Ευγενία

By angry_bird24

66.1K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ

980 25 43
By angry_bird24

ΜΑΡΤΙΟΣ 1966

<<Ωραία είν' η νύφη μας, ωραία τα προικιά της

Ωραία κι η παρέα της που κάνει την χαρά της.

Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο ρεβίθι

Χαρά στα μάτια του γαμπρού που διάλεξαν την νύφη...>>

Η Ουρανία έβαλε μία τελευταία γαζιά στο νυφικό της Ελένης, που χαμογελούσε ντροπαλά, καθώς άκουγε το τραγούδι από τα στόματα των συγχωριανών της. Οι γυναίκες ήταν μαζεμένες στο ραφτάδικο, παραμονή του γάμου, πίνοντας καφέ και βοηθώντας όπως μπορούσαν την μοδίστρα που πνιγόταν στη δουλειά. <<Έτοιμο. Βγάλτο>> είπε η Ουρανία και της άνοιξε βιαστικά το φερμουάρ. <<Υπέροχη είσαι Λενιώ μου. Μόλις πάω σπίτι, θα σε ξεματιάσω με λάδι γιατί θα σε βασκάνουμε σήμερα>> ανακοίνωσε η Ρίζω και ήπιε μια ρουφηξιά από τον καφέ της. <<Άντε κορίτσι μου, έφτασε η μέρα. Δεν πιστεύω να έχεις άγχος;>> ρώτησε η Παγώνα. <<Ε όσο να ναι. Να πάνε όλα καλά>> απάντησε, ξεφυσώντας. <<Όλα καλά θα πάνε καλέ, τι δεν θα πάει καλά; Όλα έτοιμα είναι. Κανένα άγχος να μην έχεις. Δεν βλέπεις τον Λάμπρο; Έχει αφήσει τον Φανούρη και τον Μιλτιάδη μου να τρέχει κι αυτός είναι μία χαρά ήρεμος>> συμπλήρωσε η Βιολέτα. <<Εγώ πάντως παιδιά, να μη σας ντραπώ, περιμένω πως και τι να γίνει αυτός ο γάμος και την επόμενη μέρα, δίνω ρεπό στον εαυτό μου. Έχω λιώσει πάνω στη ραπτομηχανή δύο εβδομάδες. Το νυφικό τελευταία στιγμή το τελειώσαμε, βλέπετε. Κουστούμι ο γαμπρός, κουστούμι ο κουμπάρος, κουστούμι ο Μιλτιάδης, κουστούμι ο Ευτύχης, φουστάνι η Βιολέτα... Η Ασημίνα να φανταστείτε, μόνη της έραψε τη φούστα της. Για την Ανέτ, μη με ρωτάτε, δεν ξέρω τι έκανε. Θα πήγε στη Διονυσία, στη Λάρισα>> είπε με απελπισία η Ουρανία και η Ελένη της έτριξε φιλικά το μπράτσο. <<Σε ευχαριστώ Ουρανία μου. Σε τρέξαμε πολύ η αλήθεια είναι. Εγώ είπα στο Λάμπρο, να βάλει ένα από τα κουστούμια που είχε ήδη και να του έραβες μόνο πουκάμισο αλλά...>>, <<Θεός φυλάξοι καλέ. Γαμπρός με παλιό κουστούμι; Ντροπής πράγματα>>, <<Πάντως το νυφικό, έκτακτο το έκανε Ουρανίτσα μας. Θα αρέσει και στο Λάμπρο>> την παίνεψε η Παγώνα. <<Α να με συμπαθάς αλλά δεν πέφτει λόγος στο γαμπρό για το νυφικό. Δύο πράγματα τον αφορούν: να το πληρώσει και να το βγάλει τη πρώτη νύχτα. Του αρέσει, δεν του αρέσει, δικό του πρόβλημα>> της απάντησε η μοδίστρα και όλες γέλασαν με το χωρατό. <<Ότι και να φόραγε το Λενιώ μας, θα του άρεσε του Λάμπρου. Κι έτσι να πήγαινε, με τη φούστα και το πουλόβερ, θα την παντρευόταν>> διαπίστωσε η Βιολέτα. Η Ελένη χαμογελούσε γλυκά. <<Να πηγαίνω εγώ. Έχω ένα σωρό δουλειές, η Δρόσω είναι μόνη στο σπίτι...>>, <<Να πας κορίτσι μου, να πας. Καλό δρόμο και μην αγχώνεσαι>> της είπε η Ουρανία. Η Λενιώ έβαλε το παλτό της, φορτώθηκε το νυφικό και το κουστούμι του Λάμπρου κι έφυγε για το σπίτι. Η Βιολέτα σηκώθηκε με τη σειρά της, να προβάρει το καινούργιο της φουστάνι, δώρο του Μιλτιάδη για το γάμο. Εκείνη και ο πατέρας του γαμπρού, ανέλαβαν το γλέντι στο καφενείο και ο Φανούρης διοργάνωσε τα πάντα. <<Τέλειωνε Ουρανία γιατί θέλω να πάω και από το καφενείο. Τρέχουν οι δουλειές, ο άντρας σου κάνει πρόβες το κλαρίνο και είναι μόνος του ο Παναγιώτ. Ούτε θέλω να ξέρω τι γίνεται>>

<<Ποιες 12:00 ρε Τάσο; 12:00 είναι ο γάμος, 12:00 θα βάλετε το αρνί; Και τι ώρα θα φάει ο κόσμος; Στις 16:00; Α δεν μου τα λες καλά>> είπε ο Φανούρης νευρικά στον άνθρωπο που θα αναλάμβανε το ψήσιμο για το γάμο. Ο Λάμπρος συνέχισε να πίνει ατάραχος τον καφέ του, χωρίς να ασχολείται με την διαφωνία τους. <<Έχει δίκιο ο κουμπάρος. Πιο νωρίς πρέπει>> συμπλήρωσε ο Μιλτιάδης, παίζοντας με το κομποσκοίνι του. <<Πες τι ώρα θες Φανούρη γιατί με έχεις ζαλίσει τόσες μέρες. Ούτε δικός σου να ήταν ο γάμος>> έκανε ο Τάσος. <<Δικός μου είναι γιατί είμαι ο κουμπάρος. 09:00 θα μπουν τα κάρβουνα και δεν σηκώνω κουβέντα. Να βρούμε να φάμε όταν έρθουμε>>, <<Μας έπρηξες άνθρωπε μου. Να, δεν κοιτάς τον γαμπρό; Ούτε μιλάει, ούτε αντιρρήσεις φέρνει>> του απάντησε. Ο δάσκαλος χαμογέλασε και στους τρεις τους. <<Εγώ παντρεύομαι επιτέλους αύριο και το τελευταίο που με ενδιαφέρει είναι τι ώρα θα φάω. Νηστικός να μείνω, δεν με πειράζει>>, <<Καλά. Άμα αντί να πας να κάνεις πρώτη νύχτα με τη Λενιώ, τη βάζεις να σου τηγανίζει αυγά γιατί θα σε κόψει η λόρδα, θα σου πω εγώ αν δεν σε πειράζει>> είπε ο Κυριάκος και όλοι γέλασαν. <<Καλά λέει ο κλαρινιτζής. Να φάμε και τίποτα δάσκαλε, όχι μόνο χορό και στέφανα. Να γίνει το γλέντι με τα όλα του, ε παπά;>> συμπλήρωσε ο Προύσαλης. <<Πάνω απ' όλα να υπάρχει αγάπη στο ζευγάρι. Αλλά επειδή υπάρχει η αγάπη και τη διασφαλίσαμε, να φάμε κι όλας Λάμπρο παιδί μου>>. Η Βιολέτα μπήκε στο καφενείο και όλοι την καλημέρισαν θερμά. <<Βιολέτα τελείωσε η Ελένη;>> ρώτησε ο δάσκαλος. <<Ναι, πήγε σπίτι>>, <<Το λοιπόν, το βράδυ θα το βρέξουμε, ε; Για κρέμασμα πάει ο άνθρωπος. Να μην πιούμε ένα τσίπουρο στην υγειά του;>> ρώτησε ο ενωμοτάρχης. <<Ποιο θα βρέξουμε και ποιο τσίπουρο; Θα κλείσει το μαγαζί, έχουμε γάμο αύριο>>. Όλοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα. <<Καλά λέει ο Προύσαλης βρε Βιολέτα. Γάμος χωρίς να πιούμε ένα κρασί οι φίλοι του γαμπρού; Χωρίς να τον αποχαιρετήσουμε;>> είπε ο Προκόπης. <<Γιατί μωρέ; Στο μέτωπο πάει; Ή είναι σαν και του λόγου σου ο άνθρωπος που θα σε πάμε δεμένο στο γάμο, να μη παρατήσεις τη νύφη;>>. Ο Λάμπρος σηκώθηκε γελώντας να φύγει. <<Πού πας; Δεν το λύσαμε το θέμα>> έκανε ο Προύσαλης. <<Ότι πει η Βιολέτα. Αν θέλει να κλείσει το μαγαζί, έχει καλώς. Εγώ ένα τσίπουρο για το καλό, θα το έπινα>>, <<Άντε χαλάλι σου. Κοίτα όμως μη πάτε στο γάμο με πονοκέφαλο απ' το πιοτό. Ένα τσιπουράκι, ίσα να του ευχηθείτε και σπίτια σας>>.

Η Ελένη έφτασε φουριόζα στο σπίτι, την ώρα που η Δρόσω έστρωνε το τραπεζομάντηλο. <<Καλώς την>> της είπε χαρούμενα. Η γυναίκα μπήκε στη κάμαρα της και κρέμασε το νυφικό στη ντουλάπα και το κουστούμι στην ντουλάπα. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο με μία άσπρη κεντιτή κουβέρτα. <<Τι είναι αυτό;>> τη ρώτησε, καθώς μπήκε πίσω της. <<Βρε Λενιώ, τόσος κόσμος έρχεται να φέρει δώρα, να ευχηθεί. Δεν φτάνει που δεν ήθελες με τίποτα να στρώσουμε κρεβάτι, τουλάχιστον ας είναι περιποιημένο το δωμάτιο>> της απάντησε απολογητικά. Η Ελένη βγήκε από τη κάμαρη και έκατσε στο τραπέζι ενώ η Δρόσω συνέχισε το ξεσκόνισμα. <<Πάντως αν θες, προλαβαίνουμε να...>>, <<Έλεος Δρόσω. Μην μου το πεις άλλη φορά. Είναι δυνατόν να στρώσουμε κρεβάτι; Θα γελάει ο κόσμος. Εδώ κοιμάται ο Λάμπρος, τι κρεβάτι να στρώσουμε; Δεν είμαι 17 χρονών>>, <<Για να είναι καρπερό βρε Λενιώ μου. Να πιάσεις γρήγορα παιδί>>, <<Α πες το ντε. Άσε μας χριστιανή μου. Αύριο που θα έρθουν οι γυναίκες, θα το στρώσουν>>. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και μπήκε ο Λάμπρος χαμογελαστός. Η Δρόσω τον κοίταξε αγχωμένα. <<Καλώς τον>> είπε η Ελένη κεφάτα κι εκείνος στάθηκε δίπλα της. <<Τι κάνεις εδώ μια μέρα πριν τον γάμο;>> τον ρώτησε η κοπέλα νευρικά. <<Δρόσω τρελάθηκες; Εδώ μένει ο άνθρωπος. Τι τον ρωτάς;>>, <<Από αύριο. Πρώτα το στεφάνι, μετά η προίκα. Να πας σπίτι σου>> απάντησε παιχνιδιάρικα. <<Να με εκνευρίσεις θες σήμερα; Έχει φαγωθεί τόσες μέρες γιατί δεν στρώσαμε κρεβάτι>>, <<Μα πες βρε Λάμπρο, δεν έπρεπε να το τηρήσουμε το έθιμο; Να πει κι ο γαμπρός>>. Ο δάσκαλος έσκυψε δίπλα στην Ελένη και της χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο. <<Ότι θέλει η γυναίκα μου. Ότι της αρέσει>> απάντησε και πλησίασε τα χείλη της. <<Επ, επ! Από αύριο αυτά!>> τον σταμάτησε η Δρόσω και γέλασαν και οι τρεις.

Η πόρτα του σπιτιού χτύπησε και μπήκαν ο Μιλτιάδης με την Ανέτ. <<Ενοχλούμε;>> ρώτησε καλοσυνάτα η γυναίκα. <<Εσείς; Ποτέ>> απάντησε χαρούμενα η Ελένη. <<Πατέρα, δεν μου είπες πως θα ερχόσασταν>>, <<Ναι, θα περνούσαμε για την Λενιώ. Δεν ξέραμε πως θα είσαι εδώ>>. Η Ανέτ έβγαλε το παλτό της και έπιασε το χέρι της Ελένης. <<Ήρθαμε να δούμε το νυφικό. Επιτρέπεται έτσι;>>, <<Φυσικά>> της απάντησε. <<Εμένα μου το απαγορεύουν. Εσείς να το δείτε>> της είπε ο Λάμπρος με παράπονο. <<Ε εσύ δεν κάνει. Αύριο στην εκκλησία>> του απάντησε η θεία του και του έτριψε το μάγουλο. Μπήκαν μαζί στην κάμαρη οι δύο γυναίκες και ο Μιλτιάδης ακολούθησε κι έκλεισε την πόρτα. Η Ανέτ πλησίασε την ντουλάπα και ακούμπησε το ύφασμα. <<Υπέροχο. Τόσο υπέροχο, όσο εσύ καλή μου>>. Έπιασε τα χέρια της Ελένης και τα έκλεισε μέσα στα δικά της. <<Να ζήσετε. Δεν θα σου πω να έχετε αγάπη ανάμεσα σας, γιατί είμαι σίγουρη πως αυτή δεν θα λείψει ποτέ από το σπιτικό σας. Το μόνο που εύχομαι είναι να μπαίνουν πλέον μόνο χαρές κι όλες οι λύπες να μείνουν για πάντα στο παρελθόν>>. Έβαλε το χέρι στη τσέπη και έβγαλε μια χρυσή καρφίτσα, διακοσμημένη με ρουμπίνια. <<Αυτό είναι το δώρο μου για σένα>>, <<Ανέτ...>> ψέλισε η Ελένη και τα μάτια της έγιναν υγρά. <<Να την έχεις, να με θυμάσαι. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, κατάλαβα πως είσαι ένας καθαρός άνθρωπος Ελένη. Μακάρι να είχατε βρει τον δρόμο σας νωρίτερα με τον ανιψιό μου, όμως και τώρα δεν είναι αργά. Να ξέρεις πως, παρότι δεν θα μου το ζητήσεις ποτέ, εγώ θα είμαι πάντα εδώ για σας σε ότι χρειαστείτε. Να χαρείτε το γάμο σας και την αγάπη σας>> της είπε και την αγκάλιασε τρυφέρα. Σκούπισαν κι οι δύο τα μάτια τους και η γυναίκα έφυγε διακριτικά και την άφησε μόνη με τον Μιλτιάδη. Η Λενιώ στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε στα μάτια. Έβγαλε με τη σειρά του ένα κουτί από την τσέπη του και το άνοιξε μπροστά της. <<Η μάνα μου, η Πηνελόπη, έφτιαξε τρία ζευγάρια σκουλαρίκια, για τις δύο νύφες της και την Ανέτ. Ήταν δίκαιος και καλός άνθρωπος. Τους ζήτησε με τη σειρά τους, να τα κάνουν κι εκείνες δώρο, είτε στις κόρες, είτε στις νύφες τους. Δεν έχω κρατήσει πολλά κοσμήματα από τη γυναίκα μου, γιατί ήρθαν μέρες δύσκολες, μα αυτά τα κράτησα για να τα δώσω στη γυναίκα του πρωτότοκου μου>>, <<Πώς και...>> έκανε να πει η Ελένη, μα σταμάτησε. <<Πώς και δεν τα έδωσα στη Θεοδοσία. Δεν ξέρω. Τα είχα στο κομοδίνο μου, να της τα δώσω τη μέρα που θα γύριζαν με τον Λάμπρο στο χωριό, μα όταν ήρθαν τελικά, σηκώθηκες να χορέψεις σε εκείνο το πανηγύρι και τον είδα να ρίχνει τα μάτια του πάνω σου, κάτι μου έλεγε να τα κρατήσω. Σαν και ήξερα πως αυτός ο γάμος, δεν είχε μέλλον. Έκανα πολλά λάθη στη ζωή μου, κόρη μου, μα για κανένα δεν μετάνιωσα. Ούτε για τη μάνα σου. Η αγάπη δεν είναι ντροπή. Αν μετάνιωσα για ένα, ήταν που άκουσα τον Γιώργη και δεν άφησα τον γιο μου να σε πάρει. Ένιωθα πως του χρωστούσα>>. Της έδωσε το κουτί με τα σκουλαρίκια και της έπιασε το χέρι τρυφερά. <<Να τα δώσεις κι εσύ με τη σειρά σου στη νύφη ή την κόρη σου. Κι αν τη λένε κι Ευγενία, κι έχει το όνομα της πεθεράς σου, ακόμα καλύτερα>>. Η Ελένη τον αγκάλιασε βουρκωμένη. <<Σ' ευχαριστώ Μιλτιάδη. Για όλα>>, <<Να μη με ευχαριστείς. Δεν έκανα όσα έπρεπε>>, <<Έκανες πολλά. Κι έχεις μεγάλη καρδιά>>. Εκείνος την αγκάλιασε και πάλι κι έμειναν εκεί για μερικές στιγμές, μέχρι που γύρισαν στη τραπεζαρία για να πιουν όλοι μαζί και να ευχηθούν για ακόμα μία φορά στο ζευγάρι.

Ο Λάμπρος κατέβηκε τις σκάλες του σπιτιού, φορτωμένος με το κουστούμι του και μερικά ακόμα πράγματα σε μία τσάντα. Η Ελένη τον ακολουθούσε, τυλιγμένη με το σάλι της. <<Εμένα ανοησία μου φαίνεται όλο αυτό. Τι νόημα έχει να φύγεις απόψε; Πας το πρωί να ετοιμαστείς>> του είπε μουτρωμένα. Εκείνος άφησε το κουστούμι σε μία καρέκλα και την αγκάλιασε από τη μέση. <<Αντέχεις τη γκρίνια τους; Της αδελφής σου, του πατέρα μου...>>. Η Λενιώ χαμογέλασε και έγνεψε αρνητικά. <<Ας κρατήσουμε λοιπόν το έθιμο και θα τα πούμε αύριο στην εκκλησία>>. Τη φίλησε μαλακά στα χείλη, μα εκείνη έκλεισε το πρόσωπο του με τα χέρια της και τον φίλησε παθιασμένα. <<Σταμίρη επίτηδες το κάνεις; Να δεις τις αντοχές μου;>>, <<Δεν χρειάζεται. Τις ξέρω. Είναι ελάχιστες>> του απάντησε πονηρά. Της χάιδεψε τρυφερά τη πλάτη και ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό της. <<Θες να σε κλέψω;>> της ψιθύρισε. <<Τι;>>, <<Να σε κλέψω. Να πάμε τώρα να παντρευτούμε και αύριο ας έρθει το χωριό για το τραπέζι>>. Η Ελένη έβαλε τα γέλια. <<Πώς σου ήρθε;>>, <<Να τελειώνουμε. Τι λες; Πάμε;>>. Τον φίλησε πεταχτά και ανέβηκε τις σκάλες. <<Τώρα είναι αργά. Τα λέμε αύριο>> του απάντησε παιχνιδιάρικα και έφυγε για το σπίτι.

Έμειναν μόνες οι δύο γυναίκες και η Δρόσω βάλθηκε να ασχολείται με τα μαλλιά της Ελένης, για να καταλήξουν πως θα τα χτένιζαν για τη επόμενη μέρα. <<Κότσο καλύτερα, να δείχνει και περισσότερο το πέπλο σου>> είπε η Δρόσω και η Ελένη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και μπήκε η Ασημίνα, κρατώντας ένα κουτί, τυλιγμένο με κόλλα περιτυλίγματος. <<Καλώς της>> είπε χαρούμενα η Λενιώ και η γυναίκα την πλησίασε χαμογελώντας και άφησε το δώρο στο τραπέζι. <<Η ώρα η καλή>> ευχήθηκε και την αγκάλιασε τρυφερά. <<Εύχομαι η ζωή σας, να είναι γεμάτη από ευτυχία. Αρκετά στερηθήκατε τόσα χρόνια. Αρκετές θυσίες κάνατε και οι δύο. Τώρα ήρθε η ώρα να ζήσετε την αγάπη σας όπως σας αξίζει>>. Οι ευχές της, έκαναν τα μάτια της Ελένης υγρά. <<Κάτσε να σου κάνω ένα καφέ>> της πρότεινε. <<Είμαι βιαστική. Με περιμένουν σπίτι για φαγητό. Ήρθα να φέρω το δώρο μόνο. Μην το κουβαλάω αύριο>> της εξήγησε απολογητικά. <<Τότε το βραδυ. Έλα να πιούμε ένα κρασί. Τελευταίο βράδυ που θα είμαστε μόνες. Από αύριο, μπαίνει άντρας στο σπίτι>> της αντιπρότεινε γελώντας, μα η Ασημίνα μαγκώθηκε. <<Δεν ξέρω Λενιώ. Έχω... έχω και τον μικρό. Ο Νικηφόρος θα πάει στο καφενείο, τον κάλεσε ο πεθερός σου και...>>, <<Αφού κοιμηθεί Ασημίνα. Μη χαλάς το χατίρι στην αδελφή μας. Μια χάρη σου ζητάει>> τη διέκοψε η Δρόσω με κάποια νευρικότητα. Εκείνη την κοίταξε ψυχρά. <<Θα προσπαθήσω>> αρκέστηκε να ψελίσει και η Ελένη την κοίταξε χαμογελώντας γλυκά.

Οι άντρες μαζεύτηκαν από νωρίς στο καφενείο και τα τσίπουρα πήγαιναν και ερχόντουσαν με γοργούς ρυθμούς. <<Να ζήσετε δάσκαλε>> φώναξε ο ενωμοτάρχης και σήκωσε ψηλά το ποτήρι του. Οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν αμέσως. <<Και δεν μας λες δάσκαλε, πόσο χρονών την πρωτοζήτησες τη Λενιώ; Θα ήσουν 15;>> τον ρώτησε ο Άγγελος με απορία. <<Εννιά χρονών πήγε και την πρωτοζήτησε από τον συγχωρεμένο τον Σταμίρη. Τα μούτρα μου έπεσαν. Κοντά παντελονάκια φορούσε και το μυαλό του ήταν στις παντρειές>> απάντησε εύθυμα ο Μιλτιάδης και όλοι γέλασαν. <<Κι όλο πίσω της τριγύριζε. Την έστηνε στο πλάι στα χωράφια κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μου, να μην τον δει ο Γιώργης και στον φέρει σηκωτό Μιλτιάδη. Βρε φύγε του έλεγα, τίποτα αυτός. Μετά πήγαινα πίσω από το αφεντικό και σκαρφιζόμουν δουλειές τάχα στην άλλη μεριά των κτημάτων για να μην πέσουν μούρη με μούρη>> συμπλήρωσε ο Φανούρης και ο Λάμπρος τον χτύπησε φιλικά στη πλάτη. <<Η αλήθεια είναι ξάδελφε, πως αν σε άφηναν, θα είχε παντρευτεί πριν πας φαντάρος. Να μην πω πριν τελειώσεις καν το σχολείο. Ήμουν, δεν ήμουν 13 χρονών κι είχα φύγει στο Παρίσι και μου έστελνε γράμματα πως θέλει να πάει με τον πατέρα του να ζητήσει επίσημα το χέρι της>> είπε ο Νικηφόρος και ήπιε λίγο τσίπουρο. <<Έλα, τον πρήξατε τον άνθρωπο. Δάσκαλε καλό κρέμασμα και υπομονή, ε; Γιατί ξέρεις, η Λενιώ δέρνει κι όλας άμα λάχει>> έκανε ο Παναγιώτης και τον σκούντηξε ελαφρά. <<Η Ελένη είναι το πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου>> του απάντησε τρυφέρα ο Λάμπρος. <<Ποιος γλυκό πλάσμα; Πλάκα μας κάνεις; Μια κανταδούλα είχα πάει να κάνω στη Δρόσω, με έναν έρμο που του καλάρεσε και στο τσακ ήταν να βγάλει τη καραμπίνα και να μας μπουμπουνίσει. Άσε που μας κατάβρεξε μες το χειμώνα. Γι' αυτό σου λέω, πρόσεχε γιατί μετά το γάμο, όλες αλλάζουν και θα σε κυνηγάει με κανά τηγάνι>> του απάντησε ο Κυριάκος. <<Μπα, αυτά είναι για τους ξένους. Στον άντρα της είναι γλυκιά σαν μέλι. Άντε, η ώρα η καλή κουμπάρε μου. Και κοίτα, επειδή σε βλέπω ανυπόμονο, μη πας μες τη νύχτα με τον παπά να την παντρευτείς με το νυχτικό. Υπομονή ως αύριο. Άντε στην υγεία μας>> του είπε ο Φανούρης και όλοι ήπιαν μαζί του.

Η Ασημίνα καθόταν σκεπτική στο κρεβάτι της. Είχε ντυθεί όμως ακόμα δεν ήταν σίγουρη πως ήθελε να πάει στο πατρικό της και να γιορτάσει με τις αδελφές της, τον αυριανό γάμο. Ένιωθε ενοχές για την Ελένη όμως η παρουσία της Δρόσως, της προκαλούσε νευρικότητα και σκεφτόταν πως δεν ήταν καλή παρέα για μια τέτοια βραδιά. Η πόρτα χτύπησε και στο δωμάτιο μπήκε η Ανέτ, πανέμορφη όπως πάντα, φορώντας μια σειρά από άσπρα μαργαριτάρια. <<Έφυγε ο Νικηφόρος;>> τη ρώτησε και έκατσε δίπλα της στο κρεβάτι. <<Ναι, πριν λίγο>>, <<Καλά έκανε και πήγε. Με τον Λάμπρο από παιδιά είχαν καλές σχέσεις και αγαπιόντουσαν, παρά τις διαφωνίες των πατεράδων τους>>, <<Αυτό σκέφτηκε κι εκείνος. Ξέρεις πόσο τον συμπαθεί>>. Η Ανέτ της έπιασε το χέρι και το χάιδεψε γλυκά. <<Εσύ; Γιατί δεν πας στις αδελφές σου; Η Ελένη θα χαιρόταν να σε έχει δίπλα της>>. H κοπέλα ανακάθισε και ξεφύσηξε στενάχωρα. <<Έχει τη Δρόσω. Άλλωστε δεν έχει και μεγάλη σημασία>>, <<Πώς δεν έχει; Από αύριο θα έχει τον άντρα της. Πόσες ευκαιρίες θα έχετε να κάτσετε όλες μαζί και να πιείτε ένα κρασί; Να πείτε ένα αστείο;>>, <<Ο Λάμπρος δεν είναι κανένας άγνωστος, ούτε θα χαθούμε>>. Η Ανέτ έκλεισε τα χέρια της Ασημίνας στα δικά της. <<Η Ελένη σας μεγάλωσε και σας στάθηκε σαν μάνα. Είμαι σίγουρη πως θέλει και εσένα δίπλα της απόψε. Εχει περάσει πάρα πολλά και πάρα πολύ δύσκολα και ακόμα έχει μεγάλη ανηφόρα. Δώστε της λίγες στιγμές χαράς, πριν ξεκινήσει η δίκη και μπουν πάλι μαύρα σύννεφα στη ζωή της>>. Η κοπέλα την κοίταξε δακρυσμένη και κούνησε το κεφάλι θετικά. <<Έχεις δίκιο. Έχει κάνει πολλά για μας. Το δικό μου πρόβλημα με τη Δρόσω, ας πάει στην άκρη για ένα βράδυ>>, <<Μπράβο αγάπη μου.  Θα σε πάω εγώ για να μην γυρνάς μόνη σου νύχτα κι όταν γυρίσει ο Νικηφόρος, θα τον στείλω να σε πάρει>>. Έσκυψε στο αυτί της συνωμοτικά. <<Θα σου δώσω να τους πας κι ένα πολύ καλό κρασί από την κάβα του Δούκα. Από εκείνα τα παλιά, που τα κρατάμε για ειδικές περιστάσεις. Να το πιείτε στην υγεία τους από μένα. Στις χαρές τους. Άντε κατεβαίνω στο αυτοκίνητο και έλα κι εσύ>> της είπε και η Ασημίνα χαμογέλασε ευχαριστημένη. Αφού έφυγε η Ανέτ, σηκώθηκε, φόρεσε το παλτό της και πήρε την τσάντα της. Πριν κλείσει την πόρτα του δωματίου, άλλαξε γνώμη και επέστρεψε. Πλησίασε το κομοδίνο της και άνοιξε το συρτάρι. Στο μέσα μέρος, είχε κρυμμένο ένα γράμμα. Το έβαλε στη τσάντα της και έφυγε να συναντήσει την Ανέτ.

Η Δρόσω και η Ελένη τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. <<Η ώρα η καλή>> έκανε η Δρόσω και η αδελφή της χαμογέλασε. <<Σου πήρα ένα δωράκι, χτες που κατέβηκα στη Λάρισα>> της είπε η κοπέλα πονηρά. <<Τι δωράκι;>> ρώτησε η Λενιώ με περιέργεια. Η Δρόσω έφερε μια σακούλα και της την έδωσε. <<Εγώ θα πάω στη Ρίζω αύριο μετά το γάμο. Να έχετε την ησυχία σας, πρώτη νύχτα...>>. Η Ελένη κοίταξε το δώρο και σήκωσε το βλέμμα κατακόκκινη. <<Μου πήρες... εσώρουχα;>>. Η αδελφή της χαμογέλασε. <<Ε ναι βρε Λενιώ μου. Την πρώτη νύχτα του γάμου σας, πρέπει να βάλεις κάτι ξεχωριστό>>. Η Λενιώ ανακάθισε και χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Δεν χρειαζόταν. Έλα βρε Δρόσω, ντροπής πράγματα...>>, <<Θα αρέσουν και στο Λάμπρο>>, <<Ο Λάμπρος είναι σοβαρός. Δεν... Δεν ασχολείται με αυτά>>. Η Δρόσω ήπιε λίγο κρασί και την κοίταξε λοξά. <<Κάτι παραπάνω ξέρω από άντρες. Όλοι τα κοιτούν. Και ο Λάμπρος, δεν είναι δα και Άγιος. Βλέπω πως κοιτάει το μπούστο σου, άμα σκύβεις για να καθαρίσεις. Εγώ σου λέω, θα του αρέσουν>> της απάντησε και γέλασαν και οι δύο. Η πόρτα χτύπησε και πριν προλάβει να σηκωθεί η Ελένη, η Ασημίνα μπήκε δειλά στο σπίτι. <<Καλησπέρα>> είπε ντροπαλά. <<Ασημίνα μου! Ήρθες τελικά. Μεγάλη χαρά μου έδωσες>> έκανε ενθουσιασμένα η Λενιώ. <<Ναι. Κοιμήθηκε ο μικρός και με έφερε η Ανέτ. Αυτό το κρασί είναι από κείνη. Να το πιούμε για το καλό>>. Η Δρόσω περιεργάστηκε το μπουκάλι. <<Αυτό είναι πολύ παλιό. Θα αξίζει μια περιουσία>>. Η Ελένη άνοιξε το μπουκάλι και έφερε ένα ακόμα ποτήρι για την Ασημίνα. <<Άνηκε στον πατέρα της. Είπε να  γιορτάσεις το τελευταίο βράδυ που λέγεσαι Σταμίρη γιατί από αύριο... θα είσαι πια μια Σεβαστού>> εξήγησε η Ασημίνα και η Λενιώ χαμήλωσε το βλέμμα. <<Είστε πια μια Σεβαστού>>. Μία από τις πρώτες κουβέντες που της είχε πει, η Θεοδοσία όταν γνωρίστηκαν, την ημέρα του θανάτου του Σέργιου, σκέφτηκε. <<Τι ήθελες και το είπες μωρέ Ασημίνα; Κάνω φιλότιμες προσπάθειες να το ξεχάσω>>, <<Μα γιατί βρε Λενιώ; Δεν σου αρέσει το Σεβαστού;>> αστειέυτηκε η Δρόσω. <<Μάλλον προτιμάει το... κυρία δασκάλου>> απάντησε χιουμοριστικά η Ασημίνα. Γέλασαν και οι τρεις και η Ελένα χάρηκε μέσα της, που τις είδε να αστειεύονται μεταξύ τους, ακόμα κι αν την πείραζαν. <<Δεν ξέρω ποιο είναι χειρότερο. Τέλος πάντων, ελάτε να πιούμε το κρασί το πανάκριβο. Να δούμε πως είναι αυτά που πίνουν οι πλούσιοι στις χαρές τους>>, <<Μόνο μην έχει ξινήσει και μας πιάσει τίποτα άλλο>> πέταξε κεφάτα η Δρόσω και γέλασαν ξανά και οι τρεις.

Η Ελένη, που πάντα είχε μεγαλύτερες αντοχές στο αλκοόλ από τις αδελφές της, καθόταν νηφάλια και τις χάζευε να λένε χωρατά και να πειράζουν η μία την άλλη όπως παλιά. Ήξερε πως όταν συνέλθουν, θα ξαναείναι ψυχρές μεταξύ τους, όμως δεν την πείραζε. Τουλάχιστον, το τελευταίο βράδυ της ανύπαντρη, θα το πέρναγε όπως ακριβώς το είχε ονειρευτεί και όπως το ήθελε. Τα κορίτσια είχαν πιάσει τις παλιές ιστορίες, τότε που ήταν έφηβες και έκαναν πράγματα κρυφά από την Λενιώ, που πρόσεχε πάντα να είναι μετρημένες. <<Καλέ, εκείνον τον... πώς τον λέγανε; Δουμανά, που σε ζήτησε και ήθελες να τον παντρευτείς, τον θυμάσαι;>> ρώτησε η Δρόσω και κατέβασε ακόμα μια γουλιά κρασί. <<Εκείνον με τη μάνα, τη ξινή; Πωπω, ακόμα κι η Μυρσίνη πιο γλυκιά μου είχε φανεί τη πρώτη φορά που την είδα>> απάντησε, και ξεράθηκαν κι οι δύο στα γέλια. <<Το καλύτερο πράγμα, είναι να πάρεις ορφανό. Θυμάσαι εκείνον τον Γιώργο που σε γλυκοκοίταζε και την έστηνε εδώ από κάτω; Αυτός ήταν καλή περίπτωση. Κανέναν δεν είχε στο κόσμο. Μήτε μάνα, μήτε θεία, μήτε γιαγιά>> συμπέρανε η Δρόσω. <<Θεός φυλάξοι καλέ. Μη λες τέτοια>> τη μάλωσε η Ελένη. <<Α όχι, δίκιο έχει. Εσύ μιλάς εκ του ασφαλούς γιατί δεν έχεις πεθερά. Άκου κι εμένα>>, <<Μια χαρά γυναίκα ήταν η κυρά-Ευγενία. Γλυκιά και καλοσυνάτη. Δεν είναι όλες οι πεθερές κακιές>>. Οι αδελφές της κοιτάχτηκαν και έκαναν έναν ταυτόχρονο μορφασμό. <<Επειδή σε τάιζε γλυκά του κουταλιού όταν ήσουν μικρή τα λες. Κάτσε να σε πήγαινε νύφη ο κανακάρης της, ο πρωτότοκος και θα σου λέγα εγώ. Στο κεφάλι τα βάζα θα σου έφερνε>> της απάντησε η Ασημίνα και η Δρόσω γέλασε ξανά. <<Και για να έχουμε καλό ερώτημα, ποιος ήταν αυτός ο Γιώργος, ο ορφανός; Εγώ γιατί δεν τον ήξερα>> ρώτησε η Ελένη. <<Ναι γιατί ήσουν και πολύ υποστηρικτική τότε και αν σου λέγαμε πως έχουμε ένα φλερτ, θα μας στήριζες>> απάντησε ειρωνικά η Δρόσω. <<Αμάν μωρέ. Τέρας με έχετε βγάλει. Λίγο μαζεμένες ήθελα να είστε. Λογικό να είχατε και φλερτ στην ηλικία σας. Σάμπως εγώ δεν είχα τον Λάμπρο και πιο μικρή;>>, <<Ναι αλλά δεν στα λέγαμε για να μην μας αρχίζεις στην ανάκριση. Αλλά τι απολογούμαι; Εσύ τα έλεγες τα δικά σου; Σιγά>> παραπονέθηκε η Ασημίνα. <<Σιγά που τα έλεγε. Κρυφή πληγή>>, <<Ντροπή σας! Μια χαρά σας τα έλεγα όλα. Ποιος με κάλυπτε; Εσείς>>, <<Για τον Λάμπρο γιατί δεν μπορούσες να κάνεις διαφορετικά. Για τον Ζάχο πχ, το μάθαμε μόνες μας και μετά από καιρό>> της απάντησε η Δρόσω. <<Χαρά στο πολύ καιρό. Πού τα θυμηθήκατε μωρέ αυτά; Αύριο παντρεύομαι, για παλιές ιστορίες θα λέμε;>>. Η Δρόσω σκούντηξε την Ασημίνα και κοιτάχτηκαν συνωμοτικά. <<Να σου πω Λενιώ... Με τον Ζάχο, είχατε δώσει λόγο>>, <<Ένα τραπέζι είχαμε κάνει. Δεν ήταν κι αρραβώνας>>, <<Ε όχι... λόγος ήταν. Είχατε προχωρήσει κι αλλιώς;>> τη ρώτησε, δίνοντας μια ελαφριά κλωτσιά στην Ασημίνα  κάτω από το τραπέζι. Η Ελένη γούρλωσε τα μάτια και τις κοίταξε εκνευρισμένη. <<Καλά δεν ντρέπεσαι; Τι ερωτήσεις είναι αυτές; Φυσικά και όχι. Ο Ζάχος ήταν στρατιωτικός. Με σεβόταν>>, <<Ε καλά, δεν είπα ότι δεν σε σεβόταν πάντα. Ρώτησαν αν μία φορά, δεν σε σεβάστηκε>> της απάντησε η Δρόσω και η Ασημίνα ξεράθηκε στο γέλιο. <<Λοιπόν, λοιπόν, παιχνίδι. Κάθε μία θα πει ένα μυστικό της, που δεν το ξέρουν οι άλλες>>, <<Α ΔΕΝ ΠΑΙΖΩ! Για μένα, τα ξέρεις όλα>> απάντησε η Δρόσω. <<Δεν μου αρέσουν αυτά τα παιχνίδια>> δήλωσε η Ελένη. <<Σκασμός. Έλα, δίκαια πράγματα. Τελευταίο βράδυ ανύπαντρη, κάτι πρέπει να μας πεις. Δεν μπορεί να μας τα έχεις πει όλα>>, <<Τι όλα καλέ; Ούτε τα μισά δεν μας έχει πει>> συμπέρανε η Δρόσω. <<Λοιπόν, ξεκινάω εγώ!>> δήλωσε η Ασημίνα και οι αδελφές της σιώπησαν για να την ακούσουν. <<Πριν λίγο καιρό, όχι πολύ, συνέβη κάτι... με τον Μπάμπη του Κυριάκου>>. Οι αδελφές της, την κοίταξαν σοκαρισμένες. <<Τι πράγμα;>> ψέλισε η Ελένη. <<Καλά μιλάς σοβαρά; Πότε;>> ρώτησε η Δρόσω. <<Δεν έχει σημασία, ούτε θα πω λεπτομέρειες. Σειρά σας τώρα>>, <<Κάτσε βρε Ασημίνα μου...>>, <<ΣΕΙΡΑ ΣΑΣ! Δρόσω>>. Η κοπέλα έμεινε σκεπτική. <<Αφού τα ξέρετε όλα, τι να σας πω;>>, <<Κάτι θα έχεις, δεν μπορεί>>. Η Δρόσω χαμογέλασε πονηρά. <<Στην Αθήνα, είχα ένα κόρτε... με έναν γείτονα μαθητή. Μικρότερο>> τους είπε και χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Χριστός και Παναγιά. Κι ο Τάκης;>> ρώτησε η Ελένη. <<Ε δεν θα τον παντρευόμουν. Έτυχε>> της απάντησε και η Ελένη ξεφύσηξε με απελπισία. <<Δεν μ' αρέσει αυτή η συζήτηση>> εκανε νευρικά. <<Επειδή έφτασε η σειρά σου και θες να το αποφύγεις. Πές κι άσε τις δικαιολογίες>> τη μάλωσε η Δρόσω, <<Έλα Λενιώ. Σειρά σου>>. Η γυναίκα ανακάθισε και πήρε βαθιά ανάσα. <<Ασημίνα, θυμάσαι πως το βράδυ του αρραβώνα σου, δεν κατάφερω να έρθω γιατί αρρώστησα;>>. Η αδελφή της κούνησε θετικά το κεφάλι της. <<Σας είπα ψέματα>> δήλωσε, χαμηλώνοντας το κεφάλι από ντροπή. <<Ενώ ετοιμαζόμουν, χτύπησε την πόρτα ο Λάμπρος. Ήθελε... ήθελε να με δει και να μου πεις πως είχε αποφασίσει να χωρίσει για να είμαστε μαζί>> εξήγησε η Ελένη και έμεινε σιωπηλή. <<Αυτό ήταν;>> ρώτησε η Ασημίνα. <<Καλά πόση ώρα μιλάγατε; Γιατί δεν ήρθες μετά;>> συμπλήρωση παραξενεμένη η Δρόσω. <<Γιατί... Γιατί δεν μείναμε μόνο στα λόγια>> απάντησε η Ελένη κατακόκκινη από ντροπή. Οι αδελφές της κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια τους και η Λενιώ τις κοίταγε σοκαρισμένη. Η μία έσπρωχνε την άλλη, ώσπου έπεσαν κάτω από τις καρέκλες από τα γέλια. <<Ωραία αντίδραση. Μπράβο>> είπε ειρωνικά η Λενιώ. <<Μα είναι δυνατόν; Αρραβωνιασμένη ήμουν και ήσουν μπάστακας κάθε φορά που ερχόταν ο Νικηφόρος, μη συμβεί τίποτα κι εσύ με τον Λάμπρο...>>, <<Όργωναν το χωράφι>> συμπλήρωσε η Δρόσω και ξανάρχισαν να γελούν. <<Έλα φτάνει, σταματήστε>> τις μάλωσε. <<ΠΩΠΩ ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΑΦΗΣΕΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ! Θυμάσαι; Θα τους διέκοπτα πάνω στο μέλι>> είπε η Δρόσω και έπεσαν ξανά στο πάτωμα από το γέλιο.

Οι άντρες έφυγαν από το καφενείο παραπατώντας από το αλκόολ και χαιρέτησαν τον Λάμπρο, με την ευχή <<Καλό κρέμασμα>> για την αυριανή ημέρα. Εκείνος γέλασε με τα πειράγματα και συνέχισε τον δρόμο του, περνώντας το χέρι του στον ώμο του Μιλτιάδη. <<Πατέρα δεν νυστάζω. Λέω να πάω μια βόλτα>> του δήλωσε. Εκείνος γέλασε συνωμοτικά. <<Από αύριο θα είσαι παντρεμένος και θα κοιμάσαι σπίτι σου. Τελευταίο βράδυ άσε τις κοπέλες ήσυχες και έλα να πάμε για ύπνο>>. Ο δάσκαλος τον χτύπησε στην πλάτη. <<Μια βόλτα θα πάω να νυστάξω και να δω πως είναι όλα καλά. Δεν θα αργήσω>> του δήλωσε και έφυγε. Ο Μιλτιάδης συνέχισε το δρόμο του και για ένα περίεργο λόγο, σαν κάτι να τον ώθησε να αλλάξει δρόμο και να περάσει μέσα από το χωριό. Καθώς περπατούσε, συνάντησε την κυρά-Μήτσα, που στεκόταν στη πόρτα του σπιτιού της, με τη νυχτικιά. Είχε πάρα πολύ καιρό να τη δει. Η γερόντισσα ήταν πλέον πάνω από 90 ετών, όμως τα είχε τετρακόσια. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι της. Οι γυναίκες του χωριού της έκαναν τα θελήματα. <<Κυρά-Μήτσα, δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα;>>, <<Αν φτάσεις στην ηλικία μου Μιλτιάδη, θα κατάλαβεις πως δεν σου χρειάζονται πολλές ώρες ύπνου. Πλησιάζει άλλωστε ο αιώνιως>>, <<Μη λες τέτοια λόγια κυρά μου. Εσύ θα μας θάψεις όλους>>, <<Να σου ζήσουν, δεν σου ευχήθηκα. Η ώρα η καλή. Συνάντησα και τη Λενιώ και της τα είπα από κοντά>>. Ο άντρας έγνεψε θετικά. <<Δεν με άκουσες κάποτε Μιλτιάδη και πολλές συμφορές βρήκαν και το δικό σου σπίτι και της νύφης σου>>. Εκείνος ξεφύσηξε νευρικά. <<Μου τα πες κυρά-Μήτσα, δεν το ξεχνώ μα μάλλον αυτό ήταν το γραφτό μας. Όλων μας>>, <<Είδα το χέρι της νύφης σου καθώς της ευχόμουν για το γάμο της. Γεμάτη ευτυχία θα είναι η ζωή της από εδώ και πέρα. Θα έρθουν περισσότερες χαρές από πίκρες και θα χαρεί την οικογένεια της όσο δεν χάρηκε ως τώρα>>. Ο Μιλτιάδης άπλωσε το χέρι του στη γριά. <<Κανά εγγόνι θα μου κάνει, να γίνω κι εγώ παππούς; Για πες κυρά μου>>, <<Δύο παιδιά θα κάνει, τρία θα έχει. Γιος από το σώμα της, δεν θα βγει. Μα εσύ Μιλτιάδη, δεν θα τα δεις. Μόνο θα ακούσουν για σένα και θα σε αγαπήσουν από μακριά. Καληνύχτα Μιλτιάδη. Άντε να πλαγιάσεις γιατί αύριο έχεις τις χαρές του γιου σου. Κι αν με άκουγες πιο νωρίς, θα καμάρωνες ως και δισέγγονα>>. Ο άντρας δεν απάντησε. Άνοιξε το βήμα του και έφυγε.

Η Ελένη αγκάλιασε την Ασημίνα σφιχτά. <<Σ' ευχαριστώ για απόψε. Ήταν όλα... Ήταν όλα όπως τα είχα ονειρευτεί>> της είπε με μάτια υγρά. <<Μακάρι να ήταν κι ο πατέρας αύριο, να σε καμάρωνε νύφη. Να έβλεπε την ευτυχία στο πρόσωπο σου>>. Η Λενιώ χαμήλωσε το βλέμμα. <<Δεν ξέρω αν θα χαιρόταν με τον γάμο μου. Ας μην κρυβόμαστε>>. Η Ασημίνα άνοιξε τη τσάντα της και έβγαλε ένα γράμμα. <<Δεν ήξερα αν πρέπει να στο δώσω αλλά θέλω να ξέρεις πως είχες την ευχή του. Όταν έφυγες στη φυλακή, ερχόμουν εδώ και έκανα δουλειές. Ώρες ολόκληρες, σαν και το ήξερα πως μια μέρα θα γύριζες. Σαν και το ένιωθα. Και μια μέρα, έπεσε το μάτι μου, στο παλιό γιλέκο του πατέρα στην αποθήκη. Το θυμάστε; Το φόραγε συνέχεια. Είχε μια εσωτερική τσέπη κι εκεί βρήκα αυτό. Διάβασε το Ελένη>> της είπε, της το έδωσε και έφυγε για τη κούρσα του Νικηφόρου που περίμενε στην αυλή. Η γυναίκα έκατσε στο τραπέζι και το άνοιξε τρέμοντας. Και μόνο ο γραφικός χαρακτήρας του μακαρίττη του Γιώργη Σταμίρη, της έφερε δάκρυα στα μάτια. Κάτι σκόρπια ορνιθοσκαλίσματα και πολλά ορθογραφικά λάθη, μιας και είχε πάει μόνο ως την τρίτη δημοτικού κι αυτή με τα χίλια ζόρια.

<<4 Φεβρουαρίου 1958

Λάμπρο,

Έμαθα τα μαντάτα για το γάμο σου και αποφάσισα να σου στείλο αυτό το γράμα. Θα με περνάς για τρελό μα απόφασισα να ρίξο τα μούτρα μου για χάρι της θηγατέρας μου. Γραματιζούμενος σαν και του λόγου σου δεν είμε, για αυτό θα στα πο λίγα λόγια και καλά. Ο αδελφός σου μου είπε πος την κοπελιά που στεφανόνεσε δεν την αγαπάς. Αν είνε αλίθεια και θες ακόμα τη Λενιώ μου, σου δίνο την ευχή μου και τη προίκα της για να την πάρεις. Έλα στο Διαφάνι να με βρεις και μη φοβάσε για τα εσθήματα της. Θα της εξιγήσο κι εγώ και θα τα βρήτε... >>

Μετά την τελευταία λέξη υπήρχε μια μουτσούρα και έπειτα το όνομα του χωριού που ζούσε ο Λάμπρος και που παντρεύτηκε με την Θεοδοσία. Προσοτσάνη Δράμας. Κάτω από εκεί, ο Σταμίρης είχε σημειώσει τα δρομολόγια του λεωφορείου από τη Λάρισα για τη θεσσαλονίκη για την επόμενη μέρα. 5 Φεβρουαρίου 1958. Την ημέρα του θανάτου του. Η Ελένη άφησε το γράμμα τρέμοντας και η Δρόσω την αγκάλιασε. <<Είχε αλλάξει γνώμη>> ψέλισε με φωνή που δεν έβγαινε. <<Αν...>>. Η Δρόσω την αγκάλιασε πιο σφιχτά. <<Δεν ήταν γραφτό Λενιώ. Τώρα όμως είναι>>. <<Ήθελε να μας δώσει την ευχή του. Ήθελε να παντρευτούμε>> είπε ξανά η Λενιώ, που τα είχε χαμένα. <<Κι αυτό θα γίνει αύριο. Γιατί τώρα ήταν η ώρα σας. Ηρέμησε Λενιώ μου και σκέψου πως έχεις την ευχή του. Πως τον ήθελε αυτόν τον γάμο κι ετοιμαζόταν να ρίξει τον εγωισμό του. Να βρει τον Λάμπρο και να τον φέρει πίσω>>. Η Ελένη την αγκάλιασε ξανά και λίγο αργότερα πήγαν κι οι δύο στις κάμαρες τους να ηρεμήσουν και να ξεκουραστούν για την αυριανή μέρα.

Φόρεσε το νυχτικό της η Λενιώ και βγήκε πάλι στη κουζίνα να πιει ένα ποτήρι νερό. Το κρασί την είχε ζαλίσει και η αποκάλυψη για την αλήθεια του πατέρα της, την είχε ταράξει. Παρόλα αυτά, ένιωθε μια ανακούφιση μέσα της και χάρηκε που είχε την ευχή του για την αυριανή μέρα. Άλλωστε ότι έγινε, έγινε. Αυτή ήταν η μοίρα της. Κοιτάζοντας αδιάφορα από το παράθυρο, είδε τον Λάμπρο να στέκεται στη μέση της αυλής και έμεινε άλαλη. Έτρεξε στη πόρτα και την άνοιξε βιαστικά. <<Τι κάνεις εκεί; Είσαι τρελός;>> του φώναξε όσο πιο σιγανά μπορούσε. Ο άντρας ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και πήγε κοντά της. <<Η Δρόσω κοιμάται;>>, <<Ξέρω γω; Μάλλον>> του απάντησε διστακτικά. Εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε παθιασμένα. <<Έχεις πιει;>> τον ρώτησε ανάμεσα στα φιλιά τους. <<Ενώ εσύ...>> απάντησε ειρωνικά. <<Πάμε στη κάμαρη μας>> της πρότεινε, ενώ φιλούσε τον λαιμό της. <<Λάμπρο... Δεν κάνει μια μέρα πριν το γάμο. Είναι το νυφικό μέσα>>. Της γέλασε πονηρά και της ψιθύρισε στο αυτί. <<Πιστεύεις σε αυτά Σταμίρη; Στη γρουσουζιά;>>. Εκείνη του χαμογέλασε και έγνεψε αρνητικά. Την έπιασε από το χέρι και μπήκαν στο σπίτι όσο πιο σιγά μπορούσαν. Έφτασαν ως τη κάμαρη στις μύτες κι έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Ο Λάμπρος έκατσε στο κρεβάτι και χάζεψε το νυφικό που κρεμόταν στη ντουλάπα. <<Πανέμορφο είναι. Σωστή νεράιδα θα είσαι. Φόρα το να σε δω>>, <<Να το ξεχάσεις. Και που το είδες, πολύ είναι>> του απάντησε. Ο άντρας της άπλωσε το χέρι και την τράβηξε κοντά του. Η Ελένη έκατσε στα γόνατα του και τύλιξε τα πόδια της γύρω από τον κορμό του. Φιλήθηκαν ξανά με πάθος. <<Τι θες εδώ; Δεν μπορούσες να κάνει υπομονή μια νύχτα;>> τον ρώτησε πονηρά. <<Καμία νύχτα. Αρκετά σε στερήθηκα. Καμία νύχτα δεν μπορώ μακριά σου ενώ ξέρω πως κοιμάσαι μόνη>> της απάντησε και τη φίλησε στο λαιμό. <<Σταμάτα Λάμπρο, δεν κάνει>> του ψιθύρισε γελώντας, καθώς τη φίλαγε. <<Απόψε είναι το τελευταίο βράδυ που δεν είσαι γυναίκα μου. Θέλω να το γιορτάσουμε>> της απάντησε και πέρασε τα χέρια του μέσα από το νυχτικό της. Τα δάχτυλα του ήταν κρύα, μα όπου την άγγιζαν ένιωθε να καίγεται. Χάιδευε το γυμνό κορμί της ανεβάζοντας τα χέρια του σιγά-σιγά. Όταν τα δάχτυλα του, πίεσαν το στήθος της, η γυναικα τύλιξε τα χέρια της από τον λαιμό του και ανακάθισε, ανατριχιάζοντας στην αίσθηση. Τα χείλη του φιλούσαν τον στέρνο της αχόρταγα. Έπειτα, κατέβασε το χέρι του πιο χαμηλά, και το πέρασε μέσα από το εσώρουχο της. Δεν το έβγαλε κατευθείαν, παρά έμεινε να την αγγίζει. <<Λάμπρο μη...>> ψέλισε χαμηλόφωνα στο αυτί του. <<Πες μου πως θες να σταματήσω και θα το κάνω>> της είπε προκλητικά. <<Όχι. Σε παρακαλώ>> του ψιθύρισε. Τράβηξε το εσώρουχο της κι εκείνη ανασηκώθηκε για να το αφήσει να πέσει στο πάτωμα. Άνοιξε τη ζώνη από το παντελόνι του και τύλιξε ξανά το κορμί της πάνω στο δικό του. Μπήκε μέσα της αργά και τα μεγάλα της μάτια κοίταζαν βαθιά τα δικά του, στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Άρχισε να ανεβοκατεβάζει το σώμα της κι ο Λάμπρος τραβούσε το κορμί της πάνω στο δικό του για να γίνουν ένα, με μεγαλύτερη ένταση. Χωρίς να βγει από μέσα της, την ξάπλωσε στο κρεβάτι τους και βυθίστηκε πιο βαθιά. Η Ελένη ανάσαινε βαριά και χάιδευε το πρόσωπο του με τα χέρια της. <<Σ' αγαπώ. Μη σταματάς>> ψέλισε. Η ένταση ήταν μεγάλη και τα φιλιά τους μύριζαν αλκόολ. Όταν ηρέμησαν και εκτονώθηκαν, ο δάσκαλος τη φίλησε μαλακά στο μέτωπο και έκανε να σηκωθεί. Τότε εκείνη, τύλιξε τα πόδια της γύρω από τον κορμό του ξανά και τον τράβηξε κοντά της. <<Μη φεύγεις. Κοιμήσου μαζί μου>>. Ο Λάμπρος σηκώθηκε και κούμπωσε το παντελόνι του. <<Τελευταίο βράδυ της ζωής σου Σταμίρη, που κοιμόμαστε χώρια. Δεν θα ξανακοιμηθείς ποτέ μόνη. Ούτε για να χάρη των παιδιών μας δεν θα σε αφήσω. Εδώ θα τα νταντεύουμε μαζί>> της δήλωσε κι εκείνη σηκώθηκε και κρεμάστηκε από τον λαιμό του. <<Θέλω να πλαγιάσω στην αγκαλιά σου>>, <<Όχι μάτια μου. Υπομονή ως αύριο>> της απάντησε και φιλήθηκαν ξανά. Έμεινε δίπλα της, ως να αποκοιμηθεί και έφυγε μες τη νύχτα, σπρώχνοντας τις ώρες να περάσουν, για να ξημερώσει η επόμενη μέρα...

Continue Reading

You'll Also Like

934K 70.5K 56
-Ρε γαμωτο ακουσε με ... -Δεν εχω να ακουσω τιποτα! ..ειπες ή δεν ειπες ψεματα; -Ειπα αλλα δεν το ειπα για κακο.. -Μπορεις να φυγεις μακρυα μου ;.. ...
2.4K 149 16
Ο Αντρέι είναι Λάσκαρης από την αρχή της ιστορίας.
441 49 26
Ο Παράνομος Έρωτας της Άννας και του Δημήτρη οι οποίοι θα κάνουν τα πάντα για να είναι μαζί.
6.9K 559 21
Σε ένα παράλληλο σύμπαν από αυτό της σειράς "Η Μάγισσα", ο Αντρέι και η Θεοφανώ πρέπει να βρουν μια λύση για να σώσουν τις οικογένειές τους πριν να...