Ευγενία

By angry_bird24

66.3K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

Ο ΝΟΝΟΣ

951 27 0
By angry_bird24

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1980

Η Ελένη έδωσε μία τελευταία τσάντα, στο Λάμπρο, κι εκείνος την άφησε στο (ασφυκτικά γεμάτο) πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου τους. Πάλευαν εδώ και μία ώρα κάτω από τον καυτό ήλιο, να χωρέσουν όλα τα πράγματα της Ευγενίας στη κούρσα που θα την πήγαινε στη Θεσσαλονίκη. <<Να σου δώσω και καμία ακόμα κουβέρτα μαζί, να έχεις αν χρειαστεί να φιλοξενήσεις κανέναν>> πέταξε η Λενιώ και πήγε να φύγει προς το σπίτι, μα η Ευγενία τη σταμάτησε. <<Φτάνει καλέ μαμά, τόσες μου έδωσες! Δεν έχω χώρο>>, <<Μα παιδί μου, κάνει κρύο στη Θεσσαλονίκη. Εδώ δεν θα μας λείψουν>>. Ο Λάμπρος την έπιασε από τον ώμο. <<Ντάξει θα είναι κορίτσι μου, σταμάτα να την φορτώνεις. Κι αν χρειαστεί κάτι το παιδί, το βάζουμε στο λεωφορείο και θα πάει να το παραλάβει>>. Η Ελένη χαμήλωσε το βλέμμα παραπονεμένη. <<Δεν θέλω να της λείψει τίποτα>> απάντησε με μάτια υγρά. <<Δεν θα της λείψει καρδιά μου. Και δεν πάει και στην Αμερική. 2.5 ώρες είναι η Θεσσαλονίκη. Ευγενία μου, πήγαινε να χαιρετήσεις τις αδελφές σου, να φύγουμε>> της είπε ο Λάμπρος και το κορίτσι κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Εκείνος αγκάλιασε τη γυναίκα του, που έτρεμε, στη προσπάθεια της να φανεί ψύχραιμη και να μην δείξει την ανησυχία της. <<Θα είναι μια χαρά>> της ψιθύρισε και η Ελένη τον έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά της, προσπαθώντας να πάρει δύναμη. Στις σκάλες του σπιτιού, καθόντουσαν και τους παρακολουθούσαν, τα δύο μικρότερα κορίτσια της οικογένειας, αμίλητες και ανέκφραστες. Η Ευγενία τις πλησίασε και σηκώθηκαν όρθιες, έτοιμες να την αποχαιρετήσουν. <<Να μη στεναχωριέστε, εντάξει;>> τους είπε, μα καμία από τις δύο δεν απάντησε. Στράφηκε στη μεγαλύτερη και πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από τις μαύρες μπούκλες της Βαλεντίνης. <<Πρόσεχε τώρα που θα φύγω. Δεν θα είμαι εδώ να μπαίνω στη μέση όταν τσακώνεσαι με τη μαμά>>. Το κορίτσι γέλασε νευρικά. <<Το κακό είναι πως δεν θα είσαι εδώ γενικά και δεν θα την κάνει κανένας καλά. Εσύ φεύγεις, εμείς θα την πληρώσουμε>> απάντησε και η Ευγενία γέλασε με τη σειρά της. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και έμειναν έτσι μερικές στιγμές. <<Να μου γράφεις, ε; Τι τα μαζεύεις αυτά τα επιστολόχαρτα που μυρίζουν τόσο καιρό; Χάλα κανένα για την μεγάλη σου αδελφή, που φεύγει για σπουδές>> την πείραξε η Ευγενία και η Βαλεντίνη έγνεψε καταφατικά. <<Χαθήκαν τα τηλέφωνα; Καλά. Άμα έχω τίποτα νέα που δεν θέλω να ακούσει η μαμά, θα στα γράφω>>  της ψιθύρισε και η κοπέλα της έκλεισε το μάτι. Δίπλα τους στεκόταν ένα μικρότερο κορίτσι, 8.5 χρονών. Η μικρότερη δεσποινίς Σεβαστού, είχε καστανόξανθα μαλλάκια σαν της Ελένης και μαύρα μεγάλα μάτια σαν του Λάμπρου. Δεν έμοιαζε σε κανέναν απόλυτα σαν τη Βαλεντίνη, που ήταν ίδια ο πατέρας της. Η Ευγενία της χάιδεψε το πρόσωπο, μα το κορίτσι παρέμενε ανέκφραστο. <<Λουλουδάκι μου... Μη μου στεναχωριέσαι. Θα έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ>> έκανε λυπημένα η Ευγενία, μα η μικρή δεν απάντησε. <<Δεν μου πεις αντίο;>>, <<Θέλω να έρθω κι εγώ μαζί σου στη Θεσσαλονίκη>> είπε με θράσος η μικρή.  <<Δεν γίνεται αυτό καρδούλα μου. Έχεις σχολείο>>, <<Θα πάω εκεί σχολείο>>. Ο Λάμπρος άφησε ανήσυχος την Ελένη από την αγκαλιά του. <<Αγάπη μου, η Ευγενία μας πάει εκεί για να σπουδάσει. Δεν γίνεται να πας μαζί της, τα είπαμε αυτά>> της είπε ήρεμα ο δάσκαλος. <<Ναι αλλά εμείς θα είμαστε όλοι μαζί και η Ευγενία θα είναι μόνη της. Δεν είναι δίκαιο. Δεν θέλω να είναι μόνη της>> απάντησε με δάκρυα στα μάτια. Η Ελένη έπιασε το μπράτσο του άντρα της, προσπαθώντας να συγκρατηθεί. Η Ευγενία αγκάλιασε τη μικρή και της χάιδεψε τα μαλλάκια. <<Να προσέχεις, εντάξει; Και θα έρθω σύντομα. Ούτε που θα το καταλάβεις, ε λουλουδάκι μου;>>. Το κορίτσι την κοιτούσε χωρίς να μιλά και ο πατέρας της πλησίασε για να σπάσει τον πάγο. <<Άντε να χαιρετήσεις και τη μαμά σου και να φύγουμε>>  είπε στην Ευγενία και πλησίασε κοντά στις δύο μικρότερες κόρες του. <<Δεν θα αργήσω. Να είστε καλά κορίτσια και να ακούτε τη μάνα σας. Δεν θέλω καβγάδες>>. Φίλησε και τις δύο ξεχωριστά. <<Να έρθω μαζί σου μπαμπά;>> ρώτησε παρακαλετά η Βαλεντίνη, <<Καμία δεν θα έρθει. Θα μείνετε εδώ και το βράδυ θα έχω γυρίσει. Αν κοιμάστε, θα σας φιλήσω για να καταλάβετε ότι ήρθα. Εντάξει;>> ρώτησε και η Βαλεντίνη έγνεψε θετικά, μα η μικρούλα έμεινε ανέκφραστη να τον κοιτάει. Ο Λάμπρος αναστέναξε. <<Δεν τα είπαμε αυτά Λουλούδι μου; Έλα, μη κάνεις έτσι. Θα σας φέρω και τρίγωνα, να τα φάτε για πρωινό>> έκανε κεφάτα και τις φίλησε ξανά.

Η Ευγενία πλησίασε την Ελένη, που την χάιδεψε στα μπράτσα προστατευτικά. <<Μαμά...>>. Η γυναίκα τη διέκοψε. <<Λοιπόν, να προσέχεις και να περάσεις καλά. Όχι μόνο διάβασμα. Δεν σε στέλνω να μονάσεις, εντάξει;>>, <<Μαμά μου...>> ψέλλισε η Ευγενία συγκινημένη.  <<Και να με παίρνεις τηλέφωνο , έτσι; Κι ότι χρειαστείς, θα μου το πεις κι εγώ θα έρθω. Δεν χρειάζομαι τον πατέρα σου, και μόνη μου έρχομαι>>. Η Ευγενία έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η Λενιώ δεν μπορούσε να κρατάει άλλο τη ψυχραιμία της και γέμισαν και τα δικά της μάτια με δάκρυα, κρατώντας σφιχτά την κόρη της που έτρεμε. <<Πώς θα ζήσω χωρίς εσάς;>> ψέλλισε το κορίτσι στο αυτί της. Η Ελένη την άφησε και έκλεισε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια της. <<Δεν ζεις χωρίς εμάς, εδώ είμαστε. Ακούς; Πας να σπουδάσεις, έκανες τόσο κόπο. Κι εμείς εδώ είμαστε, σε λίγο καιρό μαζί μας θα είσαι>>. Την αγκάλιασε ξανά, μα το κορίτσι συνέχισε να τρέμει. <<Μαμά μου, δεν μπορώ χωρίς εσένα>>, <<Ούτε εγώ. Αλλά θα κάνουμε κουράγιο και θα περάσει ο καιρός. Δεν σε μεγάλωσα για να μείνεις δίπλα μου κολλημένη. Εσύ είσαι για άλλα πράγματα>> της είπε και ο Λάμπρος πήγε δίπλα τους και χάιδεψε τη πλάτη της Ευγενίας. <<Πάμε κόρη μου; Έλα, ήρθε η ώρα>>. Η Ελένη της σκούπισε τα μάτια και τη φίλησε, πριν την βάλει στο αυτοκίνητο. <<Δε θα αργήσω καρδιά μου. Το βράδυ θα είμαι πίσω>> της είπε ο Λάμπρος και τη φίλησε απαλά. Εκείνη πλησίασε τις δύο μικρότερες κόρες της. Κάθισε δίπλα τους, μέχρι που η κούρσα απομακρύνθηκε από την αυλή κι ύστερα έμειναν κι οι τρεις αμίλητες. Λίγη ώρα μετά, η Ελένη ανασηκώθηκε.  <<Λοιπόν, το μεσημέρι θα έρθει η γιαγιά να φάμε όλες μαζί. Θα σας κάνει και κεφτέδες, που σας αρέσουν. Θέλετε να φτιάξουμε και μία πίτα; Ε; Να φάει κι ο μπαμπάς το βράδυ που θα έρθει>> ρώτησε, μα καμία δεν της απάντησε. <<Γιατί δεν με άφησες να πάω μαζί της;>> είπε νευρικά η μικρή. <<Σιγά μη σε άφηνε. Τι δουλειά έχεις μωρέ στη Θεσσαλονίκη με την Ευγενία; Στο πανεπιστήμιο θα σε παίρνει;>> της φώναξε η Βαλεντίνη. <<Δεν ρώτησα εσένα>>, <<Ρωτάς βλακείες>>, <<ΦΤΑΝΕΙ!>> πέταξε η Ελένη και αγκάλιασε τη μικρούλα. <<Κοριτσάκι μου, δεν γινόταν να πας μαζί της>>, <<ΓΙΑΤΙ;>>, <<Γιατί είσαι ΜΙΚΡΗ κι η Ευγενία πάει για σπουδές. Ποιος θα σε προσέχει; Μη λέμε ανοησίες. Θα γυρίσει η αδελφή σου, σε λίγο καιρό θα τη δεις>>. Το παιδί σηκώθηκε όρθιο και την κοίταξε λυπημένα.  <<Εγώ δεν μπορώ χωρίς την Ευγενία!>> της απάντησε και έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Η Ελένη αναστέναξε. <<Νιάνιαρο... Επίτηδες τα κάνει για να ασχολείστε μαζί της>> είπε η Βαλεντίνη και ανέβηκε κι εκείνη τις σκάλες.

Ρούφηξε μία μεγάλη γουλιά καφέ η Βιολέτα και κοίταξε την Ελένη, που καθάριζε πατάτες, γεμάτη νευρικότητα. <<Θα της περάσει. Της έχει αδυναμία της μεγάλης και τώρα στεναχωριέται>> έκανε με ηρεμία και δάγκωσε ένα μπισκότο. <<Τι άλλο να της κάνω βρε Βιολέτα; Δεν έχει σταματήσει να κλαίει. Κι εμένα τα νεύρα μου, δεν είναι καλά. Άφησα και το κορίτσι μου σε ξένο τόπο, έχω και τη μικρή να χαλάει το κόσμο. Ποιον να πρωτοκοιτάξω;>> διαμαρτυρήθηκε η Λενιώ. Η Βαλεντίνη, που καθόταν παραδίπλα, έπαιζε αδιάφορα με τη μπούκλα της.  <<Α εγώ τη καταλαβαίνω λίγο. Κι εγώ άμα έφευγε ο μπαμπούνης μου, έτσι θα έκανα και χειρότερα>> πέταξε και άρχισε να χαζεύει ένα περιοδικό. <<Ενώ άμα φεύγαμε όλοι οι άλλοι, καρφί δεν θα σου καιγόταν>> της απάντησε ειρωνικά η Ελένη. <<Άλλο ο μπαμπούνης μου. Αλλά σιγά μην έμενα εδώ. Θα πήγαινα μαζί του, ήθελε/δεν ήθελε>>, <<Άλλο κακό να μην τον βρει, το μπαμπούνη σου>> έκανε πειραχτηκά η Ελένη.  <<Μη μαλώνετε καλέ, μέρα που είναι. Κι εσύ βρε κοπέλα μου, αυτό το στόμα σου!>> τη μάλωσε η Βιολέτα. <<Δεν είπα τίποτα, την αλήθεια είπα. Να φύγω τώρα;>> ρώτησε η Βαλεντίνη. Η Ελένη την κοίταξε αυστηρά. <<Πού να πας παιδί μου;>>, <<Έλα καλέ μαμά, μέχρι τη Φιλίτσα, να δω το καινούργιο δίσκο που της έφερε η ξαδέλφη της>>. Εκείνη κούνησε το κεφάλι ειρωνικά.  <<Ήταν που θα καθόσουν να στηρίξεις τη μικρή. Το υποσχέθηκες και στο πατέρα σου.>>. Η Βαλεντίνη σηκώθηκε κεφάτα.  <<Τι να της πω καλέ μαμά; Αφού όποτε πάω μέσα, μου λέει να φύγω και κλαίει. Έλα, σε παρακαλώ. Σάββατο είναι. Εδώ θα κάτσω;>>, <<Αλίμονο. Περιμένει κι ο μορφιονιός της Σοφούλας άλλωστε>> , <<Έλα καλέ μαμά. Μια βόλτα... Δε θα αργήσω>>. Η Ελένη ξεφύσηξε. <<Φύγε, να δω τι θα καταλάβεις. Σε μία ώρα να είσαι πίσω>>. Το κορίτσι πετάχτηκε χαρούμενη και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. <<Δεν θα αργήσω, αλήθεια>> έκανε και βγήκε στην αυλή τρέχοντας. Η Βιολέτα έβαλε τα γέλια. <<Να δεις, θα τον κάνεις γαμπρό το λεγάμενο στο τέλος. Πήρε από σένα. Τον τύλιξε μικρή>>. Η Ελένη δαγκώθηκε. <<Να με διαολίσεις θες; Μα τώρα έχω άδικο; Δεν μπορούσε να πάει μέσα, να πει ένα καλό λόγο στην αδελφή της; Μια ζωή, δεν μπορώ να συνεννοηθώ με αυτό μου το παιδί!>>, <<Ποια καλέ να πει καλό λόγο; Η Βαλεντίνη; Αυτές τρώγονται από τότε που γεννήθηκε η μικρή>>.  Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. <<Γιατί με εμένα τι κάνει; Μόνο με την Ευγενία τα βρίσκει και με το μπαμπούνη της αλλά αυτός όλα σωστά τα κάνει>>. Η Βιολέτα πήρε ακόμα ένα μπισκότο. <<Έτσι ήταν από μωρό. Την κανακεύαμε όλοι και πλάνταζε στο κλάμα, ως να έρθει ο Λάμπρος και να του κάνει χαρούλες. Κι έγω είχα αδυναμία στο μακαρίτη τον πατέρα μου, κι εσύ το ίδιο στο Σταμίρη αλλά αυτή παραείναι>>. Η Λενιώ έκατσε δίπλα της. <<Το κακό είναι πως η μικρή, έχει αδυναμία στην Ευγενία. Δε πας μέσα, μπα και την ηρεμήσεις λίγο; Έλα βρε Βιολέτα, εσένα σου έχει αδυναμία>>. Η Βιολέτα έγνεψε θετικά. <<Θα πήγαινα από μόνη μου. Το πουλάκι μου... Βαλάντωσε, ζωή να χει>> είπε και αναστέξανε. <<Και ξέρεις, ε; Είναι και στερνοπούλι, δε μπορώ να τη μαλώνω. Η Ευγενία είναι συνετή, η άλλη με διαολίζει κι ότι και να της πω, βγάζει γλώσσα αλλά τούτη δω, έχει το δάκρυ ψωμοτύρι. Ίσα να πω μια κουβέντα, αρχίζει το κλάμα. Την έκανα και μεγάλη βλέπεις. Έχω ενοχές>>, <<Έλα βρε Λενιώ, τι λόγια είναι αυτά;>>, <<Ε πως βρε Βιολέτα. Η Παγώνα είχε εγγονό στην ηλικία μου. Ας όψεται... Τέλος πάντων>>. Η Βιολέτα σηκώθηκε και τη σκούντησε. <<Αν ο άντρας είναι ντελικανής και  όταν σε βάζει κάτω, αναστενάζει ο κάμπος, πώς να μην έρθει το παιδί; Στο χέρι του είναι; Για θα τον κόψεις πάνω στο καλύτερο, μη και συμβεί κανένα τυχερό;>>. Η Ελένη γέλασε ντροπαλά. <<Έλα καλέ, ντροπή. Είσαι και πεθερά μου...>>. Η Βιολέτα χαχάνισε νευρικά. <<Ε τότε να σε ρωτάω τι μαγείρεψες στο λεβέντη μου και αν είναι καλοσιδερωμένα τα πουκάμισα του. Άσε μας μωρέ... Εγώ και να ζούσε ο Μιλτιάδης μου, έτσι θα ήμουν. Φίλες είμαστε, θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε; Κι όταν σε έκανε νύφη και περίμενε ο καλός μου, πότε θα έρθεις και θα μας πεις ότι φούσκωσες, του έλεγα να μην αγχώνεται γιατί ο Λάμπρος είναι σοβαρός έξω αλλά μέσα είναι φωτιά. Τον έκοβα εγώ. Ανάσα δεν θα παίρνει η νύφη σου. Ε μια, δυο, τρεις, θα γκαστρωθεί, πού θα πάει; Στο χέρι της ήταν;>>. Η Ελένη έβαλε τα γέλια και συνέχισε να καθαρίζει τις πατάτες.

Η Β αλεντίνη κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και στη πίσω μεριά, τη περίμενε ένα νεαρό αγόρι που στεκόταν κρυμμένο στο πλάι της λεύκας. <<Άντε, πού είσαι;>> τη ρώτησε νευρικά. <<Έφυγε η Ευγενία και το νιάνιαρο κλαίει συνέχεια, πώς να φύγω;>> του απάντησε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. <<Γιατί κλαίει;>>, <<Ε προχώρα ντε και θα στα πω όταν φτάσουμε!>>. Άρχισαν να περπατούν και η Βαλεντίνη του έπιασε το μπράτσο. <<Η μάνα σου είπε τίποτα που έφυγες;>> ρώτησε ο Νέστορας.  <<Μπα, δεν έχει όρεξη. Έφυγε η αδυναμία της βλέπεις>>, <<Όλες το ίδιο σας βλέπει η κυρά-Λένη>> πέταξε ο νεαρός. Η Βαλεντίνη έγνεψε αρνητικά. <<Στην Τζένη έχει αδυναμία. Κι ο μπαμπάς μου σε μένα. Απλά η μικρή είχε αδυναμία στην Ευγενία κι αυτή έφυγε. Ε τι να κάνουμε; Δεν πειράζει, πολλά χατίρια της έκανε>>. Περπάτησαν ως τη ρεματιά και έκατσαν κάτω από ένα δέντρο, πετώντας πετρούλες στο νερό. <<Άρα δεν είπε τίποτα η μάνα σου που σήμερα θα βγαίναμε περίπατο;>>, <<Σάμπως της το είπα; Εγώ για Φιλίτσα είπα. Βέβαια εκείνη το κατάλαβε αλλά δε βαριέσαι. Σιγά>> έκανε αδιάφορα το κορίτσι.  <<Τι την έχει πιάσει τελευταία; Την πειράζει που είμαστε φίλοι;>> αναρωτήθηκε ο Νέστορας. <<Ξέρω γω. Λίγο με νοιάζει. Απλώς καλύτερα να βρούμε άλλο μέρος να καθόμαστε. Έρχονται και οι γονείς μου εδώ κάπου-κάπου>>. Ο νεαρός γέλασε. <<Τι έρχονται να κάνουν εδώ; Εδώ μόνο ζευγαράκια μαζεύονται>>, <<Ερχόντουσαν στα νιάτα τους και τους έχει μείνει. Άλλωστε είναι ακόμα ερωτευμένοι>> είπε και χαμογέλασε πονηρά.  Ο νεαρός γέλασε πιο έντονα και η Βαλεντίνη ένιωσε άβολα. <<Σ' αυτή την ηλικία ρομαντζάρουν;>>, <<Ναι γιατί; Περίεργο σου κάνει;>>, <<Οι δικοί μου δεν κάνουν τέτοια>>, <<Δεν θα αγαπιούνται πολύ τότε>> του απάντησε με νεύρο και το αγόρι χαμήλωσε το βλέμμα. <<Μπορεί... Πάντως η μάνα μου ξέρεις τι έχει πει; Ότι ο πατέρας σου την αγαπούσε από μικρός τη μάνα σου. Πιο μικροί από μας>>. Η Βαλεντίνη ξάπλωσε στο χώμα. <<Το ξέρω. Είναι ρομαντικός ο μπαμπούνης μου. Σα πρίγκιπας. Κι η μάνα μου είναι, μα δε το δείχνει. Είναι δυναμική, σαν εμένα>>. Ο Νέστορας την κοίταξε ντροπαλά. <<Καλό είναι αυτό;>>, <<Για γυναίκα; Το καλύτερο. Ήθελες να είμαι σα το χαζό, την αδελφή μου κι όλο να κλαίω; Σιγά>>. Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι αρνητικά. <<Μπα, καλύτερα έτσι>>, <<Αυτό λέω κι εγώ>> συμφώνησε η Βαλεντίνη και έγειρε πάνω στο στέρνο του.

Η Ελένη μπήκε στην κάμαρη των κοριτσιών. Η μικρούλα κοιμόταν, έχοντας αγκαλιά ένα μεγάλο λευκό σκύλο. Η Βαλεντίνη καθόταν στο κρεβάτι της και κοίταζε κάτι πολύχρωμα επιστολόχαρτα, με το φωτάκι δίπλα στο κρεβάτι της ανοιχτό. Η Λενιώ την πλησίασε κι έκατσε δίπλα της. <<Θυμάσαι τι ώρα είναι;>> ρώτησε δήθεν αυστηρά. <<Όχι. Το ξέχασα. Καλά και το πες>>, <<Το σχόλιο κάτω από τη γλώσσα. Τι ναι τούτα; Αυτά τα επιστολόχαρτα που μαζεύεις;>>. Η Βαλεντίνη κούνησε το κεφάλι θετικά. <<Τι τα κοιτάς;>>, <<Η Τζένη...>>, <<Η Ευγενία!>>, <<Η Τζένη, θέλει να της γράφω κανά γράμμα με δ' αύτα. Είπε να χαλαλίσω κανένα για το χατίρι της>>. H Λενιώ χαμογέλασε. <<Να της γράφεις τότε>> είπε λυπημένα. <<Μαμά...>>, <<Τι ναι;>>, <<Σου λείπει πολύ η Τζένη, ε;>>. Η Ελένη ξάπλωσε δίπλα της και την αγκάλιασε. <<Μου λείπει... Όποια κι αν δεν ήταν εδώ, θα μου έλειπε>>, <<Κι εμένα μου λείπει. Νόμιζα πως δε με πείραξε αλλά...>>, <<Τι;>>, <<Ε να, είδα το κρεβάτι της άδειο, χωρίς το χαζοαρκούδο της... Δεν έχω και κανέναν να πω μια κουβέντα...>> έκανε λυπημένα κι η Λενιώ τη φίλησε στο κεφάλι. <<Θα κάνουμε υπομονή όλοι, και θα γυρίσει σύντομα>>, <<Με τον αρκούδο;>> ρώτησε γελώντας η Βαλεντίνη. <<Αφού δεν μπορεί χωρίς αυτόν, τι να κάνουμε;>>. Η Βαλεντίνη γέλασε νευρικά. <<Μου τον είχε αφήσει δίπλα μου, όταν γένναγα εσένα για να με προσέχει. Μέχρι τότε, δεν τον είχε αφήσει από το χέρι της. Με το ζόρι της τον έπαιρνα όταν πήγαινε στο χορωδία με τη θεία τη Δρόσω. Όπου η Ευγενία κι ο Μπούμπης>>. Η Βαλεντίνη ξάπλωσε στην αγκαλιά της. <<Μη στεναχωριέσαι μαμά. Αυτή άμα στεναχωριέσαι, θα στεναχωριέται διπλά. Σου έχει αδυναμία...>>, <<Λες;>>, <<Ε ναι. Εγώ έχω στο μπαμπούνη μου, το λέω. Δεν βάζω κανέναν πιο πάνω>>. Η Ελένη αναστέναξε και έκανε να σηκωθεί. <<Πέσε να κοιμηθείς γιατί το πρωί θα παλεύει ο μπαμπούνης σου να σε ξυπνήσει, και δεν θα ανοίγει το μάτι σου όσο αδυναμία κι αν του έχεις>>, <<Ζηλεύεις;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Μπα, συνήθισα>> απάντησε, κλείνοντας της το μάτι και βγήκε από την κάμαρη.

Δεν πρόλαβε να κάτσει στον καναπέ, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. <<Έλα καρδιά μου>> είπε χαρούμενη, ακούγοντας την Ευγενία στην άλλη μεριά του ακουστικού. <<Έλα μαμά μου, τι έγινε;  Ήρθε ο μπαμπάς;>>, <<Όχι κόρη μου, έχει φύγει πολύ ώρα;>>, <<Μπα. Τώρα θα πρέπει να φτάνει. Πήρα να σε ακούσω πιο πολύ, μήπως αργότερα ξάπλωνες>>, <<Με τον πατέρα σου στο δρόμο; Θα αστειεύεσαι>>. Το κορίτσι γέλασε. <<Σωστά. Τι λέω... Όλα καλά εκεί; Η μικρή;>> ρώτησε η Ευγενία, μα η Ελένη μαγκώθηκε. <<Ναι, ναι, όλα καλά. Θα της περάσει, μη το σκέφτεσαι>> απάντησε, όσο πιο αδιάφορα μπορούσε για να μην την αγχώσει. <<Είναι χάλια, ε;>>, <<Ευγενία μου, μη σκας εσύ. Θα της περάσει. Την ξέρεις την αδελφή σου, είναι ευαίσθητη. Ε θα πάει σχολείο, θα δει την Ανέτ... Θα της περάσει σιγά-σιγά>>. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Λάμπρος, κουρασμένος από το ταξίδι. <<Έλα κοριτσάκι μου, ήρθε ο μπαμπάς. Ναι μόλις. Ωραία, άντε καληνύχτα και πρόσεχε>> είπε η Ελένη και έκλεισε το ακουστικό. <<Η Ευγενία ήταν;>> ρώτησε ο άντρας και έκατσε σε μία καρέκλα, κατάκοπος. <<Ναι, πήρε να δει αν έφτασες. Να σου βάλω να φας;>>, <<Εντάξει είμαι. Τσίμπησα κάτι στο δρόμο>>. Η Ελένη του έπιασε το χέρι και το έτριψε μαλακά. <<Πώς ήταν εδώ τα πράγματα; Η μικρή;>> τη ρώτησε και η Λενιώ αναστέναξε. <<Όπως τα άφησες. Δεν ακούει κανέναν. Ήρθε και η Δρόσω με την Ανετούλα, η Βιολέτα... Κανένας δεν την έκανε καλά>>. Ο δάσκαλος κούνησε το κεφάλι του. <<Σταμίραινα ξεροκέφαλη κι αυτή. Δεν σας κάνουμε καλά με τίποτα>> είπε γελώντας. <<Δεν έχω όρεξη για χωρατά Λάμπρο. Άφησα το κορίτσι μου μόνο του και έχω να σκεφτώ και τα κλάματα της κόρης μας, που δεν ακούει κανέναν>>, <<Η Βαλεντίνη;>>, <<Α τώρα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Τη Βαλεντίνη τη νοιάζει αν θα πάει στη Φιλίτσα βόλτα και πότε θα έρθει ο μπαμπάς της>> πέταξε η Ελένη κουνώντας το κεφάλι ειρωνικά. Ο άντρας έκανε να σηκωθεί, μα τον σταμάτησε. <<Πού πας;>>, <<Να φιλήσω τις μικρές. Τους είπα θα τις φιλήσω όταν έρθω>>, <<Να χαρείς Λάμπρο, όχι. Αμάν έκανα να κοιμηθούν. Άσε τα φιλιά για αύριο>> του ζήτησε. Εκείνος την πλησίασε και έκλεισε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια του. <<Τότε να φιλήσω τη μεγάλη>> απάντησε και τη φίλησε μαλακά στα χείλη και έπειτα παθιασμένα. <<Μια χαρά θα είναι η Ευγενία μας. Μυαλωμένη είναι, έξυπνη είναι, ώριμη... Δεν έχει ανάγκη>>, <<Έκλαιγε που την άφησες;>>. Ο άντρας τη φίλησε ξανά. <<Συγκινημένη ήταν και λογικό. Δεν έχει φύγει ποτέ από δίπλα μας Λενιώ μου, κάθε αρχή και δύσκολη. Και για μένα δεν είναι εύκολο να ξέρω ότι το κορίτσι μας είναι μόνο του αλλά δεν θα την σπουδάζαμε;>>. Η Ελένη κλείστηκε στην αγκαλιά του. <<Πώς θα μπω στη κάμαρη και δεν θα τη δω να κοιμάται;>> είπε και ο Λάμπρος τη χάιδεψε τρυφερά στη πλάτη. <<Δεν πάμε να πλαγιάσουμε; Είναι αργά>> της πρότεινε κι εκείνη έγνεψε θετικά.

<<ΑΣΕ ΜΕ!>> τσίριξε το κορίτσι με λυγμούς στη Βαλεντίνη, που προσπαθούσε να την ηρεμήσει. <<Τι σου έκανα μωρέ;>>, <<Άσε με, μη με ακουμπάς>> φώναξε και συνέχιζε να κλαίει, κρατώντας αγκαλιά το μαξιλάρι της. Οι φωνές τους μέσα στη νύχτα, ξύπνησαν τον Λάμπρο και την Ελένη. Η γυναίκα έκανε να σηκωθεί νευρικά, μα εκείνος της έγνεψε να μείνει στο κρεβάτι και πήγε προς την παιδική κάμαρη. Δεν ήταν συνηθισμένος πατέρας ο δάσκαλος. Ήταν ήρεμος και δεν είχε φωνάξει ποτέ στα κορίτσια του. Ακόμα και όταν τις μάλωνε, το έκανε με καλοσύνη και ψυχραιμία. Μπήκε στο δωμάτιο και τις κοίταξε τρυφερά. <<Μπαμπά...>> ψέλλισε μέσα σε δάκρυα το κοριτσάκι. Ο άντρας φίλησε στο κεφάλι τη Βαλεντίνη, που στεκόταν όρθια δίπλα της. <<Πήγαινε για ύπνο καρδιά μου, μη ξενυχτάς>> της ζήτησε και εκείνη γύρισε στο κρεβάτι της. Έπειτα άνοιξε την αγκαλιά του και έκλεισε μέσα την μικρή, τη σήκωσε και την οδήγησε στην κάμαρα του. <<Μη κλαις μάτια μου, μη μου στεναχωριέσαι>> ψιθύρισε και χάιδεψε το πρόσωπο της. Την άφησε στο κρεβάτι του κι εκείνη κούρνιασε κλαμένη στο μαξιλάρι του. <<Όταν φοβάμαι, η Ευγενία με παίρνει στο κρεβάτι της και μου λέει ιστορίες για να κοιμηθώ>> είπε το κοριτσάκι μέσα σε δάκρυα. <<Αγάπη μου, η Ευγενία έπρεπε να πάει να σπουδάσει. Δεν γινόταν αλλιώς. Θα γυρίσει όμως και όταν πας στο γυμνάσιο, θα είναι καθηγήτρια σου. Δε χαίρεσαι;>>. Η μικρή τον κοίταξε ανέκφραστη. Η Ελένη πέρασε το χέρι της στη μέση του κοριτσιού και κόλλησε το σώμα της πάνω στο δικό της. <<Κοιμήσου λουλουδάκι μου. Κι εμένα μου λείπει πολύ, μα πρέπει να κάνουμε υπομονή και να μην την στεναχωρούμε. Σε παρακαλώ>> της είπε και έκλεισε τα μάτια της. Ο Λάμπρος έμεινε να τις κοιτάζει, μέχρι που αποκοιμήθηκαν και τότε πλάγιασε κι εκείνος.

Έψηνε η Λενιώ τον πρωινό τους καφέ, όταν χτύπησε η πόρτα. Το βράδυ ήταν δύσκολο, με τη μικρή να είναι συνεχώς ανήσυχη και να πετάγεται στον ύπνο της, ζητώντας την αδελφή της, που της στάθηκε σαν δεύτερη μάνα. Τα δέκα χρόνια διαφοράς που τις χώριζαν και οι δουλειές της Ελένης, είχαν φέρει πολύ κοντά τις δύο αδελφές. Ένιωθε ενοχές η Λενιώ, πιστεύοντας πως δεν της στάθηκε όσο θα έπρεπε και άφησε την Ευγενία μπροστά, με αποτέλεσμα ο αποχωρισμός να είναι επώδυνος για τη μικρή της κόρη. Το χτύπημα της πόρτας, σταμάτησε τις σκέψεις της και ο Λάμπρος σηκώθηκε να ανοίξει. <<Καλημέρα>> είπε με βλέμμα απορίας στον Κωνσταντή που στεκόταν στο κατώφλι. <<Στον ύπνο σου μας έβλεπες Κωνσταντή;>> ρώτησε η Ελένη και ο άντρας την κοίταξε στραβά. <<Καλημέρα και σε σένα Σταμίρη. Μα καλά τι φιλόξενο σπίτι είστε εσείς; Ανοίγει η καρδιά σας άμα με βλέπετε>> απάντησε δήθεν νευριασμένος και έκατσε σε μία καρέκλα. <<Άσε τις γκρίνιες και είχαμε δύσκολη νύχτα. Καφέ θες;>>, <<Να μη σε βάζω σε κόπο, αφού είχες και δύσκολη νύχτα. Είχε κέφια ο ξάδελφος;>> ρώτησε για να τους πειράξει, μα και οι δύο τον κοίταξαν εκνευρισμένα. <<Για χωρατά ήρθες Κωνσταντή;>>, <<Τη βαφτισιμιά μου ήρθα να δω, γιατί έμαθα πως δεν την κάνει κανένας σας καλά. Κι επειδή δεν πολυξέρετε όλοι από παιδιά, ήρθε ο ειδικός να λύσει το πρόβλημα>>. Η Ελένη ξεφύσηξε και έπιασε το κεφάλι της, νιώθοντας απελπισία ενώ ο Λάμπρος γέλασε ειρωνικά. <<Τ'ωρα σωθήκαμε>> πέταξε η Ελένη. <<Κουμπάρα Σταμίρη, με μειώνεις και θα θυμώσω. Βρε εγώ έχω τρόπο με τα παιδιά! Δεν ξέρετε εσείς. Εσύ είσαι άγαρμπη κι ο Λάμπρος είναι δάσκαλος. Θα την ηρεμήσω και θα τρίβετε τα μάτια σας>>. Η πόρτα της κάμαρης τους άνοιξε και από μέσα βγήκε η μικρή τους κόρη, αγουροξυπνημένη, με μάτια πρησμένα. <<Νονέ, τι κάνεις εδώ;>> ρώτησε με απορία και ο Κωνσταντής άνοιξε τα χέρια για να πάρει στην αγκαλιά του. <<Τέτοια χαρά οικογενειακώς που με είδατε, δεν την περίμενα. Καλά βρε, άντε η μάνα σου είναι γνωστό τι αδυναμία μου έχει, αλλά κι εσύ;>> τη πείραξε και η μικρή βολεύτηκε στην αγκαλιά του. <<Το λοιπόν, ήρθα να σου πω να ετοιμαστείς, να ντυθείς, θα πάω να φέρω και την Ανέτα και μας περιμένει ο φίλος μου ο Ζήσης, ο εκπαιδευτής, στα άλογα>>. Το κορίτσι ανακάθισε και χαμήλωσε το βλέμμα της στεναχωρημένα. <<Δεν έχω όρεξη νονέ. Πήγαινε με την Ανέτ>>, <<Τσάμπα θα τον φέρω τον εκπαιδευτή; Καλά εσύ τρελαίνεσαι με τα ζωντανά. Τώρα τι σε έπαισε;>>, <<Δε θέλω να πάω. Είμαι στεναχωρημένη>> εξήγησε το κοριτσάκι. Εκείνος κούνησε το χέρι του νευρικά. <<Καλά κρασιά. Σταμίρη εσύ είχες τη φήμη της αμαζόνας στο κάμπο αλλά οι κόρες σου είναι μόνο για κούρσες. Δεν κάνουν για άλογα. Μόνο η Ευγενία πήρε από σένα>> είπε απευθυνόμενος στην Ελένη και η μικρή τον κοίταξε με απορία. <<Η Ευγενία ξέρει καλά;>>, <<Πφφφ. Η Ευγενία; Ότι άλογο και να της φέρεις, ξέρει να το κάνει ζαφτι. Αλλά τρελαινόταν για ιππασία, δεν καθόταν σπίτι να κλαίει τη μοίρα της. Πότε θα πάμε θείε και πότε θα πάμε θείε. Τα νεύρα μου έσπαγε>>. Το κορίτσι έμεινε σκεπτικό για λίγο και ο Λάμπρος με την Ελένη κοιτάχτηκαν συνωμοτικά. <<Άστην Κωνσταντη άμα δεν θέλει. Στεναχωρήθηκε που έφυγε η Ευγενία και δεν θέλει να βγει από το σπίτι>> είπε ο δάσκαλος και του έκλεισε το μάτι. <<Τι στεναχωρήθηκε δηλαδή; Που πήγε να σπουδάσει; Εδώ θα τη κρατάγαμε; Αφου ήταν πρώτη μαθήτρια βρε, όλα τα πανεπιστήμια τη θέλανε>>, <<Ναι αλλά εγώ δεν μπορώ χωρίς την Ευγενία>> απάντησε με παράπονο η μικρή. <<Και θα κάτσεις κλεισμένη μέχρι τα Χριστούγεννα που θα έρθει; Πλάκα έχεις βρε βαφτιστήρα. Εγώ λέω, να αφήσεις τα χαϊδέματα και τα μούτρα και να πάμε στο στάβλο. Ξέρεις τι χαρά θα κάνει το μαϊμουδάκι άν έχεις μάθει κι εσύ ιππασία όταν γυρίσει; Θα την πας και βόλτα και θα οδηγήσεις εσύ>>, <<Δεν της αρέσει που τη λες μαϊμουδάκι γιατί μεγάλωσε>> είπε γελώντας. <<Ναι κι εγώ σκοτίστηκα. Βρε άντε ντύσου κι άσε τις κουβέντες, περιμένει και η τσούπρα μου>>. Ο Κωνσταντής την σήκωσε από την αγκαλιά του και την άφησε όρθια δίπλα του. <<Κι η Βαλεντίνη;>> ρώτησε. <<Τι τη μπλέκεις τη μαυρομαλλούσα τώρα; Άστην εδώ, να βοηθήσει τη μάνα της, να κάνουν κανένα φαί>> της απάντησε και το κορίτσι γέλασε ξανά. Από το μέσα δωμάτιο βγήκε η Βαλεντίνη, φορώντας τη ροζ πιτζάμα της και χαμογέλασε γλυκά. <<Καλά άκουσα τη φωνή σου>> είπε και τον αγκάλιασε γύρω από το λαιμό. <<Να μωρέ, αυτό είναι παιδί και όλο το μαλώνετε!>> μονολόγησε και την έκλεισε στην αγκαλιά του. <<Πώς και μας θυμήθηκες;>>, <<Α εδώ θα τα χαλάσουμε. Δεν σας θυμάμαι;>>, <<Δεν είπα αυτό>> του απάντησε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. <<Ήρθα να πάρω τη βαφτιστικιά μου, μπα και την ηρεμήσουμε που έφυγε το μαϊμουδάκι και έπεσε σε θλίψη. Να σου πω τσούπρα, εσένα δεν σε παίρνω μαζί γιατί είπαμε να την καλοπιάσουμε. Εσείς θα πλακωθείτε, ε; Θα έρθω άλλη μέρα, να πάμε οι δυο μας>> είπε και σηκώθηκε να φύγει. <<Ναι αλλά μην το ξεχάσεις. Θα περιμένω>>. Ο Κωνσταντής που πάντα αγαπούσε τον δυναμικό χαρακτήρα της Βαλεντίνης, της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. <<Παπαπα, με έχετε φάει τόσα θηλυκά. Δεν ήξερε κι η μάνα σου, να βγάλει κανά σερνικό. Το σπόρο τον κουμάνταρα, εσάς δε μπορώ>>. Η Ελένη χαμογέλασε. <<Κωνσταντή, ευχαριστούμε>> είπε καλοσυνάτα ο Λάμπρος. <<Μη το συζητάς μωρέ. Θα πάει εκεί στα άλογα, θα ξεχαστεί. Πάω κι εγώ, θα τα πούμε άλλη ώρα>> πέταξε και έφυγε από το σπίτι.

Η Βαλεντίνη πλησίασε τον πατέρα της και έκατσε στα πόδια του. Ο Λάμπρος τύλιξε τα χέρια στο κορμό της και της έδωσε με τη σειρά του ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο. Δεν θα το παραδεχόταν ποτέ αλλά πάντα ένιωθε λίγο διαφορετικά για την Βαλεντίνη. Σαν να ενώθηκαν οι καρδιές τους όταν γεννήθηκε και ξεχώριζαν ο ένας τον άλλον. Η μεσαία κόρη του, τον κοιτούσε με λατρεία, σαν να ήταν ο Θεός της και κλεινόταν για ώρες στην αγκαλιά του. <<Δεν πιστεύω να στεναχωρήθηκες που δεν θα πας κι εσύ, μελαχρινή μου νεράιδα;>> τη ρώτησε και της χάιδεψε το πρόσωπο. <<Σιγά το πράγμα. Δεν ήθελα να πάω με τα μωρά. Άλλωστε εμένα με περιμένουν οι κοπελιές στης Φιλίτσας>> απάντησε και η Ελένη, που άφηνε μπροστά της το πρωινό της γάλα, την κοίταξε νευρικά. <<Ποιες σε περιμένουν; Πότε το είπαμε αυτό;>>, <<Το λέμε τώρα>> απάντησε με θράσος. <<Έχουμε πει, θα ρωτάτε για να πάτε κάπου. Δεν είναι σκορποχώρι εδώ μέσα, να κάνετε ότι θέλετε>>, <<Η μικρή σε ρώτησε για να πάει στα άλογα; Δεν την είδα>> είπε νευρικά  και η Λενιώ έκανε να απαντήσει, μα ο δάσκαλος της έγνεψε να σταματήσει. <<Βαλεντίνη, έχουμε πει ότι παίρνουμε άδεια πριν πάμε κάπου. Πήγαινε τώρα να ντυθείς και τελευταία φορά που γίνεται αυτό. Την επόμενη φορά, εγώ δεν θα σε αφήσω να φύγεις>> της είπε αυστηρά κι εκείνη τον φίλησε στο μάγουλα. <<Συγνώμη μπαμπούνη μου>> απάντησε γλυκά και ο άντρας χαμογέλασε, καθώς έφευγε για την κάμαρη της.<<Εμ βέβαια! Συγνώμη στο μπαμπούνη της. Έπρεπε να μην την αφήσω να πάει πουθενά, να σου πω εγώ>> μονολόγησε η Ελένη εκνευρισμένα. Ο Λάμπρος σηκώθηκε και την αγκάλιασε τρυφερά. Κόλλησε το σώμα του πάνω στη πλάτη της και τύλιξε τα χέρια του γύρω της. <<Άστην βρε Λενιώ. Κυριακάτικο θες φασαρίες;>> είπε και τη φίλησε στο λαιμό. <<Άστες να πάνε να παίξουν, να μείνουμε και λίγο μόνοι>>, <<Aα εκεί το πας!>> απάντησε κι εκείνος τη φίλησε στο στόμα. <<Μια εβδομάδα είμαστε σε υπερένταση με τα παιδιά, την αναχώρηση της μεγάλης, τα κλάματα της μικρής... Ε, ας ηρεμήσουμε λίγο>>, <<Δεν θες τα παιδάκια μας Σεβαστέ;>> τον ρώτησε γελώντας. <<Θέλω και τη μαμά τους>>. Τη φίλησε παθιασμένα και τράβηξε το κορμί της πάνω στο δικό του. Εκείνη τραβήχτηκε. <<Είσαι με τα καλά σου; Είναι μέσα ακόμα, σταμάτα>>. Ο άντρας χαλάρωσε και την άφησε από τα χέρια του. <<Πάντως, μου έφυγε ένα βάρος που ηρέμησε η μικρή. Πλάκα-πλάκα έχει τον τρόπο του ο Κωνσταντής. Είναι μεγάλη μαλαγάνα>> είπε η Ελένη. Ο Λάμπρος αναστέναξε και την αγκάλιασε ξανά μαλακά. <<Αν δεν ήταν ο Κωνσταντής, μπορεί να μην υπήρχε καν το λουλουδάκι μας. Το ξέρεις;>>, <<Επειδή με έσωσε όταν με πήγε στο νοσοκομείο;>>. Ο δάσκαλος γέλασε πονηρά. <<Και αυτό... Και το άλλο...>>

Continue Reading

You'll Also Like

15K 693 32
Dare to play with fire [ Υπό διόρθωση]. Αλλά μπορείτε να την διαβάσετε !!!!
111K 3.6K 42
"ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΠΟΥΣΤΗ ΛΟΓΟ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕΣ ΝΑ ΣΕ ΑΓΓΙΞΕΙ;" μου φωναξε και αρχισε να με πλησιαζει. "Δεν σε αφορα το τι κανω Αρη. ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ!" Φωναξα και πηγα να...
13.8K 1.4K 39
Μετά την τελειωτική αναμέτρηση με τον Ξέρετε-Ποιον ο Χάρι, ο Ρον και η Ερμιόνη γυρίζουν στο Χόγκουαρτς ως μαθητές του όγδοου έτους για να αναπληρώσου...
642 74 40
Η Άννα παρατάει την Δικηγορια, ο Δημήτρης είναι αρχιεισαγγελεας Πειραιά και αρχηγός της Μαφίας και ο έρωτας τους.