Ευγενία

By angry_bird24

66.1K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ

1K 25 0
By angry_bird24

Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της, χαμογέλασε γλυκά και χάιδεψε τη κοιλιά της. Ήταν μία κρύα Κυριακή Φεβρουαρίου του 1972 και είχαν περάσει σχεδόν εννέα μήνες από τη νύχτα της ονομαστικής της εορτής, η οποία της άφησε σαν δώρο ένα τρίτο παιδί που θα γεννιόταν σε μερικές μέρες. Δεν είχε λόγο να μη χαμογελά η Λενιώ. Παρότι έμεινε έγκυος σε προχωρημένη ηλικία, οι μήνες που πέρασε ήταν υπέροχοι, όλα πήγαν καλά και δεν ταλαιπωρήθηκε καθόλου. Σχεδόν δεν είχε καταλάβει μέχρι κάποια στιγμή, πως κουβαλούσε μέσα της ένα παιδί. Δεν είχε ναυτίες και αναγούλες, δεν αισθανόταν το σώμα της βαρύ και δεν είχε κανένα πρόβλημα στις κινήσεις της. Μέχρι μερικές μέρες πριν, οδηγούσε κανονικά, πήγαινε στα χωράφια, φρόντιζε τις κόρες της και περπατούσε ως το χωριό χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Αν δεν επέμενε ο Λάμπρος να προσέχει, θα συνέχιζε ως τώρα την καθημερινή της ρουτίνα. Χαμογέλασε ξανά, και γύρισε στον άντρα της, που κοιμόταν κουκουλωμένος κάτω από τις βαριές κουβέρτες. Τον φίλησε τρυφερά στα χείλη κι εκείνος άνοιξε τα μάτια του. Του έδωσε ακόμα ένα φιλί, κι έπειτα ακόμα ένα γεμάτο πάθος. Ο άντρας τραβήχτηκε από κοντά της. <<Βασανιστήρια μου κάνεις Σταμίρη;>> τη ρώτησε γελόντας πονηρά. <<Ένα φιλί ήθελα>> του απάντησε. <<Το πήρες, τέλος. Μη μου κάνεις τέτοια κι έχουμε καιρό μπροστά μας>>. Η Λενιώ τον φίλησε στο λαιμό και δάγκωσε ελαφρά το αυτί του. <<Έχεις τρελαθεί;>>. Η Ελένη γέλασε και ξάπλωσε στην αγκαλιά του. <<Μου λείπεις. Τόσο κακό είναι;>>, <<Καλά τι σε έπιασε; Όταν ήσουν έγκυος στη Βαλεντίνη, δεν ήθελες ούτε να σε βλέπω να αλλάζεις>>, <<Στη Βαλεντίνη είχα άσχημη εγκυμοσύνη. Τώρα είμαι μια χαρά>>. Της χάιδεψε τα μαλλιά κι έμειναν να κοιτάζονται μερικές στιγμές. Η πόρτα του δωματίου χτύπησε και η Βαλεντίνη μπήκε μέσα τρέχοντας. <<Μπαμπάαα κοιμάσαι;>> ρώτησε και ανέβηκε στο κρεβάτι. <<Σάμπως και αν κοιμόταν δεν θα τον ξύπναγες; Τι φωνάζεις παιδί μου πρωί πρωί;>>. Η μικρή φίλησε τη κοιλιά της Ελένης κι εκείνη την αγκάλιασε. <<Μαμά κοιμάται το μωρό;>>, <<Κοιμάται ναι. Τώρα που φωνάζεις, θα το ξυπνήσεις>>, <<Δεν θα το ξυπνήσω>>. Η Ευγενία μπήκε στη κάμαρη, μαζί με τον αρκούδο της και έκατσε δίπλα στον πατέρα της. <<Της είπα να μην έρθει αλλά δεν ακούει και κανέναν>> είπε και ο Λάμπρος της έκανε νόημα να ξαπλώσει στην αγκαλιά του.

Έκατσαν όλοι μαζί στο τραπέζι, όπως έκαναν πάντα τις Κυριακές και η Ελένη ετοίμασε το πρωινό, με τη βοήθεια της Ευγενίας. Η γυναίκα βάλθηκε να καθαρίζει το αυγό της Βαλεντίνης, που έπινε γρήγορα το γάλα της. <<Τι ώρα θα περάσει ο Φανούρης για να φύγετε;>> ρώτησε αδιάφορα, μα ο Λάμπρος την κοίταξε νευρικά. <<09:30 θα περάσει ο Φανούρης. Θα του δώσω τη κούρσα να πάει μόνος του>>. Η Ελένη εκνευρίστηκε και άφησε κάτω μισοτελειωμένο το αυγό. <<Είσαι με τα καλά σου Λάμπρο; Ο Φανούρης καλά καλά δεν ξέρει να οδηγεί, θα τον στείλεις μοναχό του στο ραντεβού;>>, <<Ελένη, η Ασημίνα με τον Νικηφόρο έχουν πάει σε εκείνο το γάμο της ξαδέλφης σας, η Δρόσω έχει την μικρή με συνάχι, η Βιολέτα είναι μόνη της στο μαγαζί γιατί ο Παναγιώτης έπαθε λουμπάγκο και η Μερόπη πήγε να επισκεφτεί την Αγγελικούλα. Δεν μπορεί κανένας να είναι μαζί σου. Ε δεν θα σε αφήσω 9 μηνών έγκυο, με δύο παιδιά και να πάω στο Βόλο!>>, <<Μόλις μπήκα στο μήνα μου. Το παιδί είναι ακόμα ψηλά, χτες με εξέτασε η Ρίζω. Είσαι υπερβολικός Λάμπρο! Το ραντεβού είναι σημαντικό και πρέπει να πας. Δεν θα πάθω τίποτα, ούτε πρόκειται να γεννήσω>>, <<ΠΟΥ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ ΕΛΕΝΗ;>> είπε φανερά νευριασμένος και οι μικρές τον κοίταξαν φοβισμένες. <<Έχω ξαναγεννήσει Λάμπρο και από το πρωί είχα πονάκια. Τώρα είμαι μία χαρά. Θα πας και θα γυρίσεις ωραία και καλά ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ! Πιο πολύ θα με αγχώσεις άμα κάτσεις εδώ. Έχουμε ένα σωρό εργάτες και τρία παιδιά. Δεν μπορεί να αφήνεις τέτοιους πελάτες. Και επιτέλους, ο Φανούρης δεν είναι ικανός να οδηγήσει ως το Βόλο. Μήπως να πάω εγώ και να μείνεις εσύ με τα κορίτσια;>> ρώτησε ειρωνικά, μα ένα χτύπημα στη πόρτα, διέκοψε τη κουβέντα τους. <<O νονός!!>> τσίριξε χαρούμενα η Βαλεντίνη και έτρεξε να ανοίξει. Ο Φανούρης μπήκε, καλοσυνάτος όπως πάντα, στο σπίτι και τη σήκωσε ψηλά. <<Καλημέρα σε όλους!>>, <<Καλώς τον. Κάτσε να σου κάνω καφέ>> τον καλωσόρισε η Ελένη. <<Λενιώ μου, καλύτερα όχι γιατί αργήσαμε κομμάτι. Άντε κουμπάρε, δεν ξεκινάμε;>>. <<Φανουρ..>> ξεκίνησε να λέει ο δάσκαλος, μα η Ελένη τον διέκοψε. <<Ναι, ναι, να πάτε. Άντε Λάμπρο μου, μη περιμένει ο άνθρωπος>> του είπε και τον κοίταξε γελώντας πονηρά. Ο άντρας έσφιξε τις γροθιές του. Από το πρωί, ένα κακό προαίσθημα τον τριγύριζε και δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Σηκώθηκε και φίλησε τρυφερά την Ευγενία στο κεφάλι και έπειτα την Βαλεντίνη που καθόταν δίπλα στην Ελένη. <<Να προσέχετε τη μάνα σας και να είστε ήσυχες. Αν δεν είστε καλά κορίτσια, δεν θα σας δώσω τις σοκολάτες που θα φέρω από το Βόλο>>. Και οι δύο έγνεψαν θετικά. Έπειτα φίλησε μαλακά τη Λενιώ στα χείλη και χάιδεψε την κοιλιά της. <<Μην κατέβεις στο χωριό, αν δεν γυρίσω. Κι αν χρειαστείς κάτι, να φωνάξετε τη Βιολέτα>> της είπε και η Ελένη κούνησε το κεφάλι της, γελώντας. Οι δύο άντρες βγήκαν στην αυλή και περπάτησαν ως το πίσω μέρος του σπιτιού, για να πάρουν το αυτοκίνητο. Η νευρικότητα του Λάμπρου, κίνησε τη περιέργεια στο Φανούρη. <<Τι έχεις κουμπάρε μου; Τα καράβια σου έπεσαν έξω;>>. Ο δάσκαλος πήρε μια βαθιά ανάσα και στάθηκε δίπλα στο αυτοκίνητο. <<Έχω ένα κακό προαίσθημα Φανούρη. Με τρώει απ' το πρωί και η Ελένη δεν λέει να καταλάβει. Έμεινε μόνη της με δυο παιδιά και ένα στη κοιλιά έτοιμο να βγει!>>, <<Σπουδαγμένος άνθρωπος, πιστεύεις στα προαισθήματα; Θεός φυλάξει! Θες να μην πάμε;>>, <<Χειρότερα θα τα κάνω. Δεν ακούει κουβέντα και δεν θέλω να συγχίζεται. Πήγε καλά η εγκυμοσύνη, δε λέω, αλλά πρέπει να προσέχουμε>>, <<Μη σκοτίζεσαι δάσκαλε, ιδέα σου θα είναι. Η κυρά μου, τα καταφέρνει όλα. Και παιδιά και χωράφια και το σπίτι και όλα. Δεν έχει ανάγκη. Πάμε να τελειώνουμε και δεν θα γίνει τίποτα>> του είπε και μπήκαν στο αμάξι, μα η ανησυχία δεν έφευγε από τον Λάμπρο.

Παρότι ο Φλεβάρης είχε μπει για τα καλά, η μέρα ήταν ηλιόλουστη και θύμιζε προχωρημένη άνοιξη. Τα κορίτσια έπαιζαν στη κάμαρα με τα παιχνίδια τους και η Ελένη άφησε μία λεκάνη χόρτα στο τραπέζι για να τα καθαρίσει. Ο ήλιος που έμπαινε από το παράθυρο, την έκανε να νοσταλγήσει την αυλή της και τα καλοκαιρινά πρωινά, που οι μικρές έπαιζαν ανέμελες έξω. <<Ευγενία!>> φώναξε ήρεμα και το κορίτσι έτρεξε να δει τι θέλει. <<Γιατί δεν βάζετε τα παλτά σας να πάτε να παίξετε έξω και κλειστήκατε στη κάμαρη; Έχει ωραία μέρα>>, <<Σίγουρα; Γιατί ο μπαμπάς είπε...>>, <<Ο μπαμπάς είπε να με προσέχετε. Ε δεν θα κάτσω εδώ εγώ. Θα πάρω ένα σάλι, και πάμε να τα καθαρίσω στο κήπο όσο εσείς θα παίζετε>>. Χάρηκε η Ευγενία και βγήκαν όλες μαζί στην αυλή. Τα κορίτσια έκατσαν στις κούνιες τους, που κρεμόντουσαν από τις λεύκες και κουνιόντουσαν πέρα δώθε. <<ΕΥΓΕΝΙΑ, ΘΑ ΜΕ ΣΠΡΩΞΕΙΣ ΠΙΟ ΨΗΛΑ;>> τσίριξε η Βαλεντίνη και η Ελένη έμεινε να τις χαζεύει και έπιασε την κοιλιά της, σκεπτόμενη αν υπάρχει χώρος για ακόμα μία κούνια, μιας και ο Λάμπρος σίγουρα θα ήθελε να βάλει μία τρίτη για το παιδάκι που έρχεται. Χάθηκε στις σκέψεις της, μα ο ήχος της κούρσας που μπήκε στον κήπο την ξύπνησε απότομα. Ο άντρας πάρκαρε και βγήκε έξω χαμογελαστός και η Ελένη τον κοίταξε με απελπισία. <<ΘΕΙΕ!!>> φώναξε χαρούμενα η Βαλεντίνη και έτρεξε στην αγκαλιά του, ενώ την ακολούθησε η Ευγενία. <<Πού είστε ρε τσούπρες; Μου λείψατε!>>, <<Θείε ήρθες να παίξουμε;>> ρώτησε χαρούμενα η Ευγενία. <<Εμ γιατί ήρθα; Να δω τη μάνα σας που με στραβοκοιτάζει;>> απάντησε και πλησίασε την Ελένη. <<Μη μου πεις. Σε έστειλε ο Λάμπρος>>, <<Πες ότι μου λείψαν οι ανιψιές μου και ήρθα να τις δω>>, <<Ντάξει. Θα τον σκοτώσω. Γιατί ξεσηκώνει το κόσμο;>>. Ο Κωνσταντής γέλασε δυνατά. <<Να σου πω, εμένα με έστειλε η γυναίκα μου και δεν θέλω μπλεξίματα με Σταμίραινες. Θα κάτσω εδώ να δω τις μικρές, θα πιούμε και ένα καφέ και θα γυρίσω σπίτι ήσυχα κι ωραία, γιατί η γκρίνια της αδελφή σου δεν παλεύεται>> απάντησε και έφυγε προς τις μικρές που τον περίμεναν ανυπόμονες. Η Ελένη σηκώθηκε και σκούπισε τα χέρια της στη ποδιά της. Έπειτα ανέβηκε τις σκάλες, μα στα μισά σταμάτησε και γύρισε προς τον Κωνσταντή που σήκωνε την Ευγενία ψηλά, στον αέρα. <<ΓΛΥΚΟ,Ε;>> φώναξε. Πριν προλάβει να απαντήσει ο Κωνσταντής, η γυναίκα έχασε την ισορροπία της, γλίστρησε και έπεσε από τις σκάλες. Τα κορίτσια έμειναν σοκαρισμένα, να κοιτούν την μητέρα τους, να γυρνάει πάνω στις σκάλες και στο τέλος να σωριάζεται στο χώμα. Ανάμεσα στα πόδια της γέμισε αίμα. Πονούσε παντού στο κορμί της, μα πιο πολύ χαμηλά στη κοιλιά της. Ο άντρας έτρεξε κοντά της κι έπεσε δίπλα της στο χώμα. <<Πονάω Κωνσταντή. Το παιδί>> ψέλισσε κι εκείνος την κοίταξε τρομοκρατημένος. Έπειτα άνοιξε τη πόρτα της κούρσας και προσπάθησε να τη σηκώσει. <<Πονάω>> του είπε ξανά. <<Κάνε ένα κουράγιο Σταμίρη, να πάμε στο νοσοκομείο. Μη μιλάς>>. Εβαλε όλη του τη δύναμη και τη σήκωσε, βάζοντας την στο πίσω κάθισμα. Έπειτα πήγε από την άλλη μεριά της κούρσας. <<ΕΥΓΕΝΙΑ!>> φώναξε και η μικρή βρέθηκε με μιας κοντά του. <<Κάτσε πίσω. Ελένη ακούμπα το κεφάλι σου πάνω στα πόδια της. Κράτα τη γερά μαϊμουδάκι, μη πέσει σε καμιά στροφή. Βαλεντίνη, μπροστά μαζί μου!>>. Μπήκαν βιαστικά στο αυτοκίνητο και άκουσαν τα γκάζια του θείου τους, που άφηνε πίσω το σπίτι.

Χάιδεψε τρυφερά το μέτωπο της μητέρας της και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Σπάνια έκλαιγε η Ευγενία, μα τώρα ένιωθε το φόβο να την κυριεύει. Δεύτερη φορά ορφανή από μάνα, δεν θα το άντεχε η καρδιά της. <<Μαμά μου, μη πάθεις τίποτα>> ψέλισσε και η Ελένη σήκωσε με κόπο το χέρι και σκούπισε τα μάτια της μικρής. <<Συγνώμη καρδιά μου. Μη φοβάσαι>> της είπε και έπειτα γύρισε τα μάτια της στην Βαλεντίνη, που κοιτούσε πίσω αμίλητη. <<Δεν θα πάθω τίποτα, εντάξει; Βαλεντίνη μου δεν φοβάσαι, ε;>>. Το κοριτσάκι δεν απάντησε. Τα μαύρα μάτια της, ίδια με αυτά του Λάμπρου, την κάρφωναν και η Ελένη ένιωθε πως την κοιτούσε ο άντρας της. Φρέναρε απότομα ο Κωνσταντής και βγήκε από τη κούρσα. Τράβηξε έναν νοσοκόμο που περνούσε από τη ρόμπα. <<ΦΕΡΤΕ ΕΝΑ ΦΟΡΕΙΟ. Η ΚΟΥΝΙΑΔΑ ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΧΤΥΠΗΣΕΙ. ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΥΟΣ. ΤΩΡΑ ΦΕΡΤΟ!>> ούρλιαξε και ο άντρας έτρεξε μέσα στο κτίριο να φέρει βοήθεια.

Σαν γίγαντας άρπαξε τα δύο κορίτσια στην αγκαλιά του και ακολούθησε το φορείο που μετέφερε την Ελένη στο χειρουργείο. Ο πόνος στο κορμί της ήταν αφόρητος και έχανε συνέχεια αίμα. <<Είστε ο άντρας της;>> ρώτησε ο γιατρός. <<Ο κουνιάδος της. Λείπει σε δουλειά ο άντρας της>>, <<Ειδοποιήστε τον. Θα βγω σε λίγο να σας ενημερώσω>> του απάντησε και ο Κωνσταντής σωριάστηκε σε μία καρέκλα, με τις μικρές στην αγκαλιά του. <<Θείε θα πεθάνει η μαμά;>> ρώτησε τρέμοντας η Βαλεντίνη. <<Κουνήσου μαυρομαλλούσα από τη θέση σου. Λίγο χτύπησε και μπορεί να γεννήσει. Δεν παθαίνει τίποτα η μάνα σας. Σε λίγο θα βγει και θα ρωτάει για τα χωράφια>> είπε εύθυμα, μα καμία δεν γέλασε.

Τηλεφώνησε στη Βιολέτα, να έχει το νού της για το Λάμπρο και όλο το χωριό, που αναστατώθηκε με το ατύχημα της Ελένης, περίμεναν να τον δουν να φανεί για να τον ενημερώσουν. Όταν επέστρεψε, ο γιατρός περίμενε έξω από το χειρουργείο. <<Τι έγινε γιατρέ; Τι έπαθε;>>, <<Αποκόλληση πλακούντα από τη πτώση αλλά έχει χάσει πολύ αίμα>>, <<Τι είναι αυτό το αποκόλληση; Κινδυνεύει; Το παιδί;>>, <<Κάνουμε ότι μπορούμε. Θα γίνει μετάγγιση αίματος και από την πτώση έσπασαν τα νερά. Θα γεννήσει σύντομα. Πρέπει όμως να έρθει ο άντρας της>>, <<Πού να τον βρω; Πετάχτηκε στο Βόλο για μια δουλειά. Έχω πει να τον ειδοποιήσουν. Είναι σοβαρά;>> ψιθύρησε για να μην τον ακούσουν οι μικρές. <<Δεν μπορώ να εγγυηθώ, ούτε για τη μητέρα, ούτε για το παιδί προς το παρόν. Χάνει πολύ αίμα και οι κινήσεις του εμβρύου έχουν μειωθεί. Κάνουμε ότι μπορούμε>> του απάντησε με ειλικρίνεια και ο Κωνσταντής έμεινε να τον κοιτάζει, προσπαθώντας να διατηρήσει τη ψυχραιμία του.

Δεν έλεγε να φύγει η ανησυχία από τον Λάμπρο, που γύρισε στο Διαφάνι αργά το μεσημέρι, έχοντας κλείσει τελικά τη συμφωνία. <<Θα χαρεί και η Λενιώ>> σκέφτηκε, μα κάτι τον έτρωγε μέσα του και ανέβασε ταχύτητα για να φτάσει στο σπίτι όσο πιο σύντομα μπορούσε. Αφύσικα ήσυχο του φάνηκε, καθώς πάρκαρε και ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Μπαίνοντας μέσα, η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά και ο κόμπος στο στομάχι του έγινε μεγαλύτερος. <<ΕΛΕΝΗ>> φώναξε, μα δεν απάντησε κανείς. Το σπίτι ήταν άδειο και έλειπαν και οι τρεις τους. Βγήκε ξανά στην αυλή, έτοιμος να μπει ξανά στο αμάξι και να πάει προς το χωριό, όταν είδε το χώμα γεμάτο αίματα μπροστά στο τελευταίο σκαλοπάτι. Δεν πρόλαβε να μπει στο αυτοκίνητο και ο Φανούρης μπήκε τρέχοντας στο κήπο, ταραγμένος. <<Λάμπρο...>> είπε ξέπνοα. <<Τι έγινε Φανούρη; Πού είναι; Κάτι συνέβη έτσι;>>, <<Είναι στο νοσοκομείο. Η Ελένη έπεσε από τις σκάλες και έπαθε αποκόλληση. Πρέπει να πάμε τώρα γιατί σπάσαν τα νερά και θα γεννήσει>>, <<ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ;>>, <<Μαζί. Ο Κωνσταντής τις πήγε>>.

Κάθε λεπτό που πέρναγε, φαινόταν αιώνας στο Λάμπρο, που οδηγούσε άτσαλα στον επαρχιακό δρόμο για το νοσοκομείο της Λάρισας. Η Βιολέτα είχε ειδοποιήσει πως η Ελένη βρισκόταν στο χειρουργείο του 2ου ορόφου και δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσει για να τη βρει. Έτρεξε στον διάδρομο, με τον Φανούρη να τον ακολουθεί, και σταμάτησε απότομα μόνο όταν είδε τον ξάδελφο του, με τις μικρές στην αγκαλιά. <<ΜΠΑΜΠΑ!>> φώναξαν και οι δύο μαζί και έπεσαν πάνω του. Εκείνος τις έσφιξε δυνατά και φίλησε με λατρεία τα μέτωπα τους. <<Όλα καλά θα πάνε, εντάξει; Τώρα ήρθα εγώ και θα πάνε όλα καλά>> τους είπε κι εκείνες τον αγκάλιασαν ξανά. Ο γιατρός βγήκε από το χειρουργείο και ο Κωνσταντής πετάχτηκε ταραγμένος. <<Ήρθε γιατρέ, ήρθε ο αντρας της!>>. Ο γιατρός έδωσε το χέρι του ψυχρά. <<Ο κύριος Σεβαστός;>>, <<Εγώ, ναι. Τι έχει συμβεί; Πόσο σοβαρά είναι;>>. Ο άντρας περπάτησε λίγο πέρα από τις μικρές και ο Λάμπρος τον ακολούθησε. <<Έχει σοβαρή αιμοραγία και πονάει αρκετά. Θα της κάναμε καισαρική αλλά το παιδί κατέβηκε πολύ και έχει διαστολή. Χρειάζεται πάλι αίμα>>, <<Κινδυνεύει;>>. Ο άντρας μαγκώθηκε και τον κοίταξε στα μάτια. <<Κάνουμε ότι μπορούμε>>, <<Κινδυνεύει η γυναίκα μου γιατρέ;>>, <<Έχει γερό οργανισμό αλλά καμιά φορά...>>, <<Σώστε τη. Σώστε εκείνη αν χρειαστεί. Έχουμε δυο παιδιά. Δεν θα το αντέξω αν πάθει κάτι, σας παρακαλώ>> του είπε παρακαλετά ο Λάμπρος και τον έπιασε από τους ώμους. <<Προς το παρόν, κάποιος πρέπει να δώσει αίμα>>, <<Εγώ θα δώσω>>. Ο Κωνσταντής σηκώθηκε και μπήκε μπροστά. <<Εσύ έχεις αρκετά στο κεφάλι σου, δεν θα δώσεις και αίμα. Γιατρέ, θα δώσω εγώ>>, <<Κωνσταντή...>>, <<Κοίτα τα κορίτσια σου και τη γυναίκα σου. Δεν χρειάζεται να πέσεις, σε έχουν ανάγκη. Θα δώσω εγώ αίμα>> του ψιθύρησε και ακολούθησε τον γιατρό. Ο Λάμπρος έκατσε στο παγκάκι και οι μικρές τον πλησίασαν διστακτικά. Εκείνος άνοιξε τα χέρια του και τις σήκωσε στην αγκαλιά του. Έκατσαν στα πόδια του και κούρνιασαν πάνω στο στέρνο του. <<Όλα καλά θα πάνε καρδιές μου. Μια χαρά είναι η μαμά>>, <<Και το μωρό μπαμπά;>> ρώτησε ανήσυχη η Ευγενία. <<Θα δούμε αγάπη μου. Το θέμα τώρα είναι να γίνει καλά η μαμά και θα γίνει>> της απάντησε και το κορίτσι δεν ρώτησε τίποτε άλλο.

Γύρισε ζαλισμένος ο Κωνσταντής και μια νοσοκόμα, τον βοήθησε να κάτσει. <<Πώς είσαι;>> ρώτήσε ο Φανούρης. Οι μικρές γύρισαν και τον κοίταξαν αγχωμένες. <<Μια χαρά. Παθαίνει τίποτα ο θείος; Βαλεντίνη παθαίνει;>> έκανε εύθυμα. <<Όχι. Ο θείος είναι ατρόμητος!>>. Έκατσαν όλοι μαζί και περίμεναν. Περνούσε η ώρα σαν βασανιστήριο. Ο Λάμπρος πρώτη φορά ένιωθε ανήμπορος να κάνει κάτι. Περίμενε τη γέννα της γυναίκας του, όπως την είχαν σχεδιάσει. Να την κρατάει στην αγκαλιά του, όπως έκανε την περασμένη φορά. Να της βαστάει το χέρι, ως να ακουστεί το κλάμα του μωρού τους. Η πόρτα του χειρουργείου άνοιξε και ο δάσκαλος άφησε απότομα τις κόρες του. <<Τι έγινε γιατρέ;>> ρώτησε ανήσυχος και οι μικρές πλησίασαν τον θείο του φοβισμένες. Ο άντρας χαμογέλασε. <<Είναι δυνατή η γυναίκα σας. Όλα πήγαν καλά>>. Τα μάτια του Λάμπρου γέμισαν δάκρυα. <<Γέννησε; Το παιδί;>>, <<Γέννησε και το παιδί είναι καλά>>. Γέλια ήχησαν στο διάδρομο και ο Κωνσταντής βούτηξε και τα δύο κορίτσια στην αγκαλιά του. <<Τι είναι το μωράκι κύριε γιατρέ;>> ρώτησε με αφέλεια η Βαλεντίνη. <<Εσύ τι θες να είναι κούκλα μου;>>, <<Κοριτσάκι για να παίζω>>. Ο γιατρός γέλασε και της τσίμπησε μαλακά το μάγουλο. <<Αφού θες κοριτσάκι, κοριτσάκι σου έκανε η μανούλα>>. Ο Λάμπρος δάκρυσε ακόμα περισσότερο ενώ τα κορίτσια πανηγύριζαν χαρούμενες. <<Δεν κάνει γιους η Σταμίρη γιατρέ μας. Δέκα παιδιά να της έκανε, όλα θηλυκά θα ήταν>> είπε ο Κωνσταντής και ο γιατρός γέλασε. <<Μπορώ να τη δω;>>, <<Είναι ταλαιπωρημένη. Πηγαίνετε μόνος σας και οι υπόλοιποι πέντε λεπτά μόνο>>.

Κρατούσε τη κόρη της η Ελένη, που κοιμόταν γλυκά. Ήταν πράγματι ταλαιπωρημένη και κουρασμένη, το κορμί της πονούσε από πάνω μέχρι κάτω, μα τα είχε καταφέρει. Ώρες πάλευε να κρατήσει τις δυνάμεις της, έχανε τις αισθήσεις της, ένιωθε ναυτία, διψούσε συνεχώς και φοβόταν για το παιδί της. Γέννησε μόνη της, χωρίς τις αδελφές της, τον Λάμπρο, τη Ρίζω, τη Βιολέτα και όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε. <<Λουλουδάκι μου...>> ψέλισσε στο κοριτσάκι, όταν ο άντρας της άνοιξε τη πόρτα του δωματίου. Έκατσε δίπλα της και την έκλεισε στην αγκαλιά του. <<Έχασα τη μισή μου ζωή>> της είπε και τη φίλησε στα χείλη. <<Συγνώμη καρδιά μου. Συγνώμη...>> του απάντησε δακρυσμένη, μα εκείνος τη φίλησε ξανά. <<Ήταν η κακιά η ώρα. Μη κλαις μάτια μου, όλα καλά πήγαν>>. Ο Λάμπρος κοίταξε τη κόρη του συγκινημένος. <<Μια ακόμα πριγκίπισσα. Η τρίτη μας>>, <<Δεν θα αγκαλιάσεις τη κόρη σου Σεβαστέ;>> τον ρώτησε κι εκείνος φίλησε το μικροσκοπικό χεράκι του παιδιού. Στο δωμάτιο μπήκε ήσυχα ο Κωνσταντής που κρατούσε τις μικρές στην αγκαλιά του. <<Ήρθαμε κι εμείς. Ήσυχα τσούπρες, ε;>> είπε και άφησε τη Βαλεντίνη δίπλα στη Λενιώ. <<Μαμά είσαι καλά;>> ρώτησε χαμηλόφωνα το κορίτσι. <<Καλά είμαι αγάπη μου. Σου έκανα και την αδελφούλα που ήθελες>>, <<Πότε θα μου τη δώσεις να παίξω;>>, <<Ε άμα μεγαλώσει λίγο Βαλεντίνη μου>>. Η μικρή τη κοίταξε διερευνητικά και έπειτα άνοιξε τα χέρια της, αποζητώντας την αγκαλιά του πατέρα της. Η Ευγενία πλησίασε τη μήτερα της δακρυσμένη. <<Έκλαιγες κοριτσάκι μου;>> τη ρώτησε η Λενιώ, και έγιναν και τα δικά της μάτια υγρά. Έγνεψε καταφατικά και ακούμπησε πάνω στη μητέρα της. <<Σας τρόμαξα κορίτσια μου>> ψέλισσε και έκανε νόημα στο Λάμπρο να πάρει το παιδί από τα χέρια της. Η Ευγενία τυλίχτηκε πάνω της και ξέσπασε σε κλάματα. Η πίεση τόσων ωρών, βγήκε εκείνη την ώρα που αντίκρισε τη μητέρα της ζωντανή. <<Όλα καλά πήγαν ζωή μου. Εδώ είμαι. Δεν θα πάθω τίποτα>> της είπε κι εκείνη κούρνιασε στην αγκαλιά της. <<Σωστή νεράιδα η κόρη σου Σταμίρη. Όλες πεντάμορφες είναι. Ουρά θα κάνουν οι γαμπροί, δεν θα έχεις να τους τρατάρεις>>. Όλοι γέλασαν με το χωρατό του Κωνσταντή. <<Θα τη βαφτίσεις;>> τον ξάφνιασε ο Λάμπρος, καθώς την άφηνε στα χέρια του. <<Ποιος...; Εγώ>>, <<Ναι εσύ, βλέπεις κανέναν άλλον;>> απάντησε κεφάτα η Ελένη. <<Αν δεν ήσουν εσύ, δεν ξέρω αν θα την είχαμε. Θα της βάλεις λάδι;>> επέμενε ο δάσκαλος. Ο άντρας δάκρυσε και κούνησε το κεφάλι του θετικά. <<Εμ, αν δεν της το βάλω εγώ, ποιος θα της το βάλει;>>

<<Θα μείνω με τη μαμά κι εσάς θα σας πάει ο θείος στη γιαγιά τη Βιολέτα, εντάξει;>> τις ρώτησε ο Λάμπρος έξω από το δωμάτιο της Ελένης. <<Και πότε θα έρθεις;>> έκανε μουτρωμένα η Βαλεντίνη. <<Τώρα με χρειάζεται η μαμά και το μωρό. Εσείς είστε μεγάλα κορίτσια. Θα πάτε σπίτι και θα είστε ήσυχες, εντάξει;>>. Κούνησαν τα κεφάλια τους και εκείνος τις αγκάλιασε τελευταία φορά. Παρακολουθούσε ο Κωνσταντής με τον Φανούρη, με τον πρώτο να είναι ανήσυχος και γεμάτος νευρικότητα. <<Πείτε στη Βιολέτα να μείνει σπίτι μας κι αύριο θα πω στο Νικηφόρο να τις πάρει>> είπε ο Λάμπρος κι έπιασε το χέρι του Κωνσταντή. <<Ευχαριστώ για όλα. Αν δεν ήσουν εσύ, δεν ξέρω αν θα ζούσαν>>, <<Τίποτα δεν έκανα>>, <<Έκανες πολλά. Έδωσες αίμα, κράτησες τα παιδιά μου... Δεν το ξεχνάω Κωνσταντή>>. Ο άντρας πήρε τις μικρές κι έφυγε σκυθρωπός, γεμάτος ενοχές και τύψεις, να τον πνίγουν αυτές τις ώρες.

Εξουθενωμένη καθώς ήταν η Ελένη, αποκοιμήθηκε κι ο Λάμπρος έμεινε για ώρα να κοιτά, πότε εκείνη και πότε τη μικρή του πριγκίπισσα, τη Βιολέτα του. Η υπερένταση, δεν τον άφηνε να κλείσει τα μάτια του κι έτσι βγήκε έξω να τον χτυπήσει λίγο ο αέρας. Έκατσε για λίγο σε ένα πεζούλι, όταν είδε τον Κωνσταντή να έρχεται από μακριά αλαφιασμένος. <<Τι κάνεις εδώ; ΠΑΘΑΝΕ ΤΙΠΟΤΑ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ;>> ρώτησε ανήσυχος μα εκείνος έγνεψε αρνητικά. Ήταν σε κακή κατάσταση, μύριζε αλκόολ και έμοιαζε ταλαιπωρημένος. <<Για σένα ήρθα>>, <<Γιατί;>>, <<Γιατί σήμερα μου έκανες την τιμή, να μου ζητήσεις να βαφτίσω τη θυγατέρα σου>>, <<Και; Τι με αυτό;>>, <<Εμένα όμως με πνίγουν οι τύψεις εδώ και 14 χρόνια Λάμπρο και θέλω όταν βάλω το λάδι στη κόρη σου, να τα ξέρεις όλα και εγώ να κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια>>, <<Έχεις πιει και δεν καταλαβαίνω τι λες>>, <<Θα με αφήσεις να βαφτίσω τη κόρη σου ακόμα και αφού μάθεις πως ήμουν μπροστά όταν ο Μελέτης σκότωσε το Γιάννο με εντολή του πατέρα μου;>>

Continue Reading

You'll Also Like

1K 81 4
Όταν του αποκάλυψε η Θεοφανω τον πραγματικό λόγο που η γυναίκα του αυτοκτόνησε, έπεσε από τα σύννεφα. Όμως η ζωή του επιφύλασσε μεγαλύτερες εκπλήξεις...
54.7K 347 22
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
104K 5.7K 74
《Τι είναι αυτά ;;》τον ρώτησα με θυμό και έδειξα τις πιπιλιές που έχει στον λαιμό του. 《Με απάτησες;;》τον ρώτησα με ένταση στην φωνή μου Με κοίταξε μ...
293 25 2
Σύντομες ιστορίες, εμπνευσμένες από τους χαρακτήρες της τηλεοπτικής σειράς "Η Μάγισσα". Οι χαρακτήρες δεν μου ανήκουν. AUs του αγαπημένου μας Ξένου...