“Φίλιππο, σε προειδοποιώ.” Του απάντησε απειλητικά, προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο της.

“Τι; Με απειλείς; Μήπως θα βγάλεις και το μπουρνούζι; Κάνε ότι θες, εγώ δεν σε φοβάμαι.” Γέλασε, αλλά η Αθηνά δεν είχε άλλη υπομονή και άρπαξει ότι βρήκε μπροστά της και το πέταξε προς το μέρος του.

“Καλά, καλά. Φεύγω, αλλά θα επιστρέψω σύντομα. Κανόνισε να είσαι έτοιμη, διαφορετικά δεν ξέρω τι είμαι ικανός να κάνω.” Της έκλεισε το μάτι και έφυγε βιαστικά, πριν η Αθηνά βρει την ευκαιρία να του πετάξει κάτι πιο βαρύ.

***

“Μπα, πουλάκι μου. Ετοιμάστηκες; Θαύμα χωριανοί, θαύμα.”

“Σταμάτα μωρέ να φωνάζεις. Σιγά ούτε μία ώρα δεν έκανα.”

“Πάλι καλά, γιατί διαφορετικά πολύ φοβάμαι ότι δεν θα είχες δουλειά να πας.”

“Δεν το κατάλαβα αυτό. Δεν μου το αναλύεις λίγο;” Του το παίζει θιγμένη.

“Δεν μου κάνει καμία εντύπωση, αλλά δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω. Ολόκληρο δικαστήριο δεν θα περιμένει την αρχοντιά σου.”

“Μμμ.”

“Μούγκριζε όσο θέλεις, αλλά στο αυτοκίνητο. Κουνήσου, κουνήσου.” Της λέει σπρώχνοντάς την προς την πόρτα.

“Καλά, καλά. Περίμενε, βρε παιδάκι μου. Κάτσε να πάρω την τσάντα μου. Α και το σακάκι μου.” Είπε μπαίνοντας πάλι στο σπίτι της, για να πα΄ρει τα πραγματά της. Έπειτα, έκλεισε την πόρτα πίσω της, τρέχοντας πίσω από τον Φίλιππο, για να τον προλάβει.

***

Το δικαστήριο είχε σιωπήσει. Ήταν η στιγμή που περίμενε να ακούσει την τελική απόφαση. Περιέργως, δεν είχε άγχος. Όποια και αν ήταν η απόφαση, η ίδια ήξερε ότι είχε κάνει την δουλειά της, όσο καλύτερα μπορούσε, και αυτό ήταν που μετρούσε στην τελική.

Μόλις ο δικαστής ανήγγειλε την αθώωση του κατηγορήμενου, όλο το ακροατήριο, μάρτυρες και ένορκοι άρχισαν να ενίστανται και να εκτινάσσουν κατηγορίες, φωνάζοντας πόσο άδικη είναι αυτή η απόφαση και ρίχνοντας κατάρες στους ανθρώπους που υπερασπίστηκαν αυτό το 'τέρας'.

Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Αθηνά την δεδομένη στιγμή ήταν να κρυφτεί. Να φύγει, για να μην τους ακούει. Αλλά από την συνείδηση της, πως θα κρυβόταν; Αυτή την κουβαλούσε μέσα της. Και τώρα και για πάντα. Με ένα σκούντηγμα του Φιλίππου κατάλαβε πως ήταν η ώρα να φύγει. Ακούγοντας λοιπόν όλον αυτόν τον όχλο να την βρίζει, εκείνη συνεχίσει να περπατάει, με τον Φίλιππο πάντα στο πλάι της, ο οποίος έγινε ασπίδα απέναντι σε όσους έβριζαν και πλησίαζαν την Αθηνά με επιθετικές διαθέσεις, προσπαθώντας να απομονώσει το μυαλό της από αυτό που συνέβαινε. Λίγα βήματα και θα ήταν ελεύθερη. Λίγα ακόμη βήματα και θα μπορούσε να ανασάνει.

Little Do You KnowWhere stories live. Discover now