Ευγενία

By angry_bird24

66.1K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2

1K 27 5
By angry_bird24

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1971

Ο Λάμπρος παρατηρούσε την Αργυρούλα, που διάβαζε μπροστά στους συμμαθητές, την έκθεση με θέμα «Η μαμά μου». Συνήθως επέλεγε ένα θέμα που να μπορούσαν να αναπτύξουν όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως ηλικίας και τάξης και είχε από τον καθένα διαφορετικές απαιτήσεις: τα μικρότερα παιδιά, απλώς περιέγραφαν πως μοιάζει η μητέρα τους και τι κάνουν μαζί της. Τα μεγαλύτερα έγραφαν για τα συναισθήματα τους απέναντι σε εκείνη, καθώς και για το γενικότερο ρόλο της μητέρας στην οικογένεια. Σκέφτηκε πως δεν του άρεσε αυτό το θέμα, όταν ήταν παιδί.Μία φορά που αναγκάστηκε να το αναπτύξει, ένιωσε πάρα πολύ άβολα γιατί αναγκάστηκε να πει πως είχε χάσει τη μητέρα του και να περιγράψει πως την θυμόταν, την εποχή που ζούσε. Όταν έκατσε πίσω στο θρανίο του. η Ελένη του έπιασε σφιχτά το χέρι, μιας και είχε καταλάβει πόσο άσχημα είχε αισθανθεί ο φίλος της. Η Αργυρώ τελείωσε το διάβασμα και ο δάσκαλος της χαμογέλασε γλυκά. <<Μπράβο Αργυρούλα. Άστην να την διορθώσω αλλά ήταν πολλή καλή προσπαθεια>> της είπε κεφάτα και το κοριτσάκι έγνεψε ευχαριστώντας τον. <<Επόμενος>> έκανε ο δάσκαλος στα παιδιά. <<Μόνο η Ευγενία έχει μείνει, κύριε>> τον ενημέρωσε ο Νικόλας και εκείνος της χαμογέλασε. <<Έλα Ευγενία>> είπε και το παιδί σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα του. <<Πες μας για τη μαμά σου>> της πέταξε παιχνιδιάρικα και της έριξε μια πονηρή ματιά.

<<Τη μαμά μου, τη λένε Ελένη κι είναι η πιο καλή μαμά του κόσμου>> διάβασε η Ευγενία, και ο Λάμπρος ένιωσε μια συγκίνηση μέσα του, μα προσπάθησε να παραμείνει σοβαρός. <<Είναι ψηλή, έχει καστανά μάτια και καστανά μαλλιά και είναι πολλή όμορφη. Είναι αγρότισσα αλλά έχει και ένα εργαστήριο που φτιάχνουν οι εργάτριες τουρσιά. Όταν είμαστε μαζί, μου αρέσει να πηγαίνουμε στο χωράφι μας και να φροντίζουμε τα λαχανικά που έχω στο μποστάνι μου και στο μποστάνι της αδελφής μου, της Βαλεντίνης, που είναι ακόμα μικρούλα και δεν μπορεί και να μαγειρεύουμε μαζί. Η μαμά μου με προσέχει, μου μαθαίνει πράγματα και δε με μαλώνει αλλά την αδελφή μου, τη μαλώνει λίγο γιατί κάνει αταξίες. Την αγαπώ πολύ και θέλω να είναι πάντα χαρούμενη>> τελειώσε το διάβασμα και χαμογέλασε. <<Μπράβο Ευγενία. Λοιπόν, πέρασε η ώρα. Καλό μεσημέρι και τα λέμε αύριο>> είπε ο Λάμπρος στα παιδιά κι εκείνα έφυγαν, χαιρετώντας τον. Το κορίτσι πήγε κοντά του. <<Άριστα μπαμπά;>>, <<Α δεν ξέρω. Θα δω την ορθογραφία σου και θα σου πω>> απάντησε δήθεν αυστηρά κι ύστερα την έβαλε να κάτσει στα γόνατα του. <<Η μαμά τη διάβασε; Θα συγκινηθεί>>, <<Όχι μπαμπά>>, <<Ε θα της τη δώσω να τη διαβάσει, ε; Τι λες;>>, <<Εντάξει>> συμφώνησε κεφάτα. <<Ζήλεψα και λίγο... Θα σας βάλω να γράψετε και για το μπαμπά, για να πεις και για μένα>> πέταξε παιχνιδιάρικα κι η Ευγενία τον φίλησε στο μάγουλο. <<Θα πω ότι είσαι ο καλύτερος μπαμπάς αλλά και ο καλύτερος δάσκαλος του κόσμου>> του είπε και τον αγκάλιασε, τυλίγοντας τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του.

----------------------

<<Η μεγάλη πού είναι;>> ρώτησε ο Λάμπρος την Ελένη, καθώς μιλούσαν στο τηλέφωνο. Η ημέρα ήταν Τετάρτη και ήταν ήδη τρεις μέρες μακριά από το σπίτι της και το Διαφάνι. <<Κάνει μπάνιο. Εσύ που άφησες τις κόρες μας και έχει τόσο ησυχία;>>, <<Στις αδελφές σου. Είχα δουλειές Ελένη μου, τώρα ήρθα σπίτι. Έχουμε και κάμποσα στρέμματα να κοιτάξουμε>>, <<Μπηχτή είναι αυτό; Που έφυγα και άφησα τα χωράφια;>>. Ο δάσκαλος χαμογέλασε. <<Όχι καρδιά μου. Όχι φυσικά>>, <<Οι μικρές;>>, <<Τώρα θα πάω να τις πάρω. Εσείς, πώς είστε; Το κορίτσι μας;>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Καλά είναι. Με το ζόρι βέβαια τη στέλνω στο πανεπιστήμιο, τώρα που είμαι εδώ αλλά δεν θέλω να χάνει μαθήματα>>, <<Να μην την αφήνεις και τα παραμελεί. Και πες της πως την αγαπώ πολύ. Kι εσένα σ' αγαπώ πολύ καρδιά μου και μου λείπεις>>. Η Ευγενία πήγε να μπει στο σαλόνι, μα σταμάτησε απότομα κι έμεινε στο χωλ. <<Κι εμένα μου λείπεις. Και τα κορίτσια μου λείπουν>>, <<Εγώ δεν σου λείπω λίγο παραπάνω;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Ντροπή μωρέ Λάμπρο. Να συγκριθείς με τα παιδιά μας θες;>>, <<Όχι ζωή μου. Σε πειράζω. Πότε θα γυρίσεις;>>, <<Θα δούμε. Ως την Κυριακή θα έχω γυρίσει>> του απάντησε ξεφυσώντας. <<Εντάξει Λενιώ μου. Δεν σε πιέζω. Δώσε ένα φιλί στην Ευγενία μας. Και σ' αγαπώ πολύ>>, <<Κι εγώ καρδιά μου. Καληνύχτα>> είπε γλυκά και έκλεισε το ακουστικό. Η Ελένη έκατσε στο καναπέ και ήπιε μία γουλιά από τον καφέ της, όταν την πλησίασε η Ευγενία χαμογελώντας αμήχανα. <<Εντάξει όλα;>> ρώτησε τη μητέρα της. <<Ζορισμένο τον άκουσα. Πρέπει να τον έχουν πρήξει οι μικρές. Είπε πως σ' αγαπάει πολύ και να σου δώσω ένα φιλί από εκείνον>>. Το κορίτσι ξάπλωσε στον καναπέ και ακούμπησε το κεφάλι της, στα πόδια της μητέρας της, που της χάιδεψε το μέτωπο και τη φίλησε τρυφέρα. <<Μαμά να σε ρωτήσω κάτι;>>, <<Ρώτα με>>, <<Πώς κατάλαβες ότι ήσουν ερωτευμένη με τον μπαμπά;>> τη ρώτησε ντροπαλά. <<Μπα; Μας ενδιαφέρει κάποιο αγόρι και δεν είμαστε σίγουρες;>> απάντηση η Λενιώ και της τσίμπησε το μάγουλο. <<Όχι αλλά, να μην ξέρω; Σε περίπτωση που συμβεί κάτι, να μην το καταλάβω;>>. Η Ελένη έβαλε τα γέλια. <<Θα το καταλάβεις καρδιά μου. Δεν χρειάζονται μαθήματα για αυτά τα πράγματα>>, <<Πώς όμως βρε μαμά;>>, <<Θα είναι η πρώτη σκέψη σου το πρωί και η τελευταία το βράδυ, πριν κλείσεις τα μάτια σου. Θα θες να είσαι συνέχεια μαζί του, θα σου λείπει όταν δεν είστε μαζί και θα ζηλεύεις και μόνο στη σκέψη πως υπάρχει άλλη γυναίκα στη ζωή του>>. Η Ευγενία αναστέναξε νευρικά. <<Τόσο εύκολα τα βλέπεις όλα; Πολλές φορές τα κορίτσια, δεν είναι σίγουρα πως τους ενδιαφέρει κάποιος. Εσύ με τον μπαμπά ήσουν πιο πολύ από σίγουρη. Ήξερες πως είναι ο ένας και μοναδικός>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Δεν ξέρω πόσο άλλαξαν τα πράγματα από τότε που εγώ και ο Λάμπρος ήμασταν νέοι, όμως τα συναισθήματα παραμένουν σταθερά. Αν μια γυναίκα είναι ερωτευμένη με έναν άντρα, η σκέψη πως θα τον χάσει και δεν θα είναι στη ζωή της, πρέπει να την τρελαίνει. Δεν έχει σημασία αν θα αντέξει μακριά του, αν θα ερωτευτεί ξανά, την ώρα όμως που νιώθει πως τον χάνει, χάνει και τον κόσμο της>>, <<Έτσι λες;>> ρώτησε με απορία η Ευγενία. <<Έτσι είναι καρδιά μου>>. Το κορίτσι δεν συνέχισε τη κουβέντα.

<<Καλησπέρα Ευγενία>> είπε ψυχρά ο Κώστας την Πέμπτη το μεσημέρι, βλέποντας το κορίτσι να βγαίνει βιαστικό από την φιλοσοφική σχολή. Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη κι έπειτα χαμογέλασε. <<Επ, καλώς τον>> είπε χαρούμενα. <<Τώρα τελείωσες; Μέρες δεν σε έχω πετύχει>>, <<Ναι μωρέ, είναι ακόμα εδώ η μητέρα μου και δεν θέλω να την αφήνω μόνη της>>. Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι αδιάφορα. <<Να πιούμε έναν καφέ; Θέλω να σου πω>> της πρότεινε. <<Μωρέ, περιμένω να έρθει να με πάρει. Θα πάει για φαγητό με την υπεύθυνη ενός γυναικείου συνεταιρισμού και...>>, <<Και πρέπει να πας μαζί Τζένη; Μαζί τα πουλάτε τα τουρσιά;>> ρώτησε εκνευρισμένα. <<Γιατί μιλάς έτσι; Της είπα θα πάω κι εγώ, δεν μπορώ να το πάρω πίσω τώρα. Όπου να ναι, έρχεται>>, <<Όπως θες>> της απάντησε γεμάτος νεύρα και ανέβηκε στο μηχανάκι του. Εκείνη του έπιασε το χέρι τρυφερά. <<Θα σου τηλεφωνήσω>> του είπε, χαμογελώντας αμήχανα. <<Μη μπαίνεις σε κόπο>> απάντησε, τράβηξε πίσω τη μηχανή και έφυγε από κοντά της.

Ήταν Παρασκευή μεσημέρι, όταν ο Λάμπρος άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα ταραγμένος, κρατώντας τις τσάντες της Βιολέτας και της Βαλεντίνης. <<Είναι φυσιολογικό τώρα αυτό; Μήπως να πάμε σε κανένα γιατρό;>> ρώτησε αγχωμένα τη Βαλεντίνη που κάθισε σε μία καρέκλα και έπιασε τη κοιλιά της. Η μεσαία του κόρη, τον είχε ειδοποιήσει να πάει να την πάρει από το γυμνάσιο στη Λάρισα γιατί ένιωθε έντονες κράμπες, λόγω περιόδου. <<Κάθε φορά έτσι πονάω. Ξέρεις πόσες φορές έχει έρθει να με πάρει η μαμά από το σχολείο;>> του απάντησε εκνευρισμένα και ο Λάμπρος ξεφύσηξε νευρικά και πήγε προς το τηλέφωνο. <<Τώρα θα είναι σπίτι;>> μονολόγησε και έπιασε το ακουστικό. Η Ευγενία σήκωσε το τηλέφωνο. <<Έλα κοριτσάκι μου, σπίτι είστε; Δόξα τω Θεώ>>, <<Έλα μπαμπά, τι έπαθες;>> ρώτησε η κοπέλα. <<Η μάνα σου είναι εκεί;>>, <<Ναι, μέσα είναι. Μισό λεπτό να την φωνάξω>>  του είπε κι εκείνος περίμενε για λίγο στη γραμμή. <<Έλα Λάμπρο, τι έγινε;>>, <<Τι να γίνει; Η Βαλεντίνη έχει τα ρούχα της και πονάει. Πήγα και την πήρα από το σχολείο>>. Η Ελένη έμεινε ατάραχη. <<Ναι, είναι οι μέρες της. Ας πάρει ένα παυσίπονο, κάντης και ένα ζεστό και να ξαπλώσει. Να τυλίξει και μια κουβέρτα στη κοιλιά της, να μην κρυώνει. Εμένα πήρατε να σας πω τι να κάνετε; Δεν ξέρει η προκομμένη μας;>> ρώτησε η Ελένη και ο Λάμπρος κοίταξε τη κόρη του. <<ΠΕΣ ΤΗΣ ΝΑ ΡΘΕΙ. Αρκετά έκανε ντόλτσε βίτα με την Τζένη στη Θεσσαλονίκη. Έχει κι ένα σπίτι, μπα και το ξέχασε;>> φώναξε η Βαλεντίνη και ο πατέρας της, της έγνεψε να σιωπήσει. <<Εντάξει Ελένη μου, εντάξει. Θα δω τι θα κάνω. Τα λέμε>> της είπε βιαστικά και έκλεισε το ακουστικό. Έπειτα έκατσε σε μία καρέκλα και πήρε τη Βιολέτα στα πόδια του. <<Τι θα φάτε; Να σας κάνω μια μακαρονάδα;>> ρώτησε με απελπισία. <<Μπαμπά θα πας να μας πάρεις σουβλάκια;>> πρότεινε με παράπονο η Βαλεντίνη. <<Ναι, ναι κι εγώ θέλω μπαμπά>> συμπλήρωσε η μικρή και ο δάσκαλος πήρε βαθιά ανάσα. <<Τι σουβλάκια βρε κορίτσια μες το μεσημέρι; Να κατέβω πάλι στη Λάρισα; Δεν με λυπάστε;>>, <<Έλα μπαμπά, σε παρακαλούμε. Εγώ δεν θέλω μακαρόνια πάλι>> είπε η Βαλεντίνη. <<Ούτε κι εγώ!>>. Ο Λάμπρος σηκώθηκε νευρικά. <<Μάλιστα. Σουβλάκια, σουβλάκια. Αφού δεν είναι εδώ η μάνα σας, να σας κάνει καλά>> μονολόγησε. <<Α μπαμπά, να μας πάρεις και ότι μας υποσχέθηκες προχτές. Και το περιοδικό>>, <<Αφού δεν κοιμηθήκατε! Ξύπνιες σας βρήκα!>>, <<Μα θα χάσω τη συνέχεια! Η μαμά μου το παίρνει!>> διαμαρτυρήθηκε η Βαλεντίνη. <<Δεν τα θυμάμαι κόρη μου, όλα αυτά που θέλετε!>>, <<Πάρε και τη Βιολέτα μαζί!>>. Το κοριτσάκι άρχισε να χοροπηδάει χαρούμενο. <<Ναι ναι, πάμε. Θέλω να πάρω τις σοκολάτες με τη φράουλα>>. Ο Λάμπρος φόρεσε το παλτό του βιαστικά. <<Μου φαίνεται θα πάω κι εγώ καμιά εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη, να ηρεμήσω και θα μείνετε με τη μάνα σου που σας κουμαντάρει>> τους είπε και έκανε νόημα στη μικρή να φύγουν.

Η Ελένη έβαλε το πιάτο της στο τραπέζι και έκατσε δίπλα στην Ευγενία. <<Να φάμε και θα κατέβουμε στην αγορά, να πάρω κάτι τελευταία πράγματα. Θα γυρίσω στο σπίτι αύριο το πρωί>>. Το κορίτσι την κοίταξε στεναχωρημένα. <<Γιατί βρε μαμά; Κάτσε ως την Κυριακή έστω>> της ζήτησε με παράπονο. <<Αποκλείεται. Ο πατέρας σου έχει απελπιστεί και για να ζητάει η Βαλεντίνη να γυρίσω, είναι σκούρα τα πράγματα>>. Η Ευγενία συνέχισε να τρώει μουτρωμένα και η Ελένη της έπιασε το χέρι. <<Παρέες δεν έχεις εδώ; Οι φιλενάδες σου; Η Ρίτα; Τόσες μέρες είμαι και δεν βγήκες για έναν καφέ>> τη ρώτησε τρυφερά. <<Είναι δυνατόν να είσαι εσύ εδώ και να βγαίνω βόλτες για καφέ; Θέλω να σε χαρώ>> της απάντησε χαμογελώντας. <<Εγώ θέλω να περνάς καλά εδώ. Νιώθω πως μόνο το σώμα σου είναι εδώ και το μυαλό σου είναι στη κάμαρη σου στο Διαφάνι. Θέλω να κάνεις και φιλίες και σχέση και όλα, όπως τα κορίτσια στην ηλικία σου. Εμείς είμαστε εκεί Ευγενία και θα είμαστε πάντα. Κι εγώ, κι ο μπαμπάς, κι οι αδελφές σου και οι θείες σου, και όλοι. Αυτά τα χρόνια, τα ανέμελα, θέλω να τα εκμεταλλευτείς κοριτσάκι μου, πριν έρθουν οι υποχρεώσεις>>. Τα μάτια της Ευγενίας, γέμισαν δάκρυα. <<Δεν μπορώ μακριά σας>>, <<Κακώς! Δεν είσαι μακριά μας. Δίπλα μας είσαι και πάλι. Κι εμένα μου λείπεις αγάπη μου, κι εγώ στεναχωριέμαι κάθε φορά που μαγειρεύω το αγαπημένο σου φαγητό και δεν είσαι εκεί να φας, ή πάμε κάπου όλοι και δεν είσαι μαζί με τις αδελφές σου, όμως η ζωή δεν μένει στάσιμη. Κι εγώ θέλω οι κόρες μου, που έχουν όλα αυτά που εγώ στερήθηκα, να ζήσουν όσο πιο γεμάτα και όμορφα μπορούν. Η κάμαρη σου, το κρεβάτι σου, η λεύκα σου με την κούνια στην αυλή, είναι εκεί και σε περιμένουν. Θες να γυρίσεις μαζί μου στο Διαφάνι; Έλα. Όμως είμαι σίγουρη πως μετά από χρόνια, θα μετανιώσεις που δεν άρπαξες τις ευκαιρίες όσο ήσουν φοιτήτρια και νέα>>. Το κορίτσι σκούπισε τα μάτια του και της έγνεψε θετικά.

<<Βαρέθηκα. Πότε θα έρθει η μαμά;>> ρώτησε η Βαλεντίνη, κουνώντας νευρικά το πόδι της που κρεμόταν από το κρεβάτι. Ήταν Σάββατο πρωί και ο Λάμπρος με τα κορίτσια, είχαν μείνει στο σπίτι, όπου επικρατούσε μία ανία. Ο πατέρας της, καθόταν δίπλα της, μαζί με την Βιολέτα που έπαιζε βαριεστημένα με δύο κούκλες. <<Εσύ είπες πως σου αρέσει η ησυχία>> της απάντησε η αδελφή της. <<Άλλαξα γνώμη. Άντε να έρθει, να έχω κάποιον να τσακώνομαι, να περνάει η ώρα>> δήλωσε παραπονεμένα. <<Καρδιά μου, τι λόγια είναι αυτά;>> τη μάλωσε ο Λάμπρος. Η Ελένη που είχε μπει, αθόρυβα στο σπίτι και τους χάζευε πίσω από την μισάνοιχτη πόρτα, μπήκε στο δωμάτιο. <<Μπα, γι' αυτό θες τη μάνα σου; Να έχεις κάποιον να μαλώνεις;>> ρώτησε ειρωνικά και τα κορίτσια ενθουσιάστηκαν που την είδαν. <<ΜΑΝΟΥΛΑ!!>> τσίριξε η Βιολέτα, και ανασηκώθηκε στα δυο της γόνατα. Η Λενιώ έκατσε στο κρεβάτι και το κοριτσάκι κλείστηκε στην αγκαλιά της. <<Μαμά μας έλειψες>> της είπε και η μητέρα της, τη φίλησε στο κεφάλι. <<Κι εμένα μου λείψατε>> τους απάντησε. Ο Λάμπρος της χαμογέλασε πλατιά και η Βαλεντίνη τη πλησίασε για να της φιλήσει το μάγουλο. <<Πονάς;>> έκανε η Ελένη. <<Καλύτερα είμαι>> απάντησε το κορίτσι γελώντας. <<Μαμά μαμά, τι μας έφερες;>>, <<Κάτι έφερα αλλά δεν θα ανοίξετε τίποτα, αν δεν μαζέψετε το τραπέζι στη κουζίνα. ΤΙ ΧΑΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ; Φάγατε πρωινό και αφήσατε τα πιάτα; Βαλεντίνη ανοικοκύρευτη τελείως είσαι μου φαίνεται. Άντε να τα μαζέψετε και μετά θα δούμε αν θα σας τα δώσω>> τους δήλωσε αυστηρά, μα η Βαλεντίνη πετάχτηκε πρόθυμα από το κρεβάτι. <<Ντάξει, το παραδέχομαι. Μου έλειψαν αυτά!>> είπε και έφυγε για την κουζίνα. Η Βιολέτα την ακολούθησε και ξεκίνησαν να μαζεύουν το τραπέζι. Ο Λάμπρος έσκυψε κοντά στο πρόσωπο της και τη φίλησε με πάθος. <<Κι εμένα μου έλειψαν αυτά>> συμπλήρωσε και η Λενιώ χαμογέλασε πονηρά. <<Δεν τα βγάζω πέρα Ελένη μου, το παραδέχομαι. Ξέρεις πόσες φορές σκεφτόμουν πως ήθελα να βγεις από τη κάμαρη και να τους βάλεις τις φωνές;>>. Η γυναίκα έβαλε τα γέλια. <<Τα παιδιά θέλουν χαλινάρι. Όχι μόνο χατίρια και κανακέματα. Αλλά μόνο για να κοιτάζω τα παιδιά σου έλειψα;>> τον ρώτησε με παιχνιδιάρικο ύφος. Εκείνος τη φίλησε ξανά. <<Θες να σου δείξω πόσο μου έλειψες;>>, <<Αργότερα. Κάτσε να βάλω σε μια τάξη το σπίτι, να κοιμηθούνε τα παιδιά και θα μου δείξεις>> του είπε, κλείνοντας το μάτι.

Η Ευγενία καθόταν σε ένα παγκάκι, έξω από το Ελ Πάσο, το γνωστό μπιλιαρδάδικο που μαζευόντουσαν οι φοιτητές της Θεσσαλονίκης και περίμενε τον Κώστα να φτάσει. Την είχε ειδοποιήσει η Ρίτα πως η παρέα θα μαζευόταν εκεί το μεσημέρι του Σαββάτου. Από το προηγούμενο βράδυ η Ευγενία ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε καλά μεταξύ τους γιατί όσο κι αν τον αναζήτησε στο τηλέφωνο για να τον ενημερώσει για την αναχώρηση της μητέρας της, δεν τον βρήκε ενώ ούτε μπήκε στο κόπο να της πει για τη μάζωξη της παρέας στο μαγαζί. Λίγο πριν τις 14:00, ο Κώστας πάρκαρε το μηχανάκι του μπροστά στην είσοδο και η Ευγενία τον πλησίασε ντροπαλά. <<Καλησπέρα>>. Εκείνος την κοίταξε με περιέργεια. <<Τι κάνεις εσύ εδώ;>>, <<Μου είπε η Ρίτα πως κανονίσατε κι αν θέλω να έρθω...>>, <<Και ήρθες;>> ρώτησε αδιάφορα. <<Γιατί να μην έρθω;>>, <<Τη μάνα σου πού την άφησες;>>, <<Γύρισε στο χωριό>>, <<Α μάλιστα>> είπε ειρωνικά και πήγε να μπει στο μαγαζί. Το κορίτσι τον σταμάτησε. <<Δεν θα μου πεις να πάμε μέσα;>>, <<Δεν σε κάλεσα εγώ. Αν θες, μπες. Σάμπως δικά μου είναι τα μπιλιάρδα του Χρήστου;>>. Η Ευγενία χαμήλωσε το βλέμμα με παράπονο. <<Έχει συμβεί κάτι;>>. Ο Κώστας θύμωσε. <<Δεν ξέρω ρε συ Τζένη, δεν μας λες εσύ;>>, <<Εγώ εσένα ρώτησα>>. Ο άντρας ξεφύσηξε νευρικά. <<Μια εβδομάδα με έχεις γραμμένο, δεν τηλεφωνείς, δεν έρχεσαι καν να με βρεις στη σχολή μου, και με ρωτάς αν έχει συμβεί κάτι;>>, <<Μα... Μα ήταν εδώ η μητέρα μου!>>, <<Ε ΚΑΙ; Ζευγάρι ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ πως είμαστε Τζένη. Ούτε ένα τηλέφωνο; Εγώ ήρθα πόσες φορές να σε βρω στο μάθημα σου, ρώτησα για σένα. Δεν τηλεφώνησα για να μην ενοχλήσω, για να μη σε φέρω σε δύσκολη θέση. Εσύ τι έκανες Τζένη;>> τη ρώτησε γεμάτος θυμό. Το κορίτσι έμεινε αμίλητο. <<Θα σου πω εγώ τι έκανες. Τίποτα>>. <<Κώστα...>> ψέλλισε. <<Άστο Τζένη. Άστο, δεν... Κακώς επέμενα κι εγώ>>, <<Τι εννοείς;>>, <<Ότι δεν θες να είμαστε μαζί. Σε πίεσα, δέχτηκες όμως στην πραγματικότητα δεν θες. 1.5 μήνα σχεδόν και είσαι συνέχεια ψυχρή μαζί μου. Έρχεται η μητέρα σου και με αγνοείς. Δεν χρειάζεται να πεις κάτι, είναι παραπάνω από εμφανές τι νιώθεις>>, <<Δεν τα πιστεύεις αυτά>> του είπε με δάκρυα στα μάτια. <<Η αλήθεια είναι. Ας μην το ζορίζουμε άλλο. Δεν θα σε ενοχλήσω ξανά. Μείνει ήσυχη>> της ξεκαθάρισε και μπήκε στο μαγαζί. Η Ευγενία έκατσε στο παγκάκι και έβαλε τα κλάματα.

Η Ελένη έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο της Βαλεντίνης, που είχε ήδη σχεδόν κοιμηθεί και πλησίασε το κρεβάτι της Βιολέτας. Το κοριτσάκι έσφιξε δυνατά τη κούκλα στην αγκαλιά της ενώ δίπλα της βρισκόταν ο αρκούδος που είχε κερδίσει η Ευγενία στο λούνα παρκ. Η Λενιώ έσκυψε δίπλα της και της χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο. <<Η Ευγενία μου είπε να σου δώσω ένα πολύ μεγάλο φιλί κι όταν έρθει, θα σε πάρει να κοιμηθείτε αγκαλια γιατί της έλειψες>> της είπε η μητέρα της και η Βιολέτα χαμογέλασε ευχαριστημένα. <<Κι εμένα μου λείπει πολύ μανούλα γιατί είναι η καλύτερη αδελφή του κόσμου. Αλλά κι εσύ μου έλειψες που ήσουν στη Θεσσαλονίκη>>, <<Είχατε το μπαμπά βρε καρδούλα μου. Μεγάλες κοπέλες είστε>>, <<Εγώ θέλω και τους δύο και τη Τζένη μας. Να είμαστε όλοι μαζί>>. Η Λενιώ τη φίλησε τρυφερά. <<Θα είμαστε λουλουδάκι μου. Θα κάνεις υπομονή και θα είμαστε. Και μη το λες συνέχεια στην Ευγενία γιατί στεναχωριέται κι εκείνη>>, <<Δεν της αρέσει η Θεσσαλονίκη; Να έρθει πίσω>>, <<Της αρέσει αλλά της αρέσει περισσότερο εδώ. Εκεί όμως δεν είναι επειδή της αρέσει, είναι γιατί σπουδάζει στο πανεπιστήμιο για να γίνει καθηγήτρια και να μαθαίνει τα παιδάκια γράμματα, σαν το μπαμπά. Άντε τώρα να κοιμηθείς>> της είπε και τη σκέπασε καλύτερα με τη κουβέρτα. <<Μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;>>, <<Τελευταίο, ε;>>, <<Η Τζένη κοιμάται ακόμα με το Μπούμπη στη Θεσσαλονίκη;>>. Η γυναίκα έβαλε τα γέλια. <<Εννοείται. Τον έχει στο κομοδίνο της. Μπορεί η Ευγενία χωρίς τον Μπούμπη; Δεν μπορεί>> της απάντησε και τη φίλησε ξανά. <<Καληνύχτα μανούλα>> της είπε η μικρή και η Ελένη έσβησε το φως.

Η Ελένη βγήκε από το δωμάτιο των κοριτσιών και άκουσε τον ήχο από το νερό που έτρεχε στο μπάνιο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Λάμπρος γύρισε απότομα. <<Εσύ είσαι; Τρόμαξα>> της είπε και συνέχισε να μπλέκει τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά του. Η Λενιώ χάζεψε λίγο το γυμνό του κορμί που άστραφτε κάτω από το νερό. Ο άντρας της ήταν ακόμα πάρα πολύ όμορφος και πολλά γυναίκεια βλέμματα, γυρνούσαν στο πέρασμα του. Γύρισε το κλειδί στη πόρτα για να κλειδώσει και άρχισε να βγάζει τα ρούχα της σιγά σιγά. Εκείνος έμεινε άλαλος και την κοιτούσε. Έβγαλε το παντελόνι και τη μπλούζα της, έπειτα το φανελάκι της, έλυσε τον στηθόδεσμο της και άφησε το εσώρουχο να πέσει στο πάτωμα. Πλησίασε τον Λάμπρο και μπήκε κάτω από το νερό. Κόλλησαν τα χείλη τους και φιλήθηκαν με ορμή. <<Μου έλειψες>> της ψιθύρισε, χαιδεύοντας την πλάτη της. <<Εμένα περισσότερο>> απάντησε εκείνη, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. <<Τις νύχτες κυρίως>> ψέλλισε εκείνος πιέζοντας τους μηρούς της με τα χέρια του. Η γυναίκα τον φίλησε στο στέρνο, κάνοντας τον να ανατριχιάσει και γονάτισε μπροστά του. Ο Λάμπρος πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από τα βρεγμένα της μαλλιά και πίεσε το κεφάλι της επάνω του. Ανάσαινε βαριά και σχεδόν ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν στην περιποίηση της. Δεν ήθελε να την αφήσει πολύ σε εκείνη τη θέση. Δεν ήθελε να νιώθει μόνο εκείνος ηδονή. Την τράβηξε επάνω και με μία σπασμωδική κίνηση, πέταξε όλα τα μπουκαλάκια, που βρισκόντουσαν στο χτιστό ράφι στο πάτωμα, τη σήκωσε και την ακούμπησε πάνω. <<Θα ξυπνήσουν τα παιδιά>> ψέλλισε εκείνη ενώ της φιλούσε λαίμαργα το στήθος. Ο άντρας δεν άντεχε άλλη αναμονή και βυθίστηκε μέσα της γρήγορα. Σχεδόν βίαια. Παρόλα αυτά, ακόμα και ο μικρός πόνος που ένιωσε η Ελένη, την έκανε να τον ποθεί ακόμα περισσότερο. Η ένωση τους ήταν παθιασμένη, γεμάτη ένταση και ορμή. Η Λενιώ βογκούσε έντονα κι ο άντρας της έκλεισε το στόμα, με το χέρι του. <<Θα μας ακούσουν>> της ψιθύρισε, χωρίς να σταματήσει την ένωση τους. Κανένας δεν μπορούσε να συγκρατηθεί για πολύ και το πάθος ήταν πάρα πολύ έντονο που κόπασε σύντομα. Ο Λάμπρος την κατέβασε προσεκτικά από το ράφι και στάθηκαν κάτω από το νερό που έτρεχε. Τη φίλησε παιχνιδιάρικα στη μύτη κι εκείνη έβαλε τα γέλια και κλείστηκε στην αγκαλιά του.

<<Είσαι με τα καλά σου κυρά μου;>> ρώτησε η Ευτυχία, καθώς έβαφε κατακόκκινα τα νύχια της  με το ακουστικό ακουμπισμένο στον ώμο της. Η Ευγενία ρούφηξε ξανά τη μύτη της. <<Λες να πήρα μες το βράδυ να σου κάνω χωρατά;>>, <<Καλά βρε Τζένη είναι δυνατόν; Δίκιο έχει ο άνθρωπος, τον έγραψες στα παλιά σου τα παπούτσια>>, <<Τι να κάνω μωρέ Ευτυχία; Ήταν εδώ η μητέρα μου και...>>, <<Και δεν μπορούσες να πάρεις ένα τηλέφωνο; Να πας μέχρι τη σχολή του; Όλη μέρα μαζί με την Ελένη ήσουν; Μη μου λες εμένα δικαιολογίες. Ήρθε η μανούλα σου και ξεχάστηκες>>. Η Ευγενία έπνιξε έναν λυγμό. <<Ντάξει. Δίκιο έχεις. Αλλά ξέρεις πόσο ήθελα να έρθει και πόσο μου έχουν λείψει οι δικοί μου και...>>, <<Καλά καλά καλά. Σάμπως εμένα πρέπει να πείσεις; Τον Κωστάκη πρέπει που σε παράτησε>>, <<Τώρα... Πάει>> της απάντησε πικραμένα. <<Η υπερβολική δεσποινίς Σεβαστού. Έλα καλέ, έναν καβγά είχατε. Έτσι διαλύονται οι σχέσεις; Κι αυτός θέλει να δει πως θα αντιδράσεις Ευγενία. Αν ενδιαφέρεσαι. Ενδιαφέρεσαι;>>. Το κορίτσι έμεινε αμίλητο και άπλωσε τα πόδια της πάνω στον καναπέ. <<ΠΕΣ ΜΩΡΗ! Ενδιαφέρεσαι; Μη κάνεις σα τη χήρα στο κρεβάτι. Αν δεν σε νοιάζει, τι κάθεσαι και κλαις και κρατάς εμένα στο ακουστικό που με περιμένει ο Νίκος>>. Η Ευγενία πήρε βαθιά ανάσα και δαγκώθηκε νευρικά. <<Ενδιαφέρομαι>> δήλωσε ξεκάθαρα. <<Άντε και μας έσκασες. Κοιμήσου τώρα και το πρωί, πάνε να τον βρεις. Και να σου πω και κάτι τελευταίο; Αλλά δεν θα παρεξηγηθείς>>, <<Είναι δυνατόν να παρεξηγηθώ μαζί σου;>>, <<Κοίτα και την δική σου ζωή. Κι η μάνα σου σας λατρεύει αλλά μόνες σας λέτε πως με τον πατέρα σου ακόμα είναι στα μέλια. Μην κολλάς σε εκείνους. Άσε την Ευγενία και κοίτα λίγο τη Τζένη. Εντάξει;>>. Το κορίτσι χαμογέλασε γλυκά. <<Ντάξει>> απάντησε αποφασιστικά.

Ο Λάμπρος καθόταν πίσω από την Λενιώ στο κρεβάτι, τυλιγμένος με το μπουρνούζι του και τη χάζευε να χτενίζει τα βρεγμένα της μαλλιά. <<Μήπως κρυώνεις καρδιά μου;>> τη ρώτησε, χαϊδεύοντας τον λαιμό της μα εκείνη του έγνεψε αρνητικά και συνέχισε το βούρτσισμα. <<Είχες δίκιο πάντως. Χρειάζεται και η ανανέωση. Δεν με έχεις συνηθίσει σε επισκέψεις, στο μπάνιο...>> της είπε πονηρά κι εκείνη γέλασε. <<Ήταν ξαφνικό>> του απάντησε ντροπαλά. Εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη πλάτη της και σταύρωσε μπροστά στη κοιλιά της. <<Μου έλειψες πάρα πολύ. Μας έλειψες πάρα πολύ>>. Η Ελένη τον κοίταξε στα μάτια. <<Δεν το περίμενα να σου πω. Εντάξει για σένα όμως οι μικρές... Πίστευα θα χαιρόντουσαν που ηρέμησαν από μένα>>. Ο Λάμπρος ανακάθισε. <<Τι είναι αυτά που λες; Τι κουταμάρες είναι αυτές; Τα παιδιά μας σε λατρεύουν>>, <<Δεν είπα πως δεν με αγαπάνε αλλά... Ε τις ζορίζω λίγο>>. Ο δάσκαλος έπιασε το πρόσωπο της με τα χέρια του και τη φίλησε απαλά. <<Και σε αγαπάνε και τους λείπεις και θέλουν δίπλα τους τη μαμά τους, που μπορεί να είναι λίγο αυστηρή αλλά πεθαίνει για εκείνες και ξέρει πάντα τι να κάνει είτε είναι άρρωστες, είτε στεναχωρημένες, είτε πεινούν, είτε οτιδήποτε>>. Η Ελένη χαμήλωσε το βλέμμα συγκινημένη. <<Τι σκέφτεσαι; Την Ευγενία;>> τη ρώτησε τρυφερά κι εκείνη έγνεψε θετικά. <<Ναι. Κάθε φορά που την αφήνω, σπάει η καρδιά μου. Σαν τότε που ήταν μικρή και την αφήναμε στο ίδρυμα. Κάθε φορά διαλυόμουν μέσα μου>>. Ο Λάμπρος ξεφύσηξε. <<Τι λόγια είναι αυτά καρδιά μου; Σπουδάζει το κορίτσι μας, μη λες τέτοια. Κι απόψε, είναι η νύχτα μας, ε; Άστα τα παιδιά. Οι μικρές κοιμούνται, μπορεί κι η μεγάλη, κι εσύ αγχώνεσαι από αύριο πάλι>> της είπε περνώντας το χέρι του μέσα από το μπουρνούζι της και χαϊδεύοντας το στήθος της. Η Ελένη αναρίγησε και τέντωσε το κορμί της πάνω του.

Ο Άγγελος βγήκε βιαστικά από την πολυκατοικία, την επόμενη μέρα το πρωί, όταν είδε με την άκρη του ματιού του, την Ευγενία να κάθεται σε ένα πεζούλι πλάι στο κτίριο. <<Επ, τι κάνεις εσύ εδώ;>> τη ρώτησε εύθυμα κι εκείνη χαμογέλασε ντροπαλά. <<Καλημέρα. Ο Κώστας; Είναι πάνω;>>, <<Πάνω είναι. Εσύ; Πώς κι από δω;>> έκανε πονηρά. <<Είναι μόνος; Θα μπορούσα να...>>, <<Κάνε δουλειά σου. Εγώ πάω για καφέ>> της απάντησε και άνοιξε την εξώπορτα. <<Ευχαριστώ>>. Ο Άγγελος τη σταμάτησε λίγο πριν μπει. <<Να σου πω, Τζενάκι. Το ξαδελφάκι μου, κόβει φλέβες για χατίρι σου. Αν δεν πολυγουστάρεις την ιστορία μεταξύ σας, άστον να βρει αλλού τη τύχη του>> της είπε κι εκείνη έγνεψε καταφατικά.

Ο Κώστας, όπως κάθε Κυριακή, καθόταν στον καναπέ με το τρανζιστοράκι του και συμπλήρωνε αδιάφορα ένα δελτίο Προπό, όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. <<Τι ξέχασε πάλι;>> μονολόγησε και σηκώθηκε βαριεστημένα. Ανοίγοντας, αντίκρισε μπροστά του την Ευγενία που τον κοιτούσε, σχεδόν τρέμοντας. Τα μεγάλα γαλάζια της μάτια ήταν λίγο υγρά. Ο Κώστας την κοίταξε για μία στιγμή. Ηταν πανέμορφη. <<Αν ήταν λίγους πόντους πιο ψηλή, σίγουρα θα έβγαινε Star Hellas>> σκέφτηκε. <<Τι θες εδώ;>> τη ρώτησε απότομα. <<Να περάσω;>> ψέλλισε το κορίτσι κι εκείνος παραμέρησε για να μπει μέσα. <<Μου άνοιξε ο Άγγελος που έφευγε και μπήκα στη πολυκατοικία>> τον ενημέρωσε, προσπαθώντας να βρει κάτι να πει. <<Αα. Εγώ άλλο σε ρώτησα. Έχει συμβεί κάτι;>> επέμενε εκείνος. Η Ευγενία έκατσε δειλά στην άκρη του καναπέ και χαμήλωσε το βλέμμα της. <<Ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη>>, <<Συγνώμη για ποιο πράγμα;>>, <<Για τον τρόπο που σου φέρθηκα. Δεν... Δεν ξέρω τι με έπιασε και ξεχάστηκα όσο ήταν εδώ η μητέρα μου. Ότι και να πεις, έχεις δίκιο>>. Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Ωραία. Τώρα ηρέμησα. Αυτό ήρθες να μου πεις Τζένη;>>, <<Ναι και..>>, <<Το ξέρω ότι έχω δίκιο και ξέρω πως το ξέρεις. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα μας. Η αδιαφορία σου είναι. Τι νόημα έχει να είσαι εδώ; Αν με νοιαζόσουν έστω λίγο, θα έπαιρνες ένα τηλέφωνο. Δεν θα σε ενοχλούσα, ούτε θα είχα απαιτήσεις ξέροντας πως είναι εδώ η μητέρα σου. Όμως δεν νοιάζεσαι, γι' αυτό δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε>>. Η Ευγενία πετάχτηκε όρθια, με δάκρυα στα μάτια και τον κοίταξε θυμωμένα. <<ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΥΤΟ>>, <<Άστο Ευγενία. Μην το συνεχίζεις>>, <<Πες... Πες καλύτερα πως με βαρέθηκες κι έψαχνες αφορμή>> του πέταξε γεμάτη νεύρα κι εκείνος σηκώθηκε πάνω έξαλλος. <<ΘΑ ΜΟΥ ΡΙΞΕΙΣ ΚΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΑΠΟ ΠΑΝΩ;>>, <<Όχι αλλά αν... αν ενδιαφερόσουν, θα το συζήταγες μαζί μου. Δεν θα με έδιωχνες συνέχεια, δίχως να με ακούσεις καν>>, <<Και τι ακριβώς έχεις να μου πεις ρε Τζένη για να σε ακούσω; Συγνώμη και πως έχω δίκιο; ΕΧΕΙΣ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΜΗΠΩΣ;>> της φώναξε δυνατά. Το κορίτσι για μία στιγμή πάγωσε, μα στη συνέχεια τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον φίλησε με πάθος. Πρώτη φορά τον φιλούσε τόσο έντονα. Ο Κώστας ξαφνιάστηκε, μα ανταπέδωσε, το γεμάτο ένταση, φιλί, τυλίγοντας τα χέρια του στη μέση της. Το κορίτσι έκανε μερικά βήματα πίσω, κρεμασμένη από το λαιμό του κι εκείνος κατέβασε τα χέρια κάτω από τους μηρούς της και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Η Ευγενία τυλίχθηκε γύρω του ενώ ο Κώστας την κόλλησε με δύναμη στο τοίχο. Τράβηξε με δύναμη το πουλόβερ της και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. Το κορίτσι, ανατρίχιασε μα έκανε το ίδιο με το δικό του. Τη φιλούσε στο λαιμό και το στέρνο και κατέβαινε πιο χαμηλά στο μπούστο της. Ξεκούμπωσε τον στηθόδεσμο της και άφησε ελεύθερο το στήθος της μπροστά του. Η Ευγενία αυθόρμητα τράβηξε το κεφάλι του στο στήθος της και ο άντρας δεν έχασε την ευκαιρία να ακουμπήσει πάνω της λαίμαργα τα χείλη του. Έπειτα μετακινήθηκε, κρατώντας την πάντα στην αγκαλιά του από τον τοίχο, αφήνοντας την στο κρεβάτι και κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Το μισό κορμί της ήταν ξαπλωμένο, μα τα πόδια της κρεμόντουσαν στο πάτωμα. Ο Κώστας φιλούσε το σώμα της και κατέβασε το χέρι του να ανοίξει το κουμπί από το παντελόνι της. Το κορίτσι ανακάθισε. <<Φοβάμαι λίγο>> είπε δειλά μα εκείνος πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της. <<Όχι καρδιά μου. Μη φοβάσαι>> της απάντησε. Η Ευγενία έκλεισε τα μάτια της από ντροπή, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Την άγγιξε στιγμιαία στη προσπάθεια του να βγάλει το παντελόνι και το εσώρουχο της κι εκείνη αναστέναξε.  Λίγες στιγμές αργότερα, ξάπλωσε το κορμί του πάνω στο δικό της και ανασήκωσε τα πόδια της. Το κορίτσι, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της, ένιωσε έναν μικρό πόνο μα τύλιξε τα χέρια της στον λαιμό του και τον άφησε να  την παρασύρει στον έρωτα. 

Η Ελένη άνοιξε το φούρνο να κοιτάξει το φαγητό και τον έκλεισε βιαστικά, όταν μπήκε ο Λάμπρος στο σπίτι. <<Τι φτιάχνεις; Ωραία μυρίζει>> τη ρώτησε, αφήνοντας το παλτό του στη καρέκλα. <<Παστίτσιο. Εντολή των παιδιών σου>> του απάντησε, ξεφυσώντας κι εκείνος τη φίλησε στο μάγουλο. <<Και πού είναι τα παιδιά μου;>>, <<Τις πήρε ο Κωνσταντής. Η μεγάλη δεν ξέρω που είναι>> του είπε ανήσυχα. <<Δεν σου τηλεφώνησε;>>, <<Όχι. Και την παίρνω και δεν το σηκώνει>>, <<Ε, κάπου θα πήγε>> είπε ο Λάμπρος ψύχραιμα μα η Ελένη κούνησε το κεφάλι της νευρικά. <<Χωρίς να πάρει τηλέφωνο το πρωί; Δεν το κάνει ποτέ>>, <<Μπορεί να πήγε να την πάρει καμία φιλενάδα της και να ξεχάστηκε. Σε παρακαλώ Λενιώ μου, μη φέρνεις την καταστροφή>>. Η γυναίκα έκατσε στην τραπεζαρία μουτρωμένα. <<Δεν τα κάνει αυτά. Λες να έπαθε τίποτα;>>, <<Ελένη σύνελθε. Και σταμάτα να θες αναφορά για οτιδήποτε κάνει. Εσύ θες να κάνει τη ζωή της και μιλάς μαζί της στο τηλέφωνο δέκα φορές τη μέρα. Δεν την αφήνεις να προσαρμοστεί έτσι. Λες και ζει εδώ είναι>>. Η Λενιώ τον κοίταξε θυμωμένα. <<Δεν θα μιλάω με το παιδί μου; Λωλάθηκες;>>, <<Δεν είπα να μη μιλάς καρδιά μου, είπα να μην το παρακάνουμε. Σάμπως εγώ δεν μιλάω μαζί της;>>. Η γυναίκα σηκώθηκε εκνευρισμένη. <<Τότε μην ανακατεύεσαι. Νιώθει μόνο του το παιδί. Και εδώ που τα λέμε, δεν έχει έναν κοντινό άνθρωπο. Καμία κολλητή φιλενάδα, έναν δεσμό...>>, <<ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΚΑΝΕΙ ΕΛΕΝΗ ΜΟΥ! Έχει καιρό για έρωτες, αυτό μας έλειπε. Να κοιτάξει το πανεπιστήμιο, τα μαθήματα της, να πάρει το πτυχίο της και μετά...>>, <<...φέξε μου και γλίστρησα. Τέλος πάντων Λάμπρο, εγώ θα παίρνω τηλέφωνο όποτε μου κάνει κέφι και η Ευγενία το ίδιο. Τσιγκουνιές στον ΟΤΕ θα κάνουμε; Για το παιδί μας;>>. Ο δάσκαλος την αγκάλιασε. <<Σου είπα εγώ ζωή μου τίποτα για λεφτά και λογαριασμούς; Παίρνε τηλέφωνο, τι να σου πω. Αν νιώθεις εσύ και το παιδί καλά, εμένα μου περισσεύει>>.

Ο Κώστας χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο της Ευγενίας που τον κοιτούσε μες τα μάτια, ξαπλωμένη δίπλα του, με μία μικρή ταραχή στο βλέμμα της. <<Είσαι εντάξει καρδιά μου;>> τη ρώτησε ντροπαλά κι εκείνη έγνεψε θετικά, χωρίς να μιλήσει. <<Δεν... Δεν σε πόνεσα, δεν...>> πήγε να πει, μα σταμάτησε νιώθοντας πως την φέρνει σε δύσκολη θέση. Το κορίτσι χαμογέλασε. <<Είμαι καλά>> απάντησε με σιγουριά κι εκείνος τη φίλησε γλυκά στη μύτη. Της χάιδεψε τη πλάτη και πλησίασε το κορμί του στο δικό της. Η Ευγενία αναστέναξε με νευρικότητα. <<Ξέρεις... Δεν φέρθηκα σωστά όμως όλο αυτό που έγινε, η απόσταση που πήραμε, με έκανε να καταλάβω πως νιώθω. Με έκανε να καταλάβω πως δεν θέλω να σε χάσω>> του δήλωσε. <<Τότε, χαλάλι σου>> της απάντησε ευχαριστημένα και τη φίλησε με πάθος. <<Δεν έγινε τίποτα καρδιά μου. Καμιά φορά χρειαζόμαστε λίγο χρόνο παραπάνω για να καταλάβουμε τα συναισθήματα μας. Κι εμένα μ' αρέσει που, έχεις μία αθωότητα στο ζήτημα του έρωτα. Αλλά δεν πειράζει. Θα σου τα μάθω εγώ>> της είπε πονηρά κι εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. Η Ευγενία ξάπλωσε πάνω στο στέρνο του κι εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω της. <<Μπορώ να σου ζητήσω δύο χάρες;>> του είπε παιχνιδιάρικα. <<Ωχ. Μην ακούσω μόνο πως έχεις να διαβάσεις λατινικά>> απάντησε και το κορίτσι γέλασε. <<Όχι. Θέλω να φύγουμε>>, <<Γιατί;>> τη ρώτησε νευρικά. <<Γιατί... φοβάμαι μην έρθει ο Άγγελος και ντρέπομαι να μας δει έτσι. Πάμε σπίτι μου τουλάχιστον. Να είμαστε οι δυο μας>>. Ο Κώστας τη φίλησε απαλά. <<Κομμάτια να γίνει. Θα το αντέξω να κλειστώ σε άλλο σπίτι μαζί σου. Και το άλλο εξίσου βαρύ είναι;>> είπε παιχνιδιάρικα. <<Θέλω... Θέλω να πάρω ένα τηλέφωνο τη μαμά μου. Εε με το άγχος που είχα, έφυγα χωρίς να τη πάρω και θα ανησυχεί>>. Ο άντρας έβαλε τα γέλια. <<Αυτή τη μάνα σου, έχω μεγάλη περιέργεια να τη γνωρίσω. Τι έρωτα έχεις μαζί της πια; Απορώ πως δεν την έφερες να μείνει μόνιμα μαζί σου>>, <<Νομίζεις δεν της το έχω πει; Έχει όμως δουλειές, άλλα δύο παιδιά, το μπαμπά...>>, <<Α δηλαδή πρέπει να νιώθω τυχερός και να πίνω στην υγεία της Βαλεντίνης και της Βιολέτας; Δεν το ήξερα βρε παιδί μου>>, <<Μη με πειράζεις, ε;>> έκανε παραπονιάρικα και ο Κώστας έβαλε τα γέλια. <<Να πάρεις αγάπη μου. Είναι η μαμά σου αφού, τι να κάνουμε;>>. Η Ευγενία κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. <<Ναι. Είναι η μαμά μου>>

Continue Reading

You'll Also Like

305 25 2
Σύντομες ιστορίες, εμπνευσμένες από τους χαρακτήρες της τηλεοπτικής σειράς "Η Μάγισσα". Οι χαρακτήρες δεν μου ανήκουν. AUs του αγαπημένου μας Ξένου...
1K 81 4
Όταν του αποκάλυψε η Θεοφανω τον πραγματικό λόγο που η γυναίκα του αυτοκτόνησε, έπεσε από τα σύννεφα. Όμως η ζωή του επιφύλασσε μεγαλύτερες εκπλήξεις...
55.1K 348 22
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
793 66 4
Μια ιστορία για μια μάγισσα και έναν ορθολογιστή που δεν πίστευε στο μεταφυσικό. Τι θα συμβεί όταν ενωθούν; Αντρέι & Θεοφανώ AU 💙⚔️