Ευγενία

By angry_bird24

66.1K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

1.1K 28 3
By angry_bird24


Η Ελένη έβγαλε προσεκτικά, το μπλε φορεματάκι που φορούσαν όλα τα κοριτσάκια στο Δημοτικό Ορφανοτροφείο Λαρίσσης, και τη βοήθησε να φορέσει ένα λουλουδένιο φουστάνι, με μεγάλες άσπρες μαργαρίτες που της είχε αγοράσει από ένα μαγαζί με παιδικά ρούχα στη Λάρισα. <<Μαμά πού είναι ο μπαμπάς;>> ρώτησε με περιέργεια η Ευγενία. <<Μιλάει με την κυρία Ειρήνη. Τώρα έρχεται>> απάντησε, καθώς της κούμπωνε το φερμουάρ. <<Έτοιμη. Κάτσε να σου βάλω τα παπούτσια>>  έκανε η Λενιώ και έσκυψε να της φορέσει τα άσπρα πεδιλάκια, που ήταν ασορτί με το φουστανάκι. Η Ειρήνη με το Λάμπρο μπήκαν στο μεγάλο υπνοδωμάτιο με τα πολλά κρεβάτια. Ο δάσκαλος τους χαμογέλασε πλατιά. <<Έτοιμες;>>. Η Ελένη σηκώθηκε κι άρχισε να μαζεύει τα λιγοστά πράγματα του παιδιού. Η Ειρήνη έκατσε δίπλα στη μικρή. <<Τι είπαμε; Να τα ξαναπούμε; Θα είσαι πολύ καλό παιδί, θα ακούς την Ελένη και το Λάμπρο και όταν γυρίσεις σε δύο εβδομάδες, δεν θα ακούσω ούτε γκρίνια, ούτε κλάματα. Εντάξει;>> τη ρώτησε, μα η μικρή δε σάλεψε. <<Ευγενία, εντάξει; Μήπως να βγάλεις το φουστάνι σου και να πας μέσα με τους υπόλοιπους;>>. Το κοριτσάκι έγνεψε θετικά. <<Εντάξει κυρία Ειρήνη>>, <<Α μπράβο. Έλα τώρα να σε πάρω μια αγκαλιά και να μου προσέχεις το Μπουμπή>> είπε κεφάτα και την έκλεισε μέσα στα χέρια της. Το παιδί ανταποκρίθηκε μουτρωμένα και μόλις την άφησε, κατέβηκε από το κρεβάτι με τον αρκούδο της και τράβηξε το Λάμπρο από το παντελόνι. <<Πάμε;>>, <<Ναι καρδιά μου, πάμε>> της είπε και τη σήκωσε στα χέρια του. Η Ελένη έμεινε πίσω με την Ειρήνη. Της έπιασε τα χέρια με ευγνωμοσύνη. <<Σε ευχαριστώ πολύ>>, <<Μη το συζητάς. Μακάρι να στην άφηνα παραπάνω>>, <<Υπάρχει περίπτωση να... μέχρι...>>. Η Ειρήνη έγνεψε αρνητικά. <<Όχι Λενιώ μου. Από Σεπτέμβρη θα ξεκινήσουν πάλι να εξετάζουν τις αιτήσεις. Μην αγχώνεσαι. Πέρνα καλά με τη μικρή και θα τα δούμε όλα, τον επόμενο μήνα>>. Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι καταφατικά και αγκάλιασε διστακτικά τη διευθύντρια. <<Σε ευχαριστώ και πάλι...>> είπε συγκινημένη. <<Πήγαινε, μη σε περιμένει>> της απάντησε η γυναίκα και εκείνη έφυγε χαμογελώντας.

<<Τελειώνετε;>> ρώτησε η Ευγενία ανυπόμονα, κρατώντας τον λευκό αρκούδο της. Ο Κωνσταντής με τον Λάμπρο, έλιωναν κάτω από τον Αυγουστιάτικο ήλιο, προσπαθώντας να φτιάξουν την περιβόητη κούνια που τόσο ήθελε το κορίτσι και ζητούσε μήνες από τον πατέρα της. <<Μαϊμουδάκι, θα τα ακούσεις μου φαίνεται. Δε φτάνει που τρέχω από το πρωί να βρω ξύλο, να το γυαλίσω... Όλο γκρίνια είσαι>> απάντησε παιχνιδιάρικα ο Κωνσταντής και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του. Η Ειρήνη Καψάλη, κράτησε για ακόμα μία φορά τον λόγο της και η μικρή έφτασε στο Διαφάνι, στις αρχές του Αυγούστου για να μείνει στο σπίτι του Λάμπρου και της Λενιώς. Δεύτερη μέρα στο σπίτι και ο δάσκαλος, με τη βοήθεια του Κωνσταντή, πάλευαν να φτιάξουν μια γερή κούνια που κρεμόταν ανάμεσα στη λεύκα της Ελένης και της Ασημίνας. <<Νομίζω είναι έτοιμη, για έλα να τη δοκιμάσεις>> έκανε ο Λάμπρος, ξεφυσώντας ιδρωμένος.  Η μικρή έκατσε χαρούμενη και έδωσε τον αρκούδο στον πατέρα της. <<Με προσοχή, ε; Φρόντισε να πέσεις μαϊμουδάκι>>, <<Δε πέφτω!>> είπε το κορίτσι και άρχισε να κουνά την κούνια πέρα δώθε. <<Άψογη. Να μας πάρουν να φτιάξουμε και την παιδική χαρά του χωριού που έχει υποσχεθεί ο Τόλιας, να βγάλουμε κανένα μεροκάματο>> είπε κεφάτα ο Κωνσταντής και ο δάσκαλος γέλασε νευρικά. <<Μαμάαααα, έλα να δεις! ΕΛΑ!>> τσίριξε χαρούμενα η μικρή καθώς η Ελένη κατέβηκε τις σκάλες, κρατώντας έναν δίσκο. <<Έλα Κωνσταντή να πιεις μια λεμονάδα κρύα, να δροσιστείς, γιατί σας έφαγε το λιοπύρι τόση ώρα>> πρότεινε η Ελένη και την πλησίασαν και οι δύο. <<Σε ευχαριστούμε Κωνσταντή. Μόνος μου δεν θα τα κατάφερνα>> είπε ευγενικά ο Λάμπρος. <<Σώπα μωρέ. Τόσους εργάτες έχουμε, δεν μπορούμε να φτιάξουμε μια κούνια; Τώρα θα ζητάει κι ο Σπόρος και δεν έχουν και δέντρο οι αδελφές σου>> απάντησε κεφάτα και η Ελένη χαμογέλασε. <<Θα έρθετε να φανταστώ στο πανηγύρι; Να κάνει κέφι κι η τσούπρα με τα άλλα τα πιτσιρίκια>> τους είπε καθώς τελείωνε τη λεμονάδα του. <<Ε ναι, χάνοντα αυτά; Δεν έχουμε κάθε μέρα τέτοιες ευκαιρίες>> πέταξε η Ελένη και ο άντρας της έγνεψε θετικά. <<Τα λέμε τότε λοιπόν>> είπε κι έκανε να φύγει. <<ΠΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΤΟ ΘΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΝΙΑ>> φώναξε η γυναίκα στην Ευγενία που κουνιόταν πάνω κάτω χαρούμενα. <<ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΘΕΙΕ>>, <<ΦΡΟΝΤΙΣΕ ΝΑ ΓΚΡΕΜΟΤΣΑΚΙΣΤΕΙΣ ΟΠΩΣ ΚΟΥΝΙΕΣΑΙ>> πέταξε ο άντρας και πήρε το δρόμο του. Ο Λάμπρος αγκάλιασε τη γυναίκα του από τη μέση και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της. <<Σαν να σοβάρεψε αυτός απότομα>> είπε η Ελένη. <<Προχωράει ο κόσμος Λενιώ μου. Δεν είναι πια ο νεαρός που πείραζε τα κορίτσια στο δρόμο. Μεγάλωσε>> απάντησε εκείνος. <<Είδες πώς χάρηκε το παιδί με τη κούνια;>> τον ρώτησε εκείνη. <<Πολύ>>, <<Γέμισε ζωή το σπίτι>> είπε η γυναίκα και τον αγκάλιασε πιο σφιχτά. <<Ναι, η ψυχή μου. Σαν άγγελος είναι>> Ο δάσκαλος της έδωσε ένα γλυκό φιλί και την έκλεισε στην αγκαλιά του. <<Θέλω κι εγώ αγκαλιά!>> ακούστηκε η φωνή της Ευγενίας, που τους είχε δει από μακριά και πλησίασε τη συντροφιά τους. <<Εσύ είσαι μεγάλο ζηλιαρόγατο. Και τώρα είναι η σειρά της μαμάς για αγκαλιά>> είπε περιπαιχτικά ο Λάμπρος, κάνοντας τη μικρή να τον τραβήξει από το παντελόνι. Ο άντρας της σήκωσε ψηλά και άρχισε να την γαργαλάει πειράζοντας της. <<Είσαι εσύ μια ζηλιάρα, πολλή μεγάλη>>, <<Δεν είμαι, δεν είμαι>>, <<Είσαι πάρα πολύ>> έλεγε εκείνος και πέταγε τη μικρή στον αέρα, που τσίριζε χαρούμενα.

Ο ερχομός της Ευγενίας, έφερε σε όλους μεγάλη χαρά. Η Ελένη δεν μπορούσε να την αφήσει από την αγκαλιά της και να της κάνει τα χατίρια. Γέμισε το σπίτι με τις φωνές και τη ζωντάνια της. Το μόνο αγκάθι που είχε μέσα της η Ελένη, ήταν η έκβαση για την πορεία της υιοθεσίας. Εκείνο το πρωί, άφησε ένα μεγάλο κέικ μπροστά στο Λάμπρο, που πήρε ένα μεγάλο κομμάτι κι άρχισε να τρώει λαίμαργα. <<Ωραίο είναι αυτό, εσύ το έφτιαξες;>> ρώτησε μπουκωμένος. <<Το έφερε η Βιολέτα για τη μικρή>> απάντησε λυπημένα. <<Τι έχεις μάτια μου; Συννεφιασμένη είσαι>>, <<Καλά είμαι. Την υιοθεσία σκέφτομαι. Καλά θα ήταν, αν πήγαιναν όλα καλά, να έβγαινε τώρα και να μην έφευγε η μικρή. Θα μαραζώσει πάλι>> είπε δειλά. Ο άντρας ξεφύσηξε.  <<Αφού σου είπε, Λενιώ μου, η Καψάλη πως τον Αύγουστο σταματούν οι διαδικασίες. Το δικό μας το παιδί θα είναι εξαίρεση;>> της απάντησε κι εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. <<Είπα, καλά θα ήταν...>>. Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και βγήκε η Ευγενία χαμογελώντας. <<Καλώς τη νεράιδα μου>> έκανε ο Λάμπρος κι εκείνη βολεύτηκε στα γόνατα του. <<Κοιμήθηκες καλά;>> τη ρώτησε κεφάτα κι εκείνη έγνεψε θετικά. Η Ελένη έβαλε το γάλα της και τους χάζεψε. Το παιδί όμως ηρέμησε τη ψυχή της. Της άρεσε να τους κοιτάζει, όταν η Ευγενία κλεινόταν στην αγκαλιά του Λάμπρου, που της μιλούσε τρυφερά και της διάβαζε παραμύθια κάθε βράδυ. Ήταν άδικο που δεν μπορούσε να του χαρίσει παιδιά. Τα πρωινά που εκείνος πήγαινε στα χωράφια, της άρεσε να μένουν μόνες τους. Η μικρή προσπαθούσε να τη βοηθήσει σε ότι δουλειά έκανε, μιλώντας και ρωτώντας συνέχεια πράγματα. Οι δυο τους ήταν αχώριστες. <<Σε έχει ανάγκη το παιδί Ελένη. Και το έχεις κι εσύ>> της είπε η Ασημίνα, ένα πρωινό που έπιναν καφέ και είχε δίκιο. Η μία ήταν εξαρτημένη από την άλλη και για κάποιο λόγο εκείνη ένιωθε βαθιά μέσα της, πως έτσι θα είναι από δω και πέρα οι ζωές τους.

Το πανηγύρι του Σωτήρος, γέμιζε άσχημες αναμνήσεις την Λενιώ. Ήταν το μέρος που είδε τον άντρα της ζωής της να επιστρέφει παντρεμένος και η καρδιά της έσπασε σε χίλια κομμάτια, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά, την ίδια μέρα, παραδόθηκε στις αρχές ομολογώντας τον φόνο του Σέργιου και ζώντας σε μία κόλαση που κράτησε έξι χρόνια. Τον προηγούμενο χρόνο, με αφορμή το πένθος για το θάνατο του πεθερού της, απέφυγε να πάει, μα φέτος ήταν τέτοια η λαχτάρα της μικρής, που δεν της πήγαινε η καρδιά να της χαλάσει το χατίρι. Άρχισε να ψάχνει στο παλιό μπαούλο, ένα γαλάζιο φορεματάκι της Δρόσως. Το βρήκε και το έπλυνε πρόχειρα. Όταν στέγνωσε έβαλε την Ευγενία να το δοκιμάσει. <<Μου είναι μεγάλο>> παρατήρησε το παιδί και η Ελένη άρχισε να περνάει καρφίτσες στο πλάι για να το στενέψει. <<Κάτσε ήσυχα, μη σε τρυπήσω>> τη μάλωσε γλυκά. <<Τι είναι αυτό μαμά;>>, <<Ήταν της θείας της Δρόσως αλλά λέω να στο φτιάξω, να το φορέσεις στο πανηγύρι. Ε, τι λες;>>. Η μικρή την κοίταξε ενθουσιασμένα. <<Είναι πολύ ωραίο φουστάνι. Μ' αρέσει πολύ>>, <<Είχες και παλιά τέτοιο;>> τη ρώτησε η Ελένη. Η Ειρήνη την είχε ενημερώσει πως το παιδί απέφευγε να πει οτιδήποτε σχετικά με το παρελθόν της. Από την έρευνα που είχε κάνει στο Συκουριό, είχε μάθει πως η γιαγιά της, η κυρά-Ευγενιώ, ήταν μία πονεμένη γυναίκα, που μετά το θάνατο του γιου της, έχανε κάθε μέρα το μυαλό της. Ήταν σκληρή και δεν φρόντιζε όσο έπρεπε το παιδί που συχνά ήταν βρώμικο και παραμελημένο. <<Δεν θυμάμαι μανούλα. Ήμουν μικρή>> αρκέστηκε να πει και η Ελένη δεν επέμεινε.

Το στένεψε, μιας και η αδελφή της ήταν μεγαλύτερη όταν το φορούσε και το κόντυνε μερικούς πόντους. <<Για έλα να το δοκιμάσεις>> της είπε μόλις τελείωσε. <<Σ' αρέσει;>>, <<Είναι πολυ ωραίο!>>. Μπήκε ο Λάμπρος εκείνη την ώρα μες το σπίτι, και το κορίτσι έτρεξε κοντά του ενθουσιασμένη. <<Μπαμπά μου, κοίτα, κοίτα. Η μαμά το έφτιαξε, είναι της θείας Δρόσως>. Ο δάσκαλος την ανέβασε σε μία καρέκλα, για να δει καλύτερα το φουστάνι. <<Κούκλα είσαι μάτια μου, σωστή νεράιδα>> της είπε περήφανα. Με κόπο την έπεισαν να αλλάξει και να το βάλει ξανά το βράδυ. Η Λενιώ της έδεσε και μία άσπρη κορδέλα στα μαλλιά και της έπιασε μια ψηλή κοτσίδα. <<Δεν ξέρω ποια είναι πιο όμορφη>> είπε ο Λάμπρος πριν φύγουν από το σπίτι και φίλησε τρυφερά τα χείλη της γυναίκας του, που φορούσε ένα κίτρινο αέρινο φόρεμα και είχε ξέπλεκες τις μακριές της μπούκλες. Η μικρή σήκωσε τα χεράκια της και ζήτησε την αγκαλιά του πατέρα της, κι έτσι έφυγαν για το πανηγύρι. Έφτασαν τελευταίοι στο κι έκατσαν στο ίδιο τραπέζι με την Ασημίνα και τη Δρόσω, ενώ το διπλανό είχαν πιάσει ο Νικηφόρος, ο Κωνσταντής και η Πηνελόπη, που είχε έρθει από το Παρίσι. <<Καλησπέρα σε όλους>> είπε καλοσυνάτα ο Λάμπρος και άφησε την μικρή από την αγκαλιά του, που έτρεξε με μιας στην αγκαλιά της Δρόσως. <<Θεία κοίτα!>>, <<Αγάπη μου, είναι υπέροχο. Σου πάει περισσότερο απ' ότι σε μένα>>. Η Ασημίνα χαμογέλασε.  <<Σαν να σε βλέπω ξανά μικρή νιώθω. Μοιάζετε τόσο πολύ>> είπε και χάιδεψε το μάγουλο του κοριτσιού. Η Πηνελόπη σηκώθηκε από το τραπέζι και τις πλησίασε. <<Καλέ, ποια είναι αυτή η πριγκίπισσα;>> ρώτησε χαρούμενα η γυναίκα. <<Εσύ είσαι η Ευγενία;>>. Το κορίτσι έγνεψε καταφατικά. <<Εγώ ξέρεις ποια είμαι;>>, <<Η θεία η Πηνελόπη>> απάντησε ντροπαλά. <<Με ξέρει, τρελαίνομαι!>> εκανε η Πηνελόπη και την πήρε στην αγκαλιά της. Η βραδιά ήταν πολύ ευχάριστη και η μικρή είχε ξετρελαθεί με τους χορούς και το κόσμο. <<Μεγάλο γλέντι φέτος, απ' όλα τα χωριά ήρθαν. Δεν θα φτάσει το ψητό στο τέλος>> είπε περήφανα ο κοινοτάρχης και τσούγκριζε το ποτήρι του με το κόσμο στα τραπέζια. Η Ελένη σταμάτησε την Ευγενία, περνούσε τρέχοντας από μπροστά της. <<Έλα να φας! Περνάει η ώρα>> είπε αυστηρά στο παιδί. <<Μετά!>> φώναξε και συνέχισε παίζει με το Σέργιο και τα υπόλοιπα παιδιά. Η Ελένη ξεφύσηξε κι ο δάσκαλος την αγκάλιασε.  <<Άστην κορίτσι μου, νηστικιά θα μείνει; Άμα πεινάσει, θα έρθει>> είπε και τη φίλησε τρυφερά. Η Πηνελόπη έκατσε δίπλα στην Ελένη και της έπιασε το χέρι <<Υπέροχο το κορίτσι μας. Μια ζωγραφιά>>. Η Λενιώ χαμογέλασε μελαγχολικά. <<Όλα καλά θα πάνε>> της είπε για να την καθησυχάσει. <<Δεν είναι εύκολο Πηνελόπη μου. Σας ευχαριστώ για ότι κάνατε μα ξέρω πως έχουν τα πράγματα. Κακά τα ψέματα, για τον κόσμο είμαι η φόνισσα που σκότωσε τον άντρα της>> απάντησε πικραμένα η Ελένη μα η Πηνελόπη την κοίταξε στα μάτια. <<Μην χάνεις τη πίστη σου. Γίνονται θαύματα και κάποιες φορές, τα κάνουμε οι ίδιοι. Εγώ πιστεύω πως θα το πάρετε το παιδί και το ίδιο να πιστεύεις κι εσύ. Και θα γίνει>> της είπε αποφασιστηκά και η Λενιώ της έτριψε το χέρι. <<Μακάρι. Έχω δεθεί πολύ μαζί της. Ίσως δεν έπρεπε... Ίσως...>>. Η Πηνελόπη τη σταμάτησε. <<Από πότε η αγάπη, δεν πρέπει; Καλά έκανες. Σ' αγαπάει πολύ. Όταν έρθει οριστικά στην αγκαλιά σου, είμαι σίγουρη πως θα είναι το πιο χαρούμενο παιδί στο χωριό>>. Η Ευγενία τις πλησίασε, κρατώντας ένα μεγάλο παγωτό. <<Τι είναι αυτό παιδί μου; Μα χωρίς να φας φαί, πήρες παγωτό;>> τη μάλωσε η Ελένη. Η Ασημίνα κοίταξε αυστηρά το Σέργιο που ερχόταν πίσω της, κρατώντας ένα παρόμοιο.  <<Ο θείος ο Κωνσταντής μας τα πήρε θεία>> απάντησε για να δικαιολογηθεί. <<ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ, όλο ωραίες ιδέες είσαι>> τον μάλωσε η Λενιώ. Ο άντρας, που έτρωγε κι εκείνος, κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Να μου κάνεις τη χάρη. Φαγωθήκατε πια με το αρνί, λες κι άμα δεν το φάνε, δεν θα μεγαλώσουν. Σήμερα γιορτάζει όλο το χωριό και ο θείος πήρε παγωτά. Φάτε τα, να πάμε στη πίστα, να ρίξουμε καμιά γυροβολιά. Άμα ήταν να καθόμασταν, να πηγαίναμε κανένα θέατρο. ΑΚΟΥΤΕ ΟΛΟΙ; Τι πιάσατε το κουβεντολόι;>> τους φώναξε και όλοι γέλασαν χωρίς να απαντήσουν. <<Ακούτε μωρέ ή μιλάω σε τοίχο; Τελειώνετε με το φαί, γιατί θα αρχίσω να σας πετάω από τις καρέκλες>>.

Ήταν περασμένη η ώρα όταν γύρισαν στο σπίτι τους και η μικρή είχε κοιμηθεί για τα καλά στην αγκαλιά του πατέρα της. Η Ελένη από την άλλη, είχε πιει κάμποσο και είχε χορέψει με τη ψυχή της. Παραπατούσε εύθυμα από τη γλυκιά ζάλη. <<Βγάλτης τα παπούτσια>> είπε ψιθυριστά ο Λάμπρος, μόλις μπήκαν και πήγε να βάλει το παιδί στο κρεβάτι του. Η Λενιώ δεν τον ακολούθησε και έφυγε προς τη κάμαρη τους. <<Τη σκέπασα, τη φίλησα, της έδωσα τον αρκούδο, χαμπάρι δεν πήρε. Κοιμάται για τα καλά>> είπε ο δάσκαλος εύθυμα, γυρνώντας στη κρεβατοκάμαρα τους. Η Λενιώ, σε κατάσταση ευφορίας, τον κόλλησε πάνω στη πόρτα και τον αγκάλιασε από το λαιμό. <<Θέλει κι η μαμά φιλί>> έκανε λάγνα και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. <<Σαν να ήπιες πολύ Σταμίρη μου φαίνεται. Σε χτύπησε το κοκκινέλι>>. Έσυρε τα χείλη της, στο σβέρκο του, αφήνοντας μικρά υγρά φιλιά κατά μήκος  και άρχισε να ξεκουμπώνει σιγά-σιγά τα κουμπιά από το πουκάμισο του. Όταν τα άνοιξε όλα, το τράβηξε πίσω και του έβγαλε βιαστικά το φανελάκι. Άρχισε να ρουφάει μαλακά το στέρνο του και κινούσε τη γλώσσα της, πάνω στο στήθος του ενώ ταυτόχρονα ξεκούμπωνε τη ζώνη του παντελονιού του. Σπάνια η Ελένη, άφηνε τον εαυτό της τόσο ελεύθερο και εκείνος, παρότι παραξενεύτηκε, το απολάμβανε πάρα πολύ και άνοιξε με τη σειρά του, το φερμουάρ από το φόρεμα της. Η γυναίκα έσπρωξε με δύναμη το παντελόνι του, μαζί με το εσώρουχο, στο πάτωμα και άφησε το φόρεμα της να πέσει κι εκείνο. Δεν φορούσε μεσοφόρι, αλλά ένα δαντελένιο σουτιέν που έκανε τον άντρα να γουρλώσει τα μάτια του. <<Να με τρελάνεις θες Σταμίρη απόψε;>> τη ρώτησε και όρμησε λαίμαργα στο λαιμό της, ξεκουμπώνοντας γρήγορα το σουτιέν της. Η Λενιώ έκανε μερικά βήματα πίσω για να τον οδηγήσει στο κρεβάτι, μα εκείνος την τράβηξε με δύναμη στην αγκαλιά του και την κόλλησε στον τοίχο. Πέρασε το χέρι του μέσα από το δαντελένιο της εσώρουχο, και το τράβηξε με ορμή, σκίζοντας το με τα δάχτυλα του. Η γυναίκα τύλιξε τον κορμί της γύρω από το δικό του, εκείνος τη σήκωσε ελαφριά και βυθίστηκε μέσα, κάνοντας την να τρέμει σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ένιωθε την πλατη της να τρίβεται στον τοίχο, μα ήταν τόσο έντονη η ένωση τους που δεν το καταλάβαινε καν. Το στήθος της ήταν στο ύψος του προσώπου του κι εκείνος το φίλαγε, κάνοντας την να τρέμει ακόμα περισσότερο. Η ζέστη του Αυγούστου, είχε ιδρώσει τα κορμιά τους ενώ η ένταση δυνάμωνε συνέχεια ώσπου η Λενιώ έβγαλε ένα μικρό βογγητό, όταν τον ένιωσε καυτό μέσα της. Ο Λάμπρος την άφησε να πατήσει στο πάτωμα και της έδωσε ένα ζεστό φιλί. Έπειτα την πήρε από το χέρι και την τράβηξε προς το παράθυρο. <<Λάμπρο, θα μας δουν>> είπε με έναν τόνο ντροπής η γυναίκα μα εκείνος άνοιξε τα παραθυρόφυλλα και ένα γλυκό αεράκι δρόσισε τα ιδρωμένα τους κορμιά. <<Κανείς δεν θα μας δει αγάπη μου. Είμαστε μόνοι μες τη νύχτα>> απάντησε και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Έμειναν λίγες στιγμές να χαϊδευουν ο ένας το γυμνό κορμί του άλλου και να ανταλλάζουν παθιασμένα φιλιά. <<Τι μου έχεις κάνει νεράιδα μου, και κάθε φορά νιώθω σαν να είναι η πρώτη;>> τη ρώτησε με μάτια που έλαμπαν. <<Ότι μου έχεις κάνει κι εσύ>> του απάντησε και τον φίλησε ξανά. Εκείνος τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την άφησε στο κρεβάτι αυτή τη φορά, ακουμπώντας τα χείλη του στο κορμί της, αποζητώντας για ακόμα μία φορά, την ένωση τους. <<Πάλι;>> τον ρώτησε ζαλισμένη. <<Συνέχεια>> της απάντησε, δαγκώνοντας το δέρμα της.

Η Ευγενία περίμενε πως και τι, την επίσκεψη τους στη θάλασσα. Η Ελένη της αγόρασε ένα ροζ μαγιό και ένα άσπρο σωσίβιο, και το κορίτσι το φόρεσε μες το σπίτι και χοροπηδούσε χαρούμενη πάνω στο κρεβάτι. Όταν έφτασε η μέρα, ξύπνησε νωρίς και μπήκε σιγά σιγά στη κάμαρη του Λάμπρου και της Λενιώς, που κοιμόντουσαν αγκαλιασμένοι. <<Μπαμπά ξημέρωσε>> είπε στο δάσκαλο που άνοιξε τα μάτια του, τρομαγμένος. <<Ευγενία δεν έχουμε πει να χτυπάς πριν μπεις;>>, <<Δεν θα πάμε στη θάλασσα;>>. Ο άντρας της έδωσε το χέρι του για να ανέβει στο κρεβάτι <<Είναι νωρίς ακόμα καρδιά μου. Έλα, κοιμήσου>> της είπε και την έκλεισε κι αυτή στην αγκαλιά του. <<Και πότε θα πάμε;>> ξαναρώτησε ανυπόμονα. <<Ε σε λίγο. Κοιμήσου. Ο Μπούμπης πού είναι;>> τη ρώτησε σιγανά. <<Κοιμάται>>, <<Α αυτός κοιμάται, εμείς έπρεπε να ξυπνήσουμε>> την πείραξε και έκλεισε τα μάτια του. <<Τι έγινε;>> ρώτησε η Ελένη μέσα στον ύπνο της. <<Τίποτα. Η κόρη σου, ξύπνησε απ' τα αξημέρωτα και μόνο μαγιό δεν έβαλε. Κοιμήσου>> ψέλλισε ο δάσκαλος παιχνιδιάρικα. <<Μανούλα, θα πάμε για μπάνιο;>>, <<Σε λίγο. Άσε το μπαμπά να κοιμηθεί>> της ζήτησε και την έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά της.

Λίγες ώρες μετά, όταν το αμάξι σταμάτησε στη θάλασσα, το κορίτσι έτρεξε έξω ενθουσιασμένο και κοίταξε το απέραντο γαλάζιο. <<Σιγά παιδί μου, περίμενε!>> της φώναξε η Ελένη μα η μικρή την αγνόησε. Έκατσαν σε ένα παραθαλάσσιο αναψυκτήριο, σχεδόν δίπλα στο κύμα. <<Μαμά να πάω να παίξω; Δεν θα μπω μέσα, μόνο θα βρέξω τα πόδια μου>>, <<Να περιμένεις να έρθει ο μπαμπάς. Να, παίξε με την άμμο και τα κουβαδάκια που σου πήρε η θεία η Δρόσω!>>, <<Έλα μαμά, σε παρακαλώ. Δεν θα μπω μέσα αν δεν έρθει ο μπαμπάς>>. Ο Λάμπρος έγνεψε θετικά και η Λενιώ τον κοίταξε νευρικά. <<Τη βλέπουμε κορίτσι μου, μη γίνεσαι υπερβολική. Μπροστά μας είναι>> είπε για να την καθησυχάσει. Παρήγγειλαν δυο πορτοκαλάδες και εκείνος της έπιασε το χέρι και το χάιδεψε ελαφρά. <<Η Βιολέτα θέλει να πουλήσει τη κούρσα της. Μου πρότεινε να την αγοράσουμε, η τιμή είναι καλή. Τι λες εσύ;>> τη ρώτησε τρυφερά. <<Χρειάζεται νομίζω. Γιατί όχι; Αν θες κι εσύ>> του είπε, χωρίς να αφήσει τη μικρή από τα μάτια της που χοροπηδούσε χαρούμενη στην ακροθαλασσιά και το κύμα τη χτύπαγε ελαφρά. <<Θα κανονίσω να πας στη Λάρισα να κάνεις εσύ μερικά μαθήματα και θα σου δείξω κι εγώ. Μιας και θα πάρουμε δικό μας αυτοκίνητο, καιρός να μάθεις να οδηγείς>>. Εκείνη γύρισε απότομα. <<Δεν νομίζω. Δεν μου αρέσουν τα τιμόνια. Άλλωστε οδηγείς εσύ καλά>>. Ο άντρας της έτριψε το χέρι. <<Χρειάζεται για το παιδί>>. Η Λενιώ χαμήλωσε το βλέμμα. <<Κάτσε πρώτα να το πάρουμε και...>>, <<Δεν έχει σημασία. Είτε το πάρουμε, είτε όχι, χρειάζεσαι το αυτοκίνητο. Ακόμα και για να πηγαίνεις να την βλέπεις στη Λάρισα, αν δεν πάνε καλά τα πράγματα>> της είπε καλοσυνάτα κι εκείνη χαμογέλασε. <<Χρειάζεται>> απάντησε μονολεκτικά.<<Προσπαθώ μέρες να μάθω για το παρελθόν της και μου αλλάζει θέμα. Λες να μην της φερόταν καλά η γιαγιά της; Να τη χτυπούσε;>> έκανε λυπημένα η Ελένη. <<Δε νομίζω, μα μια μεγάλη γυναίκα, τόσο πικραμένη από το κακό που τη βρήκε, πόσα να της προσφέρει; Άλλωστε, για την Ευγενία, δεν υπάρχει πια το πριν. Μόνο εμείς υπάρχουμε>> της απάντησε ήρεμα κι εκείνη έγνεψε θετικά. <<Θα μου την πάρουν πάλι. Πώς θα φύγει από δίπλα μας, Λάμπρο; Πώς θα πάει πάλι εκεί μέσα, χωρίς την αγκαλιά μας;>>. Εκείνος της φίλησε το χέρι απαλά. <<Κάνε κουράγιο και δεν ξέρεις ποτέ. Ίσως... Ίσως να μην ξαναβγεί ποτέ στο μέλλον. Ότι μπορούσαμε, το κάναμε>> της είπε χαμηλόφωνα.  Έμειναν λίγο να κοιτάζονται κι ο άντρας της χάιδεψε μαλακά το πρόσωπο. Την στιγμή τους διέκοψε η μικρή, που ανυπομονούσε να μπει στο νερό για πρώτη φορά. <<ΕΛΑ ΜΠΑΜΠΑ, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ. ΕΛΑ>> του φώναξε με παράπονο. <<Πήγαινε γιατί θα χαλάσει το κόσμο>> έκανε γελώντας η Ελένη. Ο Λάμπρος άλλαξε πρόχειρα και έτρεξε προς το κορίτσι που τον περίμενε. Την άρπαξε στα χέρια του κι εκείνη τσίριξε χαρούμενα. Μπήκαν μέσα στο νερό και το κορίτσι τσαλαβουτούσε χαρούμενο. Η Λενιώ, που δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τη θάλασσα, έμεινε να τους χαζεύει, νιώθοντας τη καρδιά της να χτυπά σαν τρελή από ευτυχία. <<Υπέροχη η κορούλα σας. Έκτακτη>> είπε μια λουόμενη, που καθόταν σε διπλανό τραπέζι και η Ελένη έγνεψε, ευχαριστώντας τη. Έπειτα σηκώθηκε και πήγε ως την ακτή. Τους κοίταζε να παίζουν και ο Λάμπρος πέταξε στον αέρα τη μικρή που έπεσε μες το νερό και ξέσπασε σε γέλια. Προσπαθούσε να γεμίσει τη καρδιά και με μάτια της με αυτή την ωραία εικόνα, παρακαλώντας το επόμενο καλοκαίρι να τους έβρισκε οικογένεια. Καλά, ευτυχισμένους, μαζί.

Continue Reading

You'll Also Like

1M 53.5K 91
"Μπ-μπορείς να με αφήσεις;" τραυλιζω "Μα μωρό μου, και οι δύο ξέρουμε πως δεν θες να σε αφήσω"λέει και ενώνει τα χείλη μας. Απόσπασμα από Part 40 __ ...
615 60 32
Ο Παράνομος Έρωτας της Άννας και του Δημήτρη οι οποίοι θα κάνουν τα πάντα για να είναι μαζί.
9.7K 575 40
Για όλα υπάρχει μία αιτία. Όλα λένε για κάποιο λόγο γίνονται. Υπάρχουν όμως πολλές αδικίες. Πολλά προβλήματα. Αλλά και η ομορφιά πάντα βγαίνει στην ε...
104K 5.7K 74
《Τι είναι αυτά ;;》τον ρώτησα με θυμό και έδειξα τις πιπιλιές που έχει στον λαιμό του. 《Με απάτησες;;》τον ρώτησα με ένταση στην φωνή μου Με κοίταξε μ...