Ευγενία

By angry_bird24

66.1K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

Ο ΚΩΣΤΑΣ

847 21 10
By angry_bird24


Ιούλιος 1983

Ξημέρωσε ακόμα μία ζεστή μέρα στο Διαφάνι και η ρουτίνα στο σπίτι, δεν έλεγε να σπάσει. Η Ελένη μαγείρευε και η Ευγενία τη βοηθούσε στις δουλειές, σκουπίζοντας το σαλόνι. <<Δεν θα φύγεις;>> ρώτησε τη μητέρα της με ένα τόνο αγωνίας. <<Ε να τελειώσω το φαί. Θες να φύγω;>> της απάντησε χαμογελώντας πονηρά. <<Τι λες καλέ μαμά; Απλώς, αν μένεις για το φαί, άστο και θα το βγάλω εγώ. Δεν χρειάζεται να κάθεσαι από πάνω>>. Η Λενιώ έκλεισε την κατσαρόλα και έβγαλε τη ποδιά της. <<Σε μισή ώρα, κλείστο. Θα είναι έτοιμο>> της έδωσε οδηγίες και πήγε προς τη κάμαρη των κοριτσιών. <<Άστες μαμά μου, τι της θες;>>. Η γυναίκα την κοίταξε αυστηρά. <<09:30 έχει πάει η ώρα. Τεμπέλες δεν θέλω. Αν είναι να τις έχω να κοιμούνται ως το μεσημέρι, καλύτερα να τις στείλω στο παρασκευαστήριο, να βοηθάνε και στα τουρσιά>>. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο, έκατσε δίπλα στην Βιολέτα, που κοιμόταν και της έδωσε ένα φιλί στο λαιμό. <<Ξύπνα λουλουδάκι μου, έλα. Πέρασε η ώρα>>. Το κορίτσι σήκωσε τα χέρια του και έκλεισε την Ελένη στην αγκαλιά της, που τη φίλησε παιχνιδιάρικα στη μύτη. <<Βαλεντινάκι κι εσύ κόρη μου. Έλα, φτάνει ο ύπνος>>, <<Αμάν μωρέ μαμά, τι μας βασανίζεις καλοκαιριάτικα;>>, <<Σηκωθείτε γιατί δεν θέλω καβγάδες πρωί-πρωί. Η Ευγενία δουλειές κάνει από το πρωί>>, <<Η Ευγενία ξυπνάει με τις κότες, λες και την περιμένει ο νονός να πάνε στο περιβόλι>> απάντησε με ειρωνεία η Βαλεντίνη. <<Λοιπόν φεύγω. Τα λέμε το μεσημέρι>> τους είπε και έφυγε από το σπίτι.

Η Ευγενία κοιτούσε από το παράθυρο, μέχρι να δει τη κούρσα της μητέρας της να απομακρύνεται και έτρεξε κατευθείαν στο τηλέφωνο. <<Καλημέρα κυρία Χαρίκλεια, τι κάνετε;>> ρώτησε ευγενικά. <<Καλά κι εγώ, δόξα τω Θεώ. Ο Κώστας; Είναι εκεί ή έφυγε για τη δουλειά; Τι; Πότε; Όχι δεν μου είπε κάτι. Ε ναι, θα το ξέχασε. Σας ευχαριστώ πολύ. Καλημέρα και πάλι>> είπε και κατέβασε το ακουστικό προβληματισμένη. Από το δωμάτιο, βγήκε η μεσαία αδελφή της, που φορούσε ένα παλιό σορτσάκι κι ένα φαρδύ t-shirt. Δεν ήταν πια το κοριτσάκι με τις μακριές μαύρες μπούκλες. Το κορμί της είχε σχηματιστεί, είχε καμπύλες και το μαλλί της ήταν πιο κοντό και κατσαρό, όπως επίτασσε η μόδα της εποχής. Η σταρένια επιδερμίδα, είχε πάρει ένα σοκολατί χρώμα από τον ήλιο και όσοι την έβλεπαν να κυκλοφορεί στη Λάρισα, πίστευαν πως γύρισε από διακοπές σε κάποιο ελληνικό νησί. <<Τι την πιάνει κάθε πρωί να μας ξυπνάει. Έχει χάρη που με περιμένει ο Νέστορας. Η μικρή ξανακοιμήθηκε, σιγά μη σηκωθεί. Τι έχεις εσύ;>> ρώτησε νυσταγμένα την Ευγενία, που καθόταν στο τραπέζι προβληματισμένη και ούτε άκουγε τι έλεγε. <<Ε; Άσε με και πάω να σκάσω>>, <<Γιατί καλέ πρωί πρωί; Σου λείπει ο Κωστάκης;>>. Η Βαλεντίνη γέλασε μα η αδελφή της, την κοίταξε αυστηρά. <<Πήρα σπίτι του για να μιλήσουμε όπως κάθε μέρα και η μάνα του μου είπε πως έφυγε για τη Θεσσαλονίκη>>, <<Έφυγε; Καλά έτσι; Δεν στο είπε;>>, <<Όχι σου λέω και χτες το απόγευμα μιλήσαμε>>. Η Βαλεντίνη της έπιασε το χέρι τρυφερά. <<Μη πάει το μυαλό σου σε περίεργα πράγματα βρε Τζενάκι. Λες να μην ήξερε πως θα το μάθεις; Κάτι έκτακτο θα έγινε>>, <<Μη μου λες τέτοια, τι έκτακτο; Λες να έπαθε τίποτα ο ξάδελφος του, ο Άγγελος;>>, <<Δεν θα το ήξερε η μάνα του;>>, <<Μπορεί να μην ήθελε να την ανησυχήσει>>, <<Καλά, κακώς σκας. Μόλις φτάσει και βρει τηλέφωνο, θα καλέσει αυτός και θα μας λυθεί η απορία. Βρε Τζενάκι, δεν μου κάνεις έναν καφέ; Έλα, εγώ που σ' αγαπάω>>. Το κορίτσι κούνησε καταφατικά το κεφάλι και η αδελφή της την αγκάλιασε τρυφερά.

Μια παλιά κούρσα σταμάτησε, μπροστά στην ταμπέλα που έγραφε ΔΙΑΦΑΝΙ έξω από το χωριό και ο νεαρός Κώστας Ιακωβίδης κατέβηκε χαρούμενος που βρήκε τελικά το δρόμο και έφτασε μυστικά, στο χωριό της αγαπημένης του. Σίγουρα όποιον και να ρώταγε, θα ήξερε το σπίτι του δασκάλου, δεν ήθελε όμως να εκθέσει την Ευγενία που πάντα ήταν σοβαρή και μετρημένη. Το μυαλό του έπαιρνε χίλιες στροφές και προσπαθούσε να σκεφτεί τι να κάνει. <<Καλημέρα πατριώτη>> είπε σε έναν περαστικό που τον κοιτούσε περίεργα. <<Καλημέρα>> χαιρέτησε ευγενικά ο κύριος. <<Νομίζω χάθηκα. Εδώ είναι το Διαφάνι;>>, <<Ναι, τι ψάχνεις;>>, <<Κώστας>> είπε και του άπλωσε το χέρι. <<Φανούρης>> απάντησε ο άντρας και ο Κώστας πάγωσε. <<Φανούρης; Φτου σου γκαντεμιά, ο νονός της Βαλεντίνης. Έπρεπε να τον καταλάβω. Τον έχω δει και σε φωτογραφία>> σκέφτηκε και προσπάθησε να δείξει όσο πιο ψύχραιμος μπορούσε. <<Τύρναβο πάω. Έχω έρθει σωστά;>>, <<Όλο ευθεία θα πας και μετά την διασταύρωση έχει ταμπέλες. Δεν θα χαθείς>>, <<Χίλια ευχαριστώ>> απάντησε ο νεαρός κι έφυγε βιαστικά.

Οδηγούσε στους χωματόδρομους γύρω από το χωριό, προσπαθώντας να βρει το σπίτι με τις έξι λεύκες, μα ήταν μάταιος κόπος. Πάρκαρε σε ένα άνοιγμα του δρόμου και άρχισε να περπατάει κάτω από τον καυτό ήλιο και να χαζεύει τις μεγάλες εκτάσεις του κάμπου, όταν συνάντησε έναν νεαρό που περπατούσε αδιάφορα. <<Με συγχωρείς...>> του φώναξε ο Κώστας. <<Συγχωρεμένος>> απάντησε κεφάτα. <<Να κάνω μια ερώτηση, εμπιστευτική;>>, <<Και δεν κάνεις;>>, <<Ξέρεις πού είναι το σπίτι του δασκάλου;>>, <<Του κυρ-Λάμπρου; Τι το θες;>>, <<Τι να σου λέω κι εσένα τώρα... Τον θέλω κάτι>>, <<Στα χωράφια θα είναι τέτοια ώρα αλλά σιγά μην τον βρεις>>, <<Εμ αυτό θέλω κι εγώ! Μπορείς να μου πεις ποιο είναι το σπίτι του;>>, <<Ποιος είσαι ρε φίλε;>>, <<Τον θέλω κάτι. Πες μου έστω πού είναι το παρασκευαστήριο με τα τουρσιά>>. Ο νεαρός έβαλε τα γέλια. <<Ποια ψάχνεις;>>, <<Ε;>>, <<Την Ευγενία; Σιγά μη θες τον δάσκαλο. Μόνο μη μου πεις τη Βαλεντίνη γιατί θα πλακωθούμε>>, <<Όχι ρε φίλε, τι να πλακωθούμε. Την Ευγενία θέλω>>, <<Ο Κωστάκης ο Σαλονικιός είσαι;>>, <<Με ξέρεις;>>, <<Στην ίδια μοίρα είμαστε αδελφέ. Νέστορα με λένε, αν με έχεις ακουστά>>, <<Της μικρής;>>, <<Ε όχι δα. Της μεσαίας. Θα σε πάω, αλλά πρόσεχε. Εκεί δαγκώνουν. Μη σε δει η μάνα της, σε βλέπω λίπασμα για τα μαρούλια>>. Ο Κώστας κατάπιε το σάλιο του και τον κοίταξε με τρόμο. <<Κομμάτια να γίνει. Πήγαινε με εσύ και θα την βρω εγώ την άκρη>>.

Σε αναμένα κάρβουνα καθόταν το κορίτσι και η ώρα είχε περάσει αρκετά. Η Ελένη επέστρεψε από τα χωράφια και έκατσε να κάνει μερικά τηλέφωνα, αγχώνοντας ακόμα περισσότερο την Ευγενία. <<Μου λες που είναι η αδελφή σου;>>, <<Ωχ βρε μαμά. Σου είπα. Πετάχτηκε στην Φιλίτσα>>, <<Δουλειά δεν έχει αυτό το παλικάρι; Δεν βοηθάει τον παππού του στο σιδεράδικο υποτίθεται; Κι άσε τις δικαιολογίες για τη Φιλίτσα, την είδα>>. Η Ευγενία της χαμογέλασε πονηρά. <<Πήρε από σένα>>. Η Ελένη της ανταπέδωσε το γέλιο. <<Λες να μην το ξέρω; Γιατί νομίζεις πως κάνω τα στραβά μάτια; Αλλά μην της το πεις. Άσε να έχει το φόβο μου>>. Το κορίτσι έβαλε τα γέλια. <<Είναι καλό παιδί ο Νέστορας. Κι είναι από μωρά μαζί>>, <<Καλός είναι αλλά είναι μικρή. Δεν λέω, κι εγώ είχα φλερτ με τον πατέρα σου στην ηλικία τους αλλά ήταν άλλες οι εποχές. Να τελειώσει το σχολείο, να σπουδάσει κι αν όταν τελειώσει τον θέλει ακόμα, με την ευχή μου. Προς το παρόν, μετρημένα πράγματα>>, <<Και να σου πω... Έτσι έκανες κι εσύ με το μπαμπά;>>. Η Λενιώ της χαμογέλασε πάλι πονηρά. <<Χειρότερα. Δούλευε ο μακαρίτης ο παππούς κι έλειπε όλη μέρα από το σπίτι. Μόλις έριχνε το σήμα ο πατέρας σου, εξαφανιζόμουν εγώ>>, <<Και; Δεν έτυχε να σας δει ποτέ ο παππούς;>>, <<Όχι ευτυχώς. Στο ρέμα που με ξεμονάχιαζε ο πατέρας σου, θα με έπνιγε ο Σταμίρης. Μια φορά μας είδε ο παππούς ο Μιλτιάδης, μα δεν είπε τίποτα>>, <<Και... είχατε κάνει τίποτα;>>. Η Ελένη την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. <<ΤΙ ΡΩΤΑΣ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ; ΔΕ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ; Όχι φυσικά. Με σεβόταν>>. Η Ευγενια κατέβασε το βλέμμα ντροπιασμένη και η Ελένη την κοίταξε με τρόμο. <<Τι; Μη μου πεις ότι έχει κάνει η μικρή. Δεν θα το αντέξω!>>, <<Όχι καλέ μαμά. Μια ερώτηση έκανα. Συγνώμη>>, <<Ελπίζω>> της απάντησε αγχωμένα. Η Ευγενία προσπάθησε να αλλάξει θέμα και έπαιξε με το στυλό που κρατούσε η μητέρα της. <<Πάντως τυχερή ήσουν που δεν σε είδε ποτέ ο παππούς. Πέρα από την αντίδραση του, θα ήταν και κάπως άβολο>>, <<Και τώρα που το λες, κρύος ιδρώτας με λούζει. Άσε που δεν ήξερε τίποτα. Ο ουρανός στο κεφάλι θα του ερχόταν>>, <<Είναι κι ο μπαμπάς ερωτιάρης...>>, <<Ευγενία σαν πολλά δεν μας είπες σήμερα; Άντε στη κάμαρη σου, να πάρω κανένα τηλέφωνο κι άσε τα σχόλια>>. Το κορίτσι έφυγε γελώντας.

Έφτασε στο χωριατόσπιτο ο Κώστας και κατάλαβε αμέσως πως ήρθε σωστά. Έξι λεύκες στεκόντουσαν μπροστά του. Τρεις είχε φυτέψει ο παππούς της Ευγενίας, ο Γιώργης για τις κόρες του κι άλλες τρεις, ο πατέρας της, ο Λάμπρος Σεβαστός. Μαζί και οι τρεις κούνιες που έφτιαξε ο μπαμπάς τους και ο θείος τους ο Κωνσταντής για κάθε μία ξεχωριστά. Χάζεψε λίγο το μέρος, μέχρι που διέκρινε ένα όμορφο κορίτσι να στέκεται δίπλα από το κοτέτσι. Είχε καρέ μαλλί και φορούσε ροζ μπλουζάκι με ασορτι κολάν. Ήξερε πολύ καλά ποια είναι, μα την πλησίασε δειλά. Το κοριτσάκι τάιζε δύο μικρά κουνελάκια που είχε βγάλει μέσα από το κλουβί τους. <<Καλησπέρα>> είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε και το παιδί σηκώθηκε απότομα. <<Σε τρόμαξα;>>, <<Όχι>>, <<Είσαι η Βιολέτα;>>. Το κοριτσάκι χαμογέλασε. <<Εσείς ποιος είστε;>>, <<Ε μη μου μιλάς στο πληθυντικό. Δεν ξέρεις ποιος είμαι;>>. Η Βιολέτα γούρλωσε τα μάτια της. <<Ο Κώστας; Ο φίλος της Ευγενίας μας;>>, <<Ατσίδα είσαι>>, <<Το ξέρει ότι ήρθατε;>>, <<Όχι. Ήρθα να της κάνω έκπληξη αλλά δεν θέλω να με δουν οι γονείς σου>>. Το παιδί σκέφτηκε για λίγο. <<Καλύτερα να πάτε στο ξέφωτο, εδώ παρακάτω, πίσω από τον μεγάλο τον θάμνο και θα της πω εγώ να έρθει εκεί. Να μην σας δει η μαμά>>, <<Δεν είπαμε όχι πληθυντικός;>>. Η Βιολέτα του χαμογέλασε γλυκά. <<Ωραία κουνελάκια>> της είπε καλοσυνάτα. <<Ο νονός μου, ο Κωνσταντής, μου τα πήρε αλλά της μαμάς δεν της άρεσαν. Είπε θα γεννήσουν και δεν θα έχουμε πού να τα βάλουμε>>. Ο Κώστας γέλασε. <<Και πώς τα λένε;>>, <<Λάμπρο και Λενιώ. Γιατί όλο φιλιούνται, σαν το μπαμπά και τη μαμά>>. Ο νεαρός έβαλε τα γέλια και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. <<Είσαι πολύ γλυκιά. Όπως σε περιέγραψε η αδελφή σου>>, <<Η Ευγενία είναι η καλύτερη αδελφή του κόσμο. Όλα εκείνη τα κάνει για να μη κουραζόμαστε εμείς και φωνάζει η μαμά>>. Ο Κώστας χαμογέλασε. <<Φεύγω να μη με δει κανείς. Θα της πεις να έρθει, ε;>>. Το κοριτσάκι κούνησε το κεφάλι καταφατικά και τον παρατηρούσε να φεύγει από τον κήπο.

<<ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΤΖΕΝΗ;>> ρώτησε λαχανιασμένα η Βιολέτα, μπαίνοντας φουριόζα στο σπίτι. <<Κόλλησες κι εσύ με το Τζένη; Μέσα είναι, τι τη θες;>>. Το κορίτσι την αγνόησε και μπήκε στη κάμαρη, κλείνοντας τη πόρτα πίσω της. Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι της Ευγενίας, που διάβαζε ένα βιβλίο. <<Τι έγινε καλέ;>>, <<Ήρθε!>>, <<Ποιος παιδί μου;>>, <<Ο Κώστας! Ήρθε να σε βρει>>, <<ΤΙ;>>, <<Ήταν στην αυλή, μα του είπα να πάει να κρυφτεί στον μεγάλο τον θάμνο για να μην τον δει ο μπαμπάς!>>. Η Ευγενία σηκώθηκε ταραγμένη. <<Καλά... πώς ήρθε; Χριστέ μου, τι θα κάνω;>>, <<Σε περιμένει. Να πας να τον βρεις!>>, <<Και τι θα πούμε στη μαμά; Τρελάθηκες;>> ψιθύρισε στη μικρή. <<Θα της πω πως σε ζήτησε η Αργυρούλα και πήγες πέντε λεπτά να σου πει κάτι>>, <<Και μετά;>>, <<Μετά πες μια δικαιολογία και φύγε. Πες ότι πας στη Λάρισα, στην Ευτυχία. Και θα τη πάρει η Βαλεντίνη στο τηλέφωνο να σε καλύψει>>.

<<Πετάγομαι σε μια δουλειά, δεν θα αργήσω>> είπε η Ευγενία και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι, πριν προλάβει η Ελένη να μιλήσει. Η Βιολέτα βγήκε δειλά από τη κάμαρη. <<Πού πάει έτσι; Τι της είπες;>>, <<Ήρθε η Αργυρούλα και ήθελε να της πει κάτι. Θα γυρίσει σε 10 λεπτά>>, <<Είναι εδώ η Αργυρώ; Για κάτσε να της δώσω κάτι για τη μάνα της>> είπε η Λενιώ κι έκανε να σηκωθεί, μα η Βιολέτα τη σταμάτησε. <<Δεν είναι εδώ. Λίγο παρακάτω τη περιμένει>>, <<Και γιατί δεν περίμενε στην αυλή;>>, <<Εεε... Ήθελε κάτι να της πει>>, <<Και στην αυλή θα τις ενοχλούσαμε;>>, <<Ήταν... Ήταν μυστικό>>. Η Ελένη της έκανε νόημα να πάει κοντά της, την τράβηξε μαλακά να κάτσει πάνω στα πόδια της και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. <<Δεν έχουμε πει ότι στη μαμά δεν λέμε ψέματα; Τι έγινε Βιολέτα; Πού πήγε η αδελφή σου;>>, <<Την αλήθεια σου λέω καλέ μαμά>> της απάντησε το κορίτσι, με χαμηλωμένο το βλέμμα και η Λενιώ την φίλησε ξανά. <<Καλά. Μη μου λες. Θα μάθω εγώ>>.

Περίμενε ανυπόμονα στη σκιά του μεγάλου θάμνου, ο Κώστας την άφιξη της Ευγενίας. Η ανυπομονησία τον έκανε να κουνά νευρικά το πόδι του. Σκέφτηκε να ανάψει ένα τσιγάρο, μα φοβήθηκε μη φτάσει το κορίτσι πριν το τελειώσει. Λίγες στιγμές αργότερα, την άκουσε από μακριά να τρέχει στον χωματόδρομο κι έπειτα την είδε να πηγαίνει κοντά του. Φορούσε μία κοντή τζιν φούστα με ένα λευκό μπλουζάκι και πάνινα παπούτσια. Τα μαλλιά της, μακρία και ξανθά, όπως πάντα, ήταν πιασμένα σε μία ψηλή αλογοουρά που άφηνε το πορσελάνινο πρόσωπο της με τα μπλε μάτια να φαίνεται καλύτερα. Έπεσε στην αγκαλιά του και ο άντρας τη σήκωσε ψηλά και την έκανε δυο στροφές στον αέρα. <<Κορίτσι μου! Άγγελε μου!>> της είπε κι εκείνη τον έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά της. Την άφησε να πατήσει στο έδαφος και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της φιλώντας την παθιασμένα. <<Τι έκανες; Έχεις τρελαθεί; Αν μας δει κανά μάτι, θα βουίξει η Θεσσαλία>>, <<Ένα μήνα έχω να σε δω μάτια μου. Τι να έκανα; Να περίμενα ακόμα ένα μήνα μέχρι να γυρίσεις στη Θεσσαλονίκη;>>. Το κορίτσι έκλεισε με τα χέρια της το πρόσωπο του και τον φίλησε ξανά. <<Μου λειψες>> ψέλισσε ο νεαρός μέσα στα φιλιά τους. <<Κι εμένα>> του απάντησε ξέπνοα εκείνη. <<Βρες τρόπο να φύγεις, να πάμε στη Λάρισα>>, <<Κάτι θα κάνω αλλά πρέπει να προσέχουμε. Δεν θέλω να μας δουν οι γονείς μου>>, <<Άντε πάλι. 1.5 χρόνο είμαστε μαζί κορίτσι μου, πότε θα τους το πεις;>>, <<Μην αρχίζεις. Είπαμε, όταν τελειώσω το πανεπιστήμιο. Δεν μπορείς να κάνεις υπομονή ένα χρόνο; Η μάνα μου ξέρεις πόσο τον περίμενε τον πατέρα μου; Και ζούσαν και χώρια>>, <<Σωστά. Έχουμε και τον έρωτα-πρότυπο>>, <<Έλα μη γκρινιάζεις>> του είπε παιχνιδιάρικα και τον φίλησε ξανά ενώ εκείνος τράβηξε το κορμί της πιο κοντά στο δικό του. <<Βρες μια δικαιολογία και στις 15:00 θα σε περιμένω έξω από το χωριό>>.

Μάζευε η Ελένη το τραπέζι με τη Βαλεντίνη και ο Λάμπρος χάζευε ένα βιβλίο με ασκήσεις και προβλήματα για το καλοκαίρι, μαζί με την Βιολέτα. <<Τα έλυσες;>>, <<Ναι αλλά θέλω να τα δεις>>, <<Το απόγευμα που θα γυρίσουμε, τώρα δεν έχω μυαλό. Λενιώ μου δεν πάμε; Θέλω να γυρίσω σπίτι νωρίς>>. Η γυναίκα τον κοίταξε νευρικά. <<Ακόμα δεν φάγαμε, θα πάμε στα χωράφια να μας φάει ο ήλιος; Δεν ξαπλώνεις λίγο και πάμε μετά>>, <<Ξέχασε το. Έχω δουλειά. Πάω στο περιβόλι και έλα μετά να με βρεις στη δυτική πλευρά. Έχουμε να δούμε τι θα κάνουμε με τους εργάτες>> της απάντησε και έφυγε βιαστικά. <<Βιολέτα τις κότες τις τάισες;>> ρώτησε η Ελένη και η μικρή έγνεψε αρνητικά. <<Θα το πω πολλές φορές; Άντε πήγαινε τώρα γιατί άμα φύγω, θα πιάσετε τη τηλεόραση και τα περιοδικά και πάλι ατάιστες θα μείνουν>>. Το κοριτσάκι έφυγε μουτρωμένο για το κοτέτσι και η γυναίκα τράβηξε από το χέρι τη Βαλεντίνη. <<Και τώρα λέγε, ήρθε ο Κώστας;>>. Η μεσαία κόρη της αναστέναξε και την κοίταξε στα μάτια. <<Τι με ρωτάς;>>, <<Και το πα η φαρμακόγλωσσα, θα μας κουβαληθεί στο χωριό ο γαμπρός>>, <<Πού το κατάλαβες ότι ήρθε;>>, <<Εσένα περίμενα κόρη μου, να μου το πεις. Δεν είδα πώς έφυγε η αδελφή σου και πως γύρισε; Και με τη μπουκιά στο στόμα, έτρεξε γιατί περίμενε η Ευτυχία>>. Το κορίτσι την αγκάλιασε γλυκά. <<Μαμά... Μη με δώσεις, δεν θα μου ξαναμιλήσει ποτέ η Ευγενία. Εγώ στο είπα γιατί σε είχε πιάσει πανικός ποιος είναι και τι είναι. Ξέρω πόσο αδυναμία της έχεις>>, <<Σε καμία δεν έχω αδυναμία>>, <<Καλά εντάξει, με έπεισες>>, <<Δεν θα της πω τίποτα αλλά πιάστην και πες της να μας τον γνωρίσει. Παρατράβηξε το αστείο Βαλεντίνη>>, <<Σιγά μην τον φέρει. Την ξέρεις τώρα>>, <<Εσύ έχεις πείσμα. Θα την πείσεις>>, <<Άδικος κόπος>>. Η Ελένη ξεφύσηξε νευρικά. <<ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ. Και προσοχή, ε; Μη μάθει τίποτα ο πατέρας σου, εντάξει; Δε χρειάζεται>>, <<Για χαζή με έχεις;>>.

Η κούρσα του Κώστα σταμάτησε έξω από ένα μικρό πανδοχείο στο κέντρο της Λάρισας και η Ευγενία βγήκε διστακτικά. <<Εδώ θα μείνεις;>> τον ρώτησε με απορία. <<Μια χαρά είναι για ένα βράδυ. Αύριο φεύγω άλλωστε, δεν μπορώ να κάτσω>>. Μπήκαν μέσα και ο νεαρός χαιρέτησε τον ρεσεψιονίστ με ένα νεύμα, πριν ανέβουν στο δωμάτιο που βρισκόταν στον πρώτο όροφο. Το κορίτσι μπήκε μέσα δειλά και εκείνος την ακολούθησε και κλείδωσε την πόρτα. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο με ένα διπλό κρεβάτι και ένα τραπέζι με δύο καρέκλες. Ο Κώστας άφησε το κλειδί στο κομοδίνο και την φίλησε παθιασμένα στα χείλη. <<Μου έλειψες>> της είπε ψιθυριστά. <<Κι εμένα. Πολύ>> απάντησε εκείνη. <<Μου έλειψε το κορμί σου. Η μυρωδιά σου. Τα μάτια σου>> της είπε στο αυτί και πέρασε τα χέρια του γύρω από τον κορμό της και σήκωσε μαλακά τη μπλούζα της. Έκανε κι εκείνη το ίδιο με τη δική του κι έπειτα ακούμπησε τα χείλη της στο στέρνο του. Ο Κώστας την ξάπλωσε ήρεμα στο κρεβάτι και τη φίλησε στο λαιμό και το στήθος. <<Δεν ξέρεις πως περιμένω να γυρίσεις στη Θεσσαλονίκη>>, <<Στο σπίτι μας...>> του είπε εκείνη γλυκά. <<Στο κρεβάτι μας. Να σε κρατάω αγκαλιά κάθε βράδυ>>. Η Ευγενία χαμογέλασε και τον τράβηξε ξανά πάνω της. <<Υπομονή. Προς το παρόν, είμαστε εδώ>> του είπε πονηρά κι εκείνος κατέβασε σιγά-σιγά τις ράντες από τον στηθόδεσμο της.

<<Άλλους δέκα τουλάχιστον>> είπε ο Φανούρης. <<Θα βρούμε; Οι γαμπροί μου δεν έχουν αφήσει εργάτη για εργάτη>> απάντησε η Ελένη, <<Έχω βρει μερικούς αλλά δεν φτάνουν. Θα δούμε τι θα κάνουμε>>. Ο Λάμπρος περπατούσε δίπλα τους, χωρίς να μιλά και η Λενιώ παρατήρησε πως ήταν χλωμός. <<Λάμπρο μου είσαι καλά;>>, <<Καλά είμαι. Λίγο κουρασμένος>>, <<Να γυρίσουμε σπίτι. Είσαι άσπρος, ανησυχώ>>, <<Μείνε εσύ, θα πάω μόνος μου. Δεν χρειάζεται να έρθεις>>, <<Πάρε την κούρσα>>, <<Τη χρειάζεσαι Λενιώ μου. Δεν θα γυρίσετε όλο το κάμπο με τα πόδια. Δεν είμαστε άλλωστε μακριά>>. Η Ελένη τον αγκάλιασε. <<Να μην έρθω κι εγώ καλύτερα; Θα με φάει η αγωνία>>. Ο δάσκαλος τη φίλησε πεταχτά στα χείλη. <<Καλά είμαι. Θα ξαπλώσω και όταν έρθεις, μίλα μου>>, <<Καλά. Πες στις τσούπρες να κάνουν ησυχία. Μην αρχίσουν τα μαλώματα>>. Της χαμογέλασε και πήρε το δρόμο για το σπίτι.

Το αυτοκίνητο του Κώστα σταμάτησε στον χωματόδρομο πλάι από το σπίτι της Ευγενίας και οι δυο τους αντάλλαξαν ένα παθιασμένο φιλί. <<Βρες μια δικαιολογία για το βράδυ>>, <<Τι να πω αγάπη μου;>>, <<Πες πως σε κάλεσε η Ευτυχία κάπου. Δεν ξέρω τι θα πεις. Στην ανάγκη ας έρθει να σε πάρει>>, <<Δεν μπορώ να της ζητήσω κάτι τέτοιο>>, <<Χαρά στο κόπο. Όταν έρχεται στη Θεσσαλονίκη, τη γυρνάμε παντού. Θα της την βγάλουμε την υποχρέωση μην ανησυχείς>>. Το κορίτσι τον φίλησε ξανά. <<Θα δω τι θα κάνω>>. Εκείνος άπλωσε τα χέρια του πάνω στο κορμί της. <<Αν δεν μου τηλεφωνήσεις, θα σε κλέψω. Δεν σε χόρτασα μάτια μου, μη με αγνοείς>> της είπε και κόλλησε το σώμα του στο δικό της. Τη φιλούσε παθιασμένα ξανά και ξανά και ρουφούσε τον μαλακό λαιμό της. <<Η μυρωδιά σου, με τρελαίνει>> της ψιθύρισε και το κορίτσι αναρρίγησε και τον έσπρωξε από πάνω της. <<Θα μας δουν, σταμάτα>>, <<Φύγε γιατί δεν ξέρω αν μπορώ να σταματήσω>> της απάντησε και η Ευγενία του έδωσε ένα τελευταίο πεταχτώ φιλί, πριν βγει από το αμάξι. Βγήκε χαμογελώντας, μα το χαμόγελο πάγωσε. Ο Λάμπρος στεκόταν λίγα μέτρα παρακάτω και είχε δει όλες τις διαχυτικοτήτες των δύο νέων. <<ΜΠΑΜΠΑ>>

Continue Reading

You'll Also Like

140K 9.3K 92
Μην κρίνεις το βιβλίο απ'τον τίτλο:) Δεν θα κάνω spoiler, βάλτο στην βιβλιοθήκη σου και πάτα ανάγνωση. Ελπίζω να σου αρέσει:3
311 25 2
Σύντομες ιστορίες, εμπνευσμένες από τους χαρακτήρες της τηλεοπτικής σειράς "Η Μάγισσα". Οι χαρακτήρες δεν μου ανήκουν. AUs του αγαπημένου μας Ξένου...
601 47 6
Στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας ο Γέρακας και η καρδιά λαβώνονται από αγάπη.
14.4K 777 35
"Θα ήταν καλύτερα εάν δε γυρνούσες στην ζωή μου" "Σκότωσε με τότε!" "Δεν μπορώ" Ιταλική Μαφία... Valentina De Luca ή όπως την αποκαλούν Val. "Πριγκίπ...