Ευγενία

By angry_bird24

66.2K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

Η ΝΥΦΗ

933 23 4
By angry_bird24

<<Μαμά...>> ψιθύρισε η Βιολέτα και σκούντησέ ελαφριά την Ελένη, που ξύπνησε απότομα. <<Μαμά, κοιμάσαι;>> τη ρώτησε δειλά. <<Αφού με ξύπνησες, τι ρωτάς; Τι ώρα είναι;>>. Η Λενιώ κοίταξε το ρολόι, που έγραφε 05:30. <<Παιδί μου είσαι καλά; Ξέρεις τι ώρα είναι; Τι έπαθες;>> τη ρώτησε ταραγμένα. <<Μαμά... Έχω... Ξέρεις. Λερώθηκα>> της είπε ντροπαλά. <<Τι λερώθηκες; Τι έχεις;>>, <<Έχω... αίμα. Όπως τα κορίτσια>>. Η Ελένη γούρλωσε τα μάτια και ανασηκώθηκε. <<Τι; Αδιαθέτησες;>>. Το κορίτσι κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, κατακόκκινη από ντροπή. <<Πλύθηκες;>>, <<Ναι μαμά. Έβαλα κι από αυτά που έχει η Βαλεντίνη στο ντουλάπι>>. Η γυναίκα της χάιδεψε τα μαλλάκια τρυφερά. <<Πονάς; Πονάει η κοιλίτσα;>>, <<Όχι μαμά αλλά τρόμαξα>>. Η Λενιώ πήγε λίγο πιο μέσα στο κρεβάτι και σήκωσε το σεντόνι για να ξαπλώσει η μικρή δίπλα της. Έπειτα την έκλεισε στην αγκαλιά της και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. <<Κοριτσάκι μου. Μωράκι μου καλό. Μεγάλωσε μωρέ και το λουλουδάκι μας>> της ψιθύρισε στο αυτί και η μικρή της χαμογέλασε γλυκά. Ο Λάμπρος ξύπνησε και τις είδε δίπλα του. Ανακάθισε αγχωμένος. <<Βιολέτα τι κάνεις εδώ; Ελένη, τι έπαθε το παιδί;>> ρώτησε αγχωμένα. <<Τίποτα. Καλά είναι. Κοιμήσου!>> του απάντησε. <<Τι έχεις καρδιά μου; Άρρωστη είσαι;>> επέμεινε. <<Καλά είναι Λάμπρο. Κοιμήσου σου λέω, δεν έγινε κάτι>> του είπε και τον κοίταξε νευρικά. Ο άντρας άπλωσε το χέρι του και η μικρή πέρασε πάνω από την Ελένη και ξάπλωσε ανάμεσα τους. <<Έλα να σε πάρει ο μπαμπάς αγκαλίτσα, να κοιμηθείς μάτια μου. Τι έπαθες; Είδες εφιάλτη;>>. Η Λενιώ ξεφύσηξε με απελπισία. <<Σου λέμε, δεν έχει τίποτα. Σταμάτα πια να κλείσουμε το μάτι μας. Βιολετάκι κοιμήσου, ντάξει;>>. Το κοριτσάκι έγνεψε θετικά και κούρνιασε στην αγκαλιά του πατέρα της, που τη φίλησε τρυφερά στο κεφάλι.

<<Πες μου έναν λόγο, που με έχεις βάλει να σου στρώσω το κρεβάτι με τα καλά σκεπάσματα. Ένα λόγο πες μου! Σάμπως θα ξαπλώσουνε;>> διαμαρτυρήθηκε η Βαλεντίνη. Η Ελένη την έστρωσε στη δουλειά, με το που ξύπνησε και το κορίτσι είχε εκνευριστεί. <<Σταματάς να φωνάζεις πρωί πρωί; Θέλω να είναι περιποιημένο το σπίτι. Στρώνε εκεί και μη μιλας!>> της απάντησε η μητέρα της καθώς ντυνόταν. Η Ευγενία μπήκε στο δωμάτιο αναστατωμένη. <<Μαμά γιατί κοιμάται ακόμα η μικρή; Είπε πως την άφησες. Ήρθε στη κάμαρη σας το βράδυ;>>, <<Άστην να κοιμηθεί, δεν πειράζει>> απάντησε ψυχρά η Ελένη. <<ΓΙΑΤΙ; Αυτή θα κοιμάται κι εγώ θα στρώνω το κρεβάτι σαν να περιμένουμε το γαμπρό για τη πρώτη νύχτα του γάμου;>> διαμαρτυρήθηκε η Βαλεντίνη. <<Σκασμός πια! Της ήρθαν τα ρούχα της χτες το βράδυ. Άστην να κοιμηθεί, τρόμαξε>>, <<Τι; Γιατί δεν με ξύπνησε;>> ρώτησε η Ευγενία. <<Ε ξύπνησε τη μάνα της. Δε χάθηκε ο κόσμος>>. Η Ευγενία χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. Κατάλαβε πως η μητέρα της ήταν ακόμα πικραμένη μαζί της. Ο Λάμπρος μπήκε κεφάτα στο δωμάτιο και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Το κορίτσι χαμογέλασε τρυφερά. <<Λενιώ μου...>>, <<Τόσες είμαστε εδώ μέσα μπαμπά. Μόνο το Λενιώ σου είδες;>> διαμαρτυρήθηκε η Βαλεντίνη μα η Ελένη την κοίταξε αυστηρά. <<Λενιώ μου ανησυχώ. Τι έπαθε η μικρή; Εσύ να την αφήσεις να κοιμάται; Μα πείτε μου επιτέλους>>, <<Σταμάτα μωρέ Λάμπρο. Αδιαθέτησε το παιδί και τρόμαξε. Γι' αυτό ήρθε μες τη νύχτα. Δεν ήθελα να στο πω μπροστά της, θα ντρεπόταν>>. Ο δάσκαλος χλώμιασε. <<Τι λες Ελένη; Μωρό παιδί είναι ακόμα. Να την πάμε σε κανένα γιατρό στη Λάρισα>>, <<Σε κανένα γιατρό δεν θα την πάμε και δεν είναι μωρό. Κι εγώ στην ίδια ηλικία αδιαθέτησα και εγώ και η Βαλεντίνη. Κι η Ευγενία ήταν 6 μήνες μεγαλύτερη. Μεγάλωσαν τα παιδιά μας. Αφήστε την να ηρεμήσει και μια χαρά είναι>> τους δήλωσε. <<Τι να πω; Εσείς τα ξέρετε αυτά. Τέλος πάντων. Το κρεβάτι γιατί το στρώσατε με τα καλά σεντόνια; Μήπως έρθουν κουρασμένοι και θέλουν να ξαπλώσουν;>> ρώτησε με περιέργεια. Η Βαλεντίνη έβαλε τα γέλια και η Λενιώ τον κοίταξε νευρικά.

Ο Λάμπρος κατέβηκε στην αυλή για να βγάλει την ψησταριά από την αποθήκη και η Βαλεντίνη έφυγε να ντυθεί στην κάμαρη της. Η Λενιώ έκανε να φύγει από το δωμάτιο αλλά η Ευγενία την σταμάτησε. <<Μαμά...>>, <<Τι είναι Ευγενία; Τι θες;>>, <<Να... Έλεγα μήπως μπορούσες... Να μου έδινες να φορέσω τα σκουλαρίκια σου, τα χρυσά με τα μαργαριτάρια. Πάνε με το φουστάνι μου>>. Η Ελένη έγνεψε θετικά και άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου της. Της έδωσε το κουτί και η Ευγενία το άνοιξε προσεκτικά. <<Πάντα μου άρεσαν όταν τα φορούσες>> της είπε, κοιτάζοντας τα. <<Κράτα τα>> της απάντησε με ψυχρότητα η μητέρα της. <<Τι;>>, <<Λέω, κράτα τα. Άλλωστε σε σένα θα καταλήξουν. Πάρτα μια ώρα αρχίτερα. Δεν τα φοράω πια>> έκανε αδιάφορα. <<Μα μαμά, ήταν δώρο του παππού>>, <<Ο παππούς είπε να τα δώσω ή στη νύφη μου ή στη κόρη μου που θα ήθελε να έχει το όνομα της γυναίκας του, της πεθεράς μου. Η πρωτότοκη είσαι, άρα είναι δικά σου. Μη τα χάσεις μόνο>> της εξήγησε και η ψυχρότητα δεν έφευγε. Η Ευγενία την πλησίασε και της έπιασε το χέρι. <<Μαμά συγνώμη>> είπε με μία ανάσα και χαμήλωσε το κεφάλι. <<Συγνώμη. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν>>. Η Ελένη συνέχισε να την κοιτάζει αυστηρά. <<Πότε σου είπα εγώ Ευγενία να είσαι άψογη σε όλα; Πότε σου το ζήτησα; Μου έφερνες επαίνους και αριστεία και σου έλεγα να ζεις και λίγο σαν κοπέλα και όχι μέσα από τα βιβλία. Τι σου είπα πριν φύγεις στη Θεσσαλονίκη;>>, <<Ότι δεν με στέλνεις για να μονάσω>>, <<Α μπράβο. Δεν ανέχομαι τέτοια συμπεριφορά. Κάνε στην άκρη τώρα, έχω δουλειές>>. Η Ευγενία την αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια. <<Μαμά μου...>>, <<Τόσα χρόνια, σε έβαλα πάνω από τις αδελφές σου για να μην νιώσεις ποτέ πως είσαι διαφορετική από εκείνες. Και μου έκανες σκηνή για μία φωτογραφία κι έναν λογαριασμό τραπέζης. Κάψτα αν δεν τα θες και τα λεφτά θα τα μοιράσω και στις τρεις σας. Να ξέρεις όμως, πως δεν περίμενα να ακούσω από το στόμα σου πως σε ξεχωρίζω από τις άλλες>>. Η Ευγενία έπεσε στην αγκαλιά της και έκλαψε με λυγμούς. Η Ελένη έτρεμε από την ταραχή της και αρκέστηκε να την ακουμπήσει στη πλάτη. <<Μη μου το κάνεις αυτό. Μη μου φέρεσαι ψυχρά. Το ξέρω έκανα λάθος αλλά... Συγνώμη αλήθεια. Απλώς καμιά φορά, δεν... Δεν μπορώ να το διαχειριστώ, αυτό είναι όλο>>, <<Ποιο Ευγενία;>>, <<Ξέρεις ποιο>>, <<Όχι δεν ξέρω. Το ότι δεν σε γέννησα; Τόσο σημαντικό είναι για σένα; Τόσο σημασία έχει παιδί μου; Γιατί για μένα και για τον μπαμπά και για τις θείες σου και για το χωριό ολόκληρο, δεν έχει καμία>>. Η Ελένη έκατσε στο κρεβάτι και το κορίτσι έκατσε στα πόδια της και την αγκάλιασε από τον λαιμό σφιχτά. Εκείνη την τράβηξε μπροστά της και της σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια με τα δάχτυλα της. <<Συγνώμη. Σε απογοήτευσα>> είπε ντροπαλά. <<Πολύ. Αλλά έχει σημασία; Ξέρεις πόσες φορές με έχει απογοητεύσει η Βαλεντίνη; Τι σημαίνει αυτό; Δεν την αγάπαω; Δεν είναι παιδί μου; Δεν έχει>>. Η Ευγενία χαμογέλασε αχνά. <<Το βράδυ πριν σε βρω στην αποθήκη, είχαμε επέτειο με το μπαμπά. Κλείναμε ένα χρόνο γάμου. Βγήκαμε έξω, μου έκανε δώρο ένα κόσμημα... Και το βράδυ, που πλαγιάσαμε, εγώ κάποια στιγμή ξύπνησα και τον είδα να κοιμάται δίπλα μου. Τότε παρακάλεσα τον Θεό να μας δώσει ένα παιδί. Να το μεγαλώσουμε εγώ κι εκείνος και να πάρει όλο το περίσσευμα αγάπης που είχαμε. Να μπει στο σπιτικό μας και να το γεμίσει ζωή. Και το πρωί σε βρήκα. Ήταν γραφτό μας μάτια μου να είσαι κόρη μου και να γίνω μαμά σου. Μη γεμίζεις το μυαλό σου με ανοησίες. Τίποτα ξεχωριστό δεν υπάρχει. Είστε οι τρεις μας νεράιδες που ήρθατε μία-μία και γεμίσατε τη ζωή μας και κλείσατε ότι πληγές είχαμε από το παρελθόν, εγώ και ο μπαμπάς>>. Η Ευγενία την αγκάλιασε ξανά δακρυσμένη. <<Σ' αγαπάω πολύ μαμά μου. Είσαι ότι πιο σημαντικό έχω>>. Η Λενιώ της χάιδεψε το πρόσωπο. <<Κι εγώ ζωή μου. Από τη πρώτη στιγμή που σε είδα>>

<<Θεία!!!>> τσίριξε η Βαλεντίνη όταν η Πηνελόπη μπήκε στο σπίτι. Η γυναίκα άφησε κάτω τις σακούλες και την πήρε στην αγκαλιά της. <<Αγάπη μου γλυκιά! Καλέ πώς μεγαλώσατε έτσι;>> ρώτησε. Η Βιολέτα έτρεξε κοντά της και η Ευγενία ακολούθησε ενθουσιασμένη. <<Πότε ήρθες; Την άλλη εβδομάδα δεν σε περιμέναμε;>> ρώτησε η Ευγενία. <<Και θα έχανα τη νύφη του Σέργιου; Πήρα το πρώτο αεροπλάνο και ήρθα! Καλά που είχα ψωνίσει τα δώρα σας και τα υπόλοιπα σας τα πήρα από το αεροδρόμιο>> τους είπε. Η Ελένη την πλησίασε και αγκαλιάστηκαν θερμά. <<Τι έκανες πάλι; Δεν σου έχω πει να μην τους φέρνεις τόσα>>, <<Δουλειά σου! Χαλάλι τους όλα τα δώρα του κόσμου>>. Η Βαλεντίνη, που της είχε μεγάλη αδυναμία, την αγκάλιασε ξανά. <<Να σου πω... Μου έφερες και τα καλλυντικά που σου ζήτησα;>> τη ρώτησε ψιθυριστά. <<Στα έφερα, στα έφερα αλλά με ρέγουλα εντάξει; Και στο σχολείο δεν θα πηγαίνεις μακιγιαρισμένη. Θα στα πάρω πίσω!>> της δήλωσε η Πηνελόπη, μα η Βαλεντίνη τη φίλησε στο μάγουλο. <<Άντε μέσα να τα ανοίξετε, όχι εδώ>> τους είπε η Ελένη και τα κορίτσια μπήκαν στη κάμαρη. <<Έρχονται και οι αδελφές σου όπου να ναι. Μα τι τον έπιασε τον Σέργιο και ήθελε να φάμε εδώ;>>, <<Τον ξέρεις. Δεν το χωνεύει το αρχοντικό. Πάντα εδώ ήθελε να μαζευόμαστε>>, <<Εδώ που τα λέμε, ποιος το χωνεύει;>> αναρωτήθηκε η Πηνελόπη και γέλασαν και οι δύο. <<Πότε θα γυρίσεις μόνιμα κοντά μας; Καιρός δεν είναι;>> τη ρώτησε η Ελένη. <<Συνήθισα στο Παρίσι>>, <<Συνήθισες ή σου έχει πάρει το μυαλό κανένας παριζιάνος και δεν μας το λες;>>. Η Πηνελόπη γέλασε. <<Μακάρι αλλά όχι. Μόνη μου είμαι. Σαν την καλαμιά στο κάμπο>>, <<Τότε να γυρίσεις Πηνελόπη μου. Εδώ έχεις την οικογένεια σου, έχεις τόση περιουσία, έχεις τα ανίψια σου που σε λατρεύουν. Τι κάθεσαι να κάνεις εκεί; Με πιάνει η ψυχή μου που σε σκέφτομαι μόνη>>, <<Συνήθισα τη μοναξιά βρε Λενιώ>>, <<Δεν συνηθίζεται η μοναξιά. Κι αν θες ησυχία, έχεις το σπίτι στη Λάρισα. Δεν χρειάζεται να έρθεις εδώ. Αν κι εγώ επιμένω πως σε θέλω κοντά μας>>. Η Πηνελόπη της έπιασε το χέρι τρυφέρα. <<Άντε πού είναι οι ανιψιές μου; Πέσαν μες τις σακούλες; Θέλω να τις χαρώ!>>, <<Να σου πω, τι σου ζήτησαν;>> ρώτησε συνωμοτικά. <<Τίποτα μωρέ, σαχλαμάρες...>>, <<Κοκκινάδια και πούδρες;>>. Η Πηνελόπη έσκασε στα γέλια. <<Μεγαλώσανε κι αυτές. Πότε τους έφερνα κουκλίτσες και αλογάκια και πότε μου ζητάνε κραγιόν και μάσκαρες>>.

Μαζεύτηκαν όλοι στο σπίτι και άρχισαν τις ετοιμασίες για τον αρραβώνα του Σέργιου, που τον περίμεναν κατά το μεσημέρι. Η Πηνελόπη δεν χόρταινε να μιλάει με τις ανιψιές της, που τη φόρτωσαν με ένα σωρό νέα. <<Ναι αλλά τις κακομαθαίνεις. Πάλι ένα σωρό δώρα τους έφερες, ούτε να τα ανοίξουν όλα δεν πρόλαβαν>> τη μάλωσε η Ελένη ξανά. <<Έτσι έκανε και η θεία η Ανέτ με μας, όταν γύριζε από το Παρίσι. Καλά αν γνώριζε τούτες εδώ, τις γαλιάντρες; Α δεν σας λέω τίποτα. Αεροπλάνο ολόκληρο με δώρα θα τους έφερνε>> είπε η Πηνελόπη και αγκάλιασε τη Βιολέτα και την Ευγενία, που καθόντουσαν δίπλα της. <<Ήταν καλή η θεία η Ανέτ θεία;>> ρώτησε η Ανετούλα. <<Ήταν ο καλύτερος και ο πιο γλυκός άνθρωπος το κόσμου. Γι' αυτό σου δώσαμε το όνομα της>> απάντησε χαρούμενα. <<Η γιαγιά η Μυρσίνη δεν ήταν καλή; Κανονικά το δικό της το όνομα έπρεπε να είχα πάρει>>. Όλες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους παγωμένα. <<Καλή ήταν. Καλή. Απλώς σου δώσαμε το όνομα της θείας γιατί δεν είχε παιδιά, ε Δρόσω;>> δικαιολόγησε η Ασημίνα. <<Ναι. Φυσικά>>, <<Και δεν στεναχωρήθηκε που δεν με είπατε Μυρσίνη;>> επέμενε το κοριτσάκι. <<Όχι φυσικά. Κι εκείνη την αγαπούσε πολύ τη θεία την Ανέτ>> συμπλήρωσε η Ελένη. <<Δε μιλάτε ποτέ για αυτή. Για τη γιαγιά τη Βαλεντίνη και τη θεία, μιλάτε συνέχεια>>. <<Στεναχωριόμαστε καρδιά μου, αυτό είναι όλο>> της απάντησε η Πηνελόπη γλυκά. <<Δεν πάτε να δείτε αν θέλουν τίποτα κάτω; Βιολέτα, άντε να ρωτήσεις το μπαμπά. Μπορεί να χρειάζονται τίποτα>>. Τα κοριτσάκια έφυγαν και έμειναν μόνες τους. <<Δεν χρειάζεται να ξέρει πολλά για τη γιαγιά της. Είναι μικρή ακόμα. Καλύτερα ας την έχει στο μυαλό της με μία καλή εικόνα>> είπε η Ελένη και όλες συμφώνησαν. <<Δυστυχώς η μητέρα μου δεν ήταν άξια για γιαγιά της>>, <<Η μητέρα σου Πηνελόπη δεν ζει πια. Κράτα τα καλά από εκείνη και άσε τα υπόλοιπα πίσω>> της απάντησε ψυχρά η Ελένη. <<Εγώ πάντως τη φοβόμουν. Θυμάσαι μαμά τότε που την είχαμε δει, λίγο πριν πεθάνει;>> είπε η Βαλεντίνη.

----------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1974

Η Ελένη πάρκαρε την κούρσα της, στην άκρη της πλατείας και βγήκε από το αυτοκίνητο, λίγο πριν σχολάσει το δημοτικό σχολείο. Η Βαλεντίνη βγήκε πηδώντας από το αυτοκίνητο και η Λενιώ πήρε στην αγκαλιά της, τη μικρή Βιολέτα που λαγοκοιμόταν. <<Δεν θέλω να κάνω εμβόλιο>> διαμαρτυρήθηκε το κορίτσι. <<Ένα τσιμπηματάκι είναι. Σταμάτα να γκρινιάζεις>>, <<Ο μπαμπάς είπε θα μου πάρει σοκολάτα με φράουλα αν το κάνω>>, <<Ε τι διαμαρτύρεσαι τότε;>>. Την έπιασε από το χέρι και στάθηκαν έξω από το δημοτικό σχολείο. <<Καλησπέρα Λενιώ>> της είπε καλοσυνάτα η μητέρα της Νικολίτσας. <<Καλησπέρα, καλησπέρα>>, <<Πώς κι από δω; Ήρθες να πάρεις την μεγάλη σου;>>, <<Θα πάμε τα παιδιά στον γιατρό για τα εμβόλια τους και ήρθα για να κατεβούμε στη Λάρισα>> της απάντησε χαμογελώντας. Το κουδούνι χτύπησε και τα παιδιά βγήκαν τρέχοντας στο προαύλιο. Η Ευγενία όπως πάντα βγήκε τελευταία μαζί με τον πατέρα της και πλησίασε την Λενιώ. Εκείνη της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. <<Όλα καλά;>> τη ρώτησε και το κορίτσι έγνεψε θετικά. <<Μπαμπούνη μου!>> τσίριξε η Βαλεντίνη κι έτρεξε κατά πάνω του. Ο Λάμπρος τη σήκωσε ψηλά. <<Δε θέλω να πάω στο γιατρό, σε παρακαλώ μπαμπούνη μου>> είπε παρακαλετά η μικρή. <<Δεν τα είπαμε αυτά νεράιδα μου; Έτσι τσίμπημα είναι και ο μπαμπάς θα σου πάρει ότι σοκολάτα θες που είσαι τόσο γενναίο κορίτσι>>. Μια μητέρα πλησίασε τον Λάμπρο και του ζήτησε να μιλήσουν για πέντε λεπτά. Εκείνος δέχτηκε με χαρά και είπε στην Ελένη να τον περιμένει στο αμάξι μαζί με τα κορίτσια. Περπατούσαν στην πλατεία και η Βιολέτα κοιμόταν ήρεμη στο στέρνο της μητέρας της, που την κρατούσε σφιχτά. Λίγο πριν φτάσουν στο αυτοκίνητο, η Μυρσίνη Σεβαστού εμφανίστηκε μπροστά τους στρίβοντας από μία γωνία. Είχε πολύ καιρό να την δει η Ελένη. Ήξερε πως ήταν άρρωστη και πως ζούσε πια στη Λάρισα. Παραξενεύτηκε που την είδε. Η γυναίκα την κοίταξε ψυχρά και έριξε παγωμένες ματιές στα μικρά κορίτσια που την κοιτούσαν σχεδόν φοβισμένες. <<Κουνέλα έγινες Σταμίρη; Κι όλα κορίτσια. Μη βγάλεις έναν σερνικό. Μάγισσες σαν εσένα>> της είπε και η Λενιώ την κοίταξε με μίσος. <<Ευγενία, πάρε τη μικρή και πηγαίνετε στο αμάξι>>, <<Μαμά...>>, <<ΜΙΛΗΣΑ ΕΥΓΕΝΙΑ>> έκανε ψυχρά και της έδωσε τη Βιολέτα στα χέρια. Τα κορίτσια έφυγαν σιωπηλά και άφησαν τη μικρή στο πίσω κάθισμα, μα στάθηκαν φοβισμένες δίπλα από τη κούρσα. <<Ούτε τα παιδιά μου δεν σέβεσαι Μυρσίνη; Πώς μιλάς έτσι μπροστά τους; Δεν ντρέπεσαι πια;>>, <<Τολμάς να μου λες εσύ αν ντρέπομαι; Το βλέμμα έπρεπε να κατεβάζεις όταν με συναντάς και να με ευγνωμονείς που δεν λέω στα παιδιά σου πως έχουν μια μάνα φόνισσα σαν του λόγου σου>>. Η Ελένη την πλησίασε πιο κοντά. <<Σέβομαι την αρρώστια σου, μα μπροστά στα παιδιά μου δεν θα μου ξαναμιλήσεις έτσι>>, <<Το ξέρεις πως τα παιδιά σου, κανονικά θα έπρεπε να ήταν εγγόνια μου Σταμίρη; Ο γιος μου πέθανε άκληρος κι εσύ γεννοβολάς σαν κουνέλα θηλυκά, να γίνουν ίδιες με σένα>>, <<Ήθελες να σου κάνω εγγόνια Μυρσίνη; Δεν ήξερα πως μου είχες τέτοια αγάπη>>. Η Μυρσίνη ξεφύσησέ νευρικά. <<Καμία αγάπη δεν σου είχα, μα τα εγγόνια του πρωτότοκου μου, θα ήταν πάνω απ' όλους. Εσύ ας πήγαινες να πνιγείς, τα παιδιά όμως του Σέργιου μου θα μεγάλωναν σαν άρχοντες>>, <<Προτιμούσα να γίνω ζητιάνα, παρά να μεγάλωνες εσύ τα παιδιά μου. Και την ίδια γνώμη μάλλον έχουν και τα δικά σου παιδιά γιατί κανένα σου εγγόνι δεν χάρηκες, απ' τη κακία σου>>. Η Μυρσίνη φόρεσε τα γυαλιά της και έκανε ένα βήμα πίσω. <<Για ένα πράγμα χαίρομαι Σταμίρη. Έγινες μάνα και τώρα ίσως μπορείς να καταλάβεις λίγο τον πόνο που ένιωσα. Σκέψου να σου φέρνανε τη μεγάλη σου, που όλο το χωριό λέει πως της έχεις αδυναμία, παρόλο που δεν βγήκε απ' την κοιλιά σου, με λιωμένο το κεφάλι, όπως μου φέρανε εμένα τον καλύτερο μου>>. Η Ελένη την έπιασε από τον γιακά. <<Μόνο μια σκύλα θα έλεγε κάτι τέτοιο>>, <<Τι θα έκανες Σταμίρη; Θα ανεχόσουν να μιλάς στο φονιά του ή θα τον σκότωνες με τα ίδια σου τα χέρια; Για να καταλάβεις πόσο μεγαλόκαρδη είμαι>>, <<Έβαλες εκείνο το κτήνος...>>, <<Να σε σκοτώσει. Ναι τον έβαλα μα αυτός καθόταν και πέρναγε τον καιρό του. Και; Τι έπαθες; Ήταν που είχες και πρόβλημα να κάνεις παιδιά, τάχα μου δήθεν. Πες καλύτερα πως σου καλάρεσε η συντροφιά του Βόσκαρη και πάψε να μας το παίζεις χτυπημένη από τη μοίρα. Ο γιος μου είναι 16 χρόνια στο τάφο κι εσύ τριγυρνάς με τα μούλικα σου. Τίποτα δεν σου έκανα Σταμίρη>>, <<ΤΙ ΕΙΠΕΣ ΣΚΡΟΦΑ;>> φώναξε η Λενιώ μα ο Δούκας που στεκόταν πίσω της, την σταμάτησε. <<ΕΛΕΝΗ ΜΗ! ΜΥΡΣΙΝΗ ΤΙ ΤΗΣ ΛΕΣ;>>. Οι δύο γυναίκες δεν μίλησαν. <<Φύγε Ελένη, πήγαινε στα παιδιά σου. Μη το συνεχίσεις, σε παρακαλώ>> είπε ο Δούκας κι εκείνη γύρισε τη πλάτη της να φύγει τρέμοντας. <<Τον νιώθεις τον πόνο μου Σταμίρη, γι' αυτό τρέμεις. Καλύτερα να είσαι η μάνα του φονιά, παρά του σκοτωμένου>> της είπε δυνατά μα η Ελένη την αγνόησε. Πλησίασε το αυτοκίνητο και τα κορίτσια στεκόντουσαν κοιτάζοντας την φοβισμένα. <<ΔΕΝ ΕΙΠΑ ΝΑ ΜΠΕΙΤΕ ΜΕΣΑ; ΚΑΝΕΝΑΝ ΔΕΝ ΑΚΟΥΤΕ ΠΙΑ;>> τους φώναξε πάνω στα νεύρα της. Τα γαλάζια μάτια της Ευγενίας γέμισαν δάκρυα. Η Λενιώ πήρε βαθιά ανάσα και την αγκάλιασε. <<Συγνώμη ζωή μου. Συγνώμη, δεν φταις εσύ. Μη κλαις καρδιά μου>> της είπε και την έσφιξε δυνατά. Ο Λάμπρος τις πλησίασε. <<Τι έγινε εδώ; Τι συνέβη;>>, <<Μπαμπά, αυτή η κακιά κυρία φώναξε στη μαμά και εμείς τρομάξαμε πολύ>>. Ο δάσκαλος έσκυψε μπροστά στη Βαλεντίνη που κλείστηκε στην αγκαλιά του. <<Ποια κακιά κυρία κοριτσάκι μου; Ελένη τι λέει;>>, <<Η κυρία Μυρσίνη μπαμπά>> εξήγησε η Ευγενία. Ο Λάμπρος τις έκλεισε και τις δύο στην αγκαλιά του. Σχεδόν έτρεμαν. <<Δεν έγινε κάτι. Μια διαφωνία είχε με τη μαμά. Τι φοβάστε; Τώρα ήρθε ο μπαμπάς και δεν θα γίνει τίποτα, εντάξει;>>. Κούνησαν καταφατικά τα κεφαλάκια τους κι ο άντρας της φίλησε γλυκά. <<Άντε μέσα τώρα και προσέξτε τη μικρή>>. Ο Λάμπρος έκλεισε την πόρτα και πλησίασε την Ελένη, που κούρνιασε στην αγκαλιά του με τη σειρά της. <<Τι σου είπε καρδιά μου και σε τάραξε; Τρέμεις ολόκληρη, ανησυχώ>>, <<Καλά είμαι. Τι να μου πει; Τα γνωστά...>>, <<Ναι μα εσύ είσαι ταραγμένη. Τι τόλμησε να σου πει αυτή η σκύλα; Θα πάω να τη βρω>>, <<Όχι καρδιά μου, σε παρακαλώ. Είναι βαριά, έχει την κακιά αρρώστια. Δεν έχει νόημα>>, <<Σε απείλησε; Απείλησε τα παιδιά μας;>>. Η Λενιώ χαμήλωσε το βλέμμα. <<Όχι. Μη ρωτάς, σε παρακαλώ. Άσε με μόνο να ηρεμήσω. Μη με βλέπουν έτσι τα παιδιά>>. Ο δάσκαλος την αγκάλιασε ξανά και της έτριψε τρυφέρα τη πλάτη.

--------------------------------------------

<<Τσούπρα, δεν πας στη θεια σου, να σου δώσει και τα άλλα λουκάνικα; Ένα μεζέ δεν φτιάξανε τόσες γυναίκες πάνω και τα φάγαμε όλα πες της>> είπε μπουκωμένος ο Κωνσταντής στην Ανετούλα, που έφυγε γελώντας. <<Νονέ θα φωνάζει η μαμά που τρως τα λουκάνικα>>, <<Σκοτίστηκα κι εγώ. Χάθηκε ο κόσμος να κόψουν μια ντομάτα με ένα σαλάμι; Ξεροσφύρι θα το πιούμε το τσίπουρο;>> απάντησε στη Βιολέτα, που του χαμογέλασε γλυκά. Ο Λάμπρος έκατσε σε μία καρέκλα λίγο πιο μακριά από τη ψησταριά και έβαλε την μικρή στα γόνατα του. <<Καλά είσαι λουλουδάκι μου;>> τη ρώτησε ντροπαλά. Το κοριτσάκι ανακάθισε. <<Η μαμά δεν μπορεί να σου κρατήσει ούτε ένα μυστικό;>> αναρωτήθηκε και χαμήλωσε το βλέμμα. <<Γιατί ματάκια μου να μου κρατήσει μυστικό; Ανησύχησα. Εσύ ποτέ δεν έρχεσαι στη κάμαρη μας το βράδυ>>, <<Σαν τη Βαλεντίνη που ερχόταν ακόμα κι αν έβλεπε στον ύπνο της τον Τζον Τραβόλτα στο Grease>>. Ο Λάμπρος έβαλε τα γέλια και τη φίλησε στο μέτωπο. <<Η θεία η Δρόσω είπε πως πρέπει να μου δώσεις ένα χαστούκι για να είναι γλυκός ο πόνος. Έτσι κάνουν οι μπαμπάδες στο έθιμο>>, <<Θεός φυλάξοι παιδί μου, εγώ να σου δώσω χαστούκι; Δεν χρειάζεται να τηρούμε όλα τα έθιμα. Όμως όταν πάμε στη Λάρισα, θα σου πάρω ότι δώρο θες. Εντάξει;>>, <<Αφού δεν έχω γενέθλια>>, <<Ε δεν πειράζει. Επειδή μεγάλωσες κι εσύ. Και στις αδελφές σου πήρα. Ας τηρήσουμε αυτό το έθιμο>>. Η Βιολέτα το σκέφτηκε λίγο. <<Θα μου πάρεις τις φιδομαχίες;>>, <<Τι είναι αυτό; Δεν πιστεύω να φέρεις και φίδια, μετά τα κουνέλια. Θα φωνάζει η μαμά>>. Το κοριτσάκι έβαλε τα γέλια. <<Όχι καλέ μπαμπά. Είναι επιτραπέζιο και πάνω στο κουτί έχει τον Κώστα Βουτσά, τον ηθοποιό>>, <<Α μάλιστα. Θα στο πάρω κοριτσάκι μου. Ότι θες θα σου πάρει ο μπαμπάς>>. <<Κι άλλο επιτραπέζιο με τον Βουτσά; Καλά αυτός μπίζνα το έχει κάνει; Στη δικιά μου έταξε ο Νικηφόρος να πάρει ένα με ψάρια, ούτε θυμάμαι πως το λένε>> έκανε ο Κωνσταντής, τρώγοντας ένα παϊδάκι. <<Οι μικροί ψαράδες το λένε. Ε να μην έχουμε το ίδιο>> εξήγησε η Βιολέτα. <<Ότι θυμάστε, χαίρεστε λέω εγώ. Αντί να πάτε να παίξετε σε καμία αλάνα, κλείνεστε στις κάμαρες με αυτά τα διαόλια. Ξεχάσατε και τα ποδήλατα και σας τα κουβάλησα απ' την Αθήνα ο μαύρος. Πού είναι κι αυτή η κόρη μου; Θα σβήσουν τα κάρβουνα!>>

Μαζευτήκαν όλοι στο σαλόνι για να υποδεχτούν την Νεφέλη και τον Σέργιο. Είπαν να μην περιμένουν στην αυλή και νιώσει το κορίτσι άβολα μόλις φτάσει. Η Ελένη τους χάζευε όρθια από την κουζίνα. Της άρεσε να βλέπει το σπίτι της γεμάτο με τους αγαπημένους της ανθρώπους. Ήταν η οικογένεια που έφτιαξαν μόνοι τους, ξεπερνώντας όλες τις διαφωνίες και το αίμα που χύθηκε μες τη φαμίλια τους. Του Σέργιου, του Γιάννου, του πατέρα της, του Μιλτιάδη, της Θεοδοσίας και τόσων ακόμα. Ο Κωνσταντής καθόταν όπως πάντα στην άκρη του τραπεζιού και είχε στα δύο του γόνατα την Ανέτ και την Βιολέτα. Όλα του τα ανίψια τα αγαπούσε, μα στην Βιολέτα είχε ιδιαίτερη αδυναμία, μας και ήταν βαφτισιμιά του. Η Βαλεντίνη στεκόταν από πάνω του όρθια και περίμενε να ανοίξει την πόρτα. Είχε μεγάλη αδυναμία στον Σέργιο κι εκείνος σε αυτή. Στις διπλανές καρέκλες ήταν η Δρόσω και η Ασημίνα, ανήσυχες για τη νύφη που θα τους φέρει ο κανακάρης τους. Ο Νικηφόρος, η Πηνελόπη και η Ευγενία καθόντουσαν πίσω, στο τζάκι, πάντα πιο ψύχραιμοι και συνετοί απ' όλους. Η Ελένη στάθηκε πάνω από τον άντρα της και του έτριψε τον ώμο μαλακά ενώ εκείνος της έπιασε το χέρι. <<Άντε πού είναι; Θα κρυώσουν τα ψητά!>> είπε με νεύρο ο Κωνσταντής. <<Του είπα να μην τρέχει. Μην αγχώνεστε>> εξήγησε η Ασημίνα. <<Πεινάς Κωνσταντή; Δεν σου φτάσαν τα 10 λουκάνικα και τα 20 παϊδάκια που τσίμπησες ενώ έψηνες;>> τον ρώτησε ειρωνικά η Ελένη. <<Να μου κάνεις τη χάρη. Εγώ στάθηκα στο λιοπύρι να ψήνω κι ο άντρας σου με τον Νικηφόρο πιάσαν ψιλή κουβέντα σαν τις γυναικούλες που περιμένουν στο κομμωτήριο για μιζαμπλί. Να μη τσιμπήσω ένα μεζέ με το τσίπουρο; Καλά την είχατε οι υπόλοιποι>> διαμαρτυρήθηκε. Η πόρτα χτύπησε και η Βαλεντίνη έτρεξε να ανοίξει. Ο Σέργιος στεκόταν μπροστά της χαμογελαστός κι εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του. <<Τσιγγάνα μου!>> την είπε χαϊδευτικά και την σήκωσε ψηλά. Πάντα την πείραζε που ήταν πιο μελαχρινή. <<Επιτέλους! Μαύρα μάτια κάναμε>> του απάντησε. <<Νεφέλη, από δω η Βαλεντίνη>>. Η Νεφέλη ήταν μία γλυκιά κοπέλα, με καστανά ίσια μαλλιά και πράσινα μάτια. Η φυσιογνωμία της ήταν ευγενική και χαμογελούσε ντροπαλά. Η Βαλεντίνη τη φίλησε σταυρωτά και την αγκάλιασε. Η Ασημίνα ήταν η επόμενη που πλησίασε τον γιο της και του έκανε μια θερμή αγκαλιά. <<Λοιπόν, πάμε με τη σειρά, να στους συστήνω έναν-έναν γιατί είμαστε και λόχος ολόκληρος. Η μαμά μου, η Ασημίνα>> εξήγησε ο Σέργιος και η γυναίκα αγκάλιασε με τη σειρά της τη νύφη της. <<Η θεία η Δρόσω. Εγώ και η Ανέτ, είμαστε οι αδικημένοι της οικογένειας. Τις είχαμε από δύο πάνω από το κεφάλι μας να μας ζαλίζουν>> εξήγησε παιχνιδιάρικα και η Δρόσω πλησίασε το κορίτσι. <<Χαρά στη ζαλάδα. Εμείς έχουμε μάνα την Ελένη...>> πέταξε η Βαλεντίνη και η Λενιώ την κοίταξε αυστηρά. Ο Νικηφόρος πλησίασε τον γιο του και χτύπησαν τα χέρια τους με δύναμη. <<Ο πάτερας μου, ο θείος ο Κωνσταντής...>>, <<Καλώς τη νύφη μας. Μπήκες σε τρελόσογο, να ξέρεις. Δεν είμαστε και πολύ με τα καλά μας, οπότε μην μας παρεξηγείς>> είπε ο Κωνσταντής στη κοπέλα κι εκείνη έβαλε τα γέλια. <<Τα μικρά μας, η Βιολέτα κι η Ανέτ, η θεία η Πηνελόπη, την Ευγενία την ξέρεις, ο θείος ο Λάμπρος-ο δάσκαλος και ο αρχηγός της οικογένειας. Η θεία η Ελένη>>. Η Λενιώ πλησίασε το κορίτσι και την αγκάλιασε θερμά. <<Καλώς όρισες σπίτι μας. Να το νιώθεις πια και δικό σου>> της είπε καλοσυνάτα και το κορίτσι χαμογέλασε. <<Έχω ακούσει τόσα για όλους σας. Ήθελα πολύ να σας δω από κοντά>> έκανε ντροπαλά. <<Καλές οι χαιρετούρες, μας γνώρισες, δεν πάμε στην αυλή να κάτσουμε στο τραπέζι; Μην ανησυχείς, θα μας μάθεις κι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη εδώ που ήρθες>> πρότεινε ο Κωνσταντής και κατέβηκαν όλοι μαζί στο τραπέζι που στρώθηκε μπροστά από τον παλιό στάβλο για να κόβει ο ήλιος.

Όλοι συμπάθησαν τη Νεφέλη και γρήγορα μπήκε στις καρδιές τους. Η Ασημίνα σχεδόν άλλαξε γνώμη όταν είδε πόσο γλυκιά και καλοσυνάτη ήταν και με πόση αγάπη κοιτούσε τον Σέργιο. Ήταν μορφωμένη και από καλή οικογένεια. Μόνο η Ελένη είχε κάποιες επιφυλάξεις, μα σιώπησε και δεν είπε τον προβληματισμό της σε κανέναν. Απόγευμα τελείωσε η μάζωξη τους και νύχτωσε ώσπου να τελειώσουν τις δουλειές και να καθίσουν ήρεμοι. Ευτυχώς η Ασημίνα έστειλε την Ανέτα να φέρει από το σπίτι τη Φιλίππα, για να τους βοηθήσει με το πλύσιμο των πιάτων και το συμμάζεμα. Ο Λάμπρος καθόταν στην αυλή με τις τρεις κόρες του και η Βαλεντίνη λαγοκοιμόταν στο μπράτσο του. <<Αύριο η μαμά θα με αφήσει να κοιμάμαι. Έχω κάνει συμφωνία μαζί της γιατί δυο μέρες με τους αγαπητικούς και τα τραπεζώματα, κουράστηκα πάρα πολύ>> είπε νυσταγμένα η Βαλεντίνη και ο Λάμπρος της φίλησε το κεφάλι. <<Πότε κουράστηκες καλέ; Τίποτα δεν έκανες. Ανέβασες δυο πιάτα και μετά έπιασες τη κουβέντα στη Νεφέλη για να μη σε φωνάζει η μαμά>> της απάντησε η Βιολέτα νευρικά. <<Καλά σου λέει, χαρά στη κούραση. Εγώ τι να πω;>> συμπλήρωσε η Ευγενία. <<Να μου κάνετε τη χάρη, εντάξει; Εγώ δεν ξέρω από δουλειές. Εσύ και η μαμά είστε συνηθισμένες>>. <<Βαλεντίνη μου, πρέπει να μάθεις κι εσύ όμως. Μεθαύριο θα πας να σπουδάσεις, πρέπει να ξέρεις να κρατάς το σπίτι σου, σαν την Ευγενία μας. Τι θα γίνει δηλαδή; Θα έρθει κι η μαμά μαζί ή θα σου πάρω καμία υπηρέτρια να στα κάνει;>> της είπε ο Λάμπρος. <<Δεν θα έλεγα όχι. Να πάρω τη Φιλίππα μαζί; Τόσους εργάτες έχουμε, ένας μισθός παραπάνω, τι ψυχή έχει;>>. Τα κορίτσια γέλασαν ειρωνικά. <<Μη σε ακούσει η μάνα μας, που θες και παραδουλεύτρα τρομάρα σου. Πριγκίπισσα Βαλεντίνα>> έκανε η Ευγενία γελώντας. Η Ελένη κατέβηκε τις σκάλες, κρατώντας μια πιατέλα με κομμένο πεπόνι, το άφησε στο τραπέζι κι έκατσε δίπλα στον Λάμπρο. <<Φάτε κι έπειτα καθίστε, πηγαίνετε για ύπνο, δείτε τηλεόραση, κάντε ότι θέλετε αλλά ήσυχα. Είμαι πολύ κουρασμένη και θέλω να ξαπλώσω. Όποια κάνει φασαρία, δεν θα πάει για μπάνιο με τη θεία τη Πηνελόπη, κι ας κλαίει μια εβδομάδα>> τους ξεκαθάρισε και έφαγε λίγο πεπόνι. <<Παγωτό δεν είχαμε;>> ρώτησε αδιάφορα η Βαλεντίνη. <<Τόσα γλυκά έφαγες, φάε και κανένα φρούτο. Δεν θα τρώμε κάθε βράδυ παγωτά>> της απάντησε με νεύρο η Ελένη. <<Κουράστηκες Λενιώ μου; Μην έρθεις αύριο στα χωράφια μάτια μου. Δεν είναι ανάγκη>> της είπε ο Λάμπρος και την έκλεισε στην αγκαλιά του. <<Καλά είμαι. Θα κοιμηθώ και θα ξυπνήσω ξεκούραστη>>. <<Σας άρεσε η Νεφέλη; Δεν είναι πολύ γλυκιά;>> ρώτησε μπουκωμένη η Ευγενία. <<Εξαιρετική κοπέλα. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Πάντειο>> της απάντησε ο Λάμπρος. <<Δεν θα την πάρουμε για δουλειά Λάμπρο μου, τι μας λες τις σπουδές της; Τέλος πάντων, μια χαρά κοπέλα φάνηκε αλλά ένα φαί φάγαμε. Θα την γνωρίσουμε καλύτερα και θα δούμε. Καλή μου φάνηκε κι εμένα>> είπε με τη σειρά της η Λενιώ. <<Εμένα πάντως μου άρεσε καλύτερα η Κατ...>>. Η Ελένη κοίταξε αυστηρά τη Βιολέτα και την διέκοψε. <<ΜΗΝ ΤΟ ΞΑΝΑΚΟΥΣΩ ΑΥΤΟ! Ο Σέργιος θα παντρευτεί σύντομα. Τέτοιες κουβέντες δεν θέλω!>> τη μάλωσε αυστηρά και το κορίτσι χαμήλωσε το βλέμμα. <<Θα πάω πάνω να τηλεφωνήσω στον Κώστα. Δεν μιλήσαμε όλη μέρα>> τους ανακοίνωσε ντροπαλά η Ευγενία. <<Μιλάτε...;>> ρώτησε ο Λάμπρος. <<Όχι, του κρατάει μούτρα. Να πας παιδί μου, χαιρετίσματα να του δώσεις>> της είπε η Λενιώ και το κορίτσι έφυγε, μαζί με τη Βιολέτα που ήθελε να πάρει ένα βιβλίο. <<Πάω να δω αν έφαγαν τα άλογα και μετά θα ανέβουμε να ξαπλώσουμε καρδιά μου>> ανακοίνωσε ο Λάμπρος και τη φίλησε μαλακά στα χείλη. Έμειναν μόνες με την Βαλεντίνη και το κορίτσι την κοίταξε πονηρά. <<Τι με κοιτάς παιδί μου; Φάε λίγο πεπόνι, έλα>>, <<Πιστεύεις πως μπορεί να μην την έχει ξεπεράσει ακόμα;>>. Η Λενιώ την κοίταξε ψυχρά. <<Τι λόγια είναι αυτά; Θες κι εσύ να τα ακούσεις σαν την μικρή;>>, <<Όχι γιατί αν το φοβάσαι, το φοβάμαι κι εγώ>>, <<Βαλεντίνη, μη ξανακούσω τέτοιο πράγμα. Είναι έγκυος το κορίτσι, περιμένουν παιδί. Τέλος συζήτησης>>, <<Δηλαδή δεν το φοβάσαι;>>, <<Όχι. Ο Σέργιος έκανε την επιλογή του. Πάω πάνω και πες στον πατέρα σου να ανέβει. Καληνύχτα>> της απάντησε ταραγμένα και έφυγε.

Η Ασημίνα και η Δρόσω χάζευαν στην τηλεόραση, ενώ η Ανετούλα κοιμόταν στον διπλανό καναπέ. Ο Σέργιος κατέβηκε φουριόζος και στάθηκε από πάνω τους. <<Να τη πάω στη κάμαρη της;>> ρώτησε γνέφοντας προς τη μικρή. <<Άστην. Πού πας;>> του είπε η Δρόσω. <<Πάω να πάρω το Φώτη, να πάμε για ένα κρασί στης Βιολέτας>>, <<Η Νεφέλη;>>, <<Κοιμάται>>, <<Το ξέρει πως θα βγεις;>> ρώτησε η Ασημίνα. <<Ρε μάνα τι ανάκριση είναι αυτή τώρα; Η Νεφέλη κοιμάται με τις κότες, να μην πάω να δω τον φίλο μου;>>, <<Σέργιε, είναι έγκυος>>, <<Λες να γεννήσει;>>, <<Όχι αλλά αν ξυπνήσει και δεν σε δει, θα ταραχτεί. Μόνη σε ξένο μέρος>>, <<Ωχου, με ζαλίσατε. Δεν είναι από ζάχαρη. Πάω μια βόλτα>> τους ανακοίνωσε νευρικά και έφυγε από το σπίτι. <<Τα μυαλά του και μια λύρα>> μονολόγησε η Ασημίνα. <<Θα ωριμάσει με το παιδί. Μη δίνεις σημασία>> τη παρηγόρησε η Δρόσω και συνέχισαν να παρακολουθούν το πρόγραμμα. Ο Σέργιος στάθηκε σε ένα στενό και άναψε ένα τσιγάρο. Η ώρα περνούσε και άναψε και δεύτερο. Ύστερα και τρίτο και τέταρτο. Ώσπου έφτασε μία ψηλή κοπέλα που φορούσε μια κοντή κίτρινη φούστα κι ένα άσπρο φαρδύ πουκάμισο. Τα μαλλιά της ήταν κατσαρά, όπως επίτασσε η μόδα της εποχής και τα είχε πιασμένα μια πλαϊνή κοτσίδα. <<Καλησπέρα Κατερίνα>> είπε ο Σέργιος και στάθηκε πίσω της.

Continue Reading

You'll Also Like

12.2K 1.7K 26
Οικογένεια Jeon, η πιο δυνατή οικογένεια στο κόσμο της μαφίας με το σκληρό αρχηγό που του αρέσει να "βοηθάει", αλλά ΠΆΝΤΑ με ένα μεγάλο αντάλλαγμα...
140K 9.3K 92
Μην κρίνεις το βιβλίο απ'τον τίτλο:) Δεν θα κάνω spoiler, βάλτο στην βιβλιοθήκη σου και πάτα ανάγνωση. Ελπίζω να σου αρέσει:3
27.9K 1.1K 19
~Η συνεχεια της ιστοριας you changed me.Ειναι απαραιτητη η αναγνωση του πρωτου βιβλιου.~ Η Κατ και ο Αρης συνεχιζουν τις ζωες τους μακρια ο ενας απο...
123K 4.9K 35
"πάρε τα κουλά σου από πάνω μου"είπα και περνώ θάρρος και τον πλησιάζω επιθετικά. "ηρεμισε κοριτσάκι"είπε και με κολαει παλι πάνω στον τοίχο. ΑΑΑ ΔΕΝ...