία, η μητέρα του, και παίρνοντας την εγγονή της από τα χέρια της παραμάνας της την απίθωσε στα ταλαιπωρημένα χέρια του πατέρα της, φωτίζοντας τη μορφή του στη θέα της, «ευλογημένη να 'σαι απ' τους θεούς, κορούλα μου!» πρόφερε, ασπάστηκε το μικρό της κεφαλάκι και την έβαλε με προσοχή στα χέρια της Αταλάντης...

«Συμπεθέρα, το δικό σου όνομα θα πάρει, όπως είναι το σωστό» ανήγγειλε ο Ορόντης, ενώ η θυγατέρα του ταχτάριζε το κοράσι της. «Και τώρα που παντρεύτηκε η αδελφή σας και γυρίσατε πίσω ζωντανοί, Περδίκκα και Αλκέτα, νομίζω πως είναι καιρός να βάλουμε σύντομα μπροστά και για τους δικούς σας γάμους, να γεμίσει ο οίκος μας απογόνους και η αυλή μου εγγόνια...»

«Συμπέθερε, συμφωνώ... Μακάρι να είχα κόρες, για να γινόταν κάποια από αυτές ταίρι με τους γιους σου» μίλησε κι ο στρατηγός Ανδρομένης. «Έχει όμως ο φίλος μας ο στρατηγός Άτταλος την υιοθετημένη ανιψιά του, την Κλεοπάτρα****, που θα γινόταν νύφη σωστή για τον πρωτότοκό σας, άλλωστε μου έχει πει και ο ίδιος ότι τον καλοβλέπει για γαμπρό του» πρόσθεσε με νόημα, κι ένα σύννεφο βαρύ, μολύβδινο, σκέπασε αόρατα το μέτωπο του Περδίκκα στα λόγια αυτά του πεθερού της αδελφής του...

...Την αντάμωσε ξανά λίγο αργότερα την πριγκίπισσά του τυχαία, στους κήπους του παλατιού, μέρα φθινοπωρινή πλέον, ενώ ο Φίλιππος ετοιμαζόταν να μεταβεί στην Κόρινθο για την πρώτη συνεδρίαση όλων των ελληνικών πόλεων υπό την ηγεσία του*****, νωρίτερα είχε στείλει μάλιστα τον Αλέξανδρο στην Αθήνα συνοδευμένο από τον στρατηγό Αντίπατρο και τον διπλωμάτη αδελφό του Λυσίμαχου τον Αλκίμαχο να κομίσει τις στάχτες των πεσόντων τέκνων της στη Χαιρώνεια και να διαπραγματευτεί τους όρους της ειρήνης, πιο όμορφη και πιο θηλυκό ακόμα απ' ο τι την είχε αφήσει πριν ένα χρόνο, τον πρόσεξε κι εκείνη και έκοψε το βήμα της, με καρδιοχτύπι μυστικό...

«Περδίκκα;.. Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!»

«Κι εγώ χαίρομαι πολύ που σ' αντικρίζω, Κλεοπάτρα... Μεγάλωσες κι άλλο, θαρρώ...»

«Ναι... Τα ίδια μου 'λεγε κι ο πατέρας, θα φροντίσει λέει να μου βρει σύζυγο, πριν αρχίσει την παρασκευή της εκστρατείας του στην Ασία» αποκρίθηκε το δεκαεξάχρονο κορίτσι, κυττώντας για λίγο αλλού, με μια μελαγχολία να αμαυρώνει το γλυκό του πρόσωπο, «τόσο γρήγορα λοιπόν» μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του το είκοσι επτά ετών παλικάρι και μια γεύση πικρή φαρμάκωσε το στόμα του...

«Τι είπες;»

«Τίποτα... Συλλογίζομαι ότι θα είσαι περιζήτητη νύφη, πολύφερνη, τυχερός δε ο νυμφίος σου...»

«Εγώ όμως;... Θα είμαι τυχερή άραγε, αν με αναγκάσει να παντρευτώ κάποιον ξένο, που δε θα τον έχω δει ποτέ, που δε θα τονε θέλω, απλά και μόνο για μια συμμαχία;» είπε τώρα η Κλεοπάτρα, και το ράγισμα στη μιλιά της κλόνισε τον Περδίκκα, αυτόν που τον γέμισε άγρια χαρά η θέα των αναρίθμητων νεκρών της Χαιρώνειας και που μεθυσμένος κι αυτός μετά τη νίκη είχε χλευάσει τα πτώματα των Θηβαίων Ιερολοχιτών...

«Δε θα σε ξεπουλήσει ελαφρά τη καρδία ο δεσπότης μας, Κλεοπάτρα... Είσαι η αγαπημένη του κόρη, πολλοί ηγεμόνες θα σε γυρέψουν και θα σου διαλέξει τον σωστό με ορθή κρίση...»

«Δε με νοιάζει να με γυρέψει κανείς, Περδίκκα, ούτε βασιλιάς ούτε πρίγκιπας... Εγώ έναν θέλω μόνο να παντρευτώ, εσένα... Εσένα ονειρεύομαι για άνδρα μου...» ψιθύρισε η κοπέλα βουρκωμένη, κυττώντας τον στα μάτια, έπειτα ακούμπησε μεμιάς τα χεράκια της στα πλευρά του και έγειρε το κεφάλι της στον ζερβό του ώμο στενάζοντας βαριά, ο νέος σταμάτησε για μια στιγμή θαρρείς τότε να αναπνέει, νιώθοντας το κορμί της πάνω στο δικό του, πετρωμένος έμεινε με τους παλμούς του να σφυροκοπούνε στον λαιμό του, ώσπου άπλωσε παράφορα τα χέρια του και τα τύλιξε γύρω απ' τη λιανή της πλάτη και τη λεπτή, λυγερή της μέση...

«Σ' αγαπώ, γιε του Ορόντη...» του ομολόγησε τέλος με σιγανή λαλιά η Κλεοπάτρα, καθώς η περίπτυξή τους δυνάμωνε και λιώνανε κι οι δυο εντός της σαν λιανοκέρια στη φωτιά. «Το ξέρω πως δεν πρέπει, πως δεν είμαι εγώ για σένα, μήτε εσύ για μένα, αλλά η Αφροδίτη μού πλάνεψε τον νου για χάρη σου, με νίκησε...»

«Εγώ νικήθηκα από σένα, κόρη του Φιλίππου, κι ας είμαι πολεμιστής... Χωρίς μάχη με νίκησες, μονάχα με την καλλονή σου την παρθενική, που λάμπει σαν το χρυσάφι του Παγγαίου...» της απάντησε εξίσου σιγανά ο Περδίκκας, ζεσταίνοντας το χνότο του τον κρόταφό της• και από κει, σιγά - σιγά, χαράζοντας δρόμο πυρωμένο τα χείλη του στην παρειά της, συνάντησαν το στόμα της, κύλησαν πάνω του και το τρύγησαν μαλακά, κι εκείνη δέχτηκε με την πνοή κομμένη το πρώτο αυτό, το ανέλπιστο φιλί του...


*Αναφέρεται πως η άλλη θέση ήταν κοντά στη Γραβιά.


**Αρχαία πόλη της Δωρίδας που τοποθετείται κοντά στο Παλαιοχώρι Φθιώτιδας - Μπράλο.


***Γορπιαίος = Αύγουστος. Η περίφημη μάχη της Χαιρώνειας φαίνεται ότι διεξήχθη στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ.


****Πρόκειται για τη μετέπειτα έβδομη σύζυγο του Φιλίππου, την οποία μετονόμασε σε Ευρυδίκη.


****Το γνωστό «συνέδριο της Κορίνθου», που ξεκίνησε τον χειμώνα του 338/337 π.Χ. και επαναλήφθηκε υπό τον Αλέξανδρο το 336 π.Χ., όταν έγινε βασιλιάς μετά τη δολοφονία του πατέρα του.



Πάνω, βίντεο με την τοποθεσία της μάχης της Χαιρώνειας




Lanjutkan Membaca

Kamu Akan Menyukai Ini

22.9K 2K 35
•Gods Of Underworld Series {G.O.U.S.}:Book4• Η Περσεφόνη και ο Άδης έκαναν τον Έκτορα και την Μαργαρίτα. Και ο Έκτορας, με την σειρά του, μαζί με την...
1.5K 249 14
ΡΟΜΑΝΤΙΚO ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΠΟΧΗΣ. ... Ήξερα βαθιά μέσα μου πως το φιλί αυτό ήταν το αντίο μου, κι όμως ήμουν πανέτοιμη να λυγίσω ευχαρίστως στις ευγενικέ...
897 95 6
Μια σκοτεινή παραλλαγή της Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων. Εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο ονειρικά. ...πολλές φορές τα όνειρα δεν απέχουν και πολύ απ'...
514 124 27
Ενα βιβλίο γεμάτο με ποίηση, στιχάκια και κείμενα. Γραμμένα από την ψυχή. Από δύο πένες συγγραφής. Nicole Black & Samuel-Marian Ελπίζουμε να σας αρέ...