Part 3

43 13 2
                                    

Το βράδυ ξύπνησε απότομα εξαιτίας ενός ονείρου που όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί. Εκείνο που είχε συγκρατήσει μόνο ήταν η αίσθηση ότι άκουγε παιδικές φωνές. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν της φαντασίας της. Είχαν δραπετεύσει από το όνειρο και είχαν εισβάλει στην πραγματικότητά της. Κοίταξε τον Τζέρεμυ. Κοιμόταν ήσυχος δίπλα της. Σηκώθηκε προσεκτικά για να μην τον ξυπνήσει και βγήκε από το δωμάτιο. Το λευκό νυχτικό της, την έκανε να μοιάζει με μια αέρινη οπτασία. Το σπίτι ήταν σκοτεινό, αλλά δεν έκανε την κίνηση να ανάψει το φως. Ένιωθε πως οι φωνές θα σώπαιναν και δεν το ήθελε αυτό. Ήθελε να τις ακούσει. Ήθελε να μάθει τι έχουν να της πουν. Όσο προχωρούσε στο μακρύ διάδρομο, οι φωνές, που τώρα είχαν γίνει γέλια, δυνάμωναν. Έφτασε μπροστά στην ξύλινη, εσωτερική σκάλα. Κοντοστάθηκε. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε κάποιον να την ακουμπάει απαλά, κι αμέσως μετά ένα ψυχρό ρεύμα αέρα της χάιδεψε το μάγουλο. Ανατρίχιασε. Άρχισε να κατεβαίνει. Και τότε, όταν έφτασε στο ισόγειο, οι φωνές σώπασαν κι έδωσαν τη θέση τους σε ομιλίες. Έσμιξε τα φρύδια και προσπάθησε να εντοπίσει την πηγή τους. Έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Άνοιξε τη συρτή γυάλινη πόρτα.

«Γεια σου Βικτώρια».

Εκείνη αναπήδησε. Αυτό που αντίκρυσε, δεν ήταν το σαλόνι του σπιτιού της, αλλά μια ασυνήθιστα φωτεινή τάξη σχολείου. Ένας άντρας βρισκόταν πίσω από την έδρα και την κοιτούσε στα μάτια.

«Κάθισε», της είπε κι έκανε μια κίνηση με το χέρι του.

Εκείνη έκανε ένα γύρο με το βλέμμα κι ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται. Η καρδιά της έχασε μερικούς χτύπους. Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν έντεκα θρανία. Στα δέκα, κάθονταν τα κορίτσια του ορφανοτροφείου που χάθηκαν στη φωτιά. Ανάμεσά τους και η Σάρα. Η Βικτώρια έβγαλε μια μικρή κραυγή κι έτρεξε προς το μέρος της.

«Σάρα...», ψέλλισε και γονάτισε δίπλα της.

Εκείνη δεν της έδωσε σημασία. Το βλέμμα της ήταν στυλωμένο στον πίνακα και το πρόσωπό της ανέκφραστο. Έκανε να την αγγίξει.

«Κάθισε Βικτώρια!», της φώναξε αυστηρά ο δάσκαλος.

Εκείνη υπάκουσε και κατευθύνθηκε στο μοναδικό άδειο θρανίο, στο μπροστινό μέρος της τάξης.

«Το σημερινό μάθημα», άρχισε εκείνος και προχώρησε προς τον πίνακα, «έχει σκοπό να μας διδάξει πώς θα πάρουμε πίσω αυτό που έχουμε χάσει».

Ακούμπησε τον πίνακα με τη βέργα του και η μαύρη επιφάνειά του εξαφανίστηκε. Μετατράπηκε σε μια τεράστια οθόνη που έδειχνε ένα κτίριο με πυργίσκους. Την επόμενη στιγμή είχε τυλιχθεί στις φλόγες. Η Βικτώρια ήθελε να ουρλιάξει αλλά η φωνή δεν έβγαινε από το λαιμό της. Ο δάσκαλος στάθηκε μπροστά της και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της.

«Τι είναι αυτό που έχεις χάσει Βικτώρια;», την ρώτησε.

Βρισκόταν τόσο κοντά της που μπορούσε να μετρήσει τις πολυάριθμες ρυτίδες που είχε στο μέτωπο και τις λιγοστές τρίχες στο κεφάλι του.

«Εγώ...», τραύλισε εκείνη.

«Τι είναι αυτό που έχεις χάσει;», επανέλαβε. «Πρέπει να βρεις αυτό που έχεις χάσει».

Εκείνη τη στιγμή το δωμάτιο άρχισε να τρεμουλιάζει και να στροβιλίζεται. Τα κορίτσια είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους και την είχαν περικυκλώσει. Τα πρόσωπά τους περιστρέφονταν τόσο γρήγορα που τα μάτια και τα στόματα τους παραμορφώνονταν. Έμοιαζαν με μαύρες τρύπες που ήταν έτοιμες να ρουφήξουν όλη τη ζωή και να τη βυθίσουν στη λήθη και τη σκοτεινιά. Εκείνη πίεσε το κεφάλι με τα χέρια της κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.

«Όχι...», ούρλιαζε. «Όχι, όχι όχι!»

«Βικτώρια!»

Άνοιξε τα μάτια. Ο Τζέρεμυ στεκόταν δίπλα της ανήσυχος. Κοίταξε γύρω της. Καθόταν στο πάτωμα, στη μέση του σκοτεινού σαλονιού.

«Τζερ...», ψέλλισε εξουθενωμένη και άπλωσε τα χέρια προς το μέρος του.

Εκείνος τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά τους.

Τα Χαμένα ΠαιδιάWhere stories live. Discover now