ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

926 25 20
                                    

Η Ελένη βγήκε από το δωμάτιο, φορώντας μία πράσινη κλαρωτή φούστα και μία φαρδιά άσπρη πουκαμίσα. Τα κατσαρά μαλλιά της, ήταν πιασμένα σε μία πλαϊνή κοτσίδα και φορούσε το δεύτερο σκουλαρίκι της, που κρεμόταν μακρύ ως τον ώμο. Η Ευγενία και η Βιολέτα, χάζευαν στη τηλεόραση, μα η μικρή την κοίταξε μουτρωμένα. <<Λοιπόν, έχει μακαρόνια με κιμά από το μεσημέρι αν πεινάτε και ο μπαμπάς έφερε και το παγωτό που θέλατε. Αα σας πήρε και εκείνη την αηδία, τη μαύρη που σας αρέσει με τις μπουρμπουλήθρες>>, <<Coca cola τη λένε>> απάντησε νευρικά η Βιολέτα. <<Αυτό>>. Η Βαλεντίνη βγήκε χαμογελαστή από το δωμάτιο. <<Ήσυχες, δεν θέλω καβγάδες, δείτε τηλεόραση, κάντε ότι θέλετε και από το σπίτι δεν θα φύγει καμία για να τα έχουμε καλά. Κι εμείς δεν θα αργήσουμε>>, <<Άντε καλέ, σιγά. Να πάτε και να περάσετε καλά. Χρόνια πολλά στην κυρία Ειρήνη πες>> της είπε κεφάτα η Βαλεντίνη και η Ελένη την κοίταξε στραβά. Η μικρή σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος της, γεμάτη νεύρα. <<Τι θα γίνει Βιολέτα; Θα συνεχιστούν τα μούτρα; Μια φορά είπαμε να βγούμε με τον πατέρα σας γιατί μας κάλεσε ο Μιχάλης για τα γενέθλια της Ρήνας, που στη τελική είναι και κουμπάροι μας, και από το μεσημέρι σε βλέπω να τρώγεσαι με τα ρούχα σου>>, <<Γιατί δεν με άφησες να πάω να μείνω στην Ανέτ;>>, <<Καμιά δουλειά δεν είχες να πας στη θεία και το σπίτι δεν είναι ξενοδοχείο. Να πηγαινοέρχεστε>>, <<ΤΟΤΕ ΠΑΡΤΕ ΜΑΣ ΜΑΖΙ>>. Η Βαλεντίνη την σκούντησε θυμωμένα. <<Θα σταματήσεις επιτέλους; Νιάνιαρο! Τι θα έκανες μωρέ μαζί τους; Θα γκρίνιαζες πως νυστάζεις και θα φεύγανε άρον-άρον. Μαμά μην την ακούς>>. Η Λενιώ της έριξε ένα βλέμμα περιέργειας. <<Εσύ κόρη μου, πώς και δεν μας έφαγες να έρθεις μαζί; Για κάτι τέτοια, πετάς τη σκούφια σου. Έχει και όργανα το μαγαζί που θα πάμε>>, <<Χριστός και Παναγία καλέ, τι δουλειά έχω; Να πάτε και να περάσετε καλά. Δεν είμαστε δα και μωρά. Την έννοια μας θα έχετε;>>. Ο Λάμπρος βγήκε από το δωμάτιο, στρώνοντας τη γραβάτα του. <<Λενιώ μου, είσαι έτοιμη; Αργήσαμε>>. Η Βαλεντίνη τον αγκάλιασε τρυφερά. <<Κούκλος είσαι μπαμπουνάκο μου. Γαμπρός σκέτος>>. Εκείνος τη φίλησε στο μάγουλο. <<Ε όχι και γαμπρός. Μην υπερβάλλουμε. Κοριτσάκια μου εντάξει; Φρόνιμες να είστε. Λουλουδάκι μου, γιατί είσαι μουτρωμένο;>>, <<ΕΛΑ ΚΑΛΕ, ΦΑΓΩΘΗΚΑΤΕ ΜΕ ΤΗ ΒΙΟΛΕΤΑ. Άντε, θα περιμένει ο κύριος Μιχάλης. Είναι πολύ τυπικός>> τους υπενθύμισε. <<Ευγενία το νου σου>> είπε η Ελένη πριν βγει από το σπίτι. Ο Λάμπρος τις φίλησε και τις τρεις και ακολούθησε. <<ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!>> έκανε η Βαλεντίνη κι έκατσε σε μία καρέκλα. <<Ορίστε, τι κατάλαβες; Θα κάτσουμε μόνες μας όλο το βράδυ>> της είπε η μικρή νευρικά. <<Θα κάτσετε. Εγώ περιμένω τον Νέστορα. Θα πάμε στο σπίτι ενός φίλου του, εδώ δίπλα, στο Πλατύκαμπο. Θα ψήσει στα κάρβουνα>>. Οι αδελφές της, την κοίταξα σοκαρισμένες. <<Τρελή είσαι; Μην τολμήσεις>> την προειδοποίησε η Ευγενία. <<Δεν θα αργήσω. Ως τις 12:00 θα είμαι πίσω. Η μαμά και ο μπαμπάς δεν πρόκειται να έρθουν πριν τις 02:00>>, <<Η μαμά δεν μας αφήνει τόσο μόνες μας. Αν έρθουν, τι θα τους πούμε;>>, <<Καλά λέει η μικρή, κάτσε εδώ που κάθεσαι>>, <<Σιγά μη χάσω την ευκαιρία. Αν έρθουν, θα ξαπλώσετε και θα κάνετε τις κοιμισμένες>>, <<Και δεν θα μπει η μαμά στη κάμαρη. Και δεν θα δει το κρεβάτι σου άδειο>> είπε ειρωνικά η Ευγενία. <<Εσείς δεν θα εκτεθείτε όμως. Θα πείτε κοιμόμασταν κι έφυγε κρυφά. Άσε που δεν θα χρειαστεί, θα έχω έρθει>>. Η Βιολέτα ξεφύσηξε. <<Αν σε πιάσει η μαμά...>>, <<Δεν θα με πιάσει και σταμάτα τη γκρίνια. Μια φορά κι εγώ, να πάω σε ένα κάλεσμα. Που δεν μας αφήνουν να κάνουμε ρούπι χωρίς να πάρουμε δέκα άδειες από τον καθένα. Και τώρα που μείναμε μόνες μας, πότε έχετε σκοπό να μιλήσουμε στο μπαμπά; Πολύ το αργούμε>>. Η Ευγενία σηκώθηκε και πήγε προς την κουζίνα. <<Εγώ διαφωνώ. Και στους δύο πρέπει να το πείτε κι εμένα ξεχάστε με. Ο μπαμπάς με έχει στη μπούκα λόγω Κώστα και θα την πληρώσετε εσείς>>, <<Αν ο μπαμπάς πει το ναι, θα την πιάσει στα Λενιώ μου, Λενιώ μου και θα είναι πιο εύκολο. Ξέρω τι σας λέω>> της απάντησε η Βαλεντίνη. Στο παράθυρο της κάμαρης, ακούστηκαν πετραδάκια να χτυπούν το τζάμι. <<Χαλάζι ρίχνει;>> ρώτησε με απορία η Ευγενία. <<Ο Νέστορας έιναι. Άντε καλό βράδυ και φρόνιμες. Δεν θέλω καβγάδες>> είπε ειρωνικά και έβαλε τα γέλια. <<ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ!>>, <<Δεν θα αργήσω, μη σκάτε>>.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα