Αλισάχνη

Bởi VickyMis

2.8K 242 637

Γιατί οι άνθρωποι ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή του άλλου. Ή έναν θάνατο για τη ζωή του άλ... Xem Thêm

Αλισάχνη
Aesthetics
Υπόλοιποι χαρακτήρες
Πρόλογος
Κεφάλαιο 1: Μελαχρινό με τρέλανες με τη γλυκιά ματιά σου
Κεφάλαιο 2: Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι....
Κεφάλαιο 3:Στη κούπα μου παλιό κρασί κι εσύ καινούργιος πόνος
Κεφάλαιο 4: Μίλησέ μου, μίλησέ μου δυο λογάκια χάρισέ μου
Κεφάλαιο 6: Το σκάκι
Κεφάλαιο 7: Έχουμε πόλεμο χαρακωμάτων και όλα είναι θεμιτά
Κεφάλαιο 8: Τι δροσερό που κάνει ο τρόμος ξαφνικά το μέτωπό μου

Κεφάλαιο 5: Ποιος είδε τέτοιο πόλεμο

179 20 103
Bởi VickyMis

Ποιος είδε τέτοιο πόλεμο,
να πολεμούν τα μάτια,
δίχως μαχαίρια και σπαθιά
να γίνονται κομμάτια.

Ο Χιούγκο αδυμονούσε να έρθει η στιγμή που θα χρειαζόταν τη βοήθεια της για τα έγγραφα του. Ένα πρωί βέβαια που χρειαζόταν τη συνδρομή της, δείλιασε να της το αναφέρει όταν την είδε να βγαίνει από το δωμάτιό της με το πράσινο, αέρινο φουστάνι της. Η σύντομη αυστηρή ματιά της δεν του επέτρεψε να αρθρώσει περαιτέρω κουβέντες. Έμεινε μόνο μπροστά από τη πόρτα του ξενώνα του, να παρατηρεί τον ποδόγυρο της φούστας της να κυματίζει ανέμελα γύρω από τις γάμπες της. Ήταν ξεκάθαρα μαγεμένος με την εικόνα της, απ' τη πρώτη στιγμή που την είδε. Το μυαλό της τον συνάρπαζε εξίσου και ίσως να επιδίωκε να την ερωτευτεί αν δεν ήταν η στάση της τόσο παγερή. Θα επέτρεπε στον εαυτό του να αποτινάξει τον ρόλο του σκληρού Γκεσταπίτη και θα την αγκάλιαζε με όλη τη θερμή του αρρενωπότητα. Όμως δεν μπορούσε να την αναγκάσει να δει κάτω από το επαγγελματικό του προσωπείο και δεν είχε και ο ίδιος την απαίτηση για κάτι τέτοιο από εκείνη.

Από την άλλη, η Μαρίνα από την τελευταία φορά που είχαν ανταμώσει, ίσως να τον είχε παρατηρήσει περισσότερη ώρα απ' όσο ήταν επιτρεπτό. Για πρώτη φορά παρατήρησε πως ήταν πολύ ψηλός, περισσότερο απ' το φυσιολογικό και πως οι φαρδιές του πλάτες διαγράφονταν κάτω από τη μουντή στολή του. Το μοναδικό φωτεινό στοιχείο επάνω του ήταν τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του που ξεχώριζαν στον σβέρκο του ανάμεσα από τον γιακά του χιτώνιου του και του καπέλου του. Πρέπει να αγαπούσε πολύ αυτό το καπέλο γιατί σπάνια το αποχωριζόταν. Παρατήρησε η Μαρίνα, αποτραβώντας τη ματιά της πριν γίνει αντιληπτή από τον Υψηλόβαθμο Γερμανό.
Ύστερα καμώθηκε την αδιάφορη με ευκολία και τράβηξε γραμμή για τη σκάλα, θέλοντας να αποφύγει την οπτική επαφή. Αυτό ήταν που της δημιούργησε ένα ερωτηματικό μέσα της. Πάντα επιδίωκε να κοιτά τους ανθρώπους στα μάτια, ακόμα κι όταν υπήρχε ο κίνδυνος του άγνωστου, τη πρώτη φορά που γνωρίστηκαν τον είχε κοιτάξει στα ίσα. Αναρωτιόταν τι μπορεί να δημιουργούσε αυτή την ασυνείδητη πράξη και κατέληγε πως απλά ήταν η αδιαφορία της για τον νεαρό Λοχαγό, εφόσον δεν αποτελούσε πια άγνωστο για εκείνη.

Πολλές σκέψεις γυρνοβολούσαν στο μυαλό της καθώς κατηφόριζε προς το Κέντρο της κωμόπολης για να συναντήσει τον Θάνο. Αυτή η νέα και σχεδόν καθημερινή συνήθεια δεν της ήταν όσο δυσάρεστη περίμενε, αν και ήδη όσοι τους βλέπαν μαζί είχαν αρχίσει να δημιουργούν φήμες πως σύντομα τα παιδιά θα φορούσαν στεφάνι, ακόμα και υπό τον ζυγό των Γερμανών. Όμως η Μαρίνα είχε πάψει πια να αισθάνεται έλξη για τον νεαρό γιο του Δημάρχου, παρά μόνο έτρεφε μια συμπάθεια κι αυτή όχι στο έπακρο, καθώς σε όλες τις συναντήσεις τους ο Θάνος δεν μιλούσε για τίποτα άλλο, παρά μόνο για τον εαυτό του και για φήμες του χωριού. Αυτή η φαινομενικά ανυπόφορη συντροφιά, βοηθούσε τη Μαρίνα να ξεφύγει λίγο από τη καθημερινότητα της, ειδικά τη στιγμή που οι συναντήσεις της με την Αλίκη είχαν μειωθεί και ο Κώστας είχε χαθεί από προσώπου γης. Είχε ρωτήσει κάμποσες φορές για εκείνον μα κανένας δεν γνώριζε, απλά υπέθεταν πως τον περιτριγύριζε κάποια εποχική γρίπη.

"Μαρίνα!" Το άκουσμα του ονόματος της από μια γυναικεία ψηλή φωνή την έκανε να διακόψει τη πορεία της και στράφηκε για να αντικρίσει τη πηγή της. Σύντομα η ματιά της συναντήθηκε με αυτή της Νεφέλης που ερχόταν κοντά της τρέχοντας από ένα σοκάκι στα αριστερά της. Η Μαρίνα χαμογέλασε και άνοιξε το βήμα για να συναντήσει στα μισά της διαδρομής την καλύτερη της φίλη.

"Ερχόμουν σπίτι σου να σε βρω! Αλλά με πρόλαβες!" Αναφώνησε λαχανιασμένη, κρατώντας τα χέρια της φίλης της. Τα μάτια της Νεφέλης έλαμπαν από έξαψη, φαινόταν πως κάτι ήθελε να μοιραστεί με την Μαρίνα και από τον γοργό ρυθμό ομιλίας της.

"Ευτυχώς που σε πέτυχα, γιατί στο σπίτι θα συναντούσες τον Χερ Χίτλερ." Στο άκουσμα του μικρού τους αστείου η Νεφέλη χαμογέλασε. Είχαν συμφωνήσει να αποκαλούν έτσι, όλους τους Γερμανούς. "Κατέβαινα τώρα να συναντήσω τον Θάνο." Είπε και άνοιξε το βήμα για να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Ένα πονηρό μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της Νεφέλης, καθώς γνωρίζε το παρελθόν των νέων και συνομωτικά σκούντησε τη φίλη της.

"Βλέπω εσείς οι δύο το πηγαίνετε σοβαρά!" Την πείραξε, μα η Μαρίνα γέλασε, σηκώνοντας το βλέμμα στον ουρανό.

"Όχι κι εσύ! Σε αυτό το χωριό δεν μπορούν ένας άντρας και μια γυναίκα να είναι φίλοι;" Ρώτησε, μα δεν θέλησε να επεκταθεί περισσότερο στο συγκεκριμένο θέμα γιατί δεν είχε να αναφέρει κάτι παραπάνω. "Ήθελες να έρθεις σπίτι απλά για επίσκεψη ή γιατί έχεις κάτι να μου πεις;" Ρώτησε η Μαρίνα κοιτώντας μια τη φίλη της και μια τον ανώμαλο δρόμο μπροστά της.

"Βασικά και τα δύο." Μίλησε η ξανθιά κοπέλα ακολουθώντας τη σοβαρή διάθεση της φίλης της. "Αλλά κυρίως γιατί έχω δύο πράγματα να σου πω. Παραδόξως και τα δύο θετικά." Η Μαρίνα περίμενε να ακούσει, μα η Νεφέλη στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε παραπονιάρικα. "Αλλά αν συνέβαινε κάτι σοβαρό με τον Θάνο θα μου το έλεγες έτσι; Δεν θα λάμβανα απλά το προσκλητήριο γάμου μια ωραία πρωία." Η Μαρίνα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο της και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

"Θεέ μου, ναι φυσικά! Πες μου τώρα και μη με σκας!" Έκανε η μελαχρινή κοπέλα ευχάριστα, προσπερνώντας μια κοπέλα στην ηλικία τους που μόλις κατάλαβε ποιες είναι βιάστηκε να τις αποφύγει. Οι δύο τους δεν έδωσαν σημασία στο συμβάν, είχαν συνηθίσει να μην τους μιλούν τα κορίτσια της ηλικίας τους, στην Νεφέλη ειδικά όταν ήταν με την Μαρίνα. Δεν την ένοιαζε καθόλου, εξάλλου δεν τις εμπιστευόταν κι ούτε την ενδιέφερε η ζωή που εκείνες ήθελαν να ακολουθήσουν. Επιζητούσε μια ζωή ρομαντική και περιπετειώδης κι έναν έρωτα σαν αυτόν της μητέρας και του πατέρα της κι ίσως αυτό να το είχε βρει, μα δεν ήθελε να είναι και σίγουρη από τόσο νωρίς. Ήθελε να χαρεί τα νιάτα της και να γευτεί όλες τις χαρές του έρωτα. Ήξερε πως και η Μαρίνα κυνηγούσε το ασυμβίβαστο και στο μυαλό της την είχε ταυτίσει με τις ρομαντικές ηρωίδες που διάβαζε στα βιβλία.

"Θα ξεκινήσω από το βασικότερο." Έκανε μια εισαγωγή η Νεφέλη προσεγγίζοντας περισσότερο τη φίλη της και ρίχνοντας κλέφτες ματιές τριγύρω. "Ο αδερφός μου τα κατάφερε." Είπε μονάχα και η Μαρίνα ανασήκωσε τα φρύδια εντυπωσιασμένη. Μέσα σε μερικές μέρες η οικογένεια Καραγιάννη είχε βρεθεί με έναν Αυστραλό στο υπόγειο της και μερικές μέρες αργότερα, ο ίδιος στρατιώτης ταξίδευε για ένα ασφαλές μέρος.

"Πώς;" Ρώτησε η Μαρίνα σιγανά, πιάνοντας αγκαζε τη φίλη της ώστε να μιλάνε εμπιστευτικά ευκολότερα η μία στην άλλη.

"Οι γονείς μου έφυγαν για την Αθήνα. Έβγαλε ταυτότητα και πήγε σαν μέλος της οικογένειας μαζί." Η τελευταία της πρόταση ήταν ένας ψίθυρος που και η ίδια η Μαρίνα με δυσκολία κατάφερε να ακούσει. "Με χαιρέτησε. Δεν κατάλαβα τι μου είπε ακριβώς, αλλά μου φίλησε το χέρι. Έπρεπε να σε είχα φωνάξει να μεταφράσεις." Πρόσθεσε με ένα μικρό χαμόγελο που αντανακλαστικά χαράχτηκε και στα χείλη της Μαρίνας. Τελικά όλα ήταν εφικτά. Ακόμα και κάτι τόσο ριψοκίνδυνο. "Άκου και το σημαντικότερο τώρα..." Ξαφνικά η Νεφέλη σοβάρεψε απότομα και σταμάτησε να προχωρά, τραβώντας την φίλη της μέσα σε ένα πιο στενό σοκάκι, ώστε να αυξήσει τη διαδρομή τους μέχρι να βγουν στον κεντρικό δρόμο. "Η μητέρα μου αποφάσισε κάτι. Μου είπε να στο πω επειδή σε εμπιστεύεται σαν να είσαι μέλος της οικογένειας, αλλά η απόφαση θα είναι δική σου για το τι θα κάνεις." Η Μαρίνα έδωσε την αμέριστη προσοχή της στην Νεφέλη και προτίμησε να σταματήσουν να περπατούν για λίγο, ώστε να κάτσουν αντικριστά και να έχουν και οι δύο σε εγρήγορση την περιφεριακή τους όραση. "Οι δικοί μου έμειναν Αθήνα και θα συνεχίσουν να μένουν, θα είναι η έδρα μας εκεί." Μίλησε σιγανά η Νεφέλη. Αν και ο τόνος της ήταν χαμηλός, τα γαλανά μάτια της εξέπεμπαν τον ενθουσιασμό που ένιωθε. "Φτιάξαμε μια οργάνωση οικογενειακή. Η μαμά στην Αθήνα βρήκε έναν πολύγραφο και μια άλλη συσκευή που επικοινωνείς με το Κάιρο! Εμένα με άφησαν εδώ και μου είπαν να μαζέψω όσους νέους θεωρώ έμπιστους. Εσύ φυσικά και είσαι η πρώτη." Είπε χαμογελώντας η Νεφέλη και η Μαρίνα συγκινημένη αγκάλιασε τη φίλη της εγκάρδια. Δεν χρειάστηκε να πει κάτι. Ήξερε ήδη το ρίσκο που έπαιρνε και δεν τη τρόμαζε. Αυτό που την τρόμαζε ήταν το τέρας που είχε σκεπάσει ολόκληρη την Ευρώπη και κάποιος, ακόμα και αυτή η μικρή, για πολλούς ασήμαντη ομάδα, μπορούσε να το πολεμήσει.
Τα δύο κορίτσια έμειναν αγκαλιασμένα για λίγα λεπτά κι όταν χώρισαν τα μάτια τους είχαν βουρκώσει από ελπίδα και συγκίνηση. Εκείνη την ώρα ένιωθαν και οι δυο ανίκητες.

"Θα το πεις του Κώστα;" Ρώτησε η Μαρίνα, σκουπίζοντας τα βλέφαρα της με τα ακροδάχτυλά της και η Νεφέλη ένευσε καταφατικά.

"Ναι και μάλιστα για τον Κώστα ήθελα να σου αναφέρω. Αλλά πριν απ' αυτό θεωρείς πως ο Θάνος είναι άξιος εμπιστοσύνης;" Η Μαρίνα δεν χρειάστηκε να σκεφτεί για πολύ. Μπορεί ο Θάνος να διατηρούσε τις συντηρητικές αντιλήψεις του χωριού τους και κοινωνικά να ήταν ανώριμος, όμως διέθετε ένα ιδιαίτερο μίσος για τους κατακτητές τους και θα τους πολεμούσε με πάθος, πόσο μάλλον για τον Χιούγκο Φολκνερ που είχε εγκατασταθεί στην γειτονιά του.

"Ναι, είναι δυνατός και θα μπορεί να μας βοηθήσει. Άσε που ξέρει να χειρίζεται και καραμπίνα." Είπε η Μαρίνα και οι δυο τους γέλασαν. "Σε μια από τις συναντήσεις μας δεν ξέχασε να το αναφέρει. Λέει μάλιστα πως τη δική τους τον έβαλε ο πατέρας του να την κρύψει και μόνο εκείνος ξέρει που είναι." Πρόσθεσε η Μαρίνα, πριν κάνει νόημα στη φίλη της να συνεχίσουν τον δρόμο τους.

"Να μάθει και στη μέλλουσα σύζυγό του να τη χρησιμοποιεί τότε!" Αναφώνησε η Νεφέλη, μόνο και μόνο για να δεχτεί μια ελαφριά αγκωνιά από τη Μαρίνα. Τα κορίτσια βγήκαν από τα σοκάκια στον κεντρικό και προχώρησαν την ευθεία προς το σπίτι των Καραγιάννηδων. Στη διαδρομή η Μαρίνα δεν λησμόνησε να αναφέρει τη συζήτηση που είχε με τον Χιούγκο και πως θα μπορούσε με τη βοήθεια που θα του προσφέρει να φανεί ακόμα πιο χρήσιμη στο σκοπό τους. Η Νεφέλη την άκουγε εκστατικά κι όταν ολοκλήρωσε, έστρεψε το βλέμμα μελαγχολικά προς τη θάλασσα, ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο, όμοιο με αυτό των αγνών ματιών της.

"Αχ, μονόπλευρος έρωτας και μάλιστα θα τον προδώσεις κιόλας! Θα ήταν πολύ ρομαντικό αν δεν ήταν αυτός που ήταν." Αναστέναξε και η Μαρίνα χαμογέλασε τρυφερά με την αφέλεια της φίλης της. Είχε απορρίψει το ότι ο Γερμανός μπορεί να έτρεφε ερωτικό ενδιαφέρον για εκείνη, απλά επιχειρούσε να κερδίσει τη συμπάθεια της για μια αρμονική συμβίωση πιθανώς.

"Παντού έρωτες βλέπεις." Τη πείραξε η Μαρίνα, ανασαίνοντας τις ανοιξιάτικες ευωδιές από πασχαλιά και γαρδένια που αναδύονταν από τους κήπους των συγχωριανών τους. Συνήθως θα αφηνόταν στην ευτυχία αυτής της μικρής στιγμής και θα της ήταν αρκετή η ανοιξιάτικη βόλτα με την καλύτερη της φίλη πλάι στη θάλασσα, όμως ο πόλεμος της είχε στερήσει αυτή την ικανότητα και την γαλήνη της την έβρισκε μόνο όταν ήταν πλάι στη θάλασσα με συντροφιά της τον ήχο των κυμάτων.

"Τους βλέπω όπου υπάρχουν." Τη διόρθωσε η φίλη της. "Και για τον Θάνο, σε πειράζω, δεν υπάρχει κάτι δυνατό μεταξύ σας. Όμως ο Γερμανός, για ποιον λόγο να επιμένει τόσο πολύ να σε γνωρίσει αν δεν τον έλκεις; Ελπίζω μόνο να μείνει μόνο στην επιθυμία και να μην σε ενοχλήσει." Συνέχισε η Νεφέλη και η Μαρίνα δεν μπορούσε να συμφωνήσει περισσότερο. Αν όντως η Νεφέλη είχε δίκιο ήλπιζε ο Φολκνερ να σεβόταν την επιθυμία της να μείνουν απλά δύο ξένοι που είχαν ανταλλάξει κάποιες λέξεις, αν όχι εχθροί. Πάντως η Μαρίνα δεν μπορούσε να πει πως τον μισούσε, αλλά ούτε πως της φαινόταν κι αδιάφορος.

Δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το συλλογισμό της, καθώς φάνηκε να πλησιάζει τις δύο κοπέλες ο Θάνος από απόσταση, ο οποίος φαινόταν αναψοκοκκινισμένος. Της Μαρίνας της φάνηκε αναμενόμενη η ξαφνική εμφάνιση του, η Νεφέλη όμως χαμογέλασε και κράτησε το αστείο που σκέφτηκε για τον εαυτό της. Μόλις ο ψηλός νεαρός αναγνώρισε τη Μαρίνα, άνοιξε το βήμα του ώστε να φτάσει κοντά του ταχύτερα.

"Μαρίνα για όνομα του Θεού. Που ήσουν; Άργησες." Τη μάλωσε ο νεαρός και τότε πρόσεξε πως δίπλα στην Μαρίνα στεκόταν η Νεφέλη. "Α, καλησπέρα Νεφέλη. Πώς είναι ο αδερφός σου; Εχω καιρό να τον δω." Είπε, έχοντας μαλακώσει τον τόνο του μιας και μιλούσε στην άλλη κοπέλα που δεν του είχε φταίξει σε τίποτα.

"Καλησπέρα Θάνο. Ο αδερφός μου είναι στην Αθήνα για κάποιες οικογενειακές υποχρεώσεις." Αποκρίθηκε η κοπέλα ευγενικά, ρίχνοντας μια κλέφτη μάτια στη Μαρίνα, που έδειχνε να μην αντιδρά σε αυτό που άκουγε. Το μυαλό της έτρεχε στο πώς θα οργάνωναν την ομάδα τους και που θα μπορούσαν να επέμβουν.

"Σε πειράζει να έρθει μαζί μας η Νεφέλη σήμερα;" Ρώτησε, μπαίνοντας ανάμεσα στη δική τους συζήτηση και ο νεαρός ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

"Είναι ευπρόσδεκτη πάντα στη παρέα μας." Είπε ο Θάνος αφήνοντας το βλέμμα του να ταξιδέψει ξεδιάντροπα στο πρόσωπο και το αδύνατο σώμα της Νεφέλης. Η Μαρίνα συλλογίστηκε πως κάποια πράγματα δεν θα αλλάζουν ποτέ. Έτσι τα τρία παιδιά συνέχισαν τον δρόμο τους, κυρίως με τον Θάνο να σχολιάζει και να ρωτά την Νεφέλη για κάποιες φήμες που είχε ακούσει να ψιθυρίζουν οι κουτσομπόλες του χωριού.

"Δε μου λες, μιας και εσύ είσαι η κατάλληλη να μου απαντήσεις." Ξεκίνησε να λέει, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες. "Γιατί η μητέρα του Κώστα τους εγκατέλειψε και πήγε στο χωριό της έτσι στα καλά καθούμενα;" Οι διάφοροι συλλογισμοί της Μαρίνας διακόπηκαν και απότομα στράφηκε να κοιτάξει την φίλη της, η οποία της ανταπέδωσε απολογητικά τη ματιά.

"Τι έκανε λέει;" Ρώτησε, σχεδόν διακόπτωντας τον Θάνο. "Πότε έγινε αυτό;" Η Νεφέλη πήγε να της δώσει την απάντηση που γύρευε, όμως την πρόφτασε ο μελαχρινός νεαρός.
"Μα καλά που ζεις; Έχει βουήξει ο τόπος." Αποκρίθηκε. "Δεν ξέρω πότε έγινε, αλλά το μάθαμε τις προάλλες από τους γείτονές τους. Είχαν σταματήσει να τη βλέπουν και νόμιζαν πως ήταν άρρωστη, όμως δεν μπόρεσαν για πολύ να το κρατήσουν μυστικό." Της αποκάλυψε ο Θάνος και η Μαρίνα ένιωσε άσχημα που δεν είχε εκπληρώσει τη σκέψη της να περάσει από το σπίτι τους να δει πως είναι ο φίλος της. "Γι' αυτό το μαγαζί το είχαν κλειστό. Ο φίλος σας το δουλεύει σήμερα χωρίς τον πατέρα του." Συνέχισε να δίνει πληροφορίες ο Θάνος, μόλις ολοκλήρωσε άφησε ένα κοφτό γελάκι. "Καλά, δε σου είπε τίποτα η φίλη σου; Τι λέγατε τόση ώρα που σε περίμενα;" Οι δύο κοπέλες στράφηκαν και κοίταξαν η μία την άλλη. Η Νεφέλη κοιτούσε συνοφριωμένη την άλλη κοπέλα, θεωρώντας πως είχε θυμώσει, όμως κάθε άλλο, η Μαρίνα πίστευε πως η Νεφέλη είχε πράξει σωστά, λέγοντας της πρώτα για την οργάνωση, όσο ήταν μονές και δεν υπήρχε κίνδυνος να τις ακούσει κάποιος. Εξάλλου, πλέον τα νέα του Κώστα τα ήξερε όλο το χωριό, θα ήταν κοροϊδία να τις τα ψιθυρίσει στο αυτί και αυτά. "Για τον Γερμανό λέγατε; Σε ενόχλησε ξανά;" Ο Θάνος προφανώς και είχε αρκετή όρεξη για κουβέντα και φυσικά η φιλοπερίεργη φύση του ζητούσε μια απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα που έθεσε στη Μαρίνα.

"Όχι, Θάνο, μου έδινε μια συνταγή της μητέρας της για κουλουράκια. Δεν έχεις φάει καλύτερα." Απάντησε με φυσικότητα η Μαρίνα, έχοντας πια συνηθίσει την αδιακρισία των συγχωριανών της. Η Νεφέλη χαμήλωσε το βλέμμα για να μη φανεί το χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στα χείλη της από την απάντηση της φίλης της. Ο Θάνος δέχτηκε την απάντηση, με ένα νεύμα του κεφαλιού του αλλά με δυσκολία. Δεν ήθελε να την πιέσει παραπάνω γιατί ήξερε πως δεν θα έπαιρνε την απάντηση που επιθυμούσε και εξάλλου είχαν ήδη φτάσει στη μικρή πλατεία του χωριού, όπου βρισκόταν το καφενείο του πατέρα του Κώστα.

Η ζωή είχε αρχίσει να κυλά με τους κανονικούς της ρυθμούς. Ήταν μεσημέρι, λίγο πριν από την ώρα του φαγητού και κάποιοι ηλικιωμένοι είχαν συγκεντρωθεί σε ένα γωνιακό τραπέζι κοντά στην πόρτα του μαγαζιού και σε ασφαλή απόσταση από τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν επιλέξει τα τραπέζια που βρίσκονταν στην απέναντι μεριά του δρόμου, πλάι στη θάλασσα, απολαμβάνοντας τον Ελληνικό ήλιο. Κάποιοι άλλοι άντρες, τους οποίους οι Μαρίνα γνώριζε λόγω του πατέρα της είχαν επίσης επιλέξει να κάτσουν σε ένα κεντρικό τραπέζι, μακριά κι εκείνοι από τη σκιά των κατακτητών, προσπαθώντας να απολαύσουν τα τελευταία απομεινάρια καφέ.

"Ο Κώστας θα έχει δουλειά, οπότε καλύτερα να μην τον αποσπάσουμε." Είπε η Νεφέλη στη Μαρίνα και η καστανή κοπέλα συμφώνησε.

"Ας κάτσουμε τότε για να έρθει όταν είναι πιο άνετος." Πρότεινε η Μαρίνα και πλησίασε ένα τραπέζι κοντά στον δρόμο. Τα δύο άλλα παιδιά δεν ακολούθησαν το παράδειγμα της, ειδικά η Νεφέλη που μαζεύτηκε στη θέση της και έκπληκτη παρατήρησε την φίλη της να τραβά μια ξύλινη καρέκλα για να καθίσει. Ο Θάνος φέρθηκε πιο ενεργά και πλησίασε την Μαρίνα, πιάνοντας μαλακά το χέρι της που βαστούσε τη καρέκλα, εμποδίζοντας τη.

"Θα κάτσεις σε καφενείο;" Τη ρώτησε εντελώς σοβαρά και η κοπέλα, θυμήθηκε πως στο χωριό της τα πράγματα κυλούσαν αργά και με κανόνες που ήθελαν τη γυναίκα στο σπίτι και άμα παραστεί ανάγκη στα χωράφια. Απομάκρυνε το χέρι της από το δικό του. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να επιβεβαιωθούν οι φήμες των συγχωριανών της για τη μεταξύ τους σχέση.

"Ησύχασε Θάνο." Είπε ψύχραιμα, πιάνοντας ξανά τη καρέκλα και φέρνοντας τη στο στρογγυλό τραπέζι. "Δε θα διαταραχθεί περισσότερο η ηθική του τόπου επειδή θα κάτσει μια γυναίκα σε καφενείο." Ο Θάνος έκατσε σιωπηλός στη καρέκλα του χωρίς να φέρει άλλες αντιρρήσεις, κυρίως γιατί δεν κατάλαβε τι εννοούσε η Μαρίνα.

"Μαρίνα, εγώ θα πάω σπίτι. Αν θες μετά πέρνα από εκεί να φάμε παρέα. Έχει μαγειρέψει η γιαγιά." Η Μαρίνα χαμογέλασε με κατανόηση στη φίλη της και τη χαιρέτησε. Δεν μπορούσε να της ζήτησε να μείνει, γιατί ήξερε πως εκείνη έμενε εκεί και θέλοντας και μη έπρεπε να ακολουθεί τις συμβάσεις του τόπου.

Μόλις έμειναν οι δυο τους, το βλέμμα της Μαρίνας πλανήθηκε στα άλλα δύο τραπέζια που ήταν γεμάτα κι ανακάλυψε πως πια το θέαμα δε ήταν οι Γερμανοί, αλλά εκείνη. Χαμογέλασε σεμνά στους γνωστούς του πατέρα της κι εκείνοι αμήχανα το ανταπέδωσαν. Η Μαρίνα χαμήλωσε το βλέμμα για να κρύψει το χαμόγελό που της προκάλεσε η αντίδραση τους. Κάτι τέτοιες ώρες, της έλειπε η Αθήνα, που μπορούσε χωρίς να τραβάει τα βλέμματα να κάτσει οπουδήποτε. Της έλειπε η ελευθερία της πόλης, αλλά τουλάχιστον στην Λίμνη είχε την ευκαιρία να δραπετεύει στη θάλασσα κάθε φορά που ήθελε λίγη ηρεμία.

"Να ο φίλος σου." Την ενημέρωσε ο Θάνος μόλις ο Κώστας φάνηκε να βγαίνει από τη πόρτα, βαστώντας στο ένα χέρι έναν ασημένιο δίσκο γεμάτο με καφέδες. Η Μαρίνα τον ακολούθησε με το βλέμμα μόλις βρέθηκε στο οπτικό της πεδίο, περιμένοντας να γυρίσει να τη κοιτάξει. Ο Κώστας ήταν ένα αρκετά ψηλό παιδί, αλλά πολύ αδύνατο και συνήθως γεμάτος ενέργεια και ζωή. Πλέον όμως, με τις πικρές να έχουν μαράνει το κορμί του, οι ώμοι του είχαν μαζέψει, σαν να ήθελε να κρυφτεί από τα μάτια του κόσμου και το συνήθως λαμπερό πρόσωπο του ήταν ωχρό από την έλλειψη ύπνου και τη στεναχώρια. Τα ανοιχτά κάστανα μαλλιά του ήταν αφρόντιστα και έπεφταν ίσια στο μέτωπό του και τα χείλη του σχημάτιζαν μια λεπτή γραμμή. Η Μαρίνα πρώτη φορά έβλεπε τον φίλο της σε τόσο άσχημη κατάσταση και σχεδόν της ήρθε να βάλει τα κλάματα όταν ο νεαρός γύρισε και την εντόπισε, ακριβώς όπως κι εκείνος, που δάγκωσε τα χείλη του για να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Για λίγο τα γαλανά του μάτια έλαμψαν και χαμογέλασε αδύναμα, βλέποντας την φίλη του ύστερα από έναν χρόνο περίπου και έτρεξε κοντά της μόλις σηκώθηκε όρθια. Το κορίτσι τον αγκάλιασε σφιχτά από τη μέση και πίεσε το μάγουλό της στο στέρνο του.

"Τα έμαθες ε;" Ρώτησε ο νεαρός, κρατώντας την στην αγκαλιά του κι εκείνος. Η Μαρίνα απομακρύνθηκε και τον κοίταξε στα μάτια, νεύοντας καταφατικά.

"Σε αφήνουν να μην μάθεις και κάτι σε αυτόν τον τόπο;" Ρώτησε ρητορικά η κοπέλα και ο Κώστας γέλασε, πέρνοντας ξανά τον δίσκο στα χέρια του. "Πρέπει να είναι ανυπόφορο όπου γυρνάς να ακούς ψιθύρους και βλέμματα γεμάτα λύπηση." Ήθελε να τον ρωτήσει ακριβώς τι είχε συμβεί. Δεν μπορούσε να πει πως οι γονείς του ήταν και το ιδανικό πρότυπο ζευγαριού, ήταν απλώς μια συμβατική οικογένεια με τα πάνω και τα κάτω της. Θεώρησε όμως πως δεν ήταν το κατάλληλο μέρος να γίνει η συζήτηση και δεν θέλησε να τον πιέσει.

"Το χειρότερο είναι πως ο κόσμος φέρεται λες και η μάνα μου πέθανε και περνάει να με συλλυπηθεί." Έκανε, παίζοντας στα δάχτυλα του τον κρίκο του δίσκου. "Θα στα πω όταν είμαστε οι τρεις μας, με την Νεφέλη." Είπε λήγοντας το θέμα και ύστερα χαμογέλασε, παρατηρώντας τον Θάνο που καθόταν σιωπηλός και αμέτοχος, δείχνοντας σεβασμό προς τους δύο φίλους. "Επιστροφή στα παλιά λημέρια." Σχολίασε. "Σας είδα από το παράθυρο, αλλά δεν κατάλαβα πως ήσουν εσύ. Αλλά βέβαια, μόνο εσύ θα καθόσουν ανενόχλητη σε καφενείο." Έστω για λίγο, το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του και αυτό χαροποίησε τη Μαρίνα, αν και γνώριζε πως ο φίλος του μέσα του με δυσκολία το κατόρθωσε.

"Junge!" Τη κουβέντα τους διέκοψε η φωνή ενός Γερμανού στρατιώτη που φώναξε τον Κώστα για να παραγγείλει. Το βλέμμα του νεαρού σκοτείνιασε ξανά μόλις κοίταξε προς το μέρος τους και έσφιξε τον δίσκο στα δάχτυλά του. Δε φτάνει που είχε τον πόνο του, έπρεπε να σερβίρει και τους κατακτητές της πατρίδας του.

"Θα έρθω μετά να σας πάρω παραγγελία." Είπε σιγανά, αποδεχόμενος την μοίρα του και πηγαίνοντας προς το τραπέζι των Γερμανών, διασχίζοντας τον δρόμο. Η Μαρίνα ξεφύσηξε και κάθισε ξανα απέναντι από τον Θάνο κι αμέσως απέκτησε την αμέριστη προσοχή του.

Οι δύο νέοι μιλούσαν για αρκετά λεπτά, δηλαδή, κυρίως ο Θάνος της έκανε ερωτήσεις για την Αθήνα γιατί δεν είχε τύχει ποτέ να πάει και πως είναι να ζει μια γυναίκα μόνη της. Η συζήτηση τους κυλούσε ευχάριστα, ειδικά για τη Μαρίνα που δεν τον είχε συνηθίσει τον Θάνο να βρίσκεται παρών όσο εκείνη μιλούσε.

"Καπνίζεις κιόλας;" Ρώτησε ο Θάνος, βγάζοντας ο ίδιος για τον εαυτό του ένα τσιγάρο και τα σπίρτα του. "Στην Αθήνα οι γυναίκες καπνίζουν σωστά;" Συνέχισε ο Θάνος και η Μαρίνα ήπιε μια γουλιά απ'τον καφέ της πριν απαντήσει.

"Πολύ σπάνια. Κυρίως όταν μου τυχαίνει μια αναποδιά. Δεν μπορώ να πω πως μου αρέσει όμως." Απάντησε η κοπέλα. "Επίσης και εδώ καπνίζουν απλώς όχι φανερά." Συμπλήρωσε και ο Θάνος ανασήκωσε τα φρύδια του στάζοντας τη περισσεόομενη σταχτη.

"Η μάνα μου σίγουρα δεν καπνίζει. Αν την έπιανε ο πατέρας μου θα γινόταν έξω φρενών και θα την έδιωχνε απ' το σπίτι." Αποκρίθηκε ο νεαρός και η Μαρίνα χαμογέλασε δύσπιστα. Ήθελε να τον ρωτήσει τι θα έκανε ο πατέρας της αν την έπιανε να τον απατά, όμως συγκρατήθηκε γιατί δεν ήταν και πολύ σίγουρη πως ήθελε να ακούσει την απάντηση.

"Νομίζω πως υπερβάλεις λίγο." Απάντησε, στριφογυρίζοντας το φλυτζάνι στα δάχτυλα της. "Εξάλλου αν καπνίζει κακό στον εαυτό της κάνει, οπότε εσάς τι σας ενδιαφέρει;" Πρόσθεσε, σταυρώνοντας τα πόδια της κάτω απ' το τραπέζι. Όσο εκείνη είχε στραμμένη τη ματιά της στη θάλασσα, ο Θάνος την κοιτούσε με ένα αινιγματικό χαμόγελο. Βαθιά μέσα του τη θαύμαζε, γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί πως μια γυναίκα και πόσο μάλλον στην ηλικία της, είχε ήδη ξεφύγει από τα στενά όρια του χωριού της. Η Μαρίνα για εκείνον, πάντα είχε κάτι που την έκανε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα κορίτσια του χωριού. Θα μπορούσε να την αγαπήσει, να της δίνει φιλιά και να της ψιθυρίζει ερωτικά λόγια όσο θα ήταν ξαπλωμένη στα βότσαλα, όπως εκείνο το καλοκαίρι, όμως αυτό που τον τρόμαζε ήταν πως ποτέ δεν θα μπορούσε να ήταν αρκετός για εκείνη και αυτό τον είχε κάνει να αποτραβηχτεί από εκείνη. Ακόμα και τώρα, που οι μπούκλες της είχαν ανακατευτεί από τον αρμυρό νοτιά και στα μάτια της δέσποζε η μελαγχολία, ήταν για εκείνον ασύγκριτα ερωτική. Το σωστό για εκείνον, ήταν να της εξομολογηθεί όσα ένιωθε και ύστερα να την αφήσει ήσυχη, όμως ο ανδρικός του εγωισμός δεν του το επέτρεπε αυτό, γιατί θεωρούσε πως θα υποβαθμιστεί στα μάτια της.

"Είσαι όμορφη και πίστεψέ με, αυτή τη φορά δεν υπερβάλλω καθόλου." Είπε μονάχα, κάνοντας το κορίτσι να γυρίσει να τον κοιτάξει ξαφνιασμένο. Η Μαρίνα δεν κατάφερε να ερμηνεύσει το χαμόγελο του, αλλά ο τρόπος του έδειχνε πως ήθελε να πει και κάτι ακόμα. Μονάχα την κοίταζε, με τα ματόκλαδα του μισόκλειστα για να προστατευτεί από τον δυνατό ήλιο.

Ξαφνικά, από το απέναντι τραπέζι ακούστηκε οχλοβοή και τα δύο παιδιά στράφηκαν προς το μέρος των Γερμανών. Και οι έξι άντρες είχαν σηκωθεί όρθιοι και χαιρετούσαν ναζιστικά κάποιον ανώτερο τους που μόλις είχε φανεί από το στενό. Η Μαρίνα παρατηρώντας την ψηλή κορμοστασιά και τα ξανθά μαλλιά κάτω από το καπέλο κατάλαβε αμέσως για ποιον πρόκειται. Ύστερα άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στα πρόσωπα των στρατιωτών. Όλοι έδειχναν σοβαροί και σχεδόν κανένας από αυτούς δεν κοιτούσε τον Λοχαγό. Κάποιοι μάλιστα έδειχναν και φοβισμένοι ακόμα κι όταν ο Χιούγκο τους έκανε νόημα για ανάπαυση. Ο Λοχαγός στεκόταν ευθυτενής, με τα χέρια πίσω στη πλάτη και παραδίπλα φαινόταν να τον περιμένει ένας άλλος υψηλόβαθμος, όχι τόσο ψηλός και με γαλήνια γαλάζια μάτια, η Μαρίνα τον είχε δει συχνά να τον περιμένει κάποια πρωινά στην αυλή τους.

Ο Λοχαγός νιώθοντας βλέμματα στη ράχη του, γύρισε για να έρθει αντιμέτωπος με τα γατίσια μάτια της Μαρίνας που τον διαπερνούσαν χειρότερα και από σφαίρα. Αμέσως, η προηγούμενη αυταρχική στάση του μαλάκωσε, σαν να μη περίμενε να τη βρει εκεί. Δεν έδωσε σημασία στον μελαχρινό νεαρό που καθόταν απέναντί της. Δεν μπορούσε εξάλλου να του κάνει τίποτα κι αν προσπαθούσε ίσως κατέληγε με μια σφαίρα στο δόξα πατρί. Πλησίασε το τραπέζι των δύο παιδιών και στάθηκε απέναντι στη νεαρή κοπέλα. Αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Μαρίνας να νιώσει άβολα. Δεν ήθελε να την πιάσει στο στόμα του όλο το χωριό και να αρχίσουν να κυλούν από στόμα σε στόμα οι φήμες πως πατέρας και κόρη είχαν σχέση με ναζίδες.

"Φροιλαιν Λιόλιου." Τη χαιρέτησε, βγάζοντας το καπέλο του και σκύβοντας το κεφάλι με σεβασμό.

"Δε πιστεύω να έχει την απαίτηση να σηκωθούμε κι εμείς." Μουρμούρησε ο Θάνος ειρωνικά. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον νεαρό Γερμανό, που έστεψε το βλέμμα του πάνω στον μελαχρινό νέο. Ο Θάνος τον κοιτούσε άφοβα ευθεία στα μάτια, έτοιμος να τον ανταγωνιστεί. Η κοπέλα κοιτούσε μια τον ένα μια τον άλλο έντρομη από τη παγερή αντιμετώπιση του Λοχαγού.

"Τι είπε;" Ρώτησε ψυχρά τη Μαρίνα ο Χιούγκο, μα η κοπέλα δεν απάντησε.

"Πες του Μαρίνα." Αποκρίθηκε αντ' αυτού ο Θάνος θαρρετά. "Μετέφρασε το." Είπε, συνεχίζοντας να προκαλεί τον μεγαλύτερο άντρα. "Μη νομίζει πως τον φοβόμαστε." Επέμεινε ο Θάνος, κερδίζοντας μια επίπληξη από τη κοπέλα.

"Θάνο πάψε!" Έκανε η Μαρίνα μέσα απ' τα δόντια της και πετάχτηκε από τη θέση της. Ήταν ατρόμητη μόνο για τον εαυτό της, όμως οτιδήποτε αφορούσε τους άλλους ήταν ιδιαίτερα υπερπροστατευτική.

"Πείτε μου φροιλαιν Λιόλιου." Είπε αυτή τη φορά ο Χιούγκο, προσέχοντας τη κίνηση της. "Ο φίλος σας να έχει θάρρος να αντιμετωπίσει και τις συνέπειες των λεγομένων του, να μη δειλιάζει." Πρόσθεσε, βυθίζοντας τα μάτια του στα δικά της. Η Μαρίνα έσφιξε τις χούφτες της, βυθίζοντας τα νύχια στη σάρκα της. "Μπορώ να μάθω και με άλλον τρόπο φυσικά, αλλά προτιμώ να μην προβώ σε βίαιες ενέργειες."

"Πάψτε πια!" Έκανε άγρια η Μαρίνα στον ίδιο τόνο με πριν, κοιτώντας στα μάτια τον Λοχαγό. Ο Χιούγκο έμεινε παγωμένος στη θέση του, δίχως να θέλει να ξεφύγει από την καταιγίδα των ματιών της. Αναμετρήθηκαν με τα μάτια, εκείνος θαυμάζοντας τη μελαχρινή ομορφιά της κι εκείνη νιώθοντας ένα παράξενο καρδιοχτύπι. "Ρώτησε αν έχετε την απαίτηση να σηκωθούμε κι εμείς όπως το στράτευμα σας." Ψιθύρισε. Το ότι ήταν πάνω στη πλατεία της έδινε λίγους παραπάνω πόντους ύψους, όμως ακόμη έπρεπε να γείρει το κεφάλι της για να του απευθυνθεί.

"Όχι, δεν έχω αυτήν την απαίτηση." Απάντησε στον ίδιο τόνο ο Χιούγκο, ατενίζοντας το όμορφο πρόσωπο της που ήθελε τόσο πολύ να χαϊδέψει με τα ακροδάχτυλά του και να απομακρύνει μια ατίθαση μπούκλα που έπεφτε μπροστά στα μάτια της. "Αλλά ιδανικά δεσποινίς Λιόλιου, θα ήθελα να με βοηθήσετε με την μετάφραση κάποιων εγγράφων, αν σας είναι εύκολο." Ζήτησε μαλακά, αποκτώντας την αυτοκυριαρχία του.

"Αυτό είναι απαίτηση;" Ρώτησε η Μαρίνα, χαμογελώντας ειρωνικά. "Γνωρίζετε πολύ καλά πως δεν συμμορφώνομαι σε απαιτήσεις, χερ Φολκνερ, συγκεκριμένα στις δικές σας." Ο Χιούγκο ένιωσε την παρόρμηση να την αρπάξει στα χέρια του και να τη συμμορφώσει με έναν τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε, η εγκράτεια που έδειχνε όμως ήταν αξιοθαύμαστη.

"Όχι." Είπε απλώς, κάνοντας ένα βήμα πιο πίσω, προσπαθώντας να ελέγξει τις ορμές του και να καταλαγιάσει την ένταση. "Παράκληση." Πρόσθεσε. Η Μαρίνα ανασήκωσε τα φρύδια, δίχως να περιμένει ο Λοχαγός να υποχωρήσει. Ο μόνος λόγος που η Μαρίνα θέλησε να δεχτεί ήταν για να μαζεύει πληροφορίες για τη νεοσύστατη οργάνωση και να βοηθήσει κι εκείνη έτσι με τον τρόπο της. Ο Θάνος ήδη είχε σηκωθεί απ' τη θέση του, παρακολουθώντας στενά τη συζήτηση, δίχως φυσικά να καταλαβαίνει λέξη.

"Δέχομαι." Είπε μονάχα και θέλοντας να αποφύγει τα αδιάκριτα βλέμματα του κόσμου, άρπαξε τον Θάνο από το μπράτσο και βγήκαν στον δρόμο. Εξηγούσε στον Θάνο, όση ώρα προχωρούσαν τι ακριβώς είχε ειπωθεί μεταξύ τους, αποκρύπτοντας φυσικά να του αναφέρει πως ζήτησε τη βοήθεια της, προσπαθώντας να καταπνίξει το σφίξιμο που ένιωθε στη καρδιά και έφτανε μέχρι χαμηλά στη κοιλιά της, θεωρώντας πως έφταιγε ο ενθουσιασμός για την αρχή της αντίστασης.

Καλησπέρα αγαπημένοι μου και καλή χρονιά με υγεία πάνω απ' όλα, πολλή αγάπη, πολλές επιτυχίες, πάθος και πολλούς έρωτες! Να είστε ταξιδιάρες ψυχες και μη σταματήσετε ποτέ να ονειρεύεστε!

Αυτό το κεφάλαιο ομολογουμένως μου έβγαλε τη πίστη! Ήταν να το ανεβάσω πριν δύο μέρες, αλλά πάντα κάτι τύχαινε και έπρεπε να αφήσω το γράψιμο, οπότε ανέβηκε σήμερα! Με συγχωρείτε για τη σύνταξη σε κάποια σημεία, απλά έγραφα κάποιες φορές και την ώρα του μαθήματος και όποτε μου περίσσευε χρόνος τα ΣΚ, οπότε έκανα ο,τι καλύτερο μπορούσα!

Όπως βλέπετε όμως υπάρχουν εξελίξεις πολλές και φυσικά περιμένω τη γνώμη σας στα σχόλια! Ευτυχώς έχετε μπόλικο πράγμα να σχολιάσετε γιατί μου βγήκε αρκετά μεγάλο το κεφάλαιο! Εμείς ελπίζω να τα πούμε σύντομα ξανά είτε έχω είτε σε κάποια άλλη ιστορία!

Χίλια φιλιά,
Βίκυ.

Đọc tiếp

Bạn Cũng Sẽ Thích

Μνήμη Bởi LINA

Tiểu Thuyết Lịch Sử

8.5K 542 17
1941 Η Ελλάδα είναι υπόδουλη των Γερμανών Η Ζωή ,μια δεκαοκταχρονη αγωνίστρια χάνει τον πατέρα της λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Γεμάτη θλί...
142K 12.6K 27
Μια φορά και έναν καιρό στα βάθη των αιώνων ένας έρωτας γεννήθηκε... © 2016 - DON'T COPY THE STORY. ✔
3.1K 294 28
...Η ζωή είναι περίεργη. Την μια μέρα μπορεί να σου δώσει τα πάντα και την άλλη να σου τα πάρει. Εσύ κοίτα να κρατήσεις την αγάπη, την πίστη και τη...
52.7K 169 5
τίποτα δεν είναι ποτέ αρκετά βαθιά.