Ευγενία

由 angry_bird24

66.3K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... 更多

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)

875 28 2
由 angry_bird24

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1979

Η Βιολέτα στεκόταν υπομονετικά πίσω από την Ανέτ και περίμενε τη σειρά της για να πηδήξει κουτσό, μέσα στα κουτάκια που είχαν φτιάξει με κιμωλία στο πάτωμα οι συμμαθήτριες της. Δίπλα τους, τα αγόρια της τάξης, ως συνήθως, έπαιζαν ποδόσφαιρο και κάθε τόσο θύμωναν με όποιον πετούσε τη μπάλα πιο μακριά. Ένας μαθητής, λίγο μεγαλύτερος από εκείνη, ο Γιώργος, πέταξε τη μπάλα στο παρτέρι πίσω από την καγκελόπορτα και έτρεξε βιαστικά να την πάρει. Η μπάλα του, είχε χτυπήσει ένα μικρό γατάκι που τον κοιτούσε πανικόβλητο. Ο μικρός το κλώτσησε, γελώντας κι εκείνο νιαούρισε τσιριχτά. <<ΜΗ! ΠΟΝΑΕΙ!>> ούρλιαξε η Βιολέτα και πήγε κοντά του. Ο Γιώργος έγνεψε ειρωνικά. <<Κι εσένα τι σε νοιάζει;>>, <<ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ! ΔΕΝ ΣΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΙΠΟΤΑ>> φώναξε λυπημένα και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. <<Φύγε γιατί θα σε κλωτσήσω κι εσένα! Ότι θέλω θα κάνω!>> πέταξε και πήγε να χτυπήσει ξανά το γατί, όμως η Ανέτ, το μάζεψε βιαστικά από το πάτωμα. Η Βαλεντίνη που τους έβλεπε από μακριά, πλησίασε και έριξε στο Γιώργο μια αυστηρή ματιά. <<Να τα βάζεις με κάποιον στα μέτρα σου, όχι με μωρά και γατάκια>> του είπε ψύχραιμα. <<Μήπως μαζί σου Βαλεντίνη; Ή νομίζεις πως σε φοβάμαι επειδή είσαι μεγαλύτερη και κόρη του δασκάλου; Νομίζεις δε μπορώ να σου δώσω μια κλωτσιά σαν το παλιόγατο;>> της απάντησε νευρικά και το κορίτσι χαμογέλασε. <<Δεν θα προλάβεις. Θα σου δώσω εγώ πρώτη>> πέταξε και τον κλώτσησε με δύναμη στο καλάμι. Ο Γιώργος έβγαλε μια δυνατή κραυγή κι ο Λάμπρος βγήκε από το σχολείο πανικόβλητος. <<ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;>> φώναξε όμως η κοπέλα, δεν αντέδρασε. Η Ασημίνα που περνούσε από την πλατεία τυχαία, έτρεξε κοντά τους. Η Βιολέτα είχε πλαντάξει στο κλάμα. <<ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΔΩ; Βιολέτα γιατί κλαις;>> συνέχισε να ρωτάει με νεύρο ο δάσκαλος. <<Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΤΑΙΕΙ ΚΥΡΙΕ! Κλώτσησε το γατάκι κι όταν η Βιολέτα του είπε να μην το κάνει, της είπε θα κλωτσήσει κι αυτή!>> απάντησε η Ανέτα. Η Ασημίνα γονάτισε δίπλα στη μικρή που έκλαιγε με λυγμούς. <<Παιδί μου, τι...>>, <<Θεία...>> ψέλλισε η μικρή και την αγκάλιασε σφιχτά. <<Γιώργο, Βιολέτα, Βαλεντίνη και Ανέτ, για ελάτε μέσα, να τα πούμε>>, <<Και το γατί;>> ρώτησε αυθόρμητα η Ανέτα και όλοι γέλασαν. <<Όχι φυσικά, παιδί μου! Το γατί στην τάξη;>>. Η Ασημίνα σηκώθηκε και πήρε το γατάκι από τα χέρια της μικρής, που έτρεμε από το φόβο του. <<Φέρτο εδώ Ανέτ. Θα το πάρω εγώ>>, <<Αχ μπράβο βρε Ασημίνα!>> την παίνεψε ο Λάμπρος. Τα παιδιά έκαναν να τον ακολουθήσουν στην αίθουσα. <<Θεία, μη φύγεις, σε παρακαλώ>> τραύλισε η Βιολέτα και η Ασημίνα τη χάιδεψε στο κεφάλι. <<Θεός φυλάξοι, μάτια μου. Μην κλαις. Δεν έγινε τίποτα. Άντε στο μπαμπά και θα πάρω εγώ το γατί στο σπίτι>>, <<Σε παρακαλώ...>>. Ο Λάμπρος βγήκε ξανά στο προαύλιο και κοίταξε την κόρη του με απορία. <<Βιολέτα, γιατί δεν έρχεσαι μέσα; Δεν ακούς;>>, <<Να έρθει κι η θεία!>>, <<Η θεία θα πάει σπίτι. Δεν τη χρειάζεσαι. Έλα σε παρακαλώ, να βγάλουμε μια άκρη!>> της είπε νευρικά και την έπιασε από το χέρι.

<<Είπε ότι θα με κλωτσήσει κι εμένα και εγώ του είπα ότι δεν θα προλάβει. Και τον κλώτσησα εγώ>> εξήγησε αδιάφορα η Βαλεντίνη, που στεκόταν μπροστά στον πατέρα της. <<Βαλεντίνη τι πράγματα είναι αυτά; Έπρεπε να με φωνάξεις, όχι να χειροδικήσεις>> έκανε με απελπισία ο Λάμπρος. <<Σιγά μην κάθομαι να τον ακούω να μας απειλεί...>>, <<ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ! Τι ανεπίτρεπτα πράγματα είναι αυτά; Κι εσενα Γιώργο, τι σου έφταιξε το ζωντανό;>>. Το αγόρι χαμήλωσε το βλέμμα ντροπιασμένα. <<Είστε απαράδεκτοι και οι δύο!>>, <<Κι εγώ;>> ρώτησε ειρωνικά η Βαλεντίνη. <<Φυσικά! Κανονικά πρέπει να μπείτε και οι δύο τιμωρία!>> τους μάλωσε. Κανένας δεν έγνεψε. <<Ή θα έπρεπε να φωνάξω τις μανάδες σας και να τις ενημερώσω>>. Ο Γιώργος τον κοιτούσε πανικόβλητος, ενώ στη Βαλεντίνη ξέφυγε ένα γελάκι. <<Και τη δικιά μου;>> ρώτησε κεφάτα τον πατέρα της. <<Γιατί; Εσύ φύτρωσες; Τέλος πάντων. Πηγαίνετε έξω και σε πέντε λεπτά θα μπούμε για μάθημα>>. Ο μικρός έφυγε τρέχοντας, όμως τα κορίτσια έμειναν στην τάξη. Ο Λάμπρος τους έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Την επόμενη φορά, που θα γίνει κάτι παρόμοιο και δεν θα με φωνάξετε, θα μπείτε κι εσείς τιμωρία που δεν φταίτε>>, <<Εγώ δηλαδή, είτε έτσι, είτε αλλιώς, θα μπω τιμωρία>> σχολίασε η Βαλεντίνη κι ο πατέρας της, την κοίταξε σοκαρισμένος. <<Κάνεις και πνεύμα; Στη μάνα σου, πώς θα τα πω αυτά; Που θα θέλει να σου ξεριζώσει το μαλλί;>>, <<Πρώτη φορά θα είναι;>>, <<ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΑΡΚΕΤΑ!>>, <<Εγώ φταίω που πήγα να σώσω το χαζό. Σταμάτα να κλαις κυρά μου!>> πέταξε και σκούντησε τη Βιολέτα. Ο Λάμπρος πλησίασε τη μικρή και έσκυψε μπροστά της. <<Μη κλαις μάτια μου. Όλα καλά, ε; Και το γατάκι, το πήρε η θεία>> την παρηγόρησε κι εκείνη τον αγκάλιασε τρυφερά. <<Καλά σου λέει νιάνιαρο. Ζωή και κότα θα κάνει η γάτα, με τη θεία. Του φεξε!>>. Ο δάσκαλος ξεροκατάπιε. <<Να δω πως θα πω στη μάνα σας, τα καθέκαστα>>.

Έτρωγαν όλοι αμίλητοι στο μεσημεριανό τραπέζι, κι η Ελένη τους κοίταζε κάθε τόσο με περιέργεια. <<Πολλή ησυχία έπεσε. Τι πάθατε;>> ρώτησε ανήσυχα, μα τα κορίτσια την αγνόησαν. <<Θα πάω το απόγευμα στο παρασκευαστήριο. Πρέπει να φύγει η παραγγελία για Καβάλα νωρίς αύριο το πρωί>> άλλαξε θέμα ο Λάμπρος. <<Είναι εκεί ο Φανούρης, δε χρειάζεται να είμαστε όλοι πάνω από το κεφάλι τους. Θα μου πεις γιατί οι κόρες σου είναι σα βρεγμένες γάτες και δεν έχουν πει λέξη;>> έκανε απότομα η γυναίκα. <<Αργότερα Ελένη, τώρα τρώμε>>, <<Τρώγαμε. Να πάω μέσα; Έχω εγγλέζικα>> πέταξε αδιάφορα η Βαλεντίνη. <<Να πας... Μα δεν τελειώσαμε>> σχολίασε η μητέρα της. Η Βιολέτα την ακολούθησε. <<Τι έγινε καλέ μπαμπά;>> ρώτησε κεφάτα η Ευγενία. <<Ο Γιώργος, του Μανώλη, κλώτσησε ένα γατί στο διάλειμμα...>>, <<Α το παλιόπαιδι! Τι του φταιξε το δολιο;>> πέταξε νευρικά η Ελένη. <<Η μικρή ξέρεις πως είναι με τα ζώα. Τέλος πάντων, μάλωσαν, εκείνος της είπε πως θα την κλωτσήσει και πάνω στον καβγά, η Βαλεντίνη του έριξε μια κλωτσιά στο καλάμι>> εξήγησε ο Λάμπρος κι η Ευγενία έβαλε τα γέλια. Ο δάσκαλος της έριξε μια αυστηρή ματιά. <<Παιδί μου, μη γελάς. Δεν σας το είπα για χωρατό>>. Το κορίτσι σηκώθηκε χαμογελώντας. <<Μα νόμιζα έγινε κάτι σοβαρό, έτσι που τις είδα αμίλητες. Έφαγαν και τα μαυρομάτικα, χωρίς διαμαρτυρία. Τέλος πάντων, πάω να διαβάσω>> απάντησε κι η Ελένη έγνεψε θετικά. <<Αγάπη μου, δεν χρειάζονται φωνές, ούτε να μαλώσεις τη Βαλεντίνη γιατί...>>, <<Γιατί να τη μαλώσω; Αυτόν το Γιώργο, τον έβαλες τιμωρία; Να γράψει έστω 20 φορές πως δεν θα ξαναπειράξει ζωντανό;>>, <<Όχι αλλά...>>, <<Αμάν μωρέ Λάμπρο!>>, <<Αν έβαζα το Γιώργο τιμωρία, έπρεπε να μπει και  η Βαλεντίνη>>, <<Η Βαλεντίνη γιατί; Χτύπησε ζώο;>>, <<Χτύπησε το Γιώργο Ελένη!>>, <<Καλά του έκανε. Απείλησε τη μικρή μας, έτσι θα τον άφηνε;>>, <<Θα μπορούσε να μου το πει Λενιώ! Μα τι ιδέες είναι αυτές;>>. Η γυναίκα σηκώθηκε κι άρχισε να μαζεύει το τραπέζι. <<Όχι να τις λογαριάζουν για κοριτσάκια. Άκου απείλησε ότι θα κλωτσήσει! Ανάθεμα τον, το Σέργιο μου θύμισε...>>, <<Ο Σέργιος μας δεν πείραζε τα ζωντανά, προς Θεού. Λίγο άτακτος ήταν>>, <<Το μπάρμπα του εννοώ, όχι τον ανιψιό μας>>. Ο Λάμπρος τινάχτηκε πάνω και την κοίταξε θυμωμένα. <<Τι λόγια είναι αυτά μες το μεσημέρι;>>, <<Και εγώ του είχα ρίξει κλωτσιά πάντως...>>, <<Κι είχατε ωραία κατάληξη τελικά! Μα τι λέω, Θεέ μου;>>, <<Τέλος πάντων. Καλά έκανε η Βαλεντίνη. Σιγά μη τη μαλώσω κι όλας. Δεν θα απειλεί ο ένας κι ο άλλος παλικαράς, τα κορίτσια μου. Δεν έφτυσα εγώ αίμα στη ζωή μου για να βρω το δίκιο μου, και να φοβούνται αυτές!>> έκανε απότομα και συνέχισε να μαζεύει το τραπέζι. <<Η βία ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΥΣΗ>>, <<Και ποια είναι η λύση; Να φωνάζουν το μπαμπά τους, να τους σώσει; Έτσι και σήκωνε χέρι, να δω τι θα έκανες!>>, <<Δε σήκωσε αυτός, η Βαλεντίνη σήκωσε. Τέλος πάντων. Θα τους κάνω μια κουβέντα στο μάθημα...>>. Εκείνη έμεινε για ένα λεπτό αμίλητη. <<Η μικρή; Τι έκανε;>>, <<Τι να κάνει δηλαδή;>>, <<Λέω, πώς αντέδρασε>>, <<Την ξέρεις τη μικρή. Έβαλε τα κλάματα. Πέρναγε και τυχαία η Ασημίνα από κει και γατζώθηκε πάνω της>>, <<Δε μου αρέσουν αυτά. Πολύ χαϊδεμένη έχει βγει. Με το παραμικρό, τρέχει το δάκρυ κορόμηλο>>, <<Μήπως να μαλώσουμε τη Βιολέτα που ταράχτηκε και να πάω στη Λάρισα να πάρω δώρο στη Βαλεντίνη γιατί έδειρε το Γιωργάκη;>> ρώτησε ειρωνικά ο Λάμπρος. <<Καλά, κάνε χωρατά εσύ. Δεν με πειράζει που είναι ευαίσθητη Λάμπρο, όμως ανησυχώ περισσότερο απ' ότι στη Βαλεντίνη. Ξέρεις τι κακία κυκλοφορεί στον κόσμο. Δεν θέλω στο μέλλον να εκμεταλλευτούν την καλοσύνη της και να της φερθούν άσχημα>>. Ο άντρας σηκώθηκε και άφησε ένα φιλί στο λαιμό της. <<Είναι μικρή ακόμα. Σταμάτα να αγχώνεσαι για τέτοια πράγματα. Κι η Ευγενία μας, χαμηλών τόνων ήταν>>, <<ΟΧΙ ΤΟΣΟ! Ούτε έκλαιγε με το παραμικρό>>, <<Ε η Βιολέτα είναι λίγο πιο ευαίσθητη. Δεν χρειάζεται να μεγαλώσει απότομα. Άστην έτσι, αθώα και ήρεμη κι όσο περνάνε τα χρόνια, θα βρίσκει το δρόμο της...>> εξήγησε τρυφερά και την αγκάλιασε από τη μέση.

----------------------

ΙΟΥΛΙΟΣ 1946

Ο Λάμπρος φόρεσε ένα πολυκαιρισμένο άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο κι ένα μαύρο παντελόνι και έφυγε βιαστικά από την κάμαρη του. <<Πάω μια βόλτα>> πέταξε εύθυμα στον πατέρα του, που τον κοίταξε αυστηρά. <<Όλο φεύγεις τελευταία. Για πρόσεχε σε παρακαλώ>>. Το αγόρι ξεφύσηξε νευρικά. <<Γιατί με κατσαδιάζεις συνέχεια; Ε;>>, <<Γιατί τριγυρνάς και δεν ξέρω τι κάνεις. Ή καλύτερα, ξέρω τι κάνεις και κάνω πως δεν καταλαβαίνω>>, <<Πατέρα...>>, <<Δεν θέλω να μου πεις τίποτα, ούτε να ακούσω δικαιολογίες. Εδώ είναι χωριό και τα πιο απλά και αθώα, που βέβαια δεν ξέρω πόσο αθώα είναι, τα μετράνε διαφορετικά. Πρόσεχε λοιπόν γιατί δεν θέλω λόγια και φασαρίες. Κατάλαβες;>>. Ο Λάμπρος χαμογέλασε. <<Προσπαθώ>>, <<Εσύ δεν είσαι σαν τα άλλα παιδιά στο χωριό. Σε έστειλα στη Λάρισα για να μορφωθείς και έπειτα να φύγεις να σπουδάσεις. Αυτά να κοιτάς και άσε τα σουλάτσα. Δεν θέλει πολύ ο κόσμος για να αρχίσει να λέει λόγια. Κι ούτε θέλω προβλήματα>>. Το αγόρι κούνησε το κεφάλι αδιάφορα. <<Αν και δεν καταλαβαίνω τι προβλήματα εννοείς ακριβώς, εντάξει. Θα προσέχω>>, <<Μια χαρά καταλαβαίνεις. Να έρθει ο Σταμίρης ας πούμε να μου ζητήσει το λόγο που γυροφερνεις την κόρη του>>, <<Δεν την γυροφέρνω!>> διαμαρτυρήθηκε ο Λάμπρος. <<Δεν είπα ότι ενοχλείται ή πως δεν σου έδωσε το θάρρος. Τέλος πάντων>>. Ο νεαρός χαμογέλασε πλατιά. <<Θες τίποτε άλλο; Δεν θες. Οπότε, πάω κι εγώ>> δήλωσε και έφυγε βιαστικά.

Άνοιξε το βήμα του και σχεδόν έτρεχε προς τη ρεματιά, όταν διέσχιζε το παλιό γεφύρι και βρέθηκε μπροστά στον Σέργιο που χαμογέλασε ειρωνικά. <<Καλώς τον ξάδελφο. Βιαστικός, ε;>> πέταξε κεφάτα και ο Λάμπρος του έγνεψε νευρικά. <<Γεια σου Σέργιε. Ναι βιάζομαι. Τα λέμε άλλη φορά>> έκανε και άνοιξε το βήμα του. <<Κάτσε καλέ, να πούμε καμιά κουβέντα. Εκτός αν σε περιμένει η κοπελιά που εκεί δεν το συζητώ. Να τρέξεις, μη πάει κανάς άλλος>> συνέχισε στον ίδιο ειρωνικό τόνο. Ο Λάμπρος του έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Τι θες Σέργιε; Έχεις κάποιο πρόβλημα;>>, <<Εγώ; Τίποτα. Ο πατέρας της θα έχει, αν μάθει ότι την τραβολογάς. Βέβαια θα μου πεις, τα θέλει κι αυτή. Δεν το κάνεις και με το ζόρι>> μονολόγησε κι ο νεαρός τον πλησίασε περισσότερο. <<Με απειλείς;>>, <<Όχι βρε, ντροπής πράγματα. Όχι και σε απειλώ. Εγώ ίσα ίσα, σε ζηλεύω!>>, <<Με ζηλεύεις;>>, <<Καλά όχι ότι η Σταμίρη είναι καμία πεντάμορφη, και άσχημη όμως δεν την λες. Αλλά εμείς που είμαστε και μορφονιοί, πάμε στη Λάρισα και πληρώνουμε παράδες για να πλαγιάσουμε με γυναίκα κι εσύ την έχεις μες τα πόδια σου, να τη γλεντάς όποτε σου κάνει κέφι. Και δεν οσυ φαινόταν, έτσι χαζός και χωμένος μες τα βιβλία που...>>. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και ο Λάμπρος τον είχε πιάσει απ' το λαιμό. <<Πάρτο πίσω. Εγώ την Ελένη, τη σέβομαι!>>, <<Τι; Δεν την έχεις χαλάσει ακόμα; Στο παίζει δύσκολη, για εσύ δεν ξέρεις πώς να το κάνεις; Δεν σε κόβω και για ξύπνιο σε αυτά>>. Ο νεαρός πήγε να τον χτυπήσει, μα ο Σέργιος σαν πιο δυνατός, του έριξε μια δυνατή μπουνιά και τον ξάπλωσε στο χώμα. Τον κλώτσησε δυνατά μερικές φορές και στο τέλος έβαλε τα γέλια. <<Συμβουλή σου δίνω ξάδελφε: χάλασε την αν θες να σε περιμένει να γίνεις δασκαλάκος, που σκέφτεσαι. Χαλασμένη δεν την παίρνει κανείς. Αλλιώς σιγά μη και δεν ανοίξει τα πόδια της σε κανέναν άλλον. Όλες ίδιες είναι. Άκου κι εμένα>> πέταξε κεφάτα και συνέχισε τον δρόμο του. Ο Λάμπρος σηκώθηκε από το χώμα. Τα πλευρά του πονούσαν και η μύτη του έτρεχε. Αναστέναξε και συνεχισε να περπατάει, πιο αργά από πριν.

Η Ελένη πετούσε πετραδάκια μες το ρέμα, χαζεύοντας το νερό που τιναζόταν ελαφρά, όταν έφτασε ο Λάμπρος τρεκλίζοντας. Το πρόσωπο του ήταν πρησμένο και πονούσε στο κορμί του. <<ΤΙ ΕΠΑΘΕΣ;>> ούρλιαξε τρομαγμένη και έτρεξε κοντά του. Εκείνος την αγκάλιασε και στηρίχθηκε πάνω της. <<Καλά είμαι. Μην ανησυχείς. Έτρεχα να μην αργήσω και έπεσα>>, <<ΤΙ: Πού;>> επέμεινε ανήσυχη. <<Στο παλιό γεφύρι. Καλά είμαι, μην κάνεις έτσι>> την παρηγόρησε κι εκείνη έβρεξε ένα μαντήλι που είχε στη τσέπη της, για να σκουπίζει τον ιδρώτα του, και καθάρισε τα αίματα από τη μύτη του. <<Ποιος το έκανε; Γιατί δεν μου λες; Κάποιος σε χτύπησε>>. Εκείνος έκανε έναν μορφασμό. <<Κανείς. Όλα εντάξει είναι>>. Της χάιδεψε το μέτωπο και χαμογέλασε γλυκά. <<Και μόνο που το ακούμπησες, δεν πονάει πια τόσο. Δώσε μου κι ένα φιλί, να περάσει τελείως ο πόνος>> της είπε τρυφερά κι εκείνη κόλλησε τα χείλη της, στα δικά του και τον ρούφηξε ελαφρά. <<Είδες; Τέλειωσε τώρα>> την παρηγόρησε και το κορίτσι βολεύτηκε στα γόνατα του. Έμπλεξε τα δάχτυλα της στα μαλλιά του και τον κοίταξε με παράπονο. <<Δεν με εμπιστεύεσαι;>>, <<Βρε καρδιά μου...>>, <<Ποιος το έκανε;>>, <<Επίμονη είσαι. Άστο. Τέλειωσε>> έκανε ήρεμα και τη φίλησε ξανά, αγκαλιάζοντας το κορμί της μέσα στα χέρια του.

---------------------------

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1984

Η Βιολέτα βόλεψε τη μπλούζα της, μέσα στην άσπρη κλαρωτή της φούστα και έριξε μια ματιά στη Βαλεντίνη, που φόραγε βαριεστημένα το τζιν της. <<Έτσι θα πας πρώτη μέρα στο λύκειο;>> τη ρώτησε με περιέργεια. <<Τι θες να βάλω; Καμιά τουαλέτα;>> απάντησε αγουροξυπνημένα, όταν μπήκε η Ελένη στη κάμαρη. <<Ακόμα έτσι είστε; Άντε τελειώνετε να φύγουμε. Η Ευγενία είναι έτοιμη!>> τις μάλωσε νευρικά. <<Η Ευγενία ανάθεμα κι αν κοιμήθηκε όλη νύχτα από το άγχος. 04:00 σηκώθηκε κι έφαγε μια σοκολάτα από αυτές που έφερε η θεία η Πηνελόπη>> σχολίασε η Βαλεντίνη. <<Πρώτη μέρα θα δουλέψει σαν καθηγήτρια. Εδώ αγχώνεται ο πατέρας σου, που είναι και 30-βάλε χρόνια δάσκαλος, όταν ξεκινάει η χρονιά>>. Η Βιολέτα στάθηκε στον καθρέφτη κι άρχισε να πλέκει τα μαλλιά της. Η Λενιώ την πλησίασε. <<Άσε να το κάνω εγώ... Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί δεν πήγες στο γυμνάσιο με την ξαδέλφη σου και τις φιλέναδες σου>>, <<Για να είμαι με την Ευγενία! Να είναι καθηγήτρια μου!>> είπε με καμάρι. <<Τόσο χαζή! Δεν σου έφτασαν έξι χρόνια που είχες τον μπαμπά, τώρα θα έχεις την Τζένη. Μια ζωή χαζοβιόλα>> πέταξε η Βαλεντίνη. <<Σκασμός! Άντε ακόμα δεν αρχίσατε! Καλά έκανες. Να έχω το κεφάλι μου ήσυχο>> συμφώνησε η Ελένη και τη φίλησε στο κεφάλι. Ο Λάμπρος μπήκε μέσα και τις χάζεψε για μια στιγμή. <<Για ελάτε να σας φιλήσω, πρέπει να φύγω>> τους είπε και τον πλησίασαν. <<Καλή αρχή αγάπες μου. Καλή πρόοδο>>. Τις αγκάλιασε τρυφερά κι εκείνες τον φίλησαν. Έπειτα κοίταξε την Ευγενία, που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο. <<Καλή αρχή και σε σένα ζωή μου. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση υποδέχεται μια σπουδαία φιλόλογο. Να είσαι δίκαιη και να στηρίζεις το έργο σου και τους μαθητές σου>> έκανε συγκινημένος και την αγκάλιασε. <<Ευχαριστώ μπαμπά. Μακάρι να σου μοιάσω>>, <<Θα είσαι καλύτερη! Είμαι σίγουρος>> είπε και τη φίλησε στο μάγουλο. <<Μπαμπούνη μου, πρώτη φορά πας στο σχολείο χωρίς κόρη μαζί.  Τέλειωσε και το νιάνιαρο κι έμεινες μοναχός σου>> πέταξε εύθυμα η Βαλεντίνη. <<Και χωρίς τη μαμά>> συμπλήρωσε εκείνος και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της Ελένης. <<Μεγάλο καημό μας είχες, κατάλαβα. Που η μαμά δεν έρχεται στον αγιασμό σε ενοχλεί>> τον πείραξε η Βαλεντίνη. <<Θα του λείψει βρε. Δείξε κατανόηση>> έκανε η Ευγενία και την χτύπησε συνωμοτικά με τον αγκώνα της. <<Έλα, έλα, γαλιάντρες. Πολλά λέτε. Άντε καρδιά μου, καλή αρχή και θα τα πούμε το μεσημέρι>> είπε η Ελένη στον άντρα της και άφησε ένα φιλί στα χείλη του.

<<Φαγώθηκε να γυρίσει με το λεωφορείο μετά. Παραπήρε θάρρος όλο το καλοκαίρι και θα της το κόψω εγώ>> μονολογούσε η Ελένη για τη Βαλεντίνη, καθώς έμπαιναν στην αυλή του σχολείου. Η Ευγενία τις χαιρέτησε και πήγε να βρει τους συναδέλφους της και η Ελένη με την Βιολέτα στάθηκαν μπροστά-μπροστά, περιμένοντας να αρχίσει ο αγιασμός. Η μικρή παρατηρούσε τους συμμαθητές της και χαμογελούσε κάθε τόσο σε κάποια κοπέλα που φαινόταν στην ηλικία της. Μόλις η τελετή τελείωσε, η διευθύντρια του σχολείου, μια παχουλή γυναίκα, μετρίου αναστήματος με ξινό ύφος και γαμψή μύτη, χαιρέτησε τους μαθητές και τους καθηγητές. <<Θα ήθελα σε αυτό το σημείο, να καλωσορίσω δύο νέους συναδέλφους: τον κύριο Παναγιώτη Αθητάκη, που θα διδάσκει φυσική και χημεία...>>. Όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. <<...και την δεσποινίδα Ευγενία Σεβαστού, τη νέα μας φιλόλογο>>. Η Βιολέτα χτύπησε με δύναμη τα χέρια της και η μητέρα της, την μιμήθηκε. Η Ευγενία χαμογέλασε ντροπαλά και χαμήλωσε το βλέμμα. Έπειτα η διευθύντρια κάλεσε τους μαθητές στις τάξεις, να γνωρίσουν τον υπεύθυνο καθηγητή στο τμήμα τους και να πάρουν μερικά από τα βιβλία. Η Ελένη φίλησε τις κόρες της και η Ευγενία της είπε να επιστρέψει στο χωριό αλλά εκείνη επέμεινε να περιμένει στην καφετέρια απένατι από το σχολείο για να τις γυρίσει με την κούρσα.

Έκατσε στο δεύτερο θρανίο η Βιολέτα και περίμενε να δει ποιος συμμαθητής της θα καθίσει δίπλα της, μα δεν κάθισε κανείς κι η θέση έμεινε κενή. Την πείραξε λίγο αλλά σκέφτηκε πως ίσως γνωρίζονται από το δημοτικό οι περισσότεροι, όπως κι εκείνη με τις φίλες της από το Διαφάνι. Πίσω της έκατσαν δυο κορίτσια με όμορφα ίσια μαλλιά, αρκετά καλοντυμένες και περιποιημένες. Τις χαιρέτησε, μα την αγνόησαν κι απλά έγνεψαν, δείχοντας της πως τις ενόχλησε. Ο υπεύθυνος καθηγητής τους ήταν ο νέος φυσικός, ο κύριος Αθητάκης, που της φάνηκε συμπαθητικός. Μπήκε στην ταξη και ζήτησε από τα παιδιά να του πουν το όνομα τους ενώ έκανε και μερικές ερωτήσεις σε κάποιους μαθητές. <<Βιολέτα Σεβαστού>> συστήθηκε το κορίτσι. <<Σεβαστού; Καμία σχέση με την νέα φιλόλογο;>>, <<Είναι η αδελφή μου>> είπε περήφανα. <<Α μάλιστα. Κόρη δασκάλου κι εσύ. Να φανταστώ θες να ασχοληθείς με την εκπαίδευση όπως η αδελφή σου;>>, <<Όχι κύριε. Εγώ θέλω να γίνω κτηνίατρος>> είπε και άκουσε τα κορίτσια πίσω της να πνίγουν ένα ειρωνικό γέλιο. Ο Αθητάκης χαμογέλασε και συνέχισε να ρωτά τα ονόματα των παιδιών. Δεν τους κράτησε πολύ κι η Βιολέτα σηκώθηκε από τη θέση της, στρώνοντας την φούστα της ομοιόμορφα. <<Ώστε αδελφή της καινούργιας καθηγήτριας>> σχολίασε η ξανθιά κοπέλα, που είχε ακούσει ότι την έλεγαν Χαρά. Η Βιολέτα έγνεψε θετικά. <<Τυχερή είσαι. Εμείς θα πρέπει να διαβάζουμε αρχαία>>, <<Κι εγώ θα διαβάζω!>>, <<Ε καλά, σιγά... Θα έχεις τα θέματα από την αδελφή σου>>, <<Η Ευγενία δεν κάνει τέτοια. Είναι δίκαιη. Θέλει όλα τα παιδιά να έχουν ίδια αντιμετώπιση. Κι ο μπαμπάς μας που είναι δάσκαλος, έτσι έκανε πάντα. Ήταν πιο αυστηρός μαζί μας>> δικαιολογήθηκε με αφέλεια. <<Α και τον μπαμπά σου είχες δάσκαλο; Θα δυσκολευτείς στο γυμνάσιο. Εδώ στους άλλους καθηγητες θα πρέπει να διαβάζεις κανονικά>> πέταξε ειρωνικά, η άλλη κοπέλα, η Ειρήνη. <<Διάβαζα κανονικά και στο δημοτικό!>> είπε νευρικά, μα οι κοπέλες την αγνόησαν κι έφυγαν από την τάξη.

Η Βιολέτα καθόταν αμίλητη και χάιδεψε το κουνέλι της, που που έτρωγε ένα μαρουλόφυλλο στα πόδια της. <<Και τι σας ρώταγε ο καθηγητής;>> έκανε η Ελένη καθώς μαγείρευε. <<Τίποτα. Αν έχω σχέση με την Ευγενία κι αν θέλω κι εγώ να γίνω εκπαιδευτικός σαν εκείνη και το μπαμπά>> απάντησε αδιάφορα. <<Και τι του είπες;>>, <<Πως θέλω να γίνω κτηνίατρος>>. Εκείνη σκέπασε το φαγητό. <<Να στρωθείς τότε να διαβάσεις γιατί θέλει πολλά μόρια. Να έχεις βάσεις>> τη συμβούλευσε μα η μικρή φαινόταν μουτρωμένη. <<Τι έπαθες; Μπα και δεν σου άρεσε το σχολείο;>> πέταξε η Λενιώ. <<Καλά ήταν...>>, <<Μόνο καλά; Εσύ το αγαπάς το σχολείο>>, <<Απλά δεν ξέρω κανέναν κι όλοι γνωρίζονται από το δημοτικό. Δεν κάθισε και κανένας δίπλα μου>>. Η μητέρα της, την κοίταξε με περιέργεια. <<Βιολέτα, αν θες να σε στείλουμε στο σχολείο με την Ανέτ, που πήγαιναν κι οι αδελφές σου, πες το τώρα που δεν ξεκίνησες τα μαθήματα. Μετά δεν θα μπορούμε>>. Το παιδί ανακάθισε ανήσυχα. <<Μπα... Θα κάτσω>>.

<<Βακτηρία γάρ έστι παιδεία βίου, είπε ο Μένανδρος. Ξέρεις κανείς να μας πει τι σημαίνει; Έστω να προσπαθήσει>> ρώτησε η Ευγενία στην τάξη. <<Κάτι για βακτήρια λέει>> πέταξε αδιάφορα ένας νεαρός που λεγόταν Νίκος. Το κορίτσι γέλασε γλυκά. <<Θα μπορούσε αλλά όχι. Άντε, να σας βοηθήσω. Βακτηρία είναι το μπαστούνι, το δεκανίκι... Μπορεί κάποιος να υποθέσει πως χρησιμοποιείται μεταφορικά;>>. Κανείς δεν σήκωσε το χέρι του, κι εκείνη έριξε μια ματιά στην αδελφή της, που κοιτούσε το κενό κατσουφιασμένη. <<Βιολέτα; Θες να μας πεις, τι σημαίνει;>>, <<Δεν ξέρω κυρία, συγνώμη>> απάντησε λυπημένα. <<Εγώ γιατί νομίζω πως ξέρεις; Ε;>> της είπε παιχνιδιάρικα. <<Ότι η παιδεία είναι στήριγμα για τη ζωή>> απάντησε δυστυχισμένα. <<Μπράβο. Πολύ σωστά!>>. Το κουδούνι χτύπησε και τα παιδιά σηκώθηκαν να βγουν για διάλειμμα. Η Ευγενία πλησίασε την αδελφή της κι έσκυψε από πάνω της. <<Μπορείς να μου πεις τι έχεις;>>, <<Τίποτα, νυστάζω>> . Εκείνη την κοίταξε αυστηρά. <<Εγώ σε μεγάλωσα, σε μένα λες ψέματα; Τέλος πάντων. Θα μου πεις στο σπίτι>> ανακοίνωσε και έφυγε από την αίθουσα αφήνοντας την μόνη. Η Χαρά την πλησίασε. <<Είδες που στο είπα; Αν δεν στο είχε πει η αδελφή σου, σιγά μην το ήξερες>>. Η Βιολέτα την κοίταξε θυμωμένα. <<ΤΟ ΗΞΕΡΑ! Μας το είχε πει ο μπαμπάς μου!>>, <<Ο μπαμπάς σου είναι δάσκαλος, δεν κάνει αρχαία>>, <<Ναι αλλά ξέρει! Προγυμνάζει και παιδιά για το πανεπιστήμιο!>>. Η Ειρήνη χαμογέλασε ειρωνικά. <<Δάσκαλος και προγυμνάζει; Οι φιλόλογοι το κάνουν αυτό. Ντροπή να κλέβει τη δουλειά από κάποιον άλλον>>, <<ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΤΡΟΠΗ! Και δεν κλέβει τη δουλειά. Στους περισσότερους δεν παίρνει καν χρήματα!>> απάντησε θιγμένα. <<Πολλή υπεράνω είστε σαν οικογένεια. Αλλά βέβαια να μου πεις, εσείς στο χωριό έχετε χωράφια, ζώα... Από χόμπι δουλεύουν η αδελφή σου κι ο πατέρας σου. Αφού σ' αρέσουν τα ζωάκια και θες να γίνεις κτηνίατρος, γιατί δεν έμενες εκεί;>>. Το κορίτσι πήρε το βιβλίο της ιστορίας κι έκανε να φύγει. <<ΟΤΑΝ ΣΟΥ ΜΙΛΑΩ, ΝΑ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑΣ>> της φώναξε η Χαρά. <<Ει! Μην της μιλάς έτσι. Η αδελφή της είναι καθηγήτρια>> έκανε γελώντας η τρίτη της παρέας, η Ζωή. <<Σκοτίστηκα. Θα με κάνει ντα; Γι' αυτό είχε και φίλες στο δημοτικό. Θα φοβόντουσαν τον πατέρα της, που ήταν ο δάσκαλος>>, <<ΔΕΝ ΤΟΝ ΦΟΒΟΝΤΟΥΣΑΝ! Και παράτα με, εντάξει; Δεν σου έκανα τίποτα!>>, <<Καλά, μη βάλεις και τα κλάματα. Μωρό! Πάντως για να μην σου μιλάει κανείς, κάπου φταις εσύ. Δεν μπορεί όλοι να έχουν άδικο κι εσύ δίκιο. Φιλικά στο λέω>> της πέταξε κι έφυγαν χασκογελώντας.

Η Ελένη σήκωσε το φλιντζάνι με τον καφέ της και ήπιε ταραγμένα. <<Έχω σκάσει!>> είπε στις αδελφές της. <<Έλα βρε Λενιώ μου!>>, <<Κάτι της συμβαίνει σας λέω, δεν ξέρω το παιδί μου; Κάτι έχει και δεν θέλει να μας πει. Τι φοβάται; Τη μάλωσα ποτέ; Όχι, δεν μπορεί. Κάτι άλλο είναι...>> μονολογούσε αγχωμένα. <<Μη πάει ο νους σου, στο κακό>> προσπάθησε να την ηρεμήσει η Δρόσω. <<ΚΑΙ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΕΙ; Χάλια είναι το παιδί. Με το ζόρι πάει σχολείο. Κι αυτή η Ευγενία, τίποτα δεν έχει πάρει χαμπάρι. Μόνο πως δεν έχει φίλους. Όλο μόνη της κάθεται!>>, <<Μπα και θέλει να γυρίσει στο σχολείο με την Ανέτ και ντρέπεται να το πει;>> αναρωτήθηκε η Ασημίνα. <<ΕΚΑΤΟ ΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΑ, ΟΧΙ ΜΙΑ! Χριστό την έχω κάνει και δεν μου λέει. Λέτε να την πείραξε κανείς; Τα κάνανε και μιξ τα σχολεία, και έχει και σερνικούς μέσα, να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα!>>, <<Έλα βρε Λενιώ, σάμπως και παίζουν ρόλο αυτά. Αν σε στάμπαρε ο σερνικός...>>, <<Άλλο να τον έχεις όλη μέρα, άλλο να τον βλέπεις εκτός. Τέλος πάντων. Μα να μην έχει πει τίποτα και στην Ανέτ; ΑΥΤΑ ΜΕ ΦΟΒΙΖΟΥΝ! Αυτές είναι πάνω κι από αδελφές, τα λένε όλα! Η Ευγενία είναι καθηγήτρια της, με τη Βαλεντίνη μια ζωή σκοτώνονται, αλλά στην Ανέτ;>>. Ο Σέργιος κατέβηκε αγουροξυπνημένος τις σκάλες. <<Καλημέρα>> πέταξε και χασμουρήθηκε. <<Καλησπέρα λένε, μεσημέριασε>> σχολίασε πικρόχολα η Ασημίνα. <<Εσύ κι η κόρη μου, η μεσαία, όσο δεν κοιμηθήκατε μωρά, κοιμάστε τώρα. Δεν σας φοβάμαι σε άλλα τουλάχιστον, οπότε κομμάτια να γίνει ο ύπνος...>>, <<Τι έχεις ρε Λενάκι κι είσαι έτσι; Μάνα καφέ!>> είπε ο Σέργιος. <<Λενάκι τη θεία σου; Κάθε σεβασμός έχει χαθεί πια!>>. Η Ελένη την αγνόησε. <<ΣΚΑΩ ΜΕ ΤΗ ΜΙΚΡΗ! Βράζω!>>, <<Κάτι μου πε η μάνα μου. Δεν σας λέει τι έχει;>>, <<Όχι, ανάθεμα την! Να, ένα καλό έχει η Βαλεντίνη: όλα μου τα λέει! Έξαλλη γίνομαι αλλά ξέρω τι μου γίνεται. Και για τον λεγάμενο, χαρτί και καλαμάρι! Τούτη δω, σφίγγα!>>. Ο Σέργιος χαμογέλασε. <<Θα τα πει σε μένα>> είπε με σιγουριά. <<Ναι σιγά. Εδώ δεν τα πε στην Ανέτ>> έκανε η Δρόσω. <<Τι είναι η Ανέτ ρε θεία; Της ανακριτικής; Εγώ έχω τρόπο με τα θηλυκά. Τις ρίχνω όλες>> πέταξε περήφανα. <<Άκου λόγια! Βρε τι είναι το Βιολετάκι μας; Φοιτητριούλα;>> εκνευρίστηκε η Ασημίνα. <<Προσπάθησε μωρέ Σέργιο, δεν ξέρεις ποτέ! Σου έχουν κι αδυναμία εσένα. Μπορεί και να σου πει!>>.

Η Ανέτ στερέωσε ένα πλαστικό κοκκαλάκι στα μαλλιά της και έριξε μια ματιά στη Βιολέτα που καθόταν στο γραφείο κακόκεφη. <<Γιατί δεν μου λες τι έχεις;>>, <<Τίποτα δεν έχω. Στα έχω πει εκατό φορές>>, <<Καλά... Θες να παίξουμε κανένα επιτραπέζιο; Ο θείος ο Νικηφόρος, μου είπε πως θα μας φέρει από την Αθήνα καινούργια>>. Η Βιολέτα αναστέναξε. <<Μεγαλώσαμε θαρρώ για αυτά>>, <<Τι λες καλέ; Εδώ ο Σέργιος και παίζει με τους φίλους του στην Αθήνα, όταν μαζεύονται στο σπίτι>>, <<Άλλο αυτός>> πέταξε αδιάφορα. Το αγόρι μπήκε στο δωμάτιο κι έκατσε στο κρεβάτι δίπλα στη Βιολέτα. <<Με θέλετε παρέα; Με φάγαν με τη γκρίνια επειδή ξύπνησα τώρα και τις παράτησα μόνες>> πέταξε, πειράζοντας την μπούκλα της Βιολέτας. <<Δεν θα πας στη Κατερίνα;>> ρώτησε η Ανέτ. <<Θα με κάψεις καμιά ώρα εσύ μικρή. Τώρα θα πάω; Δουλεύει στο κομμωτήριο. Το βράδυ θα τη πάρω να πάμε βολτούλα. Α ξέχασα, τράβα κάτω να δοκιμάσεις το φουστάνι σου. Το έφερε η Ουρανία>>, <<Καλά, μετά>>, <<Τώρα είπε η μάνα σου. Τράβα έλα>> της είπε, κλείνοντας το μάτι του. Έμειναν μόνοι με τη Βιολέτα και την κοίταξε συνωμοτικά. <<Λέγε τώρα. Τι έχεις;>>, <<Η μαμά σε έστειλε;>>, <<Δεν συζητάνε και τίποτε άλλο κάτω. Σκέφτηκα σε μένα, θα τα πεις>>, <<Γιατί το σκέφτηκες;>> έκανε με περιέργεια. <<Γιατί εμένα το μάτι μου κόβει κι ας μην τους είπα τίποτα. Κάποιος σου κάνει τη ζωή μαύρη στο καινούργιο σχολείο και δεν το λες>>, <<Κανείς. Όλα καλά είναι. Απλώς δεν με θέλουν για παρέα και βαριέμαι>>, <<Γιατί δεν σε θέλουν για παρέα;>>, <<Δεν ξέρω... Δεν τους αρέσει η φάτσα μου μάλλον>> έκανε πικραμένα. Ο Σέργιος  την αγκάλιασε. <<Μπα κι υπάρχει καμία που είναι λίγο χειρότερη από τις άλλες;>>. Η Βιολέτα ανακάθισε. <<Αυτή η Χαρά. Λύπη έπρεπε να τη λένε. Είναι πολύ κακιά>> έκανε στεναχωρημένα. <<Τι σου κάνει δηλαδή; Έλα λέγε>>, <<Δεν θέλω να σου πω>>, <<Και γιατί;>>, <<Φοβάμαι ότι θα τα πεις στη μαμά>>, <<Δεν θα έπρεπε;>>, <<Θα γίνει έξαλλη>>, <<ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ;>> επέμεινε παιχνιδιάρικα. <<Δεν θέλω να κάνει φασαρία και να έχει πρόβλημα η Ευγενία στη δουλειά της>>, <<Ωραία, αν δεν θες να έχει πρόβλημα, θα πας σαν καλό κορίτσι να τους τα πεις μόνη σου και θα της ζητήσεις να σε πάνε στο σχολείο της Ανετούλας. Εκεί που τελειώσαμε όλοι και ξέρουμε καλά και τη διευθύντρια. Εκεί δεν είναι κι ο Κωστάκης της Ευγενίας;>>. Η μικρή έγνεψε θετικά. <<Άντε μπράβο!>>.

<<Καλά παιδί μου, γιατί δεν μας είπες τίποτα δυο εβδομάδες; Τι περίμενες;>> τη μάλωσε η Ελένη και η Βιολέτα λούφαξε στην αγκαλιά του πατέρα της. <<Δεν ήθελα να θυμώσεις>>, <<Μαζί σου θα θύμωνα ή με αυτά τα παλιοκόριτσα που νομίζουν πως είναι σημαντικές;>>. Ο Λάμπρος την κοίταξε αυστηρά. <<Ας ηρεμήσουμε λίγο, σας παρακαλώ. Βιολέτα μου, τι θες να γίνει; Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, το καταλαβαίνεις. Ούτε να σε αφήσουμε έτσι. Θα έρθω αύριο στο σχολείο σου, να μιλήσω με την διευθύντρια σου>>, <<ΕΓΩ ΘΑ ΠΑΩ και η Βιολέτα αύριο αλλάζει σχολείο! Τέρμα και τελείωσε!>> είπε νευρικά η Ελένη. <<Ούτε αυτό είναι λύση. Η Βιολέτα θα φύγει και αύριο θα είναι κάποια άλλη στη θέση της. Καλύτερα είναι να γίνει μία συζήτηση με τη διευθύντρια της, να κάνουν τις απαραίτητες ενέργειες...>>, <<Και μετά να την βάλουν στο μάτι και να έχουμε άλλα. Χωρατά κάνεις μωρέ Λάμπρο; Θα αφήσουμε το παιδί μας εκεί μέσα; Σε παρακαλώ!>> πέταξε απότομα η Ελένη και σωριάστηκε σε μία καρέκλα. <<Μαμά, δεν χρειάζονται φωνές>> είπε δειλά η Ευγενία. <<Καμία φωνή. Κι η διεύθυντρια δεν είναι καν ενήμερη για την κατάσταση. Τι μου φταίει; Θα της εξηγήσω και θα βρούμε μια λύση με ηρεμία>> απάντησε η Λενιώ. <<Μπράβο καρδιά μου. Δεν χρειάζονται υπερβολές. Και αυτό που έγινε, δεν θέλω να ξαναγίνει. Βιολέτα δεν είχες κανένα λόγο να μας κρύψεις κάτι τόσο σοβαρό. Είναι δυνατόν; Θα σε μαλώναμε ποτέ;>> έκανε ο Λάμπρος, χαϊδεύοντας τη πλάτη της. Το κορίτσι τον κοίταξε παραπονιάρικα. <<Δεν ήθελα να σας ανησυχήσω, ούτε να φέρω την Ευγενία σε δύσκολη θέση, ούτε να θυμώσει η μαμά, ούτε να πει η Βαλεντίνη ότι είμαι νιάνιαρο...>>, <<Ούτε να μη φάνε τα κουνέλια απ' την στεναχώρια τους, ούτε να μην πάει ο θείος ο Κωνσταντής για κοψίδια με τον Μακη απ' τον καημό του... ΤΟΣΟ ΧΑΖΗ!>> πέταξε ειρωνικά η Βαλεντίνη κι ο πατέρας της, της έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Κοριτσάκι μου, δεν είσαι μωρό πια. Δεν έχουμε πει να τα λέμε όλα; Ορίστε, ήρεμα κι ωραία, βρήκαμε τη λύση! Θα έρθει αύριο η μαμά και θα συζητήσει κι αν υπάρξει κι άλλο πρόβλημα, να έρθω κι εγώ>>, <<Να πάω κι εγώ με τη μαμά να δω αυτές τις κάργιες, να τα πούμε ένα χεράκι;>> ρώτησε η Βαλεντίνη. <<ΟΧΙ!>> απάντησε αυστηρά ο Λάμπρος. <<Έχεις σχολείο. Αλλιώς εγώ δεν έχω πρόβλημα>>, <<ΕΛΕΝΗ!>>. Η γυναίκα ανακάθισε. <<Τέλος πάντων. Άντε να διαβάσετε, να πάει κι η Ευγενία στον Κώστα που την περιμένει, να πάει κι ο μπαμπάς στα χωράφια, κι αύριο έχει ο Θεός...>>. Ο δάσκαλος φίλησε τη Βιολέτα στο μέτωπο, που τον κοίταζε ακόμα λυπημένα. <<Μη μου στεναχωριέσαι ζωή μου. Υπάρχει περίπτωση ο μπαμπάς να σε αφήσει έτσι;>>. Εκείνη του χαμογέλασε και έγνεψε αρνητικά. <<Έτσι μπράβο!>>. Έμειναν μόνοι τους και η Ελένη ξεφύσηξε δυνατά. <<Σκατόπαιδα!>>, <<Ελένη!>>, <<Τι Ελένη μωρέ;>>, <<Δεν υπάρχουν κακά παιδιά. Μόνο παιδιά που δεν τους δείξαν την απαραίτητη προσχοή και δεν τους έδωσαν τις σωστές αρχές από το σπίτι τους. Δάσκαλος είμαι, άκουσε με>>, <<Το δικό μας το παιδί τι φταίει, ε; Πιο καλό πλάσμα από τη Βιολέτα μας, δεν υπάρχει! Να, σε κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω ήσυχη για τη Βαλεντίνη. Ποιος να τολμήσει να της μιλήσει άσχημα και να την προσβάλει; Κι αυτή η μικρή... Γιατί να μην μας μιλήσει; Με πίκρανε πολύ. Να, αυτά από σένα τα πήρε!>> έκανε ειρωνικά. <<Γιατί το λες αυτό βρε Λενιώ μου;>>, <<Κι εσύ έτσι έκανες. Δεν μίλαγες! Τα κατάπινες όλα, να μη με στεναχωρήσεις τάχα>>.

--------------------------

ΙΟΥΛΙΟΣ 1946

Περπατούσαν πιασμένοι από το χέρι, κάτω από την δροσιά των δέντρων, απολαμβάνοντας τον απογευματινό περίπατο στο δάσος. <<Θα μας δει κανά μάτι>> πέταξε αγχωμένα η Λενιώ. <<Αφού ο πατέρας σου, κατέβηκε στη πόλη>>, <<Μόνο ο πατέρας μου είναι το πρόβλημα; Αν μας δει κανένας άλλος, δεν θα μας πειράξει;>> τον ρώτησε με παράπονο. Εκείνος σταμάτησε πίσω από ένα μεγάλο γέρικο δέντρο, με μεγάλο κορμό. Έμπλεξε τα δάχτυλα του στα μαλλιά της και την κοίταξε με λατρεία. <<Δεν είπαμε να ξεκολλήσουμε λίγο από τη ρεματιά;>>, <<Γιατί; Άσχημα είναι;>> έκανε εκείνη παιχνιδιάρικα. Ο νεαρός τη φίλησε τρυφερά και κόλλησε το κορμί του πάνω στο δικό της. <<Πουθενά δεν είναι άσχημα μαζί σου, μάτια μου. Παντού παράδεισος είναι>> της απάντησε και τα μάγουλα της κοκκίνησαν. <<Στις αδελφές σου, πού είπες ότι πας;>>, <<Μαζί σου>>, <<Δεν σε κατσάδιασε η Ασημίνα;>> ρώτησε γελώντας. <<Της είπα πως δεν σε άφησα να με ξαναφιλήσεις>> απάντησε πονηρά. <<Μμμ... Ψεύτρα. Λες και μπορώ να αντέξω πέντε λεπτά, χωρίς να σε φιλήσω>> έκανε και την φίλησε ξανά πεταχτά. Συνέχισαν την βόλτα τους και λίγο πριν το ξέφωτο, βρέθηκαν μπροστά στον Σέργιο που καθόταν κάτω από ένα δέντρο και κάπνιζε βαριεστημένα. <<Επ, ξαδελφούλη!>> έκανε ειρωνικά. Ο Λάμπρος την έπιασε από τη μέση ενστικτωδώς και τον κοίταξε με μίσος. <<Πάμε να φύγουμε Λενιώ>>, <<Κάτσε ντε, ακόμα δεν ήρθατε!>> είπε και έσβησε το τσιγάρο στο έδαφος. <<Φρόντισε να βάλεις καμιά φωτιά με τούτο το διάολο>> τον μάλωσε η Ελένη. <<Ώπα, ζοριλίκια Σταμίρη. Ξαδελφούλη θα σε έχει στο ένα πόδι αυτή, πρόσεξε. Τελικά, την συμβουλή μου την ακολούθησες; Μπα και σας διέκοψα εδώ στις ερημιές;>>. Ο νεαρός έβραζε από θυμό. <<Τι συμβουλή;>> ρώτησε με αφέλεια η Ελένη. <<Τίποτα. Προχτές που συναντηθήκαμε τον συμβούλευσα για κάτι και...>>, <<ΕΣΥ ΤΟΝ ΧΤΥΠΗΣΕΣ;>> του φώναξε απότομα. <<Ε όχι και τον χτύπησα βρε Ελενίτσα. Εγώ φιλικά του είπα μια κουβέντα κι εκείνος θύμωσε. Ε ξαδελφούλη;>>, <<Φιλικά εσύ; Ας γελάσω>> πέταξε η κοπέλα. Ο Σέργιος τους πλησίασε περισσότερο κι ο Λάμπρος την έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά του. <<Σταμίρη, μη λες πολλά, γιατί δεν θέλει και πολύ για να σου βγει το όνομα. Όχι από μένα φυσικά. Εγώ είπαμε, τον ζηλεύω τον ξάδελφο>> πέταξε και συνέχισε τον δρόμο του. Η Ελένη τραβήχτηκε από την αγκαλιά του νευρικά. <<Γιατί δεν μου το είπες ότι αυτός ο βλάκας σε χτύπησε;>> τον ρώτησε αυστηρά. <<Βρε καρδιά μου, δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω με κάτι τετόιο>>, <<Να με στεναχωρήσεις; Έχουμε πει να τα λέμε όλα και να μην έχουμε μυστικά>> απάντησε νευρικά. <<Δεν είναι μυστικό καρδιά μου, μη με κατσαδιάζεις κι εσύ>>, <<Και τι σου είπε; Τι συμβουλή έλεγε;>>. Ο νεαρός δαγκώθηκε. <<Δεν μπορώ να σου πω>> έκανε ντροπαλά. <<Γιατί;>>, <<Είπε... Μια απρέπεια για σένα. Ντρέπομαι και που το σκέφτομαι>>. Η Ελένη χαμήλωσε το βλέμμα. <<Πάω σπίτι μου>> είπε αποφασιστικά. <<Γιατί καρδιά μου; Μα τώρα πώς κάνεις έτσι;>>, <<Αν είναι να κρατάς πράγματα για τον εαυτό σου...>> πήγε να απαντήσει ψυχρά, μα το αγόρι έκλεισε το πρόσωπο της μες τα χέρια του. <<Δεν κρατάω ΤΙΠΟΤΑ για τον εαυτό μου αλλά σε ΣΕΒΟΜΑΙ και δεν πρόκειται να σε φέρω σε δύσκολη θέση με τις ανοησίες του ξαδέλφου μου, ΠΟΥ ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΜΙΑ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΜΕ Δ' ΑΥΤΟΥΣ! Σε παρακαλώ. Μια φορά έφυγε ο πατέρας σου. Μη χαλάς τη μέρα μας για αυτόν τον ανόητο>> της ζήτησε και χαιδεψε τα λακκάκια της με τους αντίχειρες του. Εκείνη του χαμογέλασε. <<Εντάξει>> δέχτηκε δειλά και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να φτάσει τα χείλη του.

----------------------

Η Λουκία Δεμερτζή, η διευθύντρια του σχολείου της Βιολέτας, κοίταζε με αδιαφορία την Ελένη και ανακάθισε στην καρέκλα της. <<Κυρία Σεβαστού, με όλον τον σεβασμό, δεν βρίσκω κάτι τόσο φοβερό στα όσα μου λέτε>>, <<Σοβαρά μιλάτε; Καταλαβαίνετε ότι το παιδί μου περνάει δύσκολα; Ποιος τους δίνει το δικαίωμα να της συμπεριφέρονται έτσι; Ε;>> έκανε θυμωμένα η Ελένη. <<Συμβαίνουν αυτά. Θα γίνει μία σύσταση στις νεαρές...>>, <<...και μετά θα την βάλουν χειρότερα στο μάτι. Δεν καταλαβαίνω την απάθεια σας>>. Η διευθύντρια ξίνισε τα μούτρα της. <<Έχω παρατηρήσει την κόρη σας. Είναι ένα ήρεμο και συνεσταλμένο παιδί. Λογικό να της φαίνεται πως έχει μπει στο στόχαστρο. Ας μην δίνει σημασία και σίγουρα θα σταματήσουν τα πειράγματα>>. Η Ελένη έσφιξε τις γροθιές της. <<Μάλλον δεν έχετε καταλάβει τι σας λέω, κυρία Δεμερτζή. Σας έφερα να διδάξετε ένα χαρούμενο παιδί που αγαπούσε το σχολείο και κάθε μεσημέρι παραλαμβάνω την κόρη μου σε κακή κατάσταση. Δεν έχω σκοπό να επιτρέψω να συνεχιστεί αυτό>>, <<Κυρία Σεβατού, αν ενθυμούμαι καλά, η κόρη σας  φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Διαφανίου με δάσκαλο και τα έξι χρόνια, τον πατέρα της>>, <<Και τι μ' αυτό;>>, <<Σίγουρα έχει μάθει σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, λιγότερο πιεστικό για την ίδια και προφανώς δεν είχε προστριβές με συμμαθητές της καθώς σαν κόρη δασκάλου, είχε διαφορετική αντιμετώπιση από όλους>>. Τα μάτια της Ελένης πετούσαν φωτιές. <<Ο άντρας μου, ο οποίος αποτελεί υπόδειγμα δασκάλου, δεν ξεχώρισε ποτέ τα παιδιά μας από τους υπόλοιπους μαθητές του. Απόδειξη ότι του μιλούσαν αποκλειστικά στον πληθυντικό! Επειδή ακριβώς είχαν αυτό το προνόμιο, ήταν περισσότερο αυστηρός μαζί τους και θα ήθελα να σας πληροφορήσω πως οι μεγάλες μου κόρες, ειδικά η Ευγενία, ήταν άριστες μαθήτριες στο γυμνάσιο. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό κυρία Δεμερτζή; Ότι είχαν σωστές βάσεις!>>, <<Δεν προσέβαλα τον άντρα σας κυρία Σεβαστού και προφανώς οι κόρες του θα είχαν σωστές βάσεις για τις μετέπειτα σπουδές τους, όμως σίγουρα οι συμμαθητές τους, πώς να το πω, τις φοβόντουσαν και δεν είχαν προστριβές μαζί τους. Σκεφτείτε το καλύτερα. Απ' όσο ξέρω, ασχολείστε με γεωργικές εργασίες, έχετε τρία παιδιά... Μήπως πρέπει και η μικρή σας κόρη να σκληραγωγηθεί λίγο και να μην αντιμετωπίζει με μαλθακότητα τα γεγονότα;>>, <<Το πόσο σκληραγωγημένα είναι τα παιδιά μου, αφήστε το να το αποφασίσω εγώ και όχι εσείς. Είναι μεγαλωμένες αυστηρά και με αρχές και δεν επιτρέπω σε κανένα κακομαθημένο κοριτσάκι να τις προσβάλει με τέτοιο τρόπο. Θέλω να προχωρήσω με τη μεταγγραφή της. Δεν θα μείνει άλλο η Βιολέτα σε αυτό το σχολείο γιατί τέτοιες απόψεις περί σκληραγώγησης, εγώ που όπως βλέπω ότι ξέρετε ήδη, έχω μεγαλώσει μες τα χωράφια, δεν τις επιτρέπω>> πέταξε ψυχρά. Η διευθύντρια χαμογέλασε ειρωνικά. <<Δεν γίνονται μεταγγραφές, αν δεν συντρέχει σοβαρός λόγος κυρία Σεβαστού. Θα κάνω μια σύσταση τις νεαρές και θα δούμε πως θα πάει το πράγμα>>, <<Δεν ξέρω αν με καταλάβατε, η μικρή θα αλλάξει σχολείο. Έχω ήδη μιλήσει με την κυρία Οικονομάκη και...>>, <<Δεν γίνεται κυρία Σεβαστού, μην τα ξαναλέμε. Σας υπόσχομαι πάντως, να ασχοληθώ με το θέμα σας>>. Η Ελένη σηκώθηκε νευρικά. <<Μην με κάνετε να προχωρήσω με άλλους τρόπους>>, <<Με απειλείτε;>>, <<Όχι φυσικά. Απλώς θα ψάξω το θέμα αλλιώς, αν δεν με διευκολύνετε εσείς>>, <<Ψάχτε το αλλιώς. Δεν μπορώ να σας κάνω κάτι. Λυπάμαι>>.

Η Ευγενία πήρε το βιβλίο από την έδρα και κοίταξε τους μαθητές αυστηρά. <<πάντος δε μάλλον επιμέλονται οι πολλοί η φίλων κτήσεως... Ποιος θα μεταφράσει;>>. Κάποιοι σήκωσαν το χέρι τους, μα εκείνη στράφηκε στην Χαρά. <<Χαρά; Δεν έχεις μεταφράσει ποτέ. Θες να δοκιμάσεις;>>, <<Δεν σήκωσα το χέρι μου κυρία>>, <<Θες να προσπαθήσουμε μαζί;>>. Το κορίτσι δαγκώθηκε. <<Λέει ότι προσπαθούν πολλοί να αποκτήσουν φίλους;>>, <<Λέει ότι οι περισσότεροι φροντίζουν περισσότερο για οτιδήποτε άλλο παρά για την απόκτηση φίλων. Ως πάντων κτημάτων κράτιστόν έστι φίλος... Τι λες;>>, <<Δεν ξέρω κυρία>>, <<Ειρήνη;>> έκανε στη διπλανή της. <<Ότι τα κτήματα δεν είναι τόσο σημαντικά όσο οι φίλοι;>>, <<Μπράβο Ειρήνη. Πήγες αρκετά κοντά. Κάποιος λίγο καλύτερα;>>. Η Βιολέτα σήκωσε το χέρι της και εκείνη της έγνεψε θετικά. <<Ότι απ' όλα τα περιουσιακά στοιχεία το πιο σημαντικό είναι ο φίλος>>, <<Σωστά. Στο κείμενο αυτό, ο Ξενοφώντας, καταγράφει τις απόψεις του Σωκράτη περί φιλίας. Είναι πολλή όμορφο κείμενο και επίκαιρο, μιας και όλοι σας βρίσκεστε σε μία περίοδο που θέτετε τις βάσεις για την δημιουργεία φιλικών σχέσεων που μπορεί να σας συντροφεύουν για το υπόλοιπο της ζωής σας. θα ήθελα να το μελετήσετε για την επόμενη φορά>> τους είπε ενώ το κουδούνι χτυπούσε. Οι μαθητές βγήκαν από την αίθουσα, μαζί με την Ευγενία, μα η Βιολέτα έμεινε πίσω. <<Τα ξέρασες όλα στην αδελφούλα σου; Γι' αυτό μας άρχισε στο κήρυγμα;>> ρώτησε ειρωνικά η Χαρά. <<Δεν κατάλαβα τι εννοείς>> πέταξε αδιάφορα η Βιολέτα. <<Μια χαρά κατάλαβες. Είσαι και μαρτυριάρα>>, <<ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ ΝΤΑΞΕΙ!>>, <<Γιατί; Τι θα μου κάνεις; Θα τα πεις στην αδελφούλα σου και θα μας κάνει ντα;>> της απάντησε ειρωνικά, μα πριν προλάβει η Βιολέτα να μιλήσει, η Ευγενία μπήκε στην αίθουσα. <<Τι γίνεται δω;>> ρώτησε αυστηρά και όλες πάγωσαν. <<ΕΙΠΑ, τι γίνεται εδώ; Βιολέτα;>>. Το κορίτσι δεν απάντησε. <<Τίποτα κυρία, μιλούσαμε>> έκανε τρομαγμένα η Ειρήνη. <<Και τι λέγατε; Αναφέρθηκα κι εγώ νομίζω>>, <<Όχι κυρία>> είπε η Χαρά. <<Ποια αδελφούλα της εννοούσες τότε; Γιατί έχουμε ακόμα μία. Μήπως αυτή;>>, <<Κυρία...>>. Η Ευγενία την πλησίασε απειλητικά. <<Μην ξαναπλησιάσεις την αδελφή μου γιατί δεν θα τα πάμε καλά. Κατάλαβες;>>. Τα κορίτσια έμειναν άναυδες. <<ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;>>, <<Μάλιστα>>, <<Άντε τώρα έξω>>. Μόλις έφυγαν από την αίθουσα, η Βιολέτα την αγκάλιασε τρυφερά. <<Την πατήσαν, είδες; Δίκιο είχε η Βαλεντίνη>> της ψιθύρισε παιχνιδιάρικα. <<Θαρρείς πως είναι πιο έξυπνες από μας;>> ρώτησε η Ευγενία. <<Μπα... Πάντως με φόβισες λιγάκι. Μου θύμισες τη μαμά>>, <<Η μαμά θα έμπαινε με την καραμπίνα. Εγώ ίσα που τους μίλησα>> απάντησε και γέλασαν κι οι δυο.

Η Ελένη περπατούσε νευρικά μες τη τραπεζαρία. <<Μας ζάλισες!>> πέταξε αδιάφορα η Βαλεντίνη. <<Εσύ θα την πληρώσεις, φρόντισε! Ακούς εκεί! Θα μας κάνει και κριτική, η γεροντοκόρη!>> είπε νευρικά. Ο Λάμπρος ξεφύσηξε. <<Ελένη μου, να λείπουν τέτοιοι χαρακτηρισμοί>>, <<Να δω τι θα έλεγες, αν την άκουγες. Με λίγα λόγια είπε ότι το παιδί μας είναι καλομαθημένο και πρέπει να την αφήσουμε, να σκληραγωγηθεί. Έτσι τα σκληραγωγεί αυτή τα παιδιά, με προσβολές. Κατάλαβες;>>. Ο δάσκαλος έκατσε δίπλα στη Βαλεντίνη, που τον κοιτούσε με νευρικότητα. <<Θα το αναλάβω εγώ το θέμα>> τους δήλωσε. <<Λάμπρο!>>, <<ΕΙΠΑ θα το αναλάβω εγώ. Εκπαιδευτικός είμαι Ελένη, ξέρω από τέτοιες καταστάσεις. Κι ας έρθει μπροστά μου να πει ότι ήταν λάθος να αναλάβω τις κόρες μου σαν δάσκαλος>> πέταξε αυστηρά. <<Μπράβο μπαμπούνη μου! Εσύ έχεις τον τρόπο σου. Εδω πείθεις τη μαμά>> έκανε και γέλασαν κι οι δύο. Η Λενιώ σωριάστηκε σε μία καρέκλα. <<Καλά πού είναι; Δεν άργησαν πολύ; Η Βαλεντίνη γύρισε νωρίτερα από εκείνες>>. Ο άντρας κοίταξε το ρολόι του. <<Μπορεί να είχε δουλειά η Ευγενία>> τις δικαιολόγησε. Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν τα κορίτσια. Η Ελένη τις κοίταξε πανικόβλητη. <<ΤΙ ΕΓΙΝΕ;>> φώναξε ταραγμένα. Η Βιολέτα ήταν μελανιασμένη. Το πρόσωπο της ήταν πρησμένο, στη  μύτη της είχε ξεραμένο αίμα και φαινόταν να πονά στο σώμα της. <<Ποιος στο έκανε αυτό παιδί μου;>> είπε ο Λάμπρος κι έτρεξε δίπλα της. <<Έπεσα στις σκάλες>> ψέλλισε εκείνη. <<ΒΙΟΛΕΤΑ ΑΣΕ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΠΑΩ ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ...>>, <<Αλήθεια λέει μαμά. Απ' τις σκάλες έπεσε. Απλώς κάποιος την έσπρωξε>> τη διέκοψε η Ευγενία, που έτρεμε. <<Σήκω Λάμπρο, να τη πάμε σε κανένα νοσοκομείο, να δούμε μήπως έχει σπάσει τίποτα>>, <<ΚΑΛΑ ΕΙΜΑΙ>> φώναξε η Βιολέτα. <<Λοιπόν τέρμα, δεν θα μείνει έτσι αυτό. Θα πάρω τον Σαράφη και θα κινηθούμε νομικά>>, <<Ελένη, ηρέμησε>> έκανε ο Λάμπρος χαϊδεύοντας τον ώμο της Βιολέτας. <<ΛΑΜΠΡΟ ΔΕΝ...>>, <<ΕΙΠΑ ΘΑ ΤΟ ΧΕΙΡΙΣΤΩ ΕΓΩ!>>, <<Έχει δίκιο η μαμά, μπαμπά. Δεν είναι απλό το θέμα>> συμφώνησε η Βαλεντίνη. <<Να, ορίστε! Η κόρη σου, η προκομμένη, που δεν σου δίνει άδικο ποτέ της, συμφωνεί μαζί μου>>, <<ΕΛΕΝΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΕΙΣ; ΜΙΑ! ΕΚΤΟΣ ΑΝ ΤΑ ΕΚΑΝΕΣ ΜΟΝΑΧΗ ΣΟΥ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΛΟΓΟΣ!>> φώναξε. Η Βιολέτα έβαλε τα κλάματα. <<Σταματήστε πια! Δεν μου φτάνουν όσα περνάω!>> έκανε και έφυγε για την κάμαρη της, χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Η Ευγενία τους κοίταξε αυστηρά. <<Αμάν μωρέ, εσείς δεν μαλώνετε ποτέ. Τώρα βρήκατε; Δεν είναι καλά η μικρή>>, <<Έχεις δίκιο κοριτσάκι μου. Πάω να της μιλήσω>>, <<Άστο μπαμπά. Πάω εγώ>> έκανε η Βαλεντίνη. <<ΝΑ ΛΕΙΠΕΙ! Τι να της κάνεις εσύ; Να μαλώσει και με σένα; Ας πάει ο πατέρας σου>>, <<Ωχ μωρέ μαμά. Τι να τον κάνει τον μπαμπά; Να της πει ότι είναι η μικρή του πριγκίπισσα; Άσε να της μιλήσω εγώ, μπα και συνέλθει με τις κάργιες που μπλέξαμε>>.

Η Βιολέτα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, κι είχε αγκαλιάσει τον παλιό αρκούδο που της έφερε κάποτε η Ευγενία από τη Θεσσαλονίκη. Η Βαλεντίνη έκατσε πίσω της. <<Πονάς;>>. Το κορίτσι έγνεψε αρνητικά. <<Ποια σε έσπρωξε;>>, <<Δεν είδα>>, <<Κι αφού δεν πονάς, γιατί κάθεσαι εδώ και κλαις; Έλα μέσα να πούμε καμιά κουβέντα>>, <<Δεν θέλω. Άσε με>> έκανε νευρικά. <<Να σου πώ...>>. Έβαλε το δάχτυλο στο σαγόνι της και γύρισε το πρόσωπο της. <<Μην αφήνεις κανέναν να σε κάνει να νιώθεις έτσι. Δεν είναι καλύτερες σου>>, <<Κανείς δεν μου μιλάει. Όχι μόνο αυτές>>, <<Κι εσύ τι κάνεις; Κάθεσαι και στεναχωριέσαι; Να μιλήσεις εσύ. Χαθήκαν τα καλά παιδιά;>>, <<Είμαι η αδελφή της καθηγήτριας>>, <<Κι έξι χρόνια ήσουν η κόρη του δασκάλου. Χαρά στο πράγμα, χορτάσαμε από εκπαιδευτικούς σ' αυτό το σπίτι>>. Η Βιολέτα ανασηκώθηκε. <<Λένε ότι είμαι χαζή και χωριάτισσα, επειδή δεν είμαι σαν αυτές. Εκείνες κάνουν σα μεγάλες. Με κοροιδεύουν που θέλω να γίνω κτηνίατρος επειδή αγαπάω τα ζωάκια>> της είπε λυπημένα. <<Κι εσύ τι κάνεις μωρέ Βιολέτα; Σε μένα γιατί 12 χρόνια βγάζεις γλώσσα; Ε;>>, <<Εσύ δεν είσαι κακιά>> ψέλλισε δειλά. <<ΜΠΑ! Έζησα να το ακούσω κι αυτό>>, <<Δεν είσαι. Κι όλοι σε αγαπάνε γιατί τους βοηθάς. Μόνο με τη μαμά μαλώνετε γιατί είστε ίδιες και μαζί μου, επειδή έτσι κάνουμε από μικρές>>. Η Βαλεντίνη πέρασε το χέρι στον ώμο της. <<Θες να έρθω στο σχολείο να τις κανονίσω; Ούτε από δίπλα σου δεν θα περνάνε μετά>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. Η Βιολέτα χαμογέλασε. <<Εγώ νόμιζα θα πας και θα τους πεις ότι είμαι χαζή κι έχουν δίκιο>>. Η Βαλεντίνη γέλασε πονηρά. <<Θεόχαζη είσαι αλλά μόνο εγώ έχω το δικαίωμα να στο λέω. Όχι η κάθε ψηλομύτα Λαρισαία>> της εξήγησε και τη φίλησε στο μέτωπο. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Λάμπρος, κοιτώντας τες τρυφερά κι έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. <<Πώς είσαι λουλουδάκι μου;>>, <<Καλά μπαμπά...>>, <<Δεν θέλω να στεναχωριέσαι. Θα έρθω αύριο στο σχολείο και θα τα λύσουμε όλα. Εντάξει;>>. Η Βιολέτα τον κοίταξε πικραμένα. <<Δεν νομίζω ότι μπορείς να κάνεις κάτι μπαμπά>>. Ο δάσκαλος ξεφύσηξε. <<Μια φορά, μπορείτε να μου δείξετε λίγο εμπιστοσύνη;>>, <<Είσαι καλός μπαμπούνη μου και θα σε φαει λάχανο αυτή η σκύλα>>, <<Βαλεντίνη, πρόσεχε το στόμα σου>>. Της έγνεψε να σηκωθεί κι έκατσε εκείνος στη θέση της, δίπλα στη Βιολέτα. Το παιδί βολεύτηκε στην αγκαλιά του. <<Μακάρι, όλα τα παιδιά του κόσμου, να είχαν την καλοσύνη, την αθωότητα και την ηρεμία σου, μάτια μου>>, <<Δεν το εκτιμάει και κανένας αυτό μπαμπά. Μόνο εσείς>>, <<Μην το ξανακούσω αυτό, εντάξει; Κι όλα θα πάνε καλά. Μη μου ανησυχείς>>.

Η Λουκία Δεμερτζή, ήπιε μια γουλιά από τον ελληνικό καφέ της, όταν χτύπησε η πόρτα του γραφείου της. <<Καλημέρα σας>>, <<Καλημέρα. Τι θα θέλατε;>>. Ο δάσκαλος άπλωσε το χέρι του φιλικά. <<Λάμπρος Σεβαστός>>. Η διευθύντρια τον κοίταξε στραβά. <<Ο πατέρας της Βιολέτας και της Ευγενίας, να φανταστώ>>. Εκείνος χαμογέλασε πλατιά. <<Ναι. Όπως τα λέτε. Θα μπορούσα να σας απασχολήσω για λίγο;>>. Η γυναίκα του έγνεψε θετικά, μα η δυσφορία της ήταν εμφανής. <<Φυσικά, όμως δεν ξέρω τι άλλο έχουμε να πούμε. Έγιναν κάποιες συστάσεις στις μαθήτριες και εξήγησα και στη σύζυγο σας, πως μεταγγραφές αν δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι...>>, <<Γνωρίζετε ότι η κόρη μου τραυματίστηκε χτες, ευτυχώς ελαφρά;>>, <<Ναι αλλά απ' όσο έμαθα, έπεσε στις σκάλες>>, <<Κάποιος την έσπρωξε, κυρία Δεμερτζή>> απάντησε, συνεχίζοντας να χαμογελά. <<Μπορεί να έγινε κατά λάθος. Φυσικά, έχετε δίκιο να είστε καχύποπτος όμως όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορώ χωρις στοιχεία να κατηγορήσω κάποιον μαθητή>>, <<Καταλαβαίνω. Έχετε δίκιο. Θα συμφωνούσα απόλυτα και στην απόφαση σας, να μην δώσετε μεταγγραφή στην κόρη μου, για μερικά μεμονωμένα περιστατικά...>>, <<Χαίρομαι που το ακούω>>, <<...αν φροντίζατε με τον τρόπο σας, να σταματούσαν οι επιθέσεις. Ξέρετε, υπηρετώ 32 χρόνια την εκπαίδευση, έχω αντιμετωπίσει ανάλογες περιπτώσεις και έχω καταλάβει ένα πράγμα, κυρία Δεμερτζή: όσο αφήνεις και περνά ο καιρός, τόσο χειροτερεύουν οι καταστάσεις. Λυπάμαι που αναγκάζομαι να πάρω το παιδί μου από το σχολείο σας γιατί μέσα μου ξέρω, πως αύριο κάποιο άλλο παιδί, θα έχει παρόμοια αντιμετώπιση από τη στιγμή που το θέμα δεν λύθηκε εσωτερικά, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά>>. Η Δεμερτζή χαμογέλασε ειρωνικά. <<Κύριε Σεβαστέ, σας εξήγησα πως δεν γίνεται. Υπόσχομαι όμως να κάνω ότι μπορώ για να λυθεί το θέμα σας>> πέταξε αδιάφορα. Ο Λάμπρος συνέχισε να χαμογελά, κι έβγαλε από τη τσέπη του ένα χαρτί. <<Η κυρία Οικονομάκη υπέγραψε ήδη την μεταγγραφή και λείπει η δική σας υπογραφή. Σας παρακαλώ, δεν θέλω να δημιουργηθεί μεγαλύτερο θέμα>>. Η γυναίκα τον κοίταξε αυστηρά. <<Με απειλείτε; Γιατί κάτι ανάλογο, έκανε κι η σύζυγος σας>>, <<Η Ελένη είναι πληθωρικός άνθρωπος και μπορεί να φέρθηκε άκομψα. Σας ζητώ συγνώμη εκ μέρους της, αν προσβληθήκατε. Δεν σας απειλώ φυσικά. Παρόλα αυτά, δεν έχω σκοπό να αφήσω την κόρη μου στο συγκεκριμένο σχολείο από τη στιγμή που κινδύνευσε η σωματική της ακεραιότητα, οπότε όπως καταλαβαίνετε, θα αναγκαστώ να ψάξω το θέμα νομικά>> της απάντησε με ηρεμία ο δάσκαλος. <<Κύριε Σεβαστέ, δεν...>>. Το τηλέφωνο του γραφείου της χτύπησε κι εκείνη ξεφύσηξε νευρικά. <<Με συγχωρείτε...>> είπε πριν το σηκώσει. <<Παρακαλώ. Ναι, η ίδια. Από πού; Μάλιστα, ναι γνωρίζω. Ναι, είμαι εδώ με τον πατέρα της μαθήτριας. Μάλιστα... Ναι, κοιτάξτε να δείτε δεν... Α μάλιστα. Τέλος πάντων, ας είναι. Ναι, θα το φροντίσω. Ευχαριστώ>> έκανε κι έκλεισε ταραγμένα το ακουστικό. <<Συνέβη κάτι;>> ρώτησε ο Λάμπρος. <<Ήταν από το γραφείο του κυρίου Βλασιάδη, του νομάρχη. Ήθελαν να μάθουν αν διευθετήθηκε το θέμα της μεταγγραφής>>, <<Α ναι. Είναι επιστήθιος φίλος του ξαδέλφου μου και πνευματικού πατέρα της Βιολέτας. Μη δίνετε σημασία. Κάτι λέγαμε όμως...>>, <<Κύριε Σεβαστέ, χρησιμοποιείτε αθέμιτα μέσα για να..>>, <<Κανένα αθέμιτο μέσο δεν θα χρησιμοποιούσα αν βάζατε απλά μια υπογραφή. Δεν νομίζω πως είναι τόσο σημαντικό για σας, έτσι;>> ρώτησε ειρωνικά. <<Πολύ καλά>> πέταξε νικημένη και υπέγραψε το έγγραφο. <<Ωραία. Αφού λύθηκε το θέμα, θέλω να πάρω την κόρη μου μαζί. Μπορείτε να την ειδοποιήσετε;>>.

<<Ο Κυκλαδικός πολιτισμός αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες κατά την 3η και 2η χιλιετία π.Χ., δηλαδή στην Εποχή του Χαλκού...>> εξηγούσε η Ευγενία, όταν χτύπησε η πόρτα της αίθουσας και μπήκε η διευθύντρια. Οι μαθητές σηκώθηκαν όρθιοι, μα η γυναίκα τους έγνεψε μουτρωμενα να καθίσουν. <<Συμβαίνει κάτι κυρία διευθύντρια;>> ρώτησε η Ευγενία. Εκείνη την αγνόησε. <<Σεβαστού, πάρε την τσάντα σου και έλα έξω>> εκανε αδιάφορα. <<Γιατί;>>, <<Μη ρωτάς πολλά>> είπε και βγήκε από την αίθουσα. Η Βιολέτα την ακολούθησε κι η Ευγενία πήγε πίσω της. <<Μπαμπά;>> έκανε αγχωμένα η κοπέλα, μόλις τον είδαν μπροστά τους. <<Γεια σου κοριτσάκι μου. Σου διακόψαμε το μάθημα; Να με συγχωρείς>>, <<Τι έγινε;>>, <<Τίποτα Ευγενία μου, απλώς λύθηκε το θέμα με την μεταγγραφή της Βιολέτας μας και είπα να την πάρω σπίτι. Έλα κοριτσάκι μου, έχω αφήσει και το σχολείο κλειστό, μην αργούμε>> έκανε βιαστηκά. Τα κορίτσια τον κοίταξαν με ενθουσιασμό. <<Δεν το θεωρώ σωστό να χάσει το μάθημα της η νεαρά, κύριε Σεβαστέ>>, <<Είμαστε αρκετοί οι εκπαιδευτικοί στο σπίτι, κυρία Δεμερτζή. Να ειστε σίγουρη πως θα φροντίσω να μην μείνει πίσω. Πάμε Βιολέτα μου. Κοριτσάκι μου, καλό μάθημα>> πεταξε στην Ευγενία και τη φίλησε πεταχτά. Έφυγαν και η κοπέλα έμεινε μόνη με την διευθύντρια της. <<Είστε επίμονο σόι, δεσποινίς Σεβαστού. Και με αρκετές γνωριμίες, απ' όσο κατάλαβα>> έκανε ειρωνικά. <<Απλώς, οι γονείς μου έχουν τελείως διαφορετική γνώμη περί σκληραγώγησης των παιδιών και έπραξαν αναλόγως>> απάντησε κοφτά. <<Θα λυνόταν το θέμα, αν δεν επιμένανε τόσο>>, <<Πότε κυρία Δεμερτζή; Από τις σκάλες την έσπρωξαν. Θα μπορούσε να είχε πάθει χειρότερα!>> έκανε νευρικά η Ευγενία.

Ο Λάμπρος και η Βιολέτα πάρκαραν την κούρσα στο πίσω μέρος του σπιτιού και η μικρή τον κοίταξε χαμογελώντας αχνά. <<Αλήθεια πήρε ο νομάρχης για να μου δώσουν μεταγγραφή;>>. Ο δάσκαλος έβαλε τα γέλια. <<Ο θείος ο Νικηφόρος πήρε αλλά δεν το λέμε αυτό στην κυρία Δεμερτζή. Στο είπα να μην ανησυχείς. Θα σε άφηνα εγώ μάτια μου να στεναχωριέσαι; Ε;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα και το κορίτσι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Βγήκαν στην μπροστινή αυλή και η Ελένη, που τους είδε από το παράθυρο, κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες. <<Τι έγινε; Γιατί είστε εδώ;>> ρώτησε ανήσυχα. <<Μαμά, μου την έδωσε τελικά την μεταγγραφή η κυρία και αύριο θα πάω στο σχολείο με την Ανέτ, που πήγαιναν και τα κορίτσια>> έκανε ενθουσιασμένα. <<Τι; Λάμπρο αλήθεια λέει;>>. Ο άντρας την κοίταξε νευρικά. <<Ναι Ελένη μου, είδες; Μπόρεσα να χειριστώ εγώ το θέμα, με τον δικό μου τρόπο. Τέλος πάντων. Ξεκουράσου αγάπη μου κι από αύριο θα στρωθείς για να καλύψεις και ότι κενά έχεις, εντάξει;>> είπε τρυφερά στη Βιολέτα. <<Ναι μπαμπά. Ευχαριστώ πολύ>>. Ο δάσκαλος την έκλεισε στην αγκαλιά του σφιχτά. <<Δεν επιτρέπω σε ΚΑΝΕΝΑΝ, να φερθεί έτσι στα κορίτσια μου. Κι ειδικά σε σένα, κοριτσάκι μου, που η ψυχή σου είναι αγνή κι έχεις μέσα σου μόνο αγάπη και καλοσύνη>>. Η Βιολέτα τον κοίταξε δακρυσμένη κι εκείνος τη φίλησε στο μέτωπο και έφυγε χωρίς να χαιρετήσει την Ελένη. Η γυναίκα έκατσε σε μία καρέκλα κι έγνεψε στην μικρή να βολευτεί στα πόδια της. Έπειτα την αγκάλιασε με τη σειρά της και της χάιδεψε τις μπούκλες. <<Μου έφυγε ένα βάρος. Με την καραμπίνα θα πήγαινα σε πάρω από κει μέσα>> παραδέχτηκε γελώντας. <<Μαμά, έχετε μαλώσει με το μπαμπά; Δεν σου μιλάει;>> ρώτησε ντροπαλά. <<Λες να μην ξαναμιλήσουμε;>> απάντησε χαμογελώντας. <<Θύμωσε που δεν τον εμπιστευτήκαμε>>, <<Καλά. Θα του δώσουμε όλες από ένα φιλί και θα του περάσει>>, <<Εγώ νομίζω εσύ θέλει να του δώσεις φιλί>> έκανε πονηρά και η Λενιώ την κοίταξε στραβά. <<Για μαζέψου μικρή. Τις σαχλαμάρες που λέει η Βαλεντίνη, δεν θα τις λες κι εσύ. Κι άντε να κάνεις καμιά δουλειά γιατί δεν θα σε έχω όλη μέρα στο σπίτι να κάθεσαι. Τα κουνέλια σου θέλουν τάισμα>>.

Η Ευγενία άφησε στο τραπέζι, ένα παγωτό Vienneta και όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. <<ΑΧ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ! Μπράβο βρε Τζένη!>> έκανε η Βαλεντίνη. <<Ο Κώστας το έφερε>> παραδέχτηκε εκείνη και έγνεψε στον σύντροφο ωτης. <<Το αγαπημένο της Βιολέτας μας, που πέρασε δύσκολα. Εμένα μικρό κομμάτι Τζένη, έφαγα πολύ>> πέταξε ο νεαρός και λούφαξε στη καρέκλα του. <<Σ' άρεσε μου φάνηκε το κοκκινιστό Κωστάκη>> έκανε η Ελένη. <<Λενιώ μου, στην κουζίνα δεν σε πιάνει καμιά. Ότι και να φτιάξεις, το πετυχαίνεις>>, <<Φτάνει το καλόπιασμα, θα στην δώσουμε την Τζένη>> τον σκούντησε η Βαλεντίνη. <<Και τώρα Κώστα, θα έχει εσένα καθηγητή το λουλούδι μου;>> ρώτησε αυστηρά ο Λάμπρος. <<Ναι, έχω την τάξη της Ανέτ. Να σε φοβόμαστε δάσκαλε; Έμαθα η διευθύντρια ακόμα ψάχνει τον νομάρχη>>. Όλοι γέλασαν. <<Εσύ θα έπρεπε να με φοβάσαι αλλά για άλλο λόγο>> απάντησε πονηρά κι η Ευγενία του έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Βρε μπαμπά...>>, <<Δεν τον παρεξηγώ Τζένη μου γιατί ήξερα που έμπλεκα. Ο Νέστορας μου είχε πει να προσέχω μη με κάνει η μάνα σου λίπασμα για τα μαρούλια>>. Ξέσπασαν όλοι σε γέλια, μα ο Λάμπρος έμεινε σοβαρός. <<Άλλος που θα έπρεπε να με φοβάται. Αυτός ακόμα περισσότερο γιατί μου τη διπλάρωσε από μικρή, τη θυγατέρα μου. Άντε, μη το θυμηθώ...>> πέταξε ο δάσκαλος. <<Σαν και του λόγου σου, μπαμπούνη μου>>. Η Ελένη την χτύπησε στον ώμο. <<Για μαζέψου. Στον πατέρα σου μιλάς>>. Ο Κώστας σηκώθηκε κεφάτα. <<Λέω να πάω ως το καφενείο. Θα είναι ο Σέργιος, ο Φώτης...>>, <<...η Κατερινούλα>> συμπλήρωσε η Ελένη. <<Δεν ξέρω Λενιώ μου, αλλά μεγάλο κορίτσι είναι. Δεν την φέρνει με το ζόρι. Τζενάκι θα έρθεις;>>. Το κορίτσι του χαμογέλασε. <<Ωραία. Φύγετε κι αφήστε με, με το νιάνιαρο>> πέταξε πικραμένα η Βαλεντίνη. <<Εσύ έχεις σχολείο και μην ακούσω άλλη κουβέντα. Να πάτε εσείς με την παρέα σας>>. Ο Λάμπρος σηκώθηκε με τη σειρά του, να τους χαιρετήσει. <<Πάντως δάσκαλε, κι από τις τρεις, μόνο τούτη εδώ σου έμοιασε. Έχει και την ηρεμία σου, και την καλοσύνη σου, και όλα>> παίνεψε ο Κώστας τη Βιολέτα κι ο δάσκαλος της χαμογέλασε. Περίμεναν την Ευγενία να φύγει κι έπειτα ο δάσκαλος τις φίλησε και ανακοίνωσε ότι θα πάει να ξαπλώσει. <<Μπαμπά;>> έκανε η μικρή πριν μπει στην κάμαρη του. <<Τι είναι λουλουδάκι μου;>>, <<Ο Κώστας είπε πως σου μοιάζω. Κι εσένα σε πείραζαν μικρό;>>, <<Καμιά φορά, μα δεν έδινα σημασία...>> της απάντησε και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Στάθηκε όρθιος κι έσφιξε το κάγκελο του κρεβατιού με δύναμη. <<Μου μοιάζει...>> μονολόγησε. <<Ίσως δεν θα έπρεπε>>

----------------------------

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1958

Ο δάσκαλος περπατούσε στο χωριό, δύο εβδομάδες μετά την επιστροφή του και δεχόταν τους φιλικούς χαιρετισμούς τον συγχωριανών του. Αποφάσισε να πάει ως το σχολείο, για να ελέγξει σε τι κατάσταση βρισκόταν και έστριψε σε ένα στενό, αλλάζοντας την κατεύθυνση του. Μπροστά του βρέθηκε ο Σέργιος, που τον κοιτούσε αλαζονικά όπως πάντα. Στα 8 χρόνια που έκανε σχεδόν να τον δει, είχε ομορφύνει αρκετά, όμως το βλέμμα του παρέμενε κενό και γεμάτο κακία. <<Ξάδελφε! Καλώς όρισες. Δεν προλάβαμε να τα πούμε. Πού χάθηκες;>> αναφώνησε κεφάτα, μα ο Λάμπρος παρέμεινε σοβαρός. <<Καλώς σας βρήκα>>, <<Τι κάνεις; Παντρεύτηκες έμαθα. Είδα και τη γυναίκα σου, όταν ήρθατε στο πανηγύρι. Να ζήσετε! Μορφονιά πήρες>>. Ο δάσκαλος δαγκώθηκε κι ένιωσε πως ο ξάδελφος του, διάβασε τις σκέψεις του. <<Σ' ευχαριστώ. Να μη σε κρατάω. Έχω μια δουλειά>> πέταξε βιαστικά για να τον αποφύγει κι έκανε να φύγει. <<Κι εγώ παντρεύομαι. Δεν ξέρω αν το έμαθες>> του φώναξε, χαμογελώντας ειρωνικά. Ο Λάμπρος σταμάτησε. <<Το έμαθα. Να ζήσεις>> απάντησε ψυχρά. <<Είδες βρε πώς τα φέρνει η ζωή; Από άλλον θα γινόταν η Σταμίρη, κυρία Σεβαστού κι από άλλον θα γίνει τελικά>>. Ο δάσκαλος δεν απάντησε. Του έριξε μια παγωμένη ματιά και έκανε να φύγει ξανά. <<Δεν είχες άδικο πάντως..>> συνέχισε να μονολογεί ο Σέργιος. <<Δεν είναι κι άσχημη. Σφιχτό κορμί έχει, δυνατή είναι, γερά παιδιά θα κάνει κι απ' ότι έμαθα, δεν την άκουσες την συμβουλή μου οπότε, ούτε εκεί είχαμε πρόβλημα>>. Ο Λάμπρος γύρισε απότομα και τον κοίταξε με μίσος. <<Α εγώ είμαι παραδοσιακός ξάδελφε. Δεύτερο χέρι γυναίκα, δεν παίρνω>>, <<Δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι για τη μέλλουσα σύζυγο σου; Όλο το χωριό ξέρει πως την παίρνεις για την προίκα της>>, <<Δεν ξέρω τι λέει το χωριό, εμένα μια χαρά με βόλεψε ο γάμος. Μια τίμια γυναίκα ήθελα να πάρω, να μου κάνει κανένα κουτσούβελο, να χαρεί κι ο κύρης μου. Δεν έψαχνα έρωτες κι απ' ότι έμαθα, κι εκείνη το ίδιο. Πρόκοψε βλέπεις από έρωτα. Πάντως, επειδή είμαι άντρας και τα τιμάω τα παντελόνια μου, το λάθος μου το παραδέχομαι: μπράβο σου που δεν με άκουσες και τη σεβάστηκες! Το σωστό να λέγεται γιατί χαλασμένη, δεν την έπαιρνα ούτε γω, ούτε κανένας άλλος της προκοπής. Θα κακόπεφτε η δόλια και δεν της φτάνει που τη παράτησες, θα είχε κι αυτό το πρόβλημα>> πέταξε γελώντας κι ο δάσκαλος έσφιξε τις γροθιές του, προσπαθώντας να συγκρατηθεί. <<Τόσα κορίτσια έχει ο τόπος, που θέλουν να σε στεφανωθούν και με προίκες μεγαλύτερες. Άστην να βρει αλλού τη τύχη της>> είπε χωρίς να το σκεφτεί. <<Ποια είναι η τύχη της ξάδελφε; Να την κάνεις αγαπητικιά σου; Κόβει το μάτι μου και σε είδα πως την κοιτούσες στο πανηγύρι αλλά μια ζωή χέστης ησουν κι άκουσες τον πατέρα σου. Κάτσε τώρα να τη δεις να παντρεύεται άλλον και μην τολμήσεις να την πλησιάσεις. Εκτός αν έχεις το θάρρος να τη κλέψεις πριν την παντρευτώ και να παρατήσεις την ομορφούλα που πήρες για γυναίκα. Κάντο και θα σε παραδεχτώ αλλά δεν έχεις τα κότσια>> του είπε και συνέχισε τον δρόμο του, χαμογελώντας για το κατόρθωμα του. Ο άντρας σωριάστηκε σε ένα σκαλί κι άρχισε να τρέμει από θυμό.

----------------------------------

Η Ελένη μπήκε στο δωμάτιο, διακόπτοντας τις σκέψεις του. Εκείνος την κοίταξε ψυχρά. <<Ξάπλωσαν οι μικρές. Να κοιμηθεί επιτέλους ήρεμο το κοριτσάκι μας>> του είπε τρυφερά. <<Ωραία. Να ξαπλώσουμε κι εμείς>> απάντησε κι έκανε να πάει προς την ντουλάπα, μα η Ελένη τον έπιασε από το μπράτσο. <<Συγνώμη. Δεν σου μίλησα σωστά, το ξέρω αλλά όταν πρόκειται για τα παιδιά...>>, <<Είναι και δικά μου παιδιά Ελένη και δεν τα έχω αφήσει ποτέ στη μοίρα τους!>>, <<Δεν είπα αυτό καλέ μου, εγώ φταίω που αντέδρασα υπερβολικά απλώς πάντα είσαι πιο καλόβολος και φοβήθηκα...>>, <<...ότι θα αφήσω την κόρη μας, να την σπρώχνουν στις σκάλες. Ελένη, μην το συνεχίσουμε. Σου απέδειξα ότι για τα παιδιά μου, μπορώ να κάνω ακόμα και πράγματα που με βρίσκουν αντίθετο! Ελπίζω να μην ξαναχρειαστεί ποτέ αλλά άμα χρειαστεί, να μου δείξεις περισσότερη εμπιστοσύνη>> της πέταξε κι έκανε να φύγει, μα τον σταμάτησε ξανά, πλησιάζοντας τον και τυλίγοντας τα χέρια της στη μέση του. <<Μη μου κρατάς κακία, δεν το μπορώ. Εσύ είσαι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσε να έχει ένα παιδί και τα κορίτσια μας είναι μεγαλωμένα σαν πριγκίπισσες, μέσα στην αγκαλιά σου. Εγώ φέρθηκα ανόητα, μα ήταν πάνω στο θυμό μου για όσα πέρναγε το μικρό μας. Πικράθηκα πολύ Λάμπρο μου. Η Βιολέτα μας, ποτέ δεν πείραξε κανέναν κι ένιωθα την αδικία πάνω της>> του απολογήθηκε. Έκατσε στο κρεβάτι κι η Ελένη βολεύτηκε στα πόδια του, αγκαλιάζοντας τον λαιμό του. <<Θα συνεχίσουμε να μη μιλάμε; Στεναχωριούνται και τα παιδιά>>, <<Κι από πότε βάζεις μπροστά τα παιδιά μας Σταμίρη, για να με ρίξεις;>> της απάντησε πονηρά. Εκείνη έμπλεξε τα δάχτυλα της στα μαλλιά του και ακούμπησε τα χείλη της απότομα πάνω στα δικά του, ρουφώντας τα με πάθος. <<Μπορώ και μόνη μου>> του ψιθύρισε κι ένα γελάκι ξέφυγε από το λαιμό του. <<Τουλάχιστον ηρέμησε η μικρή μας>> είπε ο Λάμπρος κι η Λενιώ συνέχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά του. <<Όσο μεγαλώνει, τόσο σου μοιάζει>>, <<Καλό είναι αυτό;>> τη ρώτησε πικραμένα. <<Φυσικά κι είναι καλό! Ήθελες ακόμα μια Βαλεντίνη; Να μην σηκώνει μύγα στο σπαθί της;>>, <<Για μας Λενιώ μου, που είμαστε γονείς τους. Τη Βαλεντίνη όμως, ποιος τολμά να την κοντέψει; Ενώ η Βιολέτα μας... Θυμάσαι τι είχα περάσει εγώ από τον...>> πήγε να πει το όνομα του, μα σταμάτησε. <<Από τον Σέργιο>> το συμπλήρωσε η Ελένη. <<Δεν θέλω να μιλάμε για αυτόν αλλά ξέρεις πόσες φορές έχω μετανιώσει που δεν απαντούσα στις προσβολές του;>>, <<Απάντησα εγώ μια και καλή>> πέταξε εκείνη και ο Λάμπρος την κοίταξε αυστηρά. <<Τι λόγια είναι αυτά καρδιά μου;>>, <<Ένα κάθαρμα ήταν ο Σέργιος, δεν θα προσέχω και τα λόγια μου για εκείνον. Δεν μας έκανε λίγα. Ακόμα δεν μου έχεις πει γιατί σε είχε χτυπήσει τότε...>>. Ο Λάμπρος αναστέναξε. <<Μου είχε πει πως εκείνος πάει στη Λάρισα για να πλαγιάσει με γυναίκα κι εγώ είμαι τυχερός γιατί σε γλεντάω δωρεάν στο χωριό. Και τώρα που το σκέφτομαι, ντροπή με πιάνει>> απάντησε δειλά, μα η Ελένη έβαλε τα γέλια. <<Τι γελάς Λενιώ μου; Εγώ... δεν σκεφτόμουν έτσι για σένα>> επέμεινε σοβαρά. <<Καθόλου...;>> τον ρώτησε πονηρά, μα εκείνος την κοίταξε αυστηρά. <<Τι λες καρδιά μου; Νέοι ήμασταν τότε κι εκείνες οι εποχές...>>, <<Καλά βρε Λάμπρο, ένα χρόνο μετά μου ζήτησες να παντρευτούμε. Τις κουμπάρες θα παίζαμε; Άλλες έκαναν παιδιά στην ηλικία μου>>. Ο δάσκαλος ανακάθισε. <<Ε ντάξει, μετά το γάμο...>>. Εκείνη τύλιξε πιο σφιχτά το χέρι της γύρω από το λαιμό του και τον φίλησε απαλά πίσω από το αυτί του. <<Ψεύτη. Γιατί δεν μου λες την αλήθεια; Πως με σκεφτόσουν κι αλλιώς...>>, <<Ε λες μοναχός μου στη Λάρισα, να μη σκεφτόμουν και αλλιώς βρε καρδιά μου αλλά... σοβαρά αλλιώς>>, <<Έχει και σοβαρά;>> τον πείραξε και ανασήκωσε τον λαιμό της, αφήνοντας του χώρο κι ένιωσε την καυτή του ανάσα στο δέρμα της. Το χέρι του που είχε αγκαλιάσει τη μέση της, την κατέβασε με δύναμη ξαπλώνοντας την στο κρεβάτι και βολεύτηκε ανάμεσα στο πόδια της. <<Τι θες να ακούσεις Σταμίρη; Πως με ξεσήκωνες από τότε;>> ψέλλισε στο αυτί της και άρπαξε δυναμικά το σαγόνι της στρίβοντας το κατευθείαν πάνω του, για να ενώσουν τα χείλη τους κατασπαράζοντας το ένα το άλλο. <<Έτσι και με ξανααμφισβητήσεις...>> ξεκίνησε να της λέει κι εκείνη του χαμογέλασε προκλητικά. <<Τι;>>, <<Θα θυμώσω πάρα πολύ. Το κατάλαβες;>>. Η Ελένη δαγκώθηκε αισθησιακά και τράβηξε απαλά το χέρι του, φέρνοντας το μέσα από το ύφασμα της μπλούζας της για να νιώσει το άγγιγμα του στο στήθος της και κόλλησε το κορμί της περισσότερο πάνω στο δικό του. <<Θύμωσε μου λίγο τώρα τότε>> πέταξε, τυλίγοντας το χέρι της σαν μαξιλάρι γύρω από το λαιμό του σε ένα διεκδικητικό κεφαλοκλείδωμα, που έστειλε κύματα ηδονής στο κορμί του.

Η Ευγενία σηκώθηκε από την έδρα μπροστά στους μαθητές της. <<Θα ήθελα να σας ενημερώσω πως ζήτησα από τη διευθύντρια, να με αντικαταστήσει στην τάξη σας, με την κυρία Σκουρλή>> ανακοίνωσε και διαμαρτυρίες άρχισαν να ακούγονται από τα παιδιά. <<Γιατί κυρία;>>, <<Όχι, δεν είναι δίκαιο!>>, <<Σας παρακαλούμε, πείτε να μην μας πάρει η Σκουρλή!>>. Η κοπέλα αναστέναξε. <<Νιώθω πως λόγω του τελευταίο συμβάντος με την αδελφή μου, έχει χαθεί η αντικειμενικότητα μου>> εξήγησε με ηρεμία και τα παιδιά συνέχισαν να μουρμουράνε νευρικά. <<Εμείς τι φταίμε; Η Χαρά κι η Ειρήνη φταίνε. Όλοι θα την πληρώσουμε;>>, <<Είναι άδικο! Να πάνε αυτές σε άλλο τμήμα>>. Η Ευγενία τους κοίταξε με απογοήτευση. <<Όπως ήδη ξέρετε, ο πατέρας μου είναι δάσκαλος. Αυτό που έμαθα δίπλα του είναι πως όταν κάποιο παιδί, δέχεται πειράγματα ή σχόλια, οι υπόλοιποι συμμαθητές του πρέπει να το αγκαλιάζουν διπλά γιατί έτσι βοηθούν και το θύμα αλλά και το θύτη να ξαναβρεθεί πάλι στον σωστό δρόμο. Αυτό δεν έγινε στην περίπτωση σας και δυστυχώς, μια συμμαθήτρια σας (δεν έχει σημασία που ήταν αδελφή μου!> αποχώρησε. Τυγχάνει να την έχω μεγαλώσει εγώ σε μεγάλο βαθμό, λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας που μας χωρίζει και ξέρω το ήθος της. Απογοητεύτηκα λοιπόν που φερθήκατε έτσι σε εκείνη και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Δεν κρατώ σε κανέναν κακία, όμως δυστυχώς δεν μπορώ να συνεχίσω τουλάχιστον προς το παρόν. Ίσως του χρόνου, αν είμαι πάλι εδώ>> είπε λυπημένα και τα παιδιά την κοίταξαν αμίλητα. <<Εμένα μου αρκεί πάντως να σκεφτείτε όσα έγιναν και να μην ξαναγίνει το ίδιο λάθος σε κάποιον άλλον συμμαθητή ή συμμαθήτρια σας. Και μόνο με αυτό, θα είμαι ευχαριστημένη>>.

Η Ελένη έβγαλε το φαγητό από το μάτι και έκλεισε την κουζίνα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Βιολέτα χαρούμενη. <<Καλώς την. Πώς κι έτσι νωρίς;>> τη ρώτησε καλοσυνάτα η Ελένη. <<Ήρθε και μας πήρε, η θεία η Ασημίνα, με την κούρσα της>>, <<Α μάλιστα. Θα σε είχε έννοια γιατί μου τηλεφώνησε το πρωί. Όλα καλά...;>> ρώτησε δειλά η γυναίκα. <<Ναι μαμά. Κι οι καινούργιες φίλες της Ανετούλας είναι πολύ καλά κορίτσια. Έχω και τον Κώστα καθηγητή!>>, <<Άντε!>>, <<Ναι! Τα εξηγεί ωραία αλλά βάζει πολλές ασκήσεις>> είπε μουτρωμένα. Η Ελένη έκατσε σε μία καρέκλα και την έγνεψε να κάτσει στα γόνατα της. <<Ε δεν πειράζει. Καλό σας κάνει. Είσαι ευχαριστημένη καρδιά μου;>>. Η Βιολέτα την αγκάλιασε σφιχτά. <<Ναι μαμά, όλα καλά. Στεναχωρήθηκες πολύ;>> έκανε ντροπαλά. <<Πάρα πολύ αλλά όχι τόσο για αυτά τα παλιοκόριτσα, όσο γιατί δεν μας είπες τι συμβαίνει και ήμασταν στο σκοτάδι. Γιατί παιδί μου; Δεν σας έχω πει ότι θέλω να μου τα λέτε όλα; Θα σε μάλωνα που αυτές ήταν κακιασμένες;>> είπε αυστηρά η Ελένη και η μικρή χαμήλωσε το κεφάλι. <<Δεν ήθελα να θυμώσεις μαζί τους και να την πληρώσει η Τζένη μας>>, <<Η Ευγενία γιατί να την πληρώσει; Μη λες χαζομάρες. Αυτό δεν θα ξαναγίνει, εντάξει; Η Βαλεντίνη είναι γλωσσού και μαλώνουμε, μα μου τα λέει όλα! Και για το σχολείο της, και για το λεγάμενο και όλα. Ότι σου συμβαίνει, θέλω να το ξέρω! Βιολέτα μιλάω, εντάξει;>>. Η μικρή κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και η Ελένη την έσφιξε πάνω της. Όταν την άφησε, το κοριτσάκι την κοίταξε λυπημένα. <<Σε φαρμάκωσαν μάτια μου, αυτές, ε; Παλιοκόριτσα... Μανάδες δεν έχουν ήθελα να ξερα;>>, <<Νομίζουν πως είναι κάποιες γιατί είναι από τη Λάρισα κι εγώ ήμουν από χωριό. Κι οι μπαμπάδες τους έχω λεφτά...>> απάντησε στεναχωρημένα. Η Ελένη την κοίταξε αυστηρά. <<Δικαιολογία είναι αυτό; Γιατί εμείς, πεινάμε; Ή λίγο σας καλομάθαμε, να μη σας λείψει τίποτα; Δηλαδή η Ανέτα μας και η δικηγορέσσα, που ο πατέρας της έχει τόση περιουσία, δεν θα έπρεπε να μας μιλάνε καν; Ακούς εκεί...>>. Η Βιολέτα ανακάθισε και την κοίταξε αμήχανα. <<Η Τζένη θα ζητήσει να αλλάξει τάξη είπε...>>, <<Καλά θα κάνει. Για να είναι αντικειμενική. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα. Μα να τις βλέπει και να της γυρνά το μάτι;>>. Η μικρή γέλασε νευρικά. <<Εσένα θα σε φοβόντουσαν>>, <<Για αυτό δεν έγινα καθηγήτρια. Δεν κάνω για αυτά.  Εγώ είμαι για χωράφια. Τέλος πάντων, πέρασε κι αυτό και  τώρα θα είσαι με τους παλιούς σου συμμαθητές και θα κάνεις και καινούργιους φίλους. Θα σε προσέχει κι ο Κώστας. Άντε να στρώσεις τραπέζι ώσπου να έρθουν οι άλλοι>>. Το κοριτσάκι σηκώθηκε πρόθυμα. Η Βιολέτα έβγαλε το τραπεζομάντηλο όταν μπήκε στο σπίτι ο Λάμπρος και της χαμογέλασε πλατιά. <<Λουλουδάκι μου, εδώ είσαι; Δεν πιστεύω να έγινε πάλι τίποτα;>> ρώτησε αγχωμένα και τη φίλησε στο κεφάλι. <<Όχι μπαμπά, απλώς ήρθε η θεία να μας πάρει και δεν περιμέναμε το λεωφορείο>>, <<Α εντάξει τότε. Όλα καλά δηλαδή, ε ψυχή μου;>>. Η Ελένη βγήκε από την κάμαρη και γέλασε πονηρά. <<Άμα δεν είναι όλα καλά, θα στείλεις το νομάρχη;>>. Ο δάσκαλος τη φίλησε πεταχτά. <<Όχι, θα στείλω εσένα με την καραμπίνα του πατέρα σου. Μην τον ενοχλήσουμε ξανά τον άνθρωπο>> απάντησε παιχνιδιάρικα και τη φίλησε ξανά, ενώ μπήκε στο δωμάτιο να αλλάξει και έκλεισε την πόρτα πίσω του.  Η Βιολέτα τους κοίταζε χαμογελώντας. <<Μαμά..;>>, <<Έλα>>, <<Με το μπαμπά τα βρήκατε, ε;>>,  <<Είναι δυνατόν να μην τα βρούμε με τον μπαμπά;>>, <<Όχι;>>, <<Ε όχι βέβαια>>  της απάντησε και η μικρή ευχαριστήθηκε. 

繼續閱讀

You'll Also Like

1M 53.7K 91
"Μπ-μπορείς να με αφήσεις;" τραυλιζω "Μα μωρό μου, και οι δύο ξέρουμε πως δεν θες να σε αφήσω"λέει και ενώνει τα χείλη μας. Απόσπασμα από Part 40 __ ...
62.7K 386 23
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
20.1K 326 59
Τι κι' αν τα πράγματα γίνονταν αλλιώς; Η λιακάδα μετά τη μπόρα; Η σπίθα της αγάπης στη καταχνιά που φέρει το σκοτάδι; Οι άγριοι καιροί; Δια...
645 83 18
Καθηγητής × Μαθήτρια ~~~ Ο κύριος Αλεξίου, μαθηματικός του πανεπιστημίου Πειραιώς, έχει τη φήμη ότι δεν καταδέχεται κανέναν, πόσο μάλλον την ατέλεια...