Ευγενία

By angry_bird24

66.3K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)

555 19 6
By angry_bird24


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1948

Η Ελένη περπατούσε προς το καφενείο του χωριού, φορώντας ένα βαρύ παλτό και ένα κόκκινο μάλλινο κασκόλ, που είχε φτιάξει η Ασημίνα, τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της. Η Ρίζω, η βοηθός της κυρά-Δέσπως, την πλησίασε κεφάτα. <<Καλησπέρα Λενάκι. Τι κάνεις; Στο καφενείο πας;>> ρώτησε με περιέργεια. <<Καλησπέρα. Ναι, πάω να πάρω λίγο φασόλια>>, <<Ε να σου κάνω παρέα ως εκεί... Για πες. Τελειώνεις το γυμνάσιο φέτος, ε; Μεγάλωσες κι εσύ>> πέταξε η Ρίζω. Ήταν κάπου 12-13 χρόνια μεγαλύτερη της και ακόμα ανύπαντρη, μα είχε βάλει σκοπό της ζωής της, να παντρέψει όλο το χωριό. Η Ελένη της χαμογέλασε. <<Ναι, τελειώνω το καλοκαίρι>>, <<Και μετά;>>, <<Τι και μετά;>>, <<Τι σκέφτεσαι να κάνεις;>>, <<Δεν σκέφτομαι κάτι. Δεν μας περισσεύουν για σπουδές...>> εξήγησε λυπημένα. <<Βρε τι σπουδές; Δεν εννοώ αυτό. Ε δεν σκέφτεσαι να παντρευτείς;>>. Η Ελένη σταμάτησε να περπατά και την κοίταξε ταραγμένη. <<Γιατί με ρωτάς;>>, <<Γιατί βρε... Έχω ένα παλικάρι, ότι πρέπει για σένα. Και του καλαρέσεις!>> απάντησε και η κοπέλα ξεφύσηξε με νευρικότητα. <<Δεν με ενδιαφέρει να παντρευτώ. Και σίγουρα όχι με προξενιό>>, <<Άντε καλέ, τι προξενιό; Προξενιό... Μια γνωριμία θα κάνετε. Ντρέπεται το παλικάρι, να ρίξει έτσι τα μούτρα του να σου μιλήσει... Ε, τι λες;>>. Η Λενιώ έγνεψε αρνητικά. <<Δεν υπάρχει περίπτωση. Μην το ξανασυζητήσουμε. Πες του δεν ενδιαφέρομαι>>, <<Μα ούτε έμαθες ποιος είναι>>, <<Ε όποιος και να είναι!>> πέταξε με εκνευρισμό. Η Ρίζω την κοίταξε στραβά. <<Βρε μπα κι έχεις κανέναν αγαπητικό; Μη με ντρέπεσαι. Για να μη σε υπολογιζώ στα...>>, <<Κανέναν δεν έχω αλλά μην με υπολογίζεις. Θα βρω μόνη μου γαμπρό>> έκανε βιαστικά και άνοιξε το βήμα της. <<Κι αν ντρέπονται να σε πλησιάσουν; Να μη βοηθήσω;>>, <<Γιατί; Θα τους δείρω; Άσε με καλέ και βιάζομαι, δεν θέλω γαμπρό. Τα φασόλια θέλω>> εξήγησε και έφυγε εκνευρισμένα.

<<Ο Λεωνίδας;>> ρώτησε ο Φανούρης, το Γιώργη και έπνιξε ένα γέλιο. <<Ναι, γιατί; Καλό παλικάρι είναι. Βέβαια είναι μικρή ακόμα αλλά αφού φαγώθηκε η Ρίζω, ας της το πει και...>>, <<...και θα της πει όχι πριν καν την ακούσει>> ψιθύρισε ο επιστάτης. <<Τι είπες;>> γρύλισε ο Γιώργης. <<Όχι τίποτα. Ας της το πει λέω, δεν ξέρεις ποτέ. Καλό παλικάρι είναι, καλό>>, <<Και μορφωμένος! Γυμνάσιο έχει βγάλει>> πρόσθεσε ο Γιώργης. <<Εμείς τον θέλουμε πιο μορφωμένο όμως>> ψέλλισε πάλι και το αφεντικό του, τον κοίταξε στραβά. <<Τι λες μωρέ μέσα από τα δόντια σου;>>, <<Εγώ φταίω που δεν ακούς; Λέω μορφωμένος μορφωμένος. Πόσο πιο μορφωμένο να τον θέλει;>>, <<Ε δεν έχει πιο πολυ. Σ' ολάκερο το νομό, 2-3 να πηγαίνουν στα πανεπιστήμια. Σιγά μη θέλει η Λενιώ να της βρούμε τέτοιο>>, <<Ναι, θα τον βρει μόνη της>> πέταξε σιγανά ο Φανούρης και σηκώθηκε να πάει προς το πάγκο. Η Ελένη μπήκε στο καφενείο και η Ρίζω την ακολουθούσε κατά πόδας. <<Άσε με χριστιανή μου!>> έκανε νευρικά το κορίτσι. Ο Γιώργης της χαμογέλασε. <<Καλώς τη τσούπρα μου!>>, <<Γεια σου πατέρα. Λίγα φασόλια ήρθα να πάρω>>, <<Χρυσοχέρα κόρη έχω. Θα καλοφάω πάλι>> την παίνεψε και το κορίτσι πήγε κι εκείνο προς το πάγκο. Η Ρίζω πλησίασε το Γιώργη. <<Τι είπε;>> ρώτησε ο άντρας. <<Τζίφος. Δεν ακούει κουβέντα>>, <<Μικρή είναι. Δεν έχει ακόμα το μυαλό της στους έρωτες>>, <<Για να το λες... Ούτε να ακούσει δεν ήθελε. Ούτε ρώτησε ποιος είναι ο μορφονιός να ξέρει>> είπε με περιέργεια η Ρίζω. <<Η Ελένη μου δεν είναι περίεργη. Δεν της αρέσει να κουτσομπολεύει. Σου λέει θα τον δω πουθενά και θα ντραπώ. Είναι σεβαστικό κορίτσι. Μήτε έχει σκεφτεί να κοιτάξει μορφονιούς. Δεν τη βλέπεις στα πανηγύρια; Μια ματιά της ρίχνουν και γυρνάει από την άλλη πλευρά>> είπε με καμάρι ο Σταμίρης και η Ρίζω έγνεψε θετικά. <<Ναι, όπως τα λες είναι...>> απάντησε, μα στράβωσε το ύφος της. <<Μα ούτε να μάθει ποιος ήταν; Σα να μη μου κάθεται καλά...>> μονολόγησε η γυναίκα.

Η Ελένη πλησίασε το Φανούρη που γέλαγε νευρικά. <<Άντε, η ώρα η καλή. Πώς τον λένε το Λεωνίδα; Τσουβλέκα; Ε θα γίνεις κυρία Τσουβλέκα>> της είπε και ξέσπασε σε γέλια. Εκείνη του έριξε μια αυστηρή ματιά. <<Ο Λεωνίδας είναι; Ούτε ρώτησα>> απάντησε κάνοντας ένα μορφασμό αηδίας. <<Γιατί καλέ; Ομορφόπαιδο είναι. Και μορφωμένος. Έχει βγάλει γυμνάσιο. Κι όπως είπε και ο πατέρας σου, πόσους έχει ο νομός πιο μορφωμένους; 2-3. Ε πέσαμε στον έναν που λαχταράει παιδαγωγικές>> πέταξε και χαχάνισε ξανά. Η Ελένη τον σκούντησε. <<Πάψε πια! Με άγχωσε, ανάθεμα τη. Μη φτάσουν αυτές οι αηδίες στα αυτιά του Λάμπρου μου και πικραθεί!>>, <<Να παρακαλάς να φτάσουν. Να ξέρει πως σε ζητάνε κι από αλλού, να έρθει να σε ζητήσει πρώτος αυτός. Πόσο καιρό θα σε τραβολογάει στις ερημιές ο Λάμπρος σου; Θα σας δει κανά μάτι στο τέλος και θα έχουμε ντράβαλα>>, <<Έχει τα διαβάσματα και τις σπουδές του!>> πέταξε περήφανα. <<Ναι αλλά δεν θα στεφανωθεί τις σπουδές του, εσένα θέλει. Να κοιτάξει να σε ζητήσει! Πόσο θα σας κάνω πλάτες κυρά μου; Σοβαρός, σοβαρός αλλά ο νους του στα ξεμοναχιάσματα. Εσένα θα κρεμάσουν κουδούνια, εκείνον θα τον έχουν για λεβέντη>>. Η Ελένη πήγε να απαντήσει, μα η είσοδος του Μιλτιάδη στο καφενείο τη σταμάτησε. Ο άντρας μπήκε μέσα φανερά ταραγμένος. <<Ανέστη...>> φώναξε τραυλίζοντας. <<Τι είναι Μιλτιάδη;>> ρώτησε ο άντρας, που καθόταν πλάι στον πατέρα της. <<Θέλω να με κατεβάσεις στη Λάρισα. Πρέπει να δω το γιο μου>>. Η Ελένη κάρφωσε τα μάτια της πάνω του. <<Με ειδοποίησε η σπιτονοικοκυρά του πως είναι άρρωστος. Φέρανε γιατρό μα βράζει στον πυρετό. Μου φαίνεται πρέπει να τον φέρω εδώ, να τον προσέχουμε. Εκεί μοναχός του, ποιος θα τον συντρέξει;>> πέταξε λυπημένα και όλοι ταράχτηκαν. Ο Φανούρης έπιασε την Ελένη από τη μέση. Είχε ασπρίσει και έτρεμε. <<Μην κάνεις καμία ανοησία. Ηρέμησε και κάνε πως δεν έγινε τίποτα>> της ψιθύρισε, μα εκείνη έτρεμε όλο και περισσότερο. Ο Μιλτιάδης έφυγε τρέχοντας με τον Ανέστη, και η Βιολέτα πλησίασε τη Λενιώ, κρατώντας τα φασόλια. <<Έλα κορίτσι μου. Μα τι έπαθε το παλικάρι; Θεός φυλάξοι. Κι είναι ύπουλα τα κρυώματα, κι ας είναι νέος>> σχολίασε. Τα μάτια της Ελένης είχαν γεμίσει δάκρυα. Η Βιολέτα την κοίταξε με περιέργεια. <<Είσαι καλά Λενιώ; Τι έπαθες;>> ρώτησε ευγενικά. Ο Φανούρης την κούνησε με δύναμη. <<Σταμάτα τα κλάματα! Τίποτα δε θα πάθει, σταμάτα!>> της είπε αγχωμένα. <<Τι έγινε βρε παιδιά; Τι πάθατε;>> επέμεινε η Βιολέτα. <<Νομίζω θα πέσω κάτω>> ψέλλισε η Ελένη. <<Καλέ, έλα μέσα να πιεις ένα νερό. Βρε εσύ έχεις γίνει σα το πανί>> της είπε η καφετζού κι ο Φανούρης έγνεψε θετικά. <<Τράβα μέσα να πλυθείς, μη σε δει ο πατέρας σου σε αυτά τα χάλια! Ξινό μας βγήκε το γέλιο>>. Η Ελένη έφυγε με τη Βιολέτα κι ο Φανούρης έκατσε δίπλα στο Γιώργη. <<Πού πάει η κόρη μου;>>, <<Μέσα, να της δείξει κάτι η Βιολέτα. Δεν κατάλαβα τι...>>, <<Ε γυναικεία θέματα, τι να καταλάβεις;>> πέταξε και ήπιε ήρεμα τον καφέ του.

Η Βιολέτα έδωσε ένα ποτήρι νερό στην Ελένη που έκλαιγε ασταμάτητα. <<Τι έπαθες βρε κορίτσι μου; Να πιές! Τόσο κοντά ήσασταν με το Λάμπρο; Μα εσύ θα πάθεις τίποτα!>>, <<Καλά είμαι>> ψέλλισε τρέμοντας. <<Τι καλά βρε κοπέλα μου; Έτσι είναι το καλά; Καλέ Λενιώ... Να μεταξύ μας, σα γυναίκες, το αγαπάς το παλικάρι;>>. Η Ελένη άρχισε να κλαίει πιο έντονα κι η Βιολέτα κούνησε το κεφάλι της ειρωνικά. <<Άσε, μη μου πεις... Αυτός το ξέρει;>> ρώτησε ευγενικά. Η Ελένη έγνεψε θετικά. <<Το ξέρει και τι λέει; Βρε... Αγαπητικός σου είναι; Για αυτό κλαις με μαύρο δάκρυ;>>. Το κορίτσι αναστέναξε και πήρε βαθιά ανάσα. <<Μη το πεις πουθενά...>>, <<Πού να το πω καλέ; Λέγονται αυτά; Απαπα... Έλα κορίτσι μου, μην κάνεις έτσι. Αυτός είναι γερός, είναι ντιρέκι. Σε λίγες μέρες θα γιάννει>> είπε για να την παρηγορήσει. <<Ούτε να τον δω δε θα μπορώ. Ούτε να τον συντρέξω...>> τραύλισε κλαίγοντας. <<Καλέ, θα τον δεις. Σιγά. Όλη μέρα θα τον φυλάνε; Θα πάμε και μαζί, μη μου ανησυχείς! Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά>> είπε και την έκλεισε μες τα χέρια της.

-----------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1982

Ο Άγγελος Φαναριώτης, ο διοικητής του Διαφανίου, μπήκε στο καφενείο, παρέα με το γιο του Νέστορα, και έπιασαν ένα γωνιακό τραπέζι. <<Παναγιώτη,  ένα βαρύ γλυκό για μένα και μία πορτοκαλάδα για τον μικρό>> ζήτησε ο διοικητής και ο γιος του τον κοίταξε αυστηρά. <<Σου έχω πει να μη με λες μικρό! Κυρ-Παναγιώτη, ένα φραπέ κάνε μου. Σκέτο>>, <<Σκέτο καφέ θα πιεις; Θα σε πειράξει. Μπα και θες και κανά τσίπουρο;>> ρώτησε ειρωνικά ο Άγγελος. <<Και για να έχουμε καλό ερώτημα, τι μου κουβαλήθηκες μαζί; Τι θες και αποφεύγεις τη μάνα σου;>> συμπλήρωσε και ο νεαρός ξεφύσηξε. <<Ήθελα να σου ζητήσω λεφτά. Όχι πολλά...>>, <<Γιατί;>>, <<Γιατί θέλω να αγοράσω ένα δώρο και δεν θέλω να ανακατευτεί η μαμά. Μεταξύ μας ότι πούμε. Αντρικά>>. Ο Άγγελος γέλασε. <<Έγινε κι ο Νεστοράκος άντρας. Κοίτα κάτι πράγματα. Για ποιον το θες; Για τη μορφονιά που γιορτάζει>>. Ο Νέστορας του έγνεψε να σιωπήσει. <<Να με κάψεις θες; Οι μισοί εδώ μέσα είναι σόι της!>> πέταξε και έδειξε το Φανούρη απέναντι που μιλούσε με τη Βιολέτα. Πάνω στην ώρα, μπήκε ο Λάμπρος στο καφενείο και τους χαμογέλασε πλατιά. <<Ωωω εντάξει. Καλώς τα δεχτήκαμε>> έκανε ο Νέστορας μέσα από τα δόντια του. <<Καλησπέρα. Τι κάνεις Νέστορα; Καιρό έχω να σε δω>> είπε κεφάτα ο Λάμπρος. <<Γεια σου δάσκαλε. Ε μαθήματα...>>, <<Μπράβο, μπράβο. Τα πας καλά;>>, <<Προσπαθώ...>>, <<Ότι χρειαστείς, να μη ντρέπεσαι. Να μου λες!>>. Το παιδί κούνησε το κεφάλι του, ευχαριστώντας τον. <<Είναι καλός Λάμπρο, προσπαθεί>> είπε περήφανα ο Άγγελος και τον χτύπησε στην πλάτη. <<Ε... Όχι όσο οι κόρες του δασκάλου....>> έκανε ντροπαλά ο Άγγελος. Ο Λάμπρος έγνεψε θετικά. <<Η Ευγενία ήταν όντως δυνατή μαθήτρια με βάσεις. Κι η Βαλεντίνη καλή είναι. Σημασία έχει η προσπάθεια. Σας το έλεγα πάντα αυτό Νέστορα>> είπε σοβαρά και έκατσε δίπλα στο Φανούρη. <<Καλώς το κουμπάρο μου. Τι λέγατε με τον Άγγελο;>> ρώτησε αγχωμένα ο Φανούρης. <<Μπα, τίποτα. Για τα μαθήματα του μικρού. Ήταν καλός μαθητής, μα ο νους του ήταν στο παιχνίδι. Έκανε κόμμα με την κόρη μου στις σκανταλιές. Κρίμα που δεν κάνουν πια τόση παρέα>>. Ο επιστάτης πνίγηκε με το νερό. <<Ναι ναι, πολύ κρίμα. Αλλά τι τα θες; Άλλη τάξη στο σχολείο, άλλες παρέες...>>, <<Σωστά τα λες>> απάντησε ο Λάμπρος και χαιρέτησε έναν από τους εργάτες που καθόταν δίπλα του. <<Κούνια που σε κούναγε και σένα. Ότι έκανες στο Σταμίρη, θα το λουστείς...>> μονολόγησε και η Βιολέτα που τον άκουσε, χαχάνισε νευρικά. Η Βαλεντίνη μπήκε στο καφενείο, καμαρωτή και πήγε κοντά στον πατέρα της, που τη φίλησε στο μάγουλο. <<Καλώς το μου. Πού ήσουν;>>, <<Στην Κατερίνα. Δεν είχε δουλειά και της έκανα παρέα. Γεια σου νονέ!>> έκανε κεφάτα. <<Μπα; Με είδες;>>, <<Σε είδα, σε είδα. Αυτό που είπαμε, εντάξει;>> ρώτησε συνωμοτικά. <<Το έχεις άγχος, ε; Εντάξει. Το κανόνισε η νονά σου. Θα πάω μεθαύριο να το πάρω>> απάντησε αυστηρά ο Φανούρης. <<Αχ μπράβο νονούλη μου! Πολύ σε αγαπώ>>. Ο Λάμπρος της χάιδεψε τις μπούκλες της. <<Να ρωτήσω τι λέτε ή μπα;>>, <<Μπα!>> απάντησε παιχνιδιάρικα και ο δάσκαλος τη φίλησε ξανά. Ο Νέστορας τους κοίταζε επίμονα, νιώθοντας ένα τσίμπημα ζήλιας, μα προσπαθούσε να το αγνοήσει. <<Λέω να πάω σπίτι γιατί θα με ψάχνει η μαμά και θα εχουμε φασαρίες>> ανακοίνωσε η Βαλεντίνη. <<Να πας, να πας. Δε θέλω καβγάδες με τη μάνα σου. Έχεις και τη γιορτή σου μεθαύριο>>. Η Βαλεντίνη σηκώθηκε απότομα. <<Καλά λες! Όχι τίποτε άλλο, δεν μου πήρε ακόμα το δώρο που ζήτησα. Ας μου το πάρει πρώτα και τσακώνομαι μετά>>. Ο Λάμπρος γέλασε νευρικά. <<Απαπα, τέτοια λέει και γίνεται έξαλλη η Ελένη μου>>, <<Ναι και θέλει πολύ η Ελένη σου για να γίνει έξαλλη. Πάω>> ανακοίνωσε, μα ο Λάμπρος τη σταμάτησε. <<Βαλεντινάκι...>>, <<Ναι;>>, <<Χαιρέτα μάτια μου το Νέστορα, ντροπή>> τη μάλωσε ψιθυριστά κι εκείνη του έγνεψε θετικά και πήγε κοντά τους. <<Γεια σας κύριε Άγγελε, γεια σου Νέστορα>> είπε βιαστικά. <<Καλώς την κούκλα. Κάτσε να σε κεράσουμε κάτι>> πρότεινε ο Άγγελος. <<Ευχαριστώ, με περιμένει η μάνα μου. Μια άλλη φορά>> πέταξε και έφυγε κεφάτα. Ο Νέστορας αναστέναξε. Έπειτα σηκώθηκε και έτρεξε πίσω της. <<Βαλεντίνη; Να σου πω!>> φώναξε. Ο Φανούρης έριξε μια αυστηρή ματιά στον Άγγελο, μα ο Λάμπρος του αγνόησε.

Ο Νέστορας έτρεξε πίσω από τη Βαλεντίνη που σταμάτησε απότομα. <<Βαλεντίνη, σου μιλάω!>> έκανε νευρικά. <<Τι έπαθες;>> τον ρώτησε με περιέργεια. <<Πού πας; Πάμε μια βόλτα;>>, <<Θα με γδάρει η μάνα μου, λείπω από το πρωί. Άλλη ώρα>> απάντησε αδιάφορα. <<Γιατί δεν ήρθες να με βρεις και πήγες στην Κατερίνα; Τρεις μέρες έχουμε να βρεθούμε>> της είπε με παράπονο. <<Ε και;>> απάντησε εκείνη. <<Τι ε και; Δεν είμαστε φίλοι;>>, <<Ε κι επειδή έχουμε να βρεθούμε δυο μέρες, χάλασε η φιλία μας;>>, <<Τρεις μέρες!>>, <<Ε τι δύο, τι τρεις. Θα τα πούμε αύριο>> του απάντησε βιαστικά κι έκανε να φύγει. <<Να σου πω!>> τη σταμάτησε ξανά. <<Έλα, πες γρήγορα>>, <<Θα... Θα κάνεις τίποτα για τη γιορτή σου;>>. Το κορίτσι έγνεψε λυπημένα. <<Μπα... Λέει η μαμά, αρκετά γλέντια κάνουμε στα γενέθλια μου το καλοκαίρι. Θα μαζευτούμε οικογενειακά, θα ψήσει ο θείος ο Κωνσταντής... Ε τώρα αν περάσει κανάς χριστιανός να μου ευχηθεί, δεν θα τον διώξουμε>>, <<Εμείς τουλάχιστον θα πάμε μια βόλτα για να σου ευχηθώ από κοντά;>>. Η Βαλεντίνη τον κοίταξε με περιέργεια. <<Τι σε έπιασε, μου λες; Τι παράπονα είναι αυτά; Θα βρεθούμε αλλά δεν θα σου δώσω και όρκο. Όταν μαζευόμαστε το σόι, τραβάει πολύ... Είναι κι ο Σέργιος εδώ>>, <<Και τι με αυτό μωρέ Βαλεντίνη;>>, <<Άμα έρχεται αυτός, ξεσηκώνει τον κόσμο και γίνεται γλέντι στο τέλος. Είναι του κεφιού. Μόνο η αδελφή μου δεν θα έρθει και πολύ στεναχωρήθηκα. Έχει εξεταστική...>> του είπε θλιμμένα. <<Για την Ευγενία στεναχωριέσαι, για άλλα...>>, <<Τι άλλα;>> ρώτησε νευρικά. <<Άστο... Όποτε βρεις χρόνο, τα λέμε>> πέταξε και έφυγε για το καφενείο. Η Βαλεντίνη κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Χάζεψε αυτός...>> μονολόγησε και έφυγε.

Η Κατερίνα έφαγε τα μαλλιά της Ρίζως μουτρωμένα, που παρακολουθούσε έξω από το παράθυρο, κουτσομπολεύοντας. Η παλιά μαμή, χαμογέλασε πονηρά. <<Τον είδες τον ανιψιό σου;>>, <<Το Νέστορα;>> ρώτησε άκεφα η Κατερίνα. <<Αμέ. Από μικρή την έχει διπλαρώσει τη Βαλεντινούλα. Όπως ο δάσκαλος τη μάνα της>>. Η Κατερίνα ξεφύσηξε. <<Καλό κορίτσι είναι η Βαλεντίνη, τη συμπαθώ. Μα...>>, <<Μα τι;>>, <<Δεν ξέρω. Έχω καεί από Σεβαστούς. Μήπως να αλλάζαμε σόι σκεφτόμουν>> είπε χαμογελώντας πονηρά. <<Άλλο οι τσούπρες της Λενιώς, άλλο ο δικός σου ο  λεγάμενος. Αυτός τον κυνηγάει το ποδόγυρο. Συγνώμη που στα λέω έτσι, μα τα ξέρεις και μόνη σου. Βέβαια εμένα γνώμη μου είναι να τον τυλίξεις γιατί για πολλές ακούγεται ότι βγαίνει, μα σαν βλέπει εσένα...>>. Η Κατερίνα δαγκώθηκε. <<Στο χωριό είναι. Τον είδα από μακριά. Δεν πήρε τα μούτρα του να έρθει>>. Η Ρίζω χαμογέλασε πονηρά. <<Θα ρθει βράδυ...>>, <<Ντροπή καλέ>>, <<Έλα μωρή, η ντροπή σε μάρανε. Φρόντισε να του τα δώσεις όλα στο πιάτο πάλι. Κράτα και λίγο χαρακτήρα, να τον σιγοψήσεις...>>, <<Εύκολο να το λες>> πέταξε η κοπέλα. <<Ε άμα δεν μπορεί η γυναίκα, από αυτόν περιμένεις; Χαιβάνι είσαι. Αλλά κι αυτός μικρή σε τύλιξε, κι άφησες εκείνο το χρυσό παλικάρι το Σάκη. Δυο παιδιά έχει και βασίλισσα η γυναίκα του. Την είδες στο γάμο της Πίτσας; Κυρία με τα όλα της>>. Η Κατερίνα κούνησε το κεφάλι της ειρωνικά. <<Πού τον θυμήθηκες μωρέ Ρίζω...>>, <<Ξεχνιούνται αυτά ή εσύ τα ξέχασες;>>.

-----------------------------------------------

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1976

Ο Λάμπρος ξεφύσηξε νευρικά. Ο Τόλιας στεκόταν μπροστά του ενθουσιασμένος, στο διάλειμμα από το μάθημα και χαμογελούσε πλατιά. <<Δεν έχω καταλάβει ακόμα τι θες>> πέταξε ο δάσκαλος. <<Βρε αδελφέ, 29 του μήνα, δεν είναι του οσίου Κυριάκου του Αναχωρητή;>>, <<Και;>>, <<Δεν έχουμε το εκκλησάκι, προς το Μελισσοχώρι; Ε φέτος εκεί θα γίνει πανηγυρί!>>, <<Μπράβο. Κι από μένα τι θες κοινοτάρχα; Να σύρω το χορό;>>, <<Να με βοηθήσεις βρε Λάμπρο, να πεις καμία ιδέα. Κακά τα ψέματα, τα πανηγύρια αφήνουν παράδες στο χωριό. Γιατί να μην το εκμεταλλευτούμε; Κι εσείς δηλαδή!>>, <<Εμείς;>>, <<Στο πανηγύρι του Σωτήρα, ξεπουλήσατε τουρσιά. Μου το πε η Ροδούλα που έχετε στη δούλεψη σας!>>, <<Ναι βρε Περικλή, από μένα τι θες όμως; Να σας φέρουμε τουρσιά;>>, <<Να μου πεις καμία ιδέα. Μήπως να πει και η χορωδία κανένα τραγούδι; Ξέρεις, τα παιδάκια!>>. Ο Λάμπρος σηκώθηκε και τον πλησίασε. <<Αυτά, βρες τα με τη Δρόσω. Πες και στη Ρίζω να κανονίσει με τα παιδιά που κάνουνε παραδοσιακούς χορούς, να ανοίξουν τη βραδιά, πριν χορέψει ο κόσμος. Γίνεται ωραία δουλειά, είναι κι η κόρη σου μέσα>> πρότεινε ευγενικά ο δάσκαλος. Ο Τόλις χαμογέλασε. <<Η Μπέμπα μου, το καμάρι μου. Καλά τα λες. Ωραία ιδέα. Πάω να βρω τη Ρίζω τώρα. Κι ότι ιδέα άλλη έχεις...>>, <<Ναι, μην ανησυχείς. Θα σε έχω στα υπόψιν>> έκανε αδιάφορα ο Λάμπρος. Στην αίθουσα μπήκε τρέχοντας η Βαλεντίνη, μα σαν είδε τον Περικλή σταμάτησε απότομα. <<Καλώς την τσούπρα!>>, <<Γεια σας κύριε Περικλή>> έκανε μουτρωμένα. <<Ο εγγονός μου; Έξω είναι;>>. Το κοριτσάκι έγνεψε θετικά. <<Πάω να τον δω. Γεια σου δάσκαλε>> πέταξε κεφάτα και έφυγε. Η Βαλεντίνη πλησίασε το Λάμπρο. <<Μπαμπούνη μου...>>, <<Τι έχουμε πει;>> της είπε παιχνιδιάρικα. <<Αφού είμαστε μόνοι μας!>>. Η Βαλεντίνη άπλωσε τα χέρια της και ο Λάμπρος τη σήκωσε στην αγκαλιά του. <<Η χαζή η Βασούλα...>>, <<ΕΕΕ! Τι λόγια είναι αυτά;>> πέταξε αυστηρά. <<Μα είναι χαζή. Δεν παίζει δίκαια!>> διαμαρτυρήθηκε η Βαλεντίνη κι εκείνος τη φίλησε απαλά. <<Να τα βρείτε μοναχοί σας. Μη με μπλέκεις στα παιχνίδια σας>>, <<Ο κύριος Περικλής τι ήθελε;>>, <<Δεν έχουμε πει δεν είμαστε περίεργες;>>, <<Εγώ είμαι!>> έκανε νευρικά η μικρή κι ο Λάμπρος την αγκάλιασε σφιχτά. <<Ζωή μου εσύ. Μελαγχρινή μου πριγκίπισσα>>.

Η Ελένη άφησε μπροστά στο Λάμπρο ένα ζεστό και εκείνος της χαμογέλασε γλυκά. <<Καλύτερα είμαι καρδιά μου, σταμάτα να με μπουκώνεις στα τσάγια>>, <<Το βράδυ βήχεις ακόμα. Πιες το κι άσε τις γκρίνιες. Δεν σου κάνει κακό>>. Ο δάσκαλος άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε απαλά στην αγκαλιά του. Εκείνη έκατσε στα γόνατα του και τύιλξε τα χέρια της στο λαιμό του. <<Ταλαιπωρήθηκες κι εσύ μαζί μου. Μέρες έχεις να κοιμηθείς>>, <<Αφού έγινες καλά... Μου έχει μείνει άγχος από τότε παλιά που αρρώστησες και κάναμε αμάν να σε συνεφέρουμε. Σου άφησε κι ευαισθησία η πνευμονία>>. Ο Λάμπρος τη φίλησε απαλά. <<Όταν σε έχω δίπλα μου, όλα περνάνε εύκολα. Και τότε με την αγκαλιά σου και τα φιλιά σου, πέρασαν όλα>> ψιθύρισε τρυφερά και τη φίλησε πιο έντονα, περνώντας τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλια της. Εκείνη τραβήχτηκε. <<Λάμπρο... Μα είσαι με τα καλά σου; Μέσα είναι τα παιδιά>>, <<Δεν θα τις μαζέψει η Ρίζω όπου να ναι;>>, <<Τρία παιδιά έχουμε. Οι μεγάλες θα πάνε>> είπε και σηκώθηκε από τα πόδια του. Τα κορίτσια βγήκαν από το δωμάτιο χαμογελώντας. <<Α να τες. Κατά φωνή>>, <<Πάμε εμείς...>> έκανε η Ευγενία. <<Ώρα καλή>> απάντησε η Ελένη. <<Μαμά, η μικρή κοιμήθηκε. Την πήρε ο ύπνος στο κρεβάτι μου>>. Ο δάσκαλος χαμογέλασε πλατιά. <<Μπράβο! Μπράβο κοριτσάκι μου>>, <<Τι μπράβο καλέ μπαμπά; Που κοιμήθηκε;>> ρώτησε η Ευγενία και η Ελένη τον κοίταξε αυστηρά. <<Ε... μπράβο που ξεκουράζεται το Λουλούδι μου και θα ξαπλώσει κι η μαμά, που τόσες μέρες με το βήχα μου δεν έχει κοιμηθεί. Να πάτε κι εσείς στο μάθημα σας>>. Η Ευγενία έπιασε την αδελφή της από το χέρι και έφυγαν παρέα. Ο Λάμπρος σηκώθηκε και αγκάλιασε την Ελένη από τη μέση. <<Δεν πάμε κι εμείς να ξεκουραστούμε;>> ρώτησε πονηρά. <<Αυτό δεν είναι ξεκούραση. Κούραση είναι>> απάντησε παιχνιδιάρικα. <<Ε καλά... Μετά θα σε αφήσω να κοιμηθείς. Κι άμα ξυπνήσει το μικρό μας, θα βγω εγώ να την προσέχω>> απάντησε ο Λάμπρος και δάγκωσε το λαιμό της.

Η Κατερίνα έκατσε δίπλα στην Ευτυχία, που διάβαζε ιστορία, σε ένα από τα τελευταία διαλείμματα του σχολείου. <<Ενοχλώ;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Μπα... Τις πολιτικές του Τρικούπη διαβάζω να περάσει η ώρα>> απάντησε κεφάτα. <<Έχεις καιρό ακόμα. Ως τον Αύγουστο του χρόνου...>>, <<Για νομική; Δεν έχω. Εσύ; Τι σκέφτεσαι να κάνεις;>>. Η Κατερίνα αναστέναξε. <<Θέλω να γίνω κομμώτρια. Έχει ανοίξει μια σχολή στη Λάρισα κι έλεγα μετά να πάω και στη Θεσσαλονίκη, που κάνουν κάποια ταχύρυθμα μαθήματα. Δεν είμαι εγώ για διαβάσματα. Αυτά είναι για σας...>> είπε λυπημένα. <<Αν σ' αρέσει... Το χωριό δεν έχει κομμωτήριο. Θα έχεις πελατεία>> διαπίστωσε η Ευτυχία. <<Έτσι νομίζω>>, <<Ο Σάκης; Τι λέει; Καλά τα πάτε;>> τη ρώτησε δειλά. <<Καλά... Καλά παέι νομίζω. Το μόνο κακό είναι πως με πιέζει>>, <<Γιατί;>>, <<Ε αυτός είναι μεγαλύτερος, είναι φαντάρος. Καταλαβαίνεις...>>, <<Κι εσύ; Δε θες;>>. Η Κατερίνα χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Ε να σου πω την αλήθεια μου, όχι... Δεν ξέρω, δεν μου βγαίνει>> απάντησε λυπημένα. <<Ε τότε να περιμένει!>>. Ένα μηχανάκι πάρκαρε έξω από τα κάγκελα κι ο Σέργιος τους πέταξε ένα πετραδάκι. <<Εεεε. Εδώ!>> φώναξε. <<Τι κάνεις μωρέ; Μάθημα δεν έχεις;>> είπε η Ευτυχία. <<Είχαμε κενό τελευταίες ώρες. Πάω βόλτα στον Πηνειό. Θέλει να έρθει καμία;>>. Η Κατερίνα σηκώθηκε. <<Θα με καλύψεις; Μανωλάκο έχουμε τελευταίες ώρες, ούτε θα καταλάβει ότι λείπω>> ζήτησε από την Ευτυχία. <<Μωρέ πας καλά; Κι αν τηλεφωνήσουν σπίτι σου;>>, <<Σιγά. Αυτός δεν βλέπει τη τύφλα του. Πάω να πάρω τη τσάντα μου>>, <<Ρε Μπέμπα...>> έκανε απελπισμένα η Ευτυχία, μα εκείνη είχε ήδη εξαφανιστεί.

Ο Σέργιος πάρκαρε το μηχανάκι του, στις όχθες του ποταμού και κατέβηκαν σε μία μικρή εξέδρα πάνω από το νερό. Η Κατερίνα ξάπλωσε με το κεφάλι στα πόδια του. <<Τι έχεις εσύ; Μιλιά δεν έβγαλες. Τι σου έκανε αυτός ο ηλίθιος;>> ρώτησε νευρικά. <<Αμάν πια. Μόνο εσύ κι η μάνα μου δεν τον συμπαθείτε>>, <<Έχει μάτι η κυρά-Παγώνα. Για λέγε>>.  Η κοπέλα αναστέναξε. <<Δεν μπορώ να σου πω. Πάντως καλά τα πάμε. Άδικο έχεις για το Σάκη>>, <<Δεν τον συμπαθώ>>, <<Ούτε αυτός εσένα>> είπε χαχανίζοντας η κοπέλα. <<Γιατί;>> γρύλισε ο Σέργιος. <<Ε... Σε ζηλεύει κομμάτι. Είμαστε και φίλοι από παιδιά...>> εξήγησε και σηκώθηκε, γέρνοντας στον ώμο του. <<Τόσα ξέρει, τόσα λέει. Ο αλήτης...>>, <<Μην το τραβάς. Άλλο ηλίθιος, άλλο αλήτης. Εσύ; Βγαίνεις ακόμα με τη Λέλα;>> ρώτησε λυπημένα η Κατερίνα. <<Τη σχόλασα. Γκρίνιαζε πολύ>>, <<Καλά έκανες. Δεν έκανε για σένα>> είπε αυθόρμητα. Ο Σέργιος την κοίταξε πονηρά. <<Και ποια κάνει ρε Μπέμπα; Όλες δεύτερες τις βρίσκεις>>. Εκείνη τον φίλησε πεταχτά στο μάγουλο. <<Καμία>> απάντησε και έγειρε ξανά πάνω του.

-----------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1948

Η Ελένη περπατούσε νευρικά μες το δωμάτιο, τρέμοντας από ταραχή. <<Μην κάνεις έτσι Λενιώ μου, φοβάμαι>> είπε η μικρούλα Δρόσω, μα η αδελφή της, την αγνόησε. Η Ασημίνα μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω της. <<Τι έγινε;>> ρώτησε ταραγμένα η Ελένη. <<Πήγε η Ρίζω και η κυρά-Δέσπω στο σπίτι του Μιλτιάδη. Έχει πνευμονία έμαθα. Ο  γιατρός είπε να μην πάει στο νοσοκομείο, μα πρέπει να είναι συνέχεια κάποιος μαζί του στο σπίτι κι ο πατέρας του αποφάσισε να τον φέρει εδώ>>. Η Ελένη σωριάστηκε στο στρώμα της. <<Είναι σοβαρό;>>. Η Ασημίνα δαγκώθηκε. <<Δεν ξέρω κορίτσι μου. Ε όσο να πεις... Για να τον φέρουν άρον άρον...>>. Εκείνη έβαλε τα κλάματα. <<Δεν το πιστεύω. Ούτε να πάω να τον δω δε μπορώ>>, <<Στη Βιολέτα γιατί μίλησες; Εκείνη μου τα πε τα νέα. Δεν έπρεπε να μάθουν για σας Λενιώ μου>>. Το κορίτσι την κοίταξε με μίσος. <<Ναι, αυτό μας μάρανε τώρα... Αυτό είναι το πρόβλημα... Δε θα μιλήσει η Βιολέτα. Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος. Δεν πρόκειται να κοιμηθώ! Σα τη σβούρα θα τριγυρίζω μέχρι να ξημερώσει, να φύγει ο πατέρας και να πάω από κει>>. Η Ασημίνα την έπιασε από το χέρι. <<Δεν σοβαρολογείς. Ελένη είναι όλο το χωριό εκεί>>, <<Και; Ένας ακόμα, δεν θα τους κάνει εντύπωση>>, <<Εσύ κλαις λες και χάσαμε άνθρωπο. Λες να μην τους κάνει; εντύπωση Βρε Λενιώ...>>, <<ΑΣΗΜΙΝΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΟΥ! Να χαρείς. Εγώ θα πάω να τον δω, ο κόσμος να χαλάσει. Κι αν ξυπνήσει και δεν με δει εκεί; Να νομίζει πως δεν ενδιαφέρομαι; Όχι όχι. Θα πάω>> είπε με σιγουριά.

Η Βιολέτα στεκόταν στη μέση του ραφτάδικου, και η μοδίστρα, η νεαρή Ουρανία της έπαιρνε μέτρα για ένα φόρεμα. <<Μη βγει παραέξω. Σε σένα το λέω γιατί ξέρω τι άνθρωπος είσαι>> έκανε η καφετζού συνωμοτικά. <<Καλέ παιδιά είμαστε; Λέγονται αυτά; Εγώ να σου πω την αλήθεια, το είχα υποψιαστεί>>, <<ΕΛΑ!>>, <<Να μη σώσω! Εσύ τώρα ήρθες στο χωριό, δεν τα ξέρεις. Αυτά από μικρά, αχώριστα ήταν. Μάλλον ο πατέρας της, την είχε ψυλλιαστεί τη δουλειά και μετά από τα 12-13 δεν φαινόταν να έχουν πολλά-πολλά>>. Η Βιολέτα την κοίταξε στραβά. <<Κι εσύ πώς το υποψιάστηκες τότε, αφού δεν είχαν πολλά-πολλά;>>, <<Στα φανερά. Τους είχα πετύχει παρέα, πολλές φορές αλλά ήταν μαθητούδια. Βέβαια γίνεται να μείνουν έτσι; Αρχίζουν οι φουσκωδεντριές μετά από μια ηλικία>>. Η Βιολέτα κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Πάντως... Βαλάντωσε η δόλια. Τη λυπήθηκε η ψυχή μου. Τέτοιο δάκρυ, ούτε να της λέγανε πως  χάθηκε στο μέτωπο>>, <<Κουνήσου από τη θέση σου καλέ!>> τη μάλωσε η Ουρανία. <<Για να σου εξηγήσω παιδί μου!>>, <<Τι να πω... Άντε, να τελειώσει το σχολείο και να πάει να τη ζητήσει. Δεν είναι να τα καθυστερείς αυτά. Αν είχαν ένα κόρτε, πήγαινε κι ερχόταν. Εσύ όμως μου λες κλάματα, εγώ σου λέω από μικροί ήταν μαζί... Ε πολύ θέλει να γίνει το κακό;>>. Η Βιολέτα συμφώνησε. <<Πολύ; Ούτε να το συζητάς. Τι πολύ και λίγο. Καθόλου δε θέλει. Άσε... Τι να λέμε...>>.

Η Ελένη στεκόταν έξω από το σπίτι του Μιλτιάδη αρκετή ώρα, όταν τον είδε να φεύγει βιαστικά. Δεν έχασε την ευκαιρία. Μπήκε στον κήπο και χτύπησε την εξώπορτα με δύναμη. <<Λενιώ!>> έκανε ταραγμένα ο Γιάννος. <<Καλημέρα...>> ψέλλισε τρέμοντας το κορίτσι. <<Είδα τον πατέρα σου να φεύγει>>, <<Πήγε για λίγο στη δουλειά. Λενιώ, μέσα είναι η Ρίζω και προσέχει το Λάμπρο>>. Το κορίτσι μπήκε στο σπίτι αποφασιστικά. <<Δεν με πειράζει. Να τον δω λίγο θέλω. Πώς είναι;>> ρώτησε αγχωμένα. <<Καλύτερα, μα δεν έχει πέσει τελείως ο πυρετός. Κι όλο κοιμάται. Η κυρά-Δέσπω λέει δεν πειράζει. Μαζεύει δυνάμεις>> εξήγησε το παιδί. Η Ελένη έγνεψε θετικά και πήγε προς την κάμαρη του. Η Ρίζω καθόταν σε μία καρέκλα στο προσκεφάλι του, και άλλαζε κομπρέσες. <<Καλημέρα>> έκανε ντροπαλά η Λενιώ. <<Ελένη; Τι κάνεις εδώ;>> ρώτησε με περιέργεια η γυναίκα. <<Ήρθα να δω πως είναι. Κι αν χρειάζονται κάτι>> δικαιολογήθηκε ευγενικά. <<Αα. Καλύτερα είναι, μα ακόμα θέλει προσοχή. Βήχει στον ύπνο του, πυρετό έχει ακόμα...>>. Εκείνη πλησίασε περισσότερο. <<Μπα και θες να πεταχτείς πουθενά; Να κάτσω στο πόδι σου>> της πρότεινε δειλά, παρακαλώντας να δεχτεί. Η Ρίζω την κοίταξε στραβά. <<Να παώ μέχρι το μέρος, μια και ήρθες...>>, <<Ναι, ναι φυσικά. Με την ησυχία σου>> είπε χαρούμενα η Ελένη κι η Ρίζω σταυροκοπήθηκε. <<Μέγας είσαι κύριε...>> μονολόγησε και έφυγε από την κάμαρη.

Η Ελένη πήγε βιαστικά δίπλα στο Λάμπρο και γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι του, χαϊδεύοντας το μέτωπο του. <<Καρδιά μου... Άγγελε μου...>> ψέλλισε κλαίγοντας. Το αγόρι άνοιξε τα μάτια μου. <<Λενιώ;>> μουρμούρησε στον ύπνο του. <<Σσσ. Μη μιλάς. Μη χαλάς δυνάμεις. Εδώ είμαι. Δίπλα σου. Δεν μπορώ να μείνω πολύ μα σε σκέφτομαι..>>, <<Λενιώ μου...>> ψιθύρισε ο Λάμπρος, χαμογελώντας αχνά. <<Σε παρακαλώ, μη μιλάς. Γίνε καλά. Μη πάθεις τίποτα, θα πεθάνω>> του ζήτησε τρέμοντας και φίλησε το μέτωπο του. Ακούγοντας τα βήματα της Ρίζως, τινάχτηκε όρθια και σκούπισε τα μάτια της. <<Λενιώ...>> είπε η γυναίκα μπαίνοντας στο δωμάτιο, μα σταμάτησε απότομα. <<Κλαις καλέ;>> ρώτησε με απορία. <<Ε; Όχι καλά είμαι. Ε τον είδα έτσι και συγκινήθηκα>>, <<Λενιώ... σχολείο δεν έχεις εσύ;>>. Το κορίτσι έμεινε να την κοιτάζει σοκαρισμένη. <<Ε... Δεν πήγα. Είχαμε κάτι δουλειές στα χωράφια και... Ε ξέρεις πως είναι αυτά>> δικαιολογήθηκε. <<Ναι... Ας πούμε, ξέρω...>>. Η Ρίζω της έριξε μια αυστηρή ματιά. <<Να μη σε κρατάμε... Είμαι εγώ εδώ. Άντε στα χωράφια, στις δουλειές σου>>, <<Ναι, σωστά. Αν χρειάζεσαι πάντως κάτι, μη με ντρέπεσαι>>, <<Άντε καλέ, μεταξύ μας; Τι να σε ντραπώ; Απλά δεν υπάρχει λόγος>> της απάντησε και το κορίτσι έφυγε, γνέφοντας μουτρωμένα. <<Δεν μας τα λες καλά Λενάκι... Σε πήρε ο καημός για το λεβέντη; Θα τη βρω εγώ την άκρη...>> μονολόγησε η Ρίζω και ξαναέκατσε στην καρέκλα.

-----------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1982

Η Βαλεντίνη έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας και η Ελένη άφησε μπροστά της ένα μήλο κομμένο. <<Φάε κανά φρούτο. Φώναξε και τη μικρή>>, <<Γράφει έκθεση>>. Η μητέρα της, την κοίταξε με περιέργεια. <<Παρασκευιάτικο; Την πήρε ο καημός;>>, <<Ναι, πάρα πολύ. Σιγά.  Ξέχασε να τη γράψει χτες και την έβαλε ο μπαμπάς να τη γράψει τώρα>>. Η Ελένη γούρλωσε τα μάτια εκνευρισμένα. <<Ξέχασε να γράψει την έκθεση που ήταν για σήμερα; Πήγε αδιάβαστη στο μάθημα; Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ; Φταίω να μην την αφήσω να πάει αύριο στα άλογα; Το Άνθρωποι και ανθρωπάκια θυμήθηκε να το δει όμως χτες!>>. Η Βαλεντίνη αναστέναξε. <<Έλα μωρέ μαμά... Δε βαριέσαι να την ακούς να κλαίει; Έλα, να χαρείς. Έχω και γιορτή>>, <<Τώρα που το είπες, αύριο δεν θα σας κάνω τη μαγείρισσα. Θα φάτε ότι έχουμε γιατί την Κυριακή είναι το τραπέζι και ως συνήθως θα μείνει φαγητό για μια εβδομάδα>>, <<Δώρο μου πήρες; Το φαί δεν με νοιάζει>>. Η Ελένη δαγκώθηκε νευρικά. <<Αύριο>>, <<Τέλεια. Μανούλα...>>, <<Εσύ για να λες μανούλα, δεν θα μου αρέσει αυτό που θα ακούσω, οπότε μήπως να μην το πεις καλύτερα;>> πρότεινε, μασουλώντας ένα κομμάτι μήλο. <<Δε γίνεται να καλέσω και μερικούς φίλους μου για τη γιορτή μου; Βρε μαμά, ντρέπομαι. Η Φιλίτσα και ο Νέστορας, σίγουρα θα μου πάρουν δώρα. Θα γίνω ρεζίλι!>>. Η Ελένη ξεφύσηξε. <<Μεθαύριο θα είμαστε οικογενειακά. Τι φίλους μου λες; Μα τώρα χωρατά κάνουμε; Ο πατέρας σου νομίζει πως με το Νέστορα έχετε τα τυπικά κι εσύ θα μας τον φέρεις εδώ μέσα, με το δώρο στο χέρι;>>, <<Φίλος μου είναι! Μέσα σε τόσους...>>, <<ΔΗΛΑΔΗ ΠΟΣΟΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ; Ξέχασε το. Θα πάρεις κι εσύ δώρα στις γιορτές τους και θα βγει η υποχρέωση>>. Το κορίτσι ξεφύσηξε θυμωμένα. <<Χαρά στο πράγμα! Να έρθουν εδώ και να βγάλουμε ένα γλυκό, 6-7 άτομα! Αν στο ζήταγε η Τζένη, θα έλεγες ναι>>. <<Σα δε ντρέπεσαι! Πόσα πράγματα έχει ζητήσει η Ευγενία και πόσα εσύ; Στα γενέθλια της, κάνουμε μια μικρή γιορτή με πέντε φίλους της. Εσύ καλείς όλη τη Θεσσαλία. Λίγα κάνω για σένα;>> είπε και πετάχτηκε από την καρέκλα. Ο Λάμπρος μπήκε στο σπίτι και τις κοίταξε παραξενευμένος. <<Τι έγινε; Τι πάθατε;>> ρώτησε κεφάτα. Η Ελένη του έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Σε ρωτάω το μεσημέρι, «όλα καλά Λάμπρο μου;» και δε μου λες ότι η κορούλα σου ήρθε αδιάβαστη στο μάθημα και την έβαλες τιμωρία να ξαναγράψει την έκθεση. Μπράβο αγάπη μου! Μπράβο. Μ' αρέσει που συνεννοούμαστε για όλα!>> έκανε ειρωνικά. <<Τα κανονίζω εγώ αυτά. Στο σχολείο, δεν χρειάζεται να ανακατεύεσαι. Τη μάλωσα εγώ>>, <<Τι της είπες δηλαδή; Πως σήμερα για τιμωρία, δεν θα της δώσεις φιλάκι σαν πάει για ύπνο;>>, <<Ε όχι δα. Δεν θα φιλήσω το παιδί μου;>> απάντησε νευρικά ο δάσκαλος και η Ελένη ξεφύσηξε απελπισμένα. <<Μπαμπουνάκο μου...>> έκανε παιχνιδιάρικα η Βαλεντίνη. <<ΕΙΠΑ ΟΧΙ! Στο δωμάτιο σου κι άσε τα μπαμπουνάκο μου!>>, <<Μπαμπά μου... Σε παρακαλώ... Πες κι εσύ κάτι>>, <<Τι να πω; Τι έγινε Ελένη;>> ρώτησε ανήσυχα. <<Έχουμε πει, ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΕΣΤΕΣ, στα γενέθλια σου. Τώρα θα φάμε οικογενειακά ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ! Εσύ λες θα φέρεις δυο φίλες σου και στο τέλος θα μας κουβαληθεί όλο το χωριό. Στα γενέθλια σου, που θα είναι και καλοκαίρι, ΚΑΛΕΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΘΕΣ! Τώρα, όχι!>>. Η Βαλεντίνη κοίταξε παρακαλετά το Λάμπρο. <<Τι έγινε Βαλεντίνη;>> τη ρώτησε ξανά. <<Μα το κάνει τόσο θέμα, για να πω σε 4-5 φίλους μου, να έρθουν να μου ευχηθούν. Λες και θα μας λείψει το φαί μωρέ μπαμπά...>>. Ο  άντρας κάθισε στο τραπέζι.  <<Πόσα άτομα;>> ρώτησε σοβαρά. <<ΛΑΜΠΡΟ ΜΙΛΑΩ! ΜΕ ΑΚΟΥΣ;>>, <<Να μας πει πόσα άτομα>>, <<Αχ βρε μπαμπά, πέντε μόνο! Εγώ, η Φιλίτσα, η Παναγιώτα, η Νόρα, ο Νίκος και ο Νέστορας>>, <<Αυτά είναι έξι>> πέταξε η Ελένη. <<ΜΕ ΜΕΝΑ ΕΞΙ! Μπαμπά μου, σε παρακαλώ!>>. Ο δάσκαλος έριξε μια ματιά στην Λενιώ. <<Ε δε χάθηκε ο κόσμος για έξι άτομα>>. Η γυναίκα ξεφύσηξε. <<Είτε μιλάω, είτε δε μιλάω εδώ μέσα, στο βρόντο πάνε. Λάμπρο, στο λέω και στο δηλώνω, ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ, ΤΑ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΟΛΑ!>> έκανε επιθετικά. <<Βαλεντίνη συμφωνώ. Έξι άτομα με σένα>>. Το κορίτσι έτρεξε προς το μέρος του και τον φίλησε πεταχτά. <<Μπαμπουνάκο μου! Όχι, στο ορκίζομαι!>>, <<Και στη μαμά φιλί>> είπε ο δάσκαλος και η Βαλεντίνη την αγκάλιασε σφιχτά. <<Καλά καλά, φτάνει. Μεγάλη η χάρη σου! ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ! Για να λες πως κάνω χατίρια στη Τζένη... Στην Ευγενία! Με μπέρδεψες κι εμένα χαμένη!>>, <<ΕΙΠΑ ΕΓΩ ΤΕΤΟΙΟ ΠΡΑΓΜΑ; Δεν το είπα! Αχ τέλεια. Να τους πάρω τηλέφωνο πρέπει!>> έκανε κεφάτα.  Ο Λάμπρος έγνεψε στην Ελένη και πήγαν στο δωματιο, κλείνοντας την πόρτα. <<Μη μου αρχίσεις τη γκρίνια μάτια μου, να χαρείς. Είμαι πολύ κουρασμένος>> της είπε και τη φίλησε στο λαιμό. <<Τέλος πάντων. Τι να πω... Γιορτή έχει. Γιατί δεν μου είπες για τη μικρή, ε; Δεν θα της έλεγα κάτι, αφού το κανόνισες εσύ, αλλά θέλω να ξέρω τι κάνουν!>>, <<Ντάξει καρδιά μου, ντάξει. Δε χάθηκε ο κόσμος. Τέλος πάντων... Με τη μεγάλη μίλησες; Καλά έγραψε;>>. Η Ελένη έγνεψε θετικά. <<Καλά μου είπε... Πικραίνεται που θα λείπει από τη γιορτή, μα έχει διάβασμα. Είναι κι ο Σέργιος εδώ...>>. Ο δάσκαλος κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Ήρθε; Για αυτό είδα σκοτεινιασμένη την Κατερινούλα; Με το ζόρι είπε ένα γεια>>. Εκεί γέλασε πονηρά. <<Δε μιλιούνται. Αυτός τώρα, έχει μία Αιμιλία>>, <<Μία; Πάλι καλά>> σχολίασε ο Λάμπρος και άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του. <<Κι αυτό το κορίτσι, χαραμίζεται μαζί του>> έκανε λυπημένα η Ελένη. <<Τον αγαπούσε από μικρή. Σάμπως αυτή δεν προσπάθησε με άλλους; Έμεινε να τον καρτερά;>>, <<Για μένα πάει αυτό;>> τον ρώτησε απότομα η γυναίκα. Ο άντρας έκανε να τη φιλήσει, μα η Ελένη τραβήχτηκε. <<Καρδιά μου, δεν είμαστε το ίδιο. Μη θυμώνεις. Εγώ δεν είχα καμία! Ο Σέργιος δε χαλά χατίρι σε γυναίκα>>, <<Είχες μία...>> σχολίασε λυπημένα η Ελένη, μα εκείνος την κοίταξε αυστηρά. <<Λενιώ, να χαρείς. Μία και το πλήρωσα ακριβά. Πάντως κι ο Σέργιος την αγαπάει. Είναι ανώριμος, είναι γυναικάς, μα την αγαπά>>, <<Να της λείπει τέτοια αγάπη...>>.

-----------------------------------------------

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1976

Η Ευγενία καθόταν στον τραπέζι της κουζίνας, προσπαθώντας να λύσει μερικές δύσκολες ασκήσεις τριγωνομετρίας. Η Ελένη μπήκε στην τραπεζαρία. <<Δεν περιμένεις την Ευτυχία και το Σέργιο;>> ρώτησε με περιέργεια. <<Τους περιμένω και λύνω κάτι ασκήσεις να περάσει η ώρα... Δεν μ' αρέσει η τριγωνομετρία. Αυτό το συνημίτονο, εδώ μου κάθεται. Μου φαίνεται θα ασχοληθώ με τα θεωρητικά μαθήματα περισσότερο όταν έρθει η ώρα>>. Η Λενιώ χαμογέλασε. <<Ότι σ' αρέσει. Στα θεωρητικά είναι καλύτερος και ο μπαμπάς για να σε προγυμνάσει, μα αν θες και μαθηματικά...>>, <<Ο μπαμπάς σε όλα είναι καλός, απλώς του αρέσουν περισσότερο, όπως κι εμένα>>. Η πόρτα χτύπησε και η Ελένη άνοιξε βιαστικά. <<Καλώς την Ευτυχία μας>> έκανε κεφάτα. <<Γεια σας κυρία Λενιώ>>, <<Κάτσε. Θες καφέ;>>, <<Καθίστε να έρθει κι ο Σέργιος, να δούμε τι θα κάνουμε. Μην τον φτιάχνετε τσάμπα>> απάντησε η Ευτυχία και φίλησε την Ευγενία σταυρωτά. <<Τι είναι αυτά; Τριγωνομετρία; Εύκολα είναι>>, <<Για σένα>> έκανε λυπημένα η Ευγενία. <<Για σένα δεν είναι; Έλα μωρέ. Η άλγεβρα είναι πιο δύσκολη>> διαπίστωσε και η Ελένη έγνεψε θετικά. <<Εμένα μου άρεσαν τα μαθηματικά. Διάβαζα και λογοτεχνία αλλά δεν ήμουν σα το Λάμπρο που δεν άφηνε βιβλίο για βιβλίο. Μου έγραφε και κάτι στιχάκια με ερωτόλογα και εγώ δεν ήξερα τι να του απαντήσω>>.  Τα κορίτσια έβαλαν τα γέλια, όταν η πόρτα χτύπησε ξανά. <<Γεια σου θεία>> πέταξε βαριεστημένα ο Σέργιος. <<Γεια σου κι εσένα. Τι έγινε κι έχεις μούτρα;>>, <<Τι να γίνει, τα ίδια. Τι θα κάνουμε τσούπρες; Καλά στρογγυλοκαθίσατε. Εσύ πώς βρέθηκες στο χωριό;>> ρώτησε την Ευτυχία. <<Στην Κατερίνα ήμουν, κάτι λέγαμε. Να πάρω το Σαράφη να έρθει να μας πάρει, να πάμε στο σπίτι μου; Οι δικοί μου, θα βγούνε με τον Μαρκάτο, το βουλευτή>> πρότεινε η Ευτυχία. <<Έλα καλέ, που θα φέρεις τον άνθρωπο από τη Λάρισα. Εγώ θα σας πάω και το βράδυ, θα αγγαρέψει ο Σέργιος τον Νικηφόρο να σας γυρίσει. Περιμένετε μόνο να ντυθώ>> πέταξε η Ελένη και η Ευγενία σηκώθηκε βιαστικά. <<Βάζω κι εγώ ένα άλλο ρούχο και πάμε>>.

Ο Σέργιος έμεινε μόνος με την Ευτυχία και την κοίταξε αυστηρά. <<Λέγε. Τι έχει η Μπέμπα>>, <<Δικό της θέμα, μη με ρωτάς>>, <<Λέγε ρε! Τι της έκανε αυτός ο λεχρίτης;>> ρώτησε νευρικά. Η Ευτυχία ανακάθισε. <<Πώς μιλάς έτσι; Μια χαρά παιδί είναι>>, <<Ποιος; Ποιος είναι μια χαρά; Ο Σάκης; Χωρατατζού είσαι ή κακόγουστη. Ο τύπος είναι για σφαλιάρες. Τι της έχει κάνει και είστε όλο ψουψουψου τελευταία; Τη ρώτησα μα μου τα μάσαγε. ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΤΑ ΜΑΣΑΓΕ, Ε;>>. Εκείνη έμεινε ψύχραιμη. <<Δεν είσαι με τα καλά σου. Στα μάσαγε γιατί είναι κάτι προσωπικό της και δεν ήθελε να στο πει. Φαντάζομαι το λόγο>>, <<Για να μη πάω να του κατεβάσω τη μούρη, του ρεζίλη. Λέγε Ευτυχία, αλλιώς θα πάω να τον βρω και τότε...>>, <<Εεε! Εεεε! Ηρέμησε καλέ! Σέργιε συμβαίνει κάτι;>>, <<Μην αλλάζεις θέμα. Λέγε>>. Η Ευτυχία δαγκώθηκε. <<Με εμπιστεύτηκε η Κατερίνα και...>>, <<Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ. Αν της συμβαίνει κάτι, πρέπει να το ξέρω>>, <<Από που κι ως πού;>>, <<Για να την προστατεύσω!>>, <<Από τι μωρέ;>>, <<Μίλα, δεν θα σε καρφώσω αλλά μίλα, θα χάσω το μυαλό μου!>> έκανε σε έξαλλη κατάσταση. <<Α δεν είσαι καλά. Μήπως ζηλεύεις;>>, <<Θα μιλήσεις ή θα πάω να βρω αυτό το Σάκη;>>, <<Ωχουυυ. Ο Σάκης θέλει να... καταλαβαίνεις κι η Κατερίνα δεν αισθάνεται έτοιμη. Αυτό>> είπε ψύχραιμα. Το μάτι του Σέργιου γυάλιζε. <<Τι; ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;>>, <<Καλά τόσο φοβερό σου φαίνεται;>>. Ο νεαρός χτύπησε το τραπέζι. <<ΡΕ ΘΑ ΠΑΡΩ ΤΗΝ ΚΑΡΑΜΠΙΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΑΠΟ ΜΕΣΑ, ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΩ ΝΑ ΤΟΝ ΣΤΕΙΛΩ ΣΤΑ ΘΥΜΑΡΑΚΙΑ. Αυτός ο γελοίος, πιέζει την Μπέμπα να...>>, <<Ζευγάρι είναι, τις κουμπάρες θα παίζουν; Είναι και μεγαλύτερος>> έκανε αδιάφορα η Ευτυχία. <<Να με κάνεις έξαλλο θες; Ε; Να της πεις να τον χωρίσει!>>, <<Σέργιο δεν είσαι καλά, το ξέρεις; Και στην τελική, άμα τη θες δική σου, τράβα και πες της το. Μην κάνεις καβγάδες χωρίς λόγο>>, <<ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ; ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ; Τόσο νοιάζεσαι για τη φίλη μας; ΤΟΣΟ;>>. Η Ευτυχία σηκώθηκε από την καρέκλα της. <<Επειδή θα πούμε βαριές κουβέντες, πάω στην Ευγενία. Ηρέμησε έτσι; Πάμε να περάσουμε καλά, δεν θα τσακωθούμε για το κρεβάτι του Σάκη και της Κατερίνας! Ντροπή δηλαδή!>> πέταξε και πήγε στο δωμάτιο.

Ο Σέργιος χτύπησε με δύναμη το τραπέζι και η Ελένη βγήκε από την κάμαρη της τρομαγμένη. <<Τι έγινε καλέ; Τι πάθατε;>>, <<Άσε με θεία, θα σκάσω!>> έκανε τρέμοντας ο Σέργιος. <<Γιατί παλικάρι μου; Τι έπαθες;>>, <<Να σε ρωτήσω κάτι; Αλλά μη μου αρχίσεις τις κατσάδες, θα φύγω να πάω από εκεί που ήρθα>>. Η Λενιώ ξεφύσηξε και έκατσε στο τραπέζι. <<Ρώτα>>, <<Πες ότι είσαι στην ηλικία μου κι έχεις ένα νταλαβέρι με ένα λιμοκοντόρο, ο θείος τι θα έκανε;>>, <<Τι λες μωρέ Σέργιο; Τι νταλαβέρι και λιμοκοντόρος; Εμείς δεν είχαμε τέτοια. Εμάς αν σε ήθελε κανένας σερνικός, έστελνε προξενιό>>, <<Θα με τρελάνεις; Έστειλε προξενιό ο θείος;>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Άλλο ο θείος.Ο θείος με ήθελε, τον ήθελα...>>, <<Ε ΩΡΑΙΑ! Πες πως εσύ είχες κανέναν άλλον, ο θείος που σε ήθελε, τι θα έκανε;>>. Εκείνη δαγκώθηκε νευρικά. <<Τι να σου πω... Εγώ δεν είχα μάτια για άλλον άντρα στην ηλικία σου. Πώς να το υποθέσω αυτό; Και καλημέρα να μου λέγανε, έφευγα>>. Ο Σέργιος κούνησε το κεφάλι με απελπισία. <<Αυτό να μου πεις... Πώς να πάει ο νους σου, αφού εσύ ήξερες τι ήθελες και δεν τριγύριζες με τον ένα και με τον άλλον>>. Η Ελένη έμεινε αμίλητη για μια στιγμή. <<Πάντως... Τώρα αυτά, δεν κάνει να στα λέω... Μιας και με ρώτησες όμως...>>, <<ΜΙΛΑ ΚΑΛΕ ΘΕΙΑ! Πες!>>, <<Όταν ήμουν μεγαλύτερη, και είχα κι εγώ ένα κόρτε με έναν... έναν άντρα τέλος πάντων...>>, <<Ναι;>>, <<Ε ο θείος δεν το άφηνε έτσι>>, <<Δηλαδή;>>, <<Ε τι να σου λέω... Ντρέπομαι κι όλας...>>. Ο Σέργιος έκατσε δίπλα της. <<Με βλέπεις σε τι κατάσταση είμαι, έτσι; Μίλα κι άσε τις ντροπές>>, <<Τι να σου πω; Μέχρι ξύλο είχαν παίξει 1-2 φορές>>, <<Ο θείος ξύλο; Μη μου πεις. Λεβέντης!>>, <<Παντρεμένος λεβέντης>> πέταξε ειρωνικά η Ελένη. <<Αυτό τι σημασία έχει; Αγαπούσε ο άνθρωπος! Να κάθεται να δέχεται να σου βάζει χέρι ο ένας κι ο άλλος; Ζήλευε!>>. Η Ελένη τον κοίταξε σοκαρισμένη. <<Χωρατά κάνεις έτσι; Σου λέω ήταν παντρεμένος! Να μη βρω κι εγώ τη τύχη μου;>>, <<Ποια τύχη σου μωρέ θεία; Ο άλλος ήταν η τύχη σου; Κι εσύ αφού δεν τον αγαπούσες, γιατί καθόσουνα; Ο θείος πες είχε βάλει στεφάνι...>>, <<ΕΓΩ ΘΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΩ; Σέργιε σύνελθε. Μην τα πεις αυτά πουθενά, θα σε πάρουν με τις ντομάτες!>>. Ο νεαρός αναστέναξε τρέμοντας κι η Ελένη τον κοίταξε συμπονετικά. <<Εγώ ένα πράγμα ξέρω και βάλτο καλά στο νου σου: αν δεν θες να βάζουν χέρι στη γυναίκα που αγαπάς, φέρνεις τον κόσμο τούμπα για να είστε μαζί. Κι ο θείος έτσι έκανε. Μια, δυο, τρεις, το πήρε το διαζύγιο και μετά μου έβαζε χέρι μόνο αυτός. Χριστέ μου, τι λέω...>> πέταξε μετανιωμένη και ο Σέργιος γέλασε. <<Γεια σου ρε θεία. Για αυτό σε λατρεύω. Γιατί στα ερωτικά, είσαι πρώτη. Η μάνα μου κι η Δροσούλα, δεν σε φτάνουν. Και να σου πω... Ο θείος, έτσι σαν ήταν στη δικιά μου ηλικία, ήταν... Ε ξέρεις...>>, <<Τι ξέρω;>>, <<Ερωτύλος ρε παιδί μου. Γλυκοαίματος, πώς το λένε; Ή ήταν ντροπαλός και βαρύς;>>. Η Ελένη χαμογέλασε πονηρά. <<Σταμάτα βρε, στην έδωσα τη συμβουλή... Τι ρωτάς τώρα για το θείο σου; Τρία παιδιά έχουμε, ντροπή... Ε ας πούμε ήταν γλυκός. Βαρύ δεν τον έλεγες...>>.

-----------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1948

Η Ρίζω κοίταξε με περιέργεια την Ουρανία που γάζωνε ένα φόρεμα. Ήπια μια γουλιά καφέ και άφησε κάτω το φλιτζάνι. <<Δηλαδή εσένα, δεν σου κάνει εντύπωση>>, <<Όχι βρε Ρίζω, τι να μου κάνει; Η Ελένη είναι καλόκαρδο κορίτσι, συντρέχει όλο τον κόσμο. Γιατί να μου κάνει εντύπωση που ήρθε να δει τι κάνει ο Λάμπρος; Άλλωστε ήταν φίλοι από παλιά>>, <<Χριστιανή μου, ακούς τι λέω; Μια εβδομάδα, τον έχουμε εδώ το πιτσιρικά, που τη χάνεις, που τη βρίσκεις, εκεί είναι. Άσε που όλο θέλει να με διώξει. Να δεις, τον κάνει κέφι>>, <<Τι λες μωρέ Ρίζω; Αποκλείεται>> πέταξε η Ουρανία όσο πιο πειστικά γινόταν. <<Καλά εσένα το μάτι σου κόβει, πώς λες έτσι αποκλείεται; Κι εγώ σου λέω, τον έχει ερωτευτεί>>, Καλέ μικρό κορίτσι είναι... Αθώο...>>, <<Ε όχι και μικρό. Άλλες κάνουν παιδιά στην ηλικία της>>, <<Άλλο αυτή. Αυτή... Δεν ξέρω, εμένα μου φαίνεται παιδί ακόμα. Άλλες από τα 16, θέλουν να βάλουν δάχτυλο στο μέλι>>. Η Ρίζω αναστέναξε. <<Εμένα μου φαινεται πως δεν βλέπετε τι σας γίνεται. Πήγα να ψαρέψω και τη Μάρω και μου τα μάσαγε. Αυτή την έχει σαν κόρη της, θα τα ξέρει όλα χαρτί και καλαμάρι>>, <<Τι να ξέρει βρε Ρίζω; Πως έχουν μια συμπάθεια και μια φιλία μεταξύ τους; Έλα τώρα... Υπερβολική είσαι>> της είπε όσο πιο αδιάφορα γινόταν και συνέχισε να κόβει ένα πατρόν.

Η Ελένη έφτασε βιαστικά στο σπίτι του Μιλτιάδη και βρήκε το Γιάννο να παίζει μπάλα στην αυλή. <<Γιάννο μου!>> έκανε κεφάτα και το αγόρι την πλησίασε. <<Γεια σου Λενιώ>>, <<Μόνος σου είσαι;>>. Εκείνος έγνεψε θετικά. Το κορίτσι του έδωσε ένα μικρό πακετάκι. <<Έκανα χορτόπιτα με τη Μάρω. Σου έφερα κι εσένα ένα κομμάτι που σου αρέσει>>, <<Σ' ευχαριστώ Λενιώ μου. Μου αρέσει πάρα πολύ!>> έκανε ενθουσιασμένα. <<Ο Λάμπρος κοιμάται;>>, <<Διαβάζει. Πήγαινε μέσα>> απάντησε και πήγε προς το πίσω μέρος του κήπου για να κάτσει στο τραπέζι και να απολαύσει την πίτα του. Η Ελένη, μπήκε μέσα, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Κανείς τους δεν πρόσεξε τη Ρίζω που πήγαινε προς το σπίτι εκείνη την ώρα, για να ελέγξει την κατάσταση του Λάμπρου και να αφήσει μερικά βότανα.

Η Ελένη μπήκε στην κάμαρη του. Εκείνος χαμογέλασε πλατιά. <<Κορίτσι μου!>>. Ήταν καθισμένος στο κρεβάτι, με τα βιβλία στα πόδια του. Εκείνη έκατσε δίπλα του και τον φίλησε πεταχτά. <<Διαβάζεις; Είσαι αδύναμος ακόμα. Άστα τα βιβλία>>, <<Δεν με κουράζει μάτια μου το διάβασμα. Άσε που έμεινα πίσω... Πρέπει να στρωθώ γιατί οι εξετάσεις είναι το καλοκαίρι. Εσύ καλά είσαι;>>. Εκείνη έγνεψε θετικά. <<Αφού εισαι εσύ καλά...>>, <<Μια χαρά είμαι, σταμάτα να αγχώνεσαι. Μόνο που θα ξαναγυρίσω στη Λάρισα. Χαλάλι η ταλαιπωρία που πέρασα. Σε είχα κοντά μου λίγο περισσότερο>>, <<Μη μιλάς έτσι! Μακάρι να μην γινόταν τίποτα κι ας μη σε έβλεπα>> είπε λυπημένα και χαμήλωσε το βλέμμα της. Ο Λάμπρος ακούμπησε το δάχτυλο στο μάγουλο της και σήκωσε το σαγόνι της. <<Καλά θα γινόμουν, αφού σε είχα δίπλα μου. Το φιλί σου είναι γιατρικό σε όλα. Λυπάμαι μόνο που δεν χόρτασα τα χείλη σου, εδώ μέσα κλεισμένος. Εγώ ήθελα να πάμε στη ρεματιά μας, να σε κλείσω στην αγκαλιά μου και να σε φιλάω για ώρες>> της είπε τρυφερά. Η Ρίζω που στεκόταν έξω από το δωμάτιο, τους κοιτούσε άλαλη. <<Θα γίνει κι αυτό, μα τώρα πρέπει να αναρρώσεις. Δεν είσαι για ρεματιές, κάνει κρύο>>, <<Τότε φίλα με εδώ. Είμαστε μόνοι. Σε παρακαλώ καρδιά μου, μέρες κρατιέμαι να μη κάνω καμία χαζομάρα μπροστά σε όλους, μα τώρα...>>, <<Μα τώρα τι;>> ρώτησε η Ελένη και πλησίασε ζαλισμένη τα χείλη του. <<Τώρα δεν μπορώ να συγκρατηθώ άλλο...>> ψέλλισε και αρπαξε δυναμικά το στόμα της. Η Ρίζω τους κοιτούσε σοκαρισμένη. Οι γλώσσες τους πάλευαν μέσα στο στόμα και η ανάσα τους είχε κοπεί. Ο Λάμπρος άγγιζε αχόρταγα τις καμπύλες της κι εκείνη δεχόταν τα χάδια του, τυλίγοντας όλο και πιο σφιχτά τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του. Όταν η ανάσα του σώθηκε, ο νεαρός απομάκρυνε τα χείλη του από τα δικά της. και άρχισε να δαγκώνει μαλακά το λαιμό της. <<Σταμάτα. Μπορεί να έρθει ο Γιάννος...>> του ζήτησε παιχνιδιάρικα. <<Δεν έρχεται. Κοριτσάκι μου... Μου έλειψες τόσο πολύ>> είπε λάγνα και συνέχισε να αφήνει υγρά φιλιά στο σβέρκο της. Η Ελένα έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στα χάδια του. <<Λάμπρο...>> είπε λίγες στιγμές αργότερα. <<Τι;>>, <<Ε νιώθω άβολα. Δεν είμαστε μόνοι>> εξήγησε ντροπαλά. <<Αγάπη μου, ο Γιάννος ξέρει. Αν χρειαστεί να έρθει, θα φωνάξει πριν πει. Μα τι σε έπιασε; Έλα, ένα φιλί ακόμα>> της ζήτησε και τη φίλησε ξανά παθιασμένα. Η Ρίζω έκανε το σταυρό της. <<Χριστός και Άγιο Πνεύμα. Τι γίνεται εδώ; Αυτή είναι η σεβαστική και αθώα; Απαπα...>> μονολόγησε χαμηλόφωνα και πήγε προς την εξώπορτα.

-----------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1982

Ο Νέστορας έδωσε μία σακούλα στη Βαλεντίνη, που στεκόταν στην πόρτα και τον κοιτούσε χαμογελώντας πλατιά. <<Χρόνια πολλά. Να χαίρεσαι το όνομα σου>> είπε ντροπαλά, μιας και πίσω της στεκόταν η Ελένη που σέρβιρε στα παιδιά μερικές πορτοκαλάδες. <<Ευχαριστώ πολύ. Πέρασε>> του πρότεινε κι εκείνος έκατσε στον καναπέ, πλάι στο Νίκο. Ο Λάμπρος βγήκε από την παιδική κάμαρη, κρατώντας την Βιολέτα στα χέρια του και την άφησε στο πάτωμα. <<Καλησπέρα κι από μας>>. Τα παιδιά τον χαιρέτησαν και η Βιολέτα τους χαμογέλασε δειλά. Η Βαλεντίνη τον πλησίασε και τυλίχθηκε μέσα στα χέρια του. <<Μπαμπουνάκο μου, θα πάτε μέσα, ε; Να πάρετε και τη μικρή μαζί. Τα είπαμε αυτά!!>> είπε σιγανοφωνα και ο Λάμπρος άφησε ένα φιλί στο κεφάλι της. <<Ντάξει Βαλεντινάκι μου, τα είπαμε. Να μη πω μια καλησπέρα; Μαθητές μου ήταν τα παιδιά>>, <<Ε δεν είπα αυτό! Σ' αρέσει το φουστάνι μου; Μου πάει; Είναι της Ευγενίας, μα το ξέχασε η χαζή>>  ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Κούκλα είσαι μάτια μου, ότι και να βάλεις. Δεν παίζει ρόλο το φουστάνι, μα κι αυτό ωραίο είναι>> απάντησε και το κοριτσάκι τον αγκάλιασε ξανά. Ο Νέστορας ξεφύσηξε νευρικά. <<Τι έπαθες ρε;>> ρώτησε ο Νίκος. <<Τι κόλλημα έχει με τον πατέρα της αδελφέ μου; Κι άλλες κόρες έχει ο δάσκαλος, έτσι δεν κάνουν μαζί του! Αυτή λες κι είναι ερωτευμένη>>, <<Εσένα τι σε νοιάζει μωρέ; Αδελφός της είσαι και ζηλεύεις που της έχει αδυναμία;>>, <<Δε ζηλεύω...>> πέταξε ψυχρά. <<Δεν είμαι ντιπ χαζός, το ξέρω πως δεν είσαι γιος του δασκάλου>>. Η Ελένη τους έγνεψε ευγενικά. <<Πάμε μέσα εμείς. Βαλεντίνη, ότι θες...>>, <<Ναι ναι ξέρω. Θα σε φωνάξω>> της απάντησε βιαστικά. Τα παιδιά έμειναν μόνα τους και η Βαλεντίνη βάλθηκε να ανοίγει τα δώρα της και να τους ευχαριστεί έναν-έναν. Τελευταία έμεινε η σακούλα με το δώρο του Νέστορα. Έβγαλε την ταινία και το κοίταξε ενθουσιασμένη. <<Αχ δεν το πιστεύω! Το θυμήθηκες!>>. Ήταν ένα πορτοκαλί πουλόβερ με ασορτί κορδέλα>>. Η Φιλίτσα του έριξε μια ματιά. <<Καλέ πολύ ωραίο είναι. Η μαμά σου το διάλεξε;>>. Η Βαλεντίνη έγνεψε αρνητικά. <<Εγώ το είδα σε μια βιτρίνα κοντά στο σχολείο και του είπα ότι μου αρέσει. Αχ Νεστοράκο μου, σε ευχαριστώ πάρα πολύ!>> του είπε χαρούμενα και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο του.

Λίγο μετά τις 22:30, τα παιδιά άρχισαν να φεύγουν. Η Βαλεντίνη έριξε πάνω της, ένα βαρύ σάλι της μητέρας της, και τους ξεπροβόδησε κεφάτα. Ο Νέστορας έμεινε τελευταίος. Το κορίτσι τον αγκάλιασε σφιχτά και χαχάνισε νευρικά. <<Δεν έπρεπε να μπεις σε τόσα έξοδα. Θα έλεγα στη μαμά να μου το πάρει>>, <<Έλα μωρέ, χαρά στο πράγμα. Σημασία έχει ότι σου άρεσε>>, <<Πάρα πολύ! Κι η Τζένη θα τρελαθεί, μα δεν θα της το δίνω. Άντε μια φορά μόνο, ίσα να δει αν της πάει>> απάντησε γελώντας. Ο Νέστορας μαγκώθηκε. <<Ο Ασπρούλης τι κάνει; Καιρό έχω να τον δω>>, <<Α γέρασε πια. Τώρα τον έχουμε και τον κανακεύουμε. Είναι άρχοντας. Έλα να τον δεις!>> του πρότεινε και τον άρπαξε από το χέρι, να πάνε στο στάβλο. Το άλογο κοιμόταν ήρεμο και δίπλα στεκόταν η πουλάδα της Βιολέτας, που μασούσε ένα καρότο. <<Κοιμάται ο γεράκος. Την άλλη δε τη συμπαθώ, είναι χαζόζωο. Αλλά τι περιμένεις... Ζωντανό της Βιολέτας και να μην είναι βλαμμένο σαν εκείνη;>> μουρμούρησε, μα ο Νέστορας την αγνοούσε. <<Βαλεντίνη...>> έκανε απότομα. <<Τι είναι;>>. Ο νεαρός την πλησίασε περισσότερο. <<Ήθελα να σου πω κάτι... Αλλά δεν ξέρω πως θα το πάρεις...>>, <<Τι κάτι;>>, <<Να... Είναι καιρός που... Σκέφτομαι διαφορετικά>>. Η Βαλεντίνη τον κοίταξε με περιέργεια. <<Διαφορετικά σε ποιο θέμα;>>, <<Μα μη μου κάνεις την κουτή, δεν είσαι!>> τη μάλωσε ταραγμένα. <<Μα δεν καταλαβαίνω!>>. Ο Νέστορας την έπιασε από τα μπράτσα. <<Για μας μωρέ Βαλεντίνη. Δεν σε νιώθω φίλη μου πια. Σε νιώθω...>>, <<Τι;>> ρώτησε αμήχανα. Ο Νέστορας ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της και άφησε ένα απαλό φιλί, χαϊδεύοντας τα μάγουλα της με τα χέρια του. Ύστερα τραβήχτηκε δειλά, για να δει την αντίδραση της. Το κορίτσι τον κοιτούσε παγωμένη. Έμεινε αμίλητη για μερικές στιγμές. Ύστερα έσφιξε το σάλι πάνω στο σώμα της και του έγνεψε ντροπαλά. <<Καληνύχτα>> πέταξε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας από το στάβλο.

-----------------------------------------------

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1976

Η Ελένη κι ο Λάμπρος, έφτασαν στο πανηγύρι του Οσίου Κυριάκου και πλησίασαν το τραπέζι των υπόλοιπων Σεβαστών, που καθόντουσαν δίπλα στο χώρο που θα γινόταν ο χορός. <<Καλησπέρα>> έκανε ευγενικά ο δάσκαλος και άφησε από τα χέρια του, τη μικρή Βιολέτα που φορούσε ένα κίτρινο φορεματάκι. <<Να πάω να παίξω;>> ρώτησε ντροπαλά το κοριτσάκι. Η Ελένη έγνεψε θετικά. <<Φρόνιμα, ε; Και να έρθεις να φας>> πέταξε και τράβηξε μία καρέκλα, πλάι στην Ασημίνα. <<Οι μεγάλες;>> ρώτησε η αδελφή της. <<Έχουν φύγει από νωρίς. Ετοιμάζονται γιατί θα ανοίξουν το πρόγραμμα. Ο Σέργιος πού είναι;>> έκανε ανήσυχα η Ελένη. <<Πού να ξέρω; Με καμιά παρέα. Σιγά μην ερχόταν μαζί μας. Να σου πω... Από τις μικρές τσούπρες που έχει η Ρίζω, μόνο τη Βαλεντιίνη πήρε να χορέψει, ε;>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Ναι, το ξέρω. Πώς και ρωτάς;>>. Η Ασμίνα χαμογέλασε πονηρά. <<Είπε η μάνα της Γρηγορούλας στην Ουρανία, πως την πήρε τάχα επειδή είναι η κόρη του δασκάλου. Άκου τώρα...>>, <<Αν οι άλλες δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους, γιατί να τις πάρει; Εγώ δεν τα χαϊδεύω τα παιδιά μου, μα η Βαλεντίνη είναι η καλύτερη απ' όλες. Δεν της κάνανε χάρη>> απάντησε περήφανα η Ελένη. <<Σε μένα το λες; Δεν ξέρω την ανιψιά μου; Καλά κάτσε να σηκωθεί στην πίστα και θα το βουλώσουν όλες>>, <<Δεν ακούς καλό. Και για την Ευγενία μου λέγανε κάποτε, πως ήταν πρώτη μαθήτρια γιατί είχε πατέρα δάσκαλο και τι έγινε; Έμειναν κούτσουρα αυτές κι εμένα το παιδί μου αρίστευσε στο γυμνάσιο. Άντε από κει... Κλώσσες>> έκανε νευρικά η Ελένη και έβγαλε τη βεντάλια της.   Ο Σέργιος πλησίασε το τραπέζι του κι έκατσε δίπλα στην Ελένη. <<Εδώ είσαι; Σε έψαχνα>> του είπε ψυχρά. <<Γιατί;>>, <<Να δω τι κάνεις>>, <<Καλά είμαι>> πέταξε αδιάφορα. <<Εμένα μου λες... Αύριο θα λείπουν οι τσούπρες. Αν θες πάλι καμία κουβέντα, έλα για καφέ. Δεν θα σε κατσαδιάσω>> του πρότεινε κεφάτα. Ο Σέργιος έγνεψε ειρωνικά. <<Άσε με μωρέ θεία. Δεν είμαι για κουβέντες...>> είπε και έφυγε από το τραπέζι ξανά.

Ο Σάκης πλησίασε την Κατερίνα, που στεκόταν πίσω από την εκκλησία, φορώντας παραδοσιακή φορεσιά Καραγκούνας. Τη φίλησε απαλά κι εκείνη του χαμογέλασε. <<Κούκλα είσαι>>, <<Έτσι;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Κι έτσι πανέμορφη είσαι. Άλλωστε δεν κοιτάω τα ρούχα σου>> πέταξε και τη φίλησε στο σβέρκο. <<Μετά το πανηγύρι, πάμε μια βόλτα; Έχω φέρει την κούρσα του μπάρμπα μου>>. Η Κατερίνα ένιωσε αμήχανα. <<Βόλτα; Πού;>>, <<Κάπου ήσυχα, να είμαστε τα δυο μας>>. Το κορίτσι έσφιξε τις γροθιές της. <<Θα είναι αργά. Άστο καλύτερα>>, <<Θα κοιμούνται οι δικοί σου, δεν θα καταλάβουν πως λείπεις. Δεν θα αργήσουμε πολύ. Αν κι εγώ...>>. Ο Σάκης τη φίλησε ξανά και πλησίασε το στόμα της, σε απόσταση αναπνοής. <<Θα ήθελα να περάσω όλη τη νύχτα μαζί σου. Έχω τόσα πράγματα στο μυαλό μου για μας, που θα σου αρέσουν πάρα πολύ>> εξήγησε λάγνα, μα η Κατερίνα ένιωσε ακόμα πιο άβολα και έκανε ένα βήμα πίσω. <<Τα είπαμε αυτά>>, <<Δεν είπαμε κάτι Κατερίνα μου. Σταμάτα να φοβάσαι. Αγαπιόμαστε. Θα σου αρέσει πάρα πολύ...>> πέταξε και ρούφηξε τα χείλη της. <<Πάω στο τραπέζι μου. Θα τα πούμε αργότερα>>. Την άφησε μόνη της, κι η Καττερίνα έκατσε σε ένα πεζούλι και έπιασε το πρόσωπο της με τα χέρια της απελπισμένα. Ο Σέργιος την πλησίασε. <<ΤΙ ΣΟΥ ΠΕ;>> φώναξε θυμωμένα. Η κοπέλα τινάχτηκε απότομα. <<Τι;>>, <<ΛΕΩ, ΤΙ ΣΟΥ ΠΕ; Γιατί είσαι έτσι; Να πάω να τον κάνει άχρηστο από το ξύλο;>>. Εκείνη έγνεψε ειρωνικά. <<Σέργιο, να χαρείς, δεν έχω καμία διάθεση. Άσε με σε παρακαλώ...>>. Γονάτισε δίπλα της και της έπιασε το χέρι. <<Γιατί δεν μου λες τι συμβαίνει, ε; Μέρες το έχω καταλάβει. Με φοβάσαι; Φοβάσαι πως δεν θα βρει ο παπάς να θάψει αν μάθω;>>, <<Είσαι τρελός μωρέ; Έχουμε ένα θέμα με το Σάκη. Είναι προσωπικό!>>, <<Δεν έχουμε μυστικά εμείς. Λέγε και άσε τις δικαιολογίες σε μένα, δεν περνάνε>>. Η Κατερίνα σηκώθηκε νευριασμένη. <<Έχω το Σάκη, έχω κι εσένα! Κάνε ότι θες. Έχω πολλά στο κεφάλι μου για να σκέφτομαι και τους παραλογισμούς σου!>> φώναξε και έκανε να φύγει. Ο Σέργιος την έπιασε από το μπράτσο και την κόλλησε στον τοίχο με δύναμη. <<Με πονάς!>> φώναξε το κορίτσι μα εκείνος την έσφιξε ακόμα περισσότερο. <<Δεν κάνει για σένα... Παράτα τον>>, <<Κι εσένα τι σε νοιάζει; Μην ασχολείσαι κι άσε με να φύγω>> του απάντησε ψυχρά. <<Με νοιάζει. Διώχτον γιατί εγώ κι αυτός δεν θα έχουμε καλή κατάληξη>> πέταξε, και τα μάτια του ήταν γεμάτα μίσος. Η Κατερίνα χαμήλωσε το βλέμμα της ντροπαλά. <<Και ποιος κάνει για μένα; Ε; Ποιος Σέργιο;>>. Ο νεαρός δεν απάντησε και το κορίτσι αναστέναξε και ένα μικρό γελάκι ξέφυγε από το στόμα της. <<Άσε με να φύγω τότε. Με το Σάκη περνάω καλά. Κι ότι προβλήματα έχω μέσα στο κεφάλι μου, θα λυθούν>>.

Ο Λάμπρος έκατσε, στην κενή θέση δίπλα στην Ελένη και πέρασε το χέρι του στους ώμους της. <<Λενιώ μου..>>, <<Ναι;>>, <<Σχολιάστηκε ότι η Ρίζω πήρε τη Βαλεντίνη μας στο χορευτικό; Κάτι μου είπε η Μερόπη και...>>. Η γυναίκα ανακάθισε και τον κοίταξε θυμωμένα. <<Δουλειές δεν έχουν σε αυτό το χωριό; Παιδιά; Ζώα; Χωράφια; Κάτι τέλος πάντων! Μόνο εμείς τρέχουμε όλη μέρα; Κάθεται ο ένας και ο άλλος αργόσχολος, και σχολιάζει γιατί πήραν τη Βαλεντίνη στο χορετικό και όχι το δικό του παιδί!>>, <<Το ήξερες;>>, <<Μου το πε η Ασημίνα. Μη δίνεις σημασία. Τι να κάναμε δηλαδή; Να μην την αφήναμε να πάει για να μη σχολιάζει ο κόσμος;>>. Ο δάσκαλος τη φίλησε στο κεφάλι και έτριψε το χέρι της απαλά. <<Ντάξει καρδιά μου, μη τσαντίζεσαι. Μια ερώτηση έκανα. Φυσικά και δεν θα της το απαγορεύσουμε. Και μεταξύ μας, είναι η καλύτερη. Όχι επειδή είναι κόρη μας δηλαδή...>> σχολίασε και η Ελένη έγνεψε θετικά. Ο Σέργιος πέρασε από μπροστά τους τρέχοντας και έκατσε σε ένα τραπέζι παραδίπλα, χτυπώντας το χέρι του νευρικά. Ο Φώτης του έβαλε ένα κρασί και τον έπιασε φιλικά από την πλάτη. <<Τι έχει ο Σέργιος; Ξέρεις;>>. Η Ελένη χαμογέλασε πονηρά. <<Ξέρω. Αυτός δεν το έχει καταλάβει μάλλον>>, <<Τι;>>. Η γυναίκα έσκυψε στο αυτί του. <<Τον πονάει το δοντάκι του για την Κατερινούλα κι αυτή έχει άλλον. Δεν της έχει κάνει κουβέντα, ακόμα είναι στην κατάσταση που απλά θέλει να σκοτώσει το Σάκη>>. Ο Λάμπρος την κοίταξε σοκαρισμένος. <<Για το όνομα του Θεού! Κι εσύ πού το ξέρεις;>>, <<Μου έκανε μια κουβέντα και το κατάλαβα... Δεν θέλει και μυαλό. Μάτι βγάζει. Εγώ ξέρω από αυτά....>>. Ο δάσκαλος άφησε ένα φιλί στο λαιμό της. <<Ε δεν κρύβονται αυτά τα πράγματα. Φαίνεται ο έρωτας, όσο κι αν προσέχεις... Ξέρω εγώ από αυτά>> της είπε παιχνιδιάρικα κι εκείνη χαχάνισε νευρικά. <<Δεν πας να βρεις τα παιδιά σου, να δεις τι κάνουν και να αφήσεις τους έρωτες;>>, <<Όχι, θέλω να μου πεις για το Σέργιο και την Κατερινούλα. Είμαι περίεργος ντε>>, <<Δεν ξέρω και πολλά. Πάντως αν τα βρουν τελικά, θα είναι το κουτσομπολιό του μήνα. Θα αφήσει τα χορευτικά της Βαλεντίνης και θα πιάσει αυτό το χωριό>>, <<Ε ότι νέο ζευγάρι γίνεται, δίνει αφορμή για κουβέντες. Εδώ μέχρι εμείς τότε...>>.

-----------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1948

Η Ρίζω μπήκε ταραγμένη στο σπίτι της κυρά-Δέσπως, που καθάριζε φακές, καθισμένη στην τραπεζαρία. <<Ήρθες από τώρα;>> πέταξε η γυναίκα, χωρίς να την κοιτάξει. Η κοπέλα σωριάστηκε σε μία καρέκλα απέναντι της. <<Δεν με βλέπεις;>>, <<Κι όλας; Πώς ήταν το παλικάρι;>>, <<Το παλικάρι; Μια χαρά! Πιο καλά, δεν γίνεται>> έκανε ειρωνικά. Η Δέσπω κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. <<Σας το είπα. Νέος είναι, γερός είναι... Το ξεπέρασε>>, <<Μωρέ αυτός το ξεπέρασε, εγώ πώς θα ξεπεράσω αυτό που είδα; Μου λες; Η πίεση στο 16 μου έχει ανέβει!>> μονολογούσε η Ρίζω. <<Τι λες μωρή; Χάζεψες; Στο Λάμπρο δεν ήσουν;>>, <<Ήμουν>>, <<Και; Είχε πυρετό;>>, <<Όπως τον είδα; Πάνω από 40>> συνέχισε να απαντάει με ειρωνεία. Η Δέσπω παράτησε τις φακές και της έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Εσύ δεν είπες πως ήταν μια χαρά; Ρίζω σαν να έχεις χάσει το μυαλό σου μου φαίνεται>>. Η κοπέλα αναστέναξε τρέμοντας. <<Τι άλλες δουλειές έχουμε σήμερα;>>, <<Γιατί;>>, <<Γιατί πρέπει να πάω να βρω τον Τσουβλέκα, να του πω ότι άκυρο το προξενιό με την Λενιώ. Μη περιμένει>>, <<Δεν ακούει κουβέντα τελικά, ε; Δεν πειράζει. Καλύτερα>> πέταξε αδιάφορα. <<Ναι αλλά γιατί δεν ακούει κουβέντα; Τόσες μέρες σας λέω πως κάτι δεν μου κάθεται καλά και ΝΑ ΤΑ! Βέβαια πού να πάει ο νους μου τόσο μακριά;>>, <<Ρίζω να με εκνευρίσεις θες; Τι ασυναρτησίες είναι αυτές μωρή αλλοπαρμένη; Μίλα και λέγε τι έγινε!>>. Εκείνη σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει μες το δωμάτιο. <<Η Ελένη, δεν χρειάζεται προξενιό. Έχει βρει γαμπρό>>, <<Τι λες μωρέ;>>, <<Δεν είναι τσιμπημένη με το μορφονιό του Μιλτιάδη. Αγαπητικός της είναι!>>. Η Δέσπω την κοίταξε με περιέργεια. <<Πού το ξέρεις εσύ; Δεν σου έχω πει να μην ακούς κουτσομπολιά;>>, <<ΠΟΥ ΤΟ ΞΕΡΩ; Τους είδα καλέ! ΤΟΥΣ ΕΙΔΑ ΜΕ  ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ! Ποια αθώα και σεβαστική λέγατε όλες; Εγώ τέτοια φιλιά, δεν έχω ξαναματαδει! Στο κρεβάτι του λεγάμενου κι όλας. Κι αν έβλεπες πως την έπιανε... Αν δεν την έχει χαλάσει ήδη, κοντός ψαλμός αλληλούια>>, <<Έλα αηδίες! Γλωσσοκοπάνα! Η Λενιώ είναι σοβαρό κορίτσι. Και ένα φλερτ να έχουν...>>, <<Καλέ ακούς που μιλάω; Τι φλερτ; Φλερτ είναι να ροματζάρουν κομμάτι, άντε να της πιάνει λίγο το χεράκι. Εγώ σου λέω πάθος! Εμ ο άλλος... Ο σοβαρός νέος... Μόνο να μιλάει λες και είναι πρέσβης ξέρει για να φαίνεται σπουδαγμένος. Τον παρακάλαγε η Λενιώ να είναι κομμάτι πιο σεμνός γιατί μέσα ήταν και ο μικρός, και δεν άκουγε τίποτα! Χριστός και Παναγία, τι είδα σήμερα>> πέταξε και έκανε αέρα με ένα περιοδικό. Η Δέσπω έμεινε για λίγο αμίλητη. <<Ρίζω>>, <<Ναι>>, <<Αν θες να έχεις κι αύριο δουλειά, θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό! Δεν θα τους κρεμάσουμε κουδούνια, ΕΝΤΑΞΕΙ; Μικρό κορίτσι είναι η Ελένη. Να της κολλήσει η ρετσινιά για ένα κόρτε; Άστο και θα το χειριστώ εγώ! Και μην της ξαναπάς προξενιό. Συνετό παιδί είναι ο Λάμπρος, αργά ή γρήγορα θα τη ζητήσει>>. Η κοπέλα ανακάθισε. <<Θα τους κάνουμε και πλάτες δηλαδής>>. <<Ναι θα τους κάνεις πλάτες, ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΩ ΕΓΩ! Η Ελένη δεν έχει μάνα. Εγώ και η Μάρω, τη συντρέξαμε σα γυναίκες. Άσε τα κουτσομπολιά και κατάπιε το! Κουβέντα πουθενά!>>.

Ο Λάμπρος περπατούσε στην πλατεία του χωριού προς το καφενείο, ντυμένος όσο πιο ζεστά γινόταν. Κάθε τόσο, τον σταματούσε και κάποιος συγχωριανός του για να μάθει για την πορεία της υγείας του και να ευχηθεί περαστικά. Σε ένα πλαϊνό στενό, βρέθηκε μπροστά στον Γιώργη και το Φανούρη. Ο άντρας τον κοίταξε αυστηρά και ο νεαρός χαμήλωσε το κεφάλι αμήχανα. <<Έγιαννες εσύ;>> μουρμούρησε άνευρα ο Γιώργης. <<Είμαι καλύτερα>>, <<Περαστικά. Η υγεία πάνω απ' όλα>> πέταξε τυπικά και άνοιξε το βήμα του. Ο Φανούρης έμεινε πίσω και χτύπησε τον νεαρό στην πλάτη φιλικά. <<Όλα εντάξει;>>, <<Ναι Φανούρη μου, ευχαριστώ>>, <<Άσε τις βόλτες και τα ξεμοναχιάσματα τώρα, μην ξανακυλήσεις. Να μένεις στα ζεστά>> τον συμβούλευσε και ο Λάμπρος γέλασε, γνέφοντας θετικά. Συνέχισε το δρόμο του, και λίγο παρακάτω συνάντησε μια παρέα με νέα παιδιά (τα περισσότερα εργάτες) που άρχισαν να του εύχονται με τη σειρά τους και να τον ρωτούν για την περιπέτεια της υγείας του. Όταν η παρέα διαλύθηκε, ο Λάμπρος έμεινε μόνος με το Λεωνίδα. <<Πας σπίτι σου; Πάμε παρέα προς τα εκεί;>> του πρότεινε ο νεαρός και άρχισαν να πορεύονται μαζί. <<Πώς πάει το σχολείο στη Λάρισα;>>, <<Καλά. Ετοιμαζόμαι για τις εξετάσεις μου. Αν πάνε όλα καλά, από Σεπτέμβρη θα κατέβω Αθήνα...>>. Ο Λεωνίδας του χαμογέλασε. <<Σε ζηλεύω να ξέρεις. Ήμουν καλός μαθητής, μα πού λεφτά για σπουδές;>>, <<Έπρεπε να το κυνηγήσεις. Κι εγώ μη νομίζεις πως έχω χρήματα... Δουλεύω όσο μπορώ. Και στην Αθήνα θα βρω καμία δουλίτσα να βγάζω τα έξοδα μου...>>, <<Δεν τα μέτρησα σωστά. Εσύ καλά τα λες... Τέλος πάντων, δε βαριέσαι. Τώρα δουλεύω στο Δούκα. Καλό μεροκάματο δίνει, μα έχω μια πρόταση από τον Γεωργαλή και το σκέφτομαι. Γενικώς τελευταία έχω πολλά στο κεφάλι μου>> είπε ο Λεωνίδας και χαμογέλασε αχνά. <<Για δουλειά;>>, <<Για δουλειά... Για τη ζωή μου... Έστειλα ένα προξενιό σε μια κοπέλα με τη Ρίζω και περιμένω απάντηση>>. Ο Λάμπρος σταμάτησε να περπατά και του ανταπέδωσε το χαμόγελο. <<Μπράβο! Πολύ ευχάριστο. Σου αρέσει κάποια; Εκείνη;>>, <<Μου αρέσει μια κοπέλα, μα για εκείνη δεν ξέρω... Η Ρίζω μου είπε θα μου πει μια από αυτές τις μέρες. Χάρηκα κομμάτι. Για να μην είπε αμέσως όχι, θα το σκέφτεται>>, <<Σίγουρα! Διαφορετικά θα σου είχε πει αμέσως πως δεν ενδιαφέρεται. Χαίρομαι για σένα! Αν επιτρέπεται, ποια είναι η κοπελιά;>>. Ο Λεωνίδας ένιωσε αμήχανα. <<Δεν θα σου απαντούσα, μα ξέρω τι άνθρωπος είσαι και δεν θα μιλήσεις πουθενά. Μην την εκθέσουμε την κοπέλα...>>, <<Φυσικά και δεν θα μιλήσω. Μην το ξαναπείς!>> τον μάλωσε ευγενικά ο Λάμπρος. <<Η Ελένη του Σταμίρη>> παραδέχθηκε ο Λεωνίδας και εκείνος ένιωσε το σώμα του να μουδιάζει. <<Τι πράγμα;>> ψέλλισε. <<Μου αρέσει αρκετό καιρό, μα είναι πολλή ντροπαλή κοπέλα. Ε έστειλα τη Ρίζω και περιμένει να της απαντήσει. Λες να πει ναι;>> ρώτησε ο νεαρός, μα ο Λάμπρος δεν απάντησε. <<Μιλάω. Είσαι καλά;>>, <<Ε; Ναι καλά. Νομίζω μου ανεβαίνει πάλι ο πυρετός>>. Ο Λεωνίδας τον κοίταξε με περιέργεια. <<Μόλις στο είπα, χλώμιασες. Συμβαίνει τίποτα; Σου αρέσει κι εσένα;>>. Ο Λάμπρος τον κοίταξε αυστηρά. <<Πάω στο χωριό>> ανακοινωσε χωρίς να απαντήσει και  άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη, γυρνώντας πίσω. Ο παγωμένος αέρας που ανέπνεε, έφερε πάλι βήχα στο στήθος του που έβραζε. Σταμάτησε χτυπώντας το χέρι του σε ένα τοίχο και άρχισε να βήχει με δύναμη. Η Ελένη που τον είδε από μακριά, έτρεξε κοντά του. <<Λάμπρο μου; Γιατί είσαι εδώ; Μα δεν προσέχεις;>> του είπε και τον χτύπησε στην πλάτη. Εκείνος την κοίταξε με μίσος. <<Πήγαινε στη ρεματιά και έρχομαι>> της πέταξε ψυχρά. <<Τι; Δεν είσαι με τα σωστά σου! Πάμε σπίτι σου, είσαι χάλια>>, <<ΤΩΡΑ ΕΙΠΑ! Πήγαινε και έρχομαι. Πρέπει να μιλήσουμε!>> φώναξε θυμωμένα και η Ελένη έμεινε να τον κοιτάζει λυπημένα.

-----------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1982

Η Ελένη έριξε μια ματιά στη Βαλεντίνη, που διάβαζε στο τραπέζι του σαλονιού. Το κορίτσι κοιτούσε το βιβλίο, μα δεν μπορούσε με τίποτα να συγκεντρωθεί. <<Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας...>> διάβασε δυνατά και η γυναίκα γύρισε προς το μέρος της. <<Τι είναι αυτό;>>, <<Κείμενο στη λογοτεχνία>>, <<Ατελεύτητη;>>, <<Ναι. Αιώνια σημαίνει. Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω τι εννοεί...>> έκανε λυπημένα η Βαλεντίνη. Η μητέρα της, την πλησίασε και άφησε ένα φιλί στο κεφάλι της. <<Ρώτα τον πατέρα σου, όταν έρθει. Εγώ θα πάω στο παρασκευαστήριο. Να σου πω...>>. Η Ελένη της χαμογέλασε πονηρά. <<...τι δώρο σου έφερε ο λεγάμενος; Δεν μου το έδειξες>>. Η Βαλεντίνη την κοίταξε ψυχρά. <<Δεν είναι λεγάμενος>>, <<Ο φίλος σου τέλος πάντων>>. Το κορίτσι σηκώθηκε και της έδωσε μια σακούλα που ήταν παρατημένη δίπλα στο τζάκι. <<Εδώ το άφησες; Έλα Θεέ...>> έκανε η Ελένη, ενώ το άνοιγε. <<Αα καλέ, αυτό είναι πολύ ωραίο. Και ασορτί κορδέλα, μπράβο. Έχει γούστο η Σοφούλα>> μονολόγησε και η Βαλεντίνη αναστέναξε. <<Ο Νέστορας το αγόρασε. Του το είχα δείξει σε μια βιτρίνα και μου το πήρε>> εξήγησε και η Λενιώ χαμογέλασε ξανά. <<Α ναι; Μπράβο. Ωραία κίνηση. Άντε μεγιά σου. Βάλτο στα άπλυτα. Μη το ξαναδώ στο σαλόνι. Και φρόνιμα με τη μικρή!>> είπε καθώς έβαζε το παλτό της. Η Βαλεντίνη την αγνόησε. Έκανε να φύγει, μα σταμάτησε ξανά. <<Ο πατέρας σου θα αργήσει το βράδυ, έχει πάει στο σύλλογο για σύσκεψη. Αν θες βοήθεια, πάρε την Ευγενία. Σπίτι θα είναι>>. Η Βαλεντίνη την κοίταξε ενθουσιασμένα. <<Μαμά! Τι ωραία ιδέα ήταν αυτή! Μπράβο μαμά μου!>>, <<Εμ είδες; Να με ακούς! Άντε πάω>> πέταξε και έφυγε από το σπίτι.

Η Βαλεντίνη τινάχτηκε όρθια και έπιασε βιαστικά το ακουστικό. Από την άλλη μεριά, η Ευγενία που διάβαζε, άκουσε το χτύπημα και σηκώθηκε να το σηκώσει. <<Λέγεται>>, <<Είσαι μοναχή σου ή με τον Κώστα;>> ρώτησε απότομα η Βαλεντίνη. <<Εγώ μοναχή μου είμαι, εσύ; Δεν πιστεύω να φωνάζεις για Κώστα και να είναι μέσα η μαμά;>>. Η Βαλεντίνη ξεφύσηξε. <<Για κουτή με έχεις; Πήγε στο παρασκευαστήριο>>. Η Ευγενία έκατσε στην πολυθρόνα, πλάι στο τηλέφωνο. <<Τι έπαθες εσύ; Γιατί ρωτάς αν είμαι μόνη;>>, <<Τζενάκι μου... Είχες δίκιο!>> είπε με απελπισία. <<Σε τι απ' όλα;>>, <<Που μου έλεγες πως δεν ξέρεις αν θες τον Κώστα. Ε καλά έλεγες! Δίκιο είχες κι εγώ σε έλεγα πιο χαζή κι απ' τα λάχανα! Συγνώμη Τζενάκι μου, αλήθεια. Μετανιώνω πάρα πολύ που...>>, <<Εεε, σιγά σιγά.  Τι ασυναρτησίες είναι αυτές; Είσαι με τα σωστά σου κυρά μου; Τι έπαθες;>> ρώτησε με περιέργεια η Ευγενία και βολεύτηκε στην πολυθρόνα. <<Τζένη... Ο Νέστορας...>>, <<Ναι;>>, <<Με φίλησε. Χτες το βράδυ>>. Η Ευγενία γούρλωσε τα μάτια της. <<ΤΙ; ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ; Πού;>>, <<Έχει σημασία. Στον στάβλο>>, <<ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΜΑΣ;>>, <<Όχι, στου θείου του Νικηφόρου. Ε προφανώς στον δικό μας>>, <<Μπροστά στον Ασπρούλη;>>. Η Βαλεντίνη ξεφύσηξε. <<Όχι κοιμόταν. Μπροστά στη Φίφη. Τι ρωτάς μωρέ;>>. Η Ευγενία πήρε βαθιά ανάσα. <<Μα προσπαθώ να το χωνέψω. Μέσα στο σπίτι μας; Έτσι και ερχόταν ο μπαμπάς...>>. Το κορίτσι πήρε βαθιά ανάσα. <<Τ να κάνω μωρέ Τζένη; Πες κάτι εσύ. Δεν το ξέρει κανείς>>, <<Τι να πω; Ε δεν το περίμενες; Βέβαια είσαι μικρή ακόμα αλλά...>>, <<Αλλά τι;>>, <<Εσένα; Σου άρεσε ας πούμε;>>, <<Δεν ξέρω... Έφυγα τρέχοντας. Ήρθα πάνω, η μαμά με έβαλε να μαζέψω τα ποτήρια γιατί...>>, <<Μην αλλάζεις θέμα κι άσε τη μαμά και τα ποτήρια>>. Η Βαλεντίνη ξεφύσηξε λυπημένα. <<Δεν ξέρω αν μου άρεσε. Δεν ξέρω τίποτα βασικά. Έχει αδειάσει το κεφάλι μου. Ούτε να τον δω δεν θέλω. Έβαλα τη μαμά και ήρθε να με πάρει από το σχολείο γιατί ήμουν σίγουρη πως θα την έστηνε απ΄έξω>>, <<Ωραία. Μπράβο Βαλεντίνη. Πολλή ώριμη σκέψη. Γιατί είναι και τεράστιο το Διαφάνι και δεν θα τον ξαναδείς ποτέ. Σύνελθε μωρέ. Να πας να τον βρεις, να μιλήσετε>>, <<Προτιμώ να πάω μέσα, να πω στη Βιολέτα πως είναι η καλύτερη αδελφή που θα μπορούσα να έχω, παρά αυτό!>>, <<Κι αν σε πλησιάσει, τι θα του πεις;>>, <<ΤΙΠΟΤΑ! Δεν θέλω να πιάσω κουβέντα, τι δεν καταλαβαίνεις;>> φώναξε θυμωμένα. Η Ευγενία λούφαξε στον καναπέ. <<Πες το στη μαμά, τι να σου πω...>>, <<Χωρατά κάνεις έτσι; Γελάσαμε. Εσύ λες σε μένα, να το πω στη μαμά;>>, <<Είναι ειδική στις ερωτικές συμβουλές. Κι ο Σέργιος σε αυτήν πάει>>, <<Και γιατί δεν πας κι εσύ;>> ρώτησε ειρωνικά η Βαλεντίνη. <<Απαπα, εγώ ντρέπομαι. Εσύ μια ζωή της τα λες όλα. Ε πες κι αυτό, να δεις τι θα σου πει!>>, <<Πολύ με βοήθησες. Ευχαριστώ>>. Η Ευγενία γέλασε χαχανίζοντας. <<Δηλαδή δεν τον έχεις δει καθόλου το Νεστοράκο;>>, <<ΟΧΙ ΛΕΜΕ!>>, <<Α το δόλιο. Τι να κάνει άραγε;>> αναρωτήθηκε η Ευγενία.

<<Ορίστε και τα καφεδάκια!>> έκανε η Παγώνα και άφησε στο κομοδίνο της Κατερίνας, δυο καφέδες. Το κορίτσι ήταν ξαπλωμένο μπρούμυτα στο κρεβάτι και χάζευε ένα περιοδικό, ενώ ο Νέστορας καθόταν απέναντι της και έγνεψε αδιάφορα στη γιαγιά του, ευχαριστώντας την. <<Καλέ εδώ θα κάτσετε, λες κι είστε άρρωστοι; Πάμε μέσα, να έχετε την άπλα σας>>. Η Κατερίνα κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Να στήσεις κι εσύ αυτί με την ησυχία σου>>, <<Σα δε ντρέπεσαι! Για τέτοια με έχεις; Ντροπή σου κόρη μου!>>. Ο Νέστορας σηκώθηκε και τη φίλησε στο μάγουλο. <<Καλά είμαστε κι εδώ. Θα έρθω μέσα μετά>>, <<Καλά παλικάρι μου, καλά. Καθίστε εδώ, τι να πω; Να σας αφήσω>> είπε λυπημένα και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο Νέστορας ήπιε μια γουλιά καφέ και αναστέναξε. <<Γιατί είσαι ντυμένη έτσι;>> τη ρώτησε. Το κορίτσι φόραγε μία κοντή φούστα, με άσπρο καλσόν και ψηλές μπότες. <<Πώς έτσι;>> ρώτησε με τη σειρά της, χωρίς να αφήσει τα μάτια της από το περιοδικό. <<Λες και θα βγεις ραντεβού>>, <<Άστα αυτά, και πες τι έχεις εσύ>>. Εκείνος λούφαξε στην καρέκλα. <<Τίποτα. Καλά είμαι>>, <<Πλάκα μου κάνεις; Δεν σε βλέπω; Κι αφού δεν έχεις τίποτα, τι κουβαλήθηκες για καφέ μες το απόγευμα;>> ρώτησε πονηρά η Κατερίνα. <<Ενοχλώ; Να φύγω αν είναι>>, <<Κάτσε κάτω μωρέ. Χαζό. Λέγε τι έχεις>>. Ο Νέστορας έμεινε αμίλητος και η κοπέλα πήρε μια έκφραση απελπισίας. <<Ωραία. Είμαι ντυμένη έτσι γιατί περιμένω το Σέργιο. Δεν τον περιμένω δηλαδή ακριβώς... Ήρθε δυο φορές από το κομμωτήριο, τον έδιωξα, έγινε έξαλλος και όπου να ναι, θα αριβάρει για να χαλάσει τον κόσμο. Ορίστε, στα είπα τα δικά μου. Μίλα εσύ τώρα>>. Ο Νέστορας την κοιτούσε σοκαρισμένος. <<Συγνώμη, έξω είναι η γιαγιά. Αντί να πας μαζί του μετά το κομμωτήριο, προτιμάς να έρθει εδώ και να έχεις πάλι γκρίνιες;>> ρώτησε με απορία. <<Προτιμώ να με κυνηγάει κι εγώ να του κάνω και χάρη που δέχομαι να βγούμε. Θα μιλήσεις επιτέλους;>>. Ο Νέστορας ξεφύσηξε. <<Φίλησα τη Βαλεντίνη κι εκείνη εξαφανίστηκε>>, <<Όταν λες εξαφανίστηκε; Γιατί το μεσημέρι την είδα>>, <<Εννοώ με αποφεύγει. Εγώ της είπα πως ένιωθα κι αυτή...>>, <<Τρόμαξε...>>, <<Μπα. Μάλλον δεν της άρεσε. Δεν την έχω για κοπέλα που τρομάζει>>. Η Κατερίνα έβαλε τα γέλια. <<Χωρατά μου κάνεις έτσι; Βρε Νεστοράκο μου, 14 χρονών είναι. Της έδωσες το πρώτο της φιλί και τρόμαξε. Επειδή είναι γλωσσού, σημαίνει πως δεν είναι ένα κοριτσάκι του γυμνασίου; Δώστης λίγο χρόνο και να δεις που όλα θα πάνε καλά>> έκανε τρυφερά η Κατερίνα. <<Λες;>>, <<Ε βέβαια! Άκου με κι εμένα, που έχω μια εμπειρία παραπάνω...>>. Από το σαλόνι ακούστηκαν φωνές και η πόρτα του δωματίου άνοιξε απότομα. Ο Σέργιος μπήκε νευρικά στο δωμάτιο και η Παγώνα τον ακολουθούσε εκνευρισμένα. Από την ένταση, ο Νέστορας τινάχτηκε όρθιος. <<ΒΡΕ ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ, ΒΓΕΣ ΕΞΩ! ΤΙ ΘΕΣ ΠΙΑ ΑΠ' ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ;>> του φώναξε η γυναίκα, μα η Κατερινούλα χαμογέλασε στον ανιψιό της πονηρά. <<Μπέμπα, δεν παίρνεις με το καλό, ε;>> πέταξε ψυχρά ο Σέργιος, αγνοώντας την Παγώνα. <<Τι θες ρε Σέργιε; Σα πολλά δεν μας τα πες σήμερα; Άντε τράβα σε αυτήν την... Πώς την είπαμε; Αμαλία;>> ρώτησε το Νέστορα. <<Αιμιλία>> απάντησε το αγόρι γελώντας. <<Α να γεια σου. Αιμιλία>>, <<Έξω, έχω παρκάρει την κούρσα. Ή έρχεσαι ή καθόμαστε όλοι εδώ παρεούλα, να περιμένουμε τον κοινοτάρχη>>, <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;>> τσίριξε η Παγώνα. <<Είδες; Συμφωνεί και η μανούλα σου. Περιμένω έξω. Γεια σου Νέστορα μάγκα>> πέταξε και βγήκε από το δωμάτιο κεφάτα. Η Κατερίνα χαμογέλασε πλατιά. <<Καιρός ήταν. Κι έλεγα πως άργησε>> είπε και σηκώθηκε όρθια, να στρώσει τη φούστα της. <<ΠΟΥ ΠΑΣ ΜΩΡΗ; ΛΩΛΑΘΗΚΕΣ;>>, <<Όχι, θα κάτσω εδώ μαζί σας. Πες μια δικαιολογία στο μπαμπά. Νέστορα, ότι είπαμε>> έκανε βιαστικά η Κατερίνα. <<ΜΩΡΗ ΠΑΛΙ ΠΙΣΩ ΤΟΥ ΘΑ ΤΡΕΧΕΙΣ; Πόσο θα σε γλεντάει ο λεγάμενος κι εσύ θα διώχνεις τύχες;>>, <<ΜΑΝΑ ΜΗΝ ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΣΑΙ! Το λοιπόν, καλό απόγευμα>> έκανε νευρικά κι έφυγε τρέχοντας. Η Παγώνα σωριάστηκε στο κρεβάτι. <<Μίλα της κι εσύ μωρέ Νέστορα! Πείτε της καμία κουβέντα. Μόνη μου τα λέω, μόνη μου τα ακούω>>, <<Αφού τον αγαπάει ρε γιαγιά>>, <<ΑΝΤΕ ΑΠΟ ΚΕΙ! Τον αγαπάει... Άφησε άντρακλες για τον λιμοκοντόρο της Ασημίνας. Άφησε το Σάκη που την κοιτούσε στα μάτια κι ήθελε να την παντρευτεί απ' τα 17 για να την κανονίζει ο Σέργιος, όποτε έρχεται διακοπές στο Διαφάνι. Α να χαθεί το παλιόπαιδο! Κι είχα χαρεί όταν τα μπλέξανε... Πού να ήξερα;>>.

-----------------------------------------------

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1976

Ο Λάμπρος σήκωσε στην αγκαλιά του, τη Βιολέτα που κοιμόταν και το κοριτσάκι άφησε το κεφάλι της, να πέσει στον ώμο του. <<Άντε, καλό βράδυ σε όλους. Ωραία περάσαμε, και του χρόνου>> είπε ο δάσκαλος σε όλους και έγνεψε στην Ελένη να φύγουν. Πέρασαν από το τραπέζι που καθόντουσαν τα παιδιά και η Ευγενία σηκώθηκε με μιας. Πίσω τους ερχόντουσαν, ο Περικλής και η Παγώνα. <<Για να μας πει και η νεολαία. Σας άρεσε απόψε; Διασκεδάσατε;>> έκανε ο Τόλλιας, που είχε ζαλιστεί αρκετά από το τσίπουρο. <<Πάντα τέτοια κυρ-Περικλή. Έγινε μεγάλο γλέντι>> φώναξε ο Φώτης που είχε πιει κι εκείνος αρκετά. <<Άντε Μπέμπα μου, πάμε σπίτι>> της ζήτησε ευγενικά η Παγώνα. <<Μαμά, θα έρθω αργότερα>>, <<Θα την φέρω εγώ κυρία Παγώνα, μην ανησυχείτε>> πετάχτηκε ο Σέργιος και η γυναίκα χαμογέλασε πλατιά. <<Ε άμα σε φέρει ο Σέργιος, να κάτσεις με τα παιδιά. Προσέχετε μόνο. Άντε, καληνύχτα!>> έκανε η γυναίκα και πιάστηκε από το μπράτσο του άντρα της. Αφού χάθηκαν μέσα στον κόσμο, ο Σάκης ήρθε και έκατσε σε μία καρέκλα, πλάι στο κορίτσι. <<Τι λες; Πάμε κι εμείς;>> τη ρώτησε λάγνα. Η Κατερίνα ένιωσε αμήχανα. <<Κάτσε λίγο, μιας και έφυγαν. Περνάμε ωραία>> απάντησε ντροπαλά. Ο Σάκης έσκυψε στο αυτί της και άφησε ένα απαλό φιλί στο πτερύγιο της. <<Και μαζί, ωραία θα περάσουμε. Πάω να φέρω το αυτοκίνητο>> ανακοίνωσε και σηκώθηκε από το τραπέζι. Η Κατερίνα άρχισε να ανασαίνει βαριά και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο της. Ο Σέργιος τους κοιτούσε θυμωμένα και τα μάτια του πετούσαν φωτιές. Τελικά το κορίτσι σηκώθηκε. <<Πάω μια βόλτα. Θα γυρίσω με το Σάκη>> έκανε ξεψυχισμένα. <<Μπέμπα είσαι καλά;>> ρώτησε η Ευτυχία. <<Ε; Ναι ναι. Όλα εντάξει. Καλό βράδυ>> απάντησε και άνοιξε το βήμα της, σχεδόν τρέμοντας. Ο Σέργιος χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. <<ΤΑ ΒΛΕΠΕΙΣ; Μετά λες φταίω εγώ>> φώναξε στην Ευτυχία. <<Ναι, δεν μου φαίνεται και πολύ καλά>>, <<Α τώρα δεν σου φαίνεται! Έτσι θα την αφήσουμε, ε;>>. Η Ευτυχία πήγε προς το μέρος του. <<Δεν την πήρε με το ζόρι, μόνη της πήγε. Σταμάτα να ανακατεύεσαι. Ας του έλεγε όχι. Δεν μπορούμε, ούτε πρέπει να κανουμε κάτι. Αυτά είναι στο ζευγάρι>>. Ο Σέργιος έμεινε αμίλητος και ήπιε λίγο τελευταίο τσίπουρο που είχε μέσα το ποτηράκι του. Έπειτα πέταξε το ποτήρι στο πάτωμα κι αυτό έγινε θρύψαλλα. <<Ε λοιπόν, εγώ δεν θα το αφήσω έτσι! Κάτσε εσύ και χόρευε καλαματιανά>> της είπε νευρικά και σηκώθηκε όρθιος. <<Πού πας ρε Σέργιε; Αν είναι δυνατόν...>> έκανε απελπισμένα η Ευτυχία. <<Δουλειά σου!>> πέταξε και έφυγε τρέχοντας.

Ο Σάκης οδηγούσε στον επαρχιακό δρόμο για Λάρισα, χαϊδεύοντας κάθε τόσο το γόνατο της Κατερίνας, που ένιωθε άβολα. <<Πού πάμε;>> ρώτησε δειλά το κορίτσι. <<Στο σπίτι της θείας μου. Λείπει στην Αθήνα. Θα είμαστε ήσυχα εκεί>> απάντησε τρυφερά ο νεαρός. <<Το ξέρει πως θα πάμε ή... Μην ενοχλήσουμε...>>, <<Φυσικά και το ξέρει. Μπορείς να μην ανησυχείς για όλα; Μη σκέφτεσαι τίποτα. Μόνο εμάς>> απάντησε και ανέπτυξε ταχύτητα στο αυτοκίνητο. Η κοπέλα βολεύτηκε στη θέση και ο Σάκης ανέβαζε όλο και πιο ψηλά το χέρι του στο πόδι της. Εκείνη σχεδόν έτρεμε από την ταραχή, μα ο Σάκης την αγνοούσε. Άρχισε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Στην πλαϊνό καθρέφτη, είδε ένα μηχανάκι να πλησιάζει την κούρσα. Η Κατερίνα ανακάθισε. Ο Σέργιος τους ακολουθούσε από κοντά. Άρχισε να ανασαίνει βαριά, μα ταυτόχρονα ανακουφίστηκε. Κοίταξε το Σάκη νευρικά. <<Σταμάτα το αυτοκίνητο>> του είπε απότομα. <<Ε;>>, <<ΣΤΑΜΑΤΑ ΕΙΠΑ!>> φώναξε και ο νεαρός έκανε στην άκρη το δρόμου. <<Τι έπαθες;>> ρώτησε με περιέργεια. Η Κατερίνα βεβαιώθηκε πως έχει σταματήσει και ο Σέργιος λίγα μέτρα πιο πίσω. <<Δε νιώθω έτοιμη. Συγνώμη>> ανακοίνωσε ψυχρά. Ο Σάκης έσκυψε προς το μέρος της, μα εκείνη τραβήχτηκε. <<Κοριτσάκι μου, θα σου αρέσει. Θα...>>, <<Ναι τα άκουσα αυτά αλλά εγώ δεν νιώθω έτοιμη και δεν πρόκειται να κάνω κάτι που δεν θέλω, εντάξει; Γυρίζω στο χωριό>>, <<Κάτσε ρε Κατερίνα, μισό λεπτό>>, <<Κανένα λεπτό. Βρες άλλη Σάκη, δεν είμαι εγώ για σένα. Φαντάρος είσαι, έχεις ανάγκες...>>. Ο Σάκης ανακάθισε. <<ΕΝΤΑΞΕΙ ΕΝΤΑΞΕΙ. Το κατάλαβα. Θα κάνω υπομονή. Πάμε στο χωριό σου και...>>, <<Μόνη μου θα γυρίσω, εσύ τράβα στη Λάρισα>>, <<Τι λες μωρέ αγάπη μου; Εϊμαστε 5 χλμ από το Διαφάνι. Δεν...>>, <<Θα βρω εγώ τρόπο. Καληνύχτα>> πέταξε και βγήκε από το αυτοκίνητο. Ο Σέργιος την κοιτούσε σοκαρισμένος να έρχεται προς το μέρος του. Ο Σάκης βγήκε από το αμάξι και έμεινε κι αυτός να τους παρακολουθεί άλαλος. Η Κατερίνα πλησίασε το αγόρι και καβάλησε το μηχανάκι. <<Πάμε, ξεκίνα>>, <<Ε;>>, <<ΠΑΜΕ ΛΕΩ, ΔΕΝ ΑΚΟΥΣ;>> του φώναξε νευρικά και ο Σέργιος έβαλε μπροστά, χαμογελώντας πλατιά. <<Καλό βράδυ αδελφέ>> φώναξε στον σοκαρισμένο Σάκη και πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Ο Λάμπρος μπήκε στην κάμαρη και έκλεισε την πόρτα πίσω του, ενώ η Ελένη κρεμούσε το φουστάνι της σε μία κρεμάστρα. <<Καλά, πώς μπορείς και είσαι τόσο ατάραχη;>> τη ρώτησε νευρικά. <<Γιατί Λάμπρο μου; Τι έγινε; Τα παιδιά κοιμήθηκαν;>>, <<ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ; Αυτός ο Σάκης πήρε την Κατερίνα να πάνε στη Λάρισα κι ο ανιψιός μας τους ακολουθούσε με τη μηχανή. Θα γίνει μακελειό Ελένη. Μήπως να πάω να τους βρω;>>, <<Σιγά μη γίνει και ολοκαύτωμα. Έλα τώρα... Άστους. Το πολύ-πολύ, να τσακωθούν, να πέσει λίγο ξύλο...>>, <<Α ψιλοπράγματα δηλαδή. Λενιώ είσαι με τα σωστά σου; Σύνελθε!>>. Η γυναίκα έκλεισε την ντουλάπα και βάλθηκε να λύνει τα μαλλιά της, που ήταν πιασμένα στο πλάι. <<Να πάει, να τη διεκδικήσει. Εγώ αυτό του είπα! Όποιος αγαπάει, διεκδικεί. Δεν κάθεται να ζηλεύει. Έτσι ξέρω, έτσι έμαθα τόσα χρόνια>>, <<Και θα πάει να δείρει το Σάκη;>>, <<Γιατί; Πόσες φορές πιάστηκες εσύ στα χέρια με το Θωμά; Και ήσουν και συνετός. Και παντρεμένος...>>. Ο Λάμπρος ξεκούμπωσε το πουκάμισο του. <<Ο Σέργιος δεν είναι όμως>>, <<Παντρεμένος;>>, <<Συνετός Ελένη μου! Καλά συμβουλεύεις τον ανιψιό μας να παίζει ξύλο;>>, <<ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ τη γυναίκα που αγαπάει! Όπως νιώθει ο καθένας>> εξήγησε και έβγαλε τη ρόμπα της για να ξαπλώσει. Ο Λάμπρος γούρλωσε τα μάτια. Φορούσε ένα κοντό νυχτικό με ανοιχτό ντεκοντέ και δαντέλα στο τελείωμα. <<Τι φόρας μάτια μου;>> ψέλλισε, κοιτώντας το στήθος της. <<Αυτό; Ήταν άπλυτα τα υπόλοιπα. Έχω να βάλω εκατό πλυντήρια μες το Σαββατοκύριακο>>  εξήγησε αδιάφορα και ο δάσκαλος την αγκάλιασε από τη μέση και ρούφηξε το λαιμό της. <<Και τι; Άμα βάλεις πλυντήριο, θα αλλάξεις;>>, <<Με αυτό θα κυκλοφορώ; Κι αν χρειαστεί να σηκωθώ το βράδυ, να με δουν τα παιδιά;>>, <<Κορίτσια έχουμε, δεν πειράζει... Άστο λίγες μέρες... Σπάνια φοράς τέτοια>> της ζήτησε και άρχισε να χαϊδεύει τις καμπύλες της. <<Για πες... Τι λέγαμε; Εσύ ας πούμε τον άντρα τον θες διεκδικητικό;>> ρώτησε λάγνα και πέρασε τις παλάμες του πάνω από το στήθος της. <<Ε... Όσο γίνεται>>, <<Και ζηλιάρη;>> επέμεινε κατεβάζοντας τις ράντες της. <<Έλα μωρέ Λάμπρο.... Κλείδωσε τουλάχιστον>> έκανε ντροπαλά, μα εκείνος την έριξε με δύναμη στο κρεβάτι. <<Τι να κάνουμε; Δεν θέλω να κοιτάει άλλος τη γυναίκα μου. Κακό είναι; Από πιτσιρικάς που ήμουν, ήθελα να την έχω μόνο δική μου>>. Κατέβηκε στο στήθος και ακούμπησε τη γλώσσα του, πάνω της, κάνοντας την να τιναχτεί. <<Κλείδωσε, να χαρείς...>> τραύλισε εκείνη τρέμοντας κι ο άντρας πετάχτηκε όρθιος και τράβηξε με δύναμη το σύρτη. Ύστερα έπεσε ξανά πάνω της με δύναμη. <<Εντάξει; Τώρα μπορώ να...>>, <<Ε τώρα ναι. Ζηλιάρη...>> απάντησε, πειράζοντας τον κι εκείνος τράβηξε με δύναμη το νυχτικό.

-----------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1948

Η Ελένη καθόταν σε μία πέτρα, πλάι στη ρεματιά, τρίβοντας τα χέρια της για να ζεσταθούν. Όταν τον είδε να κατεβαίνει, βιαστικά το μονοπάτι, σηκώθηκε και πήγε κοντά του, αγκαλιάζοντας τον από το λαιμό. Ο νεαρός δεν ανταποκρίθηκε και έμεινε εκεί παγωμένος. <<Γιατί βρε αγάπη μου; Δεν τα είπαμε; Έπρεπε να έρθουμε εδώ; Έχει ψώφο! Θα ξαναρρωστήσεις!>> τον μάλωσε τρυφερά και απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του. Ο νεαρός την κοιτούσε ψυχρά. <<Τι έπαθες;>> ρώτησε ντροπαλά η Ελένη. <<Πότε περίμενες να μου πεις ότι παντρολογιέσαι με το Λεωνίδα;>> έκανε θυμωμένα και η Ελένη παρατήρησε το χείλος του που έτρεμε από ταραχή. <<ΤΙ; ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ; Τι κουβέντες είναι αυτές;>>, <<Πες μου τώρα ότι δεν το ήξερες πως σου έχει στείλει προξενιό. Εκτός αν υπάρχει κι άλλη Ελένη Σταμίρη στο χωριό!>>. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. <<Ένα προξενιό μου έστειλε και... Δεν ρώτησα ΚΑΝ ποιος είναι! Είπα αμέσως ΟΧΙ>>, <<Α μπα; Σοβαρά; Κι εκείνος γιατί μου είπε πως δεν έχεις απαντήσει ακόμα και μάλλον το σκέφτεσαι;>>, <<ΤΙ; ΟΧΙ ΛΑΜΠΡΟ ΜΟΥ, ΟΧΙ! Η ΡΙΖΩ ΤΑ ΛΕΕΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΜΕ ΠΕΙΣΕΙ. ΕΓΩ ΔΕΝ...>>. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και έπεσε στην αγκαλιά του, κλαίγοντας με λυγμούς. Ο Λάμπρος ταράχθηκε και ακούμπησε τα χέρια του, στη μέση της. <<Δεν είναι αλήθεια! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ!>> μουρμούριζε μέσα σε αναφιλητά. Η ψυχή του μαλάκωσε και άρχισε να χαϊδεύει την μέση της. <<Έλα... Έλα, σταμάτα να κλαις... Μια κουβέντα είπα, εντάξει...>> έκανε μετανιωμένα, μα το κορίτσι δεν σταματούσε να κλαίει και να τον σφίγγει πάνω στο στέρνο της. Ο Λάμπρος ξεφύσηξε. <<Έλα καρδιά μου, ντάξει... Σε πιστεύω. Μα μην κλαις τώρα, νιώθω άσχημα>> της είπε τρυφερά και την απομάκρυνε από την αγκαλιά του. Της έδωσε το χέρι του για να κάτσει και εκείνη βολεύτηκε στα γόνατα του. Τα μάτια της έτρεχαν ακόμα. Εκείνος σκούπισε τα δάκρυα της με τα δάχτυλα του. <<Έλα, με συγχωρείς μα... Μα να με συναντά και να μου λέει πως περιμένει αν θα πεις το ναι για να παντρευτείτε; Μου ανέβηκε πάλι ο πυρετός από τη σύγχυση!>> της δικαιολογήθηκε δειλά. Το κορίτσι φίλησε το μέτωπο του απαλά. <<Δεν θα έλεγα ποτέ ναι σε κανέναν άλλον στον κόσμο...>>, <<Ναι μα αν ο πατέρας σου...>>. Η Ελένη έσφιξε τα χέρια της, γύρω από τον αυχένα του. <<Προτιμώ να φύγω και να μην τον ξαναδώ ποτέ, παρά να με δώσει σε άλλον άντρα. Ένας μόνο υπάρχει για μένα>>. Ο Λάμπρος χαμογέλασε ντροπαλά. <<Συγνώμη που αμφέβαλλα και σε έκανα να κλαις... Ξέρω πόσο με αγαπάς. Με θύμωσε αυτό που άκουσα...>>, <<Δεν πειράζει καρδιά μου. Εγώ φταίω που δεν πήγα να τον βρω, μα μου έμεινε μυαλό με τον αρρώστια σου;>> απάντησε κεφάτα και ακούμπησε τα χείλη της, στα δικά του.

Ο Γιώργης στεκόταν στην πλατεία του χωριού, όταν είδε την Ελένη να έρχεται από μακριά. <<Πού ήσουν εσύ;>> τη ρώτησε με περιέργεια. <<Ε; Μέχρι την Παρασκευούλα είχα πάει, να δω αν χρειαζόταν τίποτα. Μπήκε στο μήνα της>> εξήγησε η Λενιώ κι ο άντρας έγνεψε θετικά. Η Δέσπω τους πλησίασε και κοίταξε το κορίτσι συνωμοτικά. <<Καλησπέρα σας>>, <<Καλησπέρα Δέσπω>> είπε εύθυμα ο Γιώργης. <<Αν δεν χρειάζεσαι την Λενιώ, να την πάρω μισή ωρίτσα να με βοηθήσει; Φτιάχνω μια πίτα για το Βασίλη μου και η προκομμένη η Ρίζω πάει στην Παρασκευή, για να την εξετάσει>> ζήτησε η μαμή. <<Τι ρωτάς κυρά μου; Φυσικά και να έρθει. Άντε Λενιώ, κι άμα τελειώσεις, πήγαινε σπίτι>> πέταξε ο Σταμίρης και τις άφησε μόνες. Η Ελένη την ακολούθησε κεφάτα μέχρι εκεί. <<Το αλεύρι πού είναι;>> ρώτησε, βγάζοντας το παλτό της.  <<Άσε το αλεύρι, έτσι το είπα. Για άλλο λόγο σε φώναξα>>, <<Τι λόγο;>> έκανε με περιέργεια το κορίτσι. <<Ε να... Έμαθα δεν ακούς κουβέντα για το Λεωνίδα και...>>, <<Α όχι κυρά-Δέσπω, να χαρείς! Όχι κι εσύ! Είπα δεν θέλω, έληξε το θέμα!>> ξεκαθάρισε η Ελένη απότομα, όταν η πόρτα χτύπησε και η γυναίκα άνοιξε, αγνοώντας τη. <<Καλησπέρα κυρά-Δέσπω. Μου είπε ο πατέρας μου ότι...>> άρχισε να λέει ο Λάμπρος, μα βλέποντας τη Λενιώ, πάγωσε. <<Καλησπέρα>> έκανε αμήχανα και η γυναίκα τον χτύπησε στην πλάτη. <<Καλά είσαι λεβέντη;>>, <<Ναι... Καλύτερα. Τι με θέλατε;>> ρώτησε αγχωμένα. <<Θα σου πω κι εσένα. Λοιπόν Ελένη, επιμένω. Θα γνωρίσεις το παλικάρι. Βρε είναι χρυσό παιδί!>> την παρακάλεσε η Δέσπω κι ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι με ειρωνεία. <<Δεν θα το ξανασυζητήσουμε. ΔΕΝ ΤΟΝ ΘΕΛΩ! Θα βρω μοναχή μου την τύχη μου>>, <<Πώς θα την βρεις; Οι σερνικοί ντρέπονται να πλησιάσουν μάτια μου. Σε χωριό είμαστε. Δεν είμαστε στην Αθήνα, να τριγυρνάνε τα κορίτσια με τους αγαπητικούς! Πες κι εσύ βρε παλικάρι μου, σαν νέος που είσαι!>> έκανε η Δέσπω, κοιτάζοντας το Λάμπρο. <<Ε; Ε ναι, δεν είναι εύκολο μα αν... Αν δεν της αρέσει κυρά-Δέσπω, μην την πιέζετε. Ε Λενιώ;>> απάντησε, όσο πιο τυπικά γινόταν. <<Εσένα όμως, θα σε πιέσω! Έκανες τη τύχη σου Λάμπρο μου. Σε ζητάει νύφη ΤΕΦΑΡΙΚΙ!>>, <<Ε; Ποια με ζητάει;>> ρώτησε με περιέργεια ο Λάμπρος και η Ελένη τον κοίταξε παγωμένα. <<Μια νύφη, ότι πρέπει να σένα. Σε έχει ερωτευτεί, σαν σε είδε στη Λάρισα κι έβαλε λυτούς και δεμένους να μάθει ποιος είσαι. Πλούσια και πεντάμορφη>>, <<Πού με είδε; Κυρά-Δέσπω, ούτε εγώ ενδιαφέρομαι. Έχω τις σπουδές μου, έχω να πάω φαντάρος...>>, <<Βρε ποιες σπουδές; Θα δεχτεί ότι της πεις και θα σε χρυσώσει! Έχει τόσα λεφτά που ως και σχολείο δικό σου, μπορεί να σου ανοίξει>>. Η Ελένη ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρη και πάλευε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. <<Δεν ενδιαφέρομαι. Πες της ευχαριστώ, μα δεν θέλω να παντρευτώ με προξενιό>> έκανε με σιγουριά. <<Και λες όχι χωρίς να τη δεις καν; Μπορεί να σου αρέσει>>, <<Δε νομίζω. Με θες κάτι άλλο; Πρέπει να παώ σπίτι. Έχω διάβασμα>>, <<Δεν μας τα λες καλά. Μπα κι έχεις αγαπητικιά;>> ρώτησε πονηρά η Δέσπω, μα ο Λάμπρος δε σάλεψε. <<Δεν έχω αγαπητικιά. Να φύγω τώρα;>>. Η γυναίκα τον κοίταξε αυστηρά. <<Μια τελευταία ερώτηση και μετά>>, <<Πες μου>>, <<Πόσο καιρό τραβολογάς το κορίτσι;>> ρώτησε, αλλάζοντας το ύφος της, και ο Λάμπρος την κοίταξε σοκαρισμένος. <<Ε;>>, <<ΛΕΩ πόσο καιρό τραβολογάς την Ελένη>>. Η Λενιώ σωριάστηκε σε μία καρέκλα τρέμοντας. <<Πού... Ποιος σου είπε ότι εγώ και η Ελένη....>>, <<Ψέματα είναι;>>, <<Εμείς... Είμαστε φίλοι από παιδιά και ίσως να παρεξηγήθηκε...>>. Η Δέσπω κούνησε ειρωνικά το κεφάλι της. <<Βρε ας τα φούμαρα και τις δικαιολογίες. ΕΛΕΝΗ ΓΙΑ ΜΙΛΑ! Που κατάπιες τη γλώσσα σου!>>. Το κορίτσι χαμήλωσε το βλέμμα ντροπιασμένα. <<Τι να πω;>>, <<Πόσο καιρό είναι αυτή η ιστορία;>>. Εκείνη δεν σάλεψε, μα πήρε βαθιά ανάσα. <<Τον Ιούνιο είναι δυο χρόνια...>> τραύλισε λυπημένα και η Δέσπω έκατσε απέναντι της. <<Ο Χριστός κι ο δούλος. Δηλαδή τυχεροί είστε ή κρύβεστε πολύ καλά. Κάτσε κάτω εσύ, που βιάζεσαι να φύγεις!>> φώναξε στον Λάμπρο και ο νεαρός υπάκουσε ντροπιασμένα. <<Πού το έμαθες;>> ρώτησε δειλά η Ελένη. <<Σας είδε η Ρίζω, μα μη φοβάσαι. Δεν θα ανοίξει το στόμα της. Άμα πω κάτι εγώ, για εκείνη είναι νόμος>>. Η Λενιώ έβαλε τα κλάματα με μιας. <<Έλα, σταμάτα τις κλάψες. Σιγανοπαπαδιά. Άκου Λάμπρο, το κορίτσι δεν έχει μάνα να στα πει, και έτσι και μάθει ο πατέρας της τα καθέκαστα, σε βλέπω μακαρίτη, να κάνεις παρέα στον άντρα μου. Για αυτό στα λέω εγώ. Προσέχετε τι κάνετε και πού πάτε. Τώρα σας έσωσα αλλά αν μαθευτεί πριν τον αρραβώνα, θα σας κρεμάσουν κουδούνια! Αυτό το κορίτσι θα την πληρώσει, όχι εσύ! ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ! Θες και σπουδές στην Αθήνα. Μην την εκθέσεις, θα την πάρεις την άλλη μέρα το πρωί, αλλιώς μαύρο φίδι που σε έφαγε. Κατάλαβες;>>. Ο Λάμπρος έγνεψε θετικά. <<Άντε μπράβο! Άκου δυο χρόνια! Ήταν που σε έκαιγαν μόνο τα βιβλία σου κι εσύ γάμπριζες! Και να προσέχεις τη Λενιώ. Τα μάτια μου θα είναι πάνω σου>>, <<Τη προσέχω κυρά-Δέσπω. Αλήθεια. Έχω... Έχω σοβαρό σκοπό>>, <<ΑΥΤΟ ΣΟΥ ΕΛΕΙΠΕ! Να περνάς την ώρα σου. Τράβα τώρα>>. Ο νεαρός σηκώθηκε μουδιασμένα. <<Γεια σας...>> ψέλλισε και έφυγε τρεκλίζοντας. Η Δέσπω κοίταξε την Ελένη ψυχρά. <<Τώρα που είμαστε οι δυο μας, σε σέβεται ο λεβέντης ή τα έχετε κάνει όλα;>>. Η κοπέλα σήκωσε τα μάτια της σοκαρισμένη. <<ΟΧΙ ΚΥΡΑ-ΔΕΣΠΩ! Όχι! Με σέβεται, δεν... ΑΛΗΘΕΙΑ, ΣΤΟ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ!>>, <<Πάψε. Σε πιστεύω. Αν δεν γίνει ο αρραβώνας, να τον δέσουμε, μη πας και κάνεις καμία κουταμάρα, ακούς; Η Ρίζω σας είδε ξαναμμένους. Δεν θέλει πολύ να γίνει το κακό>>, <<Ο Λάμπρος με σέβεται! Ποτέ δεν..>>, <<Καλά καλά. Ας μπει το στεφάνι και μετά ας σε γλεντάει όλη μέρα>> πέταξε η γυναίκα και η Ελένη κοκκίνισε. <<Μη λες τέτοια κυρά μου. Ντρέπομαι>>, <<Να σε πήρε ο καημός... Άντε σπίτι σου, μη σε ψάχνει ο Γιώργης και θα τα πούμε>> έκανε αναστενάζοντας και το κορίτσι σηκώθηκε. <<Κυρά-Δέσπω...>>, <<Τι ναι;>>, <<Νύφη πλούσια δεν υπάρχει, ε; Έτσι το πες...>>. Εκείνη της έριξε μια αυστηρή ματιά. <<Μωρή αυτό σε καίει;>>, <<Ε ντάξει... Δεν είναι και λίγο>>, <<Κοιμήσου ήσυχη. Δεν τον κορτάρουν το λεβέντη σου ζάμπλουτες>>.

-----------------------------------------------

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1976

Η Κατερίνα μπήκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στο σπίτι της και έγνεψε στο Σέργιο να την ακολουθήσει. <<Πήγαινε στην κάμαρη μου κι έρχομαι>> ψιθύρισε κι ο νεαρός έγνεψε θετικά και έφυγε από την αντίθετη κατεύθυνση. Η Κατερίνα πέρασε από το δωμάτιο των γονιών της. <<Μαμά... Ήρθα>> είπε χαμηλόφωνα, μα η Παγώνα μουρμούρησε και γύρισε πλευρό. Όταν βεβαιώθηκε οτι κοιμόντουσαν, πήγε στο δωμάτιο της και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο Σέργιος καθόταν στο κρεβάτι με τα πόδια σταυρωμένα. Το κορίτσι έβγαλε τα σανδάλια της και έκατσε απέναντι του. <<Σε έσωσα Μπέμπα. Κουβέντα μην πεις>> πέταξε κεφάτα ο νεαρός. <<Πώς το κατάλαβες ότι δεν ήθελα να πάω μαζί του;>>, <<Δεν σας είδα πως μιλάγατε; Δεν είδα το βλέμμα σου;>>, <<Απ΄αυτό το κατάλαβες;>> ρώτησε δύσπιστα. Έμεινε για λίγο σιωπηλός και πήρε ανάσα. <<Ωραία. Μου το πε η Ευτυχία. Μη τα βάλεις μαζί της. Την έπιασα από το λαιμό γιατί καταλάβαινα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ή θα μου έλεγε ή θα έμενε ο Σαράφης χωρίς κληρονόμο για το γραφείο>>. Η Κατερίνα έβαλε τα γέλια και κλείστηκε στην αγκαλιά του, ακουμπώντας το κεφάλι της στο στέρνο του. <<Με έσωσες όντως, το ξέρεις;>>, <<Μπέμπα, είσαι ηλίθια. ΗΛΙΘΙΑ! Τι δουλειά είχες μωρέ να φύγεις με αυτόν τον γελοίο αφού δεν τον ήθελες; Με το ζόρι σε πήρε; Δεν λες πάλι καλά που μου έκοψε και σας πήρα στο κατόπι...>>. Το κορίτσι ανασηκώθηκε και ακούμπησε την πλάτη της, στο στήθος του. Εκείνος της χάιδεψε τον ώμο. <<Δεν είναι κακό παιδί ο Σάκης. Εγώ φταίω...>>, <<Μη με εκνευρίζεις. Εσύ τι φταις; Έπρεπε ντε και καλά να του κάνεις τα γούστα; Α να χαθεί, ο κρετίνος...>>. Η κοπέλα τον κοίταξε στα μάτια. Η ματιά της, τον ζάλισε γλυκά. <<Γιατί τον βρίζεις συνέχεια; Μόνο εσύ τον αντιπαθείς>>, <<Κι η μάνα σου!>>, <<Ναι, καλά. Από την πρώτη στιγμή που τον είδες, τον έχεις στη μπούκα>>, <<Γιατί; Εκείνος με συμπαθούσε;>> ρώτησε αδιάφορα ο Σέργιος. <<Όχι, μα εκείνος είχε λόγο. Σε ζήλευε>>, <<Τι με έκανε;>>, <<Σε ζήλευε. Επειδή είμαστε κοντά... Κι επειδή...>>, <<Κι επειδή;>>, <<Έλεγε πως με ήθελες και ζήλευες τη σχέση μας>> παραδέχθηκε ντροπαλά και χαμήλωσε το βλέμμα λυπημένα. <<Πες του χαιρετίσματα, πως εγώ ότι θέλω, το παίρνω. Έτσι έχω μάθει. Οπότε να κοιτάει τα χάλια του, που θα τον ζηλέψει ένας Σέργιος Σεβαστός>>.  Η Κατερίνα γέλασε ειρωνικά. <<Σωστά. Τι να ζηλέψεις εσύ από εκείνον...>>. Ο Σέργιος είδε την απογοήτευση στο πρόσωπο της και ανακάθισε. <<Στεναχώρηθηκες που τα σπάσατε;>>, <<Μπα... Μάλλον δεν ένιωθα και τίποτα ιδιαίτερο για εκείνον>> παραδέχθηκε θλιμμένα. Εκείνος σήκωσε το πηγούνι της με το δάχτυλο του. <<Τότε γιατί έχεις μούτρα; Όσο γυρνάγαμε μια χαρά ήσουν>>. Η Κατερίνα τραβήχτηκε. <<Τίποτα. Κουρασμένη είμαι. Δεν φεύγεις σιγά-σιγά;>>. <<Αυτό είναι;>> ρώτησε ψυχρά. <<Τι θες να ακούσεις ρε Σέργιο; Ε;>> πέταξε θυμωμένα και πετάχτηκε από την αγκαλιά του. Άνοιξε βιαστικά το παράθυρο και του έγνεψε να σηκωθεί από το κρεβάτι. <<Μην πας από την πόρτα, θα ξυπνήσει η μάνα μου. Άντε, ώρα καλή κι ευχαριστώ για το σώσιμο>> πέταξε νευρικά κι ο νεαρός τιναχτηκε και της έριξε μια παγωμένη ματιά. Το βλέμμα του πέταγε φωτιές. Έπειτα έκλεισε το παράθυρο και πήγε ένα βήμα πιο κοντά της. <<Εσύ τι θες να ακούσεις ρε Μπέμπα; Ότι τον ζήλευα; Ότι σε ήθελα δική μου κι αυτός σε πήρε από μένα; Αυτά θες να ακούσεις;>>, <<Σου ζήτησα εγώ κάτι τέτοιο;>>, <<Το ζητάς με τα μάτια. Δεν χρειάζεται να μου το πεις εμένα. Εγώ σε ξέρω, ο Σάκης δεν σε ήξερε μάλλον>> μουρμούρησε με αλαζονεία. <<Σέργιε, τράβα σπίτι σου. Έλα μην αρχίσουμε τα μαλώματα και σηκωθεί ο πατέρας μου>> έκανε αδιάφορα και πήγε να κάτσει στο κρεβάτι, μα ο Σέργιος την άρπαξε από το μπράτσο και τη σταμάτησε. <<Σας πήρα από πίσω γιατί έτσι και σε άγγιιζε, θα τον σκότωνα. Εκείνον έσωσα, όχι εσένα>> παραδέχτηκε ξεφυσώντας. Η Κατερίνα χαμογέλασε αχνά και πλησίασε κοντά στα χείλη του. <<Μπράβο... Και τώρα τι θες; Ε; Τι θες Σέργιε;>>. Η ερώτηση της ήταν προκλητική. Πλησίασε όσο πιο κοντά του γινόταν. Ήθελε να νιώσει το φιλί του απαλό πάνω στο δερμα της, μα εκείνος τη φίλησε ορμητικά, κόβοντας της, την ανάσα. Η Κατερίνα τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και σηκώθηκε στις μύτες. Οι γλώσσες τους είχαν γίνει ένα και ο Σέργιος χάιδευε λαίμαργα το κορμί της. Με τον Σάκη είχε ανταλλάξει πολλά και παθιασμένα φιλιά, μα εκείνο τη ζάλιζε σε σημείο να προσπαθεί να μην λιποθυμήσει στην αγκαλιά του. Εκείνος έσπρωξε το σώμα της προς το κρεβάτι και πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά της. Το απότομα τράβηγμα του, σαν να την ξύπνησε από λήθαργο. <<Διώξε με Μπεμπά. Πες μου να φύγω γιατί αν κάτσω, δεν υπάρχει επιστροφή>> ψέλλισε λάγνα. Εκείνη του χαμογέλασε πλατιά και έβγαλε την μπλούζα της μπροστά στα μάτια του. <<Μαζί σου, δεν θέλω να υπάρχει επιστροφή>> παραδέχθηκε και άνοιξε το κούμπωμα από το στηθόδεσμο της που έπεσε στο πάτωμα. Ο Σέργιος έμεινε να την κοιτάζει για μια στιγμή σοκαρισμένος, μα δεν άργησε να επανέλθει στην πραγματικότητα και όρμησε πάνω της, καλύπτοντας το σώμα της, με το δικό του. Η Κατερίνα έριξε πίσω το κεφάλι της και αναστέναζε βαριά ενώ εκείνος κατέβασε με δύναμη τη φούστα της, μαζί με το εσώρουχο και τα άφησε να πέσουν στο πάτωμα. Έσερνε τα χείλη του, κατά μήκος του κορμιού της και κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά. Όταν τον ένιωσε ανάμεσα στα πόδια της, βόγγηξε δυνατά κι ο Σέργιος σταμάτησε απότομα. <<Θα σε ακούσουν μανάρι μου, συγκρατήσου>> πέταξε πονηρά και χύμηξε ξανά στην καμπύλη της. Η μικρή του εμπειρία, τον έκανε να γνωρίζει πότε έπρεπε να σταματήσει και λίγο πριν την κορύφωση της, σκαρφάλωσε ξανά στο κορμί της και έσπρωξε μαλακά το σωμα του μέσα στο δικό της. Ο πόνος ήταν οξύς και έντονος. <<Σέργιε...>> ψέλλισε η κοπέλα, με ένα μορφασμό τρόμου στο βλέμμα. Εκείνος τραβήχτηκε, μα μπήκε ξανά με περισσότερη ορμή και άγγιξε το στήθος της, για να την κάνει να ηρεμήσει πιο γρήγορα. <<Εγώ μόνο πρέπει να σε αγγίζω. Μόνο εγώ>> ψιθύρισε στο αυτί της κι εκείνη χαμογέλασε με ικανοποίηση, ενώ αισθανόταν ένα έντονο τσούξιμο από την τριβή μεταξύ τους. <<Μόνο εσύ έπρεπε. Μη σταματάς>> του απάντησε κι εκείνος έβαλε ακόμα περισσότερη δύναμη και σήκωσε τα πόδια της πιο ψηλά.

Η Ελένη φόρεσε στην Βιολέτα, ένα τζιν φορεματάκι και της έκανε νόημα να κάτσει στο κρεβάτι της για να της δέσει τα παπούτσια. <<Άντε Σταμίρη, άντε μια ώρα!>> έκανε ο Κωνσταντής που στεκόταν πίσω της. <<Σσσσ! Θα ξυπνήσεις το Λάμπρο! Λοιπόν, θα αφήσεις και την Βαλεντίνη στο σπίτι σου. Θα την πάρει η Ασημίνα μαζί της στη Λάρισα>>, <<Τι; Θα ξαναγυρίσω σπίτι μου;>> διαμαρτυρήθηκε ο Κωνσταντής. <<Ναι γιατί; Τι θα πάθεις; Με κούρσα είσαι, δεν είσαι με τα πόδια>>. Σήκωσε την Βιολέτα στην αγκαλιά της και την έδωσε στον Κωνσταντή. <<Φρόνιμα και να ακούς το νονό, εντάξει;>>, <<Ναι μαμά>> έκανε υπάκουσα το παιδί. <<Η Βαλεντίνη είναι στην αυλή. Άντε, ώρα καλή και προσέχετε>>. Ο άντρας άφησε κάτω τη μικρή. <<Άντε στην κούρσα να βρεις την Ανετούλα>> της είπε και το κοριτσάκι έφυγε τρέχοντας. <<Να σου πω κουμπάρα, ο ξάδελφος πώς και κοιμάται ακόμα;>> ρώτησε πονηρά. Η Ελένη του χαμογέλασε. <<Ήταν κουρασμένος χτες, πλαγιάσαμε κι αργά...>>, <<Α ρε Σταμίρη, άρχοντα τον έχεις το δάσκαλο! Από αυτόν πήρε ο ανιψιός του. Πριν λίγο γύρισε. Ποιος ξέρει πού ξενοκοιμήθηκε. Είδες; Απ' τα 17 μπήκε στα κόλπα>>, <<Τώρα γύρισε;>>, <<Αμέ. Τον κατσάδιασε η μάνα του, έλεγε και η δικιά μου από δίπλα αλλά τον χάρηκα. Θα τον βάλω κάτω μόνο, να του πω να προσέχει το απ' αυτό του, μην έχουμε κανένα εγγόνι νέοι άνθρωποι! Άντε, πάω εγώ>> πέταξε κι έκανε να φύγει, μα σταμάτησε. <<Είδες ε; Σας αφήνω τα δυο σας. Να κάνετε παιχνιδάκια>>, <<Βρε άντε από κει! Σαχλέ. Τα παιδιά πρόσεχε και άσε τα πολλά λόγια>> τον μάλωσε νευρικά κι ο Κωνσταντής της έστειλε ένα φιλί φεύγοντας. Η Ελένη έστρωσε τη ρόμπα της και μπήκε ξανά στην κάμαρη που κοιμόταν ο Λάμπρος γαλήνια. <<Καλά που δεν μπήκαν μέσα οι μικρές γιατί δεν ντύπηκε από χτες το βράδυ>> σκέφτηκε βλέποντας τα ρούχα του στο πάτωμα και χαχάνισε νευρικά. Ξάπλωσε δίπλα του και άφησε ένα φιλί στον αυχένα του απαλά. <<Ξύπνα μάτια μου, 09:30 έχει πάει η ώρα...>> του είπε ήρεμα και συνέχισε να φιλάει το λαιμό του. Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. <<Καλημέρα. Με πήρε ο ύπνος, ε; Εμ δεν μου μίλησες κι εσύ. Ήμουν και κουρασμένος...>> της είπε πονηρά. <<Εγώ Σεβαστέ, δεν ήμουν κουρασμένη; Αλλά είχα να σηκωθώ, να ετοιμάσω τα παιδιά, να τους κάνω να φάνε...>>. Ο Λάμπρος ανασηκώθηκε. <<Τι να τα ετοιμάσεις; Σάββατο είναι, πού θα πάνε;>>, <<Η Ευγενία στην Αργυρώ. Τις μικρές τις πήρε ο Κωνσταντής και...>>. Ο δάσκαλος την κοίταξε ενθουσιασμένος. <<Δεν είναι μέσα τα παιδιά;>>, <<Όχι... Άντε σήκω, να κάνω πρωινό και για μας. Δεν έφαγα, σε περίμενα>> είπε και πήγε να σηκωθεί, μα εκείνος την τράβηξε πίσω. <<Κάτσε κορίτσι μου. Κατσε ένα λεπτό. Θα φάμε και πρωινό. Πόσα πρωινά λείπουν τα παιδάκια μας, ε; Φοράς ακόμα και το νυχτικό...>>, <<Λάμπρο να χαρείς! Δεν πρόκειται να το ξαναβάλω, στο λέω. Έχεις ξεσηκωθεί από χτες!>>. Έπιασε το πρόσωπο της και τη φίλησε παθιασμένα. <<Κακό είναι; Ήθελες να έχω ερωμένες; Εγώ μόνο εσένα θέλω. Μη με κακοκαρδίζεις...>> της είπε τρυφερά και άνοιξε την ρόμπα της, κατεβάζοντας τα χείλη του στη γραμμή από το στήθος της. Η πόρτα χτύπησε δυνατά να τους διέκοψε και ο Λάμπρος ξεφύσηξε εκνευρισμένα. <<Ο Φανούρης θα είναι. Διώξτον και έλα πίσω>> έκανε συνωμοτικά και η Ελένη σηκώθηκε βαριεστημένα.

Ο Σέργιος στεκόταν στην πόρτα κεφάτος. <<Καλημέρα>>, <<Τι κάνεις καλέ εδώ τέτοια ώρα; Εσύ δεν ξυπνάς αν δεν πάει 12:00>> έκανε με περιέργεια η Ελένη και ο νεαρός μπήκε μέσα και έκατσε στην τραπεζαρία. <<Δεν έχω κοιμηθεί. Κερνάς καφέ;>>, <<Να κεράσω... Δεν σε κατσάδιασε η μάνα σου που άργησες;>>, <<Α στα πρόλαβε ο μπάρμπας. Μεγάλη κουτσομπόλα. Ναι πήγα, με κατσάδιασε, μαλώσαμε αλλά μετά είδα τον Κωνσταντή να φεύγει και θυμήθηκα ότι θα ήσουν μόνη σου, οπότε λέω, δεν πάω μια βόλτα; Καφέ θα πιούμε ή να πάω μέσα να πλαγιάσω;>>. Ο Λάμπρος βγήκε από το δωμάτιο, ακούγοντας τη φωνή του ανιψιού του. <<Σέργιε;>>, <<Φτου! Εδώ είσαι θείε;>> έκανε λυπημένα. <<Καλά μη χαίρεσαι τόσο που με βλέπεις. Τι έπαθες;>>. Ο Σέργιος σηκώθηκε. <<Άσε... Θα περάσω άλλη ώρα>> πέταξε, μα η Ελένη τον έπιασε από το μπράτσο. <<Κάτσε καλέ που θα φύγεις! Κάτσε και θέλω να μάθω!>>, <<Ε άλλη ώρα...>>. Ο Λάμπρος τον κοίταξε θυμωμένα. <<Περισσότερο εμπιστεύεσαι τη θεία σου από μένα;>>, <<Όχι αλλά η θεία σε αυτά τα θέματα... Ε είναι πιο ανοιχτόμυαλη>>, <<ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΑΝΟΙΧΤΟΜΥΑΛΟΣ; Η θεία σου καταρχάς είναι και γυναίκα, δεν τη ντρέπεσαι;>>, <<Πιο πολύ ντρέπομαι εσένα. Τέλος πάντων, ας κάτσω αλλά φρόντισε να αρχίσεις τις συμβουλές>> τον προειδοποίησε ο νεαρός. <<Καλά σου λέει. Άσε, θα μιλάω εγώ!>> πέταξε η Ελένη στον άντρα της και έβαλε να ψήσει καφέ.

Ο Σέργιος ήπιε μια ρουφηξιά. <<Κατάλαβες; Ήθελε να τη γλεντήσει ο λιμοκοντόρος!>>. Ο Λάμπρος τον κοίταζε σοκαρισμένος. <<Δεν είμαστε καλά! Και εκείνη γιατί πήγε; Α όχι, καλά έκανες Σέργιε!>>, <<Δεν έκανα καλά;>>, <<Φυσικά! Πιέστηκε το κορίτσι, είπε ναι... Δεν ξέρεις τι θα γινόταν. Μπορεί αυτός ο Σάκης να την πίεζε για να πάρει αυτό που ήθελε. Τέλος πάντων. Και; Την πήγες σπίτι της μετά;>> ρώτησε με περιέργεια ο δάσκαλος. <<Ε; Ε ναι! Πήγα κι εγώ για να την ηρεμήσω>>, <<Μπράβο, μπράβο. Καλά έκανες>>. Η Ελένη τον κοίταξε πονηρά. <<Και αυτά ας πούμε, δεν ήθελες να τα πεις μπροστά στο θείο σου γιατί θα σου έλεγε ότι έπρεπε να την αφήσεις να την κανονίσει ο Σάκης;>>, <<Ε;>>, <<Για πες και τα υπόλοιπα. Γιατί κάτι λείπει από την ιστορία...>> είπε η Ελένη χαμογελώντας. <<Στο σπίτι που πήγαμε... Ε ας πούμε το Σάκη δεν τον ήθελε αλλά με μένα, δεν είπε και όχι...>>. Ο Λάμπρος ανακάθισε, κοιτώντας τον παγωμένα. <<Δηλαδή... Αυτό που κατάλαβα και...>>, <<Ναι ναι, αυτό που κατάλαβες. Το πρόσεξες τουλάχιστον το κορίτσι ή δεν θα θέλει να σε ξαναδεί;>> πέταξε η Ελένη, διακόπτοντας τον. <<Ε όχι και δεν θέλει. Εγώ ήθελα να φύγω κι εκείνη με παρακάλαγε. Για αυτό τα άκουσα από τη μάνα μου αλλά χαλάλι>>, <<Κοίτα μην αρχίσεις να λες από δω κι από κει για σας. Να είσαι μετρημένος και σοβαρός. Η Κατερινούλα είναι δικό μας παιδί. Και γενικά να προσέχεις γιατί...>> είπε σοβαρά ο δάσκαλος. <<Να, για αυτό δεν σε ήθελα! Λες κι ακούω τον πατέρα μου!>> τον διέκοψε ο Σέργιος. <<Έλα, καλά κάνει και τα λέει. Να τα έχεις στο μυαλό σου. Φρόντισε να βουίξει ο κάμπος ότι τραβιέστε. Τέλος πάντων, τι να σου κάνω να φας; Θα είσαι πτώμα μετά από...>>, <<ΒΡΕ ΕΛΕΝΗ!>> έκανε ο Λάμπρος. <<Από το ξενύχτι θα έλεγα!>>, <<Μπράβο ρε θεία, όλα τα σκέφτεσαι. Ξέρεις τι τρώω, κάνε ότι θες>>. Η γυναίκα σηκώθηκε βαριεστημένα. <<Λενιώ μου...>> πέταξε ο Λάμπρος. <<Τι είναι;>>, <<Τι θα του μαγειρεύσεις του παιδιού;>>, <<Μια ομελέτα θα κάνω, με τίποτα λουκάνικα και...>>, <<Α μπράβο. Δεν την κάνεις μεγάλη, να φάω κι εγώ; Πείνασα κομμάτι>> είπε τρυφερά κι εκείνη έγνεψε θετικά. Ο Σέργιος σκούντισε το θείο του. <<Πτώμα κι εσύ; Κομμένο σε βλέπω>>, <<Σα δε ντρέπεσαι. Για μαζέψου! Και πρόσεχε το κορίτσι, ε; Κι εγώ έχω κατανόηση, και στο σόι μας όσο να πεις είμαστε.. ας πούμε ερωτικοί άντρες αλλά... μετρημένα πράγματα. Μη το εκθέσεις. Εσύ θα την πληρώσεις μετά. Δεν σε προετοιμάζουμε τσάμπα για το πανεπιστήμιο. Αντί για φοιτητική ζωή στην Αθήνα, σε βλέπω στα χωράφια με τα καπνά>>, <<Πάψε μωρέ θείε! Προσέχω>>, <<Α μπράβο>> έκανε ο Λάμπρος και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. <<Να σου πω... Ευχαριστημένη η Κατερινούλα;>> ρώτησε συνωμοτικά. <<Ρε θείε, εσύ είσαι χειρότερος. Τι με ρωτάς;>>, <<Ε φαίνεται βρε παιδί μου στη γυναίκα. Τέλος πάντων. Μη μου λες>>. Ο Σέργιος έγνεψε θετικά. <<Α ρε θείε. Δεν έκανες κι ένα γιο, να καμαρώνεις για τις κατακτήσεις του. Με τα θηλυκά δεν είναι το ίδιο, να το ξέρεις. Δεν θα σκέφτεσαι έτσι>>. Ο Λάμπρος ανακάθισε. <<Σε μένα το λες; Έχουν το μπαμπά τους οι τσούπρες. Δεν έχουν ανάγκη γαμπρούς. Μη με αγχώνεις. Μικρές είναι ακόμα, παίζουν με τις κούκλες τους. Άμα μεγαλώσουν, έχει ο Θεός...>>. 

-----------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1982

Η Ελένη περπατούσε στο χωριό, με κατεύθυνση προς το καφενείο, όταν συνάντησε τη Φιλίτσα που της χαμογέλασε πλατιά. <<Γεια σας κυρία Ελένη>>, <<Γεια σου κι εσένα. Πού πας βρε;>>, <<Στην Κατερίνα, να με κουρέψει, μα είναι κλειστό το μαγαζί...>> έκανε λυπημένα. <<Α κλειστό... Θα μου πεις, είναι εδώ ο λεγάμενος...>> μουρμούρησε η Λενιώ. <<Τι είπατε;>>, <<Τίποτα κορίτσι μου. Ε πας, αύριο>>, <<Κυρία Ελένη, να σας ζητήσω μια χάρη;>> έκανε παρακαλετά. <<Τι είναι Φιλιώ;>>, <<Αφήστε τη Βαλεντίνη να έρθει το απόγευμα στην Παναγιώτα! Θα μαζευτούμε όλοι>>. Η Ελένη την κοίταξε με περιέργεια. <<Ε ας έρθει. Γιατί μου το λες;>>, <<Μα νόμιζα... Μου είπε ότι δεν την αφήνετε εσείς και είναι τιμωρία>> απάντησε παραξενευμένη. <<Τιμωρία; Άλλο και τούτο... Τέλος πάντων Φιλιώ μου, θα της το πω. Από εμένα, δεν υπάρχει θέμα>> έκανε νευρικά και συνέχισε το δρόμο της.

Η Βαλεντίνη καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και χάζευε στην τηλεόραση, όταν μπήκε μέσα η Ελένη κρατώντας μερικά ψώνια. <<Ήρθες κι όλας;>> ρώτησε αδιάφορα. <<Η μικρή;>>, <<Ταίζει την πουλάδα της. Δεν την είδες;>>. Η Λενιώ πήγε στην τηλεόραση και την έκλεισε από το κουμπί. <<ΜΩΡΕ ΜΑΜΑ! Έβλεπα το Αυλές και  Ρετιρέ!>> διαμαρτυρήθηκε θυμωμένα αλλά η Ελένη έκατσε δίπλα της. <<Για πες μου κι εμένα γιατί σε έβαλα τιμωρία να ξέρω>> έκανε ειρωνικά. <<Ωχ. Συνάντησες τη Φιλίτσα;>>, <<Τη συνάντησα. τι έγινε Βαλεντίνη; Γιατί τόσες μέρες κάτι συμβαίνει και δεν μου λες. Περιμένω να ακούσω>>. Το κορίτσι ανακάθισε. <<Τίποτα. Δεν έχω όρεξη να πάω. Να βάλω το πρόγραμμα τώρα;>>, <<Με δουλεύεις; Δεν έχεις όρεξη να πας να βρεις την παρέα σου; Εσύ πετάς τη σκούφια σου για τέτοια>>. Η Βαλεντίνη χαμήλωσε το βλέμμα λυπημένα. <<Τι είναι κόρη μου; Εμείς τα λέμε όλα. Ποιος σε πείραξε;>> έκανε τρυφερά η Ελένη. <<Δεν θέλω να δω το Νέστορα. Ευχαριστήθηκες;>>, <<Όχι, δεν ευχαριστήθηκα. Γιατί δεν θες να τον δεις; Τι σου έκανε;>>, <<Τίποτα. Πες ότι μαλώσαμε...>>, <<Όπως μάλωσες μαζί μου και σε έβαλα τιμωρία; Βαλεντίνη μίλα! Με το τσιγκέλι θα στα βγάζω;>>. Εκείνη έγνεψε νευρικά. <<Μου είπε... Μου είπε πως με βλέπει διαφορετικά πια. Όχι σα φίλη του...>>, <<Σαν κοπέλα δηλαδή>>, <<Ε ναι>>, <<Κι εσύ;>> ρώτησε με περιέργεια η Ελένη. <<Δεν το έχω σκεφτεί, μα δεν θέλω να τον δω. Νιώθω άβολα. Αυτό. Για αυτό δεν πάω, επειδή θα είναι εκεί>>. Η Ελένη τη φίλησε στο μέτωπο. <<Βαλεντίνη, πρώτα απ' όλα, είστε φίλοι. Έχετε μεγαλώσει μαζί. Δεν του αξίζει τέτοια συμπεριφορά. Αν δεν νιώθεις τίποτα ή δεν ξέρεις αν νιώθεις ή χρειάζεσαι χρόνο, πρέπει να του το πεις. Είσαι ευθύς άνθρωπος, δε μασάς τα λόγια σου. Τι σε έπιασε τώρα;>>. Το κορίτσι έμεινε μουτρωμένο. <<Ε τι να σου πω. Με έφερε σε δύσκολη θέση. Έπρεπε να το είχαμε συζητήσει!>>, <<Τι να είχατε συζητήσει παιδί μου; Να σε ρώταγε αν θες να σου πει ότι είναι ερωτευμένος; Έλα τώρα... Σε έχω για ξύπνια>>. Η Βαλεντίνη σηκώθηκε και έκατσε στα γόνατα της. <<Ωραία. Πες εσύ τι να κάνω>>, <<Να πας και να μιλήσεις μαζί του. Μη σκεφτείς τίποτα όμως. Ότι σου βγει εκείνη την ώρα. Και μετά να δεις, θα νιώσεις κι εσύ καλύτερα που το έβγαλες από μέσα σου. Τι νόημα έχει να μένεις κλεισμένη εδώ μέσα και να προσπαθείς να τον αποφύγεις; Σε χωριό μένουμε>> απάντησε τρυφερά και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της.

Η Βαλεντίνη περπατούσε προς το σπίτι της Παναγιώτας, όταν συνάντησε το Νέστορα σε ένα στενό, να περπατάει μοναχός του. <<Γεια σου Βαλεντίνη>> είπε λυπημένα και το κορίτσι τον πλησίασε. <<Γεια σου. Όλα καλά;>>. Ο νεαρός έγνεψε θετικά. <<Στην Παναγιώτα πας;>>, <<Ναι, εκεί πήγαινα, μα δεν ήξερα πως θα ήσουν κι εκεί>> της απάντησε με ειλκρίνεια ο Νέστορας. <<Ήταν να μην έρθω, μα τελικά...>>, <<Καλώς. Πήγαινε τότε και εγώ θα γυρίσω σπίτι μου>> έκανε θλιμμένα και πήγε να φύγει, μα η Βαλεντίνη τον έπιασε από το μπράτσο. <<Γιατί;>>, <<Μη σε κάνω να νιώθεις άσχημα... Πήγαινε εσύ στις φιλενάδες σου. Εμένα δεν με πειράζει>>. Η Βαλεντίνη χαμογέλασε αχνά. <<Συγνώμη...>>, <<Γιατί συγνώμη; Δεν ήσουν και υποχρεωμένη ναι...>>, <<Για τη συμπεριφορά μου. Σε αποφεύγω μέρες τώρα>>. Ο Νέστορας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. <<Εγώ φταίω.. Ήρθα μέσα στο σπίτι σου, σε φίλησα... Δεν έπρεπε να φερθώ παρορμητικά. Τέλος πάντων. Καλά να περάσετε>> πέταξε και πήγε να φύγει ξανά. Η Βαλεντίνη ξεφύσηξε. <<Τα νεύρα θες να μου σπάσεις;>> ρώτησε απότομα, αλλάζοντας ύφος στο πρόσωπο της. <<Ε;>>, <<Ωραία, σου ζήτησα συγνώμη! Τι άλλο θες; Με ξέρεις να ζητάω συχνά συγνώμες;>> επέμεινε στο ίδιο ύφος. <<Εγώ θα την πληρώσω πάλι;>>, <<Δεν ξέρω... Ένιωσα άβολα αλλά μου ήρθε ξαφνικό. Άρα; Εγώ έχω δίκιο!>>. Ο Νέστορας την κοίταξε με περιέργεια. <<Δεν είσαι και πολύ με τα καλά σου, ε;>>. Η Βαλεντίνη τον πλησίασε. <<Όχι, δεν είμαι. Ούτε ξέρω τι θέλω, ούτε τι νιώθω... Ούτε αν μου άρεσε το φιλί ξέρω>> παραδέχθηκε λυπημένα. Ο Νέστορας την κοίταξε δυναμικά. <<Δεν ξέρεις>>. Η κοπέλα έγνεψε αρνητικά. <<Ε να το ξανακάνω τότε>> είπε θαραλλέα και έπιασε με τα χέρια του το πρόσωπο της, φιλώντας τη ξανά. Αυτή τη φορά, η Βαλεντίνη ανταποκρίθηκε και τον άφησε να ρουφήξει μαλακά τα χείλη της, μέχρι που τραβήχθηκε ήρεμα. <<Θα μας δει κανείς!>> τον μάλωσε, γελώντας. <<Ναι... Δεν θα φύγεις τρέχοντας, ε;>> ρώτησε δειλά. <<Με βλέπεις να τρέχω;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Μπα, εδώ είσαι ακόμα. Τώρα σου άρεσε δηλαδή;>>. Το κορίτσι γέλασε νευρικά. <<Ωραία ήταν αλλά μην παίρνεις θάρρος. Μετρημένα πράγματα>>. Τον έπιασε από το μπράτσο και δαγκώθηκε ντροπαλά. <<Άντε, πάμε στην Παναγιώτα τώρα γιατί θα περιμένουν>>. Ο Νέστορας την κοίταξε λυπημένα. <<Δεν θες να είσαι το κορίτσι μου δηλαδή;>>. Η Βαλεντίνη σηκώθηκε στις μύτες και τον φίλησε πεταχτά. <<Πάντα είμαι το κορίτσι σου>> απάντησε και ο Νέστορας της χαμογέλασε πλατιά. <<Σωστα>> αρκέστηκε να πει.

Η Ελένη βγήκε από την κάμαρη της, κρατώντας τη Βιολέτα από τους ώμους, που χασμουρήθηκε αγουροξυπνημένα. <<Αντε, φίλα τον πατέρα σου και στο κρεβάτι σου. Και στο πα ότι θα σε πάρει ο ύπνος!>> τη μάλωσε γλυκά. Ο Λάμπρος έσκυψε και την έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του. <<Καληνύχτα Λουλούδι μου>> της είπε και το κοριτσάκι ένεψε θετικά και πήγε προς την κάμαρη της. <<Βρε Ελένη, γιατί δεν με φώναζες να την πάω στο κρεβάτι της κοιμισμένη; Δεν έπρεπε να την ξυπνήσεις>>, <<Γιατί δεν είναι μωρό κι εσύ δεν είσαι 30 χρονών. Θα σου πέσει η μέση και θα έχουμε άλλα!>> απάντησε νευρικά. Ο Λάμπρος άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε κοντά του. Εκείνη έκατσε στα γόνατα του και τον φίλησε απαλά. <<Ούτε το κορίτσι μου κάνει να παίρνω αγκαλιά;>>, <<Καθιστός δεν πειράζει>> του απάντησε παιχνιδιάρικα και τον ρούφηξε ξανά με περισσότερο πάθος. Ύστερα ακούμπησε το μέτωπο της, στο δικό του. <<Είμαι πάντα το κορίτσι σου;>>, <<Πάντα. Το Λενιώ μου που το λατρεύω από τότε που ήταν πιο μικρό κι από το Λουλουδάκι μας>>. Τη φίλησε πάλι κι εκίνη χάιδεψε το μάγουλο του, όταν η Βαλεντίνη μπήκε σπίτι και κούνησε το κεφάλι της με απελπισία. <<Ενοχλώ; Να φύγω;>> πέταξε κεφάτα. Η Ελένη της έριξε μια αυστηρή ματιά. <<Βαλεντινάκι μου, ήρθες μοναχή σου μες το βράδυ; Γιατί δεν μου τηλεφώνησες παιδί μου;>>, <<Με εφερε ο Νέστορας μπαμπουνάκο μου. Μην σε ξεσηκώνω. Είχατε και τα ρομάτζα σας...>>. Η Ελένη σηκώθηκε απότομα. <<Τη γλώσσα θα σου κόψω. Έπρεπε να έχεις τίποτα γονείς σαν της Ελευθερίας που η πιο ευτυχισμένη στιγμή στο γάμο τους, ήταν όταν ο Παπανδρέου έβγαλε το συναινετικό διαζύγιο>>, <<Ναι δύο ακραίες περιπτώσεις έχει το Διαφάνι: τον Τάσο και την Ρένα που έβγαλαν το πρώτο συναινετικό σε όλο το νομό κι εσένα με το μπαμπά, που σας κρατάμε ακόμα το φανάρι>> έκανε γελώντας και ο Λάμπρος σηκώθηκε και τη φίλησε στο κεφάλι. <<Άμα σου κόψει τη γλώσσα η μάνα σου, δεν θα φταίω. Τέτοια της λες και τη φουντώνεις>> την πείραξε ο Λάμπρος. <<Εσύ γιατί δεν φουντώνεις ποτέ μπαμπουνάκο μου;>>, <<Εγώ; Α εγώ είμαι πολύ ερωτευμένος με τη μαμά, το παραδέχομαι. Δεν με πειράζουν τα χωρατά>> απάντησε κεφάτα και πήγε προς το δωμάτιο. <<Τέτοια να τους λες, να έχουν το σχόλιο στο στόμα. Μπαμπουνάκο της>> πέταξε η Ελένη. Έμειναν μόνες και η γυναίκα την πλησίασε χαμογελώντας πονηρά. <<Όλα καλά;>>, <<Ναι...>> έκανε αδιάφορα η Βαλεντίνη. <<Δεν θα μου πεις;>>. Εκείνη άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της. <<Όχι. Πάω για ύπνο>> απάντησε εύθυμα. <<Μάλιστα. Εσύ δεν μου λες τι έγινε με το λεγάμενο, η άλλη έχει λεγάμενο και δεν το παραδέχεται... Ωραία πάμε. Γραμμένη την έχετε τη μάνα σας>> πέταξε δήθεν πικραμένα η Λενιώ. <<Θα βρεις τρόπο να μάθεις εσύ, δεν σε φοβάμαι>> είπε και μπήκε στην κάμαρη της.

Continue Reading

You'll Also Like

455K 25.3K 64
«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου α...
59.1K 367 22
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
937K 70.5K 56
-Ρε γαμωτο ακουσε με ... -Δεν εχω να ακουσω τιποτα! ..ειπες ή δεν ειπες ψεματα; -Ειπα αλλα δεν το ειπα για κακο.. -Μπορεις να φυγεις μακρυα μου ;.. ...
534 57 33
Η Άννα παρατάει την Δικηγορια, ο Δημήτρης είναι αρχιεισαγγελεας Πειραιά και αρχηγός της Μαφίας και ο έρωτας τους.