Δύο μικροί αγγέλοι.. (Υπό Επι...

By BeYourselfGM

75.7K 9K 1.9K

Το λευκό δαντελενιο της φουστανακι, ειχε λερωθεί από τις λάσπες. Ήταν συνήθεια όμως... Πάντα έλεγε στη μητέρ... More

Εισαγωγή
Κεφάλαιο 1°
Κεφάλαιο 2°
Κεφάλαιο 3°
Κεφάλαιο 4°
Σημείωση
Κεφάλαιο 5°
Κεφάλαιο 6°
Κεφάλαιο 7°
Κεφάλαιο 8°
Κεφάλαιο 9°
Κεφάλαιο 10°
Κεφάλαιο 11°
Κεφάλαιο 12°
Cast
Κεφάλαιο 13°
Κεφάλαιο 14°
Κεφάλαιο 15°
Κεφάλαιο 16°
Κεφάλαιο 17°
Κεφάλαιο 18°
Κεφάλαιο 19°
Κεφάλαιο 20°
Κεφάλαιο 21°
Κεφάλαιο 22°
Κεφάλαιο 23°
Κεφάλαιο 24°
Κεφάλαιο 26°
Κεφάλαιο 27°
Κεφάλαιο 28°
Κεφάλαιο 29°
Κεφάλαιο 30°
Κεφάλαιο 31°
Κεφάλαιο 32°
Κεφάλαιο 33°
Κεφάλαιο 34°
Κεφάλαιο 35°
Κεφάλαιο 36°
Κεφάλαιο 37°
Κεφάλαιο 38°
Κεφάλαιο 39°
Κεφάλαιο 40° Τέλος
Ευχαριστήριο

Κεφάλαιο 25°

1.2K 198 43
By BeYourselfGM

Άνοιξε το ψυγείο και βγάζοντας ένα μπουκάλι κρασί, σέρβιρε ένα ποτήρι στον εαυτό της . Αν και δε κάπνιζε στο σπίτι , πριν έρθει η Ξανθίππη είχε γίνει συνήθεια. Άναψε ένα τσιγάρο ανοίγοντας παράλληλα τα παράθυρα και κάθισε σκεπτική. Οι φωνές της από την άλλη μεριά του τηλεφώνου, έδειχναν τόσο έντονες. Μετέπειτα η στάση του Ορέστη άλλαξε.. αναρωτήθηκε τι να είχε συμβεί αλλά και πόσο πόνο, να εκρυβε μέσα της εκείνη η γυναίκα. Ούτε κάθισε να ασχοληθεί με το τηλεφώνημα από τη πρωτοβάθμια. Η γραμματεία τη πήρε για να την ενημερώσει πως το ραντεβού αναβάλλεται επειδή ο διευθυντής αρρώστησε και μεταφέρεται για την άλλη εβδομάδα.

Καταβαθος αν και είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη Ξανθίππη, ένιωσε ένα μεγάλο άγχος. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να μάθει ο Ορέστης για την εγκυμοσύνη της. Τότε θα τη μισούσε ακόμα περισσότερο. Πως θα μπορούσε ποτέ να του εξηγήσει ότι άθελά της, σκότωσε εκείνη τη ψυχή; Μα δεν το ήξερε... Αν ήξερε δε θα άφηνε σε αυτή τη κατάσταση τον εαυτό της. Δεν θα έπαιρνε αντικαταθλιπτικά ούτε φάρμακα. Μα τότε η Εύα ήταν ένας ζωντανός σκελετός...Απέβαλε τρεις μήνες μετά και ούτε που είχε καταλάβει κάποιος πως ήταν έγκυος. Πόσο μάλλον η ίδια. Τα χάπια θα της έφερναν παρενέργειες επειδή ήταν δυνατά και όλοι υπέθεταν πως η απώλεια βάρους, οι εμετοι, και οι κράμπες που την έπιαναν, ήταν από αυτά. Η Εύα σπάνια έτρωγε, και σε συνδιασμό με τα έξι χάπια που έπαιρνε, έφεραν το μοιραίο... Ξόρκισε τη Μάρθα να μη πει λέξη στη μάνα της. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε η Εύα, ήταν να μάθουν οι γονείς της πως είχε μείνει έγκυος.

Κοίταξε το ρολόι. Είχε περάσει ακόμα μια ώρα...

Γέμισε ακόμα ένα ποτήρι ώσπου αξαφνα άκουσε τα κλειδιά στη πόρτα και πετάχτηκε όρθια. Έτρεξε και ανοίγοντας τη, είδε τη Ξανθίππη. Έδειχνε τόσο καταρακωμενη. Η Εύα χωρίς να σκεφτεί και πριν καν η Ξανθίππη μπει μέσα, χώθηκε στην αγκαλιά της.

"Ανησύχησα τόσο πολύ! Κόντεψα να τρελαθώ!" Αποκρίθηκε ταραγμένη

"Όλα είναι εντάξει κόρη μου"

"Μόνο αυτό μου φτάνει.. Να είσαι καλά..."

"Έλα πάμε μέσα..." Η Ξανθίππη παρέλειψε να της πει πως ο Ορέστης περίμενε. Της το είχε πει σαν την άφησε πως αν δε τη δει να μπαίνει μέσα , δεν θα έφευγε. Ύστερα από το τηλεφώνημα, η Ξανθίππη άλλαξε στάση. Κατάλαβε πως το πρόβλημα είναι πολύ βαθύ. Δεν ήθελε να πει λέξη που θα έκανε τα πράγματα τα χειρότερα χωρίς τουλάχιστον να έχει κάποιες αποδείξεις στα χέρια. Το ίδιο φυσικά ισχυε και για την Εύα. Αν και την ένιωθε πιο προσιτή στο να της μιλήσει, η Ξανθίππη αποφάσισε να σωπάσει προς το παρόν.
Προσπάθησε να μάθει από τον Ορέστη τι ακριβώς έγινε, μα εκείνος απέφυγε να μιλήσει για τη φυλάκιση του. Ούτε καν δέχθηκε να μιλήσει για εκείνη τη νύχτα. Παραυτα εκείνη του είπε μόνο ένα πράγμα και έπειτα ζήτησε να επιστρέψει στο σπίτι της Εύας. Όταν θα έρθει εκείνη η μέρα, πρόσεχε μόνο μη μετανιώσεις για τη στάση σου... Ήταν τα λόγια της και ήξερε καλά πως ο Ορέστης τα μέτρησε ένα προς ένα. Εκείνος επέμενε πως η Εύα δεν είναι αυτό που δείχνει μα η Ξανθίππη, κούνησε απλά το κεφάλι απογοητευμένη. Υπήρχε πολύ μίσος και στις δύο πλευρές. Ίσως όχι μίσος καθεαυτού, μα παράπονο...

Μόλις η πόρτα έκλεισε, η Εύα απέφυγε να ρωτήσει τι είχε συμβεί.

"Περπατούσα και τον είδα..." ξεκίνησε να εξηγεί από μόνη της η Ξανθίππη ξέροντας πως η Εύα αναζητούσε στα βουβά να μάθει "Ήταν τόσο έντονο. Δεκαπέντε χρόνια είχα να ακουμπήσω το παιδί μου ...Δεν ένιωσα καλά και λιποθύμησα"

"Θεέ μου..."

"Όπως και να έχει..."

"Γιατί δεν έμεινες;" ρώτησε η Εύα μπερδεμένη

"Γιατί δεν είναι έτοιμος ο γιος μου Εύα..."

"Έτοιμος;"

"Άστα τώρα αυτά... Κουράστηκα σήμερα. Σε πειράζει να.."

"Όχι όχι! Ίσα ίσα... Απλά φτάνεις ότι είσαι καλά. Αυτό μετράει μόνο."

Η Εύα άνοιξε το καναπέ μετατρέποντας τον σε κρεβάτι , πέταξε όσο κρασί έμεινε στο ποτήρι και εκλεισε τα παράθυρα. Έφερε τα σκεπάσματα αφού η Ξανθίππη αρνήθηκε να κοιμηθεί επάνω, και έστρωσε. Όσες φορές κι αν τη παρακάλεσε να αλλάξουν, η Ξανθίππη επέμενε. Όχι πως ο καναπές ήταν μικρός. Άνοιγε σαν διπλό κρεβάτι.

"Εύα;" Τη σταμάτησε λίγο πριν ανέβει πάνω

"Τι έγινε Ξανθίππη μου;"

"Πέρα από ότι έγινε στη φυλακή σου φέρθηκε σκάρτα ο γιος μου;" ρώτησε και η Εύα αναστεναξε.

"Ποτέ..."

"Εντάξει κόρη μου. Μου αρκεί..." Η Ξανθίππη της χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο και η Εύα έκανε να ανέβει μα σταμάτησε εκείνη αυτή τη φορά

"Πίστευα πως η αγάπη που είχαμε, θα ξεπερνούσε κάθε δυσκολία... Βγήκα ψεύτρα. Ήμουν μικρή... Έπεσα σε κατάθλιψη. Δε θα συγχωρήσω τον εαυτό μου ποτέ για την απερισκεψία μου. Μα ούτε κι εκείνον για την αγάπη, που μου στέρησε χωρίς καν να μάθω το γιατί..." Η Εύα σκούπισε απαλά ένα δάκρυ που έπεσε και χαμογέλασε λυπημένη "Ίσως αυτή ήταν η μοίρα μας. Ποιος ξέρει... Καληνύχτα Ξανθίππη μου..."

Η Εύα έφυγε και τα λόγια της έμειναν να επιβεβαιώνουν την απόφαση της Ξανθίππης να παραμείνει σιωπηλή προς το παρόν. Βγήκε αληθινή όμως σε ένα πράγμα... Η Εύα πράγματι αγαπούσε τον Ορέστη ακόμα κι αν το αρνιόταν στον ίδιο της τον εαυτό...

******

"Μην έρθεις σήμερα στο χαμόσπιτο..." Ο Ορέστης είχε παρκάρει το αμάξι έξω από το σπίτι της. Ο ήλιος είχε χαράξει.

"Γιατί; Τι διαφορετικό έχει αυτή η μέρα Ορέστη;" ρώτησε φοβούμενη πως η συμπεριφορά του θα άλλαζε πάλι.

"Γιατί σήμερα, σε αγάπησα περισσότερο από τη ζωή μου Εύα..." Ο Ορέστης γύρισε απαλά το κεφάλι και τη κοίταξε με εκείνα τα πελώρια μάτια του . Το γύρισμα του έμοιαζε κουρασμένο. Η Εύα δεν ήξερε τι να πει. Ή μάλλον ήξερε αλλά ήταν τόσο έντονη η στιγμή που μόνο ταραχή έφερε στη καρδιά της. Το αγαπημένο του τραγούδι μπήκε στο ράδιο. Σαν το κύκνειο άσμα...
Μια στιγμή...
Μόνο μια στιγμή έφτανε για να βγάλει στην επιφάνεια όσα τα χρόνια κατάφεραν να κρύψουν.
Ο Ορέστης χαμήλωσε τη φωνή.
Η Εύα έβαλε το χέρι της όμως επάνω και το άνοιξε ξανά...

"Κάποτε μου το είχες αφιερώσει αυτό το τραγούδι και τώρα, είσαι έτοιμος να δακρύσεις..." Γύρισε στο κάθισμα της, και βάζοντας το πόδι της επάνω του, σκαρφάλωσε στο κορμί του. Άφησε δεξιά και αριστερά τα πόδια της κι εκείνος τοποθέτησε τα δικά του στους γλουτούς της. Δεν ήταν όμως πονηρό το άγγιγμα του... Έβγαζε μια οικειότητα που η Εύα, λάτρεψε εκείνη τη στιγμή.
"Ίσως η ζωη περνά και χάνεται... Και ίσως η στιγμή ποτέ δε πιάνεται,  ίσως είναι τόσο δα μικρή, μα δε θα σε αφήσω ποτέ μόνο... "

"Μη μου το κάνεις χειρότερο..." της είπε χώνοντας το κεφάλι του στο λαιμό της. Ο Ορέστης ρουφηξε τη μυρωδιά από το κορμί της και μένοντας χωμένος στη ζεστασιά της, άρχισε να της σιγουραγουδα...Μα.ηταξ τέτοιος ο τόνος του , που έμοιαζε σαν να την αποχαιρετούσε. Θαρρείς και δεν θα τον έβλεπε ξανά.

"Ορέστη μου; Γιατί πάντα εκεί που χαίρομαι έρχεσαι και με τρομάζεις;" τον ρώτησε δακρυσμένη.

"Γιατί η ζωή μάτια μου, είναι μεγάλη πουτάνα... Παίρνει τα όνειρα, και τα πνίγει. Μας δίνει λίγα ψίχουλα για να έχουμε να περιμένουμε ... Μας ταιζει όσα εκείνη θέλει και μετά... Μετά έρχεται το τίποτα..."

Η Εύα έμεινε σιωπηλή να τον κρατάει αγκαλιά της.

"Άσε με μόνο μια στιγμή να γεμίσω τα πνευμόνια μου από σένα, και ύστερα φύγε... Φύγε και μην έρθεις αύριο στο σπίτι..." Ο Ορέστης έκανε μια παύση "Θα έρθω εγώ να σε βρω..." της είπε μα η φωνή του δεν βγήκε αληθινή. Πάραυτα η Εύα, δεν είπε λέξη. Του άφησε να κρατήσει τη στιγμή, και ξαποστασε κι εκείνη στην αγκαλιά του...
Καμιά φορά, τα λόγια περισσεύουν. Και εκείνη η φορά, ήταν μια από αυτές...

*************

Κομμάτια... Ετσι δε λένε τους μεθυσμένους ανθρώπους; Έτσι ήταν κι εκείνος. Βρέθηκε να κοιτάζει τη θάλασσα μόνος. Καθισμένος στη θέση του οδηγού, έχοντας χιλιάδες σκέψεις. Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια , η μυρωδιά της γέμισε τα ρουθούνια του. Ερχόταν σαν εφιάλτης...

"Γιατί ρε μάτια μου..." ψέλλισε λυπημένος "Τι σου φταιξα και θέλησες να με στείλεις στο διάολο μια ώρα νωρίτερα; Δεν έφταναν όσα είχα; Έβαψα τα χέρια μου με αίμα... Μόνο εσύ μου είχες μείνει..." Ο Ορέστης άρχισε να βγάζει φωνές και κοπανουσε τα χέρια στο τιμόνι βγάζοντας όλα του τα νεύρα.
"ΓΙΑΤΙ!!! Κρυαγασε δυνατά "Γιατί ρε Εύα... Γιατί..."

Έκλεισε το κινητό και ήθελε να μείνει μόνος. Κι αυτό ακριβώς πήρε... Άκουγε το γέλιο της στο άδειο διπλανό κάθισμα, άκουγε τα παράπονα, τον ήχο που έβγαζαν τα θυμωμένα της χέρια κάθε φορά που τα σταύρωνε στο στήθος.

"Είπες δε θα με αφήσεις... Και κοίτα με..Με άφησες να σε αφήσω στη πιο δύσκολη στιγμή μου...." Ο Ορέστης δεν άντεξε άλλη πίεση.
Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο θέλοντας να κρύψει από τον εαυτό του την αδυναμία και έκλαψε...

**********

"Θα σε γαμησω ρε πουστη!" Μόλις ο Κώστας μπήκε στο σπίτι ο Ορέστης του όρμησε. Ο Κώστας παραπάτησε μα ήταν ψηλός και γεροδεμένος ενώ το μεθύσι του, του χάριζε μια έξτρα δύναμη.

"Πως τόλμησες ρε μπασταρδο!" φώναξε προσπαθώντας να πετύχει τον Ορέστη μα δε τα κατάφερε. Αν εκείνος ήταν μεθυσμένος, το κονιάκ που ήπιε ο Ορέστης, έκανε την ίδια ακριβώς δουλειά.

"Τη μάνα μου!" Ο Ορέστης του έριξε μια μπουνιά και βρίσκοντας πάτημα , άρχισε να τον γρονθοκοπει στο πρόσωπο "Σε τάιζε! Σε ποτιζε κι εσύ δεν λογαριασες τίποτα! Θα σε σκοτώσω ρε καριόλη! Μάρτυς μου ο θεός που τόσο πιστεύεις!" Η μία γροθιά διαδεχόταν την άλλη μα ο Κώστας κατάφερε κι εκείνος να τον χτυπήσει αρκετές φορές.  Η μύτη του Ορέστη άνοιξε μα δε το έβαζε κάτω. Εκείνο το παιδάκι είχε αποκτήσει δύναμη πια. Μια δύναμη γεννημένη από φόβο και πόνο.

"Είσαι νεκρός!" φώναξε ο Κώστας φτύνοντας τα αίματα μα ο Ορέστης δε σταμάτησε.

"Έλα ρε γαμημενε! Σκότωσε με! Εδώ θα σε θάψω!" Πάλευαν σαν δυο θηρία ώσπου ο Ορέστης του έδωσε μια δυνατή στο σαγόνι και ο Κώστας βρέθηκε κοντά στη σόμπα . Άρπαξε στα χέρια ένα σιδερένιο εργαλείο που σκάλιζαν τα ξύλα και μόλις ο Ορέστης του όρμησε, τον κοπανησε με όση δύναμη είχε. Αν και απέφυγε το χτύπημα κατά μέτωπο, τον βρήκε αρκετά ξυστά στο κεφάλι σε σημείο που τον ζαλισε. Ο Ορέστης κουλουριαστηκε και ο Κώστας σύρθηκε ως το καναπέ και σηκώθηκε. Τον κλώτσησε στο κεφάλι και τον έφτυσε

"Θα πεθάνεις ρε μπασταρδο ξέροντας πως θα τη σακατευω κάθε μέρα ακούς; Θα πεθάνεις και θα τη βιάζω πρωί μεσημέρι βράδυ! Γιατί μπορώ ρε !!!"
Ο Ορέστης μουγκρησε. Αίματα έτρεχαν από το κεφάλι αλλά συνέχισε να προσπαθεί. "Δεν υπάρχει έξοδος για σένα. Ανάθεμα την ώρα που την άγγιξα! Τη ξεπαρθενιασα όμως! Το γουσταρε η ψυχή μου!"

"Θα σε σκοτώσω ... ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΏΣΩ!!" Ο Ορέστης ούρλιαξε και βάζοντας δύναμη στα πόδια σηκώθηκε μα ο Κώστας τον χτύπησε κατευθείαν στη κοιλιά. Έπαιξε ύπουλα. Είχε μάθει να πατάει τους ανθρώπους εκεί που πονάνε... Πόσο μάλλον, να ακούει ένα παιδί ότι ήταν προϊόν βιασμού... Πόσο πόνο πια να αντέξει. Πόσα ερωτήματα να γεννιούνται στο κεφαλάκι του όσο χρονών κι αν είναι... Μόνο πόνος. Αγνός, καθαρός, σκληρός πόνος...
Άπλωσε το χέρι στα μαλλιά του και τραβώντας τα ψηλά, τον κρατούσε από το κεφάλι ενώ με το άλλο χέρι, πήρε θέση για να του δώσει το τελειωτικό χτύπημα ...

"Αρκετά!!!!" Ακούστηκε μια τσιριδα και αμέσως μετά ένας πυροβολισμός... Μια σφαίρα διαπέρασε το στήθος του Κώστα και καρφώθηκε στο τοίχο ενώ η δεύτερη έκανε αμέσως μετά την εμφάνιση της. Έξι σφαίρες.... Τόσες του κάρφωσε ο Άρης μέχρι που έπεσε νεκρός.... "Αρκετά ρε μαλάκα... Αρκετά..." ψέλλισε σοβαρός και πετώντας το όπλο έτρεξε προς τον  Ορέστη ο οποίος σωριάστηκε κάτω καθώς το χέρι του Κώστα άφησε τα μαλλιά του. "Σήκω. Δεν ξέρω να ζω μόνος μου... Μη φύγεις.." Φώναξε αγκαλιάζοντας τον μέχρι το τέρμα και βάζοντας τα κλάματα σαν μικρό παιδί...

Καμιά φορά, πονάς περισσότερο ακόμα κι αν είσαι απλός θεατής...
Νιώθεις ανήμπορος. Λιώνεις. Αναρωτιεσαι. Χάνεσαι στα γιατί...

"Φυγε..." Μόλις μίλησε ο Ορέστης ο Άρης τρελάθηκε.

"Ζεις ρε μαλάκα...ανάθεμα σε ζεις!!" αποκρίθηκε γελώντας δυνατά. "Τον έφαγα το πουστη! Τον έφαγα!!!" Μα εκείνο το απόκοσμο γέλιο, ήταν συνοδευόμενο από ένα εσωψυχο κλάμα. Ένα κλάμα που μεταμορφώθηκε σε σιωπή. Ο Άρης ήταν σε κατάσταση σε σοκ σε αντίθεση με τον Ορέστη που βαθιά μέσα του ήταν προετοιμασμένος για το θάνατο.

"Φύγε Άρη.." ο Ορέστης άρχισε να φτύνει τα αίματα αλλά ήταν μαχητής. Είχε μάθει. Σηκώθηκε με τη βοήθεια του και κοιτάζοντας το Κώστα πεσμένο, ένιωσε ελεύθερος. "Φύγε πριν έρθουν οι μπάτσοι!"

"Όχι. Όχι αυτή τη φορά... "

"Άκουσε με..."

"Εγώ τον σκότωσα! Για κάθε φορά που σε έβλεπα και νόμιζα πως πέθανες! Για κάθε φορά που κοιμόμουν στο ζεστό κρεβάτι μου κι εσύ δεν είχες να φας! Για κάθε γαμημενη μπλούζα που τραβούσες από παιδάκι για να κρύψεις τις μελανιές σου!" Φώναξε πηγαίνοντας πέρα δώθε σαν τρελός και ύστερα γύρισε ήρεμος προς τον Ορέστη " Άργησα...Τόσα χρόνια, η ξήγα και η μπέσα σου, ήταν παντελονάτες... Σε κάθε μου στιγμή. Ήρθε η ώρα να ξηγηθω κι εγώ... Δε θα τρέξω σαν δειλός! Εσύ θα φύγεις!" Ο Ορέστης τον κοίταζε σοκαρισμένος "Θα πας να βρεις τη μάνα σου και δε θα πεις λέξη! Θα πάρεις και την Εύα και όλα θα μπουν στη θέση τους!"

Ο Ορέστης πήγε κοντά του.. Έβαλε τις παλάμες του στο πρόσωπο του και τον κοίταξε. Ο Άρης βρισκόταν σε παραλήρημα από τη πράξη του και ο Ορέστης το κατάλαβε από τα ανάμεικτα συναισθήματα του. Μια θυμός. Μια γέλιο. Νευρικότητα. Ο Άρης σκότωσε άνθρωπο και μέσα του, δε μπορούσε να το διαχειριστεί.

"Κοίταξε με!" Η σοβαρή φωνή του Ορέστη, τράβηξε το αλλοπαρμένο του βλέμμα. Μόλις  όμως ο Άρης έριξε ένα βλέμμα στο πτώμα του Κώστα άρχισε να τρέμει "Εμένα κοίτα!" βγήκε σαν διαταγή από τα χείλη του και ο Άρης τον κοίταξε. "Μη μου το κάνεις αυτό..."

Ο Άρης έμοιαζε χαμένος. Ο Ορέστης είδε το όπλο και το σήκωσε. Στάθηκε πάνω από το πτώμα του Κώστα και άδειασε πάνω του όσες σφαίρες έμειναν.

"Από ποια σφαίρα πέθανε άραγε; Τη δική σου; Ή τη δική μου;" Του είπε και Άρης βουρκωσε.
"Αν διαβεις εκείνο το δρόμο, τότε να είσαι σίγουρος πως θα τον διαβούμε μαζί..." του είπε και πετώντας κάτω το όπλο, τον τράβηξε σε μια αντρικια αγκαλιά...

*********

Αν γύριζε πίσω ο χρόνος, το μόνο που θα άλλαζε ήταν εκείνα τα δεκαπέντε χρόνια που πέρασε ο Άρης μαζί του στη φυλακή. Ποτέ δε του το είπε...
Μια λέξη ήταν μόνο. Ένα ευχαριστώ...
Μα οι πράξεις του Ορέστη, μιλούσαν από μόνες τους.
Κουνούπι δεν άφηνε να πειράξει τον Άρη εκεί μέσα. Δεκάδες φορές κατέληξε χωρίς να το ξέρει ο Άρης στο νοσοκομείο των φυλακών. Εκείνος ήξερε πως μπλέχτηκε σε καυγά χωρίς να είναι παρόν μα η αλήθεια ήταν άλλη... Μπορεί με τους κρατούμενους μα είχε βγάλει πέρα αλλά οι μπάτσοι τον απειλούσαν ουκ ολίγες φορές τα πρώτα χρόνια. Είχαν βρει το αδύναμο το σημείο του. Όταν κάποιος καυγάς ξεσπούσε στους κρατούμενους, για να μη πειράξουν τον Άρη, ακολουθούσε μια διαδικασία που έγινε ρουτίνα για τον Ορέστη. Το κελί άνοιγε στις 3... Έβγαινε και πήγαινε σε ένα δωματιακι. Τον σάπιζαν στο ξύλο σαν αντίποινα για να  τη φασαρία και να μη πειράξουν τον Άρη...
Μόνο όταν ο Ορέστης κόντεψε να σκοτώσει ένα φρουρο σταμάτησαν. Ήταν όταν εκείνος αναφέρθηκε στην Εύα... Ο Ορέστης θόλωσε και κατάφερε να του αρπάξει το όπλο το οποίο του κόλλησε στο κρόταφο. Έκτοτε , όχι απλά κανένας δε τους πείραξε, μα ξεκίνησε μια φήμη που τον ήθελε απροσπέλαστο...

Ποτέ δε θα άφηνε τον Άρη να μπει μόνος στη στενή. Μπορεί να ήταν σκληρός, μα ο Ορέστης ήξερε πως δε θα άντεχε... Εκτός αυτού, το αγαπούσε εκείνο το παιδί κι ας του έσπαγε τα νεύρα. Ο Άρης του ξηγηθηκε τόσο με την Εύα στη τελική όσο και με το πατέρα του. Το λιγότερο που θα μπορούσε να κανει ο Ορέστης ήταν να του δώσει δεκαπέντε χρόνια από τη ζωή του για φόνο εν βρασμό ψυχής...

Τέτοιες ήταν τελικά οι πουτανες οι στιγμές... Μικρές αλλά αρκετές για να τα αλλάξουν όλα.
Κατέβασε ελαφρά το κάθισμα και έμεινε να κοιτάζει το ξημέρωμα.

Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε ξαφνικά και είδε τον Άρη με την άκρη του ματιού του, να μπαίνει.

Έναν Άρη ο οποίος ένιωθε βαθιές τύψεις που ο Ορέστης τον ακολούθησε στη φυλακή.

"Φάε! Δε θα πεθάνεις από ασιτία!" του είπε αφήνοντας του μια μπουγάτσα στα πόδια μα ο Ορέστης δε τη πείραξε . Άφησε στο ταμπλό και δύο καφέδες και ξεκίνησε να τρώει. "Ξέρεις τι σκεφτομαι ρε Ορέστη ;"

"Μμμ" ψέλλισε σιωπηλός

"Πως σ'αγαπαω ρε μαλάκα..." είπε και ύστερα μπουκωθηκε με το φαί ενώ ο Ορέστης, έσκασε ένα πλάγιο χαμόγελο στα χείλη . Πάντα ήταν εκεί. Πάντα κατάφερνε με κάποιο , να βρίσκεται εκεί. Σε κάθε δύσκολη στιγμή. Ο Άρης, ήταν απλά εκεί....

"Κι εγώ... Μη ξεκινήσεις όμως να κάνεις σαν καμία γυναικούλα..." του είπε και ο Άρης τον σκουντηξε στον ώμο χαμογελώντας και συνέχισε να τρώει...

******

"Μαμά;"

"Τι είναι μάτια μου; Τι ώρα είναι;"

"Σε ευχαριστώ..."

"Για πιο πράγμα;"

"Που με φροντίζεις μόνη τόσα χρόνια..."

"Άρη είσαι καλά;"

"Μια χαρά.. έφτασα είκοσι χρονών γαϊδούρι και απλά ένα ευχαριστώ δεν είπα..."

"Είσαι περίεργος μωρό μου. Σίγουρα είναι όλα εντάξει;"

"Σ'αγαπαω ρε μάνα... Απλά ήθελα να το ξέρεις"

"Τι έκανες Άρη;"

"Τίποτα..."

"Πως τίποτα! Μπαίνεις σαν σίφουνας νυχτιατικα στο σπίτι λέγοντας μου όλα αυτά... Με τρομάζεις..."

"Κοιμήσου πάλι... Ήθελα απλά να στο πω και φεύγω..."

"Που πας;"

"Εκεί που πρέπει..."

Λένε πως αν έχεις έναν άνθρωπο να αποχαιρετήσεις , επιλέγεις κάποιον που ίσως ποτέ δε του εξέφρασες όσα αισθάνεσαι... Τη φίλησε, την αγκάλιασε και κατεβαίνοντας κάτω, πήρε το όπλο που πάντοτε φιλούσαν στο συρτάρι, και έφυγε... Πήγε ακριβώς εκεί που πρέπει.
Εκεί που κατάλαβε πως οικογένεια δεν είναι το αίμα, αλλά ο δεσμός. Εκεί που χίλιες φορές πέθανε, και ζωντάνεψε ξανά...
Πήγε στον αδερφό του...
Γιατί καταβαθος, ο Ορέστης , ήταν αδερφός με όλη τη σημασια της λέξης και ακόμα περισσότερο.

Χρόνια ολόκληρα έτρωγε και μετρούσε τις μπουκιες του στη σκέψη πως εκείνος δεν είχε να φάει...
Ποιος; Εκείνο το παιδάκι που με το θάρρος και τη τόλμη του, έσωσε τη μάνα του από τον Κώστα εκείνη τη μέρα...
Εκείνο που ανέβηκε στη καρέκλα και ο Άρης τρόμαξε σαν είδε το θάρρος του.
Ίσως τελικά, ο ένας να χρωστούσε στον άλλο πολλά περισσότερα από όσα εκείνοι νόμιζαν ότι χρωστούν, και ίσως κάποια χρέη ,έπρεπε να κλείσουν....

❤️❤️❤️❤️❤️

Continue Reading

You'll Also Like

380K 13.4K 52
- Τι στο διάολο θες και ανακατευεσε εσύ μωρη; - Άσε την κοπέλα ήσυχη ζώων! Μωρη να λες εκείνες που πηδάς -Ρε άντε στο διάολο από δώ καθυστερημένη - Τ...
576K 29.4K 55
"Πες μου σε παρακαλώ ότι το θες αυτό όσο το θέλω κι εγώ" είπε με κομμένη την ανάσα. Ένιωθα κατακόκκινη, η ντροπή μου ήταν εμφανής άλλη μία φορά. Τε...
14.5K 787 43
------ Ακούω τα βήματα του από πίσω μου. Τι θέλει τώρα?! Δεν φτάνει που με κατάστρεψε με τα λόγια του, περιμένει να ακούσω και τις ανόητες εξηγήσεις...