Ευγενία

By angry_bird24

66.4K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

Ο ΚΑΒΓΑΣ

1K 24 5
By angry_bird24

Δεκέμβριος 1981

Το Λούνα Παρκ δίπλα στο Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο της Θεσσαλονίκης, ήταν σημείο συνάντησης μικρών και μεγάλων. Εκείνο το απόγευμα, μια παρέα φοιτητών περνούσε ανέμελες στιγμές, παίζοντας σε παιχνίδια και τρώγοντας ποπ κορν και μαλλί της γριάς. <<Έλα, αφού σου είπα τον θέλω εκείνο τον αρκούδο>> είπε παρακαλετά ένα μελαγχρινό κορίτσι στο αγόρι της, που γέλασε και έβγαλε μερικά ψιλά από τη τσέπη. Ο γκριζομάλλης κύριος του έδωσε ένα όπλο και του εξήγησε πως έπρεπε να πετύχει 3 από τα 5 ποτήρια που στεκόντουσαν απέναντι για να κερδίσει τον καφέ αρκούδο που λαχταρούσε η αγαπημένη του. <<Παιχνιδάκι για μωρά>> σκέφτηκε και έριξε άτσαλα με το πιστόλι. Κανένα ποτήρι δεν έσπασε και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας ξέσπασαν σε κοροϊδευτικά γέλια. <<Σας είπε μωρέ κανένας πως ξέρω από πιστόλια; Ψευτοπράγματα. Κι εσύ τι τον θες τον αρκούδο, κοτζάμ γαϊδούρα; Έχεις εμένα άλλωστε>> είπε στη κοπέλα του, που τον κοίταξε νευριασμένα. <<Χαρά στα μούτρα!>> απάντησε νευρικά. Η Ευγενία, που ήταν κι αυτή καλεσμένη της Ρίτας για την αποψινή βόλτα, πλησίασε τον γκριζομάλλη ντροπαλά αλλά με θράσσος. <<Αν ρίξω και τα 5 ποτήρια, θα μου δώσετε δύο αρκούδους;>> ρώτησε καλοσυνάτα και οι υπόλοιποι της παρέας έκαναν ένα ταυτόχρονο επιφώνημα. <<Δεν είναι εύκολο κοπελιά. Τα λεφτά σου θα χάσεις. Μικρό κορίτσι, τι ξέρεις από όπλα;>>, <<Θα δοκιμάσω>>. Ο άντρας της έδωσε το όπλο κι εκείνη έβγαλε μερικά ψιλά από το πορτοφόλι της. <<Αν όμως δεν πετύχεις 5, μα λίγοτερα, δεν θα πάρεις κανέναν. Πάει το στοίχημα;>>. Η Ευγενία χαμογέλασε και σήκωσε το όπλο. Σιωπή έπεσε από παντού και όλοι περίμεναν να ρίξει τις βολές. Το κορίτσι πήρε το χρόνο του και κοίταξε τα ποτήρια στο βάθος. Πέντε βολές έπεσαν και ταυτόχρονα ακούστηκαν τα γυαλιά που έσπαγαν από τα ποτήρια που έπεφταν στο πάτωμα. Πήρε λίγα δευτερόλεπτα στη παρέα να συνειδητοποιήσει τι έγινε κι έπειτα ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. <<ΑΧ ΜΠΡΑΒΟ ΤΖΕΝΑΚΙ ΜΟΥ!>> τσίριξε η Ρίτα, καθώς έπαιρνε τον αρκούδο και ο γκριζομάλλης κύριος της έσφιξε το χέρι. <<Να ζήσεις κοπέλα μου. Γυναίκα τέτοιο στόχο, δεν πετυχαίνει ποτέ. Από πού είσαι; Δικιά μας;>>, <<Όχι, από Θεσσαλία>>, <<Ε ρε να ζήσει ο κάμπος, ο θεσσαλικός. Την ευχή μου. Να σε χαίρονται οι γονείς σου>>. Έγνεψε για να τον ευχαριστήσει η Ευγενία και πήρε αγκαλιά τον δεύτερο αρκούδο. <<Να σε φοβόμαστε δηλαδή;>>. Το κορίτσι γύρισε και είδε έναν όμορφο νεαρό, που δεν είχαν συστηθεί να τη πλησιάζει χαμογελώντας. <<Δεν χρειάζεται νομίζω>> του απάντησε ντροπαλά. <<Ε πώς; Για να ξέρεις να ρίχνεις έτσι, σίγουρα έχεις δικό σου πιστόλι>>. Συνέχισαν να περπατούν και εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο. <<Στα χωριά όλοι ξέρουν από όπλα. Κι εμένα η μητέρα μου με έμαθε>>, <<Α είναι οικογενειακό σας. Ρίχνει έτσι και η μαμά;>>, <<Καλύτερα. Αν ήταν εδώ, θα του είχε αδειάσει το μαγαζί από τα αρκουδάκια που θα κέρδιζε>>. Γέλασαν και οι δύο με το χωρατό κι εκείνος άπλωσε το χέρι του. <<Κώστας>>, <<Ευγενία>>, <<Όχι Τζένη;>>, <<Ευγενία με φωνάζουν σχεδόν όλοι>>, <<Το Τζένη θυμίζει την Καρέζη>>. Εκείνη έπνιξε ένα γέλιο. <<Σαν να ακούω την αδελφή μου. Τζένη με φωνάζει κι εκείνη γιατί της αρέσει η Καρέζη>>, <<Τζένη θα σε λέω κι εγώ τότε. Ο αρκούδος για ποιον είναι; Για σένα>>, <<Όχι, για την μικρή μου αδελφή>>, <<Που της αρέσει η Καρέζη>>, <<Αυτή είναι η μεσαία, η Βαλεντίνη. Έχω και μικρότερη, τη Βιολέτα>>, <<Όπλα, τρεις αδελφές, η μαμά που θα άδειαζε το μαγαζί. Λυπάμαι λίγο το μπαμπά να ξέρεις. Πρέπει να έχει αγιάσει με τόσες γυναίκες>>. Η Ευγενία γέλασε και πάλι.

<<Λοιπόν, σε λένε Ευγενία, σπουδάζεις φιλοσοφική, είσαι από το Διαφάνι, ο μπαμπάς δάσκαλος, η μαμά ασχολείται με τα χωράφια και έχεις δυο μικρότερες αδελφές. Καλά τα θυμάμαι;>> τη ρώτησε, καθώς περπατούσαν στη παραλία της Θεσσαλονίκης με κατεύθυνση προς τον λευκό πύργο. <<Ναι. Όλα σωστά>> απάντησε, σχεδόν κατακόκκινη. <<Ναι αλλα δεν μου λες κάτι για σένα>>, <<Στα είπα όλα. Σπουδάζω στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχω καμία συναρπαστική ζωή. Εσύ;>>, <<Εγώ σπουδάζω στο μαθηματικό και είμαι από τη Καβάλα. Το πατέρα μου τον έχασα μικρός, η μάνα μου έχει ξαναπαντρευτεί και μένω με τον ξάδελφο μου. Δουλεύω από δω κι από κει...>>, <<Τι δουλειά κάνεις;>>, <<Ότι θες. Γκαρσόνι, μεταφέρω δέματα με το μηχανάκι, σε χωράφια έχω δουλέψει...>>, <<Σε χωράφια;>> ρώτησε χαμογελώντας. <<Θα με εκτιμήσει η μαμά σου, ε;>>. Η Ευγενία χαμήλωσε το βλέμμα. <<Όποιον εργάζεται εκτιμά η μητέρα μου. Είτε στα χωράφια, είτε οπουδήποτε. Δεν μπορεί τους τεμπέληδες>>, <<Ταιριάζουμε με τη μαμά. Να μου τη γνωρίσεις>>. Η Ευγενία χαμογέλασε και συνέχισε να περπατά. <<Είναι αργά. Καλύτερα να γυρίσω>>, <<Από τώρα;>>, <<Ναι, έχω διάβασμα. Ευχαριστώ για τη βόλτα>>, <<Πάμε αύριο για ένα καφέ; Ε;>>. Το κορίτσι τον κοίταξε στενάχωρα. <<Γυρίζω στο χωριό μου για γιορτές αύριο. Τη νέα χρονιά, το κανονίζουμε>>. Εκείνος αναστέναξε. <<Δηλαδή δεν έχεις χρόνο ούτε για ένα καφέ; Έστω να σε πάω στο λεωφορείο>>, <<Έχω βαλίτσες. Δεν χωράνε στο μηχανάκι. Ευχαριστώ πάντως και καλά Χριστούγεννα. Ότι καλύτερο>> του απάντησε ευγενικά.

..............

<<ΚΩΣΤΑΣ;>> ρώτησε φωνάζοντας η Βαλεντίνη και η Ευγενία τη χτύπησε στο πόδι ελαφρά. <<Μη φωνάζεις! Και οι τοίχοι έχουν αυτιά εδώ μέσα>>, <<Τι λες μωρέ Τζένη; Χάζεψες; Οι δυο μας είμαστε. Λοιπόν λέγε, τι έγινε μετά;>>, <<Τι να έγινε;>>, <<Σε πήγε τελικά στο λεωφορείο; Ε λέγε ντε, μη με κρατάς σε αγωνία!>>. Η Ευγενία άφησε κάτω τον καφέ της και κοίταξε το τζάκι που τρεμόπαιζε, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα ο Λάμπρος, η Ελένη και η Βιολέτα. <<Καλησπέρα>> είπε καλοσυνάτα ο πατέρας τους και η Λενιώ τον κοίταξε αυστηρά. <<Πάω μέσα>> ανακοίνωσε η μικρή και μπήκε στην κάμαρη της. Η γυναίκα έβγαλε το παλτό τις και τις πλησίασε. <<Τι κάνετε εδώ;>>, <<Καφέ πίνουμε>> απάντησε η Ευγενία ντροπαλά. <<Α καφέ! Μπράβο. Εγώ έστειλα τον πατέρα σας, να σας φέρει και τις τρεις. Οι θείες σας είχαν κάνει τόσα πράγματα, συζητήσαμε τι θα κάνουμε τα Χριστούγεννα, περίμεναν μήνες να σε δουν κι εσείς κάθεστε εδώ και πίνετε καφέ;>>, <<Λενιώ μου...>>, <<Λάμπρο τις δικαιολογείς εδώ και ώρες, τώρα να μας πουν εκείνες γιατί δεν ήθελαν να έρθουν>>, <<Εγώ είχα διάβασμα>> απάντησε βαριεστημένα η Βαλεντίνη. <<Και σε πήρε ο πόνος; Τι διάβαζες παιδί μου παραμονές Χριστούγεννα; Να πάω στο γυμνάσιο να τους μαλώσω>>, <<Κι εγώ ήμουν κουρασμένη βρε μαμά μου. Θα πάω αύριο να τις δω>> συμπλήρωσε η Ευγενία. <<Το καλό που σας θέλω να πάτε αύριο το απόγευμα και οι δυο. Κι αυτά τα έχω διάβασμα, δεν τα πολυπιστεύω>>. Γύρισε η Λενιώ να φύγει και η Βαλεντίνη σηκώθηκε νευρικά από τη θέση της. <<Αύριο δεν γίνεται. Έχουμε κανονίσει>>, <<Τι έχετε κανονίσει;>> τη ρώτησε με περιέργεια. <<Θα βγούμε με την Ευτυχία>>, <<Εσύ τι δουλειά έχεις με μεγάλες κοπέλες;>>, <<Αν θες να ξέρεις, εμένα πήρε η Ευτυχία να ξεσηκώσω την αδελφή μου, που άμα έρχεται στο Διαφάνι, ξεχνάει να βγει από το σπίτι!>>, <<Η αδελφή σου έρχεται να δει την οικογένεια της. Άμα ήθελε συνέχεια βόλτες, καθόταν και στη Σαλονίκη. Και για να έχουμε καλό ερώτημα, πότε περίμενες να μας το πεις;>>. Η Βαλεντίνη την κοίταξε νευρικά. <<Δεν είμαστε μωρά πια, να μη μπορούμε να κάνουμε βήμα χωρίς να το ξέρεις. Δηλαδή πότε θα βγαίνουμε και δεν θα το ξέρεις; Όταν μας παντρέψεις; Αν είναι, να μου το πεις να το ξέρω>>, <<Βαλεντίνη...>> είπε ο Λάμπρος, μα η Ελένη τον διέκοψε. <<Όσο είστε μαθήτριες και μένετε εδώ μέσα, θα ξέρω που πάτε και πότε θα γυρίσετε, εντάξει; Και μη μου ξαναβγάλεις γλώσσα γιατί...>>, <<Θα μας κλειδώσεις στο σπίτι; Δεν βαρέθηκες να μας απειλείς; Εγώ βαρέθηκα>>. Το κορίτσι σταύρωσε τα χέρια και όλοι έμειναν αμίλητοι. Η Λενιώ πήρε το παλτό της και πήγε προς τη κάμαρη της. Πριν μπει μέσα, στράφηκε στην Ευγενία. <<Πήγαινε το πρωί στις θείες σου και το απόγευμα μπορείς να βγεις με την Ευτυχία>>, <<Μαμά μου...>> ψέλισε το κορίτσι μα η Ελένη την αγνόησε. <<Κι εγώ;>> ρώτησε η Βαλεντίνη. <<Εσύ δεν θα πας πουθενά. Όταν μάθεις να σέβεσαι, θα τα ξαναπούμε. Και μην τολμήσεις να πας μέσα και να φωνάξεις στη μικρή πάνω στα νεύρα σου, θα ξαναβγείς όταν σε παντρέψω. Στο λέω για να το ξέρεις>> είπε με ειρωνεία η Λενιώ και το κορίτσι έφυγε για την κάμαρη εκνευρισμένη.

Ο Λάμπρος μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και κοίταξε την Ελένη που κούμπωνε βιαστικά τη ζακέτα της. Την αγκάλιασε από τη μέση και της χάιδεψε τρυφέρα τη πλάτη, φιλώντας τη στον ώμο. <<Κουβέντα μη μου πεις>> έκανε νευρικά. <<Δε μίλησα ζωή μου>> απάντησε και πέρασε τα χέρια του γύρω από τη κοιλιά της. <<Τι λάθος κάναμε με αυτό το παιδί; Μου λες;>>, <<Κανένα λάθος δεν κάναμε. Εφηβεία περνάει. Είχε ήδη έναν δυναμικό χαρακτήρα και μία έντονη προσωπικότητα, οπότε μας δυσκολεύει>>. Η γυναίκα γύρισε και κλείστηκε στην αγκαλιά του. <<Κουράστηκα Λάμπρο. Κουράστηκα να έχω τόσα πράγματα στο κεφάλι μου>>. Εκείνος την έσφιξε πάνω στο σώμα του. <<Τρία παιδιά και τόσα χωράφια, το παρασκευαστήριο... Γιατί δεν κάθεσαι σπίτι μερικές μέρες να ξεκουραστείς;>>, <<Να πεθάνω θες;>>. Ο άντρας γέλασε. <<Δεν αντέχεις Σταμίρη να κάθεσαι και μετά παραπονιέσαι πως κουράζεσαι>>. Τη φίλησε τρυφερά και έπειτα παθιασμένα, περνώντας τα χέρια του μέσα από τη ζακέτα της και ακουμπώντας το δέρμα της με τα δάχτυλα του. Η Ελένη τραβήχτηκε. <<Δεν πιστεύω να με καλοπιάνεις για την αδυναμία σου. Είναι τιμωρημένη>>. Ο Λάμπρος χαμογέλασε και την φίλησε ξανά. <<Άλλο τα παιδιά, άλλο εμείς>>. Τη τράβηξε στην αγκαλιά του και την κόλλησε στη πόρτα της ντουλάπας. Εκείνη τραβήχτηκε ξανά. <<Είσαι με τα καλά σου; Ξύπνιες είναι κι οι τρεις>>, <<Έχουν μούτρα τώρα, δεν μας μιλάνε>> της απάντησε γελώντας και τη φίλησε παιχνιδιάρικα στο λαιμό.

<<Τι κατάφερες; Μου λες; Σιγά μη σε αφήσει να έρθεις>> είπε η Ευγενία στη Βαλεντίνη που καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια στο κρεβάτι της εκνευρισμένη. <<Εγώ πολύ χάρηκα. Καλά να πάθεις>> έκανε εύθυμα η Βιολέτα και το κορίτσι της πέταξε ένα μαξιλάρι, που εκείνη απέφυγε κάνοντας στο πλάι. <<Ως πότε θα μας φέρετε σα μωρά; Μεγαλώσαμε>>, <<Δε μεγάλωσες και τόσο κυρά μου που να μην δίνεις αναφορά. Εδώ εμένα με παίρνει κάθε βράδυ στη Θεσσαλονίκη να δει αν είμαι σπίτι>>, <<ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΣΗΚΩΝΕΙΣ! Εσύ την έχεις χαλάσει, το ξέρεις; Της έκανες πάντα τα χατίρια, έφυγες και τώρα περιμένει από μας>>, <<Εγώ της τα κάνω και δεν μου λέει ποτέ όχι>> απάντησε χαμογελώντας η Βιολέτα και της πέταξε ακόμα ένα μαξιλάρι. <<Γλειφτρόνι!>> της φώναξε και το κορίτσι έβγαλε τη γλώσσα της κοροϊδευτικά. Ο Λάμπρος χτύπησε τη πόρτα της κάμαρης και μπήκε μέσα, πλησιάζοντας το κρεβάτι της Βαλεντίνης κι έκατσε δίπλα της. Εκείνη ξάπλωσε, ακουμπώντας το κεφάλι της στα πόδια του και ο πατέρας της της χάιδεψε τα μαλλιά τρυφέρα. <<Γιατί κοριτσάκι μου; Τι πράγματα είναι αυτά; Έτσι σας μάθαμε εμείς; Να πας να ζητήσεις συγνώμη από τη μάνα σου>>, <<Δεν πάω! Δεν κάναμε και κανένα έγκλημα που δεν ήρθαμε στους θείους>>, <<Ναι αλλά της μίλησες πολύ άσχημα. Πάντα σε δικαιολογώ αλλά τώρα δεν έχεις δίκιο. Έλα μάτια μου, έκανα προσπάθεια για να την ηρεμήσω. Πες της συγνώμη και εγώ θα την πάρω με το καλό να σε αφήσει να πας στην Ευτυχία>> της ειπε και την φίλησε στο κεφάλι. Η Ελένη μπήκε στο δωμάτιο και κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Ναι καλόπιασε τη, τη πριγκίπισσα που τη στεναχωρήσαμε>>. Η Βαλεντίνη σηκώθηκε μα ο Λάμπρος της έσφιξε το χέρι για να μην μιλήσει. <<Ευγενία εμείς φάγαμε. Αν θέλετε να φάτε, έχει μπιφτέκια>> είπε η Λενιώ. <<ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΕΙΝΑΩ!>> της φώναξε η Βαλεντίνη. <<Καλόν ύπνο τότε>> της απάντησε η μητέρα της και βγήκε από τη κάμαρη.

<<Ούτε πρωινό έφαγε>> είπε η Ελένη στην Ευγενία που μάζευε το τραπέζι. <<Είπε άργησε για το σχολείο>>. Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της ειρωνικά. Το κορίτσι άφησε τα πιάτα δίπλα στο νεροχύτη και χαμογέλασε στη μητέρα της γλυκά. <<Πήγαινε στα χωράφια, θα τα πλύνω εγώ>> της είπε καλοσυνάτα και η Λενιώ την αγκάλιασε. <<Έρχεσαι να κάνεις διακοπές, να ξεκουραστείς από τα διαβάσματα και μας βρίσκεις συνέχεια ανάστατους. Ούτε να σε χαρώ δεν πρόλαβα με τα καμώματα της αδελφής σου>> της είπε και χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά. <<Θα με χαρείς βρε μαμά. Σώθηκαν οι μέρες; Μη στεναχωριέσαι>>. Η Ευγενία βάλθηκε να πλένει τα πιάτα και η Λενιώ την κοιτούσε επίμονα. <<Σαν διαφορετική μου ήρθες αυτή τη φορά. Συμβαίνει κάτι;>> ρώτησε και το κορίτσι απέφυγε να την κοιτάξει στα μάτια. <<Τι να συμβαίνει βρε μαμά; Όλα τα ίδια>>. Η Ελένη την πλησίασε και την έκλεισε στην αγκαλιά της. <<Σίγουρα; Εγώ σε διαβάζω μόνο που με κοιτάς. Όλα τα ίδια;>>. Το κορίτσι έγνεψε καταφατικά. <<Θα πας στα χωράφια τελικά;>> ρώτησε, προσπαθώντας να αλλάξει θέμα. <<Θα πάω, γίνεται να μην πάω; Ήρθε ο ανιψιός του συγχωρεμένου του Παναγούλα από την Αθήνα, που κληρονόμησε τα πέντε στρέμματα δίπλα στα δικά μας. Λέω να τα αγοράσω>>, <<Κι άλλα χωράφια βρε μαμά;>>, <<Η γη, Ευγενία, δεν χάνει την αξία της. Με αυτά τα χωράφια σας μεγάλωσαμε με όλα τα καλά. Προίκα σας θα είναι>>, <<Για σένα το λέω. Πόσα θα κουμπαντάρεις; Ο μπαμπάς έχει το σχολείο, κουράζεσαι πολύ>>, <<Να μη νοιάζεσαι, όλα τα προλαβαίνει η μάνα σου. Σάμπως εγώ τα οργώνω; Τέλος πάντων. Πες στη Δρόσω, θα της τηλεφωνήσω το απόγευμα, εντάξει;>>.

Έκατσαν όλοι μαζί να φάνε το μεσημέρι και κανένας δεν έβγαζε κουβέντα από το στόμα του. Η Ελένη τις κοιτούσε νευρικά και ανάσαινε βαριά, τρώγοντας ανόρεκτα. Η Βαλεντίνη κατέβαζε τις μπουκιές όσο πιο αργά μπορούσε και απέφευγε την οπτική επαφή με τη μητέρα της. <<Μεθαύριο έχουμε τη γιορτή, θα έρθετε έτσι;>> ρώτησε ο Λάμπρος για να σπάσει τον πάγο. <<Δεν θα δούμε το λουλουδάκι μας;>> απάντησε η Ευγενία και χάιδεψε το μάγουλο της μικρής. <<Εγώ δεν ξέρω. Αναλόγως, αν θα είμαι τιμωρημένη>> είπε με ειρωνεία η Βαλεντίνη και η Λενιώ την κοίταξε αυστηρά. <<Καρδιά μου, σε παρακαλώ...>> της είπε ο άντρας, κι εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι. Συνέχισαν για ώρα αμίλητοι το φαγητό τους, μέχρι που η Ελένη ξερόβηξε και κοίτα την Ευγενία. <<Τι ώρα θα πας στην Ευτυχία, Ευγενία;>>. Η Βαλεντίνη έσφιξε με δύναμη το πιρούνι της και γύρισε το βλέμμα στην αδελφή της, που της έκλεισε το μάτι συνωμοτικά. <<Δεν θα πάω. Μόλις φάμε, θα τη πάρω να το ακυρώσω>>, <<Γιατί;>>, <<Θα κανονίσουμε άλλη φορά>> απάντησε αδιάφορα και η Λενιώ ξεφύσηξε. <<Τι ώρα είναι το ραντεβού;>>, <<Στις 17:00>>, <<Μάλιστα>>. Η Ελένη κατέβασε ακόμα μία μπουκιά και κάρφωσε το βλέμμα στη μεσαία κόρη της, που της ανταπέδωσε τη ματιά με τα μαύρα μάτια της. <<Δεν μοιάζει τόσο στο Λάμπρο τελικά>> σκέφτηκε η Λενιώ, που αγαπούσε πάντα την, γεμάτη αγάπη, ματιά του άντρα της. <<Τελειώστε με το φαγητό και άντε να ντυθείτε. Και οι δύο>>. Η Βαλεντίνη την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. <<Και οι δύο; Κι εγώ;>>. Όλοι κοιτούσαν την Ελένη σαν να περίμεναν να τους ανακοινώσει κάτι σημαντικό. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. <<Κι εσύ>> απάντησε κακόκεφα και το κορίτσι πετάχτηκε πάνω και έτρεξε προς το μέρος της, αγκαλιάζοντας την από το λαιμό. <<Αχ μανούλα μου, σ' ευχαριστώ!!!>> της είπε και της έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο. <<Ναι, ναι. Καλά. Άμα σου κάνω τα χατίρια, θυμάσαι πως έχεις μάνα>>. Η Βαλεντίνη την αγκάλιασε ξανά. <<Μαμά...>> έκανε η μικρή και η Λενιώ ανακάθισε. <<Πρόσεχε τι θα πεις>>, <<Να πάω κι εγώ στην Ανέτα;>>. Η γυναίκα γύρισε το βλέμμα της στον Λάμπρο που την κοίταξε χαμογελώντας. <<Ε αφού θα φύγουν οι μεγάλες, κρίμα είναι να μείνει μόνη της>>. Η Λενιώ ξεφύσηξε απελπισμένα. <<Φύγε κι εσύ, να δω τι θα καταλάβεις. Και για να έχουμε καλό ερώτημα, πώς θα πάτε στη Λάρισα;>>, <<Θα μας πάει ο μπαμπάς>> απάντησε με θράσσος η Βαλεντίνη. <<ΠΟΤΕ ΤΟ ΕΙΠΑΜΕ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΘΥΜΑΜΑΙ;>> ρώτησε νευρικά η Ελένη. <<Το λέμε τώρα. Έλα μπαμπούνη μου, θα μας αφήσεις να πάρουμε λεωφορείο; Θα μας πάει ο μπαμπάς και θα μας φέρει με τη κούρσα της η Ευτυχία>>, <<Θα σας πάω. Ετοιμαστείτε, να αφήσουμε και τη Βιολέτα>>. Η Βαλεντίνη τον φίλησε πεταχτά και έφυγε για την κάμαρη, ενώ την ακολούθησαν και οι αδελφές της, χαρούμενες για το κατόρθωμα τους.

Έμεινε μόνη η Ελένη, να μαζέψει το τραπέζι, να πλύνει τα πιάτα κι έπειτα έκατσε κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, πάνω σε ένα μεγάλο μαξιλάρι, που συνήθιζαν το βράδυ να κάθονται η Βιολέτα με την Ευγενία. Η ησυχία που είχε το σπίτι, την ενοχλούσε και ένιωσε μια περίεργη μοναξιά, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Λάμπρος. Την πλησίασε χαμογελαστός κι έκατσε δίπλα της, τυλίγοντας την με τα χέρια του. Εκείνη έγυρε στον ώμο του και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. <<Ντάξει; Όλες ευχαριστημένες>>, <<Μπράβο ζωή μου. Δεν ήθελα χρονιάρες μέρες να είμαστε έτσι>>, <<Μεγάλωσαν οι κόρες μας και άντε να τις μαζέψεις. Ακόμα και η μικρή ξεπετάχτηκε>>, <<Μικρές θα μένανε Λενιώ μου; Καλά παιδιά έχουμε, μη γκρινιάζεις. Σεβαστικές είναι και μας ακούνε>>, <<Ναι, ειδικά η μεσαία, τι να σου πω>>, <<Κι η Βαλεντίνη μας ακούει. Απλώς είναι πιο εκρηκτική>>. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και τη φίλησε στο λαιμό. Η Λενιώ γύρισε το πρόσωπο της και ένιωθε την ανάσα του. Εκείνος κόλλησε το μάγουλο του στο δικό της και την χάιδεψε τρυφέρα. <<Θυμάσαι, τα πρώτα Χριστούγεννα που ήμασταν εδώ; Μόλις είχαν φύγει οι αδελφές σου με τον Σέργιο, κι ήμασταν μόνοι στο σπίτι. Καθόμασταν με τις ώρες κάτω από το δέντρο, πίναμε και κανένα κρασάκι...>>. Η Ελένη γέλασε και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. <<Ε την επόμενη χρονιά, είχαμε την Ευγενία μας, ήσουν έγκυος, μετά και τις δύο...>> συμπλήρωσε ο δάσκαλος, με έναν τόνο νοσταλγίας. <<Θυμάσαι τι χαρά έκανε, τα πρώτα Χριστούγεννα που την είχαμε πάρει; Έβαζε τα δώρα κάτω από το δέντρο, για τα ανοίξει όλα μαζί. Δεν χωράγαμε να περάσουμε στο τέλος από τα πακέτα>> τον ρώτησε η Λενιώ. <<Όλα τα θυμάμαι. Χαιρόντουσαν πολύ>>, <<Τώρα γυρνάνε έξω, μεγάλωσαν...>>. Ο Λάμπρος τη φίλησε παθιασμένα. <<Ίσως ήρθε ο καιρός, να χαρώ κι εγώ πάλι τη γυναίκα μου, όπως τότε, που ήμασταν νιόπαντροι>>. Την ξάπλωσε μαλακά πάνω στο μαξιλάρι και τη φίλησε στο στέρνο. Χαμήλωσε τα χείλη του, ανοίγοντας ταυτόχρονα τα κουμπιά από τη ζακέτα της, μέχρι που την άνοιξε τελείως. <<Αυτό ήταν μέσα στις σκέψεις για τα πρώτα μας Χριστούγεννα;>> τον ρώτησε πονηρά. <<Έτσι δεν κάναμε κάθε βράδυ;>> της απάντησε, χαιδεύοντας το στήθος της. Η Ελένη τύλιξε τα χέρια της από τον λαίμο του και τον τράβηξε πάνω της, δαγκώνοντας τα χείλη του. <<Σε θέλω πολύ>> του ψιθύρισε κι εκείνος πέρασε το χέρι του κάτω από τη φούστα της και τράβηξε με δύναμη το εσώρουχο της. Έπειτα την τράβηξε πάνω του και ξεκούμπωσε τη ζώνη από το παντελόνι του. Η γυναίκα τύλιξε το κορμί της γύρω από το δικο του και ανασήκωσε το κορμό της για να βυθιστεί μέσα της. Έβγαλε έναν αναστεναγμό κι ύστερα τα κορμιά τους άρχισαν να πάλλονται, γεμάτα ένταση και πάθος, σαν εκείνο το παλιό καιρό, μπροστά στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Η Ευτυχία, έπιασε με ένα λάστιχο, τα κατακκόκκινα καλοχτενισμένα μαλλιά της, πίσω από το κεφάλι της και άναψε ένα τσιγάρο. Ήταν μία πανέμορφη κοπέλα, γεμάτη χυμούς και ντυμένη κομψά. Είχε σπουδάσει νομικά στην Αθήνα και ήδη εργαζόταν σαν ασκούμενη δικηγόρος, στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα της, Μιχάλη Σαράφη, που σκόπευε να βγει σύντομα στη σύνταξη. <<Αυτά;>> ρώτησε αδιάφορα. <<Ε ναι>> απάντησε η Ευγενία, χαμηλώνοντας το βλέμμα. <<Κάτι δεν μας λες Τζενάκι>> είπε, τραβώντας μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της. <<ΑΥΤΟ ΤΗΣ ΛΕΩ ΚΙ ΕΓΩ ΑΠΟ ΧΤΕΣ!!>> έκανε νευρικά η Βαλεντίνη και η αδελφή της, τη κοίταξε αυστηρά. <<Σας τα είπα. Τι θέλετε μωρέ;>>, <<Δηλαδή του είπες όχι και μείνατε εκεί>>, <<Εεε. Ας πούμε>>, <<Δεν έχει ας πούμε. Μίλα χριστιανή μου! Με το τσιγκέλι θα στα βγάλω;>>. Το κορίτσι έστρεψε το βλέμμα στη Βαλεντίνη, που την κοιτούσε γεμάτη αγωνία. <<Έτσι και μιλήσεις σε κανέναν, δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ!>>, <<Σ' ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό, δεν θα πω λέξη>>, <<Ο παπά-Γρηγόρης λέει να μην ορκιζόμαστε>>, <<Δεν φοβάμαι τίποτα γιατί δεν πρόκειται να μιλήσω. Λέγε όμως, γιατί σκάω από περιέργεια!>>

.....

Ο Κώστας κοίταζε το μικρό σαλονάκι στο φοιτητικό διαμέρισμα της Ευγενίας. Το μάτι του έπεσε σε μία μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία, που βρισκόταν πάνω σε μία μικρή ραφιέρα, γεμάτη με βιβλία. Την έπιασε και την περιεργάστηκε. Ήταν τα γενέθλια της μεσαίας αδελφή της, της Βαλεντίνης, που στεκόταν μπροστά από μία μεγάλη τούρτα, στην αυλή του σπιτιού της. Δίπλα της, από τα δεξιά, ήταν η Ευγενία, σαν νεράιδα μέσα στο λευκό φόρεμα της. Από τα αριστερά, ήταν η μικρότερη αδελφή της, η Βιολέτα, με μία μακριά πλεξίδα ενώ όρθιοι από πάνω τους, στεκόντουσαν οι γονείς τους, ο Λάμπρος και η Ελένη, που τις αγκάλιαζαν χαρούμενοι. <<Τη φωτογραφία κοιτάς;>>. Η φωνή του κοριτσιού, τον τρόμαξε και άφησε την κορνίζα στη θέση της. <<Με συγχωρείς, έπεσε το μάτι μου. Είσαι έτοιμη;>>. Εκείνη του έγνεψε θετικά και τον πλησίασε. <<Μόλις είχα δώσει πανελλήνιες και περίμενα αποτελέσματα>> εξήγησε, δείχνοντας του πάλι τη φωτογραφία. <<Σας καμάρωνα. Ξέρεις εγώ, δεν είχα ποτέ μεγάλη οικογένεια, δεμένη, χαρούμενη κι όταν βλέπω τέτοιες οικογένειες, τις χαζεύω>>. Το κορίτσι χαμήλωσε το βλέμμα λυπημένα. <<Δεν στο πα για να στεναχωρηθείς. Ξέρω πως δεν με καταλαβαίνεις και...>>, <<Σε καταλαβαίνω>> του απάντησε αυθόρμητα η Ευγενία. <<Ε πώς; Εσείς είστε πόσες αδελφές, οι γονείς σου είναι αγαπημένοι>>, <<Πού το ξέρεις;>> τον ρώτησε με περιέργεια. <<Φαίνεται. Φαίνονται δηλαδή αγαπημένο ζευγαρι>>, <<Και μεγάλος έρωτας. Αγιάτρευτος>> του είπε χαμογελώντας. <<Αλήθεια; Ούτε από αυτό έχουμε. Με προξενιό παντρεύτηκαν οι δικοί μου και ήταν και 20 χρόνια μεγαλύτερος ο πατέρας μου>>. Έμειναν για μερικές στιγμές αμίλητοι, σε αμηχανία. <<Πάμε;>> ρώτησε η Ευγενία. <<Ναι φυσικά>>, <<Το αμάξι πού το βρήκες;>>, <<Του ξαδέλφου μου είναι. Μου το δανείζει καμιά φορά. Οι βαλίτσες σου;>>

Έφτασαν μπροστά στο λεωφορείο που έγραφε ΛΑΡΙΣΑ και ο Κώστας βόλεψε τις βαλίτσες της στον αποθηκευτικό χώρο. Στάθηκαν δίπλα στο όχημα και κοιτάχτηκαν για λίγο. <<Ευχαριστώ πολύ. Δεν ήταν ανάγκη να μπεις σε τόσο κόπο>>, <<Μην το ξαναπείς, σιγά τον κόπο>>, <<Ε μην το λες. Όσο να ναι... Καλά Χριστούγεννα>> του είπε και άπλωσε το χέρι της, για να τον χαιρετήσει με χειραψία. <<Θες... Θες να μου δώσεις το τηλέφωνο σου; Να σε πάρω για ευχές, να δω τι κάνεις...>>. Το κορίτσι μαγκώθηκε. <<Καλύτερα όχι. Δεν ξέρω ποιος θα το σηκώσει και...>>, <<Έχεις δίκιο. Συγνώμη, έχεις δίκιο. Τρεις κοπέλες, να τηλεφωνεί ένας άγνωστος. Κακώς το πρότεινα>>, <<Δεν πειράζει. Ευχαριστώ για τη σκέψη>>. Ήθελε να φύγει, μα κάτι την κράταγε εκεί μπροστά του, να τον κοιτάζει αμήχανα με τα γαλάζια της μάτια, που τον κάρφωναν σαν μαχαίρι στη καρδιά. <<Όταν γυρίσεις... Αν θες δηλαδή, να βγούμε σε καμία ταβερνούλα, ε; Ξέρω κάτι καλές>>, <<Γιατί όχι;>> απάντησε εύθυμα το κορίτσι. <<Καλό ταξίδι>> της είπε, νιώθοντας πως την έφερνε σε δύσκολη θέση. <<Ευχαριστώ για όλα>>. Η Ευγενία τον πλησίασε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο, και τραβήχτηκε βιαστικά για να φύγει. Εκείνος την έπιασε από τον καρπό και τη σταμάτησε. Πλησίασε κοντά στο πρόσωπο της, τόσο που μπορούσε να δει το βαθύ μπλε των ματιών της και ακούμπησε μαλακά τα χείλη του στα δικά της. Η Ευγενία έμεινε εκεί και τότε ο νεαρός, που κατάλαβε πως ήθελε κι εκείνη, τη φίλησε παθιασμένα, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από μέση της. Ανταπέδωσε το φιλί του κι ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο στέρνο του, καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Η κόρνα από το λεωφορείο, τους έκανε να σταματήσουν απότομα και η Ευγενία κατέβασε ντροπιασμένη το βλέμμα της. Εκείνος της σήκωσε το πρόσωπο με το δάχτυλο του και της έβαλε στη τσέπη ένα χαρτάκι. <<Το τηλέφωνο μου. Την ημέρα που θα επιστρέφεις, πάρε με να έρθω να σε πάρω. Εντάξει;>>. Το κορίτσι χαμογέλασε δειλά κι ο Κώστας τη φίλησε ακόμα μία φορά, απαλά στα χείλη.

....

Η Ελένη στεκόταν όρθια στη κουζίνα, ανακατεύοντας ένα φλιτζάνι με γάλα, όταν την πλησίασε η Βαλεντίνη, φορώντας τη γαλάζια πιτζάμα της, με τα μαλλιά της φουντωμένα από το μπάνιο. <<Θες ένα κακάο; Φτιάχνω της μικρής>> τη ρώτησε η μητέρα της, χωρίς να σταματήσει το ανακάτεμα. <<Όχι. Μαμά...>>. Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος της. Το κορίτσι την αγκάλιασε σφιχτά κι εκείνη άφησε το κουτάλι και της ανταπέδωσε την αγκαλιά. <<Συγνώμη>> ψέλισσε σιγανά. <<Συγχωρεμένη>> της απάντησε η Ελένη, γελώντας πονηρά. <<Ντάξει, το παράκανα, το ξέρω>>, <<Άμα το ξέρεις...>>, <<Έλα μωρέ μαμά, μη κάνεις χωρατά>>. Την αγκάλιασε ξανά. <<Σ' αγαπάω πολύ κι ας μαλώνουμε συνέχεια>> της είπε το κορίτσι και η Λενιώ χάιδεψε τις μαύρες μπούκλες της. <<Δε γίνεται να με αγαπάς χωρίς να μαλώνουμε;>>, <<Ίδια με τις άλλες με θες; Να μη σου φέρνω αντίρρηση;>>. Η Ελένη έβαλε τα γέλια. <<Όχι, θέλω να μου πηγαίνεις συνέχεια κόντρα>>. Αγκαλιάστηκαν ξανά και η γυναίκα τη φίλησε στο κεφάλι. Ο Λάμπρος βγήκε από το δωμάτιο και τις χάζεψε. <<Μπράβο αγάπη μου. Έτσι σε θέλω. Να ξέρεις πότε κάνεις λάθος και πρέπει να το διορθώσεις>>, <<Μπαμπουνάκο μου>> έκανε η μικρή και η Ελένη ξεφύσηξε νευρικά. <<Μια φορά, στα 13 χρόνια, ήρθε να με αγκαλιάσει και χώθηκες να μπεις ανάμεσα. Μπαμπουνάκο της>>. Ο Λάμπρος τις έκλεισε και τις δύο στην αγκαλιά του και τους έδωσε από ένα φιλί στο μέτωπο. <<Πάω να δω τι κάνουν κι οι άλλες μου νεράιδες>> είπε και πήρε το κακάο της Βιολέτας. <<Πάω κι εγώ>> έκανε η Βαλεντίνη και η Ελένη την έπιασε από το χέρι. <<Δεν μου είπες πως περάσατε με την Ευτυχία>>, <<Τι να σου πω βρε μαμά; Καλά περάσαμε>>, <<Μόνο καλά;>>, <<Δεν πήγαμε και σε κανένα γλέντι. Ένα καφέ ήπιαμε και μετά πήγαμε και φάγαμε στη καινούργια πιτσαρία που άνοιξε στη πλατεία>>, <<Αυτα τα λιωμένα τυριά; Χάθηκαν τα εστιατόρια;>>, <<Ωχ βρε μαμά>> είπε βαριεστημένα το κορίτσι. <<Η αδελφή σου είναι καλά;>> τη ρώτησε με απορία και η Βαλεντίνη κατάπιε το σάλιο της. <<Ποια απ' τις δύο;>>, <<Με δουλεύεις;>>, <<Η Ευγενία; Γιατί; Τι έχει;>>, <<Σαν διαφορετική μου ήρθε αυτή τη φορά. Σαν να μην την χωράει ο τόπος; Όλο στην αυλή είναι και κάθεται στη κούνια>>, <<Θα μας βαρέθηκε να τσακωνόμαστε>>, <<Η Ευγενία δεν μας βαριέται>>, <<Ωχ βρε μαμά. Και να είχε κάτι, σε μένα θα το έλεγε; Αφού εσείς τα λέτε όλα. Άσε με να πάω μέσα, ανάκριση μου κάνεις;>>. Η Ελένη της έγνεψε να φύγει, σίγουρη πως κάτι της έκρυβε.

Περπατούσε η Ελένη στα χωράφια, με τον νεαρό Νίκο Παναγούλα, που σκόπευε να τις πουλήσει τα πέντε στρέμματα πλάι στα δικά της. <<Καλός ο θείος μου και δίκαιος, μα εγώ δεν κάνω για χωράφια. Αθηναίος είμαι, σε τράπεζα δουλεύω και να είστε καλά που με βοηθήσατε τόσο. Άλλος στη θέση σας, μπορεί να με έκλεβε για να τα πάρει κοψοχρονιά>>, <<Μη λες ανοησίες. Αύριο θα μπουν και οι υπογραφές, θα πάρεις και τα λεφτά και μπορείς να φύγεις. Έλα απόψε να σου κάνω το τραπέζι, να γνωρίσεις και τον άντρα μου, τις κόρες μου>>, <<Να είστε καλά. Δεν θα πω όχι. Βαρέθηκα να τρώω σουβλάκια>>. Η Ελένη γέλασε. <<Αυτά τα κτήματα είναι δικά σας;>>, <<Ναι. Δικά μου και του άντρα μου>>, <<Τσιφλικάδες, δεν έχετε πια;>>. Συνέχισαν να περπατούν, καθώς έπεφτε ο ήλιος. <<Ο μεγαλύτερος τσιφλικάς του κάμπου, ήταν ο παππούς του άντρα μου, ο Σέργιος Σεβαστός. Έπειτα τα χωράφια τα κληρονόμησε ο γιος του, ο Δούκας και κάποια στιγμή πριν χρόνια, του άνηκε σχεδόν ολόκληρος ο κάμπος>>, <<Δούκας; Καμία σχέση με τα τσιγάρα; Ξέρω πως εδώ βρίσκονται τα καπνά τους>>, <<Δικό του ήταν. Τώρα ανήκει στους γιους και τη κόρη του>>, <<Ήταν; Δεν ζει;>>, <<Όχι πια>>, <<Άρα τα πράγματα άλλαξαν όταν πέθανε;>>, <<Άλλαξαν αρκετά...>>

Continue Reading

You'll Also Like

35.6K 388 16
[smut⚠️]
456K 25.3K 64
«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου α...
112K 3.6K 42
"ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΠΟΥΣΤΗ ΛΟΓΟ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕΣ ΝΑ ΣΕ ΑΓΓΙΞΕΙ;" μου φωναξε και αρχισε να με πλησιαζει. "Δεν σε αφορα το τι κανω Αρη. ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ!" Φωναξα και πηγα να...
10.4K 601 42
Για όλα υπάρχει μία αιτία. Όλα λένε για κάποιο λόγο γίνονται. Υπάρχουν όμως πολλές αδικίες. Πολλά προβλήματα. Αλλά και η ομορφιά πάντα βγαίνει στην ε...