Δύο μικροί αγγέλοι.. (Υπό Επι...

By BeYourselfGM

75.7K 9K 1.9K

Το λευκό δαντελενιο της φουστανακι, ειχε λερωθεί από τις λάσπες. Ήταν συνήθεια όμως... Πάντα έλεγε στη μητέρ... More

Εισαγωγή
Κεφάλαιο 1°
Κεφάλαιο 2°
Κεφάλαιο 3°
Κεφάλαιο 4°
Σημείωση
Κεφάλαιο 5°
Κεφάλαιο 6°
Κεφάλαιο 7°
Κεφάλαιο 8°
Κεφάλαιο 9°
Κεφάλαιο 10°
Κεφάλαιο 11°
Κεφάλαιο 12°
Cast
Κεφάλαιο 13°
Κεφάλαιο 14°
Κεφάλαιο 15°
Κεφάλαιο 16°
Κεφάλαιο 17°
Κεφάλαιο 18°
Κεφάλαιο 19°
Κεφάλαιο 20°
Κεφάλαιο 21°
Κεφάλαιο 22°
Κεφάλαιο 23°
Κεφάλαιο 24°
Κεφάλαιο 25°
Κεφάλαιο 26°
Κεφάλαιο 27°
Κεφάλαιο 28°
Κεφάλαιο 29°
Κεφάλαιο 30°
Κεφάλαιο 31°
Κεφάλαιο 32°
Κεφάλαιο 33°
Κεφάλαιο 34°
Κεφάλαιο 35°
Κεφάλαιο 36°
Κεφάλαιο 37°
Κεφάλαιο 38°
Κεφάλαιο 39°
Ευχαριστήριο

Κεφάλαιο 40° Τέλος

2K 231 151
By BeYourselfGM

Κάποιες μέρες, ακούω ακόμα τη σιωπή του. Μερικές φορές κάθεται σκεπτικός μπροστά από το παράθυρο . Άλλες πάλι τον πιάνω να αγναντεύει από το μπαλκόνι τον ορίζοντα. Ενώ άλλες εκεί που μιλάμε σταματάει και με κοιτάζει.
Δεν είναι εύκολο να κλείσουν οι πληγές μέσα σε λίγα χρόνια. Μυαλό είναι, κι αυτές θύμησες. Όσο κι αν κλειδώσεις τις πόρτες βρίσκουν τρόπο και δραπετεύουν...

Είχα αποφασίσει να μην γράψω ποτέ ξανά σε κανένα κομμάτι χαρτί. Μα να που το έκανα... Πήγα σήμερα και αγόρασα ένα τετραδιακι. Φρέσκο. Καινούριο. Είναι σημαντική μέρα σήμερα.
Πόσο έχουν αλλάξει όλα...
Έμαθα να κολυμπάω. Ακόμα δε το πιστεύω. Είχε για μένα μια άγρια θάλασσα στην αρχή, τότε φοβόμουν ακόμα , μα ύστερα μου έδωσε γαλήνια νερά. Με κράτησε και εγώ κράτησα εκείνον.
Όπως πάντοτε του άρεσε να λέει, πήραμε και δώσαμε.
Δεν μετανιώνω για το παρελθόν.
Γέμισα, άδειασα και καταφέραμε μαζί, να γεμίσουμε ξανά.

Πέρασαν εξι χρόνια...
Κύλησαν σαν νερό και ούτε που το κατάλαβα. Εξι ολόκληρα χρόνια που έχω να ακούσω νέα της μάνας μου.
Πήγα να την επισκεφθω μόλις με ενημέρωσε ο Κοσμάς πως τη συνέλαβαν μα αρνήθηκε να με δει. Η ποινή ορίστηκε στα τρία χρόνια με αναστολή. Δεν έμεινε ούτε μια μέρα στο κελί. Δεν αποχαιρέτησε κανένα. Μάζεψε μια βαλίτσα και εξαφανίστηκε.
Η Ξανθίππη επέμενε να ψάξω. Επέμενε πως παρά τα όσα έγιναν ήταν μάνα.
Απορώ πως γίνεται αυτή η γυναίκα να έχει τέτοιο μεγαλείο ψυχής.

Ο πατέρας μου όλο και προσπαθεί. Και η αλήθεια είναι πως τον αφήνω να μας επισκέπτεται. Έχει αλλάξει. Προσπάθησε όμως. Δεν απαίτησε συγχώρεση. Όλα τα έκανε όμορφα και ομαλά. Κινήσεις, λέξεις, πράξεις...
Ο Κοσμάς και η Μάρθα έφυγαν σχετικά γρήγορα για τη Θεσσαλονίκη μα πού και πού κατεβαίνουν και μας επισκέπτονται.

Μεγαλώσαμε... Αργήσαμε ίσως να κάνουμε κάποια πράγματα μα τα καταφέραμε. Παλέψαμε.
Κοιτάζω τους τοίχους αυτού του σπιτιού και κάτω από την όμορφη λευκή μπογιά, βλέπω ακόμα εκείνα τα γκράφιτι. Το χρώμα από τους μαρκαδόρους. Τα θραύσματα από τα μπουκάλια όταν ο Ορέστης θύμωνε. Τα πάντα...
Ότι μπορέσαμε και ζήσαμε σε εκείνο το ερημόσπιτο όπως το αποκαλούσαμε , εξακολουθεί να υπάρχει.
Πάντοτε ψάχναμε τον ιδιοκτήτη.
Κανείς δεν ήξερε... Ή τουλάχιστον εγώ και ο Άρης δε ξέραμε.
Ήταν ένα σπίτι που έδωσαν προίκα στη μάνα του Ορέστη οι γονείς της. Κατέληξε φάντασμα όμως όπως και η ίδια.

Όχι όμως πια... Πλέον έχει μεταμορφωθεί χάρη στο πείσμα του Ορέστη σε ένα πανέμορφο διώροφο σπίτι στη μέση του βουνού. Έχει φτιάξει φράχτες, γκαράζ για να πειράζει το αγαπημένο του αυτοκίνητο και εξωτερικά δε θυμίζει σε τίποτα εκείνα τα χαλάσματα. Τόσο πεισματάρης... Πάντοτε έλεγε πως εμείς ήμασταν αλλά κι εκείνος δε πήγαινε πίσω.
Όλα τα έκανε μοναχός του.
Όχι πως δεν ήθελα να βοηθήσω αλλά... Δυστυχώς δεν μπορούσα.
Πώς να τον βοηθήσω με...

"Μαμά! Άντε! Τι κάνεις τόση ώρα;"
Η Εύα έκλεισε το τετραδιακι της και σηκώθηκε.

"Έρχομαι καρδούλα μου. Ο μπαμπάς;"

"Καλύτερα να μη τον δεις μαμά..."

"Γιατί;" Ανησύχησε αμέσως "Τι έγινε;"

"Λέρωσε το πουκάμισο μαμά..." η μικρή αναστεναξε "Και του είπα να μην ελέγξει τα λάδια! Εκείνος επέμενε!"

Η Εύα χαμογέλασε

"Δεν πειράζει Ξανθίππη μου. Πήγαινε να παίξεις και θα κατέβω να βρω το μπαμπά εγώ και να του δώσω ένα καθαρό. Σε λίγο θα πάμε να πάρουμε τη γιαγιά και μετά θα πάμε στην εκδήλωση. Δε κάνει να αργήσουμε"

"Όχι! Κι αν λερωσω τα ρούχα μου κι εγώ; Μετά θα με κοροϊδεύουν!!" Παραπονέθηκε

"Αφού δε θα το κάνουν. Το ξέρεις..."

"Κάνεις λάθος μαμά! Προχθές η θεία Κική έκανε κέικ, μου ζήτησε να τη βοηθήσω γιατί ο μπαμπάς και ο θείος ήταν στο κήπο και έγινα χαλιά. Θυμάσαι;"

"Ναι αγάπη μου, θυμάμαι"

"Έ, μόλις με είδαν άρχισαν να με κοροϊδεύουν!" Η μικρή χτύπησε με πείσμα το πόδι της κάτω και η Εύα χαμογέλασε "Ο ένας έλεγε ότι μοιάζω με γουρούνα που κυλιοταν στις λάσπες και μόλις θύμωσα ο άλλος είπε ότι μοιάζω με πεισματάρικο γαϊδούρι!!!"

"Βρε αγάπη μου. Αφού σε αγαπάνε. Κάθε φορά που μαλώνετε μετά καταλήγετε να παίζετε μαζί. Γιατί δίνεις σημασία στα αγορια;"

"Δε δίνω! Ο μπαμπάς λέει πως είμαι μια πριγκίπισσα! Όταν θα γίνουν άξιοι ιππότες θα δώσω!"

Η Εύα χαμογέλασε και την ίδια στιγμή ο Ορέστης ανέβηκε προς τα πάνω 

"Εύα!" φώναξε από το διάδρομο "Έγινα Μου..." Σαν είδε τη μικρή στη πόρτα σταμάτησε κατακόκκινος.

"Μουλάρι μπαμπά;" Απόρησε εκείνη

"Ναι αγάπη μου. Μουλάρι" απάντησε χαμογελαστός. "Δεν κατεβαίνεις με τον αδερφό σου ένα λεπτάκι στο σαλόνι; Σε λίγο θα έρθει και ο θείος με τον Γιωργάκη για να φύγουμε"

"Καλά μπαμπά. Μην αργήσετε όμως! Ξέρεις πως αυτός ο βλάκας με ενοχλεί! Δε θέλω να μένω μόνη μαζί του γιατί θα..."

"Ξανθίππη! Μη λες τέτοια λόγια για τον αδερφό σου!" τη μάλωσε απαλά η Εύα και η μικρή κάνοντας μια γκριμάτσα έφυγε από τη κρεβατοκάμαρα.

"Ο Άρης;" Απόρησε η Εύα μόλις έμειναν μόνοι. "Μα αφού θα βρισκόμασταν ολοι μαζί..."

"Τελικά δε πείραξα  μόνο τα λάδια!" Ο Ορέστης είχε εκείνη τη πονηρή φάτσα. Είχε κάνει εκείνο το αυτοκίνητο το προσωπικό του παράδεισο. Το σκαλιζε και το σκαλιζε συνεχώς "Δεν έχω χρόνο να το δω τώρα και τηλεφώνησα  του Άρη να έρθουν να μας πάρουν"

Ο Ορέστης έβγαλε το πουκάμισο και το πέταξε στο πλάι.
"Λάμπεις σήμερα..." της είπε πονηρά πλησιάζοντας τη.

"Στη δεύτερη ντουλάπα , πάρε το γαλάζιο!" του απάντησε αποφεύγοντας τον

"Έλα μωρέ Εύα. Τα παιδιά είναι κάτω, ταλαιπωρήθηκα ο καημένος τόση ώρα έξω... Ένα φιλάκι;"

"Ορέστη τα δικά σου τα φιλιά οδηγούν σε άλλα πράγματα που δεν είναι της παρούσης" Αστειευτηκε ώσπου τον είδε να πλησιάζει στο γραφείο

"Τι είναι αυτό πάλι;" Ρώτησε δείχνοντας το τετραδιακι

"Το πήρα χθες που κατέβηκα με τη Κική στο κέντρο. Ήθελα..."

"Τελικά οι συνήθειες δεν αλλάζουν.." της είπε γλυκά.

"Υποθέτω πως όχι..." απάντησε και πλησιάζοντας τον, άπλωσε τα χέρια της πάνω στο γυμνό του στήθος. "Πότε θα ξυριστεις επιτέλους;" ρώτησε γλυκά "Ούτε στο γαμο μας με άφησες να δω τα μάγουλα σου..."

"Όταν τα τραβάς δεν παραπονιέσαι!" της είπε κουνώντας ταυτόχρονα τα φρύδια του πάνω κάτω πονηρά

"Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι αν έχεις κάτι άλλο στο μυαλό σου πέρα από το σεξ! Βάλε ένα πουκάμισο και έλα κάτω. Πάω να ελέγξω τα τερατακια γιατί πολύ ησυχία κάνουν."

"Και μόνο που φοράω πουκάμισο για χάρη σου σήμερα, μου αξίζει να σκέφτομαι το σεξ!"

"Μη γκρινιάζεις! Θα περάσουμε όμορφα, θα δεις!"
Η Εύα είχε ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη παρά το γεγονος ότι έμοιαζε να τον 'μαλωνει' . Είχαν γιορτή στο σχολείο σήμερα. Κι εκείνη δεν θα πήγαινε ως δασκάλα μα ως διευθύντρια αφού κατάφερε να κερδίσει επάξια τη θέση δύο μήνες πριν.
"Σε λατρεύω..." Αποκρίθηκε αφήνοντας ένα φιλί στα χείλη του και ύστερα κατέβηκε κάτω.

Μένοντας μόνος, άνοιξε τη ντουλάπα, έβγαλε ένα πουκάμισο ,το στραβοκοιταξε όπως έκανε πάντοτε όταν έπρεπε να βάλει ένα, και φορώντας το, πλησίασε το παράθυρο. Είδε τα παιδιά να βγαίνουν στο κήπο και μετέπειτα την Εύα να τα κυνηγάει με δύο ζακέτες στα χέρια.

Ένιωσε γεμάτος. Αλώβητος. Άτρωτος.

Το βλέμμα υπέπεσε καθώς κουμπωνε το πουκάμισο, στο ημερολόγιο της.
Με ένα τέτοιο άρχισαν και με ένα τέτοιο τελείωσαν.

Το άνοιξε χωρίς να διαβάσει και γυρίζοντας στην επόμενη καθαρή σελίδα, πήρε το στυλό.
Πάτησε τη μύτη στη πρώτη γραμμή, μα σταμάτησε.
Πως είναι άραγε να καταγράφεις αυτά που έχεις στο μυαλό σου;
Λέξη στη λέξη; Αναρωτήθηκε.
Πρώτη φορά έκανε ένα τέτοιο τόλμημα.
Σαν σκηνες από ταινία η ζωή τους άρχισε να περνάει μπρος από τα μάτια του μεταφέροντας κάθε τους στιγμή...
Από την αρχή, ως το τέλος. Θυμήθηκε τη μάνα του όταν επέστρεψε για να πάρει την Εύα εκείνο το απόγευμα έξι χρόνια πριν . Ο Ορέστης δεν την είχε δει ποτέ χαρούμενη εκείνη τη γυναίκα και ίσως  ήταν η πρώτη φορά που αναγνώρισε ένα αληθινό χαμόγελο στα χείλη της. Του έμεινε εκείνο το χαμόγελο. Φωτεινό και λαμπρό σαν τον ήλιο.
Έπειτα οι θύμησες τον ταξίδεψαν στο γάμο του... Σε εκείνο το ξωκλήσι του Άη Γιώργη που ήταν βαθιά χωμένο στο βουνό κρυμμένο από τα ανθρώπινα μάτια. Η Εύα είπε το μεγάλο ναι χωρίς δυσκολία. Παντρεύτηκαν δέκα μέρες μετά. Δεν άντεξαν να περιμένουν λεπτό παραπάνω . Ίσα ίσα μέχρι να τελειώσουν τα χαρτιά. Δεν είχαν κόσμο. Εφτά άνθρωποι τους συντρόφευσαν στην αρχή του ταξιδιού. Ή ίσως στο τελικό προορισμό ενός ταξιδιού που ξεκίνησε χρόνια πριν. Έτσι το έβλεπε ο ίδιος.
Ο Άρης τους πάντρεψε και μάλιστα την ίδια μέρα ανακοίνωσε και το δικό του γάμο. Όλοι το περίμεναν.. Του άξιζε.
Η Κική είχε μεταμορφωθεί. Τον λάτρευε κι εκείνος όμως, έμαθε όχι μόνο να την αγαπάει αλλά να της δίνεται ολοκληρωτικά.
Σπρώξε!!" Πέταξε μέσα στο μυαλό του η λέξη που του προκάλεσε ρίγος ενώ αμέσως μετά τα κλάματα που ήταν χειρότερα και από λέξεις του έφεραν τρόμο. Δίδυμα. Η ζωή τους αντάμειψε με δύο και όχι ένα. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Αν και ήθελε να τη βγάλουν Νεφέλη, αφού ο Ορέστης ήξερε πόσο πολύ λάτρευε η Εύα εκείνο το τραγουδάκι, εκείνη συννενόηθηκε με τη Κική και τον Άρη και τελευταία στιγμή , είπαν στην εκκλησία το όνομα της μάνας του. Έπειτα από εκείνο το σκληρό παρελθόν που τους χώρισε, ήταν η πρώτη φορά που ο Ορέστης έβαλε ξανά τα κλάματα.
Το αγοράκι παλι αν και όλοι πίστευαν πως θα πάρει ίσως το όνομα του Σωτήρη του πατέρα της, η Εύα δε θέλησε. Δεν είχε προβλήματα μαζί του μα επέλεξε κάτι που ο Ορέστης είχε ξεχάσει αλλά όχι εκείνη...
Κάποτε όταν ήταν ακόμη παιδιά της είχε πει για τον αδερφό της μάνας του. Ήταν ο μόνος που τόλμησε να σηκώσει χέρι στο πατέρα του μα πεθανε πολύ νέος. Δεν ήξερε πολλά για αυτόν γιατί έλειπε στο εξωτερικό και δυστυχώς όταν επέστρεψε πέθανε ένα μήνα αργότερα. Έφτανε όμως για να κάνει τον Ορέστη να τον θαυμάσει. Το όνομα αυτού, Στέφανος.
Τόσες στιγμές... Αναμνήσεις που ειλικρινά απορούσε πως γίνεται να είναι σε θέση να καταγράψει κάποιος σε ένα κομμάτι χαρτί.
Θυμήθηκε το φιλί που έδωσε ο Άρης στη Κική και γέλασε.
Κόντεψαν να πέσουν από το ιερό.
Είναι έγκυος! Τι θα κάνω; Μαλάκα θα τρελαθώ! Τα λόγια του Άρη πριν καν γίνει ο γάμος του, εκείνο το τρομοκρατημένο βλέμμα. Τελικά η Κική ήταν έγκυος πριν καν κατασταλάξει το πράμα σε αντίθεση με την Εύα που έμεινε έγκυος πέντε μήνες μετά.
Η μοίρα τους ήθελε με ένα γλυκύτατο αγοράκι στα χέρια. Το Γιώργο. Το παιδί θαύμα όπως άρεσε στον Ορέστη να το αποκαλεί. Κολλημένο πάνω του. Αν και ήταν έξι, είχε τρέλα με τα αυτοκίνητα.
Μαζί με το Στέφανο που είχαν γίνει το δίδυμο της δράσης όπως αποκαλούσαν τους εαυτούς τους, περνούσαν ώρες ατελείωτες στο γκαράζ ενώ άλλες πήγαιναν στο συνεργείο που άνοιξε ο Ορέστης στο κέντρο της Μυτιλήνης. Έκανε το όνειρο του πραγματικότητα.
Ίσως αλλά παιδάκια ήθελαν να γίνουν γιατροί και δικηγόροι μα ο Ορέστης πάντοτε ήθελε να βρίσκεται χωμένος κάτω από ένα αμάξι. Ο Άρης πάλι, ανέλαβε εξολοκλήρου μετά την εγκυμοσύνη της Κικης την αποθήκη και έκτοτε κατάφερε να την αναπτύξει στο μέγιστο. Εδραιώθηκε χωρίς δυσκολία ακόμα και στο εξωτερικό.
Τα παιδιά είχαν συνηθίσει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Μα και οι ίδιοι άλλαξαν. Έμοιαζε σαν να είχαν δύο σπίτια και όχι από ένα.
Βέβαια είχαν ένα θέμα όταν ξεκίνησαν τη πρώτη τάξη στο σχολείο αφού η Εύα ήταν δασκάλα τους αλλά το ξεπέρασαν.
Πόσο περήφανος ήταν ο Ορέστης για εκείνη . Αν και παραλίγο να της κοστίσει τη θέση της η Χριστίνα, δεν τα κατάφερε. Τα λόγια της βρήκαν το διευθυντή της πρωτοβάθμιας αδιάφορο.
Η Εύα πάλεψε και μάλιστα κατάφερε να γίνει και διευθύντρια. Στα μάτια του εκείνη η γυναίκα ήταν ο κόσμος όλος.
Πήρε και έδωσε....
Έπαιρνε και συνέχιζε να δίνει ασταμάτητα...

Υπήρχαν νύχτες που ο Ορέστης ξυπνούσε καταιδρωμενος. Τρομαγμένος. Καταστάσεις που η Εύα δεν είχε δει ούτε είχε βιώσει παρά μόνο αφότου έμειναν μαζί. Ξυπνούσε και κοιτούσε γύρω του νομίζοντας πως κάποιο χτύπημα θα σκάσει στο πρόσωπο του. Ήταν όλες εκείνες οι παιδικές πληγές που έμειναν σαν βαθιά τραύματα στη ψυχή του. Δύσκολα κάποιος ξεπερνάει εκείνη τη βιαιότητα. Εκείνα τα σκληρά λόγια και τις ακόμα πιο σκληρές χειρονομίες.
Σε αυτό δεν είχε ένα κάνει η ευτυχία. Ο Ορέστης ήταν ευτυχισμένος.
Εκείνοι οι εφιάλτες ήταν τα αποκαΐδια της παιδικής του ηλικίας. Χωμένα τόσο βαθιά στο υποσυνείδητο που έβγαλαν ρίζες. Έβγαιναν όταν εκείνα ήθελαν και χωρίς προειδοποίηση.
Κι όμως η Εύα αποδείχθηκε σκληρό καρύδι...
Κάθε φορά, κάθε νύχτα, τον κράταγε στην αγκαλιά της χωρίς σταματημό.
Έσβηνε τον ιδρώτα του, και απλά έβαζε το κεφάλι του στο στήθος της.
Δεν ήθελε πολλά, απλά να του δείξει πως βρίσκεται επιτέλους σπίτι...
Στο δικό της σπίτι. Στην αγκαλιά της.
Ο Ορέστης δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος . Ίσως ποτέ όμως και να μην ήταν από τότε που τη γνώρισε... Χωρίς εκείνη, ήταν μισός. Ήταν σκιά που έψαχνε το σώμα της.
Μπορεί να μην ήταν ποτέ καλός στα λόγια , μα ήξερε να αγαπάει. Να δίνει στάλα στάλα τη ψυχή...

Αναστεναξε
Κοίταξε ξανά το στυλό, έπειτα τις άδειες κενές γραμμές και έσκυψε προς το ημερολόγιο.

"Δεν οφείλει να καταγράφεις πια τις στιγμές μα να τις ζεις μάτια μου...
Κοίτα τι δημιουργήσαμε...
Που φτάσαμε...

Πέντε χρόνια πριν, μου χάρισες στα χέρια , την αγάπη μας με σάρκα και οστά.
Δύο μικρούς αγγέλους...
Δύο πλάσματα όμοια μεταξύ τους μα τόσο διαφορετικά...
Όπως εγώ και εσύ...
Λες αυτό να ήταν το νόημα μάτια μου;
Λες αυτοί να ήταν οι άγγελοι κι όχι εμείς;
Για πάντα δικός σου...
Ορέστης"

Το έκλεισε και επέστρεψε στο παράθυρο. Γελούσε και έτρεχε πέρα δώθε σαν παιδί και εκείνη μαζί με τα δικά τους.
Σφίχτηκε η ψυχούλα του.
Εκείνο το παιδί που έγινε άντρας, είχε αποκτήσει μια όμορφη οικογένεια.
Ένα ήρεμο σπίτι. Δύο πανέμορφα χαρούμενα παιδια και μια γυναίκα σταθμός για να αραξει το τρένο του εφόρου ζωής.

Τα χείλη του διασπάστηκαν ...
Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο τα στόλισε και κοίταξε τον ουρανό.

"Ναι ρε πούστη...Τα κατάφερα..." Ψέλλισε φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του στα μάτια και σκουπίζοντας το δάκρυ που έπεσε, κουμπωσε και το τελευταίο κουμπί του πουκάμισου του.

Είδε το Γιώργο να τρέχει στην αυλή και πριν γυρίσει , άκουσε ένα χτύπημα στη κάσα της ανοιχτής  πόρτας.

"Έτοιμος;" η φωνή του Άρη γέμισε αέρα το στήθος του. Γύρισε , τον κοίταξε και τον πλησίασε. Αν και τα μάτια του Ορέστη είχαν εκείνη τη κοκκινιλα από τα δάκρυα ο Άρης δε το σχολίασε.

Του άπλωσε αντρικια το χέρι και χαιρετηθηκαν καταλήγοντας σε μια αγκαλιά και ένα χτύπημα στον ώμο.

"Κρατάς το πιο γλυκό μου χρέος στα χέρια σου αδερφέ..." αποκρίθηκε ο Ορέστης "Και ανάθεμα, δε θα βρω τρόπο να στο ξεπληρώσω ποτέ..."

Ο Άρης δεν είπε λέξη... Ήξερε πως ο Ορέστης δε θα καταλάβαινε.
Στα δικά του μάτια δεν ήταν έτσι...
Στα δικά του μάτια, το χρέος ήταν προπληρωμενο χρόνια πριν...
Τότε που εκείνο το παιδάκι, του έμαθε τι σημαίνει να φοράς παντελόνια , τι σημαίνει μπέσα και τι σημαίνει αντριλικι..

"Η κόρη σου όλο και μου εκνευρίζει το μικρό μου. Κανόνισε να έχουμε ιστορίες μεγαλώνοντας!" άλλαξε εντελώς κουβέντα χαριτολογώντας

"Δυσκολακι! Μη τη βλέπεις έτσι. Αντράκι την έκανα! Σας έχει για πρωινό όλους!"

Ο Άρης έπιασε το κεφάλι του.

"Σε μένα το λες; Προχθές ύψωσα λίγο τη φωνή στη Κική και ήταν μαζί της στη κουζίνα..."

"Και;"

"Τι και ρε μαλάκα! Που πέταξε τη ξύλινη κουτάλα που κρατούσε, στο κεφάλι!"

Ο Ορέστης γέλασε. Ο Άρης γέλασε.
Και η Εύα η οποία είχε ανέβει ένα λεπτό πριν και τους άκουσε γέλασε κι εκείνη τραβώντας τα βλέμματα πάνω της.
Πήγε κοντά, τους κοίταξε και τους έλεγξε με το βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω.

"Σας έχω πει ποτέ πόσο πολύ σας αγαπάω;" τους είπε ήρεμη

"Εκατοντάδες φορές..." απάντησε ο  Άρης

"Ε τότε , ας προσθέσουμε ακόμα μια..."

Δύο ζευγάρια χέρια έκλεισαν γύρω της.
Δύο καρδιές χτύπησαν μαζί με τη δική της και ένιωσε να τη σφίγγουν στην αγκαλιά τους. Τίποτα και κανένας τελικά δεν ήταν ικανός να σπάσει εκείνη την αγάπη ... Εκείνο το αγνό αίσθημα που δεν ξεχώριζε τον ερωτισμό από τη φιλία. Εκείνο που τους ένωσε από πιτσιρίκια.

Ξάφνου πήρε λίγη απόσταση και τους κοίταξε . Δεν τους είπε κάτι. Απλά τους κοίταζε. Μερικές φορές έπαιρνε ένα βλεμμα που ούτε ο Ορέστης ούτε ο Άρης μπορούσαν να ερμηνεύσουν. Δεν είχε θλίψη αλλά ούτε και χαρά. Ήταν απλά περίεργο.
Ύστερα γύρισε τη πλάτη της και λίγο πριν κατέβει, κοντοσταθηκε.

"Ποτέ δεν σας ξεχώρισα στην αγάπη..." τους είπε και κατέβηκε χωρίς να γυρίσει να τους δει...

Χωρίς να έρθει αντιμέτωπη με τα πρόσωπα τους.
Είπε την δική της αλήθεια...
Η αγάπη δεν είναι ερωτική καθεαυτού. Ούτε μητρική. Ούτε φιλική η αδελφική. Δεν κοιτάζει φύλο , ηλικία και προτεραιότητες.
Είναι μια έννοια από μόνη της που κρύβει δεκάδες μικρά παραθυρακια στην ύπαρξη της.
Κάθε ένα από αυτά, σε οδηγεί σε ένα διαφορετικό είδος αγάπης.
Σαν υποκατηγορία μιας τεράστιας γενικής αίσθησης...

Μόνο η αγάπη μπορεί να έχει αυτή την υπόσταση και μέσω αυτής, διαλέγοντας ποιο παράθυρο θέλεις να ανοίξεις κάθε φορά, φτάνεις στη λύτρωση.
Για την Εύα, οι άγγελοι της ζωής της είχαν ονόματα...
Και δεν ήταν τα παιδιά της. Εκείνα τα έβλεπε σαν θαύματα εξολοκλήρου.
Για την Εύα οι δικοί της άγγελοι δεν είχαν μεγάλα λαμπερά φτερά.
Δεν ήταν λευκά. Ούτε όμορφα. Ούτε πυκνά.
Ήταν τσακισμένα. Ταλαιπωρημένα. Πεσμένα...

Μπορεί όμως να ήταν σε αυτή τη κατάσταση, αλλά τα φτερά δεν κάνουν έναν άγγελο...
Οι πράξεις του το κάνουν...

Τα δύο της αγόρια, από μικρά είχαν φτερά...
Απλά εκείνα δε το έβλεπαν...
Φτερά της σιωπής..
Φτερά της λύπης. Του πόνου.
Φτερά της ανάγκης. Της έλλειψης.
Φτερά της προσμονής και της υπομονής.

Φτερά που άνοιγαν ακόμα κι αν ήταν πληγωμένα για να τη κλείσουν μεσα τους...
Ανιδιοτέλεια όχι της αγάπης, μα της ανθρώπινης ύπαρξης στη κάθε μορφή και κάθε ιδιότητα της...

Αυτά ήταν τα αγόρια της και αυτοί οι άντρες της καθώς μεγάλωναν.

Δύο μικροί αγγέλοι...

Τέλος...



Δε θα πω πολλά σήμερα...
Ίσως δε θα πω γιατί τα λόγια περισσεύουν.
Μάθαμε πως μερικές σιωπές αξίζουν, ενώ άλλες πάλι πονάνε.
Μάθαμε πως τα τραύματα δεν κλείνουν πάντα μα η υπομονή και η αγάπη, τα κάνει να υποχωρούν...
Μάθαμε πως μερικές φορές, αξίζει η συγχώρεση ενώ παλι άλλες όχι...

Είμαστε άραγε φτερά στις πλάτες κάποιων ανθρώπων;
Η μήπως είμαστε αυτοί που τα τσακίζουμε;
Βάλτε τον εαυτό σας να αναρωτηθεί...
Κοιτάξτε τη πλάτη σας. Όλοι έχουμε δύο καρφωμένα πίσω...
Πώς είναι τα δικά σας;
Ποιος τα τσάκισε; Αξίζει συγχώρεση;
Αν ναι, δώστε την. Αν πάλι παίρνει τη μορφή εφιάλτη, μη το κάνετε...

Σε ένα χωράφι με σπαρτά , ότι θερίζεις σπέρνεις... Είναι κάτι που μου έμαθε το συγκεκριμένο βιβλίο και ίσως αρνιομουν να πιστέψω σε προηγούμενα.
Όχι... Δεν αξίζουν όλοι.
Και όχι, δεν είμαστε μηχανές... Είμαστε άνθρωποι. Με ψυχή και αισθήματα.

Δε θα σας πω να αγαπάτε...
Θα σας πως απλά, πως κάθε φορά που κοιτάζετε έναν άνθρωπο μη βλέπετε το καβούκι, μα προσπαθήστε να δείτε τι υπάρχει κάτω από αυτό... Ίσως έτσι, γίνουμε και εμείς οι ίδιοι καλύτεροι άνθρωποι.

Σας ευχαριστω από τη ψυχή μου.

Continue Reading

You'll Also Like

361K 18.9K 50
"Μπα μπα μπα, και έλεγα πως το μωρό μου δεν θα έρθει στο πάρτυ μου." "Σταμάτα να με λες μωρό σου και κάνε άκρη να γεμίσω το ποτήρι μου." "Ουυυ μας βγ...
48.7K 2.1K 49
- Τι? Κάποιος μου κάνει πλάκα τώρα. Μαμά πες μου ότι δεν είναι αυτός που θέλετε να με παντρεψετε.. - Γιατί μικρή λίγος σου πέφτω? - Θα έλεγα τι είναι...
140K 7K 36
"θα κάνουμε μια συμφωνία" είπε και με πλησίασε "ακούω"του απάντησα τάχα μου θαρραλέα???? "θα σε βοηθήσω να γίνεις sexy...." "και ποιος σου είπε ότι θ...
36.6K 1.4K 31
Ermanno Renardo..... Minerva Francesco..... Αυτός ο νέος αρχηγός της Ιταλικής μαφίας...... Αυτή κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία που έχει μπλεχτεί...