Ευγενία

By angry_bird24

66.4K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)

890 19 14
By angry_bird24


ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1986

Η Ειρήνη περπατούσε νευρικά μέσα στο σαλόνι του σπιτιού της. Ο Μιχάλης την κοίταξε στραβά. <<Μπορείς να ηρεμήσεις;>> έκανε, πίνοντας λίγο από το ουίσκι του. <<Πώς να ηρεμήσω βρε Μιχάλη μου; Λίγο είναι αυτό που θα γίνει;>>. Ο Σαράφης ξεφύσηξε. <<Διαφωνώ να ξέρεις. Να δεις, δεν θα έχει καλή κατάληξη>>, <<ΠΑΨΕ ΜΩΡΕ! Μες την γρουσουζιά συνέχεια. Γιατί να μην έχει καλή κατάληξη δηλαδή;>>, <<Γιατί τέτοιου είδους εκπλήξεις, δεν αρέσουν στην Ευτυχία. Το ξέρω το παιδί μου. Ας το συζητούσαν οι δυο τους, όχι να έρθει μπροστά μας να ζητήσει το χέρι της, λες και ζούμε στο 1950>>. Η Ειρήνη έκατσε δίπλα του. <<Βρε Μιχάλη μου, είναι από χωριό το παιδί! Θέλει να το κάνει με κάθε επισημότητα>>, <<Ναι αλλά η Ευτυχία, δεν είναι από χωριό και έχει μεγαλώσει διαφορετικά. Είναι μορφωμένη, έχει κάνει τη ζωή της...>>, <<...κι αφού τα έκανε ΟΛΑ αυτά, καιρός να παντρευτεί, να δούμε κι εμείς κανένα εγγόνι τώρα, που βαστάνε ακόμα τα πόδια μας!>>. Ο Σαράφης κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Η πολύ παρέα με την Ελένη, δεν σου κάνει καλό. Τι αναχρονιστικές ιδέες είναι αυτές;>>, <<Η Ελένη μια χαρά τις μεγάλωσε. Και μορφώθηκαν, και τη ζωή τους έκαναν αλλά ποιος είναι ο προορισμός τους; Να τριγυρνάνε στις ντισκοτέκ και να φεύγουν εκδρομές, όπου δυο κι αυτές τρεις; Όπως κάνει η Ευτυχία; Αφού με το παλικάρι μένουν μαζί και σκέφτονται σοβαρά, γιατί να μη γίνει κι ο γάμος να τελειώνουμε;>>, <<Ξεσηκώθηκες με τον γάμο του Σέργιου μου φαίνεται Ρήνα>>. Η γυναίκα πετάχτηκε όρθια. <<ΝΑΙ ΜΙΧΑΛΗ! Ξεσηκώθηκα! Γιατί υπήρχε χειρότερος από τον Σέργιο; Να τα γλέντια! Να οι γυναίκες! Χειρότερος από την κόρη μας. ΚΙ ΟΜΩΣ! Το πήρε απόφαση, τη ζήτησε και τώρα ανοίγει σπίτι, ενώ η Ευτυχία ΤΙΠΟΤΑ!>>, <<Και κανόνισες με τον Φώτη, να ρθει να τη ζητήσει. Ωραία. Το λες και προξενιό>>, <<ΣΙΓΑ! Υπερβολικός. Απλώς μου είπε το παλικάρι την ιδέα του κι εγώ συμφώνησα>>. Ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει κι η Ειρήνη έγνεψε στον Μιχάλη να σιωπήσει. Η Ευτυχία και ο Φώτης μπήκαν στο σαλόνι. <<ΚΑΛΩΣ ΤΟΥΣ!>> έκανε ενθουσιασμένα η γυναίκα. <<Τι έπαθες καλέ; Μύγα σε τσίμπησε; Θεέ και κύριε. Μπαμπά τι έπαθε;>> ρώτησε ανήσυχα η Ευτυχία. <<Τίποτα παιδί μου. Καλώς ήρθατε. Φώτη, όλα καλά;>> απάντησε ο Σαράφης και άπλωσε το χέρι του. <<Καλά κύριε Μιχάλη. Ευχαριστώ>>, <<Καλά σας έχω κάνει κάτι φαγητά; Κι ένα σουφλέ, θα τρελαθείς Ευτυχία, ε; Το αγαπημένο της είναι Φώτη μου αλλά κι εσένα δεν σε ξέχασα. Έκανα και γιουβαρλάκια που σ' αρέσουν>> εξήγησε η Ρήνα. Η Ευτυχία ξεφύσηξε. <<Μάνα είσαι καλά; Γιατί τα έκανες όλα αυτά; Πρώτη φορά ερχόμαστε μαζί για φαγητό;>>. Ο Μιχάλης σηκώθηκε. <<Ε Σαββατόβραδο είναι, δεν πειράζει. Φώτη μου, θες ένα ουισκάκι πριν το φαγητό;>>, <<Ευχαριστώ. Ναι, θα το έπινα>> δέχτηκε το παιδί και έφυγαν με τον Σαραφη. <<Έγινε τίποτα; Περίεργη μου φαίνεσαι κι εγώ δεν πέφτω έξω>>, <<Αμάν πια, η καχυποψία σου, αμάν! Πάμε να με βοηθήσεις να σερβίρω>>, <<Η Λίτσα πού είναι;>>, <<Γιατί μωρέ κόρη μου; Δυο γυναίκες και θέλουμε τη Λίτσα. Της έδωσα το ρεπό της. Έλα πάμε, μη λες πολλά λόγια>> πέταξε η Ειρήνη και έφυγαν για την κουζίνα.

Η Βιολέτα έκατσε πλάι στην Ευγενία και ακούμπησε την κοιλιά της που είχε φουσκώσει αρκετά. <<Τώρα είναι ωραία πράγματα αυτά; Να κάθομαι εγώ κι εσύ να πλένεις τα πιάτα με την Ανέτα;>> έκανε εκνευρισμένα. Βρισκόντουσαν στο σπίτι της, παρέα με τον Σέργιο, την Κατερίνα, τον Νέστορα και τη Βαλεντίνη. <<Είσαι έγκυος, δεν κάνει να κουράζεσαι! Χαρά το πράγμα! Έπλυνα δυο πιάτα. Μη κοιτάς η Βαλεντίνη που δεν έκανε τίποτα. Αυτή είναι άχρηστη, το λέει κι η μαμά>>. Η κοπέλα, τεντώθηκε στην αγκαλιά του Νέστορα. <<Δεν είμαι εγώ για δουλειές, αδελφούλα μου. Καλά τα λέει η μαμά. Πλύνε εκεί τα πιάτα και άσε τη γκρίνια>> σχολίασε χωρίς να παίρνει τα μάτια της από την τηλεόραση. <<Πάντως Κωστάκη, δεν έχεις παράπονο. Πάντα γεμάτο είναι το τσαρδί σας, ε; Έχει γίνει στέκι το σπιτάκι>> πέταξε κεφάτα ο Σέργιος κι ο Κώστας, τον κοίταξε μουτρωμένα. <<Ναι ναι, δόξα τω Θεώ. Άδειο ποτέ δεν είναι. Φοιτητής στη Θεσσαλονίκη και τόσο κόσμο δεν είχαμε>>, <<Μήπως να μην ερχόμαστε; Δίκιο έχει ο Κώστας. Συνέχεια εδώ είμαστε κι όχι μόνο εμείς. Η Ευτυχία, η Αργυρούλα, ο Φώτης, η μαμά....>> έκανε στεναχωρημένα η Βιολέτα. <<Ειδικά εσύ λουλούδι μας, να έρχεσαι και κάθε μέρα>> της απάντησε τρυφερά ο Κώστας. <<Ειδικά το λουλούδι σας Κωστάκη; Μάλιστα. Τα θυμάμαι εγώ αυτά. Και ξέρεις, αυτά με στεναχωρούν και ο μπαμπούνης μου δεν μπορεί να με βλέπει στεναχωρημένη>> πέταξε η Βαλεντίνη και όλοι γέλασαν. <<Φρόντισε να μη μάθει ο μπαμπούνης σου τότε πως τόσο καιρό τους πουλάς φούμαρα ότι κοιμάσαι εδώ και μένεις στου Νεστοράκου γιατί τότε να δεις στεναχώριες ο μπαμπούνης σου. Να μη μιλήσω για τη μάνα σου, που θα σε κυνηγάει με την καραμπίνα>> Η Ευγενία έπιασε την κοιλιά της, που ταραζόταν από το γέλιο. <<Καλά σου λέει. Και ντροπή πια, τι θα λέει κι η Σοφούλα που πλαγιάζει η νύφη σπίτι της;>>, <<Κάνει τα στραβά μάτια. Σιγά μην πιω και καφέ. Ξυπνάω και φεύγω απ' το παράθυρο>> έκανε αδιάφορα η Βαλεντίνη. <<Μια φορά να περνάει απ' έξω το Λενάκι και εκεί να σε δω>> την πείραξε ο Σέργιος. <<Πάψε γρουσούζη, Σαββατογεννημένε! Που να φας τη γλώσσα σου...>>. Ο Νέστορας τον κοίταξε στραβά. <<Εκείνο το ουίσκι ρε θείε, θα το ανοίξεις;>> ρώτησε ειρωνικά. <<Ανιψιέ το ουίσκι το έφερα όταν έρθει ο Φωτάρας, να το πιούμε για τα συγχαρήκια. Είναι απ' τα καλά του Κωνσταντή που ανοίγει στα γλέντια, μετά τα τσίπουρα>> απάντησε ο Σέργιος. <<Το ξέρει ότι το πήρες;>> ρώτησε πονηρά η Ανέτ. <<Τι ναι ρε Ανετάκι ο μπάρμπας μου; Κανάς τσιγκούνης; Δέκα τέτοια χαλαλιζει για πάρτη μου. Θα του το πω αύριο>>.

Η Ελένη άφησε ένα πιάτο με μεζέδες, μπροστά στον Λάμπρο που έπινε το κρασί του στην αυλή. <<Ήθελες μήπως κανά φρούτο;>> ρώτησε αδιάφορα και τσίμπησε ένα σαλάμι. <<Δεν σου είπα να μην κάνεις τίποτα;>>, <<Ξεροσφύρι θα το πίνουμε; Θα μας χαλάσει>>. Ο δάσκαλος την κοίταξε αυστηρά. <<Τρία παιδιά. Τρία! Και καθόμαστε Σαββατόβραδο μόνοι μας. Τη μία παντρέψαμε, και οι τρεις έφυγαν>>. Η Ελένη αναστέναξε. <<Γιατί δεν μου έλεγες να πάμε στις αδελφές μου;>>, <<Μπορείς να μην αλλάζεις θέμα; Αυτό είναι το πρόβλημα;>>, <<Και ποιο είναι;>>, <<Γιατί Ελένη τις αφήνεις και κάθε τρεις και λίγο, να πηγαίνουν να μένουν στην Ευγενία; ΣΠΙΤΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ;>> έκανε αυστηρά. <<Γιατί ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ. Η Βαλεντίνη σε δυο εβδομάδες φεύγει για την Αθήνα. Τι να της πω; Μην πας στην αδελφή σου; Εδώ θα πάει σε σπίτι μόνη της, 300 χλμ μακριά>>, <<Και τι δικαιολογία είναι αυτή; Κι η μικρή;>>, <<Η μικρή δεν είναι μωρό πια. Θα μένουν οι αδελφές της μαζί κι εμείς θα την κρατάμε εδώ με το ζόρι να μας κάνει συντροφιά; Είναι λογικό πράγμα; Άσε που απόψε είναι ειδική περίπτωση. Μαζεύτηκε όλη η παρέα, περιμένουν τον Φώτη και την Ευτυχία κι εγώ θα την κρατούσα εδώ; Και τι θα της έλεγα ακριβώς; Δεν σε αφήνει ο μπαμπάς;>>, <<Θα της έλεγες πως είναι μικρή για τέτοια>>, <<ΑΦΟΥ ΠΗΓΕ ΚΙ Η ΑΝΕΤ!>>, <<Ε δεν θα πήγαινε αν δεν ξεσηκωνόταν η δικιά μας!>>, <<Δεν μιλάς σοβαρά τώρα. Της μεγάλωσα αυστηρά κι έτρεχες να τους κάνεις τα χατίρια και τώρα θες να τις κρατάω εδώ χωρίς λόγο, ίσα για να είσαι εσύ ήσυχος;>>, <<Ποια χατίρια Λενιώ; Τα παγωτά και τις σοκολάτες που τους έπαιρνα ή τα περιοδικά που μου ζητάγαν κάθε δυο μέρες; Ας ήταν εδώ και χαλάλι τους!>> πέταξε νευρικά. Η Ελένη τύλιξε το χέρι της γύρω από το λαιμό του και τον φίλησε απαλά. <<Βρε καρδιά μου, είμαστε οι δυο μας, πίνουμε το κρασάκι μας, μετά θα πάμε πάνω να ξαπλώσουμε, τα παιδιά λείπουν... Γιατί τρώγεσαι; Δεν θες να έχουμε και λίγο την ηρεμία μας... Την ησυχία μας...>> του είπε τρυφερά και δάγκωσε ελαφρα το δέρμα του. <<Τελευταία Ελένη μου, όλο την ησυχία μας έχουμε. Ούτε νιόπαντροι τέτοια ησυχία!>>, <<Aμάν πια, υπερβολικός είσαι! Κι εμένα δεν μου αρέσει ότι κουβαλιούνται εκεί όλη την ώρα και δεν αφήνουν στην ησυχία του το ζευγάρι, που ακόμα δεν παντρεύτηκε, αλλά τι να κάνω;>>. Ο Λάμπρος την κοίταξε με περιέργεια. <<Αυτό δεν είναι πρόβλημα καρδιά μου. Έγκυος είναι η Ευγενία, ποιο ζευγάρι και κουβαλιούνται μου λες;>>, <<Κι επειδή είναι έγκυος; Μια χαρά εγκυμοσύνη έχει>>, <<Τι θα πει αυτό; Μόνο σε αυτό συμφωνώ. Πως πάνε και βοηθάνε την αδελφή τους σε καμία δουλειά>>, <<Βοηθάει η Βαλεντίνη;>>, <<Γιατί; Όλα ξέρει να τα κάνει. Μη κοιτάς εδώ που έχει εσένα...>>. Η γυναίκα ξεφύσηξε. <<Το ζευγάρι θέλει και την ησυχία του! Εγώ αυτό ξέρω>>, <<Μη με διαολίζεις!>>. Η γυναίκα έκατσε στα γόνατα του. <<Δηλαδή εσύ, που δεν είσαι και στην ηλικία τους, δεν θες την ησυχία σου; Ψεύτη...>> έκανε παιχνιδιάρικα. <<Αυτή τη στιγμή; Όχι! Θέλω να τους πεις να γυρίσουν, γιατί τις έχω άγχος. Πάει κι ο γαμπρός, ο Νέστορας, εκεί πέρα. Δεν πιστεύω να έχει κι η μικρή κανέναν αγαπητικό και να τον μαζεύουν κι αυτόν;>> έκανε έντρομος. Η Ελένη σηκώθηκε απότομα. <<Ε δεν τρώγεσαι. Πάω πάνω. Αν θες, έλα. Σαββατόβραδο και με έφαγες με την γκρίνια για τις κόρες σου. Είκοσι χρόνια σου λέω να μην τους κάνεις χατίρια και τώρα σε πήρε ο καημός να τις μαζέψουμε, επειδή ένα Σάββατο πήγαν να μείνουν στην αδελφή τους!>>, <<Λενιώ μου...>>, <<Σιωπή! Άντε πια! Δεν θα μεγάλωναν; Πάω να ξαπλώσω, δεν μπορώ να λέω τα ίδια και τα ίδια. Τράβα στην Ευγενία να τις φέρεις με το ζόρι αν δεν αντέχεις>> πέταξε και ανέβηκε τις σκάλες.

Ο Φώτης έφαγε μια κουταλιά εκμέκ και κοίταξε επίμονα την Ειρήνη. <<Λοιπόν.. Φώτη μου, κανένα νέο; Οι δικοί σου καλά;>> εκανε εκείνη για να σπάσει τον πάγο. <<Τρεις φορές τον έχεις ρωτήσει ρε μάνα. Λες να σου κρύβει κάτι;>>, <<Ε για να πούμε τίποτα βρε κόρη μου>> απάντησε η Ρήνα. <<Ε... Ναι, μιας και το είπατε>> πήγε να πει ο Φώτης και η Ειρήνη ανακάθισε. <<Τι αγόρι μου;>>, <<Να... Εγώ και η Ευτυχία, είμαστε καιρό μαζί και την γνωρίζω από τότε που ήμουν παιδί>>, <<Το ξέρουνε. Τι τους λες μωρέ;>> πετάχτηκε το κορίτσι. <<ΠΑΨΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ! Να μιλήσει ο άνθρωπος>> έκανε ανήσυχα η Ειρήνη και ο Μιχάλης την κοίταξε αυστηρά. <<Μένω και σχεδόν μόνιμα εδώ... Όχι εδώ δηλαδή, κάτω στο σπίτι της Ευτυχίας... Και θα ήθελα, νομίζω είναι καιρός...>> προσπαθούσε να εξηγήσει σχεδόν τρέμοντας. <<Τι θες να πεις;>> ρώτησε ανήσυχα η Ευτυχία. <<Θα ήθελα να... Να ζητήσω το χέρι σου, από τους γονείς σου>> ψέλλισε ταραγμένα. Η Ειρήνη έφερε το χέρι μπροστά στο στόμα της κι έπιασε το στήθος της. Είχε ταχυπαλμία. <<Πώς σου ήρθε αυτό;>>, <<Είμαστε τόσο καιρό μαζί βρε Ευτυχία μου. Δεν είναι η ώρα μας να προχωρήσουμε;>> της απάντησε κι έβγαλε ένα κουτάκι από την τσέπη του. Η Ευτυχία το κοίταξε νευρικά. <<Πότε είπαμε Φώτη να προχωρήσουμε και ήρθες με τις βέρες στους δικούς μου; Δεν θα έπρεπε να το είχαμε αποφασίσει πρώτα μαζί;>> πέταξε θυμωμένα. Ο Μιχάλης χτύπησε την Ειρήνη με τον αγκώνα του. <<Τα πα εγώ>> ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του και η Ρήνα τον σκούντησε. <<Χρειαζόταν να το συζητήσουμε; Αυτές τις αποφάσεις τις παίρνει ο άντρας και κάνει πρόταση γάμου>>, <<Σε ποιον αιώνα;>> ρώτησε ειρωνικά. <<Στον αιώνα τον άπαντα! Τι λες κορίτσι μου στον άνθρωπο;>> είπε με απελπισία η Ειρήνη. <<Μάνα, μην ανακατεύεσαι! Πάμε σπίτι μου!>>. Η Ευτυχία σηκώθηκε όρθια και τον τράβηξε. <<Ευτυχία...>>, <<ΦΩΤΗ ΣΗΚΩ ΤΩΡΑ!>> έκανε και τον τράβηξε ξανά από το μπράτσο. Ο νεαρός χαιρέτησε και έφυγαν από το σαλόνι. Ο Σαράφης λούφαξε στη θέση του. <<Να πω ότι δεν το περίμενα, ψέματα θα είναι>>, <<Τους έφαγες! Ήταν αντίδραση αυτή που είχε η κόρη σου, ε; Χριστέ μου, τι ντροπή!>>, <<Καλά του είπε. Έπρεπε να το είχαν συζητήσει. Η Ευτυχία δεν είναι σαν τα κορίτσια του χωριού του. Έχει μοντέρνες απόψεις. Είναι δικηγόρος>> είπε περήφανα. <<Ε κάτσε καμάρωσε την, να κοιμάται με τον αστικό κώδικα γιατί άντρα για σπίτι με ΑΥΤΑ τα μυαλά, δεν θα βρει!>>

Η Ευγενία έγειρε πάνω στον Κώστα που χάζευε στην τηλεόραση, την ταινία Το Κορίτσι Του Λόχου. <<Καλά δεν θα έρθουν;>> αναρωτήθηκε η Βιολέτα, νυσταγμένα. <<Νωρίς είναι>> της απάντησε η Κατερίνα. <<Δεν πιστεύω να μας ξέχασε ο Φώτης και να γιορτάζουν μοναχοί τους; Αν είναι, να πάμε για ύπνο, ε Βαλεντινάκι;>> έκανε ο Νέστορας. <<Νυστάζεις πολύ ρε Νέστορα; Σε νιώθω. Κι εμένα όταν με πιάσουν οι νύστες, δεν κρατιέμαι>> πέταξε ειρωνικά ο Σέργιος κι η Κατερίνα έπνιξε ένα γέλιο. <<Μπορεί να βγήκαν να γιορτάσουν οι δυο τους>> σκέφτηκε η Ευγενία. <<Μη λέτε χαζομάρες. Τι είναι η Ευτυχία; Καμία ξενέρωτη; Θα κανονίζουν τίποτα ημερομηνίες. Μόλις της πει ο Φωτάρας ότι τους περιμένουμε εδώ, θα πετάξει τη σκούφια της>> απάντησε ο Σέργιος. <<Μπορεί να πήγαν να ψάχνουν κανένα ζαχαροπλαστείο, να μας φέρουν γλυκά!>> σκέφτηκε η Βιολέτα. <<Αυτό μάλιστα! Αυτό θα είναι>>. Η πόρτα χτύπησε και η Ανέτ σηκώθηκε να ανοίξει. <<Άντε επιτέλους!>> πέταξε η Βαλεντίνη και σηκώθηκε πάνω από το Νέστορα. Το κοριτσι άνοιξε την πόρτα και είδε τον Φώτη σε κακά χάλια. <<Γεια σου Αννιώ μου>>, <<Ανέτα>>, <<Το ίδιο κάνει>> ψέλλισε και σωριάστηκε στον καναπέ. <<Τι έγινε ρε; Πού είναι η Ευτυχία;>> ρώτησε ο Κώστας με περιέργεια. <<Ποια Ευτυχία... Τέρμα η Ευτυχία...>>. Όλοι κοιτάχτηκαν με περιέργεια. <<Τι τέρμα καλέ; Πού είναι;>> ρώτησε η Ευγενία. <<Ξέρω γω... Σπίτι της. Θα πλακώνεται με τη Ρήνα>>, <<Τι έγινε ρε βλάκα; Θα μας πει;>> έκανε νευρικά ο Σέργιος. <<Χωρίσαμε>>, <<ΤΙ;>> έκαναν όλοι ταυτόχρονα. <<Συγνώμη, για πρόταση γάμου δεν πήγες;>> ρώτησε η Κατερίνα. <<Ναι>>, <<Και δεν την έκανες;>>, <<Την έκανα>>, <<ΡΕ ΜΕ ΤΟ ΤΣΙΓΚΕΛΙ ΘΑ ΣΤΑ ΒΓΑΖΟΥΜΕ;>> είπε νευρικά ο Σέργιος. <<Είπε όχι. Είπε όχι και με έβρισε που της έκανα πρόταση μπροστά στους γονείς της, χωρίς να το έχουμε συμφωνήσει από πριν>> εξήγησε ταραγμένα. Σιωπή έπεσε στο σαλόνι. <<Τώρα σοβαρά;>> πέταξε η Βαλεντίνη. <<Ρε μπα και μας κάνετε πλάκα; Μπα και είναι έξω η Ευτυχία;>> αναρωτήθηκε ο Νέστορας και κοίταξε από τη μπαλκονόπορτα. <<Καμία πλάκα. Τέλος η Ευτυχία. Έχετε τίποτα να πιούμε;>>. Ο Σέργιος κοίταξε τον Νέστορα και κούνησε το κεφάλι με απελπισία. <<Δεν σε βλέπω να κοιμάσαι σήμερα>>.

Ο Λάμπρος βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και πλησίασε την Ελένη που μαγείρευε. <<Τι μυρίζει τόσο ωραία;>> τη ρώτησε, περνώντας τα χέρια του γύρω από την κοιλιά της. <<Σουτζουκάκια>> απάντησε ψυχρά. Ο άντρας άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της. <<Ωραία. Ήμουν υπερβολικός. Πόσο θα μου κρατάς μούτρα; Χτες το βράδυ, μέχρι να ανέβω είχες κοιμηθεί>>. Η Ελένη τον κοίταξε αυστηρά. <<Αυτό σου έλειπε Σεβαστέ. Δεν φτάνει που μου έκανες το κεφάλι καζάνι, να σε περίμενα και για παιχνιδάκια>>, <<Και το πρωί σηκώθηκες αξημέρωτα να κάνεις γενική καθαριότητα>>, <<Τι ήθελες να κάνω; Να μείνει το σπίτι βρώμικο;>>. Ο δάσκαλος τη φίλησε στο λαιμό. <<Θα αργήσουν οι μικρές;>> ρώτησε σιγανά. <<Δεν ξέρω. 12:45 είναι, όπου να ναι θα έρθουν>>, <<Δηλαδή... Δεν προλαβαίνουμε;>> επέμεινε αφήνοντας μικρά φιλιά στον αυχένα της. <<Όχι. Να το σκεφτόσουν χτες>> έκανε απότομα. Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν τα κορίτσια αγουροξυπνημένα. <<Καλώς τις νεράιδες μου>> έκανε κεφάτα ο Λάμπρος και τα κορίτσια τον αγκάλιασαν. <<Καλώς τες. Κομμένες είστε, πήγε ως αργά το γλέντι;>> ρώτησε η Ελένη. Ο δάσκαλος έκατσε στην τραπεζαρία, η Βιολέτα βολεύτηκε στα γόνατα του και η Βαλεντίνη έκατσε πλάι τους. <<H Ευγενία μας δεν θα έρθει για φαγητό;>> πέταξε ο άντρας. <<Μπα...>> έκανε η μικρή. <<Γιατί; Δεν πιστευω να κουράστηκε πολλή χτες;>>. Η Βαλεντίνη αναστέναξε. <<Η αλήθεια είναι πως το ξενυχτήσαμε>>, <<Δεν πιστεύω να ήπιατε; Βιολέτα για έλα να σε μυρίσω>> είπε αυστηρά η Ελένη. <<Και να θέλαμε, δεν θα προλαβαίναμε. Τα ήπιε όλα ο Φώτης>> απάντησε η Βαλεντίνη. <<Ε μια φορά παντρεύεσαι. Δε πειράζει>> τον δικαιολόγησε ο Λάμπρος. <<Μια φορά θα παντρευτεί, τώρα δεν θα είναι>>. Η Ελένη κοίταξε με περιέργεια τη Βαλεντίνη. <<Δεν σας βλέπω και πολύ κεφάτες. Τι έγινε;>>, <<Λοιπόν θα τα πω εγώ και μετά θα μας αφήσεις να πάμε να κοιμηθούμε καμιά ώρα γιατί μας ξύπνησε η Τζένη και νυστάζουμε: γάμος δεν θα γίνει. Χώρισαν>> εξήγησε η Βαλεντίνη. <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;>> σοκαρίστηκε η Λενιώ. <<Χώρισαν μαμά γιατί δεν την ρώτησε πριν της κάνει πρόταση μπροστά στους γονείς της>> συμπλήρωσε η Βιολέτα. <<Χριστός και Παναγία, τι παραλογισμός είναι αυτός;>> έκανε ο Λάμπρος. <<Δεν είμαστε καλά. Καλά ντιπ μυαλό δεν έχει η δικηγορίνα; Και χώρισε με το Φώτη, που είναι χρυσό παιδί για τέτοιο λόγο;>>. Η Βαλεντίνη ακούμπησε το μέτωπο της στο μπράτσο του Λάμπρου και χασμουρήθηκε. <<Εμείς τι φταίγαμε μου λες; Για γλέντι είχαμε πάει και καταλήξαμε να ακούμε τον πόνο του Φωτάρα μέχρι τις 05:30 το πρωί>>, <<05:30 ΤΟ ΠΡΩΙ; Και ήταν ξύπνια και η Ευγενία, έγκυος γυναίκα; Είστε με τα σωστά σας; Ελένη μίλα!>> διαμαρτυρήθηκε ο δάσκαλος, μα εκείνη τον αγνόησε. <<Θέλω να πάρω τη Ρήνα, να δω πως είναι>>, <<Ωχ βρε μαμά, θα νομίζει ότι τους κουτσομπολεύουμε>>, <<Η Ρήνα είναι σαν αδελφή μου, δεν έχουμε παρεξηγήσεις. Και καλά όλα τα άλλα, η Ευγενία κι ο Κώστας γιατί δεν έρχονται για φαγητό; Κοιμούνται;>> τις ρώτησε νευρικά. Η Βαλεντίνη κοίταξε την Βιολέτα και ξεφύσηξε. <<Τι; Έπαθε τίποτα; Το παιδί;>> έκανε πανικόβλητος ο Λάμπρος. <<ΟΧΙ ΜΩΡΕ! Απλώς περιμένει επισκέψεις>> τον καθησύχασε η Βαλεντίνη. <<Τι επισκέψεις; ΠΑΛΙ; Κέντρο διερχομένων έχει γίνει το σπίτι της!>> έκανε η Ελένη. <<Θα σας πω αλλά δεν θα το το κάνετε θέμα. Θα πάει η Ευτυχία όμως μάλλον δεν το ξέρει η κυρία Ειρήνη>>. Η Ελένη έκατσε στο τραπέζι αναστενάζοντας. <<Θα έχει σκάσει η κουμπάρα μου. Τι μυαλά κουβαλάει αυτό το κορίτσι; Σχεδόν 30 έφτασε!>>, <<Ντάξει Λενιώ μου, μπορεί να μην θέλει τον Φώτη για άντρα της. Θα βρει αλλού τη τύχη της>>, <<Καλά, δεν έκανε ο Φώτης. Δεν έκαναν και όλοι οι προηγούμενοι;>>, <<Ε δεν ήταν τυχερό>>, <<Λάμπρο μη με διαολίζεις>>. Η Βαλεντίνη χασμουρήθηκε ξανά. <<Εμείς να πάμε για ύπνο;>>, <<Όχι. Θα φάμε κι ύστερα>> απάντησε κοφτά η Ελένη. <<Τι αμαρτίες πληρώνουμε Θεέ μου!>>

Ο Κώστας άφησε κάτω, το κόκκαλο από το παϊδάκι. <<Λουκούμι! Να, για αυτό τη λατρεύω την κουμπάρα μας! Για αυτό την αγαπώ! Λέει θα έρθω, μην μαγειρέψετε και θα φέρει τα καλύτερα!>>. Η Ευγενία τον κοίταξε θυμωμένα. <<Μπορείς να σταματήσεις να τρως; Εδώ υπάρχει πρόβλημα>>. Η Ευτυχία έσβησε το τσιγάρο της. <<'Ασ' τον άνθρωπο. Για τις χαζομάρες τις δικές μου, θα μείνει νηστικός;>>, <<Ποιες χαζομάρες χριστιανή μου; Είσαι με τα σωστά σου; Γιατί τον χώρισες τον άνθρωπο;>>, <<Γιατί ΔΕΝ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ! Ήρθε μπροστά στη μάνα μου, με ζήτησε και τώρα την έχω γκρινιάζει από το πρωί ως τη νύχτα. Ποιος του είπε μωρέ ότι θέλω να παντρευτώ;>>, <<Μα είστε τόσο καιρό μαζί!>>, <<ΚΑΙ; Πρέπει να μπει κουλούρα; Επειδή δηλαδή παντρεύεται ο μεγαλύτερος Καζανόβας της Θεσσαλίας, ο Σέργιος, πρέπει να παντρευτώ κι εγώ; ΜΙΛΑ ΒΡΕ ΚΩΣΤΑ!>>. Ο άντρας άφησε κάτω το πιρούνι. <<Δεν είναι η κουμπάρα μας για γάμους και πανηγύρια μωρέ Ευγενία. Άστην εκεί να κάνει ότι θέλει. Να σου πω, το γαλακτομπούρεκο που έφερες, το έφτιαξε η Λίτσα;>>, <<Άστο, τρώγε καλύτερα... Βρε Ευτυχία μου, ωραία, δεν θες γάμο. Γιατί να χωρίσετε;>> επέμεινε η Ευγενία. <<ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΕ ΣΚΕΦΤΗΚΕ! ΕΚΑΝΕ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΙΟΥ ΤΟΥ. Για καλό ήρθα; Να με πρήξεις θες κι εσύ;>> απάντησε αναστενάζοντας και άναψε ξανά τσιγάρο. <<Εντάξει, εντάξει. Δεν σε πρήζω. Μόνο να το σκεφτείς σου ζητάω. Είναι κρίμα να χωρίσετε. Ο Φώτης είναι χρυσό παιδί>>, <<Α σε αυτό συμφωνώ κι εγώ!>> συμπλήρωσε ο Κώστας. <<Αν σου ξαναφέρω εγώ μπριζολίκια, να με φτύσεις, που συμφωνείς! Τέλος πάντων... Μπορώ να μείνω εδώ σήμερα; Δεν αντέχω να παώ σπίτι μου>> τους ζήτησε ευγενικά. <<Να μείνεις όσο θες, αρκεί να το ξέρουν. Να μην σε ψάχνουν>>, <<Ρε Τζένη...>>, <<Δεν ακούω κουβέντα αλλιώς θα την πάρω εγώ τη Ρήνα>>. Η Ευτυχία ξεφύσηξε. <<Καλά. Θα πάρω τον πατέρα μου. Ο μόνος φυσιολογικός απ' όλους σας! Μόνο αυτός μου έδωσε δίκιο>>, <<Καλά τώρα, τον Σαράφη το μόνο που τον νοιάζει είναι μη μείνει έτσι το γραφείο. Σκοτίστηκε για τον Φώτη...>> ψέλλισε ο νεαρός μέσα από τα δόντια του. <<Τι είπες Κώστα;>>, <<Όχι λέω, ο Σαράφης είναι μορφωμένος, τι θα έλεγε; Δεν τα μετράει αυτά>>.

Η Ουρανία έκανε αέρα με τη βεντάλια. Ήταν όλες μαζεμένες στο σαλόνι του αρχοντικού. <<Χάλια είναι το παλικάρι μου, ΧΑΛΙΑ! Τύφλα γύρισε τα ξημερώματα και ακόμα κοιμάται. Μύριζε όλο το ραφτάδικο ουίσκι. Τι ώρα είναι; 15:20. Είπα στον Κυριάκο 16:00 να τον ξυπνήσει. ΘΑ ΠΑΘΕΙ ΤΙΠΟΤΑ!>>. Η Ασημίνα που καθόταν δίπλα της, κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Κι ο Σέργιος ούτε έφαγε για μεσημέρι. Τρεις φορές προσπαθήσαμε να τον ξυπνήσουμε και τίποτα. Πάνω είναι και ροχαλίζει>>, <<Έπινε κι εκείνος καλέ για συμπαράσταση. Όσα ήπιε ο Φώτης, ήπιε κι ο Σέργιος>> πέταξε η Κατερίνα. <<Καλά αδελφή, εντάξει αυτοί. Τον Νέστορα γιατί τον άφησες; Μικρό παιδί είναι ακόμα!>> της είπε νευρικά η Σοφούλα. <<Tι να έκανα μωρέ;>>, <<Να σου πω Κατερίνα, ήπιαν κι οι κόρες μου;>> ρώτησε αυστηρά η Ελένη. <<Γουλιά δεν ήπιαν. Πρόλαβαν νομίζεις...>>, <<Γιατί μόλις έφαγαν τα σουτζουκάκια, πήγαν κι έπεσαν ξερές. Ούτε παγωτό δεν ήθελαν. Κι έχω και τον Λάμπρο, που μου έχει βγάλει τη ψυχή. Τώρα έκατσε εκεί να τις προσέχει>>. <<Τρέμω ολόκληρη, τρέμω! Πώς θα πιάσω βελόνι, μου λέτε; Και το Σάββατο είναι ο γάμος!>>, <<Αχ όχι Ουρανία μου, να χαρείς. Μην την πληρώσει το δικό μου, το νυφικό!>> πέταξε η Κατερίνα. <<Κι η Ρήνα χάλια είναι. Μίλησα πριν λίγο. Στεναχωρήθηκε πάρα πολύ>>, <<Χρυσός άνθρωπος, χρυσός. Τον άλλον, τον δικηγόρο δεν συμπαθώ. Συγνώμη Ελένη μου, είναι κουμπάρος σου, μα πολύ τη σιγοντάρει τη δικηγορέσσα και φτάσαμε ως εδώ!>> έκανε η Ουρανία. <<Δεν φταίει ο Μιχάλης βρε Ουρανία. Όλοι οι πατεράδες, το ίδιο. Νομίζεις αν έκανε κανά τέτοιο καμία από τις δικές μου, ο Λάμπρος δεν θα τη σιγόνταρε;>>, <<Αχ όχι Λενιώ μου, έναν τον έχω κι εγώ τον λεβέντη μου. Μην μας κάνει κανά τέτοιο η κόρη σου, να χαρείς!>> την πείραξε η Σοφούλα. <<Θα τα ξαναβρούν, σταματήστε να σκάτε. Η Ευτυχία είναι μοντέρνο κορίτσι και παρορμητική. Θα καταλάβει το λάθος της και θα γυρίσει από μόνη της. Αφήστε τα αυτά κι έχουμε γάμο το Σάββατο. Ένα σωρό πράγματα είναι να γίνουν!>> τις μάλωσε η Δρόσω. <<Καλά λέει. Τίποτα δεν είναι έτοιμο. Για ελάτε να τα δούμε...>> πρότεινε η Παγώνα.

Η Ελένη έκατσε στην τραπεζαρία αναστενάζοντας. Τα κορίτσια χάζευαν στην τηλεόραση. <<Κουράστηκες καρδια μου; Έλειπες ώρες>>, <<Τι να κάνω βρε Λάμπρο; Ξέρεις πόσες δουλειές έχει ένας γάμος. Πιάσαμε και το κουβεντολόι για την Ευτυχία και τον Φώτη...>>, <<Η Ουρανία έξαλλη;>>, <<Το έξαλλη είναι λίγο. Τέλος πάντων. Εσείς κοκόνες, δεν θα κοιμάστε το βράδυ τόσο ύπνο που ρίξατε>>, <<Μην ανησυχείς για μας>> πέταξε η Βαλεντίνη χωρίς να πάρει τα μάτια της από την τηλεόραση. <<Δεν πειράζει Λενιώ μου, άστες. Απ' το να παίρνουν τους δρόμους...>> ψιθύρισε ο Λάμπρος. <<Την λυπήθηκα την Ουρανία. Άντε τώρα να βρει ο Φώτης άλλη...>>, <<Κι αυτός ο Φώτης πια, φαγώθηκε. Δεν έχουν όλες οι γυναίκες όνειρο ζωής το γάμο>> έκανε η Βαλεντίνη. <<Όταν αγαπάς τον άνθρωπο σου, θες να εισαι μαζί του, εγώ αυτό ξέρω! Γιατι να μην σας ευλογήσει κι ο Θεός; Να μην κάνετε ένα γλέντι για τους δικούς σας ανθρώπους; Είναι ωραία στιγμή για το ζευγάρι!>> διαμαρτυρήθηκε η Ελένη. <<Παλιά μπορεί γιατί αν εσύ έλεγες στον παππού ότι θα βγεις με τον μπαμπά, θα σε κλείδωνε σπίτι. Τώρα δεν μετράει τόσο>>, <<Όταν παντρεύτηκα με τον μπαμπά, δεν ήμουν 17 χρονών και ο παππούς δεν ζούσε. Μαζί μέναμε. Δεν ήταν το πρόβλημα μας οι περιορισμοί και θέλαμε να παντρευτούμε!>>. Η Βαλεντίνη γέλασε πονηρά. <<Έκανες και τέτοια μαμά; Σώγαμπρο τον είχες τον αγαπητικό;>>, <<ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ! Θεός φυλάξοι παιδί μου, άκου αγαπητικός. Αρραβωνιασμένοι ήμασταν>>, <<Απλώς βέρες φορούσατε, δεν κάνατε κανονικό αρραβώνα>> πετάχτηκε η Βιολέτα. <<Ο νονός σου τα λέει αυτά; Θα τον στρώσω εγώ!>> έκανε νευρικά η Ελένη. <<Μαμά τι θα φάμε;>> ρώτησε η μικρή. <<Πτώμα είμαι, δεν θα μπω στη κουζίνα. Κάντε και μια φορά κάτι μόνες σας>>, <<Μαμά να πάρουμε πίτσα;>>, <<ΠΙΤΣΑ;>>, <<Καλά λέει το νιάνιαρο. Πίτσα μαμά>>, <<Ότι πει ο πατέρας σας. Εγώ στη Λάρισα δεν πάω να σας φέρω>>. Ο Λάμπρος ανακάθισε. <<Τι πίτσα θέλετε;>>, <<Εγώ μόνο με τυρί>>, <<Φάε ψωμί με τυρί τότε. Τι σόι πίτσα είναι αυτή; Σκέτη θα φας; Εγώ με απ' όλα. Special πες του>> έκανε η Βαλεντίνη. <<Εμένα αυτές οι αηδίες δεν μου αρέσουν. Μια παραδοσιακή να μου πάρεις, με φέτα, ντομάτα... Ξέρει αυτός>>. Ο δάσκαλος σηκώθηκε νευρικά. <<Μάλιστα. Τίποτε άλλο;>>, <<Coca cola!>> έκανε η Βιολέτα. <<Έχει μέσα>>, <<Δεν την πίνουμε, την άνοιξε η Τζένη χτες και δεν είναι ίδια γεύση>>, <<Λάμπρο, ούτε κουράγιο να τσακωθώ δεν έχω. Πάρτους ότι θέλουν να τελειώνουμε!>>. Ο δάσκαλος έφυγε και έμειναν οι τρεις τους. <<Μαμά, εσύ ήθελες να παντρευτείς;>> ρώτησε η Βιολέτα. <<Φυσικά και ήθελα!>>, <<Δηλαδή όταν στο ζήτησε ο μπαμπάς είπες κατευθείαν ναι ή το σκέφτηκες;>>, <<Από τότε που ήμουν 17 και μου το πρωτοείπε, ναι του είπα. Αυτά τα μοντέρνα, τα δεν ξέρω, άσε με να το σκεφτώ και γιατί δεν μου το πες, εγώ δεν τα καταλαβαίνω!>>

------------------------------------------------------------

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1947

Ο Γιώργος ο Σταμίρης έφτασε με τη μεγάλη του κόρη, στην πλατεία του χωριού. <<Πατέρα, μήπως δεν έπρεπε να τις αφήσω μόνες τους;>>, <<Γυναίκα έχει γίνει η Ασημίνα, τι θα πάθουν; Κι εσύ μεγάλωσες. Δεν θα είσαι κλεισμένη στο σπίτι. Χρειάζεσαι την έξοδο. Εκείνες παίζουν παρέα>> απάντησε σοβαρά και την έπιασε από τον ώμο. Έκατσε εκείνος σε ένα τραπέζι της πλατείας με άλλους συγχωριανούς και το κορίτσι του ζήτησε την άδεια να πάει σε ένα άλλο πλαϊνό τραπέζι που ήταν μαζεμένα μερικά κορίτσια. <<Βιολέτα, στείλε τσίπουρο στις τσούπρες, ίσα να βρέξουν τα χείλη τους, για τον αρραβώνα της Αθηνάς μου με τον Θανάση>> φώναξε ο Ανέστης, ένας συγχωριανός που καθόταν πλάι στον Γιώργη. Η Ελένη χαμογέλασε στο κορίτσι. <<Να ζήσεις Αθηνά μου. Μα καλά, πώς;>>, <<Η αλήθεια είναι πως είχαμε ένα κόρτε. Μη φανταστείτε. Ούτε φιλί δεν είχαμε δώσει, μα του άρεσα. Ε με ζήτησε... Ξέρετε πως γίνονται αυτά...>> απάντησε ντροπαλά. <<Ούτε φιλί ε; Μπράβο. Σεβαστικό παιδί ο Θανάσης>> έκανε μια άλλη κοπέλα, η Αρετή και η Ελένη ανακάθισε, χωρίς να μιλήσει. Όλοι ευχόντουσαν στην Αθηνά, που είχε την ίδια ηλικία με εκείνη, μα ο Θανάσης ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος. Λίγο αργότερα, είδε τον Λάμπρο να πλησιάζει στο τραπέζι τους, κοιτώντας την επίμονα και κοκκίνησε με μιας. <<Γεια σας κορίτσια>> είπε ευγενικά. <<Γεια σου όμορφε>> απάντησε αυθόρμητα η Τασούλα κι η Ελένη την κοίταξε στραβά. Εκείνος την αγνόησε. <<Να ζήσετε Αθηνά. Κάθε ευτυχία>>, <<Να σαι καλά Λάμπρο μου. Κι εσύ καλή πρόοδο και μια καλή τύχη>>, <<Κάτσε μαζί μας>> του πρότεινε η Τασούλα παιχνιδιάρικα. <<Να μην σας ενοχλώ>> έκανε ευγενικά και έφυγε γνέφοντας διακριτικά στην Ελένη. <<Ομορφόπαιδο. Τυχερή η νύφη που θα τον πάρει>> πέταξε η Τασούλα. <<Άντε, με το καλό. Είδαμε δα πως τον κοίταζες>> απάντησε η Αρετή. <<Εγώ θέλω να πάρω ξενομερίτη, να φύγω από το χωριό. Άλλωστε, ούτε ένα βλέμμα του δεν μου έριξε. Άλλη κοιτούσε συνέχεια>>. Η Ελένη ξεροκατάπιε. <<Ποια καλέ; Δεν πρόσεξα>>, <<Εμένα δεν κοίταζε, εσένα όχι, η Αθηνά αρραβωνιάστηκε. Ποια μένει...>>. Η Ελένη τις κοίταξε αμήχανα. <<Είμαστε φίλοι από παιδιά και...>>, <<Προχτές σας είδα κοντά στο γεφυράκι, καθώς περνούσα για το σπίτι μου. Πρόσεχε μη σε δει κανένα άλλο μάτι γιατί το φίλοι δεν το λογαριάζουν στο χωριό. Κι όπως σε κοιτάζει, εγώ άλλα θα σκεφτόμουν...>>.

Ο Λάμπρος τσούγκρισε με τον Θανάση. <<Ευχήθηκα και στην Αθηνά. Να ζήσετε. Μόνο χαρές να σας έρθουν>>, <<Σ' ευχαριστώ λεβέντη μου. Κι εσύ μ' ένα καλό κορίτσι>>, <<Ευχαριστώ. Πώς κι έτσι νέος; Τώρα ήρθες από φαντάρος>>. Ο νεαρός έσκυψε στο αυτί του. <<Πόσο να το καθυστερούμε; Να την πάρω, να ζήσουμε κι εμείς τη ζωή μας σα ζευγάρι. Όχι να κρυβόμαστε από δω κι από κει. Κι εδώ που τα λέμε, είμαι κι άντρας. Πόσο να αντέξω μόνο με φιλάκια και αγκαλίτσες; Να γίνει ο γάμος, να φχαριστηθώ τη γυναίκα μου>> του είπε χαμηλόφωνα κι ο Λάμπρος κούνησε αυθόρμητα το κεφάλι του. <<Αυτό να μου πεις>> πέταξε κι ύστερα κοκκίνησε από ντροπή. <<Έχεις κανά κορίτσι ρε; Άστραψε το μάτι σου. Εμένα ντρέπεσαι;>>, <<Όχι... Όχι μωρέ Θανάση. Τι κορίτσι και...>>, <<Ποια είναι; Η Λενιώ;>>. Ο Λάμπρος τον κοίταξε σοκαρισμένος. <<ΟΧΙ. Όχι ρε συ, εγώ...>>, <<Καλά. Κοίτα μην την εκθέσεις. Κι εμένα με την Αθηνά, μας είχαν φάει τα βουνά κι οι λόφοι. Όταν κάνεις τον αρραβώνα, βγαίνετε και στον κόσμο. Ως τότε, μετρημένος να είσαι>>. Ο Μιλτιάδης τον πλησίασε κι ο νεαρός ένιωσε ανακούφιση. <<Κοίτα μην πιεις. Εδώ απέναντι κάθομαι>>, <<Ναι πατέρα, μην ανησυχείς. Δεν θα πιω>>. Ο Φανούρης έκατσε δίπλα στον Λάμπρο και τσούγκρισε με τον Θανάση. <<ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΜΟΥ! Ρε συ, μας πρόλαβες όλους>>, <<Και στα δικά σου Φανούρη. Τι το αργείς;>>, <<Ε να βρεθεί η νύφη...>>, <<Φανούρη, άστα αυτά και να πας να ζητήσεις τη Μερόπη>> του έκανε χαμηλόφωνα. <<Πάψε βρε, μη σ' ακούσει ο αδελφός της>>, <<Να μη με ακούσει αλλά όλο το χωριό σας έχει δει. Ντροπής πράγματα. Να αυτά λέω και στον Λάμπρο>>. Ο Φανούρης τον κοίταξε ταραγμένα. <<Τι του λες δηλαδή;>>, <<Να είναι σοβαρός και να προσέχει. Μην εκθέσει καμιά κοπέλα>>, <<Άντε καλέ. Ο Λάμπρος είναι μικρός κι είναι και γραμματιζούμενος. Δεν έχει χρόνο για θηλυκά. Ε, Λάμπρο;>>, <<Nαι ναι, έτσι είναι>>. Ο Φανούρης έσκυψε στο αυτί του. <<Δεν πιστεύω να σε έχει δει πουθενά και να σου πετάει σπόντες; Αυτός είναι χειρότερος κουτσομπόλης κι από τη Ρίζω>>, <<Δε νομίζω>>, <<Πάλι καλά. Και πρόσεχε γιατί κι αυτόν τον είδε ο πατέρας της Αθηνούλας και του είπε ή σε σκοτώνω ή την παίρνεις. Αλλιώς σιγά μην έδινε λόγο>>, <<Μακάρι να μου το έλεγε κι εμένα αυτό Φανούρη, μα φοβάμαι μη μείνει μόνο στο σε σκοτώνω>> έκανε ο νεαρός κι έβαλαν τα γέλια.

Η Ελένη βοήθησε τον πατέρα της να ανέβει τις σκάλες για να μπουν στο σπίτι. Εκείνος παραπατούσε από το τσίπουρο. <<Ήπιες πολύ πατέρα>>, <<Μας κέρναγαν και δεν μπορούσα να πω όχι. Καλά είμαι. Θα κοιμηθώ και θα ξυπνήσω φρέσκος>> της απάντησε. Η κοπέλα έστρυψε το βλέμμα προς τις λεύκες και είδε τον Λάμπρο να στέκεται εκεί. Της χαμογέλασε πλατιά και της έκανε νόημα να πάει κοντά του. Ανέβηκαν στο σπίτι και βοήθησε τον Γιώργη να βγάλει τις μπότες του και να πέσει στο κρεβάτι. Έπειτα, περίμενε πέντε λεπτά, μέχρι να ακούσει το ροχαλητό του πατέρα της κι ύστερα βγήκε στην αυλή. <<Είσαι με τα καλά σου; Τι κάνεις εδώ μες τη μαύρη νύχτα;>>. Ο νεαρός αναπήδησε κεφάτα και την κράτησε από τη μέση. <<Τον είδα πόσο μεθυσμένος ήταν και σας ακολούθησα. Σίγουρα θα έπεσε ξερός. Πάμε μια βόλτα;>> της πρότεινε εύθυμα. <<Τέτοια ώρα; Τρελάθηκες;>>. Ο Λάμπρος την κοίταξε μουτρωμένα. <<Ωραία. Πάμε έστω πίσω από τις λεύκες για λίγο. Ο πατέρας σου δεν πρόκειται να έρθει. Αν σηκωθεί καμία από τις μικρές, λες πως βγήκες να πάρεις αέρα>>. Το κορίτσι έγνεψε καταφατικά και βολεύτηκαν πίσω από τον μεγάλο κορμό. <<Φιλί;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα κι εκείνη κόλλησε απαλά τα χείλη της στα δικά του. <<Δεν έπρεπε να έρθεις ως εδώ. Θα με έβλεπες αύριο>>. Το αγόρι χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Μην με αποπαίρνεις συνέχεια. Ήταν ευκαιρία. Ωραία βραδιά ήταν, ε; Μακάρι να καθόμασταν όλοι μαζί, να διασκεδάζαμε. Μα τι στραβά μυαλά έχουν σε αυτό το χωριό; Τόσο φοβερό θα ήταν να ήμασταν σε ένα τραπέζι, αγόρια και κορίτσια;>> αναρωτήθηκε νευρικά. <<Σιγά μη με άφηνε ο πατέρας μου. Χωρατά κάνεις; Ξέρεις πως είναι εδώ τα πράγματα. Φήμες λένε πως ο πατέρας της Αθηνάς την είδε με τον λεγάμενο, για αυτό έγινε έτσι σύντομα ο αρραβώνας>>, <<Δηλαδή δεν τον ήθελε για γαμπρό εκείνη;>>, <<Ήθελε, δεν ήθελε, τώρα θα τον πάρει. Αυτός πάντως δεν μου φαίνεται να θέλει και πολύ>>. Ο Λάμπρος δαγκώθηκε ντροπαλά. <<Εσύ; Θες...;>>, <<Να παντρευτώ τον Θανάση;>>, <<Όχι βρε Λενιώ, Θεός φυλάξοι. Εσύ θες να παντρευτείς εμένα; Όχι τώρα... Γενικά>> ρώτησε δειλά και τα μάγουλα του κοκκίνησαν. Το κορίτσι τον κοίταξε και τα μάτια της έλαμπαν. <<Αλήθεια το λες;>>, <<Ναι... Αν δεν θες ή θες να το σκεφτείς, θα το καταλάβω. Είσαι μικρή ακόμα, θα έχεις πολλές τύχες...>> απάντησε λυπημένα. Εκείνη τον αγκάλιασε, τυλίγοντας τα χέρια της στον λαιμό του και χάιδεψε τους κροτάφους τους. <<Τι κουταμάρες λες; Υπάρχει μεγαλύτερη τύχη από σένα;>>, <<Δεν υπάρχει;>>. Τον φίλησε αργά, αισθησιακά, δαγκώνοντας ελαφρά τα χείλη του και ακουμπώντας μαλακά τη γλώσσα της πάνω στη δική του. <<Δεν υπάρχει>> απάντησε με σιγουριά κι εκείνος τη φίλησε στο λαιμό. <<Ούτε για μένα, καρδιά μου. Και... αυτή η χαζοβιόλα, η Τασούλα, που με κορτάρει, δεν θέλω να σε κάνει να νιώθεις άσχημα>>. Η Ελένη του έριξε μία πικραμένη ματιά. <<Της αρέσεις κομμάτι>>, <<Ε και; Σάμπως εμένα μου αρέσει;>>. Εκείνη του χαμογέλασε. <<Όχι...>>, <<Ε όχι βέβαια>>. Την φίλησε ξανά και έσφιξε τα χέρια του γύρω από την κοιλιά της. <<Πάντως... Δεν θέλω να μας δει ο πατέρας μου>>, <<Εμένα δεν θα με πείραζε να με υποχρεώσει να σε παντρευτώ αλλά θα σε πάρω μαζί μου στην Αθήνα που θα σπουδάζω>> έκανε κεφάτα. <<Το πιο πιθανό είναι να κλειδώσει εμένα στο σπίτι κι εσένα να σε κυνηγάει με την καραμπίνα, όχι να μας δώσει και τις ευχές του για γάμο. Οπότε ας προσέχουμε και σταμάτα να τη στήνεις εδώ κάτω>>. Το αγόρι ξεφύσηξε νευρικά. <<Και πώς θα σε βλέπω βρε Λενιώ; Εδώ δεν θες να έρχομαι, στα χωράφια δεν θες... Κρύβομαι καλά πάντως>>, <<Πολύ καλά. Ο Φανούρης μας είδε από την πρώτη μέρα που γίναμε ζευγάρι, ο πατέρας σου όποτε με βλέπει στο χωριό είναι αμήχανος και τα κορίτσια μου άφηναν λόγια πως δεν έχεις μάτια για άλλη...>>, <<Ε ψέματα είναι; Τι να κάνω; Να κοιτάζω τις άλλες για να μην λένε για σένα;>>, <<Ε ΟΧΙ ΔΑ!>>. Ο Λάμπρος έπιασε το πιγούνι της με το δάχτυλο του. <<Εσύ είσαι η γυναίκα μου κι αφού και εσύ θες, όταν έρθει η ώρα θα σε ζητήσω και δεν θα βρισκόμαστε κατάχαμα πίσω από τα δέντρα>>. Το κορίτσι του έγνεψε θετικά και κούρνιασε στο στήθος του.

----------------------------------

<<ΠΕΣ ΜΟΥ ΜΟΝΟ ΤΙ ΣΚΕΦΤΟΣΟΥΝ! ΕΙΣΑΙ ΣΟΒΑΡΗ;>> ούρλιαξε ο Σέργιος στην Ευτυχία που κάπνιζε ατάραχη. <<Ευχαριστώ πάρα πολύ κουμπάροι μου, που του καρφώσατε πως είμαι εδώ. ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΚΑΛΑ>>, <<Α να με συμπαθάς, εγώ δεν είπα τίποτα>> έκανε η Ευγενία κι έπιασε την κοιλιά της. <<Η μάνα σου, μου το πε. Πήγα στη Λάρισα να σε βρω. Τα είπαμε και μαζί>> απάντησε ο Σέργιος κι η Ευτυχία τινάχτηκε όρθια. <<ΣΕΡΓΙΟ ΑΠΟ ΠΟΤΕ ΣΕ ΕΒΑΛΑ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ;>>, <<Ο ΦΩΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ!>>, <<ΚΙ ΕΓΩ ΣΑΝ ΑΔΕΛΦΗ ΣΟΥ! ΛΙΓΑ ΕΧΟΥΜΕ ΠΕΡΑΣΕΙ ΜΑΖΙ; Εύκολα ξεχνάς μου φαίνεται!>>. Η Κατερίνα προσπάθησε να τον συγκρατήσει, μα εκείνος την πλησίασε απειλητικά. <<ΑΝ ΦΕΡΟΤΑΝ ΕΤΣΙ ΣΕ ΣΕΝΑ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΘΑ ΤΟΥ ΕΚΑΝΑ. Μια πρόταση γάμου ήθελε να κάνει ο καψερός, κι εσύ τον χώρισες! Γιατί μωρέ; Μαζί δεν τα πίναμε και λέγαμε πως έχεις αράξει εκεί και άφησες τους γκόμενους;>>, <<ΣΕΡΓΙΟ ΣΚΑΣΕ ΕΝΤΑΞΕΙ; Τράβα εκεί να ετοιμαστείς για το γάμο κι άσε τις φασαρίες. ΔΕΝ ΣΕ ΒΑΛΑΜΕ ΠΡΟΞΕΝΗΤΡΑ! Κι αν θέλει να μου πει κάτι ο Φώτης, ξέρει που είμαι. Δεν χρειάζεται να στέλνει ειδικό απεσταλμένο>>, <<ΤΙ ΛΕΣ ΒΡΕ ΓΕΛΟΙΑ; ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ ΗΡΘΑ!>>, <<ΑΚΟΜΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ>>. Ο Κώστας τους πλησίασε ήρεμα. <<Βρε παιδιά, εσείς είστε μαζί από μικρά παιδιά. Ντροπής πράγματα. Γιατί δεν καθόμαστε, να βάλω ένα κρασάκι, να τα πούμε ήρεμα;>>, <<ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΛΑ! Εγώ ήρθα εδώ να ηρεμήσω, όχι να απολογηθώ στον Σέργιο. Αν θέλει να κάτσουμε να παίξουμε μια μπιρίμπα, ας μείνει. Αν είναι να λέμε για το Φώτη, να πάει σπίτι του να μετράει μπομπονιέρες και να με αφήσει στην ησυχία μου>> απάντησε η Ευτυχία. <<Είμαστε πέντε, δεν βγαίνει για μπιρίμπα>> πέταξε η Κατερίνα. Όλοι ξεφύσηξαν. <<Να πας να τον βρεις>> της είπε νευρικά ο Σέργιος. <<ΣΕΡΓΙΟ ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ, ΕΝΤΑΞΕΙ; ΟΤΙ ΘΕΛΩ ΘΑ ΚΑΝΩ. ΑΔΕΙΑΖΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΩΝΙΑ!>>, <<Αυτή είναι η τελευταία σου λέξη;>> τη ρώτησε θυμωμένα. <<ΝΑΙ>>, <<Πολύ καλά. Πάμε Μπέμπα. Και δεν θέλω ούτε την καλημέρα σου ξανά. ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΗ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ!>>, <<Μας σηκώθηκε η τρίχα. Μωρέ τι μας λες; Άντε στο καλό. ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ Ο ΣΕΡΓΙΟΣ. ΑΝΤΕ ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ!>>. Ο άντρας έφυγε νευριασμένος κι η Κατερίνα χαιρέτησε ντροπαλά. Η Ευτυχία σωριάστηκε σε μία καρέκλα κι άναψε τσιγάρο. <<Να φέρω ένα τσιπουράκι να ηρεμήσουμε; Όχι εσύ όμως Τζενάκι μου, δεν κάνει>> πρότεινε τρυφερά ο Κώστας. <<Χίλια συγνώμη βρε κουμπάρε. Σε αναστατώσαμε κι εσένα. Δεν φταις κι όλας... Μας φορτώθηκες όλους, σοβαρός άνθρωπος>>, <<Μην το ξαναπείς. Άντε πάω>>. Η Ευγενία έκατσε δίπλα στην Ευτυχία και της έπιασε το χέρι τρυφερά. <<Να σου πω... Γιατί είπες να μην ανοίξεις το στόμα σου; Δεν πιστεύω να είχες κάνει τίποτα με τον Σέργιο ποτέ;>>. Η Ευτυχία την κοίταξε νευρικά. <<Τι λες μωρέ Τζένη; Ο Σέργιος είναι οικογένεια>>, <<Α ωραία. Γιατί ανησύχησα>>, <<Καταρχάς και να έχω κάνει, δεν μετράει. Ο Σέργιος είναι σαν αδελφός μου. Και να έγινε δηλαδή, μετά πάλι φιλαράκια είμαστε>>. Το κορίτσι την κοίταξε σοκαρισμένη. <<Και μ' αυτόν μωρή; Τι ακούω Θέε μου, και τα ακούει και το παιδί μου...>>.

<<Ναι... Α μάλιστα. Στο σχολείο είσαι εσύ; Α έχεις κενό, ωραία. ΚΑΙ ΤΙ ΕΙΠΕ; Τόσο πολύ; Καλά βρε Τζένη και τώρα μου τα λες; Να με έπαιρνες χτες το βράδυ, να ερχόμουν. Ωχ βρε Τζένη... Καλά. Θα ρθεις το απόγευμα στις θείες; Τι να μαγειρέψεις μωρέ; Μαγειρεύεις το βράδυ. ΘΑ ΡΘΕΙΣ! Να πεις και καμία κουβέντα στον Σέργιο. Ντάξει; Ωραία, τα λέμε εκεί>>. Η Βαλεντίνη έκλεισε το τηλέφωνο και πλησίασε την Ελένη που μαγείρευε. <<Τι έγινε;>> μουρμούρησε η μητέρα της, καθώς ανακάτευε το φαγητό. <<Χαμός. Τσακώθηκε ο ανιψούλης σου, με την Ευτυχία και της είπε να μην του ξαναπεί ούτε καλημέρα>>, <<Θα τα βρουν. Αυτό; Τίποτε άλλο δεν έγινε;>>, <<Μπα... Αυτός ο Κώστας, θα μας βρίσει σε λίγο. Κάθε μέρα κουβαλιέται η Σάρα κι η Μάρα σπίτι τους. Μία εμείς, μια η Ευτυχία, μια ο Σέργιος...>>, <<Τι να κάνουμε; Εδώ είναι χωριό. Έτσι έχουμε μάθει. Κι εμάς το σπίτι μας, ορθάνοιχτο ήταν πάντα. Και νιόπαντροι που ήμασταν, είχαμε και τις αδελφές μου εδώ>>, <<Τώρα εξηγείτε πως δεν κάνατε παιδί>> πέταξε εύθυμα κι η Ελένη την κοίταξε αυστηρά. <<Δεν κοιμόντουσαν στο κρεβάτι μας>>, <<Τέλος πάντων. Ο Κώστας είχε μάθει αλλιώς όμως. Και στη Θεσσαλονίκη φοιτητές ήταν οι δυο τους, και στη Λάρισα...>>. Η Λενιώ αναστέναξε. <<Να σου πω Βαλεντίνη... Κι εσύ τώρα που θα πας στην Αθήνα, θα μένεις με τον Νέστορα;>> ρώτησε δειλά. <<Ε ναι... Όχι μόνιμα. Μη τον βαρεθώ κι όλας>> απάντησε αδιάφορα, παίζοντας με μία μπούκλα της. <<Ναι...>> πέταξε νευρικά. <<Μην ανησυχείς. Δεν θα το μάθει ο μπαμπάς>>, <<Ναι, το φαντάζομαι. Δεν ανησυχώ για αυτό...>>, <<Τότε γιατί;>>. Η Ελένη την πλησίασε και της χάιδεψε τα μαλλιά. <<Ε... Τώρα μεγάλωσες, είστε τόσα χρόνια μαζί... Κι εγώ σαν μάνα έχω τις έννοιες μου. Με καταλαβαίνεις>> της είπε τρυφερά. <<Όχι>>. Η γυναίκα της έριξε μία ματιά απελπισίας. <<Τι όχι παιδί μου; Καλό παιδί είναι ο Νέστορας, δεν λέω αλλά να μην ανησυχώ; Θέλω να σου φερθεί καλά>>, <<Καλά μου φέρεται>>, <<Δεν εννοώ γενικά μωρέ Βαλεντίνη. Στο άλλο εννοώ....>>. Η Βαλεντίνη την κοίταξε με περιέργεια. <<Γιατί να μην μου φερθεί καλά βρε μαμά; Αλλάζει ο χαρακτήρας του ανθρώπου στην Αθήνα;>>, <<ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΘΕΣ ΝΑ ΜΟΥ ΣΠΑΣΕΙΣ; ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΤΙ ΕΝΝΟΩ! ΜΟΝΟ ΘΑ ΚΟΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ; Αν δεν με συγχύσεις, δεν μπορείς...>>, <<Ε καλά τι διαφορά θα έχει εκεί; Επειδή θα είμαστε οι δυο μας;>>. Η Ελένη την κοίταξε σοκαρισμένη. <<Τι εννοείς τι διαφορά θα έχει εκεί; Γιατί, γίνεται κι εδώ;>>, <<Ε ναι...>> απάντησε άνευρα. <<ΤΙ ΛΕΣ ΜΩΡΕ; ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΟ ΠΕΣ;>>, <<Γιατί να στο πω; Συμβουλές θα μου δώσεις;>>. Η γυναίκα σωριάστηκε σε μία καρέκλα. <<ΜΩΡΗ ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΗ; ΤΙ ΛΕΣ ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ; Καλά εμείς δεν τα λέμε όλα μεταξύ μας;>>, <<Ε όλα, εκτός από αυτό. Λες κι η Τζένη στα έλεγε...>>, <<ΑΛΛΟ Η ΤΖΕΝΗ! Η Ευγενία τέλος πάντων. Δεν είμαι καλά, μου ανεβαίνει η πίεση>> έκανε ταραγμένα η Ελένη. <<Μαμά, επειδή έχουμε δουλειές και θέλω να πάω στις θείες, μην ανησυχείς. Και προσέχουμε και με σέβεται>>, <<Ναι τι να σου πω... Μεγάλος σεβασμός>>. Η Βαλεντίνη γέλασε νευρικά. <<Όσο σε σεβάστηκε κι εσένα ο μπαμπάς...>>, <<ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΝ ΠΙΑΝΕΙΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ! Είχε σοβαρό σκοπό!>>, <<Παντρεμένος με άλλη ήταν, τι σοβαρό σκοπό είχε;>>. Η Λενιώ τινάχτηκε όρθια. <<Τη γλώσσα θα σου κόψω! Ποιος τα λέει αυτά τα ψέματα; Δεν είχαμε σχέσεις όσο ήταν παντρεμένος!>>, <<Καλά καλά. Μας έπεισες. Πάω στη θεία. Μην ανησυχείς, το μυαλό το έχω στο κεφάλι μου. Δεν τρελάθηκα να σου φέρω εγγόνι από τα 18>> της απάντησε και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της.

Ο Λάμπρος μοίρασε το τσίπουρο στο ποτήρι το δικό του και του Κωνσταντή και έγνεψε στη Βιολέτα να τους φέρει ένα ακόμα. <<Άντε να γίνει ο γάμος, να τελειώνουμε. Κάθε μέρα μαζεύονται όλες στο σαλόνι, δήθεν για τις ετοιμασίες, πίνουν καφέ και κουτσομπολεύουν>> πέταξε ο Κωνσταντής, κι ο Σέργιος, που καθόταν στο διπλανό τραπέζι με τον Φώτη και τον Κώστα, έγνεψε θετικά. <<Καλά λέει. Αν το ήξερα, θα πήγαινα να παντρευτώ μόνος μου. Τα αυτιά μας έχουν πάρει>>, <<Κρυφά γίνονται τα άπρεπα. Δεν φτάνει που δεν κάνεις τίποτα, γκρινιάζεις κι από πάνω. Άσε εκεί τις γυναίκες και κάτσε εδώ, άμα δεν μπορείς τη φασαρία>> του είπε αυστηρά ο Τόλιας που καθόταν απέναντι. <<Με τον καλό το λόγο πεθερούλη, ε; Ή μήπως να σε λέω πατέρα από τώρα;>>, <<Να λείπει!>>. <<Εγώ πάλι βαρέθηκα την ησυχία. Τρώμε και μετά εξαφανίζονται, όλες. Ψευτοδιαβάζει κι η Βιολέτα και πάει κι αυτή να βρει τις άλλες. Άδειασε το σπίτι. Τρία παιδιά είχα και τώρα δεν έχω ούτε γυναίκα>> συμπλήρωσε ο Λάμπρος και ήπιε λίγο τσίπουρο. <<Θα έρθει το εγγόνι σε λίγο, δάσκαλε, και θα γεμίσει το σπίτι. Άντε, να δούμε κι εμείς κανένα εγγόνι από το στερνοπούλι μας, να πάρουμε μια χαρά>> απάντησε ο Τόλιας. <<Πόσα εγγόνια έχεις Περικλή, μη βιάζεσαι>> πέταξε ο Σέργιος. <<Ο Νέστορας μεγάλωσε, του Μιχαλάκη τα βλέπουμε αραιά και που...>>, <<Και πρέπει να σκοτωθούμε εμείς να σου κάνουμε εγγόνια; Ας κάνει ο Νέστορας!>>. Ο δάσκαλος πνίγηκε κι άρχισε να βήχει νευρικά. <<Ο Νέστορας είναι μικρός. Να τελειώσει τα ΤΕΙ και μετά θα έρθει η ώρα του>> έκανε ο Περικλής. <<Να βρει και νύφη τότε κοινοτάρχα γιατί εγώ την κόρη μου, δεν την παντρεύω μικρή. Παντρεύτηκε η Ευγενία, φτάνει...>>. Ο Κώστας αναστέναξε. <<Καλά, αφήστε τις παντρειές και τα εγγόνια. Παρασκευή θα βγούμε ε; Να κλείσω τραπέζι στο Εννέα Όγδοα;>> ρώτησε ο Σέργιος. <<Πού θα πάμε ρε παιδιά;>> έκανε κεφάτα ο Κωνσταντής. <<Εσύ πουθενά. Εμείς θα πάμε>>, <<Σάββατο παντρεύεσαι, το θυμάσαι;>>, <<Ο κόσμος παραμονή του γάμου, βγαίνει με τους φίλους του, πίνει, ξενυχτάει, ρίχνει και κανά χορό κι έπειτα πάει να παντρευτεί. Μη κοιτάς που εσείς είστε εκατό χρόνια πίσω>>. Ο Λάμπρος ανακάθισε. <<Έλα τώρα Σέργιε, αν είναι δυνατόν. Κι εγώ το έκανα αυτό στο γάμο μου. Εδώ τα πίναμε. Θυμάται κι ο πεθερός σου. Πάντα γινόντουσαν αυτά>>, <<Ναι, ίσα ένα τσιπουράκι για να αντέξεις τη θεία την Ελένη. Εδώ λέμε για γλέντι με αντροπαρέα. Λοιπόν, θα κλείσω>>. Ο Φώτης τον κοίταξε λυπημένα. <<Εγώ δεν έχω όρεξη>>, <<Δεν σε ρώτησα. Είσαι και κουμπάρος. Εσένα, τον Κώστα και τον Νέστορα σαν θεωρώ δεδομένους>>. Ο δάσκαλος ξεφύσηξε. <<Θα πας κι εσύ Κώστα;>> έκανε αυστηρά. <<Ε... Ναι, έτσι λέω>>, <<Κι η κόρη μου θα μείνει μόνη της; Με την κοιλιά στο στόμα είναι>>. Ο Σέργιος έπνιξε ένα γέλιο. <<Τι λες ρε θείε; Πέντε μηνών είναι η Ευγενία>>, <<Δεν έχει σημασία. Εγώ την Ελένη μου, στις εγκυμοσύνες της, ούτε ένα βράδυ δεν την άφησα μόνη>>, <<Την άφησες πρωί και καλά που ήμουν εκεί να τη σώσω γιατί δεν θα είχα βαφτιστήρα τώρα>> έκανε ο Κωνσταντής, μα ο δάσκαλος του έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Ε τέλος πάντων, δεν χάθηκε ο κόσμος για ένα βράδυ. Θα μπορούσε να μείνει μαζί της η Βιολέτα ή να έρθει σπίτι σας>>. Το πρόσωπο του Λάμπρου φωτίστηκε. <<ΑΥΤΟ! Πολύ καλή ιδέα. Να έρθει σπίτι μας. Να κοιμηθεί με την μάνα της, να το προσέχει το πουλάκι μου γιατί έχω την έννοια της. Μη σου πω να έρθει μόνιμα μέχρι να γεννήσει, να την προσέχουν. Τόσες γυναίκες είναι>>, <<Εσένα δάσκαλε, η Ελένη σου έμενε με τις αδελφές της στις εγκυμοσύνες της;>> τον ρώτησε νευρικά ο Κώστας. <<Όχι αλλά εγώ καλά-καλά δεν κοιμόμουν μέχρι να γεννήσει. Την πρόσεχα πάρα πολύ>>, <<Να σου πω, μην απαντάς! Πρόσεχε τώρα ο θείος, τη Λενιώ τη Σταμίρη, που τραβιόταν στα χωράφια κάθε μέρα. Απ' αυτές ήταν που καθόντουσαν σπίτι να πλέκει ζιπουνάκια και να μαθαίνει ταχταρίσματα>> έκανε ο Σέργιος και ο Κώστας γέλασε. Ο Κωνσταντής σκούντησε τον Λάμπρο και έσκυψε στο αυτί του. <<Ρε συ, τον λυπάμαι αυτόν τον δόλιο, τον Φώτη. Δε μιλιέται>>, <<Τι να κάνουμε κι εμείς; Αυτά είναι στο ζευγάρι>>, <<Κι αυτή τη δικηγορέσσα, την Ευτυχία, τι την έπιασε; Μια χαρά παλικάρι είναι, γιατί να μην θέλει να τον παντρευτεί;>>, <<Τι να σου πω... Αυτές είναι μοντέρνες ιδέες. Δε νιώθει έτοιμη>>, <<Εσύ που είσαι δάσκαλος κι έχεις διαβάσει τόσα βιβλία, κι έχεις και τρεις κόρες, σου φαίνεται φυσιολογικό; Αν η γυναίκα αγαπάει, θέλει και γάμο! Εδώ είναι κάμπος και δεν θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε!>> είπε με σιγουριά ο Κωνσταντής κι ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Εδώ που τα λέμε, όσες φορές ζήτησα από τη Λενιώ να με παντρευτεί, μόνο ναι έλεγε. Όταν της το ζήταγε ο Κυπραίος, του τα μάσαγε γιατί ήλπιζε να τα ξαναβρούμε>>, <<Στα λόγια μου έρχεσαι! Σου πε ποτέ όχι και δεν νιώθω έτοιμη; Και εντάξει, πες μικρή, σκεφτόταν και τον κόσμο. Μεγάλη θα μπορούσε να στο πει αλλά; Δεν το έκανε>>, <<Όχι. Δεν το έκανε...>>

----------------------------------------

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1959

Ακούμπησε τα χείλη του, στην γυμνή της πλάτη και άφησε μικρά υγρά φιλιά, κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της, μέχρι τη μέση της, λίγο πάνω απ' τους μηρούς της. Έπειτα ξάπλωσε το κορμί του πάνω στο δικό της κι άφησε το κεφάλι στον ώμο της. Εκείνη του χαμογέλασε τρυφερά, προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της. <<Τι έχεις πάθει απόψε;>> τη ρώτησε λάγνα κι η Ελένη ανασηκώθηκε, κοιτώντας τον ανήσυχα. Δεν ήθελε να καταλάβει τους σκοπούς της. <<Τι εννοείς;>>, <<Είσαι... Διαφορετική. Πιο στοργική, πιο δοτική...>>. Τον φίλησε πεταχτά και ξάπλωσε στο μαξιλάρι της. <<Είμαι στον παράδεισο>> αρκέστηκε να πει. Ο Λάμπρος τράβηξε τα μαλλιά της στο πλάι και φίλησε το σβέρκο της. <<Πότε θες να γίνει ο γάμος;>> πέταξε, χαϊδεύοντας τα πλευρά της. <<Νωρίς είναι>> απάντησε, χωρίς να τον κοιτάζει. <<Σε κανά μήνα θα βγει το διαζύγιο. Θες να γίνει τον Οκτώβρη;>>. Η Ελένη γύρισε το κορμί της κι ένιωσε το βλέμμα του να πέφτει στο στήθος της, που ήταν γυμνό. <<Μη βιάζεσαι... Πιο μετά>>, <<Γιατί να το καθυστερήσουμε;>>, <<Γιατί... Γιατί δεν είναι σωστό να παντρευτείς μόλις βγει το διαζύγιο σου>>. Ο δάσκαλος ξεφύσηξε παραπονιάρικα. <<Και πότε λες δηλαδή; Τα Χριστούγεννα; Και ως τότε θα μπαίνω απ' τα παράθυρα σαν τον κλέφτη;>>, <<Ε όχι δα... Θα δούμε. Θα μιλήσω και στη Δρόσω και... Τέλος πάντων, ας το αφήσουμε αυτό>>. Δεν της άρεσε να τον κοροϊδεύει, ενώ ήξερε πως ο γάμος τους δεν πρόκειται να γίνει, όμως δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει την τελευταία νύχτα που πλάγιαζαν μαζί. <<Βρε Λενιώ, ξανασκέψου το. Εγώ... Θέλω να ζήσουμε επιτέλους κανονικά σα ζευγάρι>>, <<Σα ζευγάρι ζούμε>> απάντησε, μπλέκοντας τα δάχτυλα της στα μαλλιά του. <<Να κάνουμε παιδιά>>. Η Ελένη δαγκώθηκε, μα ένα δάκρυ έτρεξε από τα μάτια της. <<Ει, τι έπαθες;>>, <<Τίποτα καρδιά μου. Όλα καλά>>, <<Καλά. Ας γίνει Χριστούγεννα αλλά αν προκύψει κανένα απρόοπτο ως τότε, δεν ευθύνομαι>>, <<Τι απρόπτο;>> ρώτησε ανήσυχα εκείνη. <<Α δεν ξέρω. Κανένα μικρό Λενιώ...>> πέταξε κεφάτα και χάιδεψε την κοιλιά της. Εκείνη λούφαξε στο μαξιλάρι και σήκωσε τα χέρια της, τυλίγοντας τα γύρω από το κεφάλι του. Τον τράβηξε πάνω της, καταβροχθίζοντας το στόμα του μέσα στο δικό της και άνοιξε τα πόδια της για να τα τυλίξει γύρω από τη μέση του. <<Ολα θα γίνουν. Σημασία έχει να είμαστε μαζί. Όλα τα άλλα... έρχονται δεύτερα>> του ψιθύρισε κι ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπο της. Γλίστρησε το κεφάλι του στο λαιμό της και δάγκωσε το δέρμα της. <<Σε θέλω δική μου, συνέχεια. Σε ήθελα δική μου, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου>> ψέλλισε, καλύπτοντας το στήθος της με την παλάμη του. <<Δική σου είμαι. Όλη μου η ύπαρξη είναι δική σου. Δεν χρειάζεται ο γάμος για αυτό>> τραύλισε. <<Χρειάζεται. Το θέλω και το θες. Κι έτσι θα γίνει>> της δήλωσε και ανασήκωσε τη μέση του για να βυθιστεί αργά μέσα της.

------------------------------------------

<<Να είστε καλά βρε κορίτσια. Σας φορτώθηκα κι εγώ, λες και δεν έχετε αρκετές ετοιμασίες...>> πέταξε η Ειρήνη και ήπιε λίγο νερό. Βρισκόταν στο σαλόνι της Ασημίνας και της Δρόσως και έκανε αέρα με τη βεντάλια της ταραγμένη. <<Ξέρεις πόσες μέρες σε σκεφτόμαι; Μα έπεσαν όλα μαζί και...>>, <<Θεός φυλάξοι βρε Λενιώ μου, θα δικαιολογηθείς κι όλας; Πώς θα έρθω στο γάμο, μου λέτε; Πώς θα αντικρίσω αυτό το χρυσό παιδί και τους γονιούς του! Καλά η κόρη μου δεν τα σκέφτεται αυτά, λίγο τη νοιάζει...>>. Η Δρόσω της χαμογέλασε. <<Θα έρθεις και μη νιώθεις τύψεις. Δεν σας ρίχνει κανένας ευθύνες. Αυτά είναι αποφάσεις των παιδιών>>, <<Ποιων παιδιών; Της Ευτυχίας θες να πεις! Σάμπως τον ρώτησε; Ανάθεμα την για θηλυκό. Ο πατέρας της φταίει! Ατάραχος! Δεν πειράζει λέει, θα βρει άλλον. ΑΚΟΥΣ; Ακούω να λες!>>, <<Οι άντρες, δεν εχουν το μυαλό το δικό μας. Κακά τα ψέματα. Νομίζετε ο Λάμπρος, που είναι τόσο συνετός, χαμπαριάζει από τέτοια πράγματα; Ίσα να βλέπει χαρούμενες τις πριγκίπισσες και μέχρι εκεί. Αγαπητικό να βρουν, θα πει φταίνε οι γαμπροί κι εκείνες είναι αθώες>>. Η Ειρήνη αναστέναξε και συνέχισε να πίνει τον καφέ της, όταν μπήκαν στο σπίτι η Ευγενία, με την Ευτυχία και την Κατερίνα. <<Μπα... Κι εσύ εδώ;>> ρώτησε νευρικά η Ευτυχία. <<Θα σου πάρω και την άδεια να έρθω για έναν καφέ;>>, <<Έχουν ετοιμασίες οι άνθρωποι, δεν χρειάζονται κι εσένα να τους ζαλίζεις με τον καημό του γάμου μου>>, <<ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΟΥ! Εγώ σε ρωτάω πού πας και τι κάνεις;>> πέταξε θυμωμένα η Ρήνα. Ο Σέργιος μπήκε στο σαλόνι και την κοίταξε αυστηρά. <<Πού ήσασταν;>>, <<Πήγαμε στη Λάρισα, να πάρουμε τα κουφέτα για τον δίσκο>> του απάντησε η Κατερίνα κι άφησε ένα φιλί στο μάγουλο του. <<Όλες;>>, <<Ναι Σέργιο, όλες. Κι εγώ>> απάντησε ψυχρά η Ευτυχία. Ο νεαρός στράφηκε στη μητέρα της. <<Κύρια Ειρήνη, κι εσείς εδώ;>>, <<Δεν ήρθα με την κόρη μου, για ένα καφέ ήρθα με την Ελένη>>, <<Και καφέ, και τσίπουρο, και σαμπάνια να σας ανοίξω. Εσείς ότι θέλετε>> της είπε τρυφερά και την αγκάλιασε από τους ώμους. <<Ενώ εγώ όχι, ε Σέργιο; Πολύ καλά. Να πηγαίνω, μη σε ενοχλώ>>. Η Κατερίνα την έπιασε από το μπράτσο. <<ΟΧΙ ΦΥΣΙΚΑ! Δική μου φίλη είσαι, μαζί μου ήρθες!>>, <<Σέργιε τι πράγματα είναι αυτά; Με την Ευτυχία είστε μαζί από παιδιά. Λογικεύσου σε παρακαλώ>> πέταξε η Ασημίνα. <<Δεν χρειάζεται να τον μαλώνετε. Θα φύγω>> ξεκαθάρισε η κοπέλα. <<ΣΕΡΓΙΕ ΜΙΛΑ! Τι πράγματα είναι αυτά;>> έκανε η Δρόσω. <<Σιγά μην την παρακαλέσω κι όλας, να κάτσει. Άλλωστε μπορεί να έχει κανά ραντεβού. Τι; Δεν βρήκες κι όλας αντικαταστάτη; Πώς το έπαθες;>>. Η Ευτυχία δαγκώθηκε νευρικά και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. <<Ντροπή σου! Ντρέπομαι για σένα>> του είπε η Ευγενία τρέμοντας. <<ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗ ΣΥΝΕΦΕΡΕΙ! Καθίστε εσείς να τη χαϊδεύετε!>>, <<Καλά λέει το παιδί. Με τον Σέργιο είναι σαν αδέλφια. Ας της τα πει κάποιος αφού δεν ακούει τη μάνα της>> πέταξε η Ρήνα.

Η Ευτυχία βγήκε βιαστικά από το αρχοντικό και στάθηκε δίπλα στην κούρσα της, τρέμοντας. Σκούπισε τα μάτια της και στηρίχθηκε στην πόρτα του αυτοκινήτου. <<Ευτυχία;>>. Μια φωνή, την έκανε να γυρίσει απότομα. <<Δάσκαλε; Εδώ είστε;>> έκανε, ρουφώντας τη μύτη της. <<Τι έχεις κορίτσι μου; Κλαις;>>, <<Μπα... Καλά είμαι. Εκνευρίστηκα λίγο και...>>. Ο άντρας πήγε δίπλα της και την ακούμπησε στην πλάτη. <<Τι έπαθες Ευτυχία μου; Είναι μέσα η Ειρήνη;>>, <<Η Ειρήνη, ο Σέργιος... Όλοι μαζί παρέα>>. Έκατσε στο πεζούλι κι ο Λάμπρος έκατσε δίπλα της. <<Σε πιέζουν ε;>>, <<Μάλλον δεν μπορούν να με πιέσουν και τους βγαίνει ο κακός εαυτός τους>>. Ο άντρας της χαμογέλασε. <<Δεν σε έχω συνηθίσει να κλαις>>, <<Ούτε εγώ με έχω συνηθίσει. Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να ξανακλάψω. Αρκετή αξία τους έδωσα>>, <<Να μην τα κρατάς μέσα σου. Το έκανες από μικρούλα αυτό το λάθος. Τα κρατούσες όλα μέσα σου. Να μιλάς, να εκφράζεσαι, να λες αυτό που νιώθεις και να μην παλεύεις με τους δαίμονες, μοναχή σου>>, <<Πιστεύετε ότι έχω κάνει λάθος που είπα όχι στον Φώτη;>>. Ο Λάμπρος άφησε ένα χάδι στα μαλλιά της. <<Κορίτσι μου, σε αυτά τα πράγματα, δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Μπορώ όμως να σου πω ένα πράγμα από την εμπειρία μου: πάντα ξέρουμε μέσα μας, αν είναι η σωστή ή η λάθος απόφαση κι ας μην το παραδεχόμαστε. Στο πρώτο μου γάμο, ήξερα πως έκανα λάθος. Ήξερα πως δεν αγαπούσα εκείνη την κοπέλα. Όπως ήξερα πως η Ελένη ήταν η γυναίκα της ζωής μου και αν γύριζα πίσω το χρόνο, θα την παντρευόμουν από 17 χρονών και θα την έπαιρνα μαζί μου στην Αθήνα. Ξέρεις, Ευτυχία μου, αν ο Φώτης είναι ο άντρας που θες να μοιραστείς τη ζωή σου>>. Εκείνη του χαμογέλασε βουρκωμένη. <<Α ρε δάσκαλε. Τα λες ωραία>>. Ο Λάμπρος γέλασε νευρικά. <<Είσαι ένας πολύ δυνατός άνθρωπος, Ευτυχία. Κανένας από τους φίλους σου, ούτε καν η Ευγενία, δεν πέρασε όσα εσύ. Έζησες δέκα χρόνια μοναξιάς, σε ένα ίδρυμα κι αυτό σε έκανε σκληρή. Μην υπερεκτιμάς τις δυνάμεις σου όμως. Χρειάζεσαι και το χάδι, και την αγκαλιά και την αγάπη των γύρω σου>>, <<Και του Φώτη;>>, <<Α, αυτό το ξέρεις εσύ>>. Το κορίτσι έγνεψε θετικά.

<<TI EΚΑΝΕ ΛΕΕΙ;>> φώναξε η Ευγενία, ενώ έστρωνε τη φούστα της, στην παλιά της κάμαρη. <<Τι;>> ρώτησε αδιάφορα η Βαλεντίνη. <<Τι θα πει, το είπες στη μαμά;>>, <<Θα πει της το είπα. Για να μην αγχώνεται μωρέ, που θα πάω στην Αθήνα και θα είμαστε μόνοι μας... Καταλαβαίνετε>>. Η Βιολέτα την κοίταξε σοκαρισμένη. <<Κι έπρεπε να της το πεις; Χριστέ μου, τι ντροπή>>, <<Η μισή ντροπή δική της. Α εγώ τα λέω όλα με τη μαμά, δεν έχω μυστικά. Για αυτό τσακωνόμαστε>>, <<Και τι είπε;>> ρώτησε η μικρή με περιέργεια. <<Μου έδωσε συμβουλές για να κρατήσω τον έρωτα μας δυνατό. Τι να μου πει μωρέ; Τίποτα>>, <<Απορώ. Απορώ πραγματικά με τι μυαλό έκατσες και της τα είπες!>> μονολόγησε η Ευγενία και χάιδεψε την κοιλιά της. <<Τρία παιδιά έκανε, λες να μην ξέρει πως γίνεται;>>, <<Εμένα δεν με γέννησε>>, <<Όταν λέει πως με τον μπαμπά προσπαθούσαν να κάνουν παιδί και δεν έμενε έγκυος, τι εννοεί; Πώς της έλεγε κάθε βράδυ πόσο την αγαπάει; Τη διαδικασία μια φορά, την κάνανε και για του λόγου σου>> απάντησε κεφάτα. <<Ήταν παντρεμένοι!>> πέταξε η Βιολέτα. <<Ναι καλά. Καθίστε να την πιστεύετε εσείς πως ο μπαμπάς, ο δικός μας ο μπαμπάς, ο δάσκαλος που είναι μέσα, τη σεβόταν>>, <<Ο μπαμπάς είναι ρομαντικός>>, <<Τότε γιατί ο θείος ο Κωνσταντής λέει πως δεν θα του έκανε καμία εντύπωση αν έκαναν και τέταρτο παιδί μετά τη Βιολέτα γιατί ο δάσκαλος είναι σιγανό ποταμάκι;>>. Η Ευγενία αναστέναξε. <<Το λέει γιατί ηταν καρπερός>>, <<Υιοθέτησαν παιδί γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν. Δεν τον λες και καρπερό>>, <<Μπορούμε να σταματήσουμε αυτή τη συζήτηση γιατί μου έρχεται ναυτία; Θα φύγουμε κι όλας σε λίγο, θα μείνουν μόνοι στο σπίτι και θα κάνω συνειρμούς στο κεφάλι μου>> διαμαρτυρήθηκε η Ευγενία. <<Α εγώ όταν φεύγουμε, το έχω σίγουρο>> πέταξε η Βαλεντίνη κι έβαλαν όλες τα γέλια. Η πόρτα του δωματίου χτύπησε κι ο Λάμπρος μπήκε μέσα εύθυμα. <<Κοριτσάκια μου, γιατί κλειστήκατε εδώ μέσα; Μήπως θέλετε καμία πίτσα από αυτές που σας αρέσουν;>>, <<Θα φάμε έξω>> απάντησε η Βαλεντίνη, ενώ έστρωνε τα μαλλιά της. <<Θα φύγετε; ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ;>>, <<Ναι γιατί;>> ρώτησε η Βιολέτα. <<Ευγενία κι εσύ; Καλά παιδί μου, μάλωσα τον άντρα σου που σε άφησε και γυρνάει τα μπουζούκια και θα πάρεις τους δρόμους; Πότε κανονίστηκε αυτό;>>, <<Η μαμά το ξέρει!>> φώναξε η Βιολέτα. <<ΕΛΕΝΗΗΗΗΗΗ!>>. Μπήκε στο δωμάτιο αγχωμένα. <<Τι φωνάζεις;>>, <<Τι ναι αυτά; Πού θα πάνε; Εγώ γιατί δεν το ξέρω;>>, <<Από πότε σου κάνουμε ειδική ενημέρωση; Αυτά εγώ τα κανονίζω>>, <<Είσαι με τα καλά σου; Αύριο έχουμε γάμο!>>, <<Ε ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ; Αυτά έχουν οι νέες μόδες! Παραμονή του γάμου παίρνει ο γαμπρός τους φίλους του, παιρνει κι η νύφη τις φίλες της και γυρνάνε. Τι να κάνω εγώ;>>, <<Και πού θα πάνε;>>, <<Θα πάνε σε μία κρεπιέρα...>>, <<ΚΡΕΠΕΡΙ ΡΕ ΜΑΜΑ, ΤΙ ΚΡΕΠΙΕΡΑ;>> έκανε η Βαλεντίνη. <<Αυτό. Ε μετά δεν ξέρω>>, <<ΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΕΛΕΝΗ; ΚΙ Η ΕΥΓΕΝΙΑ; ΕΓΚΥΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΛΕΣ ΤΙΠΟΤΑ;>>, <<ΚΑΛΑ ΔΕΝ ΓΕΝΝΑΕΙ! Να φάνε θα πάνε, άντε να πιούνε κι ένα ποτό μετά. Ε εκείνη δεν θα πιει ποτό. Ευγενία μίλησα, ε;>>. Το κορίτσι έγνεψε θετικά. <<Και καλά η Ευγενία, η Βιολέτα;>>, <<ΕΓΩ ΘΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΩ;>> διαμαρτυρήθηκε η μικρή. <<Θα πάει και η Ανέτα και οι αδελφές της>> εξήγησε η Ελένη. <<Μάλιστα. ΜΑΛΙΣΤΑ. Να ρωτήσω τουλάχιστον πώς θα πάτε;>>, <<Με την κούρσα μου>> απάντησε η Ευγενία. <<Ξέχασε το. Θα σας πάω εγώ>>, <<Βρε μπαμπά, κάθε μέρα οδηγάω και...>>, <<ΟΧΙ ΝΥΧΤΑ! Λοιπόν, ντυθείτε. Θα σας πάω εγώ>>.

Ο Λάμπρος μπήκε στο σπίτι κι έκατσε δίπλα στην Ελένη που έπινε ήρεμα το κρασί της. <<Να χαρείς, μην αρχίσεις τη γκρίνια για τα κορίτσια. Σε παρακαλώ>> του είπε ξεψυχισμένα κι εκείνος την αγκάλιασε τρυφερά. <<Δεν μιλάω. Άλλωστε, όπως λες κι εσύ, τώρα πήγαν. Μπορώ να κάνω κάτι;>>. Η γυναίκα τον φίλησε πεταχτά. <<Το πιστεύεις πως ο Σέργιος μας, το πρώτο παιδί στην οικογένεια, παντρεύεται;>>, <<Εδώ παντρεύτηκε η Ευγενία μας, ο Σέργιος σε πείραξε;>> της απάντησε παιχνιδιάρικα. <<Αν σου πω, ότι στην Ευγενία ενιωθα διαφορετικά; Λες και το περίμενα>>, <<Ενώ από τον Καζανόβα, δεν το περίμενες...>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Όταν του έδωσαν το όνομα του Σέργιου, είχα απογοητευτεί. Έλεγα, ο πρώτος μου ανιψιός, να πάρει το όνομα του; Κι όμως, τώρα θα σου έλεγα πως δεν θα ήθελα να είχε κανένα άλλο όνομα, γιατί με έκανε να το ακούω και να μην μου έρχονται στο μυαλό άσχημες αναμνήσεις, αλλά όμορφές στιγμές δίπλα του>>, <<Και τώρα παντρεύεται με την Κατερινούλα. Που έπαιζαν μαζί στο προαύλιο και τους φώναζα να μην πέσουν και χτυπήσουν. Σαν εμάς...>>, <<Καλά, σαν εμάς δεν είναι γιατί ο Σέργιος είχε την Κατερινούλα κι άλλο ένα χαρέμι γυναίκες αλλά τέλος πάντων>> απάντησε ειρωνικά η Ελένη. <<Μακάρι να είναι ευτυχισμένοι και να σοβαρευτεί ο ανιψιός μας. Να κάνουν και στις αδελφές σου κανένα εγγόνι...>>. Η Ελένη χαμογέλασε. <<Μεγαλώνουν τα παιδιά, αλλάζουν οι συνήθειες. Πίστευες ποτέ ότι θα φεύγαμε εγώ και οι αδελφές μου, μες τη νύχτα, να γυρνάμε στη Λάρισα μοναχές μας και θα μας πήγαινε κι ο πατέρας μας ως εκεί;>>, <<Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα>>, Γέλασαν νευρικά και οι δύο. Τύλιξε το χέρι του γύρω από το λαιμό της και την πλησίασε τόσο που ένιωσε την ανάσα της στο στόμα του. <<Ένα μόνο δεν άλλαξε>> της ψιθύρισε και άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη της. <<Ποιο πράγμα;>> τον ρώτησε κι εκείνος κόλλησε ξανά τα χείλη του στα δικά της, φιλώντας την πιο έντονα και αισθησιακά. Έπειτα άπλωσε τα δάχτυλα του και παραμέρισε το ύφασμα από τη μπλούζα της, τρυπώνοντας την παλάμη του μέσα από τον στηθόδεσμο της. <<Εγώ κι εσύ. Είμαστε ένα κορίτσι μου>> μουρμούρησε, τραβώντας την επάνω στα πόδια του. Η Ελένη τον φίλησε επιθετικά, περικυκλώνοντας τον λαιμό του με τα μπράτσα της. <<Αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ>> απάντησε αναστατωμένα και τράβηξε την μπλούζα από το σώμα του.

Η Βαλεντίνη ξάπλωσε στο κρεβάτι της Ελένης, που σιδέρωνε απέναντι της. <<Κατάλαβες; Ίσα να μας αναστατώσουν και να ξυπνήσω από τα αξημέρωτα>> είπε νευρικά και χασμουρήθηκε. <<Έτσι κι αλλιώς θα ξύπναγες. Αφού ήρθε η κομμώτρια να μας χτενίσει. Και για πες, τι έγινε τελικά;>>, <<Χαμός τι θες να έγινε; Τους έψαχνε η Σοφούλα, τους έψαχνε η θεία η Ασημίνα, τους έψαχνε η Ουρανία και τελικά κοιμόντουσαν όλοι στο σπίτι της Ευγενίας. Ποιος ξέρει πόσο ήπιανε>> σχολίασε πικρόχολα το κορίτσι. <<Α για αυτό πήρε πρωί πρωί η Σοφούλα. Τον γιόκα της έψαχνε. Αυτό μας έλειπε, να είχε μείνει εδώ>>, <<Αν ήξερα κάτι ήθελε να μάθει βρε μαμά. Δεν τρελάθηκε ακόμα η γυναίκα>>, <<Τέλος πάντων, και τώρα τι έγινε;>>, <<Πήγε να τους ξυπνήσει>>, <<Η Ασημίνα;>>. Η Βαλεντίνη γέλασε πονηρά. <<Μπα. Έστειλε τον θείο τον Κωνσταντή για να είναι σίγουρη>>. Η Ελένη χαχάνισε δυνατά. <<Καλά αν πάθουν. Έτσι και βάλει τη φωνή ο Κωνσταντής, θα ξυπνήσουν ως τη Λάρισα. Σιγά μην τους χαιδέψει κι όλας>>. Το κορίτσι ήπιε λίγο καφέ και άνοιξε την τηλεόραση που ήταν απέναντι της. <<Να σου πω, για κλείσε αυτό το διάολο και πες μου, η δικηγορέσσα είπε τίποτα χτες;>>, <<Βεβαίως. Να μην αναφερθούμε καθόλου στον Φώτη>>, <<Α πανάθεμα τη! Τη ψυχή του έβγαλε του ανθρώπου κι είναι ένα μάλαμα! Θα ξαναβρεί τέτοιο παιδί;>>, Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα του δωματίου απότομα. <<Σιγά καλέ μπαμπά, μας έκοψες τη χολή!>> τον μαλωσε η Βαλεντίνη. <<Εδώ είσαι κοριτσάκι μου; Οι άλλες πού είναι;>> ρώτησε κι έκατσε δίπλα της, αφήνοντας ένα φιλί στο κεφάλι της. <<Μέσα, τις χτενίζει η Ρούλα. Εσύ γιατί έχεις τέτοια μούτρα;>> έκανε ανήσυχα η Ελένη. <<Το ήξερες ότι ο γαμπρός μας, ο ανιψιός μας, ο Φώτης και ο άλλος ο, ας τον πούμε, γαμπρός μας γύρισα 07:00 το πρωί μεθυσμένοι και πήγαμε με τον Κωνσταντή να τους ξυπνήσουμε γιατί θα έχαναν το γάμο;>> ρώτησε αυστηρά. Η Βαλεντίνη ανακάθισε. <<Καλά εσύ πώς βρέθηκες εκεί;>>, <<Πώς βρέθηκα; Πήγα μέχρι τον συνεταιρισμό και πέτυχα τον Κωνσταντή ΜΕΣ ΤΑ ΝΕΥΡΑ! Τον έστειλε η αδελφή σου να τους βρει>>, <<Καλά βρε Λάμπρο, τέτοια μέρα στον συνεταιρισμό; Γάμο έχουμε>>, <<Εμένα θα κατσαδιάσεις;>>, <<Ε ντάξει, νέα παιδιά είναι, ήπιανε λίγο παραπάνω. Έτσι είναι το έθιμο>>. Ο δάσκαλος σηκώθηκε νευρικά. <<Ελένη, κάτι δεν πάει καλά μαζί σου τελευταία. Τι ηρεμία είναι αυτή; Ποιο έθιμο μάτια μου; Και καλά όλοι οι άλλοι, ο Κώστας παντρεμένος άνθρωπος και...>>, <<Καλά δεν τον χειροτόνησαν μοναχό στο Άγιο Όρος επειδή παντρεύτηκε. Κι η Ευγενία ήταν εδώ>> πέταξε η Βαλεντινη. <<Πολλά μοντέρνα ακούω τελευταία και δεν θα τα πάμε καλά>>. Η Ελένη έκλισε το σίδερο και το άφησε στο πάτωμα. <<Μεγάλωσαν, τι να κάνουμε; Κι ο Κωνσταντής πριν το γάμο του, είχε γίνει τύφλα. Σηκωτό τον πήγαν στην εκκλησία. Βαλεντίνη άντε να σε χτενίσει κι εσένα η Ρούλα, να τελειώνουμε. Όχι εκατό ώρες, λες και είστε εσείς οι νύφες>>. Το κορίτσι σηκώθηκε και 'αφησε ένα φιλί στο μάγουλο του Λάμπρου. <<Εσύ μπαμπουνάκο μου, είσαι προοδευτικός. Τι σε έχει πιάσει; Χάλασες εσύ και έστρωσε η μαμά;>>. Ο δάσκαλος την κοίταξε αυστηρά. <<Όταν σας φώναζε ότι θα σας βγάλει το μαλλί και σας παρηγορούσα, ήμουν προοδευτικός. Τώρα έγινε μοντέρνα η μαμά. Έζησα να το ακούσω κι αυτό εδώ μέσα>>. Η Ελένη τον πλησίασε, μόλις βγήκε από το δωμάτιο η Βαλεντίνη και τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του. <<Μπορείς να μου πεις γιατί γκρινιάζεις, ε; Δεν περάσαμε ωραία χτες;>> τον ρώτησε πονηρά και τον φίλησε στο σβέρκο. Ένας γελάκι ξέφυγε από τα χείλη του. <<Έλα καρδιά μου... Σταμάτα>>. Εκείνη τραβήχτηκε και του έγνεψε παιχνιδιάρικα.

Στο αρχοντικό επικρατούσε το αδιαχώρητο από κόσμο, που είχε μαζευτεί να ευχηθεί στον Σέργιο πριν πάει στην εκκλησία. Η Ελένη κοίταξε αυστηρά τις κόρες της, μόλις μπήκαν στο χωλ. <<Ορίστε, αργήσαμε. Λες κι είστε μωρά, να σας φωνάζω για να ετοιμαστείτε>>. Η Ευγενία έπιασε από το μπράτσο τον Λάμπρο και μπήκαν στο σαλόνι. Ο Κώστας που στεκόταν εκεί, την κοίταξε μαγεμένος. <<Καρδιά μου, κούκλα είσαι!>> της είπε κεφάτα. <<Πάλι καλά που σας ξυπνήσαμε γιατί δεν θα γινόταν γάμος>> σχολίασε ο Λάμπρος νευρικά. <<ΘΕΙΑ!>> τσίριξε η Βαλεντίνη κι έπεσε στην αγκαλιά της Πηνελόπης που την έσφιξε δυνατά. Η Βιολέτα την ακολούθησε. <<Κοριτσάρες μου, όμορφες. Πωπω, ένα μήνα έχω μόνο να σας δω και σας πεθύμησα>>. Η Ελένη και η Ευγενία την φίλησαν με τη σειρά τους. <<Τι μανεκέν καλέ! Εσείς δεν είστε για γάμο, για περιοδικό είστε>>. Εκείνες της χαμογέλασαν. <<Θα κάτσεις θεία;>> ρώτησε μουτρωμένα η Βαλεντίνη. <<Μέχρι την Τετάρτη. Έχω δουλειές μάτια μου>>, <<Έλα καλέ θεία, αμάν πια. Πότε θα έρθεις μόνιμα; Δεν το βαρέθηκες το Παρίσι;>>. Η Πηνελόπη την αγκάλιασε. <<Θα δούμε βρε. Μα τι κακό κάθε φορά να μου κάνετε παράπονα;>>, <<Καλά σου λέει. Εδώ έχεις τόση οικογένεια. Τι θες και κάθεσαι εκεί; Αφού δεν υπάρχει και λεγάμενος...>> συμφώνησε η Ελένη. Η Πηνελόπη τις αγκάλιασε ξανά. <<Καλά, σας έχω φέρει κάτι δώρα, να τρελαθείτε. Αύριο το απόγευμα, θα πιούμε καφέ και θα τα ανοίξουμε>>, <<ΒΡΕ ΠΗΝΕΛΟΠΗ! Μα το προηγούμενο μήνα ήσουν εδώ! Κι άλλα τους έφερες;>>. Εκείνη την αγνόησε. Ο Φώτης έδεσε την γραβάτα του Σέργιου και τον αγκάλιασε σφιχτά. <<Να ζήσεις αδελφέ>> έκανε συγκινημένος και ο Σέργιος τον χτύπησε με δύναμη στη πλάτη. Ο Νικηφόρος τον πλησίασε και έπιασε το χέρι του. Του φόρεσε ένα παλιό χρυσό ρολόι και ένα δαχτυλίδι. <<Ήταν του παππού, του Σέργιου. Τώρα είναι δικά σου. Να ζήσετε και να ευτυχίσετε με τη γυναίκα σου>>, <<Α ρε πατέρα!>> πέταξε ο νεαρός και τον έκλεισε μέσα στα χέρια του. Η Ασημίνα πήγε κοντά τους βουρκωμένη. <<Αμάν ρε μάνα, τρεις μέρες κλαις. Δεν πάω στο μέτωπο>> την πείραξε. <<Πάψε βρε>> τον μάλωσε και κλείστηκε στην αγκαλιά του. <<Να την προσέχεις τη γυναίκα σου και να την αγαπάς. Τέτοια κοπέλα, δεν θα βρεις>> τον συμβούλευσε κι εκείνος έγνεψε θετικά. <<Είμαι σίγουρος ότι θα είσαι εκεί, να μου το θυμίζεις κάθε μέρα>>. Η Δρόσω πήγε στάθηκε δίπλα τους. <<Άλλη κλαίουσα ιτιά>> έκανε ο Σέργιος εύθυμα. Τον αγκάλιασε κλαίγοντας κι έκανε χώρο για να κάνει το ίδιο κι η Ελένη. Εκεινη στάθηκε μπροστά του. <<Αυτό, το κράτησα για σένα. Είναι ο σταυρός που φόραγε ο πατέρας μου, ο παππούς σου ο Γιώργης. Εσύ, είσαι ο μοναδικός σερνικός μέσα σε τόσες γυναίκες που έβγαλε η οικογένεια. Να ζήσεις κι ο δρόμος σας να είναι γεμάτος χαρές>>. Η Ανέτ ηταν η επόμενη. Τον κοίταξε και τα γαλάζια μάτια της ήταν υγρά. <<Όχι κι εσύ ρε Ανετάκι. Μα τώρα θα τα μπήξω κι εγώ!>>. Κλείστηκε στην αγκαλιά του κι ο Σέργιος τη φίλησε στο μέτωπο. <<Α ρε Ανετάκι. Μεγάλωσα εγώ, μεγάλωσες κι εσύ... Πότε ήταν που σε μάλωναν και ερχόσουν στην κάμαρη μου, να σου πω κανά χωρατό, να σου περάσει η στεναχώρια;>>. Ένας λυγμός ξέφυγε από το στόμα της. <<Αν κάνεις παιδί, να το βαφτίσω εγώ;>>, <<Το δεύτερο, γιατί το πρώτο το έχω τάξει στον Φώτη και την...>> σταματησε απότομα. <<Στον Φώτη>>, <<Εντάξει>>. Την αγκάλιασε σφιχτά. Η Βαλεντίνη, η Ευγενία και η Βιολέτα ακολούθησαν κι έπειτα ο Λάμπρος, ο Κωνσταντής, η Πηνελόπη και η (γερασμένη πια) Αγορίτσα που έτρεμε από συγκίνηση. <<Μμμμ. Καλώς τα δεχτήκαμε. Πήρε τα μούτρα της>> πέταξε η Ουρανία και ο Κυριάκος, που βρισκόταν δίπλα της, γύρισε το βλέμμα του προς την πόρτα και είδε την Ευτυχία να στέκεται, κοιτώντας τον Σέργιο. Φορούσε ένα εντυπωσιακό άσπρο φόρεμα με βάτες και πήγε κοντά του συγκινημένα. Ο νεαρός την κοίταξε ψυχρά. <<Δεν μπορούσα να μην έρθω. Να μη σε δω γαμπρό>> τραύλισε νευρικά. Ο Φώτης κόλλησε τα μάτια του πάνω της κι ένιωσε το βλέμμα του, να την διαπερνά. Ο Σέργιος έμεινε αμίλητος. <<Να ζήσετε>> του είπε κι εκείνος έγνεψε ευχαριστώντας την. Έστρωσε τη γραβάτα του που είχε κουνηθεί από τη θέση της. <<Κούκλος είσαι. Αν κυκλοφορούσαμε στο Κολωνάκι έτσι, θα σε περνάγαν για δικηγόρο>> ψέλλισε χαμηλόφωνα. <<Καλά που δεν κυκλοφορήσαμε γιατί δεν τους έχω σε εκτίμηση>> πέταξε ειρωνικά. <<Φρόντισε να την προσέχεις την Κατερίνα. Δεν πήγαινε άλλη γυναίκα στο πλευρό σου. Ποια θα σε άντεχε;>>, <<Ξέρω γω. Μόνο αυτή, η μάνα μου κι εσύ με αντέχετε>>. Η Ευτυχία έπεσε στην αγκαλιά του και τυλίχθηκε από το λαιμό του. <<Σε αντέχω ότι κι αν μου έχεις πει>> του ψιθύρισε βουρκωμένη. <<Καλά κάνεις γιατί πίσω δεν τα παίρνω>> απάντησε ο Σέργιος και σκούπισε τα μάτια του. <<Η ώρα η καλή>>, <<Και στα δικά σου Ευτυχία>>. Η κοπέλα γύρισε προς τον Φώτη που συνέχιζε να την κοιτάζει επίμονα. <<ΤΟ ΛΟΙΠΟΝ, ΠΑΜΕ;>> φώναξε ο Κωνσταντής. <<Μια ψυχή που είναι να βγει>> απάντησε ο Σέργιος. <<Ε ας βγει. Κι αφού παντρεύεσαι εσύ, όλοι έχουμε ελπίδα>> του είπε κεφάτα η Ευτυχία.

Ο Λάμπρος καθόταν στην αυλή και χάζευε τα κουνέλια της Βιολέτας που κοιμόντουσαν πλάι στο κοτέτσι. Η Ελένη κατέβηκε τις σκάλες και τον κοίταξε με περιέργεια. <<Δεν θα έρθεις για ύπνο;>>, <<Καρδιά μου, έχω πάρα πολύ υπερένταση. Ξεθεωθήκαμε στο γάμο. Η μικρή; Κοιμήθηκε;>>, <<Ουυ, ξερή έπεσε>> απάντησε κι έκατσε δίπλα του. <<Η Βαλεντίνη τι ώρα θα μαζευτεί;>>. Η γυναίκα δαγκώθηκε νευρικά. <<Της είπα να μην αργήσει. Ε σε λίγο, θα διαλύσει τελείως το γλέντι. Κι η Κατερίνα, κουρασμένη ήταν>>. Ο άντρας της χαμογέλασε. <<Ωραία περάσαμε, ε; Μεγάλο γλέντι>>, <<Απ' τα μεγαλύτερα του χωριού. Βλέπεις κι ο Τόλιας, τόσα χρόνια κοινοτάρχης, δημοτικός σύμβουλος...>>, <<Εμείς είμαστε οι Σεβαστοί. Οι άρχοντες του κάμπου>>. Η Ελένη έπνιξε ένα γέλιο. <<Κι εμείς;>>, <<Μπα, εμείς είμαστε Σεβαστοί μόνο στο όνομα με λίγο κάμπο>>. Η γυναίκα ξάπλωσε στην αγκαλιά του. <<Ο Φώτης δεν το χάρηκε. Πως και τι περίμενε να παντρέψει τον Σέργιο και δεν πέρασε τόσο καλά όσο ήθελε>>, <<Εγώ Λενιώ μου, ούτε την Ευτυχία είδα να περνά καλά. Η δικηγορίνα είναι η ψυχή της παρέας. Στο γάμο της Ευγενίας μας, δεν έκατσε σε καρέκλα. Τώρα φαινόταν λυπημένη>>., <<Εκείνη φταίει. Εκείνη τον έδιωξε. Γιατί να είναι μουτρωμένη; Βάρος της έφυγε>> έκανε ψυχρά η Ελένη. <<Σταμάτα να θεωρείς πως όλα είναι ή άσπρα ή μαύρα. Η Ευτυχία έχει πιεστεί. Και τον Φώτη τον καταλαβαίνω. Κακά τα ψέματα, οι άντρες το παίρνουν πιο δύσκολα απόφαση να παντρευτούν αλλά άμα το κάνουν, έχουν και περισσότερο ενθουσιασμό από εσάς. Να, δες τον Σέργιο μας!>>, <<Ο Σέργιος μας πετάει τη σκούφια του για νταβαντούρια. Θαρρείς για το γάμο έκανε χαρά ή για το γλέντι;>>. Ο Λάμπρος τη φίλησε στο κεφάλι. <<Κι εγώ όταν μου είπες το ναι, περισσότερη χαρά είχα πάρει από σένα>>, <<Ποιο απ΄όλα τα ναι;>> ρώτησε ειρωνικά. <<Ε το τελευταίο βρε Λενιώ μου, το σίγουρο. Εκεί που ήξερα πως ο κόσμος να χαλάσει, γάμος θα γίνει>>.

-------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1966

<<Ελένη Σταμίρη, σε δύο Κυριακές από τώρα, δέχεσαι να με παντρευτείς;>>. Η γυναίκα του χαμογέλασε ζεστά. <<Ναι>> απάντησε με σιγουριά και άφησε ένα φιλί στα χείλη του, πριν κλειστεί στην αγκαλιά του. Απομακρύνθηκε για μία στιγμή κι έπιασε το κεφάλι της με τα χέρια του. <<Καρδιά μου... Αλήθεια το λές, έτσι;>> ρώτησε με αφελεια. Εκείνη έβαλε τα γέλια. <<Ναι. Χίλιες φορές ναι>> είπε και τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του, κολλώντας τα χείλη της παθιασμένα στα δικά του. Εκείνος τραβήχτηκε απότομα. <<Πάμε;>>, <<Πού;>>, <<Να το πούμε στο χωριό>>. Η Ελένη τον κοίταξε με περιέργεια. <<Είσαι με τα σωστά σου; Τέτοια ώρα;>>, <<Νωρίς είναι βρε κορίτσι μου. Δεν θες;>> τη ρώτησε λυπημένα. Η κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Το πρωί καλύτερα. Δεν χάθηκε ο κόσμος>>. Την αγκάλιασε ξανά και άφησε ένα φιλί στο μέτωπο της. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Δρόσω που τους έγνεψε ευγενικά. <<Καλησπέρα>> έκανε αμήχανα, βλέποντας την αγκαλιά τους. Ο δάσκαλος της χαμογέλασε πλατιά. <<Πάω να πλαγιάσω, είμαι κουρασμένη και...>>, <<Δρόσω, τι έχεις κανονισμένο για τη μεθεπόμενη Κυριακή;>>. Η κοπέλα τον κοίταξε με περιέργεια. <<Γιατί ρωτάς;>>, <<Ακύρωσε το>> απαίτησε με σιγουριά. <<Να το ακυρώσω; Δεν έχω κάτι κανονισμένο>>. Η Ελένη ξεροκατάπιε. <<Δρόσω... Λέμε, σε δυο Κυριακές...Να...>>, <<Να παντρετείτε; Αυτό είναι;>> ρώτησε η κοπέλα ενθουσιασμένα και χαχάνισε νευρικά. <<ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ!>> διαπίστωσε και έτρεξε να τους αγκαλιάσει. <<Αχ Λενιώ μου. Επιτέλους κορίτσι μου, επιτέλους!>> αναφώνησε και κόλλησε το μέτωπο της πάνω στης αδελφής της. <<Ναι.. Νομίζω ήρθε η ώρα>> έκανε ήρεμα η Ελένη. <<Όχι νομίζεις! Ήρθε η ώρα!>> της είπε ο Λάμπρος κι εκείνη χαμογέλασε τρυφερά. <<ΤΙ ωραία νέα. Άντε από αύριο, έχουμε δουλειές. Νυφικό, κοστούμι, γλέντι, καλεσμένοι...>>, <<Σιγά βρε Δρόσω μου. Δεν χρειαζόμαστε πολλά εμείς, ε Λάμπρο μου;>>. Εκείνος της έριξε ένα παραπονιάρικο βλέμμα. <<Όχι Λενιώ μου, καλά λέει. Όλα πρέπει να γίνουν όπως πρέπει. Δεν περιμέναμε τόσα χρόνια για να παντρευτούμε στα κρυφά! Θα γίνει ο γάμος με τα όλα του!>>, <<Καλά λέει. Συμφωνώ κι εγώ!>> έκανε η Δρόσω και της χάιδεψε το πρόσωπο. <<Και τώρα πάμε!>> ανακοίνωσε ο Λάμπρος και την έπιασε από το χέρι. <<Μωρέ είσαι με τα καλά σου;>>, <<Όχι, τώρα θα πάμε! Έλα, θα είναι όλοι στο καφενείο!>> της ζήτησε παρακαλετά. <<Βρε Λάμπρο!>>, <<Πάμε που σου λέω! Θα χαρούν!>>.

Η Βιολέτα άφησε ένα καραφάκι τσίπουρο στο τραπέζι του Μιλτιάδη. <<Αυτό, και πάμε για ύπνο. Άντε, πέρασε η ώρα>> δήλωσε στον άντρα της. <<Κάτσε μωρέ Βιολέτα, όλοι εδώ είμαστε. Μιλτιάδη, θες να παίξουμε ένα χαρτάκι;>> του πρότεινε ο Κυριάκος. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Λάμπρος φουριόζος, τραβώντας από το χέρι την Ελένη που τον κοιτούσε αυστηρά. <<Θα με ρίξεις κάτω μωρέ Λάμπρο!>>. Εκείνος την έπιασε από το πιγούνι αγαπησιάρικα. <<Συγνώμη...>> έκανε απολογητικά. <<Καλώς τους. Ελάτε να κεράσω ένα τσιπουράκι>> φώναξε ο Μιλτιάδης. <<Εγώ θα κεράσω πατέρα>> δήλωσε αποφασιστικά ο δάσκαλος. <<Γιατί;>>, <<Γιατί... Γιατί παντρευόμαστε. Σε δυο βδομάδες>>. Ένα δυνατό επιφώνημα ενθουσιασμού, ακούστηκε στο καφενείο. Ο Μιλτιάδης σηκώθηκε όρθιος και τον αγκάλιασε κι έπειτα έκανε ο ίδιο με την Ελένη. <<Να ζήσετε κόρη μου>> ψέλλισε συγκινημένα κι η κοπέλα έγνεψε ευχαριστώντας τον. Ο Φανούρης που καθόταν απέναντι, πήγε προς το μέρος τους. <<Κουμπάροι μου, η ώρα η καλή. Δεν θα την πάρετε πίσω την κουμπαριά, ε;>> ρώτησε δειλά. <<Αν δεν με παντρέψεις εσύ, δεν θα γίνει ο γάμος>> του δήλωσε η Ελένη και έπεσε στην αγκαλιά του. <<Παναγιώτη, τσίπουρα φέρε. Εγώ κερνάω. Άντε και σε δυο εβδομάδες, θα καεί το πελεκούδι. Δεν θα μείνει τίποτα όρθιο στο μαγαζί!>> δήλωσε η Βιολέτα. Ο παπά-Γρηγόρης τους πλησίασε. <<Μπράβο παιδιά μου. Επιτέλους ήρθε η στιγμή, να ευλογήσει και ο Θεός, την αγάπη σας που άντεξε τόσα δεινά. Να είστε ευτυχισμένοι και να έχετε μόνο χαρές στο σπιτικό σας από δω και πέρα>>, <<Δεν θα έρθουν άλλες πίκρες παπά. Είμαι σίγουρος>> έκανε ο Λάμπρος και τον αγκάλιασε. <<Τέτοιο γλέντι, δεν θα έχει ξαναγίνει στο Διαφάνι. Θα λαλήσω το κλαρίνο μέχρι το ξημέρωμα. Άντε, να ζήσετε!>> πέταξε ο Κυριάκος και σήκωσε το ποτήρι του.

Η Ελένη φόρεσε τη ρόμπα της και έκατσε δίπλα του στο κρεβάτι. <<Να πας στην Ουρανία το πρωί, ε; Να δείτε για το νυφικό>> της είπε, στρώνοντας την πιτζάμα του. <<Θα πάω Λάμπρο μου. Μα σταμάτα να ανησυχείς!>> του ζήτησε, γελώντας νευρικά. <<Απλά... Σκέφτομαι...>>, <<Τι; Μη δεν προλάβει να το ράψει;>>. Πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και τη φίλησε στο μάγουλο απαλά. <<Δεν έχουμε φτάσει ποτέ τόσο κοντά στο γάμο μας και... Θέλω να είναι όλα τέλεια. Όλα όπως πρέπει>> της δήλωσε δειλά. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. <<Μου αρκεί να είμαστε μαζί. Δεν με πειράζει αν φορέσω νυφικό ή ένα απλό φόρεμα. Αρκεί να είμαι δίπλα σου και να γίνει ο γάμος μας, όπως ονειρευόμασταν από παιδιά>>. Πλησίασε τα χείλη του για να τον φιλήσει, μα εκείνος τραβήχτηκε. <<Εγώ τα θέλω όλα, γιατί το αξίζουμε. Θέλω να φορέσεις το πιο ωραίο νυφικό και να μιλάει όλο το χωριό για αυτή τη μέρα. Τη δικιά μας μέρα!>>. Η Ελένη έβαλε τα γέλια και έγειρε στην αγκαλιά του. <<Όλο το χωριό;>>, <<ΝΑΙ, όλο το χωριό. Μη σου πω όλη η Θεσσαλία>>, <<Μάλιστα. Τι να πω εγώ τώρα;>>, <<Να πεις ότι συμφωνείς με τον άντρα σου γιατί έτσι κάνουν οι σωστές γυναίκες, στους αρραβωνιάστικους τους>> απάντησε δήθεν σοβαρά ο δάσκαλος. <<Έτσι κάνουν;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Ε ναι>>. Η κοπέλα ανασηκώθηκε και βολεύτηκε ανάμεσα στα πόδια του. Εκείνος έσφιξε τα χέρια του γύρω της. <<Εντάξει τότε. Άμα κάνουν έτσι>>, <<Πάντως δεν έχω παράπονο. Δεν σου έχω κάνει πρόταση ποτέ και να μου πεις όχι. 17 χρονών στο είπα πρώτη φορά και είπες...>>, <<Ποια 17 Σεβαστέ; Ούτε 9 δεν ήμουν όταν με πρωτοζήτησες>>. Ο Λάμπρος χαχάνισε νευρικά. <<Είδες; Και τότε ναι μου είπες. Να σου πω τώρα... Μετά το γάμο, τι θα κάνουμε;>>, <<Τι θα κάνουμε;>> ρώτησε με περιέργεια. <<Ε τι κάνουν τα ζευγάρια μετα το γάμο;>>, <<Πάνε στο γλέντι>>, <<Μετά το γλέντι εννοώ βρε Λενιώ!>>, <<Ξέρω γω... Πάνε σπίτι τους>>. Ο άντρας ξάπλωσε το κορμί της πάνω στο μαξιλάρι. <<Και τι κάνουν σπίτι; Μήπως πρέπει να προετοιμαστούμε και για αυτό;>> ρώτησε πονηρά. <<Δεν ξέρω. Πρέπει;>>. Τη φίλησε αργά και άνοιξε τη ζώνη από τη ρόμπα. <<Ε πρέπει...>>

-------------------------------------------------------------------

Ο Φώτης έβαλε ακόμα ένα ουίσκι και πήγε να δώσει το μπουκάλι στον σερβιτόρο που μάζευε, μετά το γάμο. <<Θα μου βάλεις ένα κι εμένα; Τελευταίο>> άκουσε τη φωνή της Ευτυχίας και την είδε με απλωμένο το ποτήρι προς το μέρος του. <<Ναι. Φυσικά>> απάντησε και της γέμισε μέχρι τη μέση το ποτήρι. Η Ευτυχία του χαμογέλασε. <<Σου πάει τελικά το γκρι. Είχα δίκιο>>. Ο Φώτης κοίταξε το κουστούμι του. <<Μου πάει;>>, <<Φιγουρίνι είσαι>> απάντησε παιχνιδιάρικα. <<Μπορείς να οδηγήσεις ως τη Λάρισα;>>, <<Δεν με πιάνει εμένα το ποτό. Δεν το ξέρεις;>> τον ρώτησε κι εκείνος έγνεψε θετικά. <<Άντε... Πάμε για ύπνο. Καληνύχτα>> έκανε βιαστικά και ήπιε την τελευταία του γουλιά. <<Φώτη;>> είπε δειλά η Ευτυχία, καθώς έφευγε από κοντά της. <<Τι είναι;>>, <<Συγνώμη>>, <<Για ποιο πράγμα;>>. <<Δεν σου φέρθηκα σωστά>> απολογήθηκε η κοπέλα. <<Έκανες όπως ένιωθες. Δεν σε κατηγορώ. Το πα και στη μάνα σου. Εσύ έτσι είσαι. Δεν μασάς τα λόγια σου. Για αυτό μου άρεσες πάντα. Μη νιώθεις τύψεις λοιπόν>> της απάντησε και πήγε να φύγει ξανά. <<Δε νιώθω τύψεις. Απλώς έχω μετανιώσει>> είπε με σιγουριά κι ο Φώτης την κοίταξε σοκαρισμένος. <<Έχεις μετανιώσει;>>, <<Ναι. Γιατί δεν θέλω να σε χάσω. Θύμωσα, φέρθηκα παρορμητικά, εκνευρίστηκα αλλά ήμουν άδικη. Δεν θέλω να σε χάσω Φώτη, απλώς...>>, <<Απλώς, τι;>>, <<Απλώς δεν θέλω να παντρευτώ όπως θέλει η μάνα μου, η μάνα σου, ο πατέρας σου... Δεν... Δεν έχω μάθει να συμβιβάζομαι σε τέτοια πράγματα. Όμως δεν θέλω να σε χάσω>>. Ο νεαρός την κοίταξε για μία στιγμή κι έπειτα την τράβηξε με δύναμη στην αγκαλιά του και κόλλησε το στόμα του στο δικό της. Γλίστρησαν σε ένα στενό και αφέθηκαν σε ένα φιλί διαρκείας, γεμάτος πάθος και ένταση. Ο Φώτης χάιδεψε τις καμπύλες της και η κοπέλα έλυσε τη γραβάτα του και τράβηξε τα χέρια του πάνω στους μηρούς της. Τραβήχτηκε απότομα από το στόμα της για να πάρει ανάσα. Τον είχε γεμίσει με το κόκκινο κραγιόν της. <<Μάτια μου... Νόμιζα ότι σε έχασα...>> της είπε τρυφερά. <<Δηλαδή δεν σε πειράζει που δεν θέλω γάμο, όπως εσύ τον...>>, <<ΟΧΙ! Όχι, δεν με πειράζει. Χαρά στο πράγμα μωρέ. Άλλωστε εσύ... Εσύ είσαι μοντέρνα, ε;>> της απάντησε τρέμοντας. Η Ευτυχία κόλλησε ξανά τα χείλη της στα δικά του, λες και προσπαθούσε να τον κατασπαράξει ολόκληρο. <<Εδώ θα κάτσουμε;>> τον ρώτησε πονηρά. <<Εδώ; Ε όχι κι εδώ... Πάμε στη Λάρισα;>>, <<Δεν πάμε πρώτα στο σπίτι σου που είναι πιο κοντά; Και βλέπουμε μέτα...>> πρότεινε λάγνα και χάιδεψε με το πόδι της το απόκρυφο σημείο του.

Ο Σέργιος καθόταν στον κήπο του αρχοντικού και κάπνιζε. Είχε αρχίσει σιγά-σιγά να ξημερώνει. Ο Νικηφόρος έκατσε πλάι του. <<Δεν κοιμάσαι;>> ρώτησε ο νεαρός, χωρίς να τον κοιτάξει. <<Δεν μου κολλάει ύπνος. Εσύ γιατί δεν είσαι με τη γυναίκα σου; Χώρια πρώτο βράδυ;>>. Ο νεαρός γέλασε νευρικά. <<Ξέρεις πόσα βράδια έχουμε περάσει με τη Μπέμπα; Άστην εκεί να κοιμηθεί. Δεν πρόλαβε να ακουμπήσει στο κρεβάτι και την πήρε ο ύπνος. Άλλωστε αύριο φεύγουμε ταξίδι του μέλιτος>>. Ο Νικηφόρος έγνεψε θετικά. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτί και το περιεργάστηκε. <<Καθώς έψαχνα να βρω το ρολόι του παππού, βρήκα αυτά...>> είπε και άνοιξε το κουτί, δείχνοντας του ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα. <<Τίνος είναι;>>, <<Του θείου σου, του Σέργιου. Το φόραγε τη μέρα του γάμου του>>, <<Με τη θεία την Ελένη;>>, <<Ναι>>, <<Γουρλίδικα>> πέταξε ειρωνικά ο νεαρός. Ο Σέργιος τα πήρε στο χέρι του και τα κούνησε στη χούφτα του. <<Γιατί τον έφαγε;>>, <<Ατύχημα ήταν>>, <<Ρε πατέρα, δεν είμαι μωρό. Να μιλάμε αντρικά. Θα είχε φάει τον αδελφό σας σε ατύχημα και θα κάνατε πως δεν υπήρξε ποτέ; Αν δεν είχα το όνομα του, δεν θα ήξερα την ύπαρξη του>>. Ο Νικηφόρος αναστέναξε. <<Πήγε να... πειράξει, τη θεία σου, τη Δρόσω. Ήταν κοριτσάκι τότε>>, <<Μπουμπούκι ο μπάρμπας>>, <<<<Δεν χρειάζεται να πεις ότι το ξέρεις. Δεν μιλάει κανένας για αυτό. Τη πληρώσαμε ακριβά αυτή την ιστορία>>. Ο Σέργιος τον κοίταξε χαμογελώντας. <<Έχετε μάθει τις άσχημες ιστορίες, να τις κρύβετε μέσα στην οικογένεια. Το θείο τον Σέργιο, τον θείο τον Γιάννο, τους γονείς σου, τον πρώτο γάμο του δάσκαλου, την υιοθεσία της Ευγενίας, εμένα...>>, <<Εσένα γιατί;>>. Εκείνος γέλασε ειρωνικά. <<Ξέρεις ότι ξέρω, έτσι; Εσένα δεν σου κρύφτηκα ποτέ>>. Ο Νικηφόρος τον χτύπησε στην πλάτη. <<Για να ξέρεις και να μη ρωτάς, δεν το μέτρησες και πολύ. Πώς το έμαθες;>>, <<Ένα βράδυ γύρισα και πήγα να μπω από τη πίσω πόρτα για να μη με δουν. Ήταν στο σαλόνι η μαμά και η θεία, μιλούσαν, τις άκουσα... Αυτό>>. Ρούφηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του. <<Γιατί δεν με ρώτησες;>>, <<Έχει σημασία;>>, <<Μπα... Τι σημασία να έχει...>> απάντησε σοβαρά ο Νικηφόρος κι ο Σέργιος στράφηκε προς το μέρος του. <<Ήσουν μεθυσμένος έτσι; Για αυτό όταν άφησα έγκυο τη Νεφέλη, μόνο εσύ με δικαιολόγησες>>. Ο πατέρας του έγνεψε θετικά. <<Ντρέπομαι που το λέω, αλλά ναι>>. Ο Σέργιος σηκώθηκε και πέταξε το τσιγάρο στο χώμα. <<Μη πεις τίποτα στη μάνα. Μη στεναχωρεθεί>>, <<Μείνε ήσυχος>> τον διαβεβαίωσε κι ο νεαρός έφυγε για την κάμαρη του.

<<Πού ήσουν μωρή; Το μαλλί θα σου βγάλω!>> φώναξε η Ελένη στην Βαλεντίνη που μπήκε στο σπίτι λίγο μετά τις 08:00 το πρωί. <<Δεν κοιμάσαι;>>, <<ΠΑΛΙ ΚΑΛΑ να λες που κοιμήθηκε ο πατέρας σου. Τι ναι αυτά; Δεν είπα να μην αργήσεις; Ούτε θέλω να ξέρω που ήσουν και τι έκανες!>> τη μάλωσε όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε, γεμάτη νευρικότητα. Η Βαλεντίνη σωριάστηκε σε μία καρέκλα. <<Αν σου πω ότι πήγαμε στο σπίτι της Ευγενίας, εκείνη κοιμήθηκε κι εμείς κάτσαμε με τον Νέστορα, τον Κώστα, την Αργυρούλα και την Φιλίτσα να φάμε κοτόσουπα, θα με πιστέψεις;>>, <<ΟΧΙ!>>, <<Κακώς γιατί αυτό έγινε>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Αλήθεια μου λες; Δηλαδή αν πήγαινες στου Νέστορα να... τέλος πάντων καταλαβαίνεις, ΘΑ ΜΟΥ ΤΟ ΛΕΓΕΣ;>> έκανε θυμωμένα. Το κορίτσι έκανε έναν μορφασμό ειρωνείας. <<Μαμά, έλεος. Στο ίδιο χωριό μένουμε, κάθε μέρα τον βλέπω. Τόσο ανάγκη νιώθεις πως έχουμε να... τέλος πάντων, καταλαβαίνεις;>>. Η γυναίκα χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. <<Μάλιστα. Με παρηγόρησες, τι να σου πω... Έχασα και τον ύπνο μου, χαμένη. Μια ζωή, ΜΙΑ ΖΩΗ, από την ώρα που κατάλαβα πως είμαι έγκυος, με ταλαιπωρείς. Τρία παιδιά και καμία δεν μου έχει ανάψει τέτοιες φωτιές σαν εσένα. ΟΡΙΣΤΕ, οι άλλες κοιμούνται κι εσύ γυρνάς πρωί πρωί σπίτι!>>, <<Ποιος σου πε να είσαι ξύπνια;>>, <<ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ! ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΗΝ ΑΚΟΥΣΩ!>>. Η Ελένη έτριψε το κεφάλι της. <<Πονοκέφαλος μου ήρθε. Πανάθεμα σε!>>. Η Βαλεντίνη την πλησίασε κι έκατσε στα γόνατα. <<Έλα βρε μαμά. Δεν είμαι μωρό πια>> της είπε παιχνιδιάρικα και ακούμπησε το μάγουλο της, στης μητερας της. <<Στο μυαλό; Όχι μωρό, βρέφος είσαι!>>, <<Έλα μωρέ μαμά... Εγώ που σ' αγαπάω...>>, <<Ναι αλλά τον μπαμπούνη σου, τον αγαπάς πιο πολύ>> της απάντησε ειρωνικά. <<Ε ντάξει, άλλο αυτό. Λοιπόν, μυστικό κρατάς; Θα τα ξεχάσεις όλα με αυτό που θα σου πω>>. Η Ελένη την κοίταξε με περιέργεια. <<Για πες... Μπα και τα ξεχάσω όλα...>>, <<Ποιοι φύγανε μαζί από το γάμο και μάλιστα χεράκι-χεράκι>>, <<Ο μπαμπάς με την Βιολέτα που κοιμόταν όρθια>>, <<Μμμμ... Κρυάδες. Η Ευτυχία με τον Φώτη>>. Η γυναίκα γούρλωσε τα μάτια σοκαρισμένη. <<ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ>>, <<Σου λέω. Εγώ τους είδα που πήγα να πάρω μία σόδα πριν μαζέψουν τον μπουφέ. ΚΑΙ ΓΕΛΟΥΣΑΝ. Αλλά μην το πεις στη κυρά-Ρήνα γιατί θα προδοθεί!>>, <<Παιδιά είμαστε; Και δεν μου λες, φύγαν με την κούρσα της;>>, <<Με τα πόδια. Και τώρα που γύριζα, η κούρσα της ήταν εκεί που την είχε αφήσει>>, <<Α μάλιστα. Τέλος πάντων, άντε για ύπνο και το σημερινό δεν το ξεχνάω. Μαζέψου Βαλεντίνη! Πολλά τα έχεις κάνει>>. Το κορίτσι τη φίλησε και έφυγε για το δωμάτιο. Η Ελένη σηκώθηκε κι έβαλε ένα ποτήρι νερό για να διαλύσει μια ασπιρίνη. Έπειτα έκατσε στον καναπέ και σήκωσε το ακουστικό. <<Έλα Ειρήνη μου. Κοιμάσαι; Α όχι... Να σου πω, η Ευτυχία γύρισε; Σιγά μη γύρναγε. ΟΧΙ ΒΡΕ, δεν έπαθε κάτι. Ο Μιχάλης κοιμάται; Α βλέπει κι όνειρο. Κάτσε να σου πω τι έγινε...>>

-----------------------------------------------------

ΕΝΑ ΜΗΝΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Ο Λάμπρος έσφιξε δυνατά τη Βαλεντίνη, στην αγκαλιά του. <<Μάτια μου, όμορφα... Μελαγχρινή μου νεράιδα...>>. Η Ελένη, στάθηκε δίπλα τους και ξεφύσηξε νευρικά, κοιτώντας την κόρη της αυστηρά. <<Βαλεντίνη τι κάνεις εδώ;>> τη ρώτησε σοβαρά. <<Τι λες Ελένη στο παιδί; Είσαι με τα καλά σου;>>, <<Εγώ αν είμαι με τα καλά μου; Ούτε δυο εβδομάδες δεν έχει που κατέβηκε στην Αθήνα και ήρθε γιατί της λείψαμε;>> ρώτησε νευρικά. <<ΝΑΙ ΕΛΕΝΗ ΜΟΥ! Ήρθε γιατί της λείψαμε. Απλό είναι νομίζεις, να είσαι μακριά από το σπίτι σου; Ε, κοριτσάκι μου;>>, <<Ναι μπαμπούνη μου, μου λείψατε πολύ>>, <<Ψυχή μου>> έκανε και την έκλεισε πιο δυνατά μέσα στα χέρια του. <<ΠΟΙΟΣ ΜΩΡΕ ΤΗΣ ΕΛΕΙΨΕ; Που κάνουμε αμάν να τη βρούμε στο τηλεφωνο γιατί δεν πατάει ποτέ της στο σπίτι;>>, <<ΕΧΕΙ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΛΕΝΙΩ ΜΟΥ. Εύκολη σχολή θαρρείς είναι η γεωπονική;>> τη μάλωσε ο Λάμπρος. Η Βιολέτα που καθόταν απέναντι τους και έπαιζε με το κουνέλλι της έμεινε αμίλητη. <<Εσύ δεν μιλάς;>> πέταξε αυστηρά η Ελένη. <<Τι να πω; Για τον μπαμπούνη της θα ήρθε>>, <<Για όλους μας ήρθε το κοριτσάκι μου. Λοιπόν, πάω στα χωράφια. Βαλεντινάκι μου θα έρθεις; Να δεις και το νονό σου...>>, <<Θα πάω στην Τζένη, μπαμπά. Αργότερα>>. Ο Λάμπρος την φίλησε στο κεφάλι. <<Ότι θες ζωή μου. Βιολετάκι;>>, <<Ναι. Πάμε>> έκανε η μικρή και έφυγαν μαζί. Η Βαλεντίνη έγνεψε στην Ελένη. <<Να πάω κι εγώ...>>, <<Και δεν μου λες, ΒΑΛΕΝΤΙΝΑΚΙ, ήρθε κι ο Νέστορας μαζί;>>, <<Ε; Ναι... Ήρθε...>>, <<Του έλειψαν κι αυτουνού η Σοφούλα και ο Άγγελος; Φρόντισε κακομοίρα, να μου έχεις ετοιμάσει κανένα χουνέρι γιατί δεν θα...>>, <<ΩΧ ΜΩΡΕ ΜΑΜΑ! ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΙΑ! Μια ζωή το μυαλό σου στο κακό!>>. Η Ελένη έκατσε στην τραπεζαρία και την κοίταξε αυστηρά. <<Λέγε γιατί ήρθες>>. Το κορίτσι έκατσε δίπλα της. <<Αν σου πω, θα μου ορκιστείς στη ζωή τη δική μου, της Τζένης, του νιάνιαρου και του μπαμπά, πως δεν θα πεις τίποτα. Α! Και της Ελενίτσας!>>, <<Πρώτον δεν ξέρουμε ακόμα σίγουρα ότι θα είναι Ελενίτσα. ΔΕΥΤΕΡΟΝ, στη ζωή των παιδιών μου δεν ορκίζομαι>>, <<Α δηλαδή στου μπαμπά ορκίζεσαι;>>, <<Μίλα γιατί δεν θα φύγεις από δω!>>, <<Δεν σου λέω τίποτα. Δεν σε εμπιστεύομαι. Θα μιλήσεις>>. Η Ελένη αναστέναξε. <<Ωραία. Ορκίζομαι!>>, <<Μην σταυρώνεις δάχτυλα!>>, <<ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ!>>. Το κορίτσι γέλασε. <<Ωραία. Ήρθαμε με τον Νέστορα γιατί... Παντρεύεται η Ευτυχία>>. <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;>> ούρλιαξε η Ελένη και η κοπέλα κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Πότε παντρεύεται; ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΛΕΣΑΝ ΕΜΑΣ; Με την Ειρήνη και τον Μιχάλη είμαστε οικογένεια. Τόσα χρόνια και...>>, <<Δεν είναι καλεσμένοι, ούτε το ξέρουν>> τη διέκοψε το κορίτσι. Η Λενιώ έπιασε το κεφάλι της. <<Παντρεύεται η Ευτυχία και δεν είναι καλεσμένοι η Ρήνα κι ο Σαράφης; Τι λες μωρή αλλοπαρμένη;>>, <<Η Ευτυχία και ο Φώτης θα παντρευτούν αύριο με πολιτικό γάμο, χωρίς καλεσμένους. Θα είναι μάρτυρες ο Σέργιος και η Τζένη, και από καλεσμένους μόνο ο Κώστας, η Μπέμπα, εγώ και ο Νεστοράκος. Το βράδυ, που έχουν εκείνο το τραπέζι, η κυρία Ειρήνη με την κυρία Ουρανία...>>, <<Ναι..>>, <<Ε θα τους το πουν. Αυτά>>. Η Ελένη την κοιτούσε σοκαρισμένη. <<Τι κουταμάρες είναι αυτές; Γιατί να μην παντρευτούν κανονικά; Μπα κι είναι έγκυος η δικηγορέσσα και ντρέπεται;>>, <<Την κόβεις την Ευτυχία για να ντρέπεται; Δεν θέλει γάμο μωρέ μαμά. ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ! Πάρτε το απόφαση. Βρήκαν αυτή τη μέση λύση και έτσι θα γίνει. ΚΙ ΕΣΥ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ!>>. Εκείνη έγνεψε απελπισμένα. <<Τι να πω; Λέγονται αυτά; Πωπω... Την Είρηνη σκέφτομαι. Ο Σαράφης πέρα βρέχει αλλά η Ρήνα θα το πάρει βαριά>>.

Η Ευγενία πήρε ένα κομμάτι πίτσα κι άρχισε να μασουλάει λαίμαργα. <<Τι μυαλά κουβαλάτε, δεν μπορώ να καταλάβω. Τη μάνα της δεν τη σκέφτηκε;>> πέταξε η Ελένη και δάγκωσε κι εκείνη ένα κομμάτι. Ήταν όλοι μαζεμένοι στο σαλόνι, και η Λενιώ περίμενε από στιγμή σε στιγμή το τηλεφώνημα της Ρήνας, που θα της ανακοίνωνε τον γάμο της Ευτυχίας. <<Μια και δυο φορές το είπα βρε μαμά μου; Δεν ήθελε!>> απάντησε η Ευγενία, καταπίνοντας. <<Αυτή η πίτσα, σκέτη τελείως είναι;>> ρώτησε αδιάφορα ο Νέστορας. Ο Λάμπρος τον κοίταξε αυστηρά. <<Έτσι την τρώει το λουλούδι μου. Σκέτη>>. Έσκυψε στο αυτί της Ελένης αναστενάζοντας. <<Αυτόν τι τον θέλατε; Είπαμε να μαζευτούμε οικογενειακά>>, <<Βρε καρδιά μου, ντροπή πια! Η Βαλεντίνη κάθε τρεις και λίγο στης Σοφούλας είναι. Σε παρακαλώ!>>. Ο άντρας συνέχιζε να τρώει μουτρωμένα. <<Η Ευτυχία έτσι είναι. Ή τη δέχεσαι ή όχι. Κακώς σκας Ελένη μου. Εγώ πιστεύω θα χαρεί η κυρά-Ρήνα>> έκανε ο Κώστας κεφάτα. <<Τέλος πάντων... Καλά δεν θέλατε να σας κάνω ένα λεμονάτο, ένα παστίτσιο και θέλατε να φάτε αυτές τις αηδίες με τα ζαμπόνια και τα τυριά, λες και δεν τρώτε πολλά στην Αθήνα>> σχολίασε η Λενιώ. <<Ήθελε η Ευγενία μας, που είναι έγκυος, μάτια μου, και το λουλουδάκι μας. Τωρα που είναι μόνο του, δεν τρώει και τόσο συχνά>> τις δικαιολόγησε ο Λάμπρος. Ο Νέστορας πλησίασε τον Κώστα. <<Αυτή μέχρι πόσο χρονών θα τη φωνάζουν λουλούδι;>>, <<Σκάσε μωρέ. Μας έχει που μας έχει στη μπούκα ο δάσκαλος, θες να του κάνεις και κριτική;>> ψιθύρισε ο νεαρός. <<Πάντως λες βρε Κώστα να μην το πάρουν τόσο βαριά, ε;>> ρώτησε αγχωμένα η Ελένη. <<Ναι καλέ. Κι άμα έρθει κανά εγγόνι, πες πες, θα τους πείσουν να κάνουν κι ένα γλέντι, να βγάλουν και τις υποχρεώσεις τους, να λαλήσει και το κλαρίνο του Κυριάκου. Όπως στα λέω είναι>>. Συνέχισαν να τρώνε μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο. <<Ωχ...>> πέταξε η Λενιώ. <<Μαμά να το σηκώσω εγώ;>> πρότεινε η Βιολέτα μα η μητέρα της, της έγνεψε να καθίσει. <<Παρακαλώ>> είπε κι έκανε ένα μορφασμό απόγνωσης. Η φωνή της Ρήνας ακουγόταν μέχρι έξω. <<Έλα Ειρήνη μου... Ναι, ναι. Το έμαθα...>>. Η Ελένη έκατσε πλάι στο τηλέφωνο και άρχισε να μιλά. <<Μάλλον καρδιά μου, δεν το πήρε και τόσο ψύχραιμα>> σχολίασε η Ευγενία στον Κώστα. <<Ναι, αυτό βλέπω>>, <<Δε βαριέσαι. Να ζήσουν τα παιδιά. Τώρα ότι ήταν να γίνει, έγινε>> πέταξε κεφάτα η Βαλεντίνη. <<Άντε, Βαλεντινάκι και στα δικά μας>> είπε ο Νέστορας κι ο Λάμπρος τον κοίταξε θυμωμένα. <<Θες να γίνεις λίπασμα για τα χωράφια ρε; Σκάσε πια...>> τον σκούνησε ο Κώστας. <<Εγώ πάντως χάρηκα που παντρεύτηκε η Ευτυχία κι ο Φώτης. Δεν ήθελα να χωρίσουν!>> πέταξε η Βιολέτα κι ο δάσκαλος την αγκάλιασε. <<Κι αυτό έχει σημασία. Ούτε οι γάμοι, ούτε τα γλέντια. Να υπάρχει αγάπη στο ζευγάρι>>.

Continue Reading

You'll Also Like

1.8K 109 17
Στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας ο Γέρακας και η καρδιά λαβώνονται από αγάπη.
10.4K 601 42
Για όλα υπάρχει μία αιτία. Όλα λένε για κάποιο λόγο γίνονται. Υπάρχουν όμως πολλές αδικίες. Πολλά προβλήματα. Αλλά και η ομορφιά πάντα βγαίνει στην ε...
35.6K 388 16
[smut⚠️]
23.7K 1.4K 40
Ακουσα μια μελοδικη κοριτσιστικη φωνη να ακουγεται. Ανοιξα το παραθυρο και την ειδα στο απεναντι σπιτι να χτενιζει τα μυαλια της και να τραγουδαει..ν...