Ευγενία

By angry_bird24

66.1K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... More

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

ΜΠΟΥΜΠΗΣ

789 23 0
By angry_bird24


Η Ειρήνη Καψάλη ήταν η διευθύντρια του δημοτικού ορφανοτροφείου θηλέων Λαρίσης, τα τελευταία 17 χρόνια. Βέρα Αθηναία η Ρήνα, όπως τη φώναζε χαϊδευτικά ο πατέρας της, αφησε τη πρωτεύουσα μετά από μία σειρά από τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή της για να αφιερωθεί στα παιδιά, μετά από παρότρυνση της θείας της, μιας πρώην δασκάλας που εργαζόταν πάνω από 30 χρόνια μέσα στο ίδρυμα. Η Ειρήνη ήταν μορφωμένη και καλοσυνάτη, γεμάτη αγάπη και κατανόηση για τα κορίτσια. Πάλευε για όλες αλλά για τη κάθε μία ξεχωριστά, ώστε να έχουν ένα καλύτερο μέλλον. Εκείνη την ημέρα, κοιτούσε συνεχώς από το παράθυρο, περιμένοντας την άφιξη της μικρής, που της είχε κινήσει τη περιέργεια. Όταν έφτασε η κούρσα, ένας χωροφύλακας τη συνόδευσε κι εκείνη άφησε το γραφείο της για να την υποδεχτεί στην είσοδο.  <<Βρε βρε, η μικρή δραπέτισσα>> είπε με ειρωνεία η Μαγδαληνή, η σκληρή και απρόσιτη θεία της Ειρήνης, και κοίταξε το παιδί με απαξίωση. Η Ευγενία της ανταπέδωσε το αυστηρό βλέμμα και η Μαγδαληνή ετοιμάστηκε να μιλήσει ξανά όταν εμφανίστηκε η διεθύντρια. <<Ευχαριστούμε χωροφύλακα>> ακούστηκε η φωνή της Ειρήνης που έσκυψε μπροστά στην μικρή για να τη φτάσει στο ύψος. Κοίταξε τα μάτια της και είδε το καθαρό και καθόλου φοβισμένο βλέμμα της. Τα περισσότερα ορφανα, έτρεμαν από το φόβο και την ανασφάλεια για την άγνωστη ζωή που ξεκινούσε. Εκείνη όμως είχε μία ηρεμία στο βλέμμα της και την κοιτούσε βαθιά. Η διευθύντρια της έδωσε το χέρι της, την οδήγησε στο γραφείο της και την έβαλε να καθίσει. <<Θες ένα ποτήρι γάλα;>> ρώτησε μα η μικρή έγνεψε αρνητικά. <<Εγώ είμαι η κυρία Ειρήνη, η διεθύντρια. Κι εσύ είσαι η Ευγενία. Πριν απ' όλα, θέλω να μου πεις γιατί έφυγες από το αυτοκίνητο και σε έψαχναν. Γιατί δεν ήθελες να έρθεις εδώ; Εμείς είμαστε μια μεγάλη οικογένεια, θα κάνεις φίλες που θα είστε σαν αδελφές και...>>. Η μικρή τη διέκοψε <<Μπορώ να πάω να μείνω με την Ελένη και το Λάμπρο; Δεν τους πειράζει και θα είμαι καλό παιδί>>. Η Ειρήνη τη κοίταξε με απορία. <<Ποιοι είναι η Ελένη και ο Λάμπρος;>>, <<Με βρήκαν όταν κρύφτηκα και είναι φίλοι μου. Να πάω να μείνω μαζί τους; Δεν τους πειράζει>>. Η γυναίνα της χάιδεψε τα μαλλάκια που ήταν φρεσκολουσμένα. <<Θα μείνουμε μαζί εδώ και θα σου αρέσει πολύ>> της απάντησε με χαμόγελο μα η μικρή δεν φάνηκε να ικανοποιείται από την απάντηση και ξεφύσηξε δυσαρεστημένα. <<Αν δεν μου αρέσει, μπορώ να φύγω;>> ρώτησε τελικά. <<Γιατί να μην σου αρέσει;>>, <<Θέλω να πάω στο χωριό>>, <<Στο χωριό σου;>>, <<Όχι στο άλλο, που χάθηκα. Είναι πολύ ωραία>>. Η Ειρήνη της έδωσε ξανά το χέρι της και χαμογέλασε. <<Πάμε να σου δείξω το κρεβάτι σου και να γνωρίσεις τα υπόλοιπα κορίτσια. Είμαι σίγουρη πως σύντομα θα είστε φίλες και θα σου αρέσει και εδώ>> έκανε με βεβαιότητα, αλλά το ένστικτο της, της έλεγε πως η μικρή δεν θα ήταν εύκολη περίπτωση.

Η Ελένη έκατσε στο τραπέζι, πλάι στο Λάμπρο και του έδωσε τον καφέ του. <<Φάε και τίποτα. Έχουμε δουλειές σήμερα, μην είσαι νηστικός>> του είπε και ξεκίνησε να καθαρίζει ένα βραστό αυγό. <<Όλα καλά καρδιά μου; Σκοτεινιασμένη φαίνεσαι. Και σα να μην κοιμήθηκες καλά...>> έκανε με περιέργεια ο δάσκαλος. <<Εγώ; Μια χαρά είμαι. Τι να έχω;>>. Εκείνος χαμογέλασε και σηκώθηκε από τη θέση του. <<Καλώς. Για να το λες... Θα σε δω το μεσημέρι>> της είπε όπως πάντα. <<Έλα στο χωράφι πρώτα. Θέλω να συζητήσουμε ένα θέμα και οι τρεις, με τον Φανούρη>>, <<Τι θέμα;>>, <<Για τα κτήματα που σκεφτόμαστε να νοικιάσουμε>>. Εκείνος έγνεψε καταφατικά και άνοιξε το βήμα του. Η Ελένη έμεινε μοναχή της και ήπιε λίγο καφέ.
Τρεις μέρες είχαν περάσει από τότε που η μικρή έφυγε από το σπιτικό τους και ενιωθε πως της έχει γίνει έμμονη ιδέα. Σκεφτόταν να πάει να επισκεφτεί το παιδί μα δεν ήθελε από την άλλη και να το αναστατώσει. Τι είχε πάθει; Τόσους μαθητές είχε στο σχολείο ο Λάμπρος, μα για κανέναν δεν αισθανόταν έτσι. Μαθητές που πάντα έτρεχαν να αγκαλιάσουν την γλυκιά κυρία δασκάλου που τους έφερνε κάθε τόσο καραμέλες και κέικ. Έτσι χαιρόταν και ο ανιψιός της, ο Σέργιος, όποτε έβλεπε τη θεία του να έρχεται στο νέο του σπίτι. Εδώ όμως ήταν κάτι διαφορετικό. Σαν να είχαν ενωθεί οι καρδιές της Ελένης και της Ευγενίας και εκείνη ένιωθε μέσα της βαθιά ότι το παιδί την είχε ανάγκη και την αποζητούσε. Σίγουρα έκανε λάθος, σίγουρα το παιδί έπαιζε ανέμελο με τους νέους της φίλους όμως η Λενιώ είχε ένα κόμπο στο στομάχι που δεν έλεγε να την αφήσει ήρεμη.

Τρίτη μέρα στο ίδρυμα η μικρή και η Ειρήνη έβλεπε όλες τις προσπάθειες προσαρμογής, να πέφτουν στο κενό. Η Ευγενία δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Καθόταν ολημερίς σε μία από τις κούνιες, χωρίς να θέλει να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά ή στο μεγάλο παράθυρο δίπλα στην είσοδο, κοιτώντας έξω, σαν να περιμένει κάποιον να φανεί από μακριά. Δεν άφηνε κανένα παιδάκι να την προσεγγίσει, ούτε έδειχνε να νοιαζόταν για παιχνίδια. Τα περισσότερα παιδιά είχαν θέμα προσαρμογής, μα η Ειρήνη πρώτη φορά ένιωθε τόσο προβληματισμένη. Παρατηρούσε το κορίτσι και ήθελε να διαβάσει το μυαλό της μα φάνταζε τόσο δύσκολο έως ακατόρθωτο. Την είδε να κάθεται σε ένα παγκάκι μουτρωμένη και την πλησίασε. <<Γεια σου Ευγενία>> έκανε κεφάτα. <<Γεια σας...>>, <<Τι έχεις;>>, <<Τίποτα. Βαριέμαι>>. Η Ειρήνη έκατσε δίπλα. <<Γιατί δεν πας να παίξεις; Όλα τα παιδάκια παίζουν. Δεν έκανες καμία φίλη;>>. Η κοριτσάκι ανακάθισε. <<Κυρία, μπορείτε να πείτε στην Ελένη να έρθει να με δει;>>, <<Πώς να της το πω κορίτσι μου; Δεν την ξέρω>>, <<Θα με πάτε στο σπίτι της;>>. Η Ειρήνη της χάιδεψε το κεφαλάκι. <<Η Ελένη θα έχει δουλειές και δεν ξέρουμε πότε θα έρθει και αν τα καταφέρει. Εσύ να πας να παίξεις και να μην το σκέφτεσαι όλη μέρα>>. Η Ευγενία της έριξε μια θυμωμένη ματιά. <<Θα έρθει. Μου το υποσχέθηκε!>> είπε και έφυγε από δίπλα της.

Ο Φανούρης περπατούσε πλάι στον Λάμπρο και την Ελένη, μέσα στο θεσσαλικό κάμπο. <<Πάρτε μία απόφαση σύντομα, γιατί πρέπει να ξεκινήσουμε δουλειά. Δεν μας παίρνει ο χρόνος>> έκανε νευρικά ο επιστάτης. Ο δάσκαλος τον κοίταξε αυστηρά. <<Δεν θα πάρουμε γουρούνι στο σακί κουμπάρε, σταμάτα να αγχώνεσαι>>. Η Ελένη συνένισε να περπατά αμίλητη. <<Λενιώ;>> ρώτησε ο άντρας της. <<Τι;>>, <<Τι λες εσύ;>>. Εκείνη τον έπιασε από το μπράτσο. <<Ας το σκεφτούμε 1-2 μέρες. Πάω σπίτι να ζεστάνω το φαί. Θα έρθεις;>>. Τη φίλησε απαλά στο κεφάλι. <<Πήγαινε να δω λίγο τους εργάτες κι έρχομαι>>. Η γυναίκα έφυγε κι οι δυο άντρες έμειναν μοναχοί τους. <<Τι έχει η κυρά μου; Φουρτουνιασμένη φαίνεται;>> εκανε ο Φανούρης. <<Έλα ντε... Κι εγώ το παρατήρησα>>, <<Μπορεί να έχει τα γυναικεία της. Κι η Μερόπη άμα τα είχε, καλημέρα της έλεγες και θύμωνε>> πέταξε κεφάτα ο επιστάτης. Ο Λάμπρος χαμογέλασε. <<Μπορεί...>>, <<Πάντως ξανασκέψου το. Μας πατάει στον κάλο, το ξέρω αλλά... Η άλλη λύση, είναι χειρότερη>>, <<Ποια είναι η άλλη λύση;>>, <<Να ζητήσεις να νοικιάσεις τα χωράφια, από την ανατολική πλευρά>>. Ο δάσκαλος σταμάτησε να περπατά. <<Αυτά είναι του Δούκα>>, <<Ε αυτό λέω. Θες να πας τα πείτε;>> ρώτησε ειρωνικά. <<Θα ρωτήσω την Ελένη. Μπορεί και να θέλει>> απάντησε και γέλασαν μαζί. <<Κανονικά έπρεπε να ήταν δικά σου. Το αφεντικό μου έλεγε, ότι ο μπαρμπά-Σέργιος ήταν δίκαιος άνθρωπος. Δεν θα σας αδικούσε ποτέ>>, <<Το αφεντικό σου επίσης έλεγε πως εγώ δεν ήμουν καλή τύχη για την κόρη του, οπότε δεν τον εμπιστεύομαι και πολύ. Χωρατά κάνω. Μην τα σκαλίζεις κουμπάρε... Άστα...>> πέταξε και συνέχισαν τον δρόμο τους.

Η Λενιώ σέρβιρε και άφησε το πιάτο μπροστά στο Λάμπρο. <<Δεν είναι καλή η πρόταση>> είπε εκείνος προβληματισμένος. <<Έτσι λες;>>, <<Έτσι είναι. Η τιμή που θέλει να μας νοικιάσει αυτά τα 5 στρέμματα, είναι σαν να μας νοικιάζει 20. Μας πατάει γιατί είναι δίπλα στα δικά μας>>. Η Ελένη έβαλε μια μπουκιά στο στόμα και έπειτα του απάντησε. <<Τα χρειαζόμαστε Λάμπρο, η παραγωγή πάει καλά και πρέπει...>>, <<Και θα δεχτούμε να μας εκμεταλλέυονται; Καλύτερα να πάμε στο Μελέτη, να μας νοικιάσει δηλαδή>>. Η Ελένη χαμογέλασε. <<Ή στο Δούκα, κατευθείαν, μήπως μας κάνει καλύτερη τιμή>>, <<Από το Μιχάλαρο; Πιο φθηνός θα είναι>>. Συνέχισαν να τρώνε αμίλητοι. Εκείνος έσπασε τη σιωπή. <<Δώσε μου λίγο χρόνο και θα τη βρούμε την άκρη. Δεν θα πάρουμε βιαστικές αποφάσεις>> είπε ο άντρας. <<Εντάξει καλέ μου. Ας φάμε με ηρεμία. Μη σκέφτεσαι συνέχεια τις δουλειές>>, <<Γίνεται αυτό;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Αν έχεις μια έννοια, σε τριγυρίζει συνεχώς>> παρατήρησε η Ελένη και το μυαλό της πήγε στην Ευγενία. Δεν άντεχε άλλο την αναμονή. Τόσες μέρες ένιωθε να πνίγεται. <<Θα κατέβω στη Λάρισα αύριο, στο γυναικείο συνεταιρισμό. Θα κάνω μια κουβέντα για να βάλουν από τα τουρσιά μας>> ενημέρωσε όσο μπορούσε πιο αδιάφορα, τον άντρα της συνεχίζοντας να τρώει. Εκείνος χαμογέλασε. <<Να πας. Είναι καλή ιδέα>>.

Η Ειρήνη περπατούσε στον μεγάλο κήπο του δημοτικού ορφανοτροφείου και παρατηρούσε τα δεκάδες κορίτσια, να τρέχουν χαρούμενα, παίζοντας παρέες-παρέες και γελώντας δυνατά. <<Τι γίνεται Σεβαστή; Όλα εντάξει; Η Μαρίλια έχει ακόμα στομαχόπονο;>> ρώτησε η γυναίκα μία νεαρή δασκάλα που παρατηρούσε κι εκείνη με τη σειρά της τα παιδιά. <<Μια χαρά είναι, παίζει στην τραμπάλα, δεν την είδες;>>, <<Και η Ευγενία;>>. Η Σεβαστή χαμήλωσε το βλέμμα. <<Δεν βγήκε. Κάθεται μέσα μοναχή της>>, <<Σεβαστή...>> είπε η Ειρήνη μα η κοπέλα τη διέκοψε. <<Τι άλλο να κάνω; Έχουμε και τόσα παιδιά, δεν μπορώ να τρέχω πίσω της. Θα συνηθίσει με το καιρό>>. Η διευθύντρια την κοίταξε αυστηρά. <<Πρέπει να τη βοηθήσουμε!>>, <<Πώς Ειρήνη; Ακούει κανέναν; Έχει κολλήσει το μυαλό της, σε εκείνο το ζευγάρι που την βρήκε και της έδειξε λίγο ενδιαφέρον. Άστην, θα τους ξεχάσει με τον καιρό...>> πέταξε αδιάφορα. <<Καλώς Σεβαστή. Πάω εγώ να τη βρω>> έκανε η διευθύντρια ειρωνικά και έφυγε από τον κήπο.

H Eλένη μπήκε σε ένα μαγαζί με παιχνίδια της Λάρισας, που συνήθιζε να ψωνίζει, πότε-πότε, για τον Σέργιο και έριξε μία ματιά στις κούκλες της βιτρίνας. Μια πωλήτρια την πλησίασε ευγενικά. <<Να σας βοηθήσω;>>, <<Για ένα δώρο ψάχνω...>>, <<Αγόρι, κορίτσι; Ηλικία;>>. Εκείνη δαγκώθηκε. <<Κοριτσάκι, κοντά στα 5>>, <<Κόρη σας;>>. Η γυναίκα την κοίταξε λυπημένα. <<Όχι...>>, <<Θέλετε κάποια κούκλα; Αυτές εδώ, είναι καινούργιες>> εξήγησε η κοπέλα. Η Ελένη χαμογέλασε αχνά. <<Θέλω ένα αρκουδάκι>> είπε με σιγουριά. <<Είστε βέβαιη; Οι κούκλες αρέσουν πολύ στα μικρά κορίτσια>>, <<Ναι. Είμαι σίγουρη>> απάντησε και την ακολούθησε στο βάθος του καταστήματος.

Δίπλα στο παράθυρο καθόταν για τέταρτη ημέρα, η μικρή Ευγενία και κοιτούσε το δρόμο μπροστά από το ίδρυμα και τους διαβάτες που περνάγαν βιαστικοί, κοιτάζοντας πότε-πότε το μεγάλο κτίριο. Το αστικό λεωφορείο έκανε στάση στη γωνία και από μέσα κατέβηκε μια ψηλή γυναίκα με μακριά μαλλιά, που κρατούσε μια χάρτινη τσάντα στο χέρι της και σταμάτησε έξω από το μεγάλο κτίριο. Η μικρή έμεινε στάσιμη για ένα λεπτό και όταν βεβαιώθηκε, πήδηξε από το πεζούλι και έτρεξε προς τη μεγάλη πόρτα. Η Ειρήνη που ερχόταν από μακριά, είδε το κορίτσι και παραξενεύτηκε. Η πόρτα άνοιξε και πριν προλάβει η Λενιώ να μπει μέσα, η Ευγενία έτρεξε στην αγκαλιά της με όλη της την δύναμη. <<Ήρθες, ήρθες>> τσίριξε χαρούμενα και η Ελένη έσκυψε και σήκωσε την Ευγενία στην αγκαλιά της. Η διευθύντρια πλησίασε γεμάτη περιέργεια και η ματιά της διασταυρώθηκε με της Ελένης. <<Καλημέρα>> είπε και η μικρή τη διέκοψε ενθουσιασμένη. <<Κυρία ήρθε η Λενιώ, ήρθε που σας έλεγα>>. <<Ειρήνη Καψάλη, είμαι η διευθύντρια του ιδρύματος>> έκανε η γυναίκα και άπλωσε το χέρι.  <<Χαίρω πολύ. Ελένη Στ...>> η γυναίκα κόμπιασε και επανέλαβε ξανά. <<Ελένη Σεβαστού>> απάντησε σοβαρά.  Τον τελευταίο καιρό, είχε εξοικειωθεί περισσότερο με το νέο της επίθετο. Δυστυχώς το όνομα Ελένη Σταμίρη, ήταν γνωστό στη Θεσσαλία μέσα από τις εφημερίδες. Το Σεβαστού άνοιγε περισσότερες πόρτες στην Λενιώ, που μπορεί να στεναχωριόταν όταν αναγκαζόταν να απαρνηθεί το πατρικό της, όμως δεν ήθελε σε καμία περίπτωση η Ειρήνη να την έδιωχνε, καταλαβαίνοντας ποια είναι στη πραγματικοτήτα. <<Θα μπορούσα να δω για λίγο τη μικρή;>> ρώτησε αμήχανα και η διευθύντρια της χαμογέλασε. <<Φυσικά. Αν δεν σας είναι κόπος, περάστε μετά από το γραφείο μου να σας προσφέρω έναν καφέ>> ζήτησε και τις άφησε μόνες.

Έκατσαν σε ένα παγκάκι, απέναντι από το παράθυρο. Έμειναν για μερικές στιγμές αγκαλιασμένες. Η Ελένη απομακρύνθηκε πρώτη και έφερε κοντά της, την χάρτινη σακούλα. <<Για σένα. Να σου κάνει παρέα>> είπε στη μικρή και έβγαλε από μέσα ένα άσπρο αρκουδάκι με κόκκινα αυτιά. <<Για μένα;>> ρώτησε ενθουσιασμένα το κορίτσι. <<Ναι αγάπη μου. Τον λένε Μπούμπη μου είπε η κοπέλα στο μαγαζί με τα παιχνίδια αλλά μπορείς να τον πεις όπως θες εσύ>>. Η Ευγενία άφησε κάτω τον αρκούδο και αγκάλιασε ξανά την Ελένη. <<Δεν θέλω να του αλλάξω όνομα γιατί μπορεί να στεναχωρηθεί>> απάντησε λυπημένα και η Λενιώ γέλασε. <<Θα με πάρεις μαζί σου;>> ρώτησε με παράπονο το κοριτσάκι. <<Δε γίνεται καρδιά μου αλλά θα έρχομαι να σε βλέπω και ο Μπούμπης θα σου κρατάει συντροφιά>>, <<Και θα έρθει και ο Λάμπρος;>>. Η γυναίκα ξεροκατάπιε αλλά την κοίταξε με σιγουριά. <<Ναι αγάπη μου, φυσικά>>. Το κοριτσάκι ανασηκώθηκε στα δυο της γόνατα και την αγκάλιασε ξανά. <<Αλήθεια θα ξανάρθεις;>> ρώτησε, καθώς έσφιγγε τα χεράκια της γύρω από το λαιμό της Ελένης. <<Ναι μάτια μου, αλήθεια. Θα έρχομαι>> απάντησε η γυναίκα και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.

<<Ευγενία Σταμούλη. Οι γονείς της σκοτώθηκαν σε ένα φρικτό ατύχημα προπέρσι, μαζί με τη θεία και το θείο της. Ντελαπάρισε ένα αγροτικό αυτοκίνητο που είχαν οι θείοι της και βρέθηκαν στο γκρεμό. Ζούσε με τη γιαγιά της, που απ' όσο έμαθα είχε αρκετά ψυχολογικά προβλήματα. Άλλους συγγενείς δεν έχει>> εξήγησε η Ειρήνη και έδειξε στην Ελένη το πιστοποιητικό γέννησης της μικρής.  <<Ευγενία Σταμούλη του Νικολάου και της Ευτέρπης... Λυπηρό. Είναι έξυπνο παιδί>>, <<Πράγματι>> διαπίστωσε η διευθύντρια και έκατσε μπροστά στην Λενιώ. <<Μου έκανε εντύπωση, κυρία Σεβαστού, πώς ένα παιδί τόσο επιφυλακτικό, δείχνει τέτοια αδυναμία σε σας και τον σύζυγο σας, γνωρίζοντας σας ελάχιστα. Μέρες σας ζητά και περιμένει να έρθετε. Να με συγχωρείτε αλλά δεν σας περίμενα καν. Η γνωριμία σας ήταν αρκετά σύντομη για να μπείτε στον κόπο να έρθετε ως εδώ>>. Η Ελένη ανακάθισε. Η Ειρήνη ήταν ειλικρινής άνθρωπος και δεν μάσαγε τα λόγια της. Την παρατήρησε για λίγο. Ήθελε να καταλάβει τι το ξεχωριστό είχε αυτή η ψηλή γυναίκα, με τα μεγάλα μάτια και το καθαρό βλέμμα, που έκανε τη μικρή να την εμπιστευτεί. Σπάνια έπεφτε έξω η διευθύντρια και τώρα ήταν σίγουρη πως είχε μπροστά της, ίσως μια υποψήφια μητέρα για το ορφανό κορίτσι. <<Τη συμπάθησα πολύ... Είναι πολλή γλυκιά. Τη βρήκα στην αποθήκη, τη φρόντισα όσο μπορούσα...>>, <<Την κρατήσατε και το βράδυ>> πέταξε η διευθύντρια. <<Ναι... Το ζήτησα από τον διοικητή Διαφανίου που είναι και φίλος... Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να ηρεμήσει, πριν φύγει>>. Η Ειρήνη χαμογέλασε. <<Έχετε παιδιά κυρία Σεβαστού;>>. Εκείνη έγνεψε αρνητικά. Η λύπη στο βλέμμα της, έκανε την Ρήνα να καταλάβει πως δεν ήταν από επιλογή. <<Κι ο σύζυγος σας; Είναι δάσκαλος;>>, <<Πού το ξέρετε;>>, <<Μου το είπε η μικρή...>>. Τώρα έγνεψε θετικά. <<Ναι, δάσκαλος...>>, <<Εντάξει κυρία Σεβαστού, να μην σας κρατάω απ' τις δουλειές σας. Να ξαναέρθετε όποτε θέλετε>>, <<Μπορώ;>> ρώτησε η Ελένη κι η Ειρήνη έπιασε τον ενθουσιασμό στον τόνο της. <<Φυσικά. Μεγάλη μας χαρά. Και για το παιδί βέβαια...>>. Εκείνη σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι της. <<Χάρηκα που σας γνώρισα>> είπε ευγενικά. <<Κι εγώ. Θα τα ξαναπούμε>>, <<Ελένη>>, <<Συγνώμη;>>, <<Αν δεν σας πειράζει, ας μιλάμε στον ενικό...>>, <<Φυσικά. Ελένη λοιπόν>>.

Ο Λάμπρος έκατσε πλάι της στο τραπέζι, λίγο μετά το φαγητό. <<Θα παώ στα χωράφια. Εσύ; Πώς πήγε με τον συνεταιρισμό;>>. Η Ελένη έβγαλε από την τσέπη της ένα χαρτί και του το έδειξε. <<Μου έδωσαν παραγγελία>> είπε και χαμογέλασε. <<Μπράβο Λενιώ μου! Μπράβο! Θα τους την πάω εγώ, με την κούρσα της Βιολέτας μόλις ετοιμαστεί. Τίποτε άλλο;>>. Η γυναίκα ανακάθισε. <<Πήγα και είδα την Ευγενία, στο ορφανοτροφείο>>. Ο άντρας την κοίταξε σοκαρισμένος. <<Τι πράγμα;>>, <<Τι έπαθες;>> τον ρώτησε η Λενιώ, προσπαθώντας να δείξει όσο πιο ψύχραιμη γινόταν. <<Πήγες να δεις το παιδί;>>, <<Ναι Λάμπρο, πέρασα από εκεί. Ήθελα να δω πως είναι καλά. Της το υποσχέθηκα άλλωστε>>. Ο δάσκαλος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και την κοίταξε με ηρεμία <<Καλά έκανες. Θα σου έφυγε και το άγχος. Είμαι σίγουρος πως ήταν μια χάρα>> είπε και έκανε να σηκωθεί. <<Ζήτησε να δει κι εσένα. Της είπα ότι θα πάμε μαζί>> πέταξε η Ελένη όσο πιο γρήγορα μπορούσε, σαν να ξεστόμιζε κάποια σκανταλιά και κάρφωσε το βλέμμα στον άντρα της, που την κοίταξε ταραγμένος. <<Όχι καρδιά μου. Σε παρακαλώ. Η μικρή πήγε στο ορφανοτροφείο και δεν πρέπει να την ξεσηκώνουμε. Καλύτερα να μείνει εκεί και να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Μπορείς μια φορά στο τόσο, να πηγαίνεις να τη βλέπεις αλλά ας μην δενόμαστε μαζί της. Εκπαιδευτικός είμαι, ξέρω από παιδιά. Είναι καλύτερα έτσι>>  τη συμβούλευσε και έπιασε το χέρι της,, ξέροντας μέσα του πως η γυναίκα του, δεν θα άλλαζε γνώμη. Εκείνη του έριξε μια τρυφερή ματιά. <<Σε παρακαλώ αγάπη μου, ένα κοριτσάκι μόνο στο κόσμο είναι. Τι ψυχή έχει να πηγαίνουμε να το βλέπουμε; Δεν έχει κανέναν>>, <<Όλα τα παιδάκια στα ιδρύματα, κανέναν δεν έχουν>>, <<Ναι αλλά αυτό μας γνώρισε και μας συμπάθησε>> απάντησε η Ελένη και τον κοίταξε παρακαλετά. <<Σε παρακαλώ Λάμπρο μου. Μην μου πεις όχι>>.

Ο δάσκαλος άπλωσε το χέρι του, στην Ειρήνη Καψάλη και οι δυο τους γνωρίστηκαν. <<Χάρηκα κύριε Σεβαστέ>> είπε η γυναίκα. <<Κι εγώ. Έχω ακούσει για σας και πιστεύω πως κάνετε λειτούργημα>> έκανε ευγενικά ο Λάμπρος. Η Ελένη χαμογέλασε. Η Ειρήνη έγνεψε ευχαριστώντας τον κι έπειτα έριξε μια ματιά στη Μαγδαληνή που τους κοιτούσε ψυχρά. <<Φωνάζεις την Ευγενία, σε παρακαλώ; Είναι στον κήπο>> ζήτησε ήρεμα και η γυναίκα έφυγε. <<Πώς είναι η μικρή;>> ρώτησε ανυπόμονα η Ελένη. <<Καλά. Αν και είναι ιδιαίτερο παιδί... Σας συμπαθεί πολύ. Μιλάει για σας συνέχεια>>. Ο Λάμπρος χαμήλωσε το βλέμμα. Ήξερε πως αποστολή μιας καλής διευθύντριας ορφανοτροφείου  ήταν να βρει γονείς για τα παιδιά. Εκείνος και η Ελένη, δεν  ήταν μέσα σε αυτούς, όχι γατί δεν ήθελαν, μα γιατί το ποινικό της μητρώο ήταν εξαιρετικά βεβαρημένο. Τις σκέψεις του διέκοψε η είσοδος της Ευγενίας που έτρεξε με όλη της τη δύναμη κατά πάνω του, κρατώντας τον άσπρο αρκούδο της. Ο άντρας έσκυψε αμήχανα και την σήκωσε στην αγκαλιά του. <<Λάμπρο μου!!>> τσίριξε χαρούμενα και τον αγκάλιασε. Η Ελένη τους χάιζεψε συγκινημένη, προσπαθώντας να πνίξει τα δάκρυα που ερχόντουσαν στα μάτια της. <<Τι κάνεις Ευγενία μου;>> ρώτησε ο Λάμπρος όσο πιο ψυχρά μπορούσε, μα το παιδί τον κοίταζε με λατρεία. <<Λάμπρο μου, σε περίμενα>>, <<Αλήθεια;>>, <<Ναι!>> του απάντησε χαμογελώντας. Η Ελένη τους πλησίασε. <<Εμένα; Δεν με περίμενες δηλαδή;>> έκανε δήθεν ενοχλημένα. Η μικρή άπλωσε τα χεράκια της και την έσφιξε δυνατά. Η Ελένη της χάιδεψε τα μαλλάκια. <<Κρατάς και τον αρκούδο...>> ψέλλισε καλοσυνάτα. <<Δεν τον αφήνει και ποτέ. Μαζί τρώνε, μαζί κοιμούνται, μαζί όλα>> εξήγησε η Ειρήνη. Ο Λάμπρος έριξε μια ματιά στη γυναίκα του. <<Εσύ της τον αγόρασες Ελένη;>> ρώτησε με περιέργεια. <<Ναι, εγώ...>> του απάντησε κι ο άνδρας χαμήλωσε το βλέμμα σκεπτικός.

Continue Reading

You'll Also Like

453K 25.3K 64
«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου α...
12.2K 1.7K 26
Οικογένεια Jeon, η πιο δυνατή οικογένεια στο κόσμο της μαφίας με το σκληρό αρχηγό που του αρέσει να "βοηθάει", αλλά ΠΆΝΤΑ με ένα μεγάλο αντάλλαγμα...
1K 81 4
Όταν του αποκάλυψε η Θεοφανω τον πραγματικό λόγο που η γυναίκα του αυτοκτόνησε, έπεσε από τα σύννεφα. Όμως η ζωή του επιφύλασσε μεγαλύτερες εκπλήξεις...
14.1K 680 32
Dare to play with fire [ Υπό διόρθωση]. Αλλά μπορείτε να την διαβάσετε !!!!