Ευγενία

By angry_bird24

66.4K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ

1K 25 13
By angry_bird24

ΙΟΥΝΙΟΣ 1949

Έκαιγε ο καυτός ήλιος τον κάμπο από τις πρώτες πρωινές ώρες και ο Γιώργης Σταμίρης βγήκε πρωί-πρωί από τη κάμαρη του, βιαστικός όπως πάντα, να πιει τον καφέ του και να πάει στα χωράφια. <<Καλημέρα Λενιώ μου>> είπε στη κόρη του, που είχε ξυπνήσει όπως κάθε μέρα νωρίτερα, για να του ετοιμάσει το πρωινό και το κολατσιό του για τη δουλειά. Στο τραπέζι καθόταν και η μικρότερη του κόρη, η εννιάχρονη Δρόσω, που του χαμογέλασε γλυκά. <<Καλημέρα πατέρα>> απάντησε η Ελένη και άφησε μπροστά του τον καφέ του. Εκείνος ήπιε δυο γουλιές και πήρε βαθιά ανάσα. <<Μερακλίδικος. Τον πέτυχες κόρη μου. Τυχερός ο άντρας που θα σε δώσω, όλα τα καλά έχεις πάνω σου>>. Το κορίτσι χαμογέλασε ντροπαλά. Η πόρτα της κάμαρης άνοιξε και βγήκε η δεκατετράχρονη Ασημίνα, με τις καστανόξανθες μπούκλες της, να της φωτίζουν το πρόσωπο. <<Καλημέρα πατέρα>> είπε με τη σειρά της. <<Καλώς την και την άλλη μου τη τσούπρα>>. Η κοπέλα πλησίασε την Ελένη και την τράβηξε μαλακά από το μπράτσο προς το μέσα μέρος της κουζίνας. <<Την έχει στήσει από τα αξημέρωτα πίσω από τις λεύκες. Πήγαινε πες του καμιά κουβέντα γιατί θα τον δει ο πατέρας και θα έχουμε πρόβλημα. Καλά δεν πέρασε όλο το καλοκαίρι; Μην σας καταλάβει τώρα που τελειώνει>>. Η Λενιώ την κοίταξε αγχωμένη και έφυγε προς τη κάμαρη, με τη δικαιολογία πως ήθελε να πιάσει τα μαλλιά της μια κοτσίδα γιατί ζεσταινόταν. Μπήκε μέσα βιαστικά και έκλεισε τη πόρτα πίσω της. Έπειτα έσκυψε από το παράθυρο. <<Είσαι με τα καλά σου; Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;>> του φώναξε όσο πιο σιγά γινόταν. <<Περιμένω να φύγει ο πατέρας σου. Δεν αργεί>>, <<Θα σε δει και θα μας κρεμάσει και τους δύο>>, <<Δεν θα με δει>> έκανε κεφάτα ο Λάμπρος και κρύφτηκε πάλι πίσω από τα δέντρα. Το κορίτσι επέστρεψε στη τραπεζαρία και δέκα λεπτά αργότερα, ο Γιώργης τις αποχαιρέτησε. <<Σε λίγο θα έρθω κι εγώ πατέρα μου. Δεν αργώ>> του είπε η Ελένη, τρέμοντας μη σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και δει τον νεαρό που βρισκόταν στον κήπο τους. Κοιτούσε από το μικρό παράθυρο της κουζίνας και όταν τον είδε να απομακρύνεται με το άλογο του άνασανε και έτρεξε έξω.

Ο Λάμπρος βγήκε από την κρυψώνα του και στάθηκε μπροστά από τα σκαλιά του σπιτιού. Εκείνη κατέβηκε βιαστικά και έπεσε στην αγκαλιά του. <<Είσαι τρελός; Θες να τα καταστρέψεις όλα;>> τον ρώτησε γελώντας κι εκείνος τη σήκωσε στον αέρα. <<Έχω δουλειά μετά και ήθελα να σε δω. Χτες δεν βρεθήκαμε καθόλου. Φεύγω σε λίγες μέρες κορίτσι μου, δεν πρέπει να χάνουμε καμία μέρα>> της είπε παραπονιάρικα και την τράβηξε στο πλάι του σπιτιού, κοντά στο κοτέτσι. Φιλήθηκαν παθιασμένα κι ο Λάμπρος κόλλησε το κορμί του πάνω στο δικό της. Τα φιλιά τους ήταν αχόρταγα και η Λενιώ είχε τυλίξει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. <<Έλα σταμάτα. Είναι και οι μικρές πάνω>> τον μάλωσε η Ελένη και τραβήχτηκε μαλακά. Εκείνος ξεφύσηξε με απελπισία. <<Θα σε δω τουλάχιστον το απόγευμα; Μη μου πεις όχι γιατί θα τη στήσω πίσω από τις λεύκες πάλι και θα περιμένω μέχρι να βγεις>>. Εκείνη γέλασε πονηρά. <<Θα με δεις. Θα πω πως πάω στη κυρά-Μάρω και θα της ζητήσω να με καλύψει, όπως πάντα>>. Ο νεαρός χαμογέλασε και την φίλησε ξανά. <<Πρέπει φύγω. Θα με περιμένει ο πατέρας μου, στα χωράφια>>, <<Θα πάμε ως τη διασταύρωση μαζί>>. Η Λενιώ τον κοίταξε νευρικά. <<Δεν καταλαβαίνεις από λόγια, έτσι; Αν μία στις χίλιες επιστρέψει να πάρει κάτι...>>, <<Θα μας σκοτώσει. Εκατό φορές μου τα έχεις πει. Δεν θα επιστρέψει. Θα έχουμε το νου μας. Πάμε;>> της είπε κεφάτα. <<Καλά. Μισό λεπτό να βάλω τις γαλότσες μου>> του απάντησε εκείνη αγχωμένα και πήγε στην αποθήκη τα παπούτσια. Έπειτα έκατσε στη παλιά καρέκλα της αυλής, για να κάνει την αλλαγή. Ο Λάμπρος την χάζευε. Ο τρόπος που σήκωσε το πόδι της για να το βολέψει μέσα στη μπότα, έκανε το φουστάνι της να σηκωθεί πάνω από το γόνατο. Η θέα τον έκανε να νιώσει μια μικρή αναστάτωση και γύρισε το βλέμμα του αλλού.

Ο Μιλτιάδης Σεβαστός, περπατούσε γρήγορα προς τα χωράφια του Δεσύλλα που βρισκόντουσαν λίγο έξω από το χωριό. Πλέον δεν εργαζόταν για λογαριασμό του Δούκα, κάτι που τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα. Δεν άντεχε να δουλεύει εργάτης στην πατρογονική του περιουσία με τον Ζωητό και τον γιο του, τον Μελέτη, να τον διατάζουν, λες και ήταν υποτακτικός τους. Ο Δεσύλλας ήταν καλός άνθρωπος και είχε δεχτεί να πάρει στη δούλεψη του και τον Λάμπρο για το καλοκαίρι. Μαζί με τη σύνταξη του, τα έβγαζαν πέρα κάπως καλύτερα. Σήμερα το αφεντικό του, του είχε ζητήσει να πάει σε ένα μικρό χωραφάκι, στην δυτική πλευρά του χωριού, προίκα από τη γυναίκα του, για να τσεκάρει το χώμα και αν θα άξιζε να το εκμεταλλευτούν. Τον εμπιστευόταν και αυτό τον ικανοποιούσε ακόμα περισσότερο. Σπάνια ο Μιλτιάδης πήγαινε προς εκείνη τη πλευρά του χωριού. Ο δρόμος οδηγούσε κοντά στα χωράφια και το σπίτι του Γιώργη του Σταμίρη, περιοχή απαγορευμένη τόσο για εκείνον, όσο και για το γιο του. Ο ήλιος τον τύφλωνε και έκοψε το βήμα του, να πάρει μία ανάσα. Από μακριά, ακούστηκαν ομιλίες και ο Μιλτιάδης ενστικτωδώς, κρύφτηκε πίσω από τις φυλλωσιές. Δεν ήθελε να πέσει πάνω στο Γιώργη και κάποια από τις κόρες του, που θα πήγαιναν στα χωράφια τους. Οι ομιλίες ακουγόντουσαν όλο και πιο κοντά και ο άντρας κατάλαβε πως σίγουρα αυτός που άκουγε να μιλά, δεν ήταν ο Σταμίρης. Οι φιγούρες πλησίαζαν κι εκείνος προσπάθησε να κοιτάξει λίγο καλύτερα. <<Όλο όχι μου λες. Θα φύγω σύντομα και μετά θα σκέφτεσαι ως τα Χριστούγεννα πόσο λάθος έκανες που με πίκρανες με τα όχι σου>> είπε το αγόρι παιχνιδιάρικα και της τσίμπησε τρυφερά το μάγουλο. Ο Μιλτιάδης θα αναγνώριζε μέσα σε χιλιάδες τη φωνή του γιου του. Τα δύο παιδιά σταμάτησαν σχεδόν μπροστά του και το κορίτσι ακούμπησε παραπονιάρικα στο στήθος του. <<Πιστεύεις πως θέλω και τα λέω; Αν ήταν στο χέρι μου, θα ερχόμουν μαζί σου στην Αθήνα για να μην είσαι μόνος>>, <<Το ξέρω ζωή μου. Σε πειράζω. Αλλά θέλω κι εσύ να προσπαθείς όσο μπορείς να βρισκόμαστε περισσότερο, τουλάχιστον αυτές τις μέρες. Εντάξει;>>. Η Ελένη έγνεψε καταφατικά και ο Λάμπρος κόλλησε το κορμί του πάνω στο δικό της, και τη φίλησε παθιασμένα. <<Θα μας δει κανείς>> ψέλλισε το κορίτσι ανάμεσα στα φιλιά τους. <<Κανείς δεν θα μας δει>> της απάντησε ξέπνοα και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. <<Μπορώ να σε φιλάω όλη μέρα μάτια μου. Δεν χορταίνω τα χείλη σου>>. Ο Μιλτιάδης έκατσε στο χώμα και σταμάτησε να κοιτάει τους δύο νέους. Δεν χρειαζόταν να δει κάτι άλλο. Από καιρό είχε καταλάβει πως ο γιος του είχε κάποιο φλερτ και μέσα του ήξερε ποια ήταν η κοπέλα. Κακώς πίστεψε έστω για μία στιγμή τα λόγια του, πως χωρίσανε και αποφάσισαν να απομακρυνθούν. <<Θα σε περιμένω το απόγευμα. Μην αργήσεις>> είπε ο Λάμπρος και το κορίτσι χαμογέλασε φεύγοντας.

Ο Λάμπρος έκατσε κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, στο διάλειμμα από τη δουλειά και άρχισε να μασουλάει ένα ροδάκινο που είχε μαζί του. Δίπλα του έκατσε, ένας μεγαλύτερος νεαρός, ξενομερίτης, που έμενε στο Μακρυχώρι. <<Τι κάνεις δάσκαλε;>> τον ρώτησε ο Ηλίας. <<Ε όχι και δάσκαλε, ακόμα>>, <<Ε δεν θα το πάρεις το χαρτί; Να το συνηθίζεις. Ζέστη έχει σήμερα, ε; Λες αν του πω να με αφήσει νωρίτερα, να γκρινιάξει; Έχω ραντεβού>> του είπε πονηρά. Ο Λάμπρος χαμογέλασε. <<Ραντεβού; Με τη Μαρούλα;>>, <<Εμ με ποια βρε; Ο πατέρας της θα γυρίσει αργά κι είπαμε να βρεθούμε. Τη μάνα της την κουμαντάρει, τον κύρη της φοβάται>>. Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Λογικό. Και πού θα πάτε; Καμία βόλτα;>>, <<Ε εκεί που πάμε συνήθως. Σε εκείνο το χαμόσπιτο της θειάς μου, έξω από το χωριό. Κοντά στον Ταξιάρχη αν ξέρεις. Έχω και μέρες να... Καταλαβαίνεις. Μετράω την ώρα>>. Ο Λάμπρος ένιωσε άβολα και ανακάθισε. <<Τι κοκκίνησες μωρέ; Δεν έχεις καμιά μορφονιά;>>. Εκείνος κατάπιε το σάλιο του. <<Ε; Έχω... Έχω αλλά... Στην Αθήνα, ναι>>, <<Ε και; Δεν έχετε κάνει τίποτα; Λένε πως οι πρωτευουσιάνες είναι εύκολες>>. Ο Λάμπρος χαμήλωσε το βλέμμα του. <<Δεν θέλω να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Όταν τη ζητήσω και παντρευτούμε..>>, <<Φέξε μου και γλίστρησα. Να σου πω, ούτε εγώ είμαι κανένας αλητάμπουρας που γλεντάω τα κορίτσια του κόσμου. Την αγαπάω τη Ματούλα, α κορώνα στο κεφάλι μου την έχω, μα μαζεύω λεφτά για το γάμο μας. Ε ως να τα μαζέψω και να είμαστε έτοιμοι, γιατί να μην περνάμε καλά; Και το σεντόνι να μου ζητήσουν να κρεμάσω, σφάζω εκεί ένα κοκκόρι και έληξε το θέμα. Δεν θα την εκθέσω την κοπελιά, ούτε θα το μάθει κανείς, μα κι εγώ άντρας είμαι... Έχω ανάγκες... Σάμπως εσύ δεν έχεις;>>. Ο Λάμπρος τον κοίταξε ντροπαλά. <<Κι αν μείνει έγκυος;>>, <<Προσέχω βρε μπουμπούνα, τι με πέρασες; Για χαζό; Μα να σου πω, είσαι σίγουρος πως η κοπελιά δε θέλει να βάλει το δάχτυλο στο μέλι; Βρε κι αυτές θέλουν, μα ντρέπονται>>, <<Και τι; Να τη ρωτήσω τέτοιο πράγμα; Απαπα, δε μπορώ, ντρέπομαι>> έκανε ταραγμένα. <<Σάμπως και τα ρωτάνε αυτά; Κάνεις τα κόλπα σου και άμα δεις και θέλει, προχωράς. Έτσι κι εγώ... Κουβέντα θα πιάναμε;>>. Ο νεαρός έμεινε να τον κοιτάζει σκεπτικός.

<<Θα πάω τα χόρτα στη κυρά-Μάρω και ίσως μείνω λίγο να τη βοηθήσω με τη πίτα>> ανακοίνωσε η Λενιώ στο μεσημεριανό τραπέζι και ο Γιώργης συνέχισε αδιάφορα το φαγητό του. <<Θα σου δώσει κανένα κομμάτι ελπίζω να φάω, ε; Την κάνει ωραία η άτιμη. Εκείνο το φύλλο της, μου θυμίζει τη συγχωρεμένη τη μάνα μου>> απάντησε κεφάτα ο πατέρας της και η Ελένη χαμογέλασε ικανοποιημένη. Την ίδια ώρα ο Λάμπρος έκανε παρόμοια ανακοίνωση στον πατέρα του, την ώρα που έπινε τον μεσημεριανό του καφέ, μόνο που ο Μιλτιάδης γνώριζε την αλήθεια. <<Θα πάω μια βόλτα μετά το φαγητό. Μπορεί να δω και τον Νικόλα>> είπε κι εκείνος τον κοίταξε με δυσπιστία. <<Πολλές βόλτες κάνεις. Έχει ζέστη έξω, θα πάθεις τίποτα>>, <<Τι να πάθω καλέ πατέρα; Σιγά>>. Κούνησε το κεφάλι ο άντρας και ο Λάμπρος γύρισε να φύγει. <<Έχεις... Έχεις κανένα φλερτ;>> τον ρώτησε ντροπαλά. <<Ορίστε;>>, <<Λέω, έχεις κανένα κορίτσι που βλέπεστε;>>. Το αγόρι ξεφύσηξε νευρικά. <<Τι με ρωτάς; Σου έχω πει, δεν έχω κάτι>>. Ο Μιλτιάδης σηκώθηκε από τη θέση του. <<Εδώ είναι χωριό. Έχω καταλάβει πως κάτι υπάρχει στη ζωή σου και δεν χρειάζεται να το αρνείσαι ή να μου πεις ποια είναι. Μόνο... Πρόσεχε>>, <<Σου είπα δεν υπάρχει καμία. Αντίο>>. Ο νεαρός έφυγε και ο Μιλτιάδης έμεινε μόνος και σκεπτικός. Ο Γιάννος τον πλησίασε και έκατσε πλάι του. <<Τι έχεις πατέρα μου;>>, <<Τίποτα... Τι να έχω;>>. Ο νεαρός του χαμογέλασε. <<Να σου πω... Ξέρεις, ξέρεις αν ο αδελφός σου, έχει κανά κορίτσι;>>, <<Πού να ξέρω; Εγώ δεν ξέρω τίποτα>> είπε με αφέλεια, μα ο Μιλτιάδης τον κατάλαβε. <<Να του πεις, να έχει το νου του. Μπορεί να τους δει κανά μάτι>>, <<Μα δεν ξέρω σου λέω!>>. Ο Μιλτιάδης κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Πες του το εσύ και ας μην έχει. Θα καταλάβει>> του απάντησε και ο νεαρός έγνεψε καταφατικά.

<<Σε ευχαριστώ πολύ κυρά-Μάρω. Δεν θέλω να σου ζητάω να με καλύπτεις αλλά...>>, <<Αλλά δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Τι με ευχαριστείς βρε Λενιώ μου; Αφού εγώ μόνη μου στο προτείνω. Καλά κι αυτός ο πατέρας σου, γιατί είναι τόσο αρνητικός με το παλικάρι; Καλό είναι, μορφωμένο είναι, σ' αγαπάει, σε σέβεται, τι άλλο θέλει;>>. Η Ελένη έκατσε σε μία καρέκλα και την κοίταξε παραπονεμένα. <<Δεν ξέρω. Δεν μου λέει με τίποτα. Εγώ δεν πρόκειται όμως να τον αφήσω τον Λάμπρο. Θα περιμένω να τελειώσει και το στρατιωτικό του και μετά αν θέλει να μου δώσει την ευχή του, έχει καλώς. Αλλιώς θα τον παντρευτώ έτσι. Τα έχουμε συμφωνήσει>> ανακοίνωσε με νεύρο το κορίτσι. <<Καλά θα κάνεις. Στο γάμο και το ταξίδι, ούτε λάδι, ούτε ξύδι. Κανείς δεν πρέπει να μπλέκεται ανάμεσα στην αγάπη δυο ανθρώπων. Και πού θα πάτε, αν επιτρέπεται;>>, <<Πού να πάμε.. Πάμε και πουθενά; Στη ρεματιά, ως συνήθως>>. Η Μάρω έκατσε δίπλα στο κορίτσι και της χάιδεψε τα μαλλάκια. <<Να προσέχεις Λενιώ μου. Δεν λέω, χρυσό παιδί είναι ο Λάμπρος μα έχει τις σπουδές του ακόμα, το φανταρικό του κι εσύ είσαι μικρή. Αν ήταν κανένα χωριατόπαιδο που έμενε στον τόπο μας, δεν θα στο έλεγα μα λόγω της κατάστασης, έχε το νου σου>>. Το κορίτσι ανακάθισε και χαμήλωσε το βλέμμα. <<Τι εννοείς κυρά-Μάρω; Μη μας δει κανένα μάτι;>>, <<Δεν εννοώ αυτό και δεν είσαι χαζή, ε; Άλλωστε εμείς τα έχουμε πει αυτά>>. Η Ελένη την κοίταξε τρομοκρατημένα. <<Τι είναι αυτά που λες; Ο Λάμπρος... δεν είναι τέτοιος. Με σέβεται>>, <<Βρε όλοι τέτοιοι είναι. Σε σέβεται και μπράβο του αλλά δεν θέλει πολύ να παρεκτραπεί το πράγμα. Άκου με κι εμένα μάτια μου, έχω μια εμπειρία παραπάνω. Κι ο άντρας είναι να μη βάλει το δάχτυλο στο μέλι. Αν το βάλει, δεν ξαναβγαίνει μετά. Τρώει όλο το βάζο>>. Το κορίτσι χαμήλωσε το κεφάλι ντροπαλά.

Κατέβηκε το δρόμο προς τη ρεματιά και έκατσε στην πέτρα που καθόταν συνήθως. Του άρεσε αυτό το μέρος. Ήταν δροσερό και απόμερο, όμορφο και γεμάτο χρώματα. Εκεί καθόντουσαν από μικροί με την Λενιώ. Πότε διάβαζαν, πότε πετούσαν πέτρες στο νερό και μιλούσαν με τις ώρες και πότε κυνηγούσαν τα βατραχάκια και γελούσαν με τα πηδήματα τους. <<Πέρασαν τα χρόνια της αθωότητας>> σκέφτηκε ο Λάμπρος, που από τότε ένιωθε τα πρώτα σκιρτήματα, μα ούτε ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε. Είχε φτάσει 19 ετών και πλέον μέσα του ένιωθε ολοκληρωμένος άντρας. Το καλοκαίρι τελείωνε και θα επέστρεφε στην μοναξιά της Αθήνας, μακριά από την Ελένη του. Ο νεαρός ντρεπόταν να το παραδεχτεί στον ίδιο του τον εαυτό, αλλά είχε αρχίσει να κάνει πιο ενήλικες σκέψεις για τη σχέση του με την Ελένη. Οι συμφοιτητές του στην πρωτεύουσα, είχαν όλοι ολοκληρώσει την σεξουαλική τους ζωή. Κάποιοι με συμφοιτήτριες που δεν είχαν πρόβλημα να προχωρήσουν πριν τον γάμο τους, κάποιοι με τις αρραβωνιαστικές τους και οι περισσότεροι με επαγγελματίες του έρωτα, που πλάγιαζαν μαζί τους για μερικές δραχμές. Ο Λάμπρος δεν θα το δεχόταν ποτέ αυτό. Ήθελε η Λενιώ του να είναι η πρώτη του και δεν δεχόταν την άποψη πως ο άντρας πρέπει να έχει εμπειρίες. Από την άλλη είχε ακόμα ένα χρόνο σπουδές στην παιδαγωγική ακαδημία και έπειτα το στρατιωτικό του για ακόμα δύο χρόνια. Το διάστημα ήταν μεγάλο και φάνταζε βουνό στο μυαλό του. Θύμωνε με τον εαυτό του που έκανε τέτοιες σκέψεις. Στο μυαλό του ήρθε η συζήτηση με τον Ηλία, και ένιωσε μια αμηχανία. Το Λενιώ του ήταν ένα αθώο πλάσμα. Περίμενε το βράδυ του γάμου τους για να πλαγιάσει με τον άντρα της. Εκείνος τη σεβόταν απόλυτα και πάντα κρατούσε μια μικρή απόσταση, προσπαθώντας να μην παρεκτραπεί στις συναντήσεις τους. Όμως τον τελευταίο καιρό σκεφτόταν όλο και πιο συχνά μήπως έκανε λάθος. <<Δεν θα την εκθέσω. Άλλωστε εγώ θα γίνω άντρας της, δεν πρόκειται να την αφήσω ποτέ κι ούτε θα πάρει άλλον. Πού είναι το κακό να προχωρήσουμε πριν τον γάμο μας; Σάμπως θα το μάθει κανείς;>>. Αυτές οι σκέψεις τον στοίχειωναν τις νύχτες πριν κοιμηθεί, σε συνδυασμό με άλλες για τα όσα θα ήθελε να ζήσει μαζί με την Ελένη, σε μία ολοκλήρωση της σχέσης τους. Ο νεαρός πετάχτηκε όρθιος ταραγμένος. <<Τι ανοησίες σκέφτομαι;>> μονολόγησε και έτρεξε προς το νερό. Έριξε μπόλικο στο πρόσωπο του και πήρε βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να επανέλθει και να μην βάζει αυτά τα πράγματα στο μυαλό του, περιμένοντας μάλιστα τον ερχομό της. Ούτε που την άκουσε να κατεβαίνει τον δρόμο πίσω του.
Η Λενιώ τον είδε να στέκεται δίπλα στο ρέμα και να ρίχνει νερό για να δροσιστεί. Χαμογέλασε γλυκά και έτρεξε προς το μέρος του. Εκείνος δεν την είχε προσέξει και η άφιξη της τον τρόμαξε. Το κορίτσι κρεμάστηκε από πάνω του, μα ο Λάμπρος παραπάτησε και έπεσαν μαζί στο χώμα. <<Σιγά καρδιά μου, με τρόμαξες>> της είπε καλοσυνάτα. Η Ελένη ξεκαρδίστηκε στα γέλια και ανακάθισε πάνω του, τυλίγοντας τα πόδια της στον κορμό του. Το αγόρι ένιωσε μια δυσφορία. <<Πού τρέχει ο λογισμός σου;>> τον ρώτησε πονηρά. <<Λίγο νερό έριξα. Βράζει πάλι ο τόπος>> της απάντησε, δικαιολογώντας τον εαυτό του. <<Δεν σκεφτόσουν καμία δηλαδή;>>, <<Μόνο μία κι αυτή τη σκέφτομαι όλη μέρα>>. Η Λενιώ τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και τον φίλησε παθιασμένα. Το σώμα της ήταν ολότελα τυλιγμένο πάνω στο δικό του, κάτι που τον αναστάτωνε ακόμα περισσότερο. Τη φιλούσε με πάθος και κόλλησε το κορμί του πάνω στο δικό της. <<Σε θέλω πολύ>> της ψιθύρισε στο αυτί και τη φίλησε στο λαιμό. Το κορίτσι ένιωσε για πρώτη φορά λίγο άβολα. Η γλώσσα του ακουμπούσε το αυτί της και εκείνη του χάιδεψε μαλακά το σβέρκο. <<Σε θέλω ζωή μου. Έχω χάσει το μυαλό μου>> της είπε ξανά και ανασήκωσε το κορμί της, ξαπλώνοντας το στο χώμα. Η Ελένη πανικοβλήθηκε. Από καιρό η Μάρω την προειδοποιούσε πως ο Λάμπρος κάποια στιγμή θα κάνει κίνηση για να προχωρήσουν περαιτέρω τη σχέση τους. Το μυαλό της δούλευε γρήγορα. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Από τη μία δεν ένιωθε έτοιμη, από την άλλη όμως δεν ήθελε να του αρνηθεί και να τον αποπάρει. Φοβόταν μήπως η άρνηση της, τον διώξει μακριά, σε κάποια πιο πρόθυμη να τον ικανοποιήσει. Εκείνος φιλούσε το στέρνο της με πάθος. Κατέβαινε όλο και πιο κάτω, ξεκουμπώνοντας τα κουμπιά από το φόρεμα της. Το στήθος της βρέθηκε μπροστά στο πρόσωπο του. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Ακούμπησε τα χείλη του πάνω, χαϊδεύοντας την πάνω από τον στηθόδεσμο της. Το κορίτσι είχε παγώσει. Εκείνος σταμάτησε και κοίταξε τα μάτια της. Το βλέμμα της ήταν τρομοκρατημένο. <<Λενιώ μου;;>> ψέλλισε. <<Αν... Αν θες να... Ξέρεις. Κάντο. Δεν θα σου αρνηθώ>> του είπε, σχεδόν τρέμοντας από ταραχή. Ο Λάμπρος ένιωσε άβολα. Σηκώθηκε από πάνω της και την τράβηξε κοντά του. Έπειτα την έβαλε να κάτσει πάνω στο πόδια του και έκλεισε σιγά-σιγά τα κουμπιά από το φόρεμα της. <<Συγνώμη...>> έκανε ντροπαλά. <<Όχι. Όχι Λάμπρο μου, δεν...>> πήγε να δικαιολογηθεί εκείνη, μα το αγόρι έφερε το χέρι του στο στόμα της για να σταματήσει να μιλάει. <<Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση απλώς... παρασύρθηκα. Σ' αγαπάω Λενιώ μου. Μακάρι να μπορούσα να σε παντρευτώ αύριο και να σε έπαιρνα μαζί μου στην Αθήνα>>. Η Ελένη τον αγκάλιασε σφιχτά από το λαιμό. <<Μόνο εσύ θα με αγγίξεις. Κανένας άλλος. Είμαι δικιά σου>> του είπε και ο νεαρός χαμογέλασε τρυφέρα. <<Όταν γυρίσω από φαντάρος, θα έρθω πάλι να σε ζητήσω, όπως τα έχουμε πει. Κι αν πει όχι ο πατέρας σου, θα φύγουμε για όπου με έχουν διορίσει. Πριν όμως, θα έρθουμε εδώ και θα σε κάνω δική μου. Θα σε κάνω γυναίκα>> της είπε και το κορίτσι κοκκίνησε ντροπαλά. Ο Λάμπρος της σήκωσε το πρόσωπο με το χέρι του και κοίταξε τα μάτια της. <<Μη ντρέπεσαι. Ούτε εγώ θα αγγίξω άλλη, εκτός από σένα. Δεν με νοιάζει να είναι το πρώτο βράδυ του γάμου μας. Θα γίνει όταν θα μπορώ να είμαι ολοκληρωτικά δικός σου, χωρίς υποχρεώσεις. Θα έρθουμε εδώ και θα γίνουν όλα όπως πρέπει>>. Η Λενιώ του έγνεψε θετικά και αφέθηκαν πάλι στο φιλί τους.

Έπινε ήρεμα τον καφέ του ο Μιλτιάδης, όταν μπήκε ο Γιώργης στο καφενείο. <<Καλησπέρα χωριανοί>> είπε καλοσυνατά, χωρίς να του ρίξει ούτε ένα βλέμμα και έκατσε σε ένα τραπέζι δίπλα στον Φανούρη και τον Ζάχο Λυκογιάννη. <<Καλώς το αφεντικό μου>> τον καλωσόρισε ο παραγιός του και ο Γιώργης τον χτύπησε φιλικά στη πλάτη. <<Τι έγινε Ζάχο; Σε τρελάναν οι γυναίκες με τις πίτες και το κουβεντολόι και ήρθες να ηρεμήσεις;>>. Ο νεαρός τον κοίταξε νευρικά και έμεινε σιωπηλός για λίγο. <<Ναι... Να μην είμαι στα πόδια τους>> απάντησε μέσα από τα δόντια του και κοίταξε τον Μιλτιάδη, που του ανταπέδωσε τη ματιά. <<Θα φάμε ωραία πίτα τουλάχιστον, οπότε μη παραπονιέσαι. Πιες τον καφέ σου και πας αργότερα>> τον συμβούλευσε ο Γιώργης και συνέχισε να μιλά με το Φανούρη για τις δουλειές τους. Στο καφενείο μπήκε μία ηλικιωμένη γυναίκα, κρατώντας ένα καλάθι με αυγά. Η Ευφημία Λαζαρίδου ή αλλιώς κυρία-Μήτσα, ήταν ποντιακής καταγωγής, πρόσφυγας που μετά τον ξεριζωμό ήρθε να μείνει με την ξαδέλφη της στο Διαφάνι, μιας και δεν είχε κανέναν άλλον στο κόσμο. Πουλούσε αυγά, όμως στην πραγματικότητα, κέρδιζε τα προς το ζην με άλλον τρόπο. Είχε τη φήμη της μάντισσας και της χαρτορίχτρας. Ουρές έκαναν έξω από το σπίτι της, οι ευκολόπιστες γυναίκες, και όλες λέγαν πως είχε μεγάλο χάρισμα η γριά. Καλησπέρισε τους άντρες, που έπιναν τον καφέ ή το τσίπουρο τους και προχώρησε προς τη Βιολέτα για να αφήσει την πραμάτια της. <<Ο Λάμπρος πού είναι Μιλτιάδη;>> ρώτησε ο Προκόπης, και ο Γιώργης ο Σταμίρης ανακάθισε. Πολλές φορές του είχε μπει η σκέψη, μήπως η θυγατέρα του έβλεπε κρυφά τον Σεβαστό, που κάποτε της πήρε το μυαλό, μα ποτέ δεν του είχε δώσει δικαιώματα το κορίτσι πια. <<Σπίτι είναι, με το Γιάννο. Ήταν κουρασμένος από τη δουλειά και πλάγιασε λιγάκι>>. Η απάντηση ικανοποίησε τον Γιώργη, που συνέχισε την κουβέντα με τον Φανούρη. Η γερόντισσα έφυγε από το καφενείο, μα ο Μιλτιάδης παρατήρησε πως είχε ξεχάσει ένα μικρό μαύρο πορτοφολάκι στο τραπέζι του και σηκώθηκε να την προλάβει.

<<ΚΥΡΑ-ΜΗΤΣΑ>> της φώναξε και η γυναίκα σταμάτησε. <<Το ξέχασες>> της είπε και της έδωσε το πορτοφόλι. <<Να είσαι καλά Μιλτιάδη μου. Την ευχή μου να έχεις>> του απάντησε και άπλωσε το χέρι της να το πάρει. Στη θέαση της παλάμης του, η γυναίκα σκοτείνιασε. <<Τι έπαθες κυρά-Μήτσα; Γιατί χλώμιασες>> ρώτησε με περιέργεια. Η γυναίκα τον κοίταξε στα μάτια. <<Άσε το γιο σου να παντρευτεί, αυτή που ποθεί περισσότερο από κάθε άλλη στο κόσμο>>, <<Τι λες κυρά μου; Σου σάλεψε;>>, <<Μη βάζεις εμπόδια και άστον να την παντρευτεί>>, <<Κυρά-Μήτσα, αν είδες τον γιο μου με κάποια κοπέλα και...>>, <<Αν την πάρει, θα ζήσεις ευτυχισμένος ως τα βαθιά γεράματα. Η ζωή σου θα είναι γλυκιά, γεμάτη εγγόνια και χαρές. Καρπερή θα είναι η νύφη σου, θα σου χαρίσει κι εγγονούς, να δώσεις το όνομα σου>>, <<Δεν τα πιστεύω αυτά κυρά μου και ο Λάμπρος...>>, <<Αν δεν την πάρει, κακό μεγάλο θα βρει και τη δική σου φαμίλια και τη δική της. Με πόνο και δάκρυα θα γεμίσει το σπιτικό σου και αίμα αθώων θα χυθεί. Άστον να την πάρει και μη μπαίνεις εμπόδιο>>, <<Σε ευχαριστώ για την προειδοποίηση μα δεν τα πιστεύω αυτά>>, <<Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τον σταματήσεις. Είναι το γραφτό του. Αυτή τη γυναίκα θα στεφανωθεί, μα όσο πιο αργά το κάνει, τόσος μεγαλύτερος θα είναι ο πόνος που θα έρθει στη ζωή σου Μιλτιάδη. Όλοι θα βασανίζονται. Κι εσύ, κι ο γιος σου κι αυτή. Άκουσε με και δεν θα χάσεις>>. Η γυναίκα απομακρύνθηκε και ο άντρας έμεινε να την κοιτάει προβληματισμένος.

------------------------

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1958

<<Φύγε τώρα, σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ>>. Ο Λάμπρος την κοίταξε με απελπισία και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα, μα κάθε τόσο του έριχνε στα κλεφτά ματιές, καθώς ντυνότανε. Πρώτη φορά στη ζωή της, έβλεπε έναν άντρα γυμνό. Έφτασε 28 χρονών για να γνωρίσει τον έρωτα κι ακόμα κι αυτό, στη ζωή της έγινε με τον λάθος τρόπο. Ο δάσκαλος κούμπωνε βιαστικά, τα κουμπιά από το πουκάμισο του, γεμάτος νευρικότητα. Η Ελένη προσπαθούσε να αποφύγει να διασταυρωθούν τα βλέμματα τους. Σήκωσε ελαφριά την κουβέρτα και κοίταξε από κάτω. Η μικρή στάμπα με αίμα, ήταν η απόδειξη πως πλέον την είχε κάνει γυναίκα. Όχι όμως όπως της υποσχέθηκε πριν από εννέα χρόνια. Ο Λάμπρος ντύθηκε και την πλησίασε δειλά. <<Αντίο>> ψέλλισε, χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια. Εκείνος έκατσε δίπλα της και σήκωσε το πρόσωπο της με το δάχτυλο του. <<Κοίταξε με>> της είπε. <<Φύγε Λάμπρο. Μη το κάνεις πιο δύσκολο>>, <<Δεν είναι δύσκολο>>, <<Είναι! Είσαι παντρεμένος με μία γυναίκα που σε αγάπαει και σε νοιάζεται>>, <<Δεν την αγαπάω εγώ>>, <<Τότε να μην την παντρευόσουν! Το έκανες και τώρα βρες τρόπο να την αγαπήσεις>> του είπε με νεύρο και τα μάτια της έγιναν υγρά. Εκείνος πλησίασε τα χείλη της και τη φίλησε μαλακά. <<Ήταν... Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου απόψε. Ξέρω... Ξέρω πως σου είχα υποσχεθεί να γίνει αλλιώς όμως...>>, <<Πολλά μου υποσχέθηκες και τίποτα δεν τήρησες. Αυτό ήταν το λιγότερο. Παρόλα αυτά, εγώ ακόμα και σε αυτό, το κράτησα το λόγο μου. Σου είπα πως δεν θα με αγγίξει κανένας άλλος και όπως είδες, δεν με άγγιξε κανείς>>. Ο δάσκαλος έκλεισε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια του. <<Το ξέρω ζωή μου, το ξέρω. Εσύ δεν φταις σε τίποτα. Εγώ φέρθηκα ανόητα αλλά τελείωσε. Δεν θα σε ξαναφήσω. Δεν θα ξαναείμαστε ποτέ χώρια και θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να κάνουμε τα όνειρα μας πραγματικότητα, έστω και αργά>>, <<Σταμάτα!>>, <<Εσύ είσαι η μοναδική για μένα. Δεν μπορεί, δεν θέλω, να υπάρξει άλλη>>, <<ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΑΜΠΡΟ ΟΜΩΣ! ΦΥΓΕ, ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ, ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΗΡΕΜΗΣΩ. ΞΕΧΝΑ ΟΤΙ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΠΡΟΧΩΡΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ>> ξέσπασε η Ελένη. Ο άντρας άφησε το πρόσωπο της και της έπιασε τρυφερά τα χέρια. <<Σε έκανα δική μου. Σε έκανα γυναίκα. Δεν μπορώ να το ξεχάσω και ζω για την στιγμή που θα γίνει ξανά. Ίσως και στη ρεματιά, όπως είχαμε υποσχεθεί τότε. Θυμάσαι; Σ' αγαπάω Λενιώ μου. Μέχρι να πεθάνω θα στο λέω>>. Η Ελένη τον κοίταξε αυστηρά. <<Δεν θα ξαναγίνει ποτέ. Έχεις γυναίκα να πλαγιάζεις. Εγώ δεν είμαι γυναίκα σου. Εκείνη θα γίνει μάνα των παιδιών σου, όχι έγω>>, <<Όχι>>, <<Αυτή Λάμπρο. Εγώ μόνο για ερωμένη σου κάνω και δεν πρόκειται να γίνω>>, <<Εσύ είσαι η γυναίκα μου κι εσύ θα γίνεις η μάνα των παιδιών μου, το ξέρω! Μόνο εσύ!>>

----------------

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1971

<<ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΠΕΣΕΙΣ, ΘΑ ΠΑΜΕ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΘΑ ΜΠΕΙΣ ΤΙΜΩΡΙΑ!>> φώναξε η Ελένη στην κόρη της που έτρεχε με φόρα, στο δρομάκι που οδηγούσε στη ρεματιά. Η Ευγενία, την ακολουθούσε πιο ήρεμα. Εκείνη και ο Λάμπρος κατέβηκαν τελευταίοι, κι ο άντρας τη βοήθησε με το ύψωμα. Η κοιλιά της είχε φουσκώσει ελαφρά. Η μέρα ήταν πολλή ζεστή και τα κορίτσια έβγαλαν τα παπούτσια τους και άρχισαν να παίζουν με το νερό. <<Θα βραχούν>> έκανε ο Λάμπρος. <<Ε καλά. Δεν είναι από ζάχαρη. Ζέστη έχει. ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΡΟΣΕΧΤΕ!>> φώναξε κι έκατσαν κάτω από τη σκιά ενός δέντρου.  Ο δάσκαλος την κοίταξε αυστηρά. <<Δεν προσέχεις Ελένη. Θα στα ψάλω. Πάλι στα χωράφια σε βρήκα με τα παιδιά!>>, <<Αφού ο γιατρός είπε να περπατάω, γιατί γκρινιάζεις;>> τον ρώτησε παιχνιδιάρικα.  <<Να περπατάς! Είπε ο γιατρός να γυρνάς όλη μέρα τον κάμπο; Με δουλεύεις Λενιώ; Εσύ δεν κάθεσαι. Μου φαίνεται ξέχασες πως είσαι έγκυος>> της απάντησε νευρικά.Πέρασε τα χέρια του στην κοιλιά της και εκείνη ξάπλωσε στο στέρνο του. <<Αφού έχω πολύ καλή εγκυμοσύνη, ούτε που την έχω καταλάβει. Αν δεν είχα καθυστέρηση, θα πίστευα πως πάχυνα επειδή τρώω το βράδυ καμιά σοκολατίτσα που αφήνουν οι μικρές>>. Γέλασαν και οι δύο και ο Λάμπρος τη φίλησε στα χείλη παθιασμένα και στράφηκε στην κοιλιά της. <<Σε κουράζει η μαμά πριγκίπισσα μου; Θα τη μαλώσω εγώ και θα κάτσει στα αυγά της>>. Η Ελένη ξεφύσηξε με απελπισία. <<Δεν θέλω να σε πικράνω αλλά για ακόμη μία φορά θα σου πω, πως το παιδί μάλλον είναι αγόρι. Καμία σχέση το πως είμαι τώρα με την εγκυμοσύνη της Βαλεντίνης>>. Ο άντρας έσφιξε μέσα στα χέρια του και τη φίλησε ξανά. <<Η Βαλεντίνη είναι ζόρικη και σε ταλαιπώρησε. Η μικρή μου Βιολέτα θα είναι ήσυχη, σαν την Ευγενία μας>>, <<Μην τον ακούς τον πατέρα σου Μιλτιάδη μου. Χωρατά κάνει. Δεν του χρειάζεται τέταρτη γυναίκα μες το σπίτι, θα χαρεί και με σένα που θα είσαι σερνικός>> είπε η Ελένη περιπαιχτικά στην κοιλιά της, σαν να απευθύνεται στο παιδί. Κοίταξαν λίγο τα κορίτσια που έπαιζαν με το νερό κι η Ελένη αναστέναξε. <<Ακόμα αγχώνεσαι, έτσι;>> τη ρώτησε τρυφερά ο Λάμπρος. <<Ναι.. Αρκετά. Αν ήμουν νέα, δεν θα με πείραζε. Και 4ο παιδί ακόμα. Όμως τώρα...>>. Εκείνος τη φίλησε απαλά. <<Περιττό να πω, για ακόμα μία φορά, ότι είναι λάθος να σκέφτεσαι έτσι. Ο Θεός μας έστειλε έναν άγγελο ακόμα>>, <<Ο Θεός ή το μέρος έκανε το θαύμα του; Αποφάσισε>> τον πείραξε γελώντας. Εκείνος έριξε μια ματιά στα κορίτσια, που κυνηγούσαν ένα βατράχι και βεβαιώθηκε πως βρίσκονται μακριά. Τύλιξε το χέρι του γύρω από το σβέρκο της και κόλλησε το μέτωπο του, στο δικό της. <<Όσα χρόνια έλειπα μακριά σου, πάντα σκεφτόμουν τον εαυτό μου, να γυρίζει εδώ, σ' αυτό το μέρος κι εσύ, να με περιμένεις. Χωρίς να σε έχω ειδοποιήσει, χωρίς να το ξέρεις, μα αυτό σκεφτόμουν. Πως επέστρεφα και σε έβρισκα εδώ. Και μετά πως σε έκανα δική μου, ξανά και ξανά. Πως σε έκανα γυναίκα>> της ψιθύρισε κι ένα πονηρό γελάκι ξέφυγε από τα χείλη της. <<Για αυτό πιστεύω πως μας χρωστούσε αυτό το μέρος. Ίσως ήταν γραφτό να μείνεις εδώ έγκυος. Ίσως από τότε...>>.  Έμειναν για λίγο αγκαλιασμένοι δίπλα στο ρέμα και ο Λάμπρος ένιωσε ένα τράνταγμα στο χέρι του, που ακουμπούσε πάνω στη Λενιώ. <<Λάμπρο... το κατάλαβες; Κλώτσησε το παιδί>> του είπε και τα μάτια της έγιναν υγρά. Εκείνος έσκυψε πάλι μπροστά της και τη φίλησε μαλακά. <<Καρδούλα μου... Πριγκίπισσα μου μικρή...>>, <<Γι' αυτό κλώτσησε το παιδί. Γιος θα είναι και θύμωσε που τον λογαριάζεις πριγκίπισσα>>. Ο άντρας ανασηκώθηκε. <<Όρεξη για χωρατά έχεις Σταμίρη, ε;>> τη ρώτησε κι έπειτα τη φίλησε παθιασμένα. <<Λες να μου έχει κι αυτή αδυναμία;>>, <<Άλλο κακό, να μην μας βρει. Να την έχω κι αυτή να ζητάει όλη μέρα το μπαμπούνη της και να μην μπορώ να την κάνω καλά με τίποτα;>> του απάντησε και ο δάσκαλος γέλασε. <<Πάντως δεν μπορείς να πεις, την εκπλήρωσα την υπόσχεση που σου έδωσα. Μπορεί να μην έγινε αυτό που έπρεπε εδώ, σου έκανα όμως ένα παιδί ακόμα>>. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της στον λαιμό του. <<Έτσι ήταν το γραφτό μας κι έτσι έγινε>>, <<Το πιστεύεις;>>, <<Ναι Λάμπρο. Χάσαμε πολλά χρόνια και πονέσαμε πάρα πολύ και οι δύο. Όμως στο τέλος τα καταφέραμε και έχουμε δύο παιδιά και ένα που θα έρθει σε λίγο. Εμένα μου αρκούν αυτά, έστω και με καθυστέρηση>>. Ο άντρας την έκλεισε στην αγκαλιά του. <<Σ' αγαπάω Λενιώ μου. Είσαι η ανάσα μου. Σ' αγαπάω μέχρι τα αστέρια και πίσω>>.

Continue Reading

You'll Also Like

664 87 18
Καθηγητής × Μαθήτρια ~~~ Ο κύριος Αλεξίου, μαθηματικός του πανεπιστημίου Πειραιώς, έχει τη φήμη ότι δεν καταδέχεται κανέναν, πόσο μάλλον την ατέλεια...
61.9K 4.2K 28
Τι θα γίνει όταν το crush σου παντρεύεται την αδερφή σου και μένεις μαζί τους στο ίδιο σπίτι;;😏 (ΜΟΥ ΑΝΉΚΕΙ ΜΌΝΟ Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΌΧΙ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΕΣ ΚΑΙ ΤΑ...
2.6K 70 3
1.5M 38.6K 102
[Ολοκληρωμένη] Η Τέσσα Γιάνγκ είναι μια δεκαοχτάχρονη μαθήτρια που ζει μια απλή ζωή. Έχει καλούς βαθμούς και ένα γλυκό αγόρι. Προσχεδιάζει τα πάντα...