Ευγενία

By angry_bird24

66.1K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ

1.2K 29 8
By angry_bird24

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1979

Ο Λάμπρος σηκώθηκε από την έδρα και στάθηκε μπροστά στους μαθητές του, στην στολισμένη για τα Χριστούγεννα τάξη. <<Την επόμενη εβδομάδα, σταματούν τα μαθήματα για διακοπές, και όπως κάθε χρόνο, έχουμε την Χριστουγεννιάτικη γιορτή μας. Φέτος αποφασίσαμε, να μαζέψουμε παιχνίδια και ρούχα, σε καλή κατάσταση, τα οποία θα δοθούν στο δημοτικό ορφανοτροφείο της Λάρισας. Η διευθύντρια του ιδρύματος, η κυρία Καψάλη, θα έρθει να παρακολουθήσει την γιορτή μας και θα της δώσουμε τα πράγματα που θα έχετε μαζέψει, μαζί με γλυκά που μπορούμε να φτιάξουμε (κουραμπιέδες, μελομακάρονα, δίπλες...) για τα παιδάκια που μένουν εκεί και είναι μόνα τους, για να πάρουν  χαρά αυτές τις ημέρες>>. Ο Λάμπρος σταμάτησε να μιλάει και η Ανέτ σήκωσε το χεράκι της. <<Ναι Ανέτα>>, <<Τα παιδάκια που μένουν στο ορφανοτροφείο, δεν έχουν γονείς;>>, <<Όχι. Οι γονείς τους ή έχουν πεθάνει ή, για διάφορους λόγους, δεν είναι σε θέση να τα φροντίσουν. Τα φροντίζει όμως, πολύ καλά, η κυρία Ειρήνη Καψάλη και θα βοηθήσουμε κι εμείς, όπως μπορούμε>>. Η Ανέτ κούνησε το κεφαλι της θετικά και η Βιολέτα σήκωσε το δικό της. Ο Λάμπρος της έγνεψε να ρωτήσει. <<Μπαμπά... Θέλω να πω, κύριε, τα παιδάκια που μένουν στο ορφανοτροφείο γιατί δεν έχουν κανέναν, μένουν εκεί για πάντα;>>. Ο δάσκαλος πήρε βαθιά ανάσα. Η συζήτηση αυτή, και ειδικά με ερωτήσεις από τις κόρες του, του προκαλούσε δυσφορία. <<Στο συγκεκριμένο ίδρυμα, τα παιδιά μένουν ως τα 12 τους χρόνια. Δηλαδή μέχρι να τελειώσουν το δημοτικό σχολείο. Έπειτα πάνε σε άλλο, μέχρι τα 18 τους. Παρόλα αυτά, πολλά παιδιά υιοθετούνται από οικογένειες που είτε δεν έχουν παιδιά, είτε θέλουν να βοηθήσουν ένα παιδάκι που έχει ανάγκη και να το εντάξουν στην οικογένεια τους>>, <<Τι είναι υιοθετ... Υιοθετ... Αυτό που είπες. Που είπατε!>> επέμενε η Βιολέτα. Ο Λάμπρος της χαμογέλασε αχνά. <<Όταν μια οικογένεια, παίρνει ένα παιδί από ένα ορφανοτροφείο και γίνεται δικό της. Πέρα από το συναισθηματικό κομμάτι, υπάρχει και ένα νομικό κομμάτι, που αφορά τη κηδεμονία του παιδιού. Όριζει σαν γονείς, το ζευγάρι που θα υιοθετήσει το παιδί και παίρνει το όνομα τους. Δηλαδή αν εσένα σε λένε Βιολέτα Σεβαστού και σε υιοθετήσει μια οικογένεια που ονομάζεται Παπαδοπούλου, θα σε λένε Βιολέτα Παπαδοπούλου πια>>. Ο άντρας πήγε προς την έδρα και είδε την Φιλίτσα, η οποία καθόταν δίπλα στην Βαλεντίνη, που σήκωνε το χέρι της. <<Πώς γίνεται μία οικογένεια να παίρνει ένα παιδί από ένα ίδρυμα; Δεν θέλουν καλύτερα να κάνουν δικό τους;>>. Ο δάσκαλος ανακάθισε και η Βαλεντίνη κόλλησε τα μαύρα μάτια της πάνω του. <<Δεν έχει σημασία αν ένα παιδί το γεννάς ή το υιοθετείς, Γαρυφαλλιά. Η αγάπη είναι η ίδια. Είτε μια μάνα γέννησε ένα παιδί, είτε το μεγάλωσε, για εκείνη είναι το παιδί της και το αγαπάει το ίδιο>>. Η ταραχή του Λάμπρου ήταν παραπάνω από εμφανής και η Βαλεντίνη, τον κοιτούσε επίμονα. <<Η Ευτυχία είναι υιοθετημένη>> πέταξε η Ανετούλα. <<ΑΝΕΤ!>> τη μάλωσε ο δάσκαλος. <<Γιατί; Αφού το λέει. Δεν το κρύβει>> του απάντησε ντροπαλά, μα η Βιολέτα, που δεν τον γνώριζε, την κοίταξε με περιέργεια. Η Βαλεντίνη σήκωσε το χέρι της. <<Βαλεντίνη τελευταία ερώτηση και προχωράμε στο μάθημα μας. Πες>>, <<Μπορεί ένα παιδί να υιοθετηθεί μεγάλο; 5-6 χρονών δηλαδή; Ή μόνο τα μωρά υιοθετούνται;>>. Ο Λάμπρος χαμήλωσε το βλέμμα και έσφιξε τις γροθιές του. <<O νόμος λέει, μέχρι 10 χρονών, μπορεί μια οικογένεια να υιοθετήσει ένα παιδί. Έπειτα δεν γίνεται>>. Η Βαλεντίνη δεν ρώτησε κάτι άλλο και άρχισε να παίζει με το μολύβι της νευρικά.

<<Θέλω να δώσετε το καλό παράδειγμα>> είπε ο Λάμπρος, καθώς έτρωγαν, λίγο αργότερα, το μεσημέρι στο σπίτι. <<Βαλεντινάκι, εσύ μεγάλωσες πια. Του χρόνου θα πας γυμνάσιο. Έχεις τόσα παιχνίδια που δεν τα χρειάζεσαι>> συμπλήρωσε ο πατέρας τους. <<Όχι! Τα θέλω τα παιχνίδια της Βαλεντίνης, μου τα έχει υποσχεθεί>> διαμαρτυρήθηκε η Βιολέτα και άφησε κάτω το πιρούνι της. Της Ευγενίας της ξέφυγε ένα γέλιο. <<Λουλουδάκι μου, σε παρακαλώ. Έχεις την πολυτέλεια να γεννηθείς τελευταία και έχεις τόσα παιχνίδια από τις αδελφές σου. Εγώ και η μαμά, σου αγοράζουμε ότι θες. Ο νονός σου, σου αγοράζει συνέχεια δώρα. Τόσα έχετε κάτω στην αποθήκη, διάλεξε ποια δεν σου αρέσουν τόσο και δώστα στα φτωχά παιδάκια>> της είπε τρυφερά ο δάσκαλος, μα εκείνη μούτρωσε. <<Έλα Βιολετάκι μου. Εσύ είσαι το καλύτερο παιδάκι του κόσμου>> την παρακάλεσε η Ευγενία, μα η Ελένη τις κοίταξε αυστηρά. <<Ή θα πας να διαλέξεις ή θα πάω να διαλέξω εγώ και θα δεις την αποθήκη άδεια. Κακομαθημένη!>> τη μάλωσε και το κοριτσάκι χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Λενιώ μου...>>, <<Λάμπρο κουβέντα! Τρώτε και τέρμα η συζήτηση. Οι κόρες του δασκάλου κι αντί να δίνετε το καλό παράδειγμα, η μία γκρινιάζει για τα παιχνίδια, κι η άλλη για τα ρούχα. Εμείς φταίμε που σας κάνουμε όλα τα χατίρια>> είπε η γυναίκα και όλες κατέβασαν το κεφάλι. Συνέχισαν το φαγητό τους, όταν η Βιολέτα ανασηκώθηκε. <<Μαμά, το ήξερες πως η Ευτυχία είναι υιοθετημένη;>> ρώτησε το παιδί και η Ευγενία χλώμιασε και άφησε το πιρούνι στο πιάτο της. Η Βαλεντίνη, που καθόταν απέναντι της, έριξε το βλέμμα πάνω της. <<Πού το άκουσες εσύ αυτό;>> ρώτησε αδιάφορα η Ελένη. <<Το είπε η Ανετούλα, σήμερα στη τάξη>>, <<Κουτσομπολιό κάνατε; Δεν είναι συζητήσεις για τάξη αυτές. Τέλος πάντων, αλήθεια είναι>> είπε και συνέχισε να τρώει, κοιτάζοντας την Ευγενία που σχεδόν έτρεμε. <<Ευγενία, φάε γιατί μετά έχεις μάθημα με το μπαμπά>>, <<Δεν... Εντάξει είμαι. Χόρτασα>> ψέλλισε ταραγμένα. <<Φάε χωρίς να έχεις όρεξη. Έχεις πανελλαδικές. Όχι μόνο διάβασμα και καφέδες>> τη μάλωσε και το κορίτσι ξεκίνησε πάλι να τρώει ανόρεκτα.

-----------------------------

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1983

Ο Αύγουστος, δεν ήταν ο καλύτερος μήνας για τη Θεσσαλονίκη, μα η Βαλεντίνη και η Βιολέτα, είχαν ενθουσιαστεί με την πόλη. <<Σ' αρέσει το milk shake Βιολέτα μου;>> τη ρώτησε τρυφερά ο Κώστας, ενώ καθόντουσαν στο cafe De-Facto. Το κορίτσι άφησε το καλαμάκι και του χαμογέλασε. <<Πάρα πολύ. Όλα είναι τέλεια εδώ>>. Ο άντρας της χάιδεψε το κεφάλι. <<Τα κουνελάκια, πού τα άφησες;>>. Το κορίτσι χαμήλωσε το βλέμμα λυπημένα. <<Στην Ανετούλα. Η μαμά είπε πως πάνω από το πτώμα της θα τα πάρω μαζί. Ελπίζω μόνο να μην είναι στεναχωρημένα. Ο Λάμπρος είναι άτακτος και μόνο όταν κοιμάται στο καλαθάκι κάτω από το κρεβάτι μου ηρεμεί>>. Ο Κώστας της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. <<Είσαι η πιο γλυκιά δεσποινίς Σεβαστού να ξέρεις. Είσαι η χαρά της ζωής>>. Η Βαλεντίνη ξερόβηξε, δήθεν ενοχλημένα. <<Ευχαριστούμε πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια. Και καλά, εμένα πες δεν με συμπαθείς. Και το κορίτσι σου δεσποινίς Σεβαστού είναι>> του είπε πειραχτηκά κι εκείνος έπιασε το χέρι της Ευγενίας. <<Ναι αλλά για να μας ρίξει ένα χαμόγελο, έπρεπε να κάνουμε τάμα στον Άι-Δημήτρη, τον πολιούχο μας>>, <<Η Ευγενία είναι σοβαρή>> τη δικαιολόγησε η Βιολέτα. <<Κι εσύ σοβαρή είσαι βρε λουλουδάκι αλλά χαμογελάς. Καλά η Βαλεντίνη άσε. Φοβάμαι μη με δαγκώσει, σα τη μάνα σας>>. Όλες γέλασαν. <<Μη με λες λουλουδάκι. Μεγάλωσα πια>>, <<Δεν σου αρέσει;>>, <<Μ'αρέσει γιατί είναι διαφορετικό. Μόνο εμένα έλεγε λουλουδάκι ο μπαμπάς>>. Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι του νευρικά. <<Και τώρα που είπαμε μπαμπάς... Τζένη, του τα πες;>> ρώτησε η Βαλεντίνη. Το κορίτσι έκανε έναν μορφασμό απελπισίας. <<Ναι. Αύριο, θα πάμε για φαγητό με τους γονείς μου>>. Ο άντρας ανακάθισε. <<Να πάτε καρδιά μου. Την άδεια μου ζητάς; Έλα Χριστέ...>>, <<Όχι. Όταν λέω θα πάμε, εννοώ όλοι. Και εσύ>>. Ο Κώστας τις κοίταξε σοκαρισμένος. <<Πλάκα μου κάνετε, δε μπορεί. Θέλουν να με βγάλουν έξω;>>, <<Γιατί να μη θέλουν;>> ρώτησε θυμωμένα η Ευγενία. <<Γιατί με κοιτάζει με μισό μάτι ο μπαμπάκας σου, καρδιά μου. Δεν θα κατεβαίνει μπουκιά>>, <<Τη πάτησες. Ήθελες Διαφανιώτισσα Κωστάκη. Δεν σου άρεσαν οι Σαλονικιές, οι βορειοελλαδίτισσες γενικώς. Ήθελες κορίτσι του κάμπου>> τον πείραξε η Βαλεντίνη. <<Αν το μετάνιωσε, να μας το πει>> συμπλήρωσε η Ευγενία και του γέλασε πονηρά. <<Ντάξει, δεν με συμπαθεί αλλά ήρωας ο πατέρας σας. Κουβέντα δεν αφήνετε να πέσει χάμο>>.

Όσοι από την παρέα της Ευγενίας και του Κώστα, ήταν ήδη στη Θεσσαλονίκη, μαζεύτηκαν, όπως πάντα, στο Ελ Πάσο για να περάσουν το χρόνο τους στα μπιλιάρδα και τα άλλα παιχνίδια του μαγαζιού. Ο  Κώστας στεκόταν δίπλα στην Βιολέτα, που έπαιζε σε ένα από τα φλιπεράκια του μαγαζιού. Το κοριτσάκι ήταν ενθουσιασμένο κι εκείνος την εμψύχωνε χαρούμενος. Η Ευγενία τους χάζευε από μακριά, χαμογελώντας. Ο σύντροφος της, της θύμιζε έντονα πολλές φορές, τον πατέρα της. Ήταν πολύ υποστηρικτικός και καλόκαρδος. Αγκάλιασε τις αδελφές της από την πρώτη στιγμή και περνούσε αρκετό χρόνο μαζί τους για να τους δείξει τις ομορφιές της πόλης. Εκείνη καθόταν, μαζί με τη Ρίτα και τη Βαλεντίνη, πίνοντας τον καφέ τους και συζητώντας. Η Ρίτα είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα την πληθωρική αδελφή της, που δεν μετρούσε τα λόγια της και είχε πάντα μία απάντηση σε όλα. <<Είναι τρομερό παιδί. Πρέπει να τον γνωρίσεις οπωσδήποτε Τζενάκι>> είπε η Ρίτα για τον νέο της σύντροφο. <<Εγώ στεναχωρήθηκα για τον Τάκη. Τόσο καιρό ήσασταν μαζί και σ' αγαπούσε πολύ>> απάντησε στεναχωρημένα η Ευγενία. <<Έλα καλέ, με τον ανώριμο. Καλό παιδί, δεν λέω, αλλά δεν ήταν για σοβαρή σχέση. Έπεσε να πεθάνει βέβαια που χωρίσαμε, αλλά... Τι να του κάνω;>>. Η Βαλεντίνη έβαλε τα γέλια. <<Εσύ να είσαι καλά. Κι αυτός κάτι πρέπει να μην έκανε σωστά>> της απάντησε και η Ρίτα χαμογέλασε ευχαριστημένη. <<Τώρα θα γνωρίσετε τον Νίκο και θα πέσετε ξερές. Είναι και κοντοχωριανός σας. Το ξέρει το Διαφάνι, έχει έρθει σε ένα πανηγύρι κι όλας>>, <<Σε ποιο καλέ; Θα μας έχει δει άρα. Εμείς πάμε σε όλα τα πανηγύρια. Σάμπως έχουμε και πολλές ευκαιρίες για εξόδους;>> απάντησε η Βαλεντίνη. <<Από πού είναι, δεν μας είπες>> συμπλήρωσε η Ευγενία. <<Από το Συκουριό. Το ξέρετε;>>. Η Βαλεντίνη έγνεψε θετικά, μα η Ευγενία πάγωσε. Το Συκουριό ήταν το χωριό στο οποίο γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 4 της χρόνια. Φυσικά δεν το είχε επισκεφτεί ποτέ και ούτε ήθελε. Η σκέψη πως εκεί βρισκόντουσαν οι τάφοι των γονιών και της γιαγιάς της, την έκαναν να αισθάνεται ναυτία. <<Το ξέρουμε αλλά δεν νομίζω να έχουμε πάει ποτέ. Τζένη θυμάσαι εσύ;>>. Το κορίτσι έγνεψε αρνητικά ταραγμένο. <<Όχι. Όχι δεν έχουμε πάει>>, <<Δεν θα έχει καλές ταβέρνες γιατί ο θείος ο Κωνσταντής, μας έχει πάει όπου κάνουν καλά κοψίδια, σε όλο το νομό>>. Η Ρίτα γέλασε. <<Ευκαιρία να πάμε παρέα. Τέλος του Σεπτέμβρη, παντρεύεται μια ξαδέλφη του Νικόλα και θα κατεβούμε Θεσσαλία. Αφήνουμε τη Τζένη κανένα Σαββατοκύριακο στο σπίτι σας κι έρχεστε και καμία βόλτα από εκεί. Τι λέτε;>>. Πριν απαντήσει η Ευγενία, η Βαλεντίνη ενθουσιάστηκε. <<Φοβερή ιδέα! Θα έρθει κι η Τζένη στο σπίτι! Φυσικά!>>, <<Πάψε πια. Τι δουλειά έχω εγώ με το ζευγάρι;>> είπε η Ευγενία αυστηρά στην αδελφή της. <<Καλέ, χαρά στο φόρτωμα. Να πάμε 3 ώρες ως τη Λάρισα. Μην το ξαναπείς>> επέμενε η Ρίτα και το κορίτσι ξεφύσηξε νευρικά. 

Έτρωγαν όλοι μαζί, στρυμωγμένα, στην μικρή κουζίνα της Ευγενίας και επικρατούσε ησυχία στο τραπέζι. <<Είπες στον Κώστα για αύριο;>> ρώτησε η Ελένη. <<Ναι. Μαμά... Σίγουρα;>>. Η Λενιώ έγνεψε θετικά. <<Εγώ στο είπα>>, <<Μπαμπά;>>. Ο Λάμπος την κοίταξε σοβαρά. <<Ναι Ευγενία, φυσικά. Αλίμονο. Σας γυρίζει σε όλη τη πόλη ο άνθρωπος. Να μην τον ευχαριστήσουμε;>> απάντησε ψυχρά. Η Ευγενία δεν ευχαριστήθηκε από την απάντηση αλλά συνέχισε να τρώει. <<Κάποια στιγμή, πρέπει να το ξεπεράσεις μπαμπά. Μια χαρά παιδί είναι ο Κώστας. Κύριος πραγματικά>> του πέταξε η Βαλεντίνη αδιάφορα. Ο δάσκαλος συνέχισε κατάπιε και κοίταξε την Βαλεντίνη αυστηρά. <<Δεν λέω. Καλό παιδί είναι. Βέβαια, να μην σας ντραπώ, θα ήθελα να βρει η Ευγενία παλικάρι από τον τόπο μας. Μου αρέσει να βλέπω νέα ζευγάρια στο χωριό. Γι' αυτό και, παρότι διαφωνείτε όλες, θέλω ο Σέργιος μας να καταλήξει με την Κατερίνα>> τους δήλωσε. <<Τυχερά είναι αυτά>> του απάντησε η Ελένη, συνεχίζοντας το φαγητό της. <<Μια γνώμη είπα Λενιώ μου. Μου αρέσει να βλέπω παιδιά, που τα ξέρω από μικρά, να μεγαλώνουν, να ερωτεύονται και να μένουν στον τόπο μας. Η Κατερίνα με τον Σέργιο, η Νικολέτα (του μυλωνά η κόρη) με τον Στελλάκη, ο Νέστορας με την Φιλίτσα...>>. Η Βαλεντίνη πνίγηκε με το φαγητό της και η Βιολέτα της έδωσε το νερό για να καταπιεί. <<Τι λες μωρέ μπαμπά; Η Φιλίτσα δεν έχει αγόρι>> του απάντησε η Βαλεντίνη νευρικά. <<Έλα τώρα κόρη μου, δεν είμαι τόσο οπισθοδρομικός. Φίλη σου είναι. Θα τα ξέρεις>>, <<ΠΟΙΑ ΝΑ ΞΕΡΩ;>> ρώτησε θυμωμένα. <<Πως είναι μαζί>>. Η Ελένη άφησε κάτω το πιρούνι της και του έπιασε το χέρι αναστατωμένα. <<Τι λες καρδιά μου; Και δεν θα το ήξερε η Βαλεντίνη; Δεν είναι μαζί τα παιδιά, θα παρεξήγησες>>, <<Λενιώ μου, ξέρω πως είναι αυτά τα πράγματα. Στη ρεματιά τους είδα να έχουν ξεμονιαχιαστεί και μου θύμισαν εμάς, στα νιάτα μας>>, <<ΤΙ;>> ούρλιαξε η Βαλεντίνη και η Ευγενία σηκώθηκε και την αγκάλιασε. <<Μπαμπά, κάποιο λάθος θα...>>, <<Ευγενία δεν είμαι χαζός. Και είχαν και πάρα πολύ πάθος. Καλά εσείς γιατί ταραχτήκατε; Βαλεντίνη μου;>>. Το κορίτσι έτρεμε και είχε ασπρίσει. Η Ευγενία της έδωσε να πιει λίγο νερό. <<Τι πάθατε; Θα μου πει κανένας;>> επέμενε ο Λάμπρος. <<Ευγενία, πηγαίνετε καμία βόλτα, σε παρακαλώ>> είπε η Ελένη. <<Μα δεν φάγανε>>, <<Δεν πειράζει. Ας πάνε να ηρεμήσει>>. Τα κορίτσια έκαναν να φύγουν από τη κουζίνα, όταν ο δάσκαλος τις σταμάτησε. <<Μισό λεπτό, περιμένετε>>, <<ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΠΑΛΙ;>> τον ρώτησε νευρικά η Ευγενία. <<Καθίστε λίγο να σκεφτώ ξανά. Μήπως έκανα λάθος; Μήπως δεν ήταν η Φιλίτσα;>> αναρωτήθηκε ο άντρας. <<Και ποια ήταν;>> έκανε η Βιολέτα. <<Δεν ξέρω. Μήπως ήταν η κόρη μου;>> τις ρώτησε ειρωνικά. Τα κορίτσια πάγωσαν. <<Τι είπες μπαμπά;>> τον ρώτησε η Ευγενία. <<Λέω, ΜΗΠΩΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Η ΦΙΛΙΤΣΑ ΚΑΙ ΗΤΑΝ Η ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ;>>, <<Λάμπρο μου...>> είπε η Ελένη, μα ο Λάμπρος τη διέκοψε. <<Σιωπή! Σιγανοπαπαδιά. Ήθελα να δω την αντίδραση σου, για να καταλάβω αν τα ήξερες κι εσύ τα καμώματα της κόρης μας και μια χαρά τα ήξερες. Μπράβο. Συγχαρητήρια>>, <<Μήπως να πάμε βόλτα τελικά;>> είπε ντροπαλά η Βαλεντίνη. <<ΟΧΙ! Να καθίσετε εδώ που είστε>>. Τα κορίτσια έκατσαν ξανά στις καρέκλες τους και έμειναν αμίλητες. <<Πόσο καιρό το ξέρεις;>> ρώτησε η Ευγενία. <<Το είχα υποψιαστεί καιρό αλλά ήθελα να είμαι σίγουρος. Σας είδα να γυρνάτε μαζί, το βράδυ που είχαμε βγει μαζί για τα γενέθλια της Ειρήνης και έκανα κύκλο, δήθεν κατά λάθος, για να μη σου βγάλει το μαλλί η μάνα σου, που ξεπόρτησες με τον αγαπητικό>>. Η Ελένη την κοίταξε έξαλλη. <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ; ΕΙΠΑ ΝΑ ΜΗΝ ΦΥΓΕΙ ΚΑΜΙΑ ΚΙ ΕΣΥ ΠΗΡΕΣ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΣΤΟΡΑ; ΛΑΜΠΡΟ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΟ ΕΙΠΕΣ; ΜΟΛΙΣ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΘΑ ΜΠΕΙΣ ΤΙΜΩΡΙΑ!>>, <<Ναι, κάνε και φασαρία τώρα! Είπα να βάλω τις φωνές, αλλά χειρότερα θα γινόμασταν με την γλώσσα της θυγατέρας μας που είναι πιο πάνω από το μπόι της κι είπα να της κάνω μια πλάκα, για να μάθει να με έχει στα σκοτάδια>>. Το κορίτσι χαμήλωσε το βλέμμα κι έπειτα σηκώθηκε και πλησίασε τον πατέρα της. <<Συγνώμη...>> ψέλλισε. <<Να τη βράσω Βαλεντίνη. Που σε φάγανε οι βόλτες στη Φιλίτσα>>. Η Βαλεντίνη τον αγκάλιασε από το λαιμό. <<Μπαμπουνάκο μου...>>, <<Χειρότερο το κάνεις να ξέρεις>>, <<Αφού εσύ θες να είμαστε μόνο οι πριγκίπισσες σου, πώς να σου πω για τον Νέστορα; Έλα μπαμπούνη μου, μη μου κρατάς μούτρα. Ξέρεις τι αδυναμία σου έχω. Σε παρακαλώ>> έκανε παιχνιδιάρικα και έκατσε πάνω στα πόδια του. Ο Λάμπρος αναστέναξε. <<Μετά από τόσο καβγά με την Ευγενία...>>, <<ΕΜ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΣΤΟ ΠΑ! Να τη πληρώσω κι εγώ σα τη Τζένη; Έλα καλέ μπαμπά, αφού εσύ ήσουν από μικρός ερωτευμένος με τη μαμά. Καταλαβαίνεις από αυτά>>, <<ΜΗΝ ΜΑΣ ΣΥΓΚΡΙΝΕΙΣ>>, <<Εντάξει αλλά ο Νεστοράκος είναι καλό παιδί και τον ξέρεις από μικρό>>, <<Ναι δεν λέω αλλά...>>, <<Αφού δεν λες, μη μου κρατάς μούτρα. Ε μπαμπουνάκο μου;>>. Ο δάσκαλος την αγκάλιασε και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. <<Κοίτα κατάσταση. Έτσι του έκανε από μικρή και μια φορά σοβαρή τιμωρία, δεν είχε μπει>> σχολίασε η Ελένη. <<Δουλειά σου>> της απάντησε με νεύρο η Βαλεντίνη και έδωσε ακόμα ένα φιλί στο πατέρα της.  <<Εγώ αυτό το ξεπόρτισμα, δεν το ξεχνώ. Είπα να μην βγει καμία και πήρες τους δρόμους. Κάτσε να γυρίσουμε με το καλό, και θα σε φτιάξω. Μου θες κι εξόδους, ακόμα δεν βγήκες από το αυγό>> είπε αυστηρά η Ελένη μα η Βαλεντίνη έκατσε στα πόδια του πατέρα της και τον αγκάλιασε πιο σφιχτά. 

Ο Λάμπρος έκατσε στο κρεβάτι της Ευγενίας και έπιασε τη φωτογραφία που βρισκόταν σε μία κορνίζα στο κομοδίνο της. Ήταν οι τρεις κόρες του, αρκετά μικρότερες, την ημέρα της βάφτισης της Βιολέτας. Φορούσαν τρία πανομοιότυπα άσπρα φορεματάκια και στεκόντουσαν πλάι-πλάι, στον κήπο του σπιτιού τους, λίγο πριν αναχωρήσουν για την εκκλησία. O Λάμπρος τις χάζεψε λίγο και δεν πρόσεξε την Ελένη που μπήκε στο δωμάτιο. <<Μεγάλωσαν, ε;>> τον ρώτησε σκουπίζοντας τα μαλλιά της. Εκείνος χαμογέλασε. <<Γυναίκες έγιναν. Πότε έπαιζαν στον κήπο και σκαρφάλωναν στα δέντρα, πότε βγαίνουν έξω για καφέ...>> παρατήρησε. <<Γιατί δεν μου είπες πως το ήξερες;>> τον ρώτησε τρυφερά. <<Γιατί ήθελα να δω αν το ξέρεις. Και το ήξερες! Έπρεπε να μου το πεις Ελένη. Εμείς τα λέμε όλα μεταξύ μας>> απάντησε πληγωμένα.  Η Λενιώ έκατσε δίπλα του και αγκάλιασε το χέρι του, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του. <<Το ξέρω ζωή μου και σου ζητώ συγνώμη, όμως της έχεις αδυναμία και φοβήθηκα την αντίδραση σου. Μεγάλωσαν βρε Λάμπρο και θα έχουν και φλερτ και σχέσεις. Τι να κάνουμε; Μπορούμε να τις βάλουμε σε γυάλα, σαν να είναι ψάρια;>>. Ο δάσκαλος χαμήλωσε το βλέμμα.  <<Το ξέρω αλλά τρέμω, μην κακοπέσουν. Μην πληγωθούν. Κάναμε ότι μπορούσαμε για εκείνες και τα καταφέραμε καρδιά μου. Έμειναν προστατευμένες από όλα τα κακά που θα μπορούσαν να βρεθούν στο δρόμο τους>> της είπε ο δάσκαλος κι εκείνη έγνεψε θετικά. <<Έτσι έπρεπε. Κι εσύ, ήσουν και είσαι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσε να έχει κάθε παιδί. Όταν χρειάστηκε να αποφασίσεις, παρά τη πίκρα και την στεναχώρια σου, έβαλες πάνω απ' όλα την οικογένεια μας και συγχώρεσες τον Κωνσταντή για τη πράξη του. Κι αυτό δείχνει το μεγαλείο της ψυχής σου, μάτια μου>>. Ο άντρας χαμήλωσε το βλέμμα λυπημένα. <<Ο Κωνσταντής μετάνιωσε. Βάζω το χέρι μου στη φωτιά για εκείνον. Και του χρωστούσα. Ο Δούκας όμως; Ο Μελέτης; Δεν πλήρωσαν ποτέ Ελένη. Τα εγκλήματα τους, έμειναν ατιμώρητα>>. Η Λενιώ του έτριψε το χέρι μαλακά. <<Πλήρωσαν, με άλλο τρόπο. Ο Μελέτης έφυγε από το χωριό και ζει ολομόναχος στην Αθήνα και ο Δούκας, έζησε σχεδόν δέκα χρόνια την περιφρόνηση από τα παιδιά του και πέθανε μόνος. Χωρίς στάλα αγάπης>>. Εκείνος τη κοίταξε νευρικά. <<Και; Συγκρίνεται η τιμωρία τους με τη δικιά σου Ελένη; Έκανες ένα φόνο, πάνω σε άμυνα και κόντεψες να σαπίσεις στη φυλακή, χώρια όσα πέρασες>>. Η γυναίκα ξάπλωσε στην αγκαλιά του. <<Δεν ξέρω αν συγκρίνεται. Ξέρω όμως πως πλήρωσα πολύ ακριβά όμως ο Θεός, με λυπήθηκε και όσες πίκρες κι αν πήρα, μου τα επέστρεψε σε χαρές δίπλα σου και δίπλα στα παιδιά μας και δίπλα στους δικούς μας ανθρώπους. Τουλάχιστον πριν πεθάνει κατάλαβε πόσο λάθος έκανε>>, <<Πού το ξέρεις; Επειδή μας άφησε τα χωράφια;>>, <<Όχι μόνο...>>

--------------

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1973

Ο Μάκης ο Στενιώτης, έστησε το φορτηγό του στη πλατεία του Διαφανίου, όπως κάθε Μεγάλο Σάββατο, για να ξεφορτώσει τις παραγγελίες με τα αρνιά για τους πελάτες που είχαν παραγγείλει ήδη και για όσους ήθελαν τελευταία στιγμή να αγοράσουν τον παραδοσιακό οβελία. Κόσμος είχε συγκεντρωθεί, όταν πάρκαρε τη κούρσα του ο Κωνσταντής, δίπλα στο φορτηγό του Μάκη και κατέβηκε με τις δυο του ανιψιές, τις οποίες είχε πάρει μαζί για να ψωνίσουν, όπως κάθε χρόνο. <<Θείε θα πάμε για παγωτό;>> ρώτησε η Βαλεντίνη, καθώς ο Κωνσταντής τη σήκωνε στην αγκαλιά του. <<Πρώτα θα τελειώσουμε με τις δουλειές μαυρομαλλούσα και μετά θα σου πάρω εγώ ένα παγωτό, τόσο τεράστιο, να μην μπορείς να το φας>> της απάντησε παιχνιδιάρικα. <<Θείε, θα πάμε και στα άλογα;>> ρώτησε με τη σειρά της η Ευγενία. <<Όχι ρε μαϊμουδάκι. Στα άλογα τέτοια μέρα; Τη Δευτέρα, που θα έχω χωνέψει το αρνί, θα σας παω>>. Ο Μάκης τον πλησίασε, και αντάλλαξαν μία δυνατή χειραψία. <<Ρε ψυχή, πώς μεγάλωσαν αυτά; Ρε κοτζάμ γυναίκες γίνατε>> τους είπε ο κρεοπώλης και τα κοριτσάκια χαμογέλασαν ντροπαλά. <<Ελπίζω το αρνί που μου έφερες να είναι πρώτης ποιότητας, ε; Θα φάνε και τα παιδιά>>, <<Πάντα το καλύτερο για σένα Κωνσταντή. Στη Λάρισα θα κάνετε Πάσχα;>>, <<Μπα. Πού να χωρέσουμε στην αυλή που έχουμε στη Λάρισα; Μια σταλιά είναι. Πάντα στην Ελένη πάμε, που έχει κήπο μεγάλο, να ρίξουμε και καμία γυροβολιά μετά το φαί>>, <<Τη τσούπρα σου όμως, δεν την έφερες να τη δω>>, <<Ρε η Ανέτα είναι μικρή, που να τη κουβαλάω; Από του χρόνου, θα τη φέρνω, μαζί με τη βαφτισιμιά μου. Δυο λουλούδια είναι, άμα τις δεις>>. Ο Δούκας είχε δει από μακριά τη συντροφιά και τους χάζευε για λίγη ώρα. Ύστερα, πήρε την απόφαση να πλησιάσει δειλά προς το γιο του, που φόρτωνε το αμάξι με τα κρέατα. <<Καλημέρα Κωνσταντή>> είπε καλοσυνάτα και κοίταξε τις μικρές, που στεκόντουσαν δίπλα στο θείο του. <<Τι κάνεις εδώ;>> τον ρώτησε αδιάφορα. <<Πες μια καλημέρα πρώτα. Έβγαλες τις ανιψιές σου βόλτα;>>. Ο Κωνσταντής τον πλησίασε και ψιθύρισε στο αυτί του. <<Πρόσεχε τι λες μπροστά στα παιδιά, δεν μας φταίνε σε τίποτα>>. Ο Δούκας έσκυψε μπροστά τους. <<Εσύ είσαι η Ευγενία;>>. Το κοριτσάκι έγνεψε θετικά. <<Κι εσύ η Βαλεντίνη>>, <<Ναι. Εσείς ποιος είστε;>>, <<Εγώ είμαι ο Δούκας Σεβαστός. Ο πατέρας του Κωνσταντή. Ίδια ο πατέρας σου είσαι, μα μου θυμίζεις και τον παππού σου, τον Μιλτιάδη, μικρό>> της είπε και η Βαλεντίνη τον κοίταξε στα μάτια. <<Τσούπρες, άντε στο περίπτερο να πάρετε ότι θέλετε, να πω δυο κουβέντες με τον κύριο Δούκα>> τους είπε και έγνεψε στην Φωφώ, την περιπτερού, να τους δώσει ότι ζητήσουν. <<Η μικρή είναι φτυστή ο Λάμπρος, μα μου θύμισε και τη συγχωρεμένη τη μάνα μου. Σε κοιτάει όμως στα μάτια, σαν τη Σταμίρη. Χωρίς φόβο>>. Ο Κωνσταντής ξεφύσηξε νευρικά. <<Ναι. Ωραία. Τι θες πατέρα; Να πούμε καλή Ανάσταση;>>, <<Η μητέρα σου είναι βαριά άρρωστη. Δεν έρχεστε να τη δείτε συχνά>>, <<Ερχόμαστε όποτε μπορούμε. Έχουμε δουλειές, παιδιά, μένουμε στη Λάρισα...>>, <<Να μας φέρεις να δούμε και την Ανέτ. Αν και ακόμα η μάνα σου, δεν το έχει ξεπεράσει που δεν δώσατε το δικό της όνομα στη μονάκριβη σας>>. Του Κωνσταντή, του ξέφυγε ένα γέλιο. <<Μας κάνεις χωρατά μάλλον. Περίμενε να τη βγάλω Μυρσίνη;>>, <<Γιατί; Δεν έχεις δικαίωμα να βγάλεις το όνομα της μάνα σου;>>, <<Γιατί εγώ ήθελα δηλαδή;>>, <<Η μητέρα σου είναι άρρωστη. Ίσως είναι το τελευταίο της Πάσχα. Γιατί δεν έρχεστε αύριο να φάμε μαζί;>>, <<Ποιοι να έρθουμε πατέρα; Εγώ κι ο Νικηφόρος; Και τις γυναίκες μας, πού θα τις αφήσουμε; Ή μήπως θα δεχτεί η μάνα να φάει μαζί τους;>>. Ο Δούκας δεν απάντησε και έμεινε αμίλητος. <<Άκου, αύριο θα πάμε στην Ελένη όπως πάντα και Δευτέρα, θα περάσω να τη δω. Ίσως φέρω και την Ανέτ, θα δούμε. Αυτό μπορώ να κάνω. Καλή Ανάσταση>> του είπε και έφυγε προς την κούρσα. Οι μικρές γύρισαν από το περίπτερο και κρατούσαν μια μεγάλη σοκολάτα, η κάθε μία. <<Ρε τσούπρες, στο θείο δεν πήρατε; Δεν θα φάω εγώ;>> τις μάλωσε, πειράζοντας τες, και σήκωσε τη Βαλεντίνη στον αέρα. Το κορίτσι τσίριξε χαρούμενο και τύλιξε τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του. Ο Δούκας έμεινε να τους κοιτάζει μέχρι που απομακρύνθηκαν με την κούρσα.

Η ημέρα της Λαμπρής, άρχιζε πολύ νωρίς, μιας και ο Κωνσταντής ξεκινούσε λίγο μετά τις 09:00 να ετοιμάζει το αρνί και το κοκορέτσι, με τη βοήθεια του Νικηφόρου αλλά και του Λάμπρου, ενώ οι γυναίκες έπιναν ακόμα τον πρωινό τους καφέ. Τα παιδιά έπαιζαν στον κήπο και έτρεχαν χαρούμενα πάνω κάτω. <<Μη πέσετε πάνω στη ψησταριά!!>> τους φώναξε ο Νικηφόρος, σηκώνοντας ψηλά την Ανέτ που στεκόταν μπροστά του με σηκωμένα τα χεράκια της. Η Ελένη κατέβηκε τις σκάλες και άφησε μία πιατέλα με λουκάνικα στο τραπέζι. <<Άντε μπράβο. Και πεινούσα!>>, <<Μαζέψου Κωνσταντή. Ικανό σε έχω να τα φας όλα με τη μία>>, <<Μετρημένα τα έχεις Σταμίρη; Ο άντρας σου γιορτάζει. Φέρε εκεί καμία εικοσαριά, να τρώμε>>, <<Βρε και εκατό να σου φέρω, πάλι θα τα φας>> τον πείραξε η Ελένη και αγκάλιασε τρυφερά τον άντρα της. <<Μαμά, δεν μου αρέσει το αρνί. Μυρίζει>> της είπε η Βαλεντίνη και την τράβηξε από τη φούστα. <<Τι καινούργιο είναι πάλι αυτό; Κάθε μέρα αλλάζεις γούστα;>>, <<Δεν μ' αρέσει!>>, <<Θα φας ψαχνό και δεν θα σου μυρίζει. Κι άσε τα χαϊδέματα γιατί αν δεν φας, δεν έχει γλυκό μετά. Όλοι θα τρώνε κι εσύ θα κοιτάς>> την απείλησε η Λενιώ και ο Κωνσταντής τις πλησίασε. <<Ρε μαυρομαλλούσα, τσάμπα ψήνω τόσες ώρες; Δεν έχει τέτοια. Όποια δεν φάει, δεν πάει άλογα αύριο>> της είπε και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. <<Όχι, θέλω άλογα>>, <<Άλογα θες; Ε μη γκρινιάζεις τότε>>. Ο άντρας άρχισε να την πετάει στον αέρα και η Βαλεντίνη γελούσε χαρούμενα και του ζητούσε να συνεχίσει. Η Ελένη ανέβηκε τις σκάλες, μα πριν μπει στο σπίτι έμεινε λίγο να τους χαζεύει. Το μάτι της έπεσε στο μικρό δασάκι, πίσω από το σπίτι. Μες τα δέντρα, βρισκόταν ο Δούκας Σεβαστός. Στεκόταν εκεί, αμήχανα, με την καμπαρντίνα του και κοιτούσε κρυφά τους γιους του, να διασκεδάζουν ανέμελα με τα παιδιά. Ο Νικηφόρος έπιασε την Ανετούλα που έτρεχε και την σήκωσε ψηλά και ο Κωνσταντής έβαλε την Βαλεντίνη στους ώμους του και χόρευε ένα παραδοσιακό τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο. <<Αυτή είναι η τιμωρία σου Δούκα. Εσύ το θέλησες κι έτσι έγινε>> μονολόγησε και μπήκε στο σπίτι.

---------------

<<Στην υγειά μας>> είπε η Ελένη και σήκωσε το ποτήρι της, καθώς έτρωγαν σε μία ψαροταβέρνα στην Επανομή. Όλοι την μιμήθηκαν. <<Καλή χρονιά να έχετε στο πανεπιστήμιο και με το καλό να πάρετε και τα πτυχία σας>> ευχήθηκε στην Ευγενία και τον Κώστα. Ο νεαρός έγνεψε ευχαριστώντας τη. <<Αμάν βρε μαμά, διακοπές είναι. Πού το θυμήθηκες το πανεπιστήμιο>> τη μάλωσε η Βαλεντίνη. <<Να κοιτάξουν να τελειώσουν φέτος, για να μπορέσουν να βρουν δουλειά σε σχολείο με τη νέα σχολική χρονιά. Η δουλειά τους δεν είναι διαθέσιμη οποτεδήποτε. Γι' αυτό το είπα κι εσύ να μην πετάγεσαι συνέχεια>>, <<Έχει δίκιο η μητέρα σου, Βαλεντίνη. Θα προσπαθήσουμε να τελειώσουμε με τα μαθήματα γιατί κι εγώ δεν μπορώ άλλο με δουλειές από δω κι από κει και ταυτόχρονα σχολή και η Τζένη δεν θέλει να επιβαρύνει τους γονείς σου>> απάντησε ο Κώστας σοβαρά. <<Καλά για τη Τζένη, είμαστε σίγουροι πως θα τελειώσει. Καμία συμπάθεια δεν είχε στη Θεσσαλονίκη. Κουράστηκα κι εγώ να τη βλέπω να κλαίει τόσα χρόνια, κάθε φορά που είναι να έρθει>> την πείραξε η Βαλεντίνη κι η αδελφή της χαμήλωσε το βλέμμα. <<Δεν είναι πως δεν μου αρέσει...>>, <<...αλλά σαν το Διαφάνι δεν είναι>> συνέχισε το πείραγμα ο Κώστας. Η Ελένη τους χαμογέλασε. <<Σαν τον τόπο σου, δεν είναι πουθενά>>. Ο Κώστας την κοίταξε σοβαρά. <<Ο τόπος σου είναι εκεί που βρίσκονται οι άνθρωποι σου. Εγώ, δεν έχω πάρα πολύ καλές αναμνήσεις από την Καβάλα. Πέρασα δύσκολα και δεν με κρατάει κάτι εκεί. Η Τζένη μεγάλωσε όμορφα, έχει μεγάλη οικογένεια και είναι λογικό να θέλει να γυρίζει στο σπίτι της. Γι' αυτό κι εγώ, θέλω να μετακομίσω στη Λάρισα όταν τελειώσουμε. Έχω σοβαρό σκοπό κυρία Ελένη, δεν μιλούσα στον αέρα>> απάντησε ο Κώστας και η Λενιώ με τον Λάμπρο κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Η Ευγενία κοκκίνησε και έπιασε κάτω από το τραπέζι το χέρι της Βιολέτας. <<Χαίρομαι που κατανοείς την ανάγκη της κόρης μου να γυρίσει στον τόπο της. Η Ευγενία σ' αγαπάει αλλά αγαπάει πολύ κι εμάς, την οικογένεια της και σίγουρα αν έμπαινε στη διαδικασία να διαλέξει, ότι και να διάλεγε, δεν θα ήταν απόλυτα χαρούμενη κι ευτυχισμένη>> του είπε ο Λάμπρος και ο νεαρός κούνησε θετικά το κεφάλι. <<Το ξέρω>> του απάντησε. Η Ελένη ήπιε λίγο κρασί και κατέβασε το ποτήρι της. <<Άκου Κώστα, χαίρομαι που βλέπεις σοβαρά την κόρη αλλά δεν χρειάζονται βιασύνες. Είναι μικρή και έχετε καιρό μπροστά σας. Τώρα αν εσείς έχετε πάρει άλλες αποφάσεις, εγώ και ο πατέρας της περισσεύουμε. Αν όμως το κάνετε για εμάς ή για το τι θα πει ο κόσμος, δεν υπάρχει λόγος. Αν θες όντως να την ακολουθήσεις στη Λάρισα, θα σε βοηθήσω. Οι γαμπροί μου, έχουν πολλές γνωριμίες στη κυβέρνηση, είναι και κάπως οργανωμένοι με το ΠΑΣΟΚ και θα κανονίσουν να διοριστείς στην Λάρισα ή στα γύρω χωριά. Δεν είναι δα και κάτι δύσκολο, επαρχία είμαστε...>>, <<ΕΛΕΝΗ!>> τη μάλωσε ο Λάμπρος. <<Καρδιά μου, τα έχουμε πει αυτά. Δεν έχουμε ζητήσει ρουσφέτι για τίποτα όμως ο τόπος μας χρειάζεται ανθρώπους που τον αγαπάνε, σαν την Ευγενία και που θέλουν να ζήσουν εκεί, σαν τον Κώστα. Και ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και στη τελική, δεν θα ξενιτευτεί η κόρη μου. Ο Νικηφόρος το έχει αναλάβει χωρίς καν να του το πω>> ξεκαθάρισε η Ελένη και ο Λάμπρος ξεφύσηξε νευρικά. <<Ναι, φτάνει όμως η κουβέντα για τους διορισμούς της Τζένης. Βαρέθηκα>> είπε η Βαλεντίνη. <<Φτάνει γενικά η κουβέντα. Άντε να γυρίσουμε, μας πήρε το απόγευμα>> δήλωσε η Λενιώ και τα κορίτσια άρχισαν να διαμαρτύρονται. <<Δεν πάτε εσείς στο σπίτι, να κάτσουμε εμείς; Θα μας γυρίσει ο Κώστας με την κούρσα του>> της πρότεινε η Βαλεντίνη. <<Να το ξεχάσεις. Είστε φαγωμένες, δεν θα μπείτε στη θάλασσα. Και τον ρωτάς τον Κώστα μωρέ αν θέλει να σας κάνει τον ταξιτζή; Όλη μέρα τον γυρνάτε από μέρος σε μέρος>>, <<Δεν έχω πρόβλημα κυρία Ελένη. Θέλω να μείνουμε>>, <<Ορίστε! Τι να πάει να κάνει σπίτι του ο άνθρωπος; Και δεν θα μπούμε στη θάλασσα!>>, <<Θα τις προσέχω εγώ κυρία Ελένη>>, <<Ναι μαμά! Μη πεις όχι, σε παρακαλώ!>> έκανε η Βιολέτα με τη σειρά της και η Λενιώ τις κοίταξε αυστηρά. <<Άστες καρδιά μου, δεν πειράζει. Πάμε εμείς>> πρότεινε ο Λάμπρος και της χάιδεψε τρυφερά τη πλάτη. <<Καλά λέει ο μπαμπάς. Άντε στο καλό!>> είπε η Βαλεντίνη. <<Με ζαλίσατε όλοι μαζί!>>, <<Αφού ο μπαμπάς είπε...>> πήγε να πει η Βιολέτα μα η Λενιώ τη διέκοψε. <<ΤΩΡΑ ΤΑ ΠΙΑΣΑΜΕ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΑΣ. Άμα είπε ο μπαμπάς, που πάντα λέει ναι, εντάξει καθίστε>> απάντησε ειρωνικά. Ο Κώστας γέλασε. <<Δεν τους χαλάει χατίρι>> σχολίασε και ο δάσκαλος σηκώθηκε και ακούμπησε στην πλάτη την Ελένη για να κάνει το ίδιο. <<Η αλήθεια είναι πως δεν τους χαλάω, όπου μπορώ και όπου γίνεται. Γι' αυτό και θέλω να τις προσέχουν σαν πριγκίπισσες. Όπως τις προσέχει ο μπαμπάς τους>> του είπε με νόημα και έγνεψε στην Ελένη να φύγουν.

Ο Λάμπρος σταμάτησε την κούρσα στην άκρη του δρόμου και έκανε νόημα στην Ελένη να κατέβει. Έπιασε δυο πετσέτες από το πίσω κάθισμα και την ακούμπησε μαλακά στη πλάτη για να κατηφορήσουν το μονοπάτι που οδηγούσε σε έναν μικρό κολπίσκο. Η παραλία ήταν έρημη. <<Καλά δεν θα πηγαίναμε σπίτι; Γιατί φύγαμε από τις μικρές αφού ήθελες να κάτσουμε στη θάλασσα;>> τον ρώτησε με περιέργεια η Ελένη. <<Δεν το μπορώ μάτια μου το σπίτι. Εγώ θέλω τον κήπο μας. Τον κάμπο μας. Δεν το μπορώ το διαμέρισμα, μες το τσιμέντο. Όσο για τις μικρές, δεν παθαίνουν τίποτα. Ας μείνουμε κι εμείς λίγο μόνοι μας>> της απάντησε και έβγαλε το πουκάμισο του για να μείνει μόνο με το μαγιό. <<Κατάλαβα πως γι' αυτό ακριβώς ήθελες να πάμε σπίτι>> είπε πονηρά η Ελένη. Εκείνος άνοιξε το φερμουάρ από το φόρεμα της και το τράβηξε μαλακά για να πέσει και να μείνει μόνο με το μαγιό που φορούσε από μένα. <<Κι εδώ ωραία είναι>>. Της έδωσε το χέρι του και μπήκαν στη θάλασσα μαζί. Η Λενιώ αναρρίγησε από το δροσερό νερό αλλά τον ακολούθησε και βυθίστηκε μαζί του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Ο άντρας πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά της και τη φίλησε με ορμή, τυλίγοντας το άλλο χέρι στη μέση της. <<Σα νεράιδα είσαι>> της είπε κι εκείνη γέλασε νευρικά. <<Έλα βρε Λάμπρο. Στην ηλικία μου, νεράιδα...>>, <<Γιατί; Τι έχει η ηλικία σου; Είσαι το κορίτσι μου. Καθόλου δεν έχεις αλλάξει. Και ξέρεις τι λένε>>, <<Τι;>>, <<Πώς όταν μία γυναίκα περνά καλά με τον άντρα της, αργεί να γεράσει. Διατηρείται νέα>> της ψιθύρισε στο αυτί. <<Τότε δεν θα γεράσω ποτέ>> του απάντησε εκείνη και τον φίλησε ξανά, τυλίγοντας τα πόδια της γύρω από τον κορμό του. Ο άντρας την ανασήκωσε και κατέβασε τα ραντάκια από το μαγιό της, αφήνοντας ελεύθερο το στήθος της μπροστά στο πρόσωπο του. Το ρουφούσε λαίμαργα και η αλμύρα τον έκανε να την ποθεί ακόμα περισσότερο. <<Λάμπρο σε παρακαλώ, θα μας δουν>> ψέλλισε ενώ προσπαθούσε να απομακρύνει το πρόσωπο του από το μπούστο της. Εκείνος στάματησε και σήκωσε ξανά τις ράντες. <<Πάμε>> της είπε και την τράβηξε από το χέρι. Προχώρησαν λίγο παραπέρα μέσα στη θάλασσα και πέρασαν από τη πίσω μεριά του κολπίσκου, όπου βρισκόταν μία μικρή ακτή, χωρίς πρόσβαση από αλλού εκτός της θάλασσας. Βγήκαν έξω και ο άντρας την ξάπλωσε με δύναμη στην άμμο. <<Πού ήξερες...>> πήγε να πει η Ελένη μα το φιλί του, τη διέκοψε. Τράβηξε ξανά το μαγιό από πάνω της, αφήνοντας γυμνή ως και την κοιλιά της και άρχισε πάλι να τη φιλάει. <<Με τρελαίνει το αλάτι πάνω σου>> ψιθύρισε και έβγαλε τελείως το ρούχο, πετώντας το σε μία πέτρα. Ανασήκωσε το κορμί της και μπήκε μέσα της απότομα. Η Λενιώ άφησε ένα βογγητό να ξεφύγει και κρατήθηκε από τη πλάτη του, βουλιάζοντας τα δάχτυλα της στο δέρμα του. Ένιωθε το σώμα της να γεμίζει με ένταση και λύγισε απότομα τη μέση της. Ήταν μόνοι τους σε εκείνο το μέρος και η γυναίκα δεν συγκρατούσε τους αναστεναγμούς της. <<Με τρελαίνεις>> ψέλλισε ο δάσκαλος και ανασήκωσε τελείως το σώμα της, χωρίς να βγει από μέσα της και τραβώντας την όλο και πιο κοντά στο δικό του. Η Ελένη άρχισε να τρέμει και τον κοίταξε στα μάτια καθώς τελείωναν μαζί, αγκαλιασμένοι με τυλιγμένα τα πόδια ο ένας στον κορμό του άλλου. <<Αγάπη μου...>> του ψιθύρισε. Εκείνος τη σήκωσε και μπήκαν μαζί στα ρηχά της θάλασσας για να ξεπλυθούν από τις άμμους που είχαν κολλήσει παντού στο κορμί τους. <<Είσαι τρελός; Πού βρήκες αυτό το μέρος;>>. Ο Λάμπρος κατέβασε το βλέμμα νευρικά. <<Ρώτησα το γαμπρό μας. Του είπα πως ντρέπεσαι όταν πηγαίνουμε για μπάνιο σε παραλίες με κόσμο κι αν ήξερε καμία ερημική>>. Η Λενιώ έβαλε τα γέλια. <<Λες ψέματα κι αν το πει στις κόρες μας, θα μας δουλεύουν ψιλό γαζί. Από πότε ντρέπομαι μωρέ; Παλάβωσες;>>, <<Εγώ άλλο σκέφτομαι... Εδώ το φέρνει το κοριτσάκι μας ο λιμοκοντόρος; Εδώ είναι μόνο για ζευγαράκια. Μη σου πω παράνομα>> απάντησε θυμωμένα ο Λάμπρος κι η Ελένη ξεφύσηξε. <<Είναι νέα παιδιά βρε καρδιά μου. Σκέψου εμάς στην ηλικία τους, να μέναμε μαζί στην ίδια πόλη...>>, <<ΟΧΙ ΕΛΕΝΗ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ. Μη βάζεις εμάς στη θέση τους>>. Η Ελένη τον φίλησε στο λαιμό. <<Γιατί; Μας σκέφτεσαι μόνους μας στην Αθήνα, τότε που σπούδαζες; Δεν θα με σεβόσουν και τόσο πολύ μάλλον, ε Σεβαστέ;>> τον ρώτησε πονηρά κι εκείνος την έσπρωξε από πάνω του. <<ΕΛΕΝΗ! Δεν θέλω χωρατά όταν αφορά τα παιδιά. Κορίτσια έχουμε>>, <<Α δηλαδή αν είχαμε αγόρια, θα ήσουν περήφανος>>, <<Δεν θα μαλώσουμε τώρα καρδιά μου. Ε; >> της είπε και τη φίλησε μαλακά, κρατώντας σφιχτά το κορμί της πάνω στο δικό του. 

Τα τρία κορίτσια με τον Κώστα, κατέβηκαν στην παραλία χαρούμενες και άφησαν τα πράγματα τους σε δυο άσπρες ξαπλώστρες. <<Θα μου τη φουσκώσεις;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα η Βιολέτα τον Κώστα και του έδωσε μια φουσκωτή μπάλα. <<Μόνο αν παίξεις μαζί μου, γιατί εγώ βαριέμαι να κάθομαι στους ήλιους και να ψήνομαι>> της απάντησε. <<Εντάξει>> είπε χαρούμενα το παιδί και οι δυο τους, πήγαν προς τη θάλασσα. Η Βαλεντίνη και η Ευγενία έμειναν μόνες στην ξαπλώστρα να τους χαζεύουν. <<Υπέροχος είναι. Μου θυμίζει το μπαμπά>> διαπίστωσε η Βαλεντίνη κι η Ευγενία έβαλε τα γέλια. <<Κι εμένα!>>, <<Το περίμενες πως θα αντιδρούσε τόσο ψύχραιμα στο θέμα του Νέστορα;>>, <<Ο Κώστας;>>. Η Βαλεντίνη γέλασε ειρωνικά. <<Ο μπαμπάς κυρά μου>>. Η Ευγενία ξάπλωσε πίσω της και συνέχισε να χαζεύει τον Κώστα με τη Βιολέτα. <<Τον ξέρει, ήταν μαθητής του, είναι από το χωριό, ξέρουμε την οικογένεια του... Και σου έχει τεράστια αδυναμία>>, <<Ίσα ίσα. Και λόγω αυτού, περίμενα χειρότερα. Τέλος πάντων, μάλλον έπαθε το καρδιακό με την πρωτότοκη και τώρα πέσαμε στα μαλακά>>. Η Ευγενία χαμήλωσε το βλέμμα. <<Ξέρεις τι σημαίνει πρωτότοκη;>> ρώτησε την αδελφή της μουδιασμένα. <<Είπαμε, είμαστε από χωριό, αλλά όχι κι έτσι. Αυτή που γεννήθηκε πρώτη>> της απάντησε. Το κορίτσι χαμογέλασε αχνά. <<Είναι από το πρώτος και το ρήμα τίκτω, που σημαίνει γεννάω. Αν το πάρεις κυριολεκτικά, δεν ίσχυει και τόσο πολύ στην περίπτωση μας>>. Η Βαλεντίνη έπαιζε αδιάφορα με τη μπούκλα της. <<Γεννήθηκες μετά από εμένα;>>, <<Όχι. Δεν ήμουν όμως η πρωτότοκη>>, <<Πώς γίνεται αυτό;>>. Η Ευγενία πήρε βαθιά ανάσα και βεβαιώθηκε πως η μικρή και ο Κώστας έπαιζαν αρκετά μακριά από εκείνες. Έπειτα κοίταξε την αδελφή της στα μάτια και πήρε μία σημαντική απόφαση. <<Γεννήθηκα πρώτη, όμως εσύ ήσουν η πρώτη που γεννήθηκες μες την οικογένεια. Νομίζω καταλαβαίνεις τι εννοώ>>. Η Βαλεντίνη έριξε τα μαλλιά μπροστά της και έπιασε μία κοτσίδα. <<Όχι, δεν καταλαβαίνω>> συνέχισε να λέει βαριεστημένα. <<Δεν με γέννησε η μαμά Βαλεντίνη. Δεν είμαι βιολογική τους κόρη>>. Το κορίτσι ανασηκώθηκε και την κοίταξε μέσα στα μάτια. <<Και;>> τη ρώτησε, μα η Ευγενία έμεινε με το στόμα ανοιχτό. <<Σου λέω ότι είμαι υιοθετημένη και απαντάς και;>>, <<Τι να πω δηλαδή;>>, <<Θα έπρεπε να ήσουν σοκαρισμένη>>. Η Βαλεντίνη ξάπλωσε ξανά και συνέχισε να παίζει βαριεστημένα με τα μαλλιά της. <<Το ότι πίστευες μέσα σου, πως δεν το είχα καταλάβει, με προσβάλει τουλάχιστον>> της απάντησε γελώντας. 

-----------------------------

ΜΑΡΤΙΟΣ 1981

Η Βαλεντίνη διάβαζε αδιάφορα ένα περιοδικό, όταν μπήκε στο σπίτι η μητέρα της, κουβαλώντας μια χάρτινη σακούλα. <<Μπα, μπα, ετοιμασίες;>> ρώτησε το κορίτσι ειρωνικά. <<Δουλειά σου>> της απάντησε η Ελένη, βγάζοντας το παλτό της. <<Ο πατέρας σου και η μικρή, πού είναι;>>, <<Στα χωράφια. Φαγώθηκε το νιάνιαρο να τη πάρει μαζί>>, <<Η Ευγενία πήρε κανένα τηλέφωνο;>>, <<Όχι. Μα καλά δεν έχει μάθημα;>>, <<Σωστά>>. Η Λενιώ μπήκε στη κάμαρη της και η Βαλεντίνη την ακολούθησε με περιέργεια. <<Τι αγόρασες;>>, <<Ένα φόρεμα>>, <<Για το βράδυ;>>. Η μητέρα της, την κοίταξε αυστηρά. <<Γιατί τρώγεσαι; Μου λες; Επειδή μια φορά κι εμείς, είπαμε να βγούμε με τον πατέρα σου για την επέτειο μας;>>, <<Τρώγομαι γιατί μας στέλνετε πακέτο στις θείες. Γιατί να μη μείνουμε εδώ; Και πηγαίνετε όπου θέλετε>>, <<Γιατί δεν θα έχω την έννοια σας. Θα πάτε στις θείες σας και σιγά τη θυσία. Δεν θα πάθετε τίποτα για ένα βράδυ>>. Η Βαλεντίνη έκατσε στο κρεβάτι και έπαιξε με τις μπούκλες της, καθώς η Ελένη κρεμούσε το φόρεμα έξω από τη ντουλάπα. <<Μαμά, πόσα χρόνια είστε παντρεμένοι;>> τη ρώτησε με περιέργεια. <<Δεκαπέντε>> απάντησε η Λενιώ, χωρίς να γυρίσει το βλέμμα της, στρώνοντας το φόρεμα. <<Δεκαπέντε... Και πώς γίνεται να είστε παντρεμένοι δεκαπέντε χρόνια και η Τζένη να είναι δεκαεννιά;>>. Η Ελένη χλόμιασε και ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι. Γύρισε και κοίταξε τα μαύρα μάτια της κόρης της, που πάντα τη διάβαζαν καλύτερα από τον καθένα. Πήρε βαθιά ανάσα και την πλησίασε. <<Εντάξει... Μεγάλο κορίτσι είσαι. Έχουμε πει κάποια πράγματα και μαζί... Εγώ και ο μπαμπάς, είχαμε σχέσεις και εκτός γάμου. Προέκυψε η Ευγενία όμως υπήρχαν κάποια θέματα που μας απαγόρευαν να παντρευτούμε. Τέλος πάντων, δεν σε αφορούν>> απάντησε, όσο πιο ψύχραιμα και πειστικά μπορούσε. Η Βαλεντίνη συνέχισε να παίζει με τη μπούκλα της. <<Δηλαδή η Ευγενία, όταν παντρευτήκατε, ήταν 3.5 χρονών;>>, <<Ναι...>>, <<Και δεν ήταν στο γάμο. Γιατί δεν την έχω δει σε καμία φωτογραφία ενώ ο Σέργιος ήταν σε πολλές>>. Η καρδιά της Ελένης χτυπούσε πολύ δυνατά και έμεινε αμίλητη για μερικές στιγμές. <<Έτυχε. Ήταν... Ήταν κρυωμένη>>, <<Κρυωμένη. Και δεν πήρες τη μοναχοκόρη σου στο γάμο σας γιατί είχε συνάχι. Μαμά γιατί μου λες ψέματα;>> ρώτησε σοβαρά η Βαλεντίνη. <<Δεν... Δεν σου λέω ψέματα όμως...>>, <<Η πιο παλιά φωτογραφία της Τζένης είναι αυτή που έχεις στο κομοδίνο σου. Φοράει ένα άσπρο φόρεμα με λουλούδια και είναι στην αυλή. Η κυρία Ειρήνη είναι διευθύντρια στο ορφανοτροφείο της Λάρισας και την ξέρεις από τότε περίπου. Είναι υιοθετημένη έτσι; Γι' αυτό όποτε ακούει για ορφανά, χλομιάζει. Δεν είναι κόρη σας>>. Η Ελένη χτύπησε δυνατά το χέρι της στο κάγκελο του κρεβατιού. <<ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΠΕΙΣ. ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;>> τη ρώτησε γεμάτη θυμό. Η Βαλεντίνη έγνεψε θετικά. Η Λενιώ έκατσε δίπλα της, τρέμοντας και τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. <<Με τον μπαμπά, δεν μπορούσαμε να κάνουμε παιδιά. Ένα χρόνο παντρεμένοι και 2-3 μήνες πριν ο αρραβώνας μας... Τίποτα. Καλή ώρα, σαν τώρα, είχαμε επέτειο για τον ένα χρόνο. Βγήκαμε σε ένα εστιατόριο, γυρίσαμε, πλαγιάσαμε και κάποια στιγμή ξύπνησα μες τη νύχτα. Ο μπαμπάς κοιμόταν. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά όμως έλεγε πως δεν τον πείραζε που δεν κάναμε. Και τότε παρακάλεσα το Θεό να μας δώσει ένα παιδάκι, να παίρναμε μια χαρά κι εμείς... Το πρωί βρήκα ένα κοριτσάκι στην αποθήκη να κοιμάται. Ήταν ορφανό και το είχε σκάσει από το περιπολικό που το πήγαινε στο ίδρυμα. Εκεί που ήταν διευθύντρια η Ειρήνη>>, <<Η Ευγενία!>> απάντησε η Βαλεντίνη και τα μάτια της ήταν υγρά. Η Ελένη έγνεψε θετικά. <<Ναι. Κανέναν δεν είχε. Πήγαινα στο ίδρυμα και την έβλεπα. Της αγόρασα το Μπούμπη. Την πήραμε και σπίτι να κάνει Πάσχα μαζί μας. Κι έπειτα... Είπα στο μπαμπά πως το θέλω αυτό το παιδί. Ήταν... Ήταν το γραφτό μου. Ήταν δικό μου παιδί. Μας λάτρευε. Ακόμα και το όνομα της... Όλα τα άλλα, ήταν διαδικασίες>>, <<Και μετά;>>, <<Μετά, έμεινα έγκυος. Και γεννήθηκες εσύ. Ίδια ο πατέρας σου>> της απάντησε χαμογελώντας αχνά. <<Η Τζένη...>> πήγε να πει η Βαλεντίνη, μα τη διέκοψε. <<Η Ευγενία δεν θέλει να το ξέρετε. Δεν θέλει να μιλάμε για αυτό. Για εκείνη, δεν υπάρχει τίποτα πριν από εμάς. Κι εγώ, το έχω αποδεχτεί. Κοίτα να ξεχάσεις όσα είπαμε και να μην της μιλήσεις ποτέ για αυτό. Είναι αδελφή σου. Μην το ξεχάσεις ποτέ>>. Το κορίτσι της έπιασε το χέρι τρυφερά. <<Μαμά... Δεν το είπα για να σε ταράξω. Αλήθεια. Για εμένα δεν έχει καμία σημασία. Γιατί δεν μας το λέει; Ντρέπεται;>>, << Δεν θέλει να το συζητάει>>, <<Ντάξει, το καταλαβαίνω. Δεν αλλάζει κάτι για μένα, πόσο μάλλον για τη μικρή που τη λατρεύει την Ευγενία>>. Η Ελένη γέλασε νευρικά. <<Σπάνια τη λες έτσι>>, <<Ε την είπα τώρα γιατί σε είδα να στεναχωριέσαι και δεν θέλω. Τέλος πάντων. Αφού το είχα καταλάβει, κακώς σε ρώτησα>>. Η Ελένη την αγκάλιασε σφιχτά. <<Δεν θα πεις τίποτα, έτσι;>>, <<Δεν θα πω βρε μαμά, μην ανησυχείς>>, <<Μπράβο>> της είπε γελώντας και το κορίτσι σηκώθηκε κεφάτα και πήγε να βγει από το δωμάτιο. <<Αα μαμά...>>, <<Έλα>>, <<Και πως είχατε σχέσεις με τον μπαμπά πριν τον γάμο είχα καταλάβει. Σιγά μη περιμένατε να μπει το στεφάνι. Και τόσα χρόνια πριν, τι κάνατε; Κοιτιόσασταν;>> της είπε ειρωνικά και η Ελένη σηκώθηκε όρθια. <<ΒΡΕ ΑΝΤΕ ΑΠΟ ΚΕΙ. ΧΑΜΕΝΗ! ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗ ΚΑΜΑΡΑ ΣΟΥ, ΜΗ ΣΟΥ ΒΓΑΛΩ ΤΟ ΜΑΛΛΙ>> της φώναξε και η Βαλεντίνη έφυγε γελώντας.

------------------------------------

<<Το ήξερες τόσο καιρό και δεν μου είπες τίποτα; Δεν το σχολίασες καν;>> ρώτησε σοκαρισμένη η Βαλεντίνη. <<Γιατί να στο πω; Πρώτα απ' όλα, η μαμά θα με αποκλήρωνε. Δεύτερον, εσένα σε στεναχωρεί το συγκεκριμένο θέμα. Εμένα με αφήνει παντελώς αδιάφορη. Τι σημασία έχει ότι δεν σε γέννησε; Είσαι μία Σεβαστού, Τζένη. Είσαι η πρωτότοκη. Για κανέναν μας, δεν έχει σημασία. Πόσο μάλλον για μένα και την Βιολέτα>>, <<ΤΟ ΞΕΡΕΙ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΗ;>>, <<Φυσικά και το ξέρει. Εγώ της το είπα>>. Η Ευγενία την κοίταξε σοκαρισμένη. <<Γιατί Βαλεντίνη;>>, <<Για να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση. Για να ξέρεις πως αυτή η λεπτομέρεια, είναι τόσο ασήμαντη όσο ο ένας κόκκος από την άμμο που πατάμε τώρα>>. Τα γαλάζια μάτια της Ευγενίας γέμισαν με δάκρυα και πλησίασε την αδελφή της. <<Είσαι.. Είσαι πράγματι ίδια η μαμά>> ψέλλισε ταραγμένα. <<Τότε ξέρεις πως σ' αγαπάω πάρα πολύ, όπως κι εκείνη σε αγαπάει περισσότερο απ' όλες μας. Έτσι δεν είναι;>>. Η Ευγενία έγνεψε θετικά και την αγκάλιασε σφιχτά, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από την πλάτη της. Η Βαλεντίνη της έτριψε μαλακά τη πλάτη, προσπαθώντας να την ηρεμήσει από την ταραχή της αποκάλυψης. Τα δύο κορίτσια πλησίασε τρέχοντας η Βιολέτα. <<Ο Κώστας λέει, δεν θα έρθετε να παίξουμε; Εδώ θα κάτσετε;>> τις ρώτησε λαχανιασμένα. Τα κορίτσια απομακρύνθηκαν και η Ευγενία σκούπισε τα μάτια της. <<Τι έχεις Τζένη μου; Γιατί κλαις;>> ρώτησε η Βιολέτα. <<Τίποτα καρδιά μου. Όλα καλά>> της απάντησε χαμογελώντας η Ευγενία. <<Σου έκανε τίποτα η Βαλεντίνη; Αυτή είναι χαζή, όλο βλακείες λέει>>, <<Το κακό σου το καιρό, νιάνιαρο!>>. Η Ευγενία χαμογέλασε. <<Δεν θα σταματήσετε ποτέ να τσακώνεστε, έτσι;>>, <<ΟΧΙ>> απάντησαν ταυτόχρονα και έσκασαν όλες στα γέλια.

-------------------

ΙΟΥΝΙΟΣ 1983

Η Ελένη πάρκαρε την κούρσα της έξω από το Δημοτικό Ορφανοτροφείο της Λάρισας, που πλέον δεν ήταν μόνο θηλέων αλλά μικτό με παιδιά έως 12 χρονών. Βγήκε από το αυτοκίνητο νιώθοντας το γνωστό μούδιασμα στο σώμα της και έριξε μία ματιά στη Βαλεντίνη και τη Βιολέτα που την ακολουθούσαν. <<Έπρεπε να έρθουμε κι εμείς;>> ρώτησε νευρικά η Βαλεντίνη. <<Κόρη μου, θες να πας το βράδυ στο πάρτυ της Μέλπως στην Τερψιθέα;>>, <<Θέλω>>, <<Σταμάτα τότε τη γκρίνια, γιατί σε βλέπω να μένεις σπίτι!>> της απάντησε αυστηρά και έβγαλε μια μεγάλη τσάντα με παιχνίδια. <<Ελάτε να με βοηθήσετε, μη χαζεύετε>> πέταξε και τα κορίτσια πήραν κάποια πράγματα και ανέβηκαν τα σκαλιά του ορφανοτροφείου. Η Ευτυχία στεκόταν κοντά στην πόρτα και τις πλησίασε. <<Βρε, βρε... Καλώς τες. Σας αγγάρεψε κι εσάς η μάνα μου;>>, <<Δεν είναι αγγαρεία, χαρά μας είναι. Δικηγορέσσα δεν περίμενα να σε βρω εδώ>> έκανε η Ελένη. <<Θες να κοπει η οικονομική ενίσχυση της Ρήνας; Δεν θες>> απάντησε ειρωνικά και φίλησε τη Βιολέτα. <<Ευτυχία ήρθαμε να βοηθήσουμε για τη γιορτή>> εξήγησε το κοριτσάκι. <<Μπράβο Βιολετάκι μας καλό>>, <<Αυτά πού να τα βάλουμε; Πιάστηκαν τα χέρια μας>> έκανε νευρικά η Βαλεντίνη. <<Μες τα κέφια κι εσύ, ε; Βάλτα στη μεγάλη αίθουσα στο τέλος, είναι κι άλλοι εκεί και βοηθάνε>> απάντησε και τα κορίτσια έφυγαν. Η Ελένη πλησίασε την Ευτυχία και τη φίλησε στο μάγουλο. <<Καλά είσαι;>> τη ρώτησε τρυφερά. <<Γιατί καλέ να μην είμαι καλά; Α λέτε που ήρθαμε εδώ για τη γιορτή; Αχ κυρία Λενιώ μας, δεν είμαι Ευγενία εγώ να με πιάνει ταχυπαλμία σαν έρχομαι, είμαι αναίσθητη>>. Η Ελένη χαχάνισε νευρικά. <<Καλύτερα. Ο Τάκης τι κάνει;>>, <<Να ήταν κι άλλος. Τώρα βγαίνω με ένα Λάμπρο. Λέτε να δούμε προκοπή; Απ' την εμπειρία σας με το όνομα...>>, <<Εσύ μανούλα μου, δεν θα δεις με κανένα προκοπή έτσι όπως πας. Μα τους ερωτεύεσαι όλους αυτούς ή περνάς την ώρα σου; Ξέρεις πως σε καλοκοιτάζει ο Φώτης τόσα χρόνια. Άσε το Λάμπρο και βρες τα με το παιδί που είναι και δικός μας άνθρωπος>>. Η Ευτυχία τη χτύπησε στην πλάτη. <<Άσε το Λάμπρο από σας, δεν το περίμενα. Αντε, πάμε στη μάνα μου;>>, <<Πάμε>>.

Η Βαλεντίνη άφησε μια μεγάλη σακούλα με παιχνίδια, στη μεγάλη αίθουσα και χάζεψε λίγο τις κυρίες που έφτιαχναν τις δωρεες. Η Βιολέτα έκανε το ίδιο. Το μάτι της έπεσε σε ένα μικρό ξανθό κοριτσάκι που κρατούσε ένα βρώμικο άσπρο αρκούδο. <<Σαν την Ευγενία...>> μονολόγησε λυπημένα και η αδελφή της, της έριξε μια ματιά με περιέργεια. <<Σιγά μην άφηνε η μαμά το Μπούμπη να γίνει τόσο βρωμύλος. Αφού τον έπλενε συνέχεια>> απάντησε με αφέλεια, μα η Βαλεντίνη την αγνόησε. <<Δεν πάμε να βρούμε την Ευτυχία; Δεν μου αρέσει εδώ>>, <<Γιατί; Λυπάσαι τα παιδάκια;>>, <<Ε δεν είναι και το καλύτερο μου>> έκανε νευρικά και ξεκίνησαν να φύγουν. Καθώς περπάταγαν στο διάδρομο, το μάτι της Βαλεντίνης έπεσε στις φωτογραφίες που κρεμόντουσαν στον τοίχο. Μία από κάθε χρονιά, από τότε που ιδρύθηκε το ορφανοτροφείο. 1964, 1965, 1966... Το κορίτσι σταμάτησε στο 1967. Περίπου 25 κοριτσάκια στεκόντουσαν στην αυλή, με ομοιόμορφες μπλε στολές, πλάι στην Ειρήνη Καψάλη, που τότε ήταν πολλή νεότερη. Η Βαλεντίνη τα παρατήρησε ένα προς ένα. Η αδελφή της, στεκόταν σε μία άκρη, μουτρωμένη και χωρίς να χαμογελά, κοιτώντας το φακό. <<ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΘΑ ΡΘΕΙΣ;>> άκουσε τη φωνή της Βιολέτας και άνοιξε το βήμα της.

Η Ελένη άφησε τη σαλάτα, μπροστά στο Λάμπρο και έκατσε πλάι του. Εκείνος την κοίταξε με περιέργεια. <<Δεν θα φας; Τα παιδιά;>>, <<Δεν πεινάνε. Ούτε εγώ να σου πω την αλήθεια. Είχε ετοιμάσει ένα σωρό πράγματα η Ειρήνη με τη Λίτσα για τις κυρίες που θα πήγαιναν να βοηθήσουν, δεν μας άφηνε να φύγουμε για να έχει παρέα κι η Ευτυχία, ε κουβέντα στη κουβέντα, φάγαμε και κάμποσα>>. Ο δάσκαλος της χαμογέλασε πλατιά. <<Δεν πειράζει Λενιώ μου. Αφού περάσατε καλά. Βοηθήσατε κι όλας... Πότε θα γίνει η γιορτή;>>, <<Την άλλη Παρασκευή. Σκέφτομαι τι θα γίνει το ίδρυμα, όταν φύγει η Ειρήνη. Εκείνη το πονάει πολύ. Θα αναλάβει καμία προκομμένη ή θα πεινάσουν τα παιδάκια;>>, <<Αν αναλάβει η Νίκη, μια χαρά θα είναι. Κι η Ρήνα, νέα είναι ακόμα. Θα βοηθά όσο μπορεί>>. Η Ελένη αναστέναξε και τσίμπησε λίγο ψωμί. <<Όσο ήσουν μοναχός σου, πήρε η μεγάλη τηλέφωνο;>>, <<Όχι καρδιά μου. Μα δίνει μάθημα νομίζω το απόγευμα. Δεν θα έχει μυαλό για τηλέφωνα. Άντε να τελειώνει, να γυρίσει. Πολύ την τράβηξαν την εξεταστική>>. Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Αύριο, δίνει λυρική ποίηση στα αρχαία. Εκείνο το δύσκολο. Δεν θέλω να μάθει πως τραβιόμαστε με το ίδρυμα και την πιάσουν στεναχώριες... Η Βαλεντίνη που ξέρει, δεν θα της το πει. Στη μικρή είπα να μην το μάθει και πικραθεί που δε βοηθάει...>>. Ο Λάμπρος έγνεψε θετικά. <<Αν και δεν συμφωνώ, τι να πω; Πάνω απ' όλα τα μαθήματα της...>>, <<Αυτό λέω κι εγώ. Άμα ήταν εδώ, δεν θα με ένοιαζε μα δε χρειάζεται μοναχή της και να σκέφτεται τα παλιά...>>. Συνέχισε να τρώει αμίλητος, μέχρι που της έριξε μια προβληματισμένη ματιά. <<Ελένη...>>, <<Ναι;>>, <<Μεγάλωσε και η μικρή. Έκτη του χρόνου>>, <<Μικρή θα έμενε;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Δεν εννοώ αυτό. Μήπως να της πούμε κι εκείνης για την Ευγενία;>>. Το πρόσωπο της σκοτείνιασε. <<Γιατί;>>, <<Για να το ξέρει. Η Βαλεντίνη...>>, <<Η Βαλεντίνη το κατάλαβε μόνη της. Τι να της έλεγα; Όχι, δεν ισχύει; Η μικρή είναι αθώα, δεν θα πάει ο νους της. Άστην έτσι...>>. Ο Λάμπρος έσκυψε προς το μέρος της. <<Αν η Ευγενία, τους το πει κάποια στιγμή μοναχή της, καλό είναι να είναι προετοιμασμένες. Η Βαλεντίνη δεν θα ξαφνιαστει. Η μικρή όμως;>>. Η Ελένη σηκώθηκε. <<Διαφωνώ Λάμπρο. Δε χρειάζεται. Άστην... Ας πάει στο γυμνάσιο, να γυρίσει κι η Ευγενία...>>, <<Καλό θα ήταν να το μάθει από μας πάντως. Είναι ώριμο παιδί. Την Ευγενία την αγαπάει πιο πολύ απ' όλους μας. Δεν θα το σκεφτεί καν>>.

Η Βαλεντίνη καθόταν στο κρεβάτι της αμίλητη και κοιτούσε το κενό. Η Βιολέτα την πλησίασε με περιέργεια. <<Να πάρω το περιοδικό σου, να διαβάζω το ρομάντζο; Έχει τη συνέχεια>> ζήτησε δειλα. Το κορίτσι ανακάθισε. <<Στο κομοδίνο είναι, πάρτο>> πέταξε αδιάφορα κι η Βιολέτα έκατσε δίπλα της. <<Έτσι απλά; Δε θα πεις μη στο χαλάσω γιατί είμαι ατσούμπαλη;>>, <<Χαρά στο πράγμα. Ένα περιοδικό είναι...>>. Το κοριτσάκι δαγκώθηκε νευρικά. <<Τι έχεις; Στεναχωρήθηκες στο ίδρυμα;>>. Η Βαλεντίνη χαμήλωσε θλιμμένα το κεφάλι. <<Πώς είναι να είσαι σε ένα τέτοιο μέρος; Χωρίς γονείς;>> τη ρώτησε προβληματισμένα. <<Δεν ξέρω. Η μαμά λέει πάντως πως τα προσέχει η κυρία Ειρήνη και οι δασκάλες>>, <<Τριάντα παιδιά; Τι να πρωτοπρολάβει; Τα λυπήθηκα... Χαίρονται με τα δικά μας τα παιχνίδια, κι εμείς τα είχαμε στην αποθήκη...>>. Η Βιολέτα έγνεψε καταφατικά. <<Δεν είσαι τόσο κακιασμένη τελικά, ε; Πάντως πολλά παιδάκια τα δίνει η κυρία Ειρήνη σε οικογένειες που δεν έχουν δικά τους. Σαν την Ευτυχία!>> έκανε κεφάτα. Η Βαλεντίνη την κοίταξε βαθιά στα μάτια. <<Αν ένα παιδί, μεγαλώσει σε μία οικογένεια, δεν αλλάζει κάτι που δεν το γέννησαν οι γονείς του. Το ίδιο πράγμα είναι. Ποια η διαφροά; Ε, Βιολέτα;>> τη ρώτησε με νόημα. <<Ε ναι. Μάλλον... Η Ευτυχία δεν έχει διαφορά>>. Η Βαλεντίνη έριξε μια ματιά στο άδειο κρεβάτι της Ευγενίας. <<Είδες το κοριτσάκι που κρατούσε έναν αρκούδο; Σα τη Τζένη ήταν. Θα το κρατούσε κι εκείνη για συντροφιά... Εμείς δεν έχουμε...>>, <<Είχαμε κάμποσους, μα δεν τους παίρναμε πάντα μαζί>> απάντησε η Βιολέτα, νιώθοντας ένα μικρό τρέμουλο. Η Βαλεντίνη πήγε πιο κοντά της. <<Πόσες φορές έχεις ακούσει την ιστορία για τη μέρα που γεννήθηκες; Πως η μαμά έπεσε από τις σκάλες, σε έσωσε ο θείος κι ο μπαμπάς του είπε να σε βαφτίσει;>>, <<Κάμποσες>>, <<Και για μένα; Έχεις ακούσει τίποτα;>>, <<Εσύ γεννήθηκες εδώ. Ήρθε η κυρά-Ρίζω και μετά έκλαιγες και σταμάτησες όταν ο μπαμπάς σου έπιασε το χεράκι>>, <<Ναι... Για τη Τζένη; Τι έχεις ακούσει;>>. Η Βιολέτα έμεινε αμίλητη. Την κοιτούσε με ταραχή. <<Δεν σου έκανε ποτέ εντύπωση, πως η Τζένη γεννήθηκε το '62 και η μαμά παντρεύτηκε με το μπαμπά το '66;>>, <<Η μαμά λέει πως μπορεί να τύχει να κάνεις παιδί και χωρίς γάμο. Είχαν δουλειές και έγινε μετά ο γάμος>> απάντησε απότομα, κι ένα δάκρυ έτρεχε στο μάγουλο της. <<Ναι... Έτσι έγινε>> είπε η Βαλεντίνη. Η Βιολέτα σηκώθηκε ήρεμα και έκατσε στο άδειο κρεβάτι της Ευγενίας. Έπειτα ξάπλωσε στα μαξιλάρια και έμεινε να κοιτάζει τη Βαλεντίνη απέναντι.

Η Βαλεντίνη βγήκε στο σαλόνι αγουροξυπνημένη και έριξε μια ματιά στην Ελένη που έπινε τον καφέ της. <<Νωρίς νωρίς. Ούτε 10:00 δεν πήγε. Η μικρή; Να πάω να τραβάω σεντόνια;>>, <<Καλημέρα μαμά. Με τον καλό λόγο στο στόμα... Ξύπνια είναι>>, <<Και γιατί δεν έρχεται; Ειδική πρόσκληση θέλει;>>, <<Ρώτα τη. Πάω στη Φιλίτσα να βρούμε τι θα βάλει, στο πάρτυ, το βράδυ>>, <<ΤΟ ΓΑΛΑ ΣΟΥ! Και κάτσε να φας>>, <<Θα φάω στη Φιλίτσα. Έλα, έχω αργήσει>> πέταξε και πήγε να φύγει. <<ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ! ΒΑΛ... Ωχ Θεέ μου!>> μονολόγησε νευρικά και σηκώθηκε, παίρνοντας το γάλα μαζί της. Η Βιολέτα καθόταν στο κρεβάτι της Ευγενίας και κοιτούσε μια παλιά φωτογραφία που είχε στο κομοδίνο της. Ήταν εκείνη, ο Σέργιος, η Κατερίνα, ο Φώτης και η Ευτυχία, σε κάποια σχολική γιορτή. Η Ελένη την πλησίασε και έκατσε δίπλα της. <<Γιατί δεν έρχεσαι έξω καλέ; Πιες το γάλα σου>> της είπε και άφησε ένα φιλί στο κεφάλι της. <<Άρρωστη είσαι;>>. Το κοριτσάκι έγνεψε αρνητικά. <<Καλά. Να σου πω, το βραδάκι θα πάμε την προκομμένη στο πάρτυ αυτής της Μέλπως στην Τερψιθέα. Λέει ο μπαμπάς, να μας πάει στο σινεμά μετά κι έπειτα να τσιμπήσουμε τίποτα, οσο την περιμένουμε. Τι λες; Θες ή προτιμάς καμιά βόλτα;>>. Η Βιολέτα σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. <<Ότι να ναι...>>, <<Ε πως ότι να ναι; Να δεις στο περιοδικό τι ταινίες παίζει κι αν έχει καμία καλή αλλά να είναι για την ηλικία σου. Όχι σκοτωμούς και πιστολίδι>>, <<Μαμά...>>, <<Έλα>>, <<Πότε θα έρθει η Τζένη;>>, <<Ε δεν είπαμε; Θα δώσει το τελευταίο την Παρασκευή και το Σάββατο θα πάρει το λεωφορείο και θα αριβάρει. Άντε, λίγο έμεινε και μετά ποιος στη χάρη σας. Θα έρθει κι η θεία από το Παρίσι και θα σας γυρνάει όλη μέρα...>>. Το κοριτσάκι δεν απάντησε κι η Ελένη την αγκάλιασε τρυφερά. <<Τι έχεις μάτια μου; Σε πίκρανε κανείς;>>. Η Βιολέτα ανασηκώθηκε. <<Μαμά...>>, <<Τι είναι;>>, <<Την κυρία Ειρήνη, την πειράζει που δεν γέννησε την Ευτυχία αλλά την πήρε από το ορφανοτροφείο;>>, <<Πώς σου ήρθε αυτό;>> τη ρώτησε με περιέργεια. <<Μου ήρθε. Μιας και πήγαμε χτες εκεί...>>, <<Γιατί να την πειράζει; Τι σημασία έχει που δεν τη γέννησε; Το ίδιο την αγαπάνε. Είναι και μοναχοκόρη...>>, <<Κι αν δεν ήταν, θα την αγαπούσαν λιγότερο;>> έκανε δειλά. <<Τι άμα δεν ήταν;>>, <<Ε άμα η κυρία Ειρήνη είχε κάνει κι άλλο παιδάκι. Λες να την αγαπούσε λιγότερο;>>. Η Ελένη ένιωσε ένα ρίγος. <<Δε νομίζω>> αρκέστηκε να πει, μα η Βιολέτα έμεινε μουτρωμένη. <<Τι έγινε κόρη μου; Θες να μου πεις κάτι;>> τη ρώτησε ήρεμα και η μικρή πήρε βαθιά ανάσα. <<Είπες να μην πω στην Ευγενία πως πήγαμε στο ίδρυμα γιατί θα ήθελε να βοηθήσει, μα εκείνη δεν πάει ποτέ. Γιατί μαμά; Τι την πειράζει;>>, <<Τίποτα. Τι να την πειράζει;>>, <<Εγώ νομίζω στεναχωριέται κομμάτι...>> είπε ταραγμένα. . Η Ελένη άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της. <<Ρώτα αυτό που θες Βιολέτα και μη το φέρνεις γύρω γύρω>>. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και κοίταξε την μητέρα της θλιμμένα. <<Δε θέλω να ρωτήσω κάτι>>, <<Αφού θες...>>. Η Βιολέτα άρχισε να κλαίει με λυγμούς και αγκάλιασε πιο σφιχτά την Ελένη που έτρεμε δυνατά, . <<Μαμά...>>, <<Τι;>>, <<Να σε ρωτήσω κάτι μόνο;>>, <<Ρώτα με μάτια μου. Ρώτα ότι θες...>>, <<Ζούνε οι γονείς της; Μπορεί να έρθουν κάποια μέρα και να της πουν να πάει μαζί τους;>> ρώτησε λυπημένα. Η Ελένη χαμογέλασε. <<Αυτό φοβάσαι;>>. Εκείνη έγνεψε θετικά. <<Δυο φτωχοί άνθρωποι ήταν, που πέθαναν νωρίς. Δεν υπάρχει τίποτα κοριτσάκι μου. Μόνο εμείς>> της απάντησε γλυκά. <<Εντάξει τότε. Δε θέλω να φύγει η Τζένη μας. Εκείνη μας αγαπάει πάρα πολύ>>. Η Ελένη της χάιδεψε το σβέρκο. <<Μην της το πεις... Δε χρειάζεται. Ντάξει μωράκι μου;>>. Το κοριτσάκι έγνεψε θετικά και έκλαψε ξανά.

Η πόρτα άνοιξε και η Ελένη σηκώθηκε. <<Ποιος είναι;>> μονολόγησε. Η Ευγενία μπήκε με τη βαλίτσα μες το δωμάτιο. <<ΕΚΠΛΗΞΗ!!! ΠΟΙΟΣ ΗΡΘΕ;>> έκανε κεφάτα και η Βιολέτα ανασηκώθηκε. <<Κοριτσάκι μου!>> ψέλλισε τη Ελένη και την αγκάλιασε σφιχτά. <<Πότε ήρθες; Πώς;>>, <<Μας αλλάξαν το πρόγραμμα και τελειώσαμε χτες. Ε λέω θα πάω να τους κάνω έκπληξη>>, <<Και ποιος σε έφερε από τη Λάρισα;>>. Ο Λάμπρος μπήκε στο δωμάτιο γελώντας. <<Εγώ βρε Λενιώ, ποιος να την έφερνε; Έλα χαρήκατε, μη μου πείτε>>. Η Λενιώ χτύπησε παιχνιδιάρικα τον άντρα της στο στήθος. <<Για αυτό ξεσηκώθηκες πουρνό-πουρνό να φύγεις; Τι να σου πω κι εσένα!>> πέταξε, πειράζοντας τον. Η Ευγενία πλησίασε τη Βιολέτα που την κοιτούσε δακρυσμένη. <<Λουλουδάκι μου; Καλέ γιατί κλαις; Μέγας είσαι κύριε, δεν θα με αγκαλιάσεις; Εσύ με έφαγες πότε θα έρθω!>>. Η μικρή ανασηκώθηκε και την έκλεισε στην αγκαλιά της, τρέμοντας από τη συγκίνηση. <<Θεός φυλάξοι καλέ, πώς κάνεις έτσι; Έγινε τίποτα;>> ρώτησε αφήνοντας τη, μα το παιδί δεν απάντησε. <<Μαμά; Μου κρύβετε κάτι;>>, <<Όχι Ευγενία μου, τι να σου κρύβουμε; Τίποτα. Τη μάλωσα λίγο που πάλι τα κουνέλια της, τα κάνανε χάλια>>. Η Ευγενία γέλασε και η Βαλεντίνη μπήκε στο δωμάτιο. <<Άντε Τζενάκι, καλώς μας ήρθες, πήγαινε να κάνεις κανένα καφέ, να φάμε και τη μπουγάτσα γιατί η μαμά δεν τον πετυχαίνει>>, <<Κι εσύ το ήξερες πως θα έρθει;>> ρώτησε ψυχρά η Ελένη. <<Προφανώς, αλλά δεν ξύπνησα να πάω με το μπαμπά...>>, <<...περίεργο>>, <<...οπότε τους πέτυχα όπως έμπαιναν στο χωριό>> εξήγησε και η μητέρα της κούνησε το κεφάλι ειρωνικά.  Η Ευγενία χαχάνισε νευρικά. <<Να πάω, να παώ>> είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Έπειτα στράφηκε στη Βιολέτα. <<Λουλουδάκι μου, εσύ έχεις φάει πρωινό; Έφερα πολλές μπουγάτσες. Φρέσκες τις είχε βγάλει ο φούρναρης>>. Το κοριτσάκι έγνεψε αρνητικά. <<Τώρα ξύπνησα>>, <<Α χάλασες κι εσύ>> την πείραξε και έφυγε προς την κουζίνα. Η Ελένη την ακολούθησε, αφού έριξε μία αγχωμένη ματιά στη μικρή της κόρη. Έμειναν οι δυο τους με τη Βαλεντίνη που την πλησίασε κι έκατσε δίπλα της. <<Δεν στο είπα για να έχεις μούτρα. Για να το ξέρεις στο είπα. Αν το μάθεις, να μην είσαι έτσι. Αν το ήξερα πως θα το πάρεις τόσο βαριά...>>, <<Δεν το πήρα βαριά!>> αντέδρασε η μικρή. <<Δεν περίμενα να σε πειράξει τόσο. Υποτίθεται, της έχεις κι αδυναμία...>>. Η Βιολέτα σηκώθηκε όρθια. <<Δεν με πείραξε, εντάξει; Πάλι αδελφή μου είναι!>> της απάντησε νευρικά. <<Τότε άλλαξε φάτσα και τράβα μέσα. Νιάνιαρο!>> πέταξε κι έκανε να φύγει. <<Βαλεντίνη;>>, <<Τι είναι;>>, <<Εσένα στο έχει πει;>>, <<Όχι αλλά εγώ δεν είμαι πιο χαζή κι απ' τα κουνέλια και το κατάλαβα μοναχή μου. Όχι πως με ένοιαξε>>. Το κοριτσάκι ξεφύσηξε. <<Ούτε κι εμένα!>>, <<Να σε δω τότε!>>. Η Βαλεντίνη βγήκε έξω κι έκατσε δίπλα στο Λάμπρο, που τη φίλησε στο μέτωπο. Η Ελένη την κοίταξε αυστηρά. <<Ήρθε η αδελφή σου, μετά από δυο μήνες και την έστρωσες να σου κάνει καφέ. Ακαμάτρα! Και μη θαρρείς πως θα γίνεται κάθε μέρα αυτό. Το γάλα σου θα πίνεις!>>, <<Καλά, ότι πεις>> απάντησε αδιάφορα. <<Η μικρή;>> ρώτησε αγχωμένα η Ελένη. <<Ντύνεται. Μην ανησυχείς για το στερνοπούλι σου, μια χαρά είναι>> της είπε με νόημα κι η Λενιώ χαμογέλασε αχνά. <<Μα τόσο πολύ της φώναξες για τα ζωντανά βρε Λενιώ; Το πρωί που έφυγα κοιμόντουσαν, πότε πρόλαβαν να τα κάνουν χάλια;>> έκανε με απορία ο Λάμπρος. <<Αυτά τα διαόλια; Σε δέκα λεπτά, φέρνουν το σπίτι τούμπα!>> πέταξε η γυναίκα, για να μην υποψιαστεί κάτι. Η Βιολέτα βγήκε από το δωμάτιο και πλησίασε την Ευγενία δειλά. <<Έφερες και με κρέμα που μου αρέσει;>> , <<Ναι βρε λουλουδάκι μου, δεν θα σου έφερνα με κρέμα; Αφού την άλλη δεν τη τρως>>. Η Βιολέτα χαμογέλασε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. <<Ευχαριστώ...>> ψέλλισε ταραγμένα. Η Ευγενία την αγκάλιασε. <<Τι έπαθες βρε κοριτσάκι μου; Αν σου είπε η μαμά ότι θα κάνει το Λάμπρο στιφάδο, χωρατά σου έκανε, μην την ακούς!>> την πείραξε και η μικρή γέλασε νευρικά.

------------------------

Η Ευγενία καθόταν στο κρεβάτι με την Βιολέτα και προσπαθούσε να της φτιάξει μία γαλλική κοτσίδα, που ήταν η αγαπημένη της μικρής. Ο Λάμπρος τις χάζευε, χαμογελώντας. <<Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, εντάξει; Είναι κοντά τα μαλλιά σου. Δεν είμαι και κομμώτρια>>. Η Βιολέτα μούτρωσε και σταύρωσε τα χέρια, μπροστά στο στήθος της. <<Η μαμά φταίει! Είπε στη Κατερίνα να μου τα κόψει κοντά, τάχα γιατί είναι καλοκαίρι!>>. Ο πατέρας της, την χάιδεψε τρυφερά το χέρι. <<Κούκλα είσαι λουλούδι μου. Σωστή νεράιδα. Θα μακρύνουν τα μαλλάκια σου, μη στεναχωριέσαι. Καλά έκανε η μαμά για να δυναμώσουν>>. Η Βαλεντίνη μπήκε στο δωμάτιο και έκατσε δίπλα στον Λάμπρο, βάζοντας το κεφάλι της στον ώμο του. <<Πού ήσουν εσύ; Γιατί κάθεσαι μόνη σου;>> τη ρώτησε. <<Ε, είπα μια και τα έμαθες, να πάρω ένα τηλέφωνο, να δω τι κάνει κι ο Νέστορας>> του απάντησε αδιάφορα κι ο δάσκαλος ανακάθισε νευρικά. <<Μωρέ Βαλεντίνη...>> τη μάλωσε η Ευγενία, μα εκείνη την αγνόησε. <<Και δεν μου λες κόρη μου, ο Άγγελος και η Σοφούλα, τα ξέρουν τα καθέκαστα;>>, <<Και όλο το χωριό μη σου πω. Τελευταίος έμεινες>>. Ο άντρας την κοίταξε θυμωμένα και οι αδελφές της έμειναν άφωνες. <<Μάζεψε το στόμα σου πια!>> είπε η Ευγενία. Η Ελένη μπήκε στο δωμάτιο και έκατσε πίσω από τη Βιολέτα και την Ευγενία. <<Τι λέτε εδώ;>>, <<Εδώ, μαθαίνω τα χαίρια της κόρης μας>>, <<Βαλεντίνη μαζέψου, ε; Το ότι τα έμαθε ο πατέρας σου, δεν σημαίνει πως άλλαξε κάτι. Μετρημένα πράγματα>>. Το κορίτσι ακούμπησε το κεφάλι της, στον ώμο του. <<Πάντως εγώ, έχω ξεκαθαρίσει και στον Νέστορα, πως ο πρίγκιπας μου είναι ο μπαμπούνης μου γιατί του έχω μεγάλη αδυναμία>> δήλωσε η Βαλεντίνη και ο δάσκαλος την κοίταξε τρυφερά. <<Όπως σου έχει κι εκείνος...>> πέταξε η Ευγενία. <<Σε καμία δεν έχω αδυναμία εγώ. Όλες το ίδιο είστε>>, <<Ούτε λίγο παραπάνω σε κάποια;>> επέμενε η Βαλεντίνη. Εκείνος χαμογέλασε πονηρά. <<Λίγο παραπάνω, στη μαμά>> της απαντησε και τα κορίτσια έβγαλαν ένα ταυτόχρονο επιφώνημα ενθουσιασμού. <<Έλα, γαλιάντρες. Πάψτε>> τις μάλωσε γλυκά η Λενιώ. <<Εγώ πάντως έχω περισσότερη αδυναμία στη Τζένη γιατί όταν ήμουν μικρή με πρόσεχε και με έπαιρνε στο κρεβάτι της όταν δεν μπορούσα να κοιμηθώ>> δήλωσε η Βιολέτα και η Ευγενία την αγκάλιασε σφιχτά. <<Μπαμπά να πάμε να πάρουμε παγωτά;>> ρώτησε η Βαλεντίνη, παίζοντας με τη μπούκλα της. <<ΑΝΤΕ ΠΑΛΙ! Αυτή η δουλειά θα γίνεται συνέχεια;>> φώναξε η Λενιώ. <<Έλα καλέ μαμά, δυο λεπτά θα κατεβούμε στο περίπτερο>>. Ο Λάμπρος της έδωσε ένα χαρτονόμισμα από το κομοδίνο. <<Πάρτε ότι θέλετε>>, <<Θα ρθεις μαζί;>> ρώτησε η Βαλεντίνη την Ευγενία κι εκείνη έγνεψε αρνητικά. Τα δύο μικρότερα κορίτσια έφυγαν και έμειναν οι τρεις τους. Η Ελένη χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά της Ευγενίας. <<Εσύ, σε ποιον έχεις αδυναμία;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Κάνω πως δεν ακούω>> πέταξε ο Λάμπρος για να πειράξει το κορίτσι, που πάντα είχε μεγάλη αδυναμία στη μητέρα της. Η Ευγενία χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Και στους δύο>> απάντησε χαμογελώντας. <<Ούτε λίγο παραπάνω στη μαμά;>> έκανε ο δάσκαλος πονηρά. <<Όχι>> είπε με σιγουριά. Η Ελένη την έκλεισε στην αγκαλιά της και κλείδωσε τα χέρια της στη πλάτη του κοριτσιού. <<Μπράβο αγάπη μου>> της ψιθύρισε η Λενιώ. Η Ευγενία την κοίταξε δακρυσμένη. <<Γιατί κλαις μάτια μου; Συγκινήθηκες;>>. Το κορίτσι έγνεψε θετικά και αγκάλιασε ξανά την Ελένη τρέμοντας. <<Μαμά...>>, <<Τι ναι;>>, <<Σ' ευχαριστώ>> της είπε μέσα στους λυγμούς της. <<Για ποιο πράγμα;>>. Η Ευγενία σήκωσε τους ώμους της. <<Για όλα>> της απάντησε, με τα μάτια υγρά. Η Ελένη την έσπρωξε από την αγκαλιά της νευρικά. <<ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΠΕΙΣ! Εντάξει; ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΠΕΙΣ>> τη μάλωσε. Ο Λάμπρος άνοιξε τα χέρια του και η κοπέλα κούρνιασε στην αγκαλιά του παραπονιάρικα, όπως έκανε μικρή όταν τη μάλωνε η μητέρα της. <<Έγινε τίποτα καρδιά μου; Συνέβη κάτι και είσαι έτσι ταραγμένη;>>. Η Ευγενία του χαμογέλασε ντροπαλά. <<Όχι μπαμπά μου. Όλα καλά>>. 

-----------------------

Το Νεκροταφείο Συκουρίου ήταν λίγο έξω από το χωριό και η Ευγενία με τη Βαλεντίνη, αναγκάστηκαν να περπατήσουν περίπου ένα τέταρτο ως εκεί. Βρήκαν μία δικαιολογία στη Ρίτα και τον Νικόλα, δήθεν πως ήθελαν να δουν το χωριό, και έφυγαν από το τραπέζι που τους έκαναν οι γονείς του. Ήταν Σεπτέμβρης, μα η ζέστη ήταν αφόρητη και η Ευγενία, που ήδη ένιωθε μία δυσφορία από την επιστροφή στον τόπο που γεννήθηκε, πρότεινε δυο φορές να επιστρέψουν πίσω. <<Φτάσαμε ως εδώ. Πάμε μωρέ Τζένη>> της απάντησε και τις δύο φορές η Βαλεντίνη. Μπαίνοντας από την κεντρική πόρτα του κοιμητηρίου, η καρδιά της Ευγενίας άρχισε να χτυπά δυνατά. <<Πώς τους λένε θυμάσαι ή ψάχνουμε έτσι;>> ρώτησε η Βαλεντίνη. <<Σταμούλη>> ψέλλισε η Ευγενία, χωρίς να την κοιτάξει. Προχώρησαν μες τα μνήματα και κοίταζαν τις φωτογραφίες και τα ονόματα, σκαλισμένα πάνω στους σταυρούς. <<Ευγενία Σταμούλη>> είπε η Βαλεντίνη και η Ευγενία γύρισε απότομα. <<Γιατί με είπες έτσι;>> ρώτησε λυπημένα την αδελφή της. <<Τι λες μωρέ Τζένη; Χάζεψες; Ο τάφος το λέει!>> της απάντησε και της έδειξε έναν μικρό παρατημένο τάφο, με γραμμένο το όνομα ΕΥΓΕΝΙΑ ΣΤΑΜΟΥΛΗ 1916-1967. Το κορίτσι έσκυψε μπροστά στον τάφο και κοίταξε τη φθαρμένη φωτογραφία, μέσα στη σπασμένη κορνίζα. Ήταν μία γυναίκα 51 ετών, μα φαινόταν πολύ μεγαλύτερη, που φορούσε μαύρα ρούχα και μαύρο μαντήλι. Η μορφή της θύμιζε κάτι στην Ευγενία. <<Εδώ είναι>> έκανε η Βαλεντίνη και της έδειξε δύο τάφους, ακριβώς από πίσω. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 1935-1965, ΕΥΤΕΡΠΗ ΣΤΑΜΟΥΛΗ 1940-1965. Το κορίτσι στάθηκε για μερικές στιγμές και έπειτα πήγε κοντά στην αδελφή της. Οι φωτογραφίες δεν φαινόντουσαν καλά, μα η Ευγενία παρατήρησε πως η Ευτέρπη ήταν ξανθιά με ανοιχτόχρωμα μάτια σαν εκείνη. <<Νέοι έφυγαν>> παρατήρησε η Βαλεντίνη. <<Τους θυμάσαι; Έστω... λίγο>>. Η Ευγενία έγνεψε αρνητικά. <<Ένα λουλούδι, δεν φέραμε. Η μαμά θα έλεγε πως είμαστε τελείως ανοικοκύρευτες, αν ήταν εδώ>> είπε η Βαλεντίνη και η Ευγενία γέλασε νευρικά. <<Η μαμά θα έφερνε και παπά, να τους κάνει τρισάγιο>>, <<Θα πλήρωνε να τους ανάβουν και το καντήλι, σαν και ήταν συγγενείς μας>>. Τα δύο κορίτσια έβαλαν τα γέλια, μα η Ευγενία την έσπρωξε θυμωμένα. <<Έλα, πάψε σαχλή>>. Προχώρησαν μαζί, πιασμένες από το μπράτσο, ως την έξοδο. Η Βαλεντίνη σταμάτησε και την κοίταξε από πάνω ως κάτω. <<Με τη θεία τη Δρόσω και τη γιαγιά τη Βαλεντίνη πάντως, μοιάζεις περισσότερο>> είπε και άρχισαν πάλι να γελούν.

Η Ελένη, άφησε ένα μπολ με παγωτό μπροστά στη Βιολέτα και ένα στη δική της θέση. Το κοριτσάκι το κοίταξε με περιέργεια. <<Εσύ είπες θα κόψεις πεπόνι>> παρατήρησε. <<Θες το πεπόνι; Να πάω να κόψω!>> απάντησε ειρωνικά. <<Όχι οχι. Μη σε βάζω σε κόπο>> απάντησε παιχνιδιάρικα κι άρχισε να τρώει λαίμαργα. <<Είπα μήπως...>> πέταξε η Ελένη κι άρχισε να τρώει κι εκείνη. <<Αργήσαν οι μεγάλες. Αρμένικη την έκαναν τη βίζιτα στο Συκούριο>> είπε αγχωμένα η γυναίκα. <<Κι εγώ βαρέθηκα. Να πάω στην Ανετούλα;>>, <<Να πέσει λίγο ο ήλιος. Βράζει ο τόπος κι ας είναι Σεπτέμβρης>> της απάντησε αυστηρά και η μικρή συνέχισε να τρώει αμίλητη. Η Ελένη κουνούσε νευρικά το πόδι της. <<Τι έχεις μαμά;>>, <<Εγώ; Τίποτα, τι να έχω; Δεν θέλω να μπαίνουν σε ξένες κούρσες. Πού ξέρω πως οδηγεί ο μορφονιός της Ρίτας;>>, <<Χειρότερα από το Σέργιο, αποκλείεται>> παρατήρησε η μικρή. <<Αυτόν μη μου τον θυμίζεις. Κάθε φορά που σας πάει βόλτα, κάνω τάμα στην Παναγία, να γυρίσετε καλά>>. Η μικρή χαμήλωσε το βλέμμα. <<Μαμά...>>, <<Έλα>>, <<Είσαι έτσι επειδή η Τζένη πήγε στο χωριό της;>> ρώτησε δειλά. Η Ελένη την κοίταξε αυστηρά. <<Μην το ξανακούσω αυτό. Το χωριό της Ευγενίας, είναι το Διαφάνι. Μόνο και σ' ακούσει να το λες αυτό το πράγμα...>>, <<Δεν θα το πω!>>. Η Ελένη ξεφύσηξε. <<Δεν θέλω να δει τίποτα και να την πάρει η στεναχώρια. Εκεί πήγαν για να διασκεδάσουν, όχι για να θυμάται παλιές ιστορίες. Τέλος πάντων, αν δεν γυρίσουν, δεν θα ηρεμήσω. Κι έχω αφήσει και μόνο του τον πατέρα σου, να μετράει τουρσιά>>. Η Βιολέτα χαχάνισε νευρικά. <<Δεν τον πειράζει, το μπαμπά>>, <<Τον πειράζει/δεν τον πειράζει, εγώ δεν πάω στο παρασκευαστήριο αν δεν έρθουν>>. Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν τα κορίτσια ιδρωμένα. <<Κατά φωνή...>> είπε κεφάτα η Βιολέτα. <<Άντε, επιτέλους! Καλά πόσες ώρες;>> πέταξε ταραγμένα η Ελένη. <<Σιγά! Δε βράδιασε κι όλας>> απάντησε η Βαλεντίνη, ενώ σωριάστηκε σε μία καρέκλα. <<Καλά περάσατε; Σας περιποιηθήκαν;>> ρώτησε η Ελένη. <<Ναι, παράπονο δεν έχουμε. Τόση ζέστη να μην είχε...>> απάντησε η Ευγενία. <<Ε καλά. Δε παθαίνετε τίποτα. Άντε να βάλετε λίγο παγωτό, κάντε και κανά μπάνιο... Εγώ θα πάω να βρω τον πατέρα σας. Μη και πάρετε τους δρόμους πάλι!! >>, <<Εγώ θα πάω για ύπνο>> είπε η Βαλεντίνη. <<Μπράβο! Αυτό να κάνεις. Τράβα να κοιμηθείς, να έχω το κεφάλι μου ήσυχο>>. Η Βαλεντίνη μπήκε στο δωμάτιο και η Ελένη τους χαμογέλασε πλατιά και έφυγε από το σπίτι.

Η Ευγενία έπιασε το χέρι της αδελφής της και το χάιδεψε τρυφερά. <<Σε αφήσαμε μόνο σου σήμερα, Λουλουδάκι μου, ε; Μέχρι τη Δευτέρα που θα φύγω, στο υπόσχομαι, δεν πάω πουθενά. Να με χορτάσεις!>> έκανε κεφάτα και η μικρή της χαμογέλασε. <<Περάσατε καλά στο Συκούριο;>>, <<Καλά ήταν...>> απάντησε μελαγχολικά το κορίτσι. <<Δεν έχω πάει ποτέ εκεί. Είναι όμορφα;>>. Η Ευγενία κούνησε το κεφάλι της. <<Ένα χωριό ήταν. Το δικό μας είναι πιο ωραίο>> απάντησε ήρεμα. Η Βιολέτα της χαμογέλασε αμήχανα και έμειναν αμίλητες. Η Ευγενία έσπρωξε την καρέκλα πιο κοντά στη δική της. <<Η Βαλεντίνη...>>, <<Τι;>>, <<Μου είπε ότι ξέρεις... Τότε που ήμασταν στη Θεσσαλονίκη>>. Η Βιολέτα δαγκώθηκε. <<Ντιπ χαζή είναι... >>, <<Όχι, μην την αδικείς. Για καλό το έκανε. Για να μη το έχω βάρος...>>. Εκείνη ανακάθισε. <<Το ξέρω>> αρκέστηκε να πει ντροπαλά. <<Και; Δεν με πειράζει να μου πεις ότι σε πείραξε ή πως πικράθηκες...>> έκανε με παράπονο η Ευγενία. <<Φοβήθηκα κομμάτι>> παραδέχτηκε η Βιολέτα. <<Γιατί;>>, <<Γιατί... Η κυρία Ειρήνη είπε πως έχει παιδάκια στο ίδρυμα που οι γονείς τους είναι φτωχοί και τα αφήνουν εκεί για να μη πεινάνε... Σκέφτηκα, μπορεί τώρα να έχουν λεφτά και να έρθουν να την πάρουν...>>. Η Ευγενία γέλασε νευρικά κι ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλο της. <<Βρε Βιολετάκι μου, άντε κι ερχόντουσαν, θα σας άφηνα εγώ; Εγώ σας λατρεύω>>. Η μικρή χαμογέλασε. <<Εντάξει, εγώ αυτό σκέφτηκα... Δε πειράζει που δε σε γέννησε η μαμά. Εκείνη σε αγαπάει πιο πολύ απ' όλες μας. Κι εγώ δηλαδή... Και ο μπαμπάς... Και η βλαμμένη η Βαλεντίνη, μετά το μπαμπούνη της, εσένα βάζει>> είπε τρυφερά κι η Ευγενία την αγκάλιασε σφιχτά. <<Κι εγώ σ' αγαπάω μωράκι μου, καλό>>. Η Βιολέτα την κοίταξε δακρυσμένη. <<Δεν σε πείραξε που πήγες εκεί πέρα, ε;>> ρώτησε αγχωμένα. Η Ευγενία έγνεψε αρνητικά. <<Δεν με πείραξε. Άλλωστε... Έχει καμία σημασία;>>, <<Ε όχι δα!>> απάντησε νευρικά η Βιολέτα και η Ευγενία την αγκάλιασε ξανά. 
--------------------------------------------

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1986

Η Ευγενία φόρεσε ένα γαλάζιο άερινο φόρεμα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Η κοιλιά της είχε φουσκώσει αρκετά και στάθηκε στο πλάι για να καταλάβει αν είχε μεγαλώσει κι άλλο από τη προηγούμενη φορά που την τσέκαρε. Ο Κώστας μπήκε στο δωμάτιο και της χαμογέλασε τρυφερά. <<Έτοιμη είσαι; Μην αργήσουμε, μπορεί να χρειάζονται καμία βοήθεια>> της είπε κι εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ακούμπησε τη κοιλιά της και τη φίλησε απαλά. <<Κλωτσάει η πριγκίπισσα μου;>>, <<Μπα. Είναι ήσυχη σήμερα>>, <<Στεναχωριέται που φεύγει η θεία της>>. Ο Κώστας γέλασε νευρικά. <<Δεν σκέφτομαι κανέναν άλλον, τον πατέρα σου σκέφτομαι. Τέτοια αδυναμία που της έχει, θα τα βάψει κατάμαυρα. Χάρη μου χρωστάει που έκανα το θαύμα μου και θα έχει να ασχολείται με το εγγόνι>> της είπε παιχνιδιάρικα κι εκείνη έβαλε τα γέλια.

Ο Λάμπρος ήπιε μια ρουφηξιά από τον καφέ του και ανακάθισε. <<Να σου βάλω λίγο κέικ;>> τον ρώτησε η Ελένη, καθώς έκατσε δίπλα του. <<Δεν πεινάω>> απάντησε κακόκεφα. <<Τώρα τι θα γίνει; Θα κρατάς για πολύ μούτρα;>>, <<Πώς το δέχτηκες αυτό το πράγμα; ΜΟΥ ΛΕΣ; Άλλες φορές τις έχεις με το χαλινάρι και τώρα είπες ναι, χωρίς να με ρωτήσεις καν!>>, <<ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΝΑ ΣΕ ΡΩΤΗΣΩ; Τα αυτονόητα; Πριν μια εβδομάδα, ήμασταν στην Αθήνα. Φτιάξαμε το σπίτι, κατεβάσαμε τα πράγματα της, ψωνίσαμε, καθαρίσαμε, είδε το παιδί την Αθήνα. Γιατί να κατεβαίναμε ξανά, από τη στιγμή που θα κατέβαζε ο Άγγελος τον Νέστορα, έτσι κι αλλιώς;>>. Ο Λάμπρος πετάχτηκε πάνω γεμάτος νεύρα. <<Κι αντί να πάμε εμείς τη κόρη μας στην Αθήνα, θα την πάει ο πεθερός της;>> ρώτησε ειρωνικά. <<Θα την πάει ο πατέρας του φίλου της, ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ. Θα σταματήσεις επιτέλους τους παραλογισμούς;>>. Ο Λάμπρος έκατσε κάτω νευρικά. <<Απορώ. ΑΠΟΡΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, πώς σε έπεισε να την αφήσεις να δηλώσει Αθήνα για να είναι με τον λεγάμενο. Έπρεπε να πάει στη Θεσσαλονίκη, όπως η Ευγενία>>, <<Να μας φέρει από εκεί λεγάμενο, ε; Γιατί να είναι με ένα καλό παλικάρι από τον τόπο μας; Να βρει άλλον, ξενομερίτη. Να αγχωνόμαστε ΠΑΛΙ αν θα μείνουν εδώ ή θα την πάρει στο τόπο του>>, <<Καλά, άμα σου έρθει κι αυτή γκαστρωμένη σα τη μεγάλη, να δω τι θα πεις>> ψιθύρισε ο δάσκαλος και η Ελένη έκατσε δίπλα. <<Να μου κάνεις τη χάρη, εντάξει; Η Ευγενία με τον Κώστα ήταν τόσα καιρό. Το παιδί έμενε δυο χρόνια στη Λάρισα κι εμείς πέσαμε πάνω της, να μην αρραβωνιαστεί, να μην παντρευτεί, γιατί ήταν μικρή. Τι περίμενες; Ότι έπαιζαν τις κουμπάρες 4 χρόνια; Έτυχε και η εγκυμοσύνη. Μια χαρά σε σωστή ηλικία είναι>>. Ο Λάμπρος άρχισε να κουνάει νευρικά το πόδι του και η Ελένη στάθηκε από πάνω του και τον αγκάλιασε τρυφερά. <<Ξέρω, τι αδυναμία της έχεις, κι ας μην το παραδέχεσαι. Όμως το ξέραμε ότι μεγαλώνει και πως θα πρέπει να πάει να σπουδάσει. Τι να κάναμε; Να της το απαγορεύαμε; Δεν χαίρεσαι που θέλει να ασχοληθεί με την περιουσία μας εδώ, ε; Που θα πάει στη γεωπονική; Τόσο αγώνα κάναμε μάτια μου για εκείνες. Εγώ χαίρομαι που δεν θα πάνε χαμένα όσα φτιάξαμε>>. Ο δάσκαλος της έτριψε το χέρι. <<Θα αδείασε το σπίτι Ελένη>>, <<Το ξέρω. Από μωρό με σύγχιζε και τώρα νιώθω πως θα χαθεί η ζωή μέσα από δω, χωρίς τις φωνές της>>. Η πόρτα της κάμαρης άνοιξε και βγήκε η Βιολέτα μουτρωμένη. Είχε μεγαλώσει αρκετά και πλέον έμοιαζε πολύ περισσότερο στην Ελένη, με τις καστανόξανθες μπούκλες να πέφτουν στο πρόσωπο της. <<Τι έπαθες εσύ;>> τη ρώτησε η μητέρα της κι εκείνη έκατσε σε μία καρέκλα. <<Μόνη μου θα μείνω>>, <<Καλά εσείς μια ζωή σκοτώνεστε και μας είχες φάει να σου κάνουμε άλλο δωμάτιο, τώρα στεναχωρήθηκες;>>. Η Βιολέτα χαμήλωσε το βλέμμα. <<Ναι αλλά δεν ήθελα να μείνω μόνη μου. Έφυγε κι η Τζένη>>, <<Έλα μωρέ Βιολέτα. Κάθε μέρα εδώ είναι η Ευγενία. Θα έχουμε και το μωρό σε λίγο και η Βαλεντίνη θα έρχεται. Άλλωστε εσύ έχεις και την Ανέτα>>, <<Δεν είναι το ίδιο>> απάντησε λυπημένα και ο Λάμπρος της έκανε νόημα να πάει στην αγκαλιά του.

Έβαζε κάποια τελευταία ρούχα η Βαλεντίνη μέσα σε ένα σακουβαγιάζ, όταν μπήκε στη κάμαρη η Ελένη. <<Ετοιμάστηκες; Θα έρθουν όπου να ναι>>. Το κορίτσι έγνεψε θετικά και συνέχισε να μαζεύει. <<Άκου, πρόσεχε εκεί που θα πας. Τα μυαλά στο κεφάλι σου. Και με τον Νέστορα, προσέχετε. Μη μου φέρεις κανένα απρόοπτο κακομοίρα μου, τέρμα οι Αθήνες. Σε έχω γυρίσει στο Διαφάνι και θα μάθεις τη γεωπονική δίπλα στο νονό σου. Το κατάλαβες;>> της είπε ψιθυριστά. Η Βαλεντίνη έβαλε τα γέλια. <<Στην Ευγενία δεν θυμάμαι να έλεγες τέτοια. Πιο πολύ την εμπιστευόσουν;>>, <<Με σένα μιλάμε την ίδια γλώσσα. Το λοιπόν, πρόσεχε>>, <<Ξέρω μαμά, μην ανησυχείς. Εκατό φορές μου τα έχεις πει>>, <<Χίλιες θα τα πω και λίγες θα είναι!>>.

Η Βιολέτα άνοιξε την πόρτα και μπήκαν στο σπίτι ο Κώστας και η Ευγενία. <<Καλώς τους>> είπε χαρούμενα το κοριτσάκι και ακούμπησε την κοιλιά της αδελφής της. <<Μόλις ήρθε ο Άγγελος με τον Νέστορα, περιμένουν στην αυλή>> τους ενημέρωσε ο Κώστας και ο Λάμπρος ξεφύσηξε νευρικά. <<Μάλιστα. Ήρθε κι ο συμπέθερος>> είπε ειρωνικά. <<Έλα μωρέ μπαμπά, φτάνει πια. Εξυπηρέτηση μας κάνουν>> τον παρηγόρησε η Ευγενία. <<Να μου έλειπε, κόρη μου, τέτοια εξυπηρέτηση>>. Η Ελένη με την Βαλεντίνη βγήκαν από το δωμάτιο. <<Έτοιμες; Περιμένουν στην αυλή>> είπε κεφάτα ο Κώστας και πήρε το σακουβαγιάζ. Η Βαλεντίνη έγνεψε θετικά. Σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. <<Ελένη, μήπως θέλετε να σας πάω εγώ; Να είναι κι ο Λάμπρος πιο ήσυχος>> ρώτησε το αγόρι όμως η πεθερά του, τον κοίταξε αυστηρά. <<Και θα αφήσουμε έγκυο γυναίκα μόνη της, χωρίς λόγο και αιτία, για να ηρεμήσει ο Λάμπρος; Είσαι με τα σωστά σου κι εσύ;>> τον μάλωσε. Η Βαλεντίνη αγκάλιασε τον Κώστα συγκινημένη. <<Να μου προσέχεις την αδελφή μου και την Ελενίτσα, ε;>>. Η Ελένη αναστέναξε. <<Πρώτον δεν είμαστε σίγουροι πως είναι κορίτσι και δεύτερον, και κορίτσι να είναι, μη φέρνεις το κόσμο σε δύσκολη θέση. Μπορεί ο Κώστας να θέλει να βγάλει το όνομα της μάνας του>> είπε κοιτώντας τον στραβά, για να δει την απάντηση του. <<Αφού μας το έταξε καλέ, ποια μάνα του; Είπε αν είναι κόρη, θα το πούμε Ελενίτσα>> απάντησε η Βαλεντίνη. <<Ε άμα τους το έταξε Λενιώ μου...>> πέταξε ο Λάμπρος, ρίχνοντας μια αυστηρή ματιά στο γαμπρό του. <<Πάω τα πράγματα σου στο αυτοκίνητο>> είπε ντροπαλά ο νεαρός και έφυγε για να τους αφήσει μόνους. Η Ευγενία την πλησίασε με τη σειρά της και την έκλεισε, δακρυσμένη στην αγκαλιά της. <<Να περάσεις καλά>> ψέλλισε. Η Βαλεντίνη της έκλεισε το πρόσωπο με τα χέρια. <<Να προσέχεις το μωράκι μας, εντάξει;>> της απάντησε το κορίτσι και η Ευγενία έγνεψε θετικά. Η Βιολέτα, τις πλησίασε αμίλητη. <<Δε χαίρεσαι που φεύγω ρε νιάνιαρο; Θα σου μείνει και η ντουλάπα ολόκληρη>> της είπε παιχνιδιάρικα η Βαλεντίνη, μα εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. <<Θα μας παίρνεις κανένα τηλέφωνο;>> ρώτησε μουδιασμένα. Η Βαλεντίνη την έπιασε από τους ώμους. <<Είναι δυνατόν να περάσει μία μέρα, χωρίς να σου πω, πόσο χαζή είσαι;>>. Η Βιολέτα κούνησε το κεφάλι αρνητικά και τύλιξε τα χέρια γύρω από το λαιμό της. <<Πάντα έψαχνες τρόπο να με πνίξεις>> παρατήρησε η Βαλεντίνη, χαιδεύοντας τη πλάτη της, ενώ την αγκάλιαζε σφιχτά. Η μικρή την άφησε και έγυρε, στεναχωρημένα στον ώμο της Ευγενίας που στεκόταν δίπλα τους. Η Βαλεντίνη πλησίασε τη μητέρα της, που τις κοιτούσε με τα μάτια υγρά. <<Λοιπόν, ήρθε η ώρα. Ελπίζω να σοβαρευτείς εκεί που θα πας, γιατί δεν θα είναι από πίσω σου η μάνα σου για να σου βάζει μυαλό>> της είπε η Ελένη κι εκείνη ακούμπησε το κεφάλι στο μέτωπο της. <<Να δω πως θα αντέξεις, χωρίς να τσακώνεσαι μαζί μου. Οι εργάτες στα χωράφια θα την πληρώσουν, τώρα που δεν θα έχεις εμένα να ξεσπάς και να σου φεύγουν τα νεύρα>> της απάντησε και η Λενιώ της χάιδεψε το πρόσωπο. <<Θα τσακώνομαι από το τηλέφωνο, μην σε απασχολεί. Δεν γλιτώνεις από εμένα επειδή αποφάσισες να γίνεις πρωτευουσιάννα>>. Η Ελένη την αγκάλιασε δυνατά και η Βαλεντίνη ακούμπησε το κεφάλι στο στήθος της. Ο Λάμπρος τις πλησίασε, δακρυσμένος. <<Μπαμπουνάκο μου...>> του είπε παιχνιδιάρικα η Βαλεντίνη. Ο άντρας την έπιασε από τους ώμους, σχεδόν τρέμοντας. <<Να προσέχεις. Κι ότι θέλεις, ο μπαμπούνης σου, είναι πάντα εδώ. Δεν πας δα και στην Αμερική, ε νεράιδα μου;>> έκανε καλοσυνάτα ο Λάμπρος. Η Βαλεντίνη έπεσε στην αγκαλιά του κι εκείνος την έσφιξε δυνατά. <<Μπαμπουνάκο μου, μη στεναχωριέσαι>>, <<Δεν στεναχωριέμαι μάτια μου. Να πας και να περάσεις όμορφα. Απλά... Του μπαμπουνάκου σου, θα του λείψει η μελαγχρινή του πριγκίπισσα>>. Το κορίτσι έπιασε το πρόσωπο του με τα χέρια της και σκούπησε τα δάκρυα από τα μάτια του. <<Σ' αγαπώ πολύ μπαμπά μου. Είσαι ο πρίγκιπας μου>>. Ο Λάμπρος τη φίλησε στο μέτωπο. <<Κι εγώ ζωή μου>> ψέλλισε με δυσκολία. Η Λενιώ σκούπησε τα μάτια της. <<Άντε, φτάνουν οι αγάπες. Περιμένει ο Άγγελος>>. Η Βαλεντίνη στράφηκε στη μητέρα της και της χαμογέλασε πονηρά. <<Κανονικά θα έπρεπε να χαίρεσαι που φεύγω. Η μικρή είναι σαν να μην υπάρχει στο σπίτι και μπορείτε πλέον άνετα, σα νέα παιδιά που είστε, να ζήσετε τον έρωτα σας χωρίς εμπόδια>>. Η Ελένη ξεφύσηξε νευρικά. <<Να με συγχίσεις θες; Είναι και ξένοι άνθρωποι κάτω. Έλα, προχώρα κι άσε τις σάχλες>> τη μάλωσε μα η Βαλεντίνη την αγκάλιασε ξανά. <<Κι εσένα σ' αγαπάω βρε γκρινιάρα. Αλλά όχι όσο το μπαμπά μου>>. Η μητέρα της έβαλε τα γέλια.

<<Καλημέρα>> φώναξε ο Άγγελος και μπήκε μέσα στη κούρσα. <<Καλημέρα>> απάντησαν σχεδόν ταυτόχρονα ο Λάμπρος και η Ελένη, κατεβαίνοντας τις σκάλες. <<Να μας τηλεφωνήσεις μόλις φτάσεις, εντάξει;>> της είπε ο πατέρας της κι εκείνη έγνεψε θετικά. Ο Νέστορας πλησίασε τη Βαλεντίνη και τους γονείς της. <<Γεια σας. Πάμε Βαλεντινάκι;>>. Το κορίτσι τους φίλησε ξανά όλους και μπήκε στη κούρσα. Ο Νέστορας έγνεψε και πήγε να φύγει, μα ο δάσκαλος τον έπιασε από τον ώμο και τον σταμάτησε. <<Τη κόρη μου και τα μάτια σου>>. Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του. <<Μην ανησυχείτε>>, <<Ανησυχώ αλλά δεν έχει σημασία. Αφού την καπάρωσες από μικρή, πρόσεχε την τουλάχιστον>>. Ο Νέστορας μπήκε στο αμάξι και όλοι κοίταζαν την κούρσα να απομακρύνεται από τον κήπο. Η Βιολέτα δακρυσμένη, βρήκε καταφύγιο στην αγκαλιά του πατέρα της. <<Μαμά... Σας πειράζει να μείνετε μόνοι σας; Θα κατεβούμε στη Λάρισα, να βρούμε την Ευτυχία κι έλεγα να πάρω και τη μικρή μαζί>> πρότεινε η Ευγενία. <<Χαρά στο πράγμα. Πάρτην να ξεσκάσει. Βιολετάκι, θες να πας;>> τη ρώτησε τρυφερά η Ελένη, μα η μικρή κοίταξε τον πατέρα της. <<Μπαμπά, να πάω;>>, <<Ναι λουλούδι μου, να πας. Άντε να πάρεις τη τσάντα σου>>. Η Βιολέτα ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες και η Ελένη έπιασε τη κοιλιά της Ευγενίας. <<Το νου σου Ευγενία. Μη κουραστείς>>, <<Ξέρω μωρέ μαμά>>, <<Επειδή εγώ ξέρω καλύτερα, στο λέω>>, <<Καλά λέει η μάνα σου. Να προσέχεις το Λενιώ μου>> συμπλήρωσε ο Λάμπρος. <<Κόλλησες κι εσύ με το Λενιώ. Μην τους φέρνετε σε δύσκολη θέση>> τον μάλωσε η Ελένη. <<Αν βγει κόρη Ελένη μου, χαλάλι σου. Να πάρει το όνομα σου, να πάρει και τις χάρες σου>> είπε ο Κώστας κεφάτα και ο δάσκαλος χαμογέλασε με ικανοποίηση. Η Βιολέτα κατέβηκε και οι τρεις τους έφυγαν για τη Λάρισα. Μόλις έμειναν μόνοι, ο Λάμπρος έπιασε από το χέρι την Ελένη και περπάτησαν στην αυλή. Στάθηκαν κάτω από τις έξι λεύκες και εκείνος, την έκλεισε στην αγκαλιά του. Ο δάσκαλος αναστέναξε. <<Γιατί της έχεις τόση αδυναμία;>> τον ρώτησε ήρεμα. Εκείνος την κοίταξε στεναχωρημένα. <<Εγώ ξέρω γιατί έχω στην Ευγενία, εσύ; Γιατί έχεις στη Βαλεντίνη;>>. Ο άντρας την άφησε από την αγκαλιά του και πλησίασε τη κούνια της Βαλεντίνης. <<Γιατί είναι εμείς. Εγώ κι εσύ. Είναι η Ελένη μου. Δυναμική, έξυπνη, γεμάτη ζωή, πεισματάρα, δίκαιη, καλόκαρδη, γεμάτη αγάπη, έτοιμη να μπει πάντα στη μέση, να υπερασπιστεί τον εαυτό της και όσους αγαπάει. Μα όταν την κοιτάς, είμαι εγώ. Είναι η ένωση μας. Το μικρό μας, έχει δική του προσωπικότητα. Σε κανέναν δεν μοιάζει απόλυτα. Όμως η Βαλεντίνη, ναι η Βαλεντίνη μας μοιάζει>>. Η Ελένη χαμογέλασε και τον αγκάλιασε από πίσω. <<Εσύ; Γιατί έχεις τόσο αδυναμία στη μεγάλη;>>. Η Λενιώ χαμήλωσε το βλέμμα. <<Γιατί της το υποσχέθηκα>>, <<Τι;>>, <<Της το υποσχέθηκα. Όταν την χάσαμε, τότε που ήταν μικρή, της είπα πως ότι και να γίνει, εκείνη θα είναι η μεγάλη μου αγάπη>>. Ο Λάμπρος την έκλεισε μέσα στα χέρια του. <<Μόνο για αυτό;>>, <<Η Ευγενία μας διάλεξε. Για τις άλλες, είμαι η μάνα που τις γέννησε. Τους αρέσω; Δεν τους αρέσω; Αυτή είμαι. Η Ευγενία όμως μας βρήκε και αποφάσισε πως θα είμαστε οι γονείς της. Και πάντα ζει με αυτή την ανασφάλεια. Μήπως κάποια μέρα, πάψουμε να είμαστε. Την αγάπη και το φόβο που ένιωσα για αυτό μου το κορίτσι, δεν το ένιωσα για τις μικρές. Και μόνο στον ιδέα πως μπορεί να μην την είχα, τρελαίνομαι. Ζούσα πάντα με το φόβο, μην έρθει κάποιος συγγενής της, κάποιος ξένος και θελήσει να μου την πάρει. Κι έπειτα, είναι η ακτίδα φωτός που ήρθε στη ζωή μας και έκλεισε τις πληγές μου, αγάπη μου. Έκανες τα πάντα για να τις κλείσεις όμως κάποιες δεν έκλειναν. Το παιδί που έχασα, το παιδί που μου πήραν με τη βία και πίστευα πως μου στέρησαν την δυνατότητα να κάνω δικά μου. Αυτό το κοριτσάκι, ήταν που μου γαλήνεψε τη ψυχή, τότε που το είχα τόσο ανάγκη>>. Ο Λάμπρος την αγκάλιασε ξανά και τη φίλησε απαλά και στη συνέχεια με πάθος και ορμή. <<Κι εγώ;>> τη ρώτησε παραπονιάρικα. <<Εσύ είσαι ο άντρας μου. Ο πατέρας των παιδιών μου. Ο καλύτερος μου φίλος. Ο εραστής μου, που περνάμε μαζί παράνομες στιγμές. Εσύ είσαι ο κόσμος μου. Καμία αγάπη δεν συγκρίνεται με τον έρωτα μου για σένα, που με καίει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου>>. Ο δάσκαλος της χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο. <<Σ' αγαπάω Λενιώ μου. Μέχρι τα αστέρια και πίσω. Μακάρι να ζούσα δέκα ζωές και πάλι δεν θα μου έφταναν για να σε χορτάσω. Όσα παιδιά και να σου έκανα, πάντα η αγάπη μου για σένα θα ήταν πάνω απ' όλα>>. Ο Λάμπρος τη φίλησε ξανά και έμειναν εκεί. Αγκαλιασμένοι κάτω από τις λεύκες, μέχρι τα βαθιά γεράματα...

Να 'ξερες πόσα πέρασα για να 'ρθω ως εδώ
Πόσους φόβους προσπέρασα στα μάτια να σε δω
Θέλω να χαρώ μ' όλο το σώμα μου ένα χορό
Μια φορά, μ' αφορά του κόσμου η χαρά... 

Continue Reading

You'll Also Like

465 49 27
Ο Παράνομος Έρωτας της Άννας και του Δημήτρη οι οποίοι θα κάνουν τα πάντα για να είναι μαζί.
198 26 1
Τι ορίζεται ως ανατροπή; Τι ως φως; Μεταξύ εμού και του official φινάλε της "Μάγισσας" υπάρχει μια κάποια διχογνωμία, οπότε είπα να κάνω τα δικά μου...
54.1K 344 22
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
6.9K 560 21
Σε ένα παράλληλο σύμπαν από αυτό της σειράς "Η Μάγισσα", ο Αντρέι και η Θεοφανώ πρέπει να βρουν μια λύση για να σώσουν τις οικογένειές τους πριν να...