5. H Σωσίας?

Start from the beginning
                                    

"Ποιος ήταν;"

"Ο Αλέξανδρος Γεωργίου. Πρέπει να πάω σπίτι του. Κάτι βρήκε λέει και δεν μπορούσε να μου το πει απ΄το τηλέφωνο, αφού οι συνομιλίες παρακολουθούνται." της εξήγησε.

"ΟΚ, θα τα πούμε. Να προσέχεις." του είπε η Νικόλ και απέμεινε να τον κοιτά ανήσυχη καθώς εκείνος έφευγε βιαστικά.

Στο δρόμο ήταν πολύ ανυπόμονος και γι΄αυτό οδήγησε ο ίδιος το  αμάξι χωρίς αυτόματο οδηγό, για να φτάσει πιο γρήγορα. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που θα του έλεγε και θα του έδειχνε ο Αλέξανδρος, πάντως είχε ένα προαίσθημα ότι θα είχε κάποια σχέση με τη Βάσια. Ευχόταν να είχε, γιατί έτσι δεν θα κινδύνευε να ξαναπάθει ψύχωση.

Η πόρτα του σπιτιού του ήταν ανοιχτή. Πλησίασε. Από μέσα ακουγόταν μια παράξενη μελωδία, ένα είδος μουσικής που ποτέ στη ζωή του δεν είχε ακούσει. Έσπρωξε την πόρτα διστακτικά και πέρασε. Στο βάθος του σαλονιού, στο παλιό μουσικό όργανο, καθόταν ο Αλέξανδρος κι έπαιζε σαν τρελός κοπανώντας τα πλήκτρα. Η τρομακτική αυτή μελωδία του θύμιζε άλλες εποχές.

Πλησίασε κι άλλο. Ο Αλέξανδρος δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του και συνέχισε να παίζει, ενώ ο Λεωνίδας τον παρακολουθούσε συνεπαρμένος. Είχε μεγαλώσει σε μια εποχή όπου όλοι άκουγαν σκυλάδικα και αργότερα μόνο ηλεκτρονική και τραπ, ωστόσο είχε ακούσει όλα τα είδη μουσικής, από χιπ- χόπ μέχρι μέταλ και από βαριά ρεμπέτικα μέχρι σύγχρονα ελαφρολαϊκά, όμως κάτι τέτοιο πρώτη φορά άκουγε και του έκανε τρομερή εντύπωση.

Όταν το κομμάτι τελείωσε, μόνο τότε αποφάσισε να δηλώσει την παρουσία του.

"Συγχαρητήρια, Αλέξανδρε." είπε και παρόλο που δεν μίλησε δυνατά, ο νεαρός ταράχτηκε και παραλίγο να σωριαστεί κάτω, πέφτοντας απ' το σκαμπό. "Συγνώμη. Δεν ήθελα να σε τρομάξω."

"Δεν πειράζει. Είχα απορροφηθεί τελείως στη μουσική και δεν κατάλαβα ότι ήσουν εδώ."

Ο Λεωνίδας πλησίασε κι άλλο και πάτησε ένα πλήκτρο. Ακούστηκε μια νότα απόκοσμης μελωδίας.

"Τι είδους πιάνο είναι αυτό;" ρώτησε.

"Ω, δεν είναι πιάνο. Είναι ένας συνδυασμός αρμόνιου και εκκλησιαστικού οργάνου. Το κατασκεύασε ο προπάππους μου, ο Βίκτορας και είναι το πολυτιμότερο οικογενειακό κειμήλιο."

"Αν είναι έτσι, τότε γιατί δεν βρίσκεται στη γοτθική σας έπαυλη;"

"Κανονικά εκεί θα έπρεπε να βρίσκεται, όμως η Νάντια φρόντισε να το ξεφορτωθεί όταν παντρεύτηκε τον πατέρα μου. Το πούλησε στη γιαγιά της Στέλλας, της κοπέλας μου, η οποία έμενε εδώ τότε. Όταν η γιαγιά της πέθανε, αυτό το σπίτι πέρασε στη Στέλλα μαζί με το όργανο." αφηγήθηκε ο Αλέξανδρος.

Μυστικά του Μέλλοντος #scifi2020Where stories live. Discover now