Η ώρα ήταν 6:20, η μάνα μου είχε δουλειά, έτσι δεν ήταν σπίτι.
Άρπαξα τα κλειδιά του σπιτιού και ξεκλείδωσα την πόρτα, αφού βγήκα έξω και μάζεψα από το πάτωμα το ποδήλατο μου, κλείδωσα την πόρτα και έβαλα τα κλειδιά στην τσέπη μου μαζί με το κινητό.

Πήρα καβάλα το ποδήλατο και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για την πλατεία.
Είχα αρχίσει να κουράζομαι στα πρώτα μέτρα, πέρασαν 5 λεπτά και δεν ήθελα άλλο να κάνω πετάλι, ένιωθα λες και τα πόδια μου θα έβγαιναν από την θέση τους σαν τα πόδια από τις κούκλες μου.

Δεν τις δολοφονούσα! Έκανα εγχείρηση, οκεϊ;

Μπήκα επιτέλους στην κεντρική πλατεία και από πολύ μακριά, έβλεπα τα παιδιά να κάθονται σε ένα παγκάκι και να κάνουν μαλακίες.

Πήρα φόρα και σταμάτησα να κάνω πετάλι, πήγαινα προς το μέρος τους και ο Σωτήρης με παρατήρησε.

"Επιτέλους! Και έλεγα που χάθηκε αυτό το κορίτσι!" Άκουσα να φωνάζει ο Σωτήρης για να τον ακούσω, σηκώθηκε από τη θέση του και εγώ σταμάτησα με το ποδήλατο ακριβώς μπροστά τους.

Έκανα με την Βιρτζίνια έναν μικρό χαιρετισμό και στη συνέχεια, χαιρέτησα τους πάντες.

"Ωραία, πες το, που πάμε;" Ρώτησε η Ηλιάνα τον Σωτήρη και ανέβηκε στο ποδήλατο της.

"Έχω όρεξη να πάμε κάπου τρομακτικά, σε εγκαταλελειμμένα σπίτια για να κάνουμε εκτέλεση στον διάολοο!" Είπε σαν δεμονισμενος και γύρισε τα μάτια του.

"Ναι καλά, πάμε στο πάρκο και άσε τις θυσίες για τον Λούσιφερ, μια άλλη φορά." Είπα και άρχισα να κάνω αργό πετάλι, μερικές φορές με τρομάζει αυτός ο άνθρωπος αλλά δεν έχω αντίρρηση, ξέρω ότι γεννήθηκε με ψυχολογικά προβλήματα στον εγκέφαλο.

Χωρίς καμία άλλη σκέψη, τα παιδιά με ακολούθησαν και αρχίσαμε να μιλάμε για να περάσει η ώρα.

Εγώ με την Βιρτζίνια ήμασταν μπροστά εννοώ ο Σωτήρης με τον Νικηφόρο και την Ηλιάνα, ήταν πίσω.

"Αν δεν είχα βγει απόψε, δεν ξέρω τι θα έκανα, δεν θέλω να μάθω κιόλας." Μου είπε η Βιρτζίνια κοιτώντας το κουδουνάκι στο ποδήλατο.

The Werewolf Next DoorWhere stories live. Discover now