Ευγενία

By angry_bird24

66.4K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1

771 26 2
By angry_bird24

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1982

Φόρτωσε ο Λάμπρος τη βαλίτσα της Ευγενίας στο λεωφορείο που θα την πήγαινε στη Θεσσαλονίκη, μετά τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές. <<Σίγουρα θα έρθει η Ρίτα με τον Τάκη να σε πάρουν, έτσι; Δεν θα μπορείς να τα κουβαλήσεις όλα αυτά μοναχή σου>> τη ρώτησε για δέκατη φορά η Ελένη αγχωμένα. <<Τα είπαμε βρε μαμά. Εκεί θα είναι>> της απάντησε η Ευγενία και η Ελένη διέκρινε τη νευρικότητα στη φωνή της. Την αγκάλιασε τρυφερά και της χάιδεψε τα ξανθά ίσια μαλλιά της. <<Είσαι εντάξει καρδιά μου; Δεν πιστεύω να στεναχωριέσαι πάλι που φεύγεις. Πέφτει και νωρίς το Πάσχα, οπότε σε 1.5 μήνα θα είσαι πίσω για την Καθαρή Δευτέρα>> την παρηγόρησε η μητέρα της. <<Προσπάθησε να έρθεις κι εσύ βρε μαμά. Σε παρακαλώ. Ο μπαμπάς θα τα καταφέρει με τα κορίτσια για καμία εβδομάδα. Δεν είναι δα και νήπια. Θα βοηθήσουν και οι θείες, η γιαγιά...>> τη παρακάλεσε η Ευγενία και η Λενιώ τη φίλησε στο μέτωπο. <<Θα δούμε>> της απάντησε και οι δυο τους αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Όταν την άφησε η Ελένη, ακολούθησε ο Λάμπρος που την έκλεισε μέσα στο παλτό του στοργικά και τα γαλάζια της μάτια γέμισαν δάκρυα. <<Μη κλαις ζωή μου. Σε λίγο καιρό μαζί θα είμαστε. Άντε, καλά να περνάς και καλό διάβασμα για την εξεταστική>> της ευχήθηκε κι εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Έμειναν να την κοιτάζουν μέχρι να μπει στο λεωφορείο και να καθίσει στη θέση της. Της κούνησαν τα χέρια χαμογελώντας κι η Ευγενία έμεινε να τους χαζεύει μέχρι που βγήκαν από τον σταθμό. Ο πατέρας της είχε το χέρι του όπως πάντα στη πλάτη της μητέρας της και πριν τους χάσει από τα μάτια της, της έδωσε ένα πεταχτό φιλί, όπως έκανε πάντα όταν την έβλεπε στεναχωρημένη. Η Ευγενία έκατσε αναπαυτικά στη θέση της και πήρε μία βαθιά ανάσα. Θα της έλειπαν οι γονείς και το σπίτι της, όμως δεν ήταν το βασικό της πρόβλημα αυτή τη στιγμή. Έκλεισε τα μάτια και οι σκέψεις της γύρισαν δυο μέρες πίσω.
-----------------------------

<<ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΧΑΖΗ!>> φώναξε η Βαλεντίνη στην αδελφή της, καθισμένη δίπλα στο τζάκι που έκαιγε. Η Ευγενία δεν της απάντησε και συνέχιζε να κοιτάζει τις φλόγες που τρεμόπαιζαν. <<Σου είπε ο άνθρωπος να τον πάρεις, γιατί δεν τον παίρνεις;>>, <<Πριν 3 εβδομάδες μου το είπε>>, <<ΚΑΙ; Σάμπως του έδωσες το τηλέφωνο μας, αν ήθελε να σε καλέσει>>, <<Φυσικά και όχι. Αυτό μου έλειπε. Ούτε τον ξέρω καλά καλά και θα πάρει εδώ να με ζητήσει;>>, <<Και τώρα γιατί δεν παίρνεις;>>, <<Δεν χρειάζεται να τον ξεσηκώσω να έρθει στο σταθμό. Όταν πάω στη Θεσσαλονίκη, κάποια στιγμή...>>, <<...θα σε πετύχει κάπου τυχαία. Τι κάπου μωρέ και κάποια στιγμή; Σ' αρέσει; Αν σου αρέσει, πρέπει να δείξεις κι εσύ πως ενδιαφέρεσαι. Αλλιώς θα νομίζει πως σε ενοχλεί και θα σταματήσει>>. Η Ευγενία ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της και την κοίταξε νευρικά. <<Πολύ θάρρος δεν πήρες εσύ μικρή; Πού έμαθες από σχέσεις και δίνεις και συμβουλές;>>, <<Μια φορά, περισσότερα από εσένα ξέρω. Πάρτον τώρα και άσε τα πείσματα, θα γυρίσουν η μαμά και ο μπαμπάς με το νιάνιαρο>>, <<Μη τη λες έτσι!>>. Η Ευγενία συνέχισε να πίνει αδιάφορη τον καφέ της όταν η Βαλεντίνη άρπαξε το χαρτάκι που βρισκόταν δίπλα της και πήγε στο τηλέφωνο να πληκτρολογήσει τον αριθμό. <<ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΩΡΕ;>>, <<Αυτό που δεν κάνεις εσύ>> της είπε βιαστικά. <<ΜΗΗΗΗ>>, <<Πολύ αργά. Τώρα καλεί>> δήλωσε με θράσσος και της έδωσε το ακουστικό. <<Θα σε σκοτώσω>> ψιθύρισε η Ευγενία. <<Ευχαριστώ θα μου λες και δεν το ξέρεις ακόμα. ΜΙΛΑ!>> τη μάλωσε. Ευχόταν το κορίτσι να μην το σηκώσει όμως μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, άκουσε τη ζεστή φωνή του, στην άλλη μεριά του ακουστικού. <<Λέγεται>>. Η κοπέλα δεν μίλησε για μια στιγμή. <<Παρακαλώ; Με ακούτε;>>, <<Καλησπέρα>> του είπε γλυκά. <<Καλησπέρα. Τζένη εσύ;>>, <<Ναι εγώ. Τι κάνεις; Καλή χρονιά>>, <<Επίσης. Να σου πω την αλήθεια, δεν περίμενα να με πάρεις>>, <<Γιατί;>> ρώτησε ντροπαλά η Ευγενία. <<Εε... Τόσο καιρό ούτε ένα τηλέφωνο, σκέφτηκα πως με ξέχασες. Εγώ δεν είχα το δικό σου. Ή τη διεύθυνση σου, να σου στείλω κανένα γράμμα με ευχές>>, <<Ευχαριστώ και συγνώμη. Τώρα... Τώρα γυρίζω και...>>, <<Πότε;>>, <<Μεθαύριο με το λεωφορείο>>, <<Ωραία. Θέλω να πω, ΩΡΑΙΑ! Τι ώρα; Να έρθω στο σταθμό>>, <<Μη σε βάζω σε κόπο>>, <<Ποιος κόπος; Χαρά μου. Ώρα μόνο πες μου>>, <<Θα πάρω το πρωινό. Φτάνει στις 12:00>>, <<Ωραία. Θα είμαι εκεί>>, <<Ευχαριστώ>>, <<Μην το ξαναπείς. Καληνύχτα>>, <<Καλό βράδυ>> του απάντησε τρυφερά και έκλεισε το ακουστικό. <<ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ!>> φώναξε η Βαλεντίνη και έκατσε δίπλα της. <<Ορίστε, τι κατάλαβες; Τον ξεσήκωσα τον άνθρωπο>>, <<ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΞΕΣΗΚΩΘΕΙ. Μην είσαι χαζή, τους αρέσεις>>. Η Ευγενία χαμήλωσε ντροπαλά το βλέμμα. <<Εκείνος; Σου αρέσει;>>, <<Ωχ μωρέ Βαλεντίνη... Δεν ξέρω...>>, <<Δεν ξέρεις αν σου αρέσει;>>, <<Ναι δεν ξέρω αν μου αρέσει, τι θες; Αγχώθηκα με τις χαζομάρες σου>>. Η πόρτα άνοιξε και ο Λάμπρος μπήκε στο σπίτι, κρατώντας από το χέρι τη Βιολέτα. Ακολουθούσε η Ελένη, τυλιγμένη με το κασκόλ της. <<Εδώ είστε; Ρίξατε κανένα ξύλο στο τζάκι; Παγωνιά κάνει>>, <<Έριξα εγώ>> απάντησε αδιάφορα η Ευγενία. Ο δάσκαλος έκατσε σε ένα σκαμπό δίπλα στη φωτιά και πήρε στα γόνατα του την Βιολέτα, που ακόμα έτρεμε από το τσουχτερό κρύο και την υγρασία του κάμπου. <<Να σου πω Ευγενία, πώς θα πας στο σπίτι σου από τον σταθμό; Ταξί θα πάρεις;>> ρώτησε η Ελένη, καθώς έβγαζε το παλτό της. Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν τρομαγμένα. <<Γιατί ρωτάς;>> είπε δειλά. <<Γιατί να ρωτάω παιδί μου; Θέλω να σου βάλω κάποια πράγματα, να ξέρω πόσα μπορείς να κουβαλήσεις>>, <<Α για αυτό;>> ξαναρώτησε η Βαλεντίνη. <<Χαζέψατε μου φαίνεται από την τηλεόραση>>, <<Θα... Θα έρθει η Ρίτα με τον Τάκη. Έχει... Έχει τη κούρσα του πατέρα του>>, <<Α ωραία. Δηλαδή δεν θα έχει πρόβλημα να πάρεις κάποια πράγματα μαζί. Θα στα ανεβάσει μέχρι πάνω ο Τάκης>>, <<Ναι ναι, μείνει ήσυχη>> πέταξε η Βαλεντίνη και η Ευγενία την κοίταξε αυστηρά. <<Εσύ τι πετάγεσαι; Πού το ξέρεις;>>, <<Εεε... Μα είναι δυνατόν βρε μαμά να την αφήσει έτσι ο Τάκης; Στην είσοδο της πολυκατοικίας;>> απάντησε αυτοσχεδιάζοντας η Βαλεντίνη. <<Καλά λέει Λενιώ μου. Θα την πάνε ως επάνω, δεν θα την αφήσουν με τις βαλίτσες στην είσοδο>> είπε ο Λάμπρος και χάιδεψε το κεφάλι της Βιολέτας, που λαγοκοιμόταν στην αγκαλιά του.

---------------------------------
Το λεωφορείο έφτασε στον σταθμό της Θεσσαλονίκης και πριν ακόμα παρκάρει, η καρδιά της Ευγενίας άρχισε να χτυπά δυνατά. Καθώς πλησίαζε, είδε τον Κώστα να περιμένει πάνω στο πεζοδρόμιο. Ήταν πολύ όμορφος. Φορούσε ένα κόκκινο πουλόβερ, με Levis blue-jean και δερμάτινο μπουφάν. Η κοπέλα τον κοίταξε χαμογελώντας από το παράθυρο κι εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελο. Κατέβηκε σχεδόν τρέμοντας από το λεωφορείο και τον πλησίασε ντροπαλά. <<Καλώς την. Καλώς όρισες>> της είπε δειλά. <<Καλώς σε βρήκα>>, <<Τα πράγματα σου;>>, <<Α ναι. Κι είναι και κάμποσα>>. Η Ευγενία γέλασε νευρικά και το αγόρι έβγαλε τα μπαγκάζια της και τα άφησε στο πεζοδρόμιο. <<Θες να πάμε μια βόλτα ή είσαι κουρασμένη; Μήπως τσιμπήσουμε και κάτι>> τη ρώτησε κι εκείνη έγνεψε θετικά. <<Γιατί όχι; Απλώς να περάσουμε από το σπίτι να τα τακτοποιήσω πρόχειρα. Τα τρόφιμα βασικά>>, <<Σε φόρτωσε η μαμά;>>. Εκείνη γέλασε σιγανά. <<Ως συνήθως>>. Η αμηχανία ανάμεσα τους ήταν παραπάνω από εμφανής, μα ο Κώστας έκανε την πρώτη κίνηση και της έπιασε τα χέρια. <<Νόμιζα δεν θα μου τηλεφωνούσες. Πίστευα πως... Πως σε έφερα σε δύσκολη θέση εκείνη την ημέρα>>. Το κορίτσι έμεινε αμίλητο. <<Σε έφερα;>>, <<Εε; Δεν... Δεν θα το έλεγα>> του απάντησε και τα μάγουλα της έγιναν κόκκινα από ντροπή. <<Μου έλειψες... Σε σκεφτόμουν>> της είπε πλησιάζοντας τα χείλη της. Τη φίλησε απαλά και έπειτα με ορμή, κόβοντας της την ανάσα. Το φιλί του ήταν λαίμαργο και παθιασμένο. Το κορίτσι ένιωσε λίγο άβολα και τραβήχτηκε ντροπαλά, χαμογελώντας του. <<Πάμε;>> του πρότεινε και έφυγαν για το σπίτι. Περπατούσαν οι δυο τους, μετά το φαγητό, στη παραλία της Θεσσαλονίκης και ο Κώστας ακουμπούσε την πλάτη της. Όσο έτρωγαν, μίλησαν για τις διακοπές και την εξεταστική που ξεκινούσε σε λίγες μέρες, χωρίς να αναφερθούν στη μεταξύ τους σχέση. <<Θες ένα παγωτό;>> τη ρώτησε, προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο. Εκείνη έπνιξε ένα γέλιο. <<Γιατί γελάς; Είπα κάτι αστείο;>>, <<Σκέφτηκα τη μητέρα μου. "Παγωτό τέτοια εποχή; Τα λαιμά σου θα σε πιάσουν". Αυτό θα έλεγε>>, <<Τώρα όμως δεν είναι εδώ. Οπότε μπορείς να κάνεις μια παρασπονδία, ε;>> της πρότεινε πονηρά. <<Καλύτερα να γυρίσουμε. Έχω να αδειάσω τις βαλίτσες, είμαι και από ταξίδι...>>, <<Σωστά>>. Πήραν τον δρόμο της επιστροφής, μα ο Κώστας σταμάτησε απότομα. <<Τι έπαθες;>>, <<Άκου... Εγώ δεν μπορώ να τα μασάω τα λόγια μου. Τόσο καιρό που είχαμε να βρεθούμε, σε σκεφτόμουν κάθε μέρα. Δεν πέρασε μέρα που να μη σε σκεφτώ, να μην θυμηθώ το φιλί μας πριν φύγεις και θέλω να ξέρω. Εσύ ενδιαφέρεσαι για μένα; Έστω... Σου αρέσω;>>. Το κορίτσι πάγωσε από την ερώτηση του. <<Δεν... Βασικά είναι νωρίς ακόμα αλλά... Κι εγώ σε σκεφτόμουν>> απάντησε κοκκινίζοντας ξανά. <<Άρα σου αρέσω δηλαδή. Θες να προχωρήσουμε>>, <<Πού να προχωρήσουμε;>>, <<Να είμαστε μαζί. Ζευγάρι>>. Η Ευγενία πάγωσε στο άκουσμα της λέξης και έκανε ένα βήμα πίσω. <<Μάζι;>> ρώτησε, μα της φάνηκε γελοία η ερώτηση. <<Δεν σε ενδιαφέρει έτσι;>>, <<Όχι δεν...>>, <<Αν είναι πες το μου! Δεν θα παρεξηγηθώ. Απλώς, θα ήθελα να ξέρω γιατί... Δεν μου αρέσει να προσποιούμαι Τζένη, αυτό είναι όλο>> τη διέκοψε. Το κορίτσι του έπιασε το χέρι. Σχεδόν έτρεμαν και οι δύο. <<Κι εγώ θέλω. Να είμαστε μαζί εννοώ. Απλά... Θέλω και λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω όλο αυτό που συμβαίνει. Έχω και διάβασμα για την εξεταστική. Θέλω να είμαστε μαζί αλλά... κι εσύ, μην με παρεξηγήσεις αν είμαι λίγο διστακτική. Έως να γνωριστούμε και καλύτερα>>. Ο Κώστας δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένος από την απάντηση της όμως χαμογέλασε με ικανοποίηση και έκλεισε το πρόσωπο της στα χέρια του. <<Όσο χρόνο θες καρδιά μου. Δεν θα σε πιέσω για τίποτα. Μου αρκεί να σε έχω δίπλα μου>> της είπε τρυφερά και τη φίλησε με πάθος. Εκείνη ανταποκρίθηκε και έμειναν εκεί για μερικές στιγμές, μέχρι να πάρουν το δρόμο της επιστροφής.

<<Με έχεις σκάσει από χτες, θα μου πείς; Περίμενα να φύγει η μαμά για να σου τηλεφωνήσω και μου τα μασάς;>> ρώτησε η Βαλεντίνη από το τηλέφωνο, την αδελφή της στην άλλη μεριά της γραμμής. <<Εντάξει, ήρθε>>, <<Ε ΔΕΝ ΘΑ ΕΡΧΟΤΑΝ; Παρακάτω!>>, <<Φέραμε τα πράγματα σπίτι, έβαλα τα κρέατα στη κατάψυξη...>>, <<...τα τουρσιά στο ντουλάπι, το λάδι στο πάγκο της κουζίνας. ΠΑΡΑΚΑΤΩ!>>, <<Ε και πήγαμε για φαγητό>>, <<ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΤΙ ΦΑΓΑΤΕ! Τα σημαντικά πες>>, <<Τι να σου πω μωρέ Βαλεντίνη;>>, <<Θα γυρίσει η μαμά σου λέω. Τα φτιάξατε;>>, <<Εεεε>>, <<Εεεεε;;;>>, <<Ναι>>, <<Ε ΠΕΣ ΤΟ ΝΤΕ ΚΑΙ ΜΕ ΣΚΑΣΕΣ! Άντε μπράβο! Και πώς είναι;>>, <<Πώς να είναι;>>, <<Είναι καλός;>>, <<Χτες τα φτιάξαμε και σήμερα ξεκίνησα διάβασμα. Τι άλλο να σου πω; Προς το παρόν, έχω να διαβάσω Λουκρήτιο>>, <<Κάτσε με τα βιβλία σου κι άσε να στον φάει καμία άλλη τον λεγάμενο. Νομίζεις θα σε παρακαλάει>>, <<Βαλεντίνη θες κάτι άλλο;>>, <<Όχι>>, <<Πες στη μαμά να με πάρει μετά, θα είμαι σπίτι>>, <<Να με ενημερώνεις, ε;>>, <<Δεν θα παραλείψω>> είπε και της έκλεισε το ακουστικό. Η Βαλεντίνη ξεφύσηξε νευρικά. <<Βλαμμένη τελείως μας βγήκε δ' αύτη>> μονολόγησε και τότε κατάλαβε πως καθόταν απέναντι της η Βιολέτα. <<Τι κάνεις εσύ εδώ; Με κρυφακούς νιάνιαρο;>>, <<Τι έλεγες με την Ευγενία;>> ρώτησε με περιέργεια. <<Δουλειά σου και κουβέντα στη μαμά, θα σε πνίξω στη ρεματιά>>, <<Όχι, θα μου πεις αλλιώς θα τα πω όλα! Ποιος είναι ο λεγάμενος;>>, <<ΣΚΑΣΕ ΜΗ ΣΕ ΣΤΕΙΛΩ ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΘΗΚΗ, ΜΕ ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ>>, <<Καλά μη μου λες! Κι εγώ θα πω στη μαμά πως λέτε μυστικά με την Ευγενία>>. Η Βαλεντίνη την κοίταξε ειρωνικά. <<Αμέ, να πας. Θες να σε πάω τώρα στα χωράφια να της τα πεις; Αλλά μετά που δεν θα σου ξαναμιλήσει ποτέ η Ευγενία γιατί την κάρφωσες, μην κλαις, όπως κάθε φορά που φεύγει. Γιατί άμα την καρφώσεις, δεν θα θέλει να είναι πια αδελφή σου, δεν θα σου ξαναμιλήσει και δεν θα σε ξαναπάρει στο κρεβάτι της όταν βλέπεις εφιάλτες. Και τότε, ΠΟΛΥ ΘΑ ΤΟ ΧΑΡΩ!>>. Τα μάτια της Βιολέτας γέμισαν δάκρυα και έφυγε τρέχοντας για το δωμάτιο της. Έπεσε με φόρα στο μαξιλάρι της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. <<Ωχουυυυ... Έλα μωρέ χαζή, δεν το εννοούσα>>, <<ΑΣΕ ΜΕ>> της φώναξε, ρουφώντας τη μύτη της. <<Σταμάτα να κλαις, θα έρθει η μαμά!>>, <<Δεν με νοιάζει!>>, <<Σταμάτα και θα σου πω!>>. Η Βιολέτα σηκώθηκε και την κοίταξε λυπημένα. <<Αν σου πω, φιλάς σταυρό ότι δεν θα πεις ΤΙΠΟΤΑ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ;>>, <<Ναι>>, <<Ούτε στην Ανέτ όμως γιατί θα τα πει στη θεία τη Δρόσω κι αυτή θα τα πει στη μαμά. Η Τζένη δεν θέλει να το μάθει κανένας>>, <<Εντάξει>>, <<Έχει ένα φίλο>>, <<Τι φίλο;>>, <<Πως έχω εγώ το Νέστορα; Έτσι>>, <<Και την αγαπάει;>>, <<Ναι αλλά δεν θέλει να το μάθει κανείς. Μόνο εγώ το ξέρω και τώρα κι εσύ. Αν το πεις όμως, δεν θα σου ξαναμιλήσει. Ούτε σε σένα, ούτε σε εμένα που στο είπα. Θες να μην μας μιλάει και να μην έρχεται από τη Θεσσαλονίκη; Δεν θες>>. Το κοριτσάκι φίλησε σταυρό. <<Δεν θα το πω σε κανένα>>, <<Α μπράβο!>>.

----------------------------------------------
ΕΝΑ ΜΗΝΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Κυριακή πρωί και ο Κώστας καθόταν στο σαλόνι του σπιτιού του, ακούγοντας μία εκπομπή σε ένα μικρό τρανζιστοράκι που σχολίαζε τους αγώνες της ημέρας. Έπαιζε η ομάδα του, η Καβάλα, με τον Εθνικό Πειραιώς και είχε άγχος γιατί κινδύνευαν με υποβιβασμό στη Β' Εθνική κατηγορία. Ο ξάδελφος του, ο Άγγελος, μπήκε μέσα νυσταγμένος και σωριάστηκε στη παλιά πολυθρόνα. <<Καλημέρα>> είπε ενώ χασμουρήθηκε. <<Μεσημέριασε>>, <<Και; Κλαίνε τα μωρά μου ή πεινάνε τα σκυλιά μου;>> ρώτησε ειρωνικά. <<Τι ώρα γύρισες χτες;>>, <<Ρε μαλάκα, γκόμενα είσαι και μου κάνεις ανάκριση;>>. Ήπιε λίγο από τον καφέ του Κώστα κι εκείνος τον κοίταξε στραβά. <<Νευράκια, νευράκια;>> είπε ο Άγγελος. <<Μπα>>, <<Εμένα μου λες. Τι έγινε; Πάλι μας έγραψε το Τζενάκι; Ρε αγόρι μου, δεν σε γουστάρει η κοπέλα. Φέρτην σε μένα να δει Θεού πρόσωπο>>. Ο Κώστας του πέταξε ένα μαξιλάρι. <<Να με συγχίσεις θες;>>, <<Ωραία. Λέγε τι έχεις>>, <<Τι να έχω; Σε λίγο θα πάω σπίτι της για φαγητό>>, <<Ωραία και τι μούτρα είναι αυτά; Φακές θα σε ταίσει που τις σιχαίνεσαι;>>, <<Κοκκινιστό με μακαρόνια>>, <<Ωραιότατο. Μούτρα γιατί έχεις;>>. Ο Κώστας ξεφύσηξε νευρικά. <<Είναι πολύ ψυχρή ρε αδελφέ. Ένα μήνα είμαστε μαζί, όλο διαβάζει και όποτε τη βλέπω είναι λες και βγαίνω με την τριτοξάδελφη μου την Φωτούλα, που τη βλέπω μια φορά στα πέντε χρόνια>>, <<Με το άλλο, κάνατε τίποτα;>>. Εκείνος κούνησε το χέρι με απελπισία. <<Καλά κρασιά Άγγελε. Εγώ σου λέω πως είναι ψυχρή γενικά κι εσύ με ρωτάς αν το κάναμε;>>, <<Ε μπορεί να ήταν ψυχρή και να έπαιρνε φωτιά στο κρεβάτι>>, <<Άιντε-άιντε. Με το ζόρι τη φιλάω, τι κρεβάτια μου λες; Και πρέπει να τη δεις να μιλάει στο τηλέφωνο με τους δικούς της. Αλλάζει ύφος, φωτίζεται ο κόσμος. Αφού φέρνω τη σφουγγαρίστρα, να μαζέψω τα σιρόπια>>. Ο Άγγελος σηκώθηκε και πήγε προς τα μέσα. <<Παράτα τη και φτιάξτα με τη Νάνσυ που λιώνει για πάρτη σου. Την έχει πάρει κι ένας φίλος μου κι είναι κόλαση. Νάνσυ όνομα και πράγμα>>, <<Τι θέλω και μιλάω. Ρε είμαι ερωτευμένος. Ποια Νάνσυ και ποια κόλαση μου λες;>>, <<Ωραία. Κάτσε να παρακαλάς την επαρχιώτισσα που δεν σου ρίχνει δεύτερη ματιά, τι να σου πω; Εγώ να βοηθήσω θέλω>> του είπε πηγαίνοντας ξανά για ύπνο.

<<Σου άρεσε; Το πέτυχα;>> ρώτησε καλοσυνάτα η Ευγενία, καθώς μάζευε τα πιάτα από το τραπέζι. <<Ούτε η κυρά-Χαρίκλεια δεν το κάνει έτσι. Λουκούμι>>, <<Είναι και το κρέας. Ο Μάκης με τις στάνες είναι φίλος του θείου μου. Μόνο τα καλύτερα μας δίνει>>. Εκείνος σηκώθηκε και μάζεψε το μπωλ με τη σαλάτα. <<Να σε βοηθήσω>>, <<Χαρά στο κόπο. Κάτσε, μην σηκώνεσαι>> του είπε κι εκείνος άνοιξε τη τηλεόραση. <<Φοιτητικό σπίτι με τηλεόραση, πρώτη φορά βλέπω>>, <<Δώρο του θείου μου, του Κωνσταντή. Όποτε έρχεται για δουλειές Θεσσαλονίκη, σηκώνει τα μαγαζιά και κάνει δώρα>> φώναξε από τη κουζίνα. Ο Κώστας γέλασε. <<Να σου κάνω καφέ;>> τον ρώτησε πριν κάτσει στον καναπέ. Εκείνος την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε κοντά του. <<Αργότερα>> της είπε και τη φίλησε παθιασμένα. <<Μου έλειψες. Μας έφαγαν οι εξεταστικές Τζενάκι μου>>. Τη φίλησε ξανά με ορμή και ξάπλωσε το σώμα του πάνω στο δικό της. Το κορίτσι ένιωσε άβολα και τραβήχτηκε, απομακρύνοντας τον ευγενικά. Για καλή της τύχη, την αμήχανη στιγμή διέκοψε το τηλέφωνο και η Ευγενία σηκώθηκε να το σηκώσει. <<Παρακαλώ>>, <<Έλα καρδιά μου, τι μου κάνεις;>> ρώτησε η Ελένη από την άλλη μεριά του ακουστικού. <<Μαμά μου! Καλά εσύ;>>, <<Δόξα τω Θεώ. Όλα καλά>>, <<Ο μπαμπάς; Οι μικρές;>>, <<Πήγαν βόλτα τα άλογα κι είπα να σε πάρω. Μόνη σου είσαι;>>, <<Εεε, όχι. Με μια φίλη, της κάνω το τραπέζι>>, <<Α να μην σε απασχολώ τότε. Σου έχω όμως μια έκπληξη>>, <<Τι έκπληξη;>>, <<Έρχομαι αύριο για δουλειές και λέω να κάτσω λίγο μαζί σου. Έχω μερικά ραντεβού με προμηθευτές>>. <<Μου λες αλήθεια;>> ρώτησε ενθουσιασμένα. <<Λες να σου κάνω χωρατά καρδιά μου; Στο είχα πει πως θα προσπαθήσω>>. Η Ευγενία γέλασε νευρικά και ο Κώστας την κοίταξε με περιέργεια. <<Ο μπαμπάς;>>, <<Ε ο μπαμπάς έχει το σχολείο>>, <<Όχι εννοώ, τι είπε;>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Τον ξέρεις τον πατέρα σου. Θα γκρινιάξει λίγο που θα φύγω και θα του περάσει>>. Το κορίτσι χαμογέλασε πονηρά. <<Άρα το κλείσαμε; Να σε περιμένω;>>, <<Να με περιμένεις ζωή μου. Θες να σου φέρω κάτι;>>, <<Μόνο που θα έρθεις εσύ, μου αρκεί>>. Ο Κώστας την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο ζήλια. Σε εκείνον δεν είχε μιλήσει ποτέ έτσι και πάντα τον κρατούσε σε απόσταση. Η κοπέλα έκλεισε το ακουστικό και έτρεξε στον καναπέ. Σχεδόν πήδηξε δίπλα του, γεμάτη ενθουσιασμό, τον έπιασε από το πρόσωπο και του έδωσε ένα φιλί. <<Άκουσες; Δεν είναι φοβερά νέα;>> ρώτησε γεμάτη χαρά. Εκείνος χαμογέλασε μουδιασμένα. <<Έρχεται η μαμά σου, ε;>>, <<Ναι! Πωπω, δεν ξέρεις τι χαρά πήρα. Πρώτη φορά έρχεται μοναχή της>> του είπε κι εκείνος τη φίλησε απαλά. <<Μ' αρέσει να σε βλέπω χαρούμενη. Σου πάει πολύ>>. Η Ευγενία χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Ο μπαμπάς σου; Τώρα να μου πεις, δάσκαλος, πώς να έρθει;>>, <<Τον μπαμπά μου σκέφτομαι κι εγώ. Μάλλον δεν του το έχει πει, και θα της κάνει μούτρα>> του είπε γελώντας. <<Ελπίζω να μην τσακωθούν>>, <<Ποιοι καλέ; Οι γονείς μου; Δεν τσακώνονται ποτέ. Είναι ο απόλυτος έρωτας>> του απάντησε και η φωνή της γλύκανε. Εκείνος την χάιδεψε στη πλάτη, προσπαθώντας να κρύψει την ενόχληση του για τον τρόπο της. <<Λέω να πάω στα μπιλιάρδα. Θα μαζευτούν τα παιδιά. Θα έρθεις;>> τη ρώτησε μα έκεινη έγνεψε αρνητικά. <<Λέω να κάνω καμιά δουλειά, να το βρει καθαρό το σπίτι η Λενιώ γιατί αλλιώς θα πιάσει τα σφουγγαρόπανα και δεν θα την χαρώ καθόλου. Θέλω να ξεκουραστεί εδώ γιατί στο χωριό, άστα. Χωράφια, τουρσιά, τρία παιδιά, το σπίτι, τον μπαμπά... Κουράζεται πολύ>>. Ο Κώστας δεν σχολίασε. Τη φίλησε ξανά και σηκώθηκε να φύγει, νιώθοντας μία μικρή απογοήτευση μέσα του.

Η Ελένη έβαζε μερικά ρούχα στην βαλίτσα της. Στο κρεβάτι καθόταν αμίλητος ο Λάμπρος, κοιτάζοντας την μουτρωμένα και οι μικρότερες κόρες της, που τη χάζευαν καθώς μάζευε. <<Δεν θέλω να φύγεις. Σε παρακαλώ μαμά>> της ζήτησε θυμωμένα η Βιολέτα και έσφιξε την κούκλα της. Η Ελένη της έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. <<Δεν θέλω να μείνω μόνη μου, αφού λείπει και η Ευγενία. Γιατί πρέπει να φύγεις;>>, <<Βιολέτα δεν θα μείνεις μόνη σου, θα μείνεις με τον μπαμπά και τη Βαλεντίνη για λίγες μέρες>>, <<Δεν τη θέλω τη Βαλεντίνη!>> της φώναξε. <<Ωραία, θα μείνεις με τον μπαμπά. Και δεν είναι μόνο εκείνος. Έχετε τις θείες σας, τη γιαγιά τη Βιολέτα... Τόσος κόσμος! Την Ευγενία μας τη σκέφτεσαι που είναι μοναχή της; Εμείς είμαστε όλοι μαζί. Δεν πρέπει να πάω να τη δω; Άλλωστε, έχω και δουλειά στη Θεσσαλονίκη>>. Η Βαλεντίνη ανασηκώθηκε, παίζοντας αδιάφορα με τη μπούκλα της. <<Μην το ακούς μωρέ μαμά το νιάνιαρο. Άντε στη Τζένη και μη νοιάζεσαι. Μωρά είμαστε;>>, <<Εσύ το νου σου και μάζεψε το στόμα σου όσο λείπω. Δεν θα τσακώνεστε συνέχεια με τη μικρή, εντάξει; Κι ο πατέρας σου θέλει βοήθεια. Εγώ στην ηλικία σου, κρατούσα το σπίτι, πήγαινα στα χωράφια...>>, <<...και μεγάλωνες και τις αδελφές σου. Εκατό φορές μας τα έχεις πει. Είχες και τα φλερτ σου πάντως. Όλα τα προλάβαινες>> τη πείραξε, μα η Ελένη τη κοίταξε θυμωμένα. Αφού έκλεισε την βαλίτσα, έκατσε στο κρεβάτι και η Βιολέτα βολεύτηκε στην αγκαλιά της. <<Δεν θα μείνω και πολύ. Να είστε φρόνιμες και να ακούτε τον πατέρα σας>>, <<Τι θα μας φέρεις;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα η Βαλεντίνη. <<Αν είστε όπως πρέπει, κάτι θα σας φέρω. Αν καταλάβω ότι τσακώνεστε, θα μπείτε και τιμωρία μόλις γυρίσω. ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΑΚΟΥΣΕΣ;>>. Το κορίτσι την αγνόησε. <<Εγώ θα κοιμάμαι με τον μπαμπά όσο λείπεις. Δεν μένω με τη Βαλεντίνη χωρίς εσένα, θα μου λέει ιστορίες με φαντάσματα>> δήλωσε η μικρή και σταύρωσε τα χέρια της. <<Κάνε όνειρα. Εγώ θα κοιμάμαι με τον μπαμπά. Του το είπα και είπε ήδη ναι, οπότε σου μένει το δωμάτιο>> της απάντησε η Βαλεντίνη. <<Έχετε κρεβάτια, δεν είστε μωρά να κοιμάστε με τον πατέρα σας. Λάμπρο μίλα!>>. Ο άντρας που καθόταν αμίλητος τόση ώρα, πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε τις μικρές τρυφερά. <<Ότι θέλετε πριγκίπισσες μου. Θα σας παίρνει ο μπαμπάς αγκαλιά και θα κοιμόμαστε και οι τρεις>> τους είπε καλοσυνάτα, μα η Ελένη αναστέναξε νευρικά. <<Λοιπόν, ώρα για ύπνο. Δόντια, πιζάμες και θα έρθω να σας πω καληνύχτα>> τους δήλωσε η μητέρα τους και τα κορίτσια φίλησαν τον Λάμπρο και έφυγαν από το δωμάτιο. <<Τι καμώματα είναι αυτά; Με εκδικείσαι που φεύγω και τους κάνεις όλα τα χατίρια;>> τον ρώτησε αυστηρά, αφού η Βιολέτα έκλεισε την πόρτα πίσω της. <<Δεν θα πάθουν τίποτα να κοιμηθούν εδώ>> της απάντησε, χωρίς να την κοιτάξει καν. Εκείνη έκατσε δίπλα του εκνευρισμένη. <<Γιατί συμπεριφέρεσαι έτσι; Δεν έχω το δικαίωμα να πάω στη κόρη μας; Σάμπως και πάω τίποτα διακοπές και δεν το ξέρω; Κάθε μέρα με ρωτάει το παιδί "πότε θα έρθεις μαμά". Δεν τη σκέφτεσαι;>>. Ο Λάμπρος ξεφύσηξε. <<Φυσικά και σκέφτομαι την κόρη μας όμως έχουμε άλλα δύο παιδιά μικρότερα Ελένη>>, <<Δεν ήξερα πως είσαι από τους πατεράδες που δεν μπορούν να κουμαντάρουν το σπίτι για πέντε μέρες! Πρόσεχες τις κόρες μας όταν ήταν μικρές και ήθελαν να τους αλλάξεις πάνες και να τις ταίσεις με μπιμπερό και δεν μπορείς τώρα; Που είναι κοτζάμ γυναίκες;>>, <<Δεν είχες φύγει ποτέ>>, <<Δηλαδή θες να μου πεις, πως κουμαντάρεις ολόκληρες τάξεις και δεν μπορείς να μείνεις με τα παιδιά μας Λάμπρο; Δάσκαλος είσαι, σε παρακαλώ>>. Εκείνος κατέβασε το βλέμμα θυμωμένα, ξέροντας πως έχει δίκιο. <<Αν σου κολλήσει κάτι Σταμίρη, δεν στο ξεκολλάει κανείς>>, <<Την Ευγενία μας δεν τη σκέφτεσαι; Ξέρεις πόσο χάρηκε το κορίτσι μας που θα πάω;>>, <<Τη σκέφτομαι Λενιώ μου αλλά καλύτερα να πηγαίναμε μαζί ένα Σαββατοκύριακο και...>>, <<ΘΑ ΠΑΩ ΜΟΝΗ ΜΟΥ! Έχω δουλειές Λάμπρο! Ραντεβού που πρέπει να γίνουν. Σε παρακαλώ, μην το συνεχίζεις>> του είπε και πήγε να σηκωθεί μα εκείνος την έπιασε από τον καρπό. <<Δεν θα σου λείψω;>> τη ρώτησε παραπονιάρικα. <<Εκεί το πας; Ας πούμε, είναι μια ευκαιρία να ανανεωθούμε σαν ζευγάρι>>, <<Από πότε θες ανανέωση Ελένη; Δεν ήξερα πως είχαμε τέτοια προβλήματα>>, <<Δεν έχουμε αλλά πάντα μια ανανέωση χρειάζεται. Θα το δεις όταν έρθω>> του απάντησε πονηρά και έφυγε για την κάμαρη των κοριτσιών.

<<Μαμά μου!>> είπε γεμάτη χαρά η Ευγενία και κλείστηκε στην αγκαλιά της Ελένης που στεκόταν μπροστά στην πόρτα με την βαλίτσα στο χέρι. <<Αγάπη μου>> ψέλλισε η Λενιώ καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά της. <<Καλά, μάθημα στο πανεπιστήμιο δεν είχες; Έπρεπε να κάτσεις εδώ να με περιμένεις; Είχα κλειδιά μάτια μου>> τη μάλωσε τρυφερά η μητέρα της. <<Δε χάθηκε ο κόσμος καλέ μαμά για ένα μάθημα. Θα πάω μετά, κρατάει η Ρίτα σημειώσεις>> της απάντησε και η Λενιώ δάγκωσε τα χείλη και κούνησε το κεφάλι της, σαν να την μαλώνει. <<Πάμε τότε κάτω, που έχω παρκάρει τη κούρσα, να φέρουμε πάνω τα πράγματα;>>, <<Ποια πράγματα;>>, <<Έτσι θα ερχόμουν παιδί μου; Σου έχω φέρει ένα σωρό πράγματα. Η θεία σου, σου έκανε και γαλακτομπούρεκο που σου αρέσει>>, <<Βρε μαμά, δεν έπρεπε να κουβαλήσεις και να μπείτε σε κόπο>>. Η Ελένη τη κοίταξε αυστηρά. <<Χαρά στο κόπο, λες κι είμαστε ξένοι>>. Άδειασαν το αμάξι και έκατσαν στο σαλόνι, πίνοντας το καφεδάκι τους παρέα και λέγοντας τα νέα του χωριού. <<Γκρίνιαξε πολύ ο μπαμπάς που έφυγες;>> ρώτησε η Ευγενία ντροπαλά και η Λενιώ έβαλε τα γέλια. <<Δεν γκρινιάζει ο πατέρας σου, ξέρει το σωστό. Το μόνο που φοβάμαι είναι πως όσο λείπω, θα τον κάνουν ότι θέλουν οι μικρές. Άντε μετά να τις μαζέψω>>, <<Δεν σε φοβάμαι εσένα. Θα τις επαναφέρεις από τη πρώτη μέρα>> απάντησε και γέλασαν και οι δύο.

Την ίδια στιγμή, ο Κώστας περίμενε έξω από την αίθουσα που η Ευγενία είχε μάθημα τις Δευτέρες, ανυπόμονα για να την δει. Οι φοιτήτριες και οι φοιτητές, άρχισαν να βγαίνουν κι εκείνος προσπαθούσε, μάταια, να την εντοπίσει μέσα στα κορίτσια που περνούσαν. <<Ρίτα!>> αναφώνησε βλέποντας τη φίλη της. <<Καλώς τον. Την Τζένη ψάχνεις;>>, <<Ναι, πού είναι;>>, <<Μου είπε δεν θα έρθει στον Χατζηδήμα γιατί περίμενε την μητέρα της κι αν δεν την πρήξει δεν θα έρθει καθόλου>>, <<Γιατί;>>, <<Ε πρώτη μέρα που ήρθε, μην την αφήσει μοναχή της. Καλά δεν σου είπε κάτι;>>, <<Δεν... Δεν μιλήσαμε το βράδυ>>, <<Καλά. Θες να της πω ότι την ψάχνεις;>>. Ο Κώστας την κοίταξε με εκνευρισμό. <<Δε χρειάζεται. Τα λέμε>> είπε και έφυγε από τη φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ.

Πέρασε η Δευτέρα και ήρθε η Τρίτη. Ο Κώστας πήγε για ακόμα μία φορά να συναντήσει την Τζένη μετά το μάθημα, όμως η συμφοιτήτρια της, η Ντίνα, τον ενημέρωσε πως έφυγε λίγο πριν τελειώσει ο καθηγητής την παράδοση για να συναντήσει τη μητέρα της στο κέντρο και να πάνε για φαγητό. Έφυγε για ακόμα μία φορά απογοητευμένος. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν για το πως ένιωθε και ειδικά στον ξάδελφο του, τον Άγγελο, που θα του έλεγε για ακόμα μία φορά, να αφήσει την Ευγενία και να βρει κάποια κοπέλα που θα έλιωνε για χάρη του. Η αλήθεια είναι πως ο γοητευτικός Κώστας, είχε μεγάλο σουξέ στις νεαρές φοιτήτριες που του έκαναν συχνά καμάκι και ήταν περισσότερο πρόθυμες από την ντροπαλή Ευγενία Σεβαστού, που τον κρατούσε σε απόσταση και χανόταν μέσα στα βιβλία της ιστορίας και των αρχαίων ελληνικών. Το κορίτσι από την άλλη, περνούσε υπέροχα, δίπλα στην αγαπημένη της μαμά και για πρώτη φορά στη ζωή τους, οι δυο τους ζούσαν ανέμελα, χωρίς τα προβλήματα του χωριού. Έφαγαν σε ένα ωραίο εστιατόριο στο κέντρο και πήγαν μια μεγάλη βόλτα στα μαγαζιά, όπου η Ελένη ψώνισε αρκετά πράγματα για εκείνη, τις κόρες της και τον Λάμπρο, ενώ μετά αγόρασαν τρίγωνα πανοράματος από τον Ελενίδη και επέστρεψαν στο σπίτι κουρασμένες.

<<Άντε Βαλεντίνη μου, είναι αργά>> φώναξε ο Λάμπρος από την κάμαρη, κρατώντας στην αγκαλιά του τη Βιολέτα που επέμενε να της διαβάσει και άλλο παραμύθι. <<Τελειώνει μπαμπούνη μου>>, <<Μα τι βλέπεις πια;>> τη ρώτησε με απελπισία. <<Το φως του Αυγερινού>>, <<Αυτό είναι περσινό κόρη μου, το έχεις ξαναδεί. Έλα σε παρακαλώ να κοιμηθείτε>>, <<Τελειώνει! Τι ψυχή έχουν δέκα λεπτά;>> είπε και ξαναγύρισε στη τραπεζαρία. Ο Λάμπρος ξεφύσηξε νευρικά. <<Πρέπει να φωνάζω σαν τη μάνα σας; Δεν μπορείτε να ακούτε;>> είπε στη Βιολέτα. <<Αφού θα δει το έργο, δεν μπορείς να μου πεις ακόμα ένα παραμύθι;>>, <<Όχι. Θα περιμένουμε δέκα λεπτά και μετά θα κοιμηθείτε>>, <<Μπαμπά...>>, <<Πες μου>>, <<Σου λείπει πολύ η μαμά;>>, <<Εμ δεν μου λείπει; Καταρχάς αν ήταν εδώ, θα ήσασταν ήδη στα κρεβάτια σας και δεν θα βασανιζόμουν>> της απάντησε και το κορίτσι γέλασε. <<Η Βαλεντίνη λέει ότι δεν της λείπει και έχουμε ησυχία>>. Ο Λάμπρος την χάιδεψε στο κεφάλι. <<Δεν το εννοεί. Κι εκεινής της λείπει η μαμά, είναι δυνατόν; Και σε εκείνη λείπουμε εμείς>>, <<Και στην Ευγενία;>>, <<Στην Ευγενία περισσότερο γιατί έχει να μας δει και ένα μήνα>>. Η Βαλεντίνη μπήκε στο δωμάτιο και έκατσε στο κρεβάτι. <<Τελείωσε>> δήλωσε βαριεστημένα. <<Άντε μπράβο. Έλα να ξαπλώσετε>>, <<Μπαμπά, τελείωσε η πραλίνα. Θα μας πάρεις αύριο;>>, <<Θα σας πάρω. Δόντια πλύνατε;>>, <<Και οι σοκολάτες με τη φράουλα μπαμπά>> του είπε η Βιολέτα. <<Θέλω και το καινούργιο τεύχος της Κατερίνας γιατί διαβάζω το ρομάντζο σε συνέχειες>> συμπλήρωσε η Βαλεντίνη. <<Της Κατερίνας, της κόρης του Τόλια;>>, <<Της Κατερίνας το περιοδικό καλέ μπαμπά. Θα μου το πάρεις;>>. Ο Λάμπρος σηκώθηκε νευρικά. <<Λοιπόν αν πέσετε τώρα για ύπνο, θα σας τα πάρω όλα αύριο. Αλλά θα ξαπλώσετε τώρα>>, <<Εντάξει>> είπαν και οι δύο πρόθυμες. Ο δάσκαλος τις φίλησε στα κεφαλάκια τους. <<Ωραία. Πάω κι εγώ μέσα να διορθώσω κάτι γραπτά, θα πιω κι ένα κρασάκι και θα έρθω αργότερα. Κοιμηθείτε εσείς>> είπε κι έκλεισε την πόρτα. Η Βαλεντίνη πήρε το περιοδικό της μητέρας της από το κομοδίνο. <<Δεν θα κοιμηθείς;>> ρώτησε η μικρή. <<Μπα, δε νυστάζω. Αυτό δεν το έχω διαβάσει, πώς μου ξέφυγε;>> μονολόγησε. <<Ούτε εγώ. Θα διαβάσω μόνη μου το παραμύθι>>, <<Και δεν το διαβάζεις;>> απάντησε αδιάφορα η Βαλεντίνη και άρχισε να χαζεύει τις σελίδες.

Continue Reading

You'll Also Like

1M 53.7K 91
"Μπ-μπορείς να με αφήσεις;" τραυλιζω "Μα μωρό μου, και οι δύο ξέρουμε πως δεν θες να σε αφήσω"λέει και ενώνει τα χείλη μας. Απόσπασμα από Part 40 __ ...
558 53 30
Η Ιστορία αγάπης της Άννας και του Δημήτρη.
20.1K 326 59
Τι κι' αν τα πράγματα γίνονταν αλλιώς; Η λιακάδα μετά τη μπόρα; Η σπίθα της αγάπης στη καταχνιά που φέρει το σκοτάδι; Οι άγριοι καιροί; Δια...
4.3K 285 13
Όταν του αποκάλυψε η Θεοφανω τον πραγματικό λόγο που η γυναίκα του αυτοκτόνησε, έπεσε από τα σύννεφα. Όμως η ζωή του επιφύλασσε μεγαλύτερες εκπλήξεις...