Ευγενία

By angry_bird24

66.2K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

ΕΝΩΣΗ

1.7K 28 8
By angry_bird24

Ο Λάμπρος έστρωσε την γραβάτα του και κοίταξε το είδωλο του στον καθρέφτη της ντουλάπας. Φέτος πρώτη χρονιά, δεν θα γιόρταζαν την γιορτή της Ελένης στο σπίτι τους, όπως πάντα, αλλά στο σπίτι της Δρόσως και του Κωνσταντή. Η μικρότερη Σταμίραινα, μετά από χρόνια και ξεπερνώντας τα προβλήματα, είχε παντρευτεί και πλέον ζούσε μόνιμα με τον άντρα της στη Λάρισα. Λίγο παραδίπλα, είχαν νοικιάσει και ο Νικηφόρος με την Ασημίνα και τον δεκατριάχρονο Σέργιο, οι οποίοι ήταν ξανά μαζί, χωρίς να προχωρήσουν όμως σε γάμο, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για το νέο ζευγάρι. Καθόλου δεν στεναχωρήθηκε η Ελένη που δεν θα γιόρταζε τη γιορτή της, όπως κάθε χρόνο. <<Χαρά στο πράγμα. Μια φορά, να μην τρέχω κι εγώ όλη μέρα. Δε χάθηκε ο κόσμος>> απάντησε στον άντρα της, όταν την ρώτησε αν την πειράζει που δεν θα γίνει το καθιερωμένο τραπέζι.


Κοίταξε το είδωλο του στον καθρέφτη ξανά και αφού βεβαιώθηκε πως η γραβάτα του ήταν ίσια, βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς τη παιδική κάμαρη. Δεν μπήκε μέσα, παρά στάθηκε λίγο στη πόρτα και χάζεψε τις γυναίκες της ζωής του. Φορούσαν και οι τρεις, ομοιόμορφα μπορντώ φορέματα. Η Πηνελόπη είχε στείλει ένα μεγάλο τόπι ύφασμα από το Παρίσι και η Ελένη, το πήγε στην Ουρανία για να της φτιάξει φουστάνια για εκείνη και τις κόρες της. Έμεινε και τις χάζεψε για μερικές στιγμές. Η Ευγενία, σχεδόν εννέα χρονών, καθόταν στο κρεβάτι της και προσπαθούσε να κουμπώσει τα καλά της παπούτσια. Είχε τα μαλλιά της αλογοουρά, δεμένα με μία άσπρη κορδέλα. Στο απέναντι κρεβάτι, η Ελένη προσπαθούσε να πιάσει αντίστοιχη κοτσίδα και στην Βαλεντίνη, μα τα μαύρα κατσαρά μαλλιά της, τη δυσκόλευαν. <<Μπαμπούνη μου!>> τσίριξε χαρούμενα η Βαλεντίνη και πήδηξε επί τόπου. <<Κάτσε παιδί μου! Δεν εδεσα ακόμα τα μαλλιά σου>> τη μάλωσε η Ελένη και το κορίτσι έμεινε ακίνητο. <<Έτοιμη>> είπε και το κοριτσάκι έφυγε τρέχοντας και πλησίασε τον πατέρα της, που έσκυψε και την άρπαξε στον αέρα. <<Μπαμπούνη μου, κοίτα! Σ' αλέσει το φουτάνι μου;>> τον ρώτησε τσιριχτά και εκείνος την πέταξε ξανά στον αέρα. <<Πανέμορφη είσαι μελαχρινή μου νεράιδα>> της απάντησε και έγνεψε στην Ευγενία να πάει κοντά του. Τη σήκωσε κι εκείνη με το άλλο χέρι στην αγκαλιά του κι εκείνη τύλιξε τα χεράκια της, γύρω από το λαιμό του. <<Και η ξανθιά μου, σκέτη πριγκίπισσα>> είπε και τις άφησε και τις δύο κάτω. <<Άντε, βάλτε τις ζακέτες σας, πάρτε και το δώρο του θείου και πηγαίντε στο αμάξι. Είναι ανοιχτό>>. Οι μικρές έφυγαν βιαστικά και εκείνος κοίταξε με πάθος τη γυναίκα του και πλησίασε προς το μέρος της. <<Σήμερα γιορτάζει το πιο αγαπημένο μου όνομα>> της είπε και ακούμπησε τα χείλη του στο λαιμό της. Το νέο της άρωμα, δώρο της Ασημίνας για το καλό της ημέρας, τον ζάλισε. <<Του Κωνσταντή;>> τον ρώτησε, γελώντας πονηρά. <<Πού το κατάλαβες;>> συνέχισε από μεριάς του το χωρατό. Εκείνη κρεμάστηκε από το λαιμό του και τον φίλησε τρυφέρα, μα ο άντρας της τη τράβηξε κοντά του και ανταπέδωσε με πάθος.


Το σπίτι της Δρόσως και του Κωνσταντή, γέμισε με όλους τους αγαπημένους τους ανθρώπους, που τόσα χρόνια, παρόλα τα προβλήματα, είχαν καταφέρει να φτιάξουν μία δεμένη και αγαπημένη οικογένεια. Τα πιάτα γέμισαν και ενώ επικρατούσε οχλαγωγία, ο Κωνσταντής έβηξε δυνατά. Οι περισσότεροι τον αγνόησαν κι έτσι εκείνος, το έκανε και δεύτερη φορά. <<Τι έπαθες αδελφέ; Κρύωσες;>> ρώτησε χαρούμενα ο Νικηφόρος. <<Όχι, απλώς θέλω να θέσω ένα ερώτημα στον ανιψιό μου>> απάντησε με ψεύτικα σοβαρό ύφος. <<Τι είναι ρε θείε;>> έκανε ο Σέργιος. <<Πόσες ξαδέλφρες έχει ρε σπόρε;>>, <<Αμάν ρε θείε με αυτό το σπόρος, μεγάλωσα πια. Θα γελάνε μαζί μου>>, <<Έλα σκασμός που μεγάλωσες. Μεγάλωσε ο σπόρος, μεγάλωσε το μαϊμουδάκι, μόνο εγώ μένω σε μια ηλικία ρε παιδιά; Λοιπόν λέγε. Πόσες έχεις>>, <<Σου σάλεψε;>>, <<Λέγε ρε>>, <<Δύο. Θες κι ονόματα;>> ρώτησε νευρικά, δείχνοντας την Ευγενία και την Βαλεντίνη, που καθόντουσαν δίπλα του. <<Ε από του χρόνου θα έχεις τρεις. Ή και δύο πάλι και έναν ξάδελφο, ανάλογα>>. Όλοι έμειναν άφωνοι μέχρι να συνειδητοποιήσουν αυτό που μόλις τους είπε. <<Δρόσω μου, είσαι έγκυος;>> ψέλισσε η Ασημίνα και η αδελφή της, με υγρά μάτια, έγνεψε θετικά. Αφήσαν όλοι το φαγητό στη μέση και σηκώθηκαν όρθιοι να αγκαλιαστούν και να συγχαρούν τη Δρόσω και τον Κωνσταντή, που σε λίγο καιρό θα γινόντουσαν γονείς. Η Ελένη έκλεισε στην αγκαλιά της, την μικρότερη αδελφή της και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια τους. <<Η θεία θα κάνει μωρό!>> τσίριξε χαρούμενα η Βαλεντίνη και ο Κωνσταντής τη σήκωσε στα χέρια. <<Ναι ρε μαυρομαλλούσα, θα κάνει μωρό να παίζεις>> της είπε ο θείος της και το κοριτσάκι τον αγκάλιασε δυνατά. <<Το λοιπόν, φάτε γιατί μετά θέλω γλέντι. Θα το κάψουμε, ε; Τόσες μέρες κρατιέμαι γιατί φαγώθηκε το στεφάνι μου να το κάνουμε έκπληξη και δεν μιλάω, αλλά τώρα θα το μάθει όλη η Θεσσαλία>> τους φώναξε.


Τέτοιο γλέντι, έκανε χρόνια να ξαναγίνει ανάμεσα στις Σταμίραινες με τους Σεβαστούς. Αφού έφαγαν, μάζεψαν τα έπιπλα στην άκρη και άρχισε ο χορός. Ο ευτυχής πατέρας δεν άφησε κανέναν να καθίσει και χόρεψε με όλους, ειδικά με τις ανιψιές του, που λίγο μετά έπεσαν για ύπνο εξουθενωμένες στη κάμαρη του θείου και της θείας τους. Ο Κωνσταντής άνοιξε ένα καλό ουίσκι και σέρβισε τον Λάμπρο και τον Νικηφόρο, που ζαλίζονταν ήδη από τα τσίπουρα και τα κρασιά. <<Σε μένα δεν θα βάλεις;>> τον ρώτησε η Ελένη, κρατώντας μπροστά του το ποτήρι της. <<Ώπα Σταμίρη, δεν ήξερα ότι χτυπάς και τα ουίσκια σου. Σε είχα μόνο για τσίπουρο>>, <<Πολλά λόγια λες. Θα βάλεις ένα τώρα ή θα το συζητήσουμε πολύ;>> του είπε κι εκείνος της έριξε πάγο και γέμισε μέχρι τη μέση το ποτήρι της. <<Ξάδελφε, φτιαγμένη τη βλέπω τη δικιά σου. Φρόντισε να τιμήσεις την οικογένεια>> σκούντησέ ο Κωνσταντής τον Λάμπρο κι εκείνος γέλασε πονηρά.


Η ώρα είχε πάει 02:00 και όλοι καθόντουσαν εξουθενωμένοι στους καναπέδες, ζαλισμένοι από το αλκοολ και κουρασμένοι από τον ατελείωτο χορό. <<Μπαμπά, πάμε;>> ρώτησε ο Σέργιος τον Νικηφόρο που σηκώθηκε με μιας. <<Καλά λέει το παιδί, το ξενυχτήσαμε. Να το διαλύσουμε γιατί έχουμε και δουλειές αύριο>>. Η Ελένη σηκώθηκε με τη σειρά της και τράβηξε τον Λάμπρο από το χέρι. <<Πάρε εσύ τη μεγάλη, να πάρω εγώ τη μικρή, και θα τις βάλουμε κοιμισμένες στο αμάξι. Αν ξυπνήσουν τώρα, σε βλέπω να τους διαβάζεις παραμύθια μέχρι τα ξημερώματα για να ξανακλείσει το μάτι τους>>. Ο Κωνσταντής σηκώθηκε από τη θέση του. <<Άστες τις τσούπρες και τραβάτε σπίτια σας. Θα στις φέρω εγώ το πρωί>>, <<Απ' το κρεβάτι σας θα βγείτε; Ξέχασε το>>. Η Δρόσω τη σταμάτησε. <<Έχουμε κι άλλη κάμαρη, μην σκοτίζεσαι. Δεν χάθηκε ο κόσμος. Θα τις ξυπνήσω εγώ το πρωί και θα στις φέρει ο Κωνσταντής που θα ανέβει στα κτήματα>>. Η Ελένη το σκέφτηκε για λίγες στιγμές. <<Κι αν ξυπνήσουν και τρομάξουν; Μπορεί να μας ζητάνε>> είπε με παράπονο. <<Έλα Χριστέ και Παναγιά. Σιγά μη κλαίνε κι όλας, κοτζάμ γυναίκες. Άντε καληνύχτα, τα λέμε το πρωί. Τόσο χορό που ρίξανε, θα ξυπνήσουν δεκαπενταύγουστο>>. Η Λενιώ πήρε την τσάντα της, και κοίταξε αγχωμένα τη Δρόσω. <<Αν ξυπνήσουν και...>>, <<Έλα βρε αδελφή, πώς κάνεις έτσι; Μη σου πω θα χαρούν που θα μείνουν εδώ>>. Ο Κωνσταντής χαιρέτησε τον Λάμπρο, που του ευχόταν ξανά για τη γιορτή αλλά και το νέο μέλος της οικογένειας. <<Κοίτα, σου έκανα καλή κατάσταση και το πεδίο ελεύθερο. Φρόντισε να πας να ξεραθείς>> του είπε πονηρά και ο δάσκαλος γέλασε με το υπονοούμενο.


Ζαλισμένη από το αλκοόλ, η Ελένη δεν πρόσεξε ότι ο Λάμπρος δεν πήρε τον επαρχιακό δρόμο για το σπίτι τους, μα τον πλαϊνό χωματόδρομο. Όταν στάματησε το αυτοκίνητο, εκείνη κοίταξε έξω με απορία. <<Τι κάνουμε εδώ;>> ρώτησε, μα ο άντρας βγήκε από την κούρσα και της έγνεψε να κάνει το ίδιο. <<Βγάλε τα τακούνια σου>> της είπε κι η Λενιώ το έκανε και τον ακολούθησε στο μονοπάτι που οδηγεί στη ρεματιά. Είχε ξαστεριά και το φεγγάρι ήταν πολύ φωτεινό, κάτι που τους βοηθούσε να βλέπουν το δρόμο τους. Ο Λάμπρος τη τράβηξε μαλακά από το χέρι, έκατσε σε μία πέτρα, που συνήθιζε να καθόταν από παλιά και εκείνη κούρνιασε στην αγκαλιά του. <<Έχεις τρελαθεί; Τι κάνουμε εδώ; Αν μας δει κανένα μάτι, ρεζίλι θα γίνουμε>>. Εκείνος αγνόησε τα λόγια της και τη φίλησε με πάθος. <<Κανείς δεν θα μας δει. Είμαστε μόνοι>>, <<Ωραία, πάμε σπίτι μας τότε. Κι εκεί μόνοι θα είμαστε>>. Ο άντρας δεν της απάντησε. Κόλλησε το μέτωπο του στο δικό της και τα χείλη του ακουμπούσαν ελαφρά τα δικά της. <<Ξέχνα τα όλα>>, <<Τι;>>, <<Ξέχασε τα όλα. Ξέχνα ότι είμαστε παντρεμένοι, ξέχνα ότι έχουμε παιδιά, ξέχνα τα>>, <<Τι λες;>>, <<Πες πως είσαι η ερωμένη μου. Πώς είμαστε εραστές>>. Ένα μικρό ειρωνικό γελάκι της ξέφυγε, μα εκείνος έμοιαζε να μιλάει σοβαρά. <<Θυμάσαι τι σου είχα υποσχεθεί κάποτε εδώ; Το καλοκαίρι πριν φύγω για το δεύτερο έτος>> τη ρώτησε ψιθυριστά. <<Θυμάμαι>> του είπε με παράπονο. <<Άσε με να το κάνω τώρα>>. Τη φίλησε με πάθος κι εκείνη δεν αντιστάθηκε. Ένιωθε το κορμί της να καίγεται, παρά το γλυκό ανοιξιάτικο αεράκι. Εκείνος κατέβασε αργά το φερμουάρ από το φόρεμα της και της το έβγαλε με προσοχή, αφήνοντας το σε μία διπλανή πέτρα, για να μην το χαλάσει. Το ίδιο έκανε κι εκείνη με το σακάκι του. Τα χέρια της κατέβηκαν στο στέρνο του και άνοιξε ένα ένα τα κουμπιά από το πουκάμισο. <<Ερωμένη...>> σκέφτηκε, τραβώντας το φανελάκι του. <<Καμία ηθική αναστολή, καμία λογική, καμία σκέψη>>. Ακούμπησε τα χείλη της πάνω στο στέρνο του, φιλώντας τον με πάθος. Κάθε της φιλί, τον εξίταρε ακόμα περισσότερο. Πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από το μεσοφόρι της, χαϊδεύοντας το στήθος της και κάνοντας την να ανατριχιάσει ολόκληρη. Έπειτα ανασηκώθηκε, τύλιξε το κορμί του στο δικό της και την ξάπλωσε στο δροσερό χώμα.


Μόνο το νερό που κύλαγε, ακουγόταν γύρω τους. Δεν ήθελε να την κάνει δική του αμέσως. Πρώτα θα την βασάνιζε γλυκά. Θα την έκανε να παρακαλάει για την ένωση τους. Κατέβασε ήρεμα τις ράντες από το μεσοφόρι της και άφησε γυμνό το στήθος της μπροστά του. Τα χείλη του που κινούνταν πάνω του, την έκαναν να τρέμει περισσότερο. Το τρέμουλο έγινε μεγαλύτερο, όταν ένιωσε το άγγιγμα του, ανάμεσα στα πόδια της. Εκείνος μετακίνησε μαλακά το εσώρουχο και βούλιαξε τα δάχτυλα του μέσα της. Το κορμί της τινάχτηκε σαν να την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. <<Λάμπρο...>> ψέλισε ξέπνοα και εκείνος σταμάτησε, κάνοντας της να τον αποζητά ακόμα περισσότερο. <<Δεν είναι η ώρα>> της ψιθύρισε και η γυναίκα ένιωσε άβολα. Χαμήλωσε το σώμα του πάνω από το δικό της. Η Ελένη, έκλεισε τα μάτια. Το κεφάλι του βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια της και τα χέρια του χάιδευαν το πλούσιο στήθος της. Η γλώσσα του που την ακουμπούσε, άρχισε να την τρελαίνει. Βογκούσε δυνατά και δεν ήξερε αν ήταν από ηδονή ή αν αυτό που περνούσε ήταν ένα μαρτύριο. Είχε παραλύσει και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Εκείνος το καταλαβε και σταμάτησε λίγο πριν φτάσει στην κορύφωση. <<ΜΗ ΛΑΜΠΡΟ, ΜΗ>> φώναξε η γυναίκα, μα την αγνόησε. Ανασήκωσε το σώμα του και μαζί, τα πόδια της, ξάπλωσε πάνω στο κορμό της και βυθίστηκε μέσα της απότομα. Κινούνταν γρήγορα και με ένταση, σε μία ένωση διαφορετική από τις άλλες. <<Φώναξε, μη το κρατάς μέσα σου>> της ψιθύρησε στο αυτί και η Ελένη βογγούσε πιο δυνατά, με το κορμί της να τρίβεται πάνω στο νωπό χώμα. <<Δείξε μου πόσο με θες>> της είπε κι εκείνη, έσπρωξε το σώμα του από πάνω της και χωρίς να βγει από μέσα του, ξάπλωσε πάνω στο κορμί του κι άρχισε να δίνει τον ρυθμό. Τα αγγίγματα του στο στήθος της, την έκαναν να δίνει όλο και περισσότερη ένταση, μέχρι που ο Λάμπρος κατάλαβε πως οι δυνάμεις του τελείωναν, σήκωσε τον κορμό του και την τράβηξε πάνω του για να ολοκληρωθεί η ένωση τους. Η Ελένη έτρεμε ολόκληρη κι ένιωθε την υγρασία να της τρυπάει το κορμί. Έμειναν εκεί μερικές στιγμές, χωρίς να κουνηθούν και να χωρίσουν κι ο άντρας της χάιδευε μαλακά τη πλάτη, προσπαθώντας να την επαναφέρει στη πραγματικότητα. <<Είσαι η ζωή μου>> είπε, κολλώντας το κορμί του πιο πολύ με το δικό της. <<Η ζωή σου είναι η γυναίκα σου. Εγώ είμαι απλά μια ερωμένη>> του απάντησε πονηρά κι εκείνος γέλασε. <<Έχεις όρεξη Σταμίρη;>>, <<Τι θες να ακούσεις;>>, <<Ναι, έχω όρεξη>>, <<Ναι, έχω όρεξη τότε>> είπε κι εκείνος της σήκωσε τις ράντες από το μεσοφόρι και κάλυψε το γυμνό στήθος της.


Τα σώματα τους ήταν γεμάτα λάσπες, κάτι που τους έκανε να γελούν ασταμάτητα. Η Ελένη φόρεσε μόνο το σακάκι του και μπήκε στο αυτοκίνητο κι εκείνος την ακολούθησε, κουβαλώντας το φόρεμα της. <<Αν μας δουν...>> είπε γελώντας. <<Πάψε. Δεν θα μας δει κανείς>> απάντησε γελώντας και έβαλε μπροστά την κούρσα. Μπήκαν στο σπίτι, γεμάτοι υπερένταση κι εκείνη άφησε το σακάκι του πάνω στη καρέκλα. <<Αν είχαν γίνει έτσι τα κορίτσια μας, γεμάτα χώματα, θα τα μάλωνα>> έκανε εύθυμα κι εκείνος τη κοίταξε νευρικά. <<Ποια κορίτσια μας; Τα κορίτσια τα έχω με τη γυναίκα μου>>, <<Α ναι σωστά, ξέχασα>> είπε γελώντας κι εκείνος την τράβηξε από το χέρι. <<Λάμπρο πού πάμε;>>, <<Δεν θα πλυθούμε; Με τις λάσπες θα μείνουμε;>>. Πήγαινε κανένας χρόνος που είχαν καταφέρει επιτέλους να φτιάξουν ένα μικρό μπάνιο, στην παλιά αποθήκη του σπιτιού, χωρίς μπανιέρα και καμία ιδιαίτερη πολυτέλεια. Ο δάσκαλος την οδήγησε μέσα και έκλεισε με δύναμη τη πόρτα. <<Είσαι τρελός;>> τον ρώτησε ανήσυχα. <<Ναι. Πολύ>>. Ο Λάμπρος άνοιξε το νερό και το άφησε να τρέχει από ψηλά, βάζοντας το σε μία μικρή βάση στήριξης που είχε φτιάξει ο ίδιος. Κόλλησε με δύναμη τη γυναίκα στον τοίχο και προσπάθησε να της βγάλει τελείως το μεσοφόρι, τραβώντας το από πάνω της. Το νερό το έκανε να κολλήσει κι εκείνος έβαλε μεγαλύτερη δύναμη, σκίζοντας το, πάνω στην ένταση να γευτεί ξανά το κορμί της. Η Ελένη του έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα από πάνω του και έλυσε τη ζώνη από το παντελόνι του. Έπειτα γονάτισε μπροστά του και το τράβηξε κάτω με δύναμη. <<Λενιώ τι κα...>>. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και ένιωσε την απόλυτη ηδονή. Πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά της και της έδινε πιο έντονα τον ρυθμό. Τα πόδια του λύγιζαν μα έπρεπε να μείνει εκεί και να απολαύσει την περιποίηση της. Δεν το είχε ξανακάνει ποτέ κι εκείνος δεν την πίεσε, μα τώρα το ήθελε όσο τίποτα. Έκλεισε τα μάτια του για να νιώσει ακόμα περισσότερο την απόλαυση. Λίγο αργότερα την τράβηξε για να σηκωθεί. Δεν ήθελε να την αφήνει ανικανοποίητη. <<Τι έκανες;>> τη ρώτησε ζαλισμένος. <<Έτσι δεν κάνουν οι ερωμένες;>> του απάντησε με θράσσος. Εκείνος γύρισε το κορμί της, το κόλλησε στο τοίχο και βυθίστηκε ξανά μέσα της. <<Να με τρελάνεις τελείως θες; Λέγε>> της φωναξε, δίνοντας περισσότερη ένταση στην δεύτερη ένωση τους. Η Ελένη, εξουθενωμένη, έφερε τα χέρια του πάνω στο στήθος της και τον άφησε να την κάνει δικιά του. Όταν ολοκλήρωσαν για δεύτερη φορά, ο Λάμπρος κατάλαβε πόσο κουρασμένο ένιωθε το σώμα της. Την τύλιξε με ένα μαλακό μπουρνούζι και την πήρε στην αγκαλιά του για να την οδηγήσει στο κρεβάτι.


Την κρατούσε στην αγκαλιά του, όσο εκείνη χτένιζε τα βρεγμένα της μαλλιά, φιλώντας ήρεμα τον λαιμό της. <<Όσες φορές κι αν σου πω ότι είσαι η ζωή μου, δεν φτάνει. Δεν θα σε χορτάσω, ούτε σε δέκα ζωές καρδιά μου>> ψιθύρησε στο αυτί της και έλυσε το μπουρνούζι της. Ξάπλωσαν αγκαλιασμένοι, να χαιδεύουν ο ένας το κορμί του άλλου. Εκείνη αποκοιμήθηκε λίγα λεπτά αργότερα, μα εκείνος έμεινε αρκετή ώρα να την χαζεύει. Η υπερένταση τον έκαιγε ολόκληρο. Ίσως μέσα του να ήθελε ακόμα μία ένωση, μα αρκέστηκε να την κοιτάζει αχόρταγα και να φλέγεται σαν να είχε πυρετό. Αποκοιμήθηκε κι εκείνος το ξημέρωμα και άφησε το κορμί του να ξεκουραστεί. Η Ελένη ξύπνησε μετά από 4 ώρες, μα ένιωθε σαν να είχε χορτάσει αρκετό ύπνο. Σηκώθηκε και φόρεσε μία μακριά ρόμπα, για να καλύψει το γυμνό της κορμί και κοίταξε από το παράθυρο. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ζεστή. Χαμογέλασε σκεπτόμενη τα κορίτσια της, που θα ερχόντουσαν σε λίγη ώρα και θα έτρεχαν χαρούμενες μέσα στο σπίτι. Ένα περίεργο αίσθημα γεννήθηκε μέσα της, μια διαίσθηση, ένα σκίρτημα, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Κοίταξε τον Λάμπρο που κοιμόταν γαλήνιος και ξαναγύρισε το βλέμμα της το παράθυρο. <<Ίσως από την ένταση της βραδιάς...>> σκέφτηκε και άρχισε να ετοιμάζεται για να υποδεχτεί τις μικρές.


Έμπλεκαν τα δάχτυλα τους, ενώ έπαιρναν πρωινό και απλά κοιτάζονταν στα μάτια, χωρίς να μιλούν. Η ησυχία του σπιτιού ερχόταν σε αντίθεση με την υπερένταση από το χτεσινό βράδυ. Πάλευαν και οι δύο να ξαναβρούν την ηρεμία τους και να επανέλθουν στη πραγματικότητα. Από την άλλη η Ελένη, ένιωθε ακόμα μία περίεργη αναστάτωση που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Η πόρτα χτύπησε και η γυναίκα σηκώθηκε να ανοίξει. <<Τέρμα η ερωμένη>> του ψιθύρισε κι εκείνος γέλασε πονηρά. <<Μανούλα>> τσίριξαν και τα δύο κορίτσια και έτρεξαν πάνω της, ενώ έσκυψε μπροστά τους για να τις αγκαλιάσει. <<Καλώς τους, καλώς τους>> είπε εύθυμα εκείνη. Η μικρή άφησε την Λενιώ και πήγε στον πατέρα της, που σηκώθηκε να τις χαιρετήσει. <<Καλημέρα Κωνσταντή. Κάτσε να σου κάνω καφέ>> είπε η Ελένη, μα εκείνος έγνεψε αρνητικά. <<Να σαι καλά, αλλά έχω δουλειές>>, <<Μαμά η θεία η Δρόσω μας έκανε κέικ, τηγανίτες και γάλα με κακάο>> έκανε η Ευγενία και η μητέρα της, τη χάιδεψε τρυφέρα στο κεφάλι. Ο Κωνσταντής χαιρέτησε και έφυγε από το σπίτι και το ζευγάρι έκατσε, κρατώντας τα κορίτσια στην αγκαλιά του. <<Κοιμηθήκατε καλά;>> ρώτησε ο Λάμπρος. <<Ο θείος μας πέταγε μαξιλάγια!>> απάντησε η Βαλεντίνη και ο πατέρας της γέλασε. <<Άντε να αλλάξετε μη χαλάσουν τα φουστάνια σας. Φτάνει που πλαγιάσατε με αυτά. Ευγενία, βοήθησε τη μικρή>> είπε η Ελένη και τα κορίτσια σηκώθηκαν και πήγαν στη κάμαρη τους. Η Λενιώ αναστέναξε κι ο Λάμπρος της χάιδεψε τρυφέρα το πρόσωπο. <<Τι έχεις καρδιά μου; Μελαγχόλησες;>>, <<Δεν ξέρω. Νιώθω λίγο περίεργα...>>. Ο δάσκαλος τη φίλησε στο μάγουλο. <<Πόσο περίεργα δηλαδή;>>, <<Δεν ξέρω. Σαν κάτι να άλλαξε. Σαν να ξημέρωσε άλλη μέρα>>

Continue Reading

You'll Also Like

123K 4.9K 35
"πάρε τα κουλά σου από πάνω μου"είπα και περνώ θάρρος και τον πλησιάζω επιθετικά. "ηρεμισε κοριτσάκι"είπε και με κολαει παλι πάνω στον τοίχο. ΑΑΑ ΔΕΝ...
56.5K 356 22
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
1.1K 80 5
Μια ιστορία για μια μάγισσα και έναν ορθολογιστή που δεν πίστευε στο μεταφυσικό. Τι θα συμβεί όταν ενωθούν; Αντρέι & Θεοφανώ AU 💙⚔️
453K 25.3K 64
«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου α...