σώμα

292 18 21
                                    

    Όταν ο Απόλλωνας τραβάει το μαχαίρι, το αίμα πηδάει από την πληγή που φτύνει στους τοίχους του κελιού και πιτσιλάει όλο το χώμα. Μερικό στάζει προς τα κάτω, στον λαιμό, στον χιτώνα, στα χέρια του άντρα - του Κύκλωπα. Το μάτι του έχει γουρλώσει καθώς ένας ήχος, σαν λυγμός βγαίνει από τον λαιμό του. Οι παλάμες του αγγίζουν την πληγή σαν να μην πιστεύουν στην ύπαρξή της. Με το άλλο χέρι, ο Απόλλωνας εξακολουθεί να τον κρατάει από τα μαλλιά, στηρίζοντας το κεφάλι του. Πέρα από τα δάχτυλά του μπορεί να δει τα σώματα των συντρόφων του Κύκλωπα, απλωμένα στο πάτωμα με τα χρυσά βέλη να εξέχουν από το δέρμα τους. Το καινούριο αίμα έρχεται για να προστεθεί στην υπάρχουσα λακκούβα κάτω από τα πόδια τους. Οι γυμνές πατούσες του Θεού, δίπλα τους τα γόνατα του Κύκλωπα. 

   Τον κρατάει ακίνητο καθώς το μάτι του Κύκλωπα στριφογυρίζει αλαφιασμένο και ύστερα σταματάει, πνιγμένο πλέον στη θολούρα του θανάτου. Ύστερα ο Απόλλωνας τραβάει το χέρι του, αφήνοντας το σώμα να πέσει άνευρο στο πλάι. Βάζει το μαχαίρι πίσω στη θήκη, κάνει ένα βήμα πίσω. Το φως πέφτει ζεστό μέσα στο κελί, στα βαμμένα από το αίμα τοιχώματά του και μονάχα μοιάζει να σβήνει λίγο όταν ο Απόλλωνας σκύβει και βγαίνει από την οπή της σπηλιάς. Τα χέρια του είναι καθαρά. Το κελί μένει απίστευτα ήσυχο.

-

   Δεν επιστρέφει αμέσως στον Όλυμπο. 

   Στην Κόρινθο γίνεται μια τελετή προς τιμή του. Ο Απόλλωνας κάθεται στον βράχο, δίπλα στο σημείο που σκάει το κύμα και παρακολουθεί το αίμα της κατσίκας καθώς στάζει στον βωμό. Βουτάει το μαχαίρι μέσα στον αφρό, κάνοντας το νερό να αλλάξει χρώμα. Τα βέλη δεν τα μάζεψε από τα σώματα, τα πτώματα, τα άφησε εκεί, ένα μήνυμα: Ήμουν εδώ. Δεν θέλει να υπάρχει παρανόηση. Η πρόθεση του ήταν ξεκάθαρη. Θέλει τη μήνιν του Δία, την απαιτεί, πήρες κάτι δικό μου και να, κι εγώ, πήρα κάτι δικό σου. Ο ιερέας σηκώνει το ματωμένο από τη θυσία μαχαίρι στον αέρα, συνεχίζοντας την τελετή και οι ηλιαχτίδες ακτινοβολούν πάνω του. Φως πετιέται παντού. Ο Απόλλωνας κουνάει το κεφάλι, ικανοποιημένος, και δίνει την ευλογία του.

  Μονάχα όταν βραδιάζει επιστρέφει. Φαρέτρα στον ώμο, μαχαίρι στη θήκη. Πετυχαίνει τον Ερμή πρώτο, να στέκει στον διάδρομο αλλά δεν μιλάνε. Στο πρόσωπό του έχει μουτζουρωθεί μια θλίψη. Δεν τον κοιτάει ακριβώς επικριτικά, αλλά θα το έκανε – αν δεν ήταν γεννημένοι από το ίδιο αίμα. Και εκείνος το ίδιο θα είχε κάνει. Το ξέρουν αμφότεροι. 

clothed in lightWhere stories live. Discover now